Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Κυριακή 30 Ιουνίου 2013

Lena Horne


Η Λένα Μέρι Καλχούν Χορν (Lena Mary Calhoun Horne), όπως ήταν το πλήρες όνομά της, γεννήθηκε στις 30 Ιουνίου 1917 στη Νέα Υόρκη από ευκατάστατη οικογένεια με ινδιάνικες και αφρικάνικες ρίζες. Το 1933 και σε ηλικία 16 ετών εγκατέλειψε το Λύκειο και ξεκίνησε την καριέρα της στο ονομαστό Cotton Club της Νέας Υόρκης, που άκμασε την εποχή της ποτοαπαγόρευσης και φιλοξένησε όλα τα μεγάλα ονόματα της τζαζ.
Τη δεκαετία του ‘40 μετακόμισε στο Χόλιγουντ, παίζοντας μικρούς και δεύτερους ρόλους, μέχρις ότου μπήκε στη μαύρη λίστα του γερουσιαστή Μακάρθι για τις προοδευτικές ιδέες της τη δεκαετία του ‘50. Οι πόρτες του Χόλιγουντ έκλεισαν και η Χορν επέστρεψε ως τραγουδίστρια σε νάιτκλαμπ. Μεγάλη επιτυχία της από εκείνη την περίοδο, η ταινία Stormy Weather, παραγωγής 1943, στην οποία πρωταγωνίστησε, κάνοντας γνωστό το ομότιτλο τραγούδι.
 
 Αναμίχθηκε από νεαρής ηλικίας στο κίνημα των αφροαμερικανών για πολιτικές και κοινωνικές ελευθερίες. Συμμετείχε στη μεγάλη αντιρατσιστική πορεία στην Ουάσιγκτον, που οργάνωσε το καλοκαίρι του 1963 ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και συνέχιζε να τραγουδά σε νάιτκλαμπ, να εμφανίζεται στην τηλεόραση και να κυκλοφορεί δίσκους.

 Το 1980 αποφάσισε να εγκαταλείψει τη σόουμπιζ και οι εμφανίσεις της από τότε έγιναν σποραδικές μέχρι τη δεκαετία του ‘90. Η Χορν κέρδισε 4 Γκράμι και δεκάδες άλλα βραβεία και διακρίσεις για τις καλλιτεχνικές της δραστηριότητες και την  πολιτική της δράση. Παντρεύτηκε δύο φορές και απέκτησε δύο παιδιά.

 Η Χορν, με την αισθησιακή φωνή και την εξωτική ομορφιά, υπήρξε σύμβολο χειραφέτησης για την αφροαμερικανίδα γυναίκα. Όταν η Χάλε Μπέρι έγινε η πρώτη μαύρη που κέρδισε Όσκαρ ερμηνείας το 2002, δήλωσε: «Αυτή η στιγμή είναι για τη Λένα Χορν, την Ντόροθι Ντάντριτζ, την Νταϊάν Κάρολ… για κάθε ανώνυμη μαύρη γυναίκα, που τώρα έχει μια ευκαιρία, επειδή η πόρτα αυτή άνοιξε απόψε».


 Η Λένα Χορν πέθανε  πλήρης ημερών, σε ηλικία 93 ετών, στις 9 Μαΐου 2010.
Πηγή : Σαν σήμερα

Σάββατο 29 Ιουνίου 2013

Το καφενείο



    Μια μεγάλη πινακίδα τοποθετημένη πάνω από την σιδερένια πόρτα με τη τζαμαρία έγραφε με καλλιγραφικά γράμματα « Καφενείον ο Γιάννακας». Αρκετά μεγάλος  ο χώρος με μικρά τετράγωνα τραπέζια από άσπρο εμαγιέ στην επιφάνεια και ξύλινες καρέκλες με ψάθα τοποθετημένες γύρω από αυτά. Στο βάθος ο πάγκος σερβιρίσματος και πίσω από αυτόν τα  μπακιρένια καφεδόμπρικα  , τα τετράγωνα καφεκούτια , το ειδικό μακρύ κουταλάκι για τη σωστή δόση του καφέ και το ανακάτεμα. Από πάνω ράφια γεμάτα με χοντρά άσπρα φλυτζάνια και ποτήρια. Το ψυγείο γεμάτο αναψυκτικά, λεμονάδες , λεμονίτες, πορτοκαλάδες , σινάλκο και ταμ – ταμ, αλλά και μπύρες Άλφα, Φιξ , ρετσίνα Κουρτάκη . Δίπλα από το ψυγείο σε μεγάλες νταμιτζάνες βρισκόταν το ούζο. Χύμα αυτό. Κατσαρόλες και κατσαρολάκια γεμάτα μεζέδες για τις ώρες που σχολούσαν τα συνεργεία κυρίως οικοδόμοι και εργάτες στις αλυκές. 
    Σε μια γωνιά του μαγαζιού δέσποζε με τον όγκο του ένα τζουκ μποξ.   Έπαιζε όλη την ημέρα , μα πιο πολύ τα μεσημέρια και τα βράδια. Εντυπωσιακό μηχάνημα , αλλά ακόμη πιο εντυπωσιακός ο τρόπος που δούλευε. Ένα κέρμα, η επιλογή του δίσκου και το μαγαζί πλημμύριζε μουσική, λαϊκή και νησιώτικη. Άλλα τραγούδια δεν ακούγονταν. Κάποιες φορές σμυρνέικα τραγούδια και αμανέδες .
    Μόνιμος θαμώνας ο δάσκαλος . Λέγανε ότι δεν ήταν στα καλά του, ότι είχε προβλήματα. Σεκλετισμένος , με ένα τσιγάρο στο στόμα, κιτρινισμένα δάχτυλα από τη νικοτίνη  και ένα ποτήρι κρασί στο τραπέζι άκουγε πάντα το ίδιο τραγούδι , « θα πάρω μία πέτρα να σπάσω το κεφάλι μου..»

    Ονομαστό καφενείο στην κεντρική πλατεία του χωριού. Υπήρχαν και άλλα δυο , αλλά αυτό είχε την περισσότερη πελατεία, γιατί είχε πάντα καλό μεζέ και τον καφετζή , τον Γιάννακα.

    Ο Γιάννακας ήταν το μικρότερο παιδί της οικογένειας και το πιο διαφορετικό. Κοντός, χοντρός, με μια μικρή αναπηρία σε ένα από τα πόδια του.  Ίσως αυτή να έφταιγε  για το δύστροπο χαρακτήρα του. Φωνακλάς, καβγατζής , τραχύς ορισμένες φορές. Παρ΄όλα αυτά έκανε καλά τη δουλειά του, έβγαζε πολύ περισσότερα από ένα καλό μεροκάματο. Καθαρός , με την άσπρη του ποδιά δεμένη στη μέση του και με μια πετσέτα πάντοτε ριγμένη στον ώμο για να σκουπίζει τα χέρια του.

   Τα καλοκαίρια έξω από το καφενείο γίνονταν δυο μεγάλα λαϊκά πανηγύρια, την παραμονή του Αγίου Παντελεήμονα και  την παραμονή του Δεκαπενταύγουστου. Ίσως και ανήμερα.

    Από νωρίς το απόγευμα στήνονταν τα τραπέζια και οι καρέκλες στο μεγάλο χώρο έξω από το καφενείο και απλώνονταν μέχρι και την πλατεία. Σε δυο ψησταριές υπαίθριες ψήνονταν από το πρωί αρνιά. Σε εκείνα τα πανηγύρια τα σουβλάκια  και τα λουκάνικα ήταν άγνωστα. Σουβλιστό αρνί σέρβιρε το μαγαζί πάνω σε λαδόκολλα που το πουλούσε με το κιλό.

     Η μεγάλη επιτυχία όμως του πανηγυριού ήταν τα όργανα. Μπουζουκτζήδες  και λαϊκοί τραγουδιστές άλλοι γνωστοί και άλλοι στα πρώτα τους βήματα. Πολύ μερακλής ο Γιάννακας , πήγαινε ο ίδιος στην Αθήνα και συζητούσε με τους ατζέντηδες  τους .

     Οι καλλιτέχνες έρχονταν νωρίς το απόγευμα . Εμείς πιτσιρίκια τρέχαμε να τους δούμε. Σε μέρος που μπορούσε ο κόσμος να τους βλέπει στήνονταν οι καρέκλες. Στις δυο πρώτες κάθονταν ο τραγουδιστής και η τραγουδίστρια , πίσω τα όργανα. Πολύ σπουδαίοι μάς φαίνονταν. Μπουρνέλης , δεξιοτέχνης του μπουζουκιού, θυμάμαι να βάζει το μπουζούκι πίσω από το κεφάλι του ,να παίζει και να τρελλαίνεται ο κόσμος από κάτω. Ταλιούρης  και « εσύ είσαι αριστοκράτισσα κι εγώ φτωχός μπατίρης» μεγάλο σουξέ της εποχής. Μενιδιάτης «πήραν τα στήθια μου φωτιά» . Συνήθως συνόδευε και μια γυναίκα. Ντυμένη όπως στις παλιές ελληνικές ταινίες. Ίσιο στενό μαύρο φόρεμα μέχρι το γόνατο , μέση δαχτυλίδι, γόβα ψιλοτάκουνη και μαλλί στυλιζαρισμένο. Άλλες πάλι φορούσαν φουρώ από μέσα και το φόρεμα γινόταν πιο αεράτο.. Δυο ονόματα και δυο γυναικείες μορφές έμειναν στο νου μου ,η Μιμίκα Καζαντζή  και η Λίτσα Διαμάντη.

    Το γλέντι κρατούσε μέχρι τα χαράματα. Τελευταίοι έφευγαν οι Αρβανίτες από τα Μεσόγεια. Τότε μόνο σταματούσαν οι οργανοπαίχτες. Πολλές φορές ήταν δύσκολο να φύγουν και κοιμόντουσαν σε σπίτια.  Μια αμυδρή ανάμνηση με οδηγεί στη σάλα. Στρωσίδια κάτω και η τραγουδίστρια κοιμάται στρωματσάδα. Για ευχαρίστηση  μας μοιράζει  ασπρόμαυρες καλλιτεχνικές φωτογραφίες με την υπογραφή της.

    Ο Γιάννακας ,  κοιμήθηκε ένα βράδυ και δεν ξαναξύπνησε. Ήταν 54 χρονών και άφησε τρία παιδιά ορφανά. Μαζί του χάθηκαν το καφενείο, τα πανηγύρια , τα γλέντια. Το σημερινό καφενείο δεν θυμίζει σε τίποτα το παλιό. Όσες προσπάθειες και να γίνονται τα πανηγύρια δεν έχουν καμιά σχέση με εκείνα που έστηνε ο Γιάννακας.

   Πριν λίγα χρόνια , ένας σύλλογος θέλοντας να διαφημίσει το πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονα , τύπωσε αφίσες με μια φωτογραφία από ένα  πανηγύρι του παλιού καιρού. Ο Γιάννακας σέρνει το χορό . Πήρα την αφίσα από μια κολόνα , ενθύμιο μιας εποχής που  χάθηκε για πάντα. Βλέποντας την ξέχασα το φωνακλά, το δύστροπο άνθρωπο. Κράτησα μόνο το γλεντζέ .

Αιμίλιος Βεάκης


   Αιμίλιος Βεάκης (Πειραιάς, 13 Δεκεμβρίου 1884 – Αθήνα, 29 Ιουνίου 1951) υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους έλληνες ηθοποιούς. Διακρίθηκε στους Βαλκανικούς πολέμους, έλαβε μέρος στην Αντίσταση κατά την Κατοχή ως μέλος του ΕΑΜ αλλά αργότερα δέχτηκε διώξεις λόγω των αριστερών του πεποιθήσεων.

   Εγγονός του λόγιου και θεατρικού συγγραφέα Ιωάννη Βεάκη αλλά ορφανός και από τους δυο γονείς, πέρασε τα παιδικά του χρόνια μαζί με άτεκνους συγγενείς. Παρά τις ενστάσεις των κηδεμόνων του γράφτηκε σε ηλικία 16 ετών (1900) στη «Βασιλική Δραματική Σχολή». Μετά την απότομη διακοπή της δραματικής σχολής του Βασιλικού Θεάτρου εισήχθηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών όπου και σπούδασε ζωγραφική. Το 1901 όμως, διέκοψε τις σπουδές του και άρχισε την καριέρα του ως ηθοποιός στο Βόλο με το θίασο της Ε. Νίκα. Από τότε θα περιοδεύσει στις επαρχίες όπου υπάρχει ελληνικό στοιχείο μέχρι την επιστράτευσή του στους Βαλκανικούς πολέμους (1912-1913) κατά την οποία και θα προαχθεί σε λοχία λόγω «ανδραγαθίας».
   Επιστρέφοντας από το μέτωπο, ο Βεάκης συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους θιάσους της εποχής (Λεπενιώτη, Καλογερίκου, Κοτοπούλη, Κυβέλη, Οικονόμου) και διακρίθηκε σε όλα τα θεατρικά είδη. Αναδείχθηκε εξαίρετος "καρατερίστας" και διέπρεψε στις κλασικές τραγωδίες και δράματα. Σταθμός στην καριέρα του θεωρήθηκε η ερμηνεία του Οιδίποδα στην ομώνυμη τραγωδία (Οιδίπους τύραννος) σε σκηνοθεσία του Φώτου Πολίτη με την «Εταιρεία Ελληνικού Θεάτρου». Από το 1932 μεσουράνησε στο επανασυσταθέν Βασιλικό Θέατρο ως Εθνικό Θέατρο. Διετέλεσε και ο ίδιος θιασάρχης του, καθώς επίσης και καθηγητής υποκριτικής στην επαγγελματική σχολή του Εθνικού θεάτρου.
  Κατά τη διάρκεια της κατοχής συνεργάστηκε με την κυρία Κατερίνα και συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση από τις τάξεις του ΕΑΜ. Μετά τα Δεκεμβριανά, ακολούθησε το ΕΑΜ μαζί με άλλους ηθοποιούς στην υποχώρηση προς τα βουνά όπου και συνέχισαν να δίνουν θεατρικές παραστάσεις. Για αυτήν την πολιτική του τοποθέτηση ο Βεάκης μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας αντιμετώπισε διώξεις που κλόνισαν την υγεία του και έκαμψαν την ιδιοσυγκρασία του. Συνταξιοδοτήθηκε το 1947 και έκανε κάποιες σποραδικές εμφανίσεις μέχρι τις αποχαιρετιστήριες παραστάσεις του στο Εθνικό θέατρο τον Απρίλιο και το Μάιο του 1951. Πέθανε ξεχασμένος και πένης και κηδεύτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο.

Πηγή: Wikipedia


Παρασκευή 28 Ιουνίου 2013

Τρίτη 25 Ιουνίου 2013

Το δέντρο με τα τσόκαρα

Είναι ορισμένες ταινίες που έχουν χαραχθεί για πάντα στο νου και στην καρδιά για το θέμα τους, την ποιητικότητά τους, την αυθεντικότητά τους, τη ζωντάνια των χαρακτήρων τους , τα συναισθήματα που προκαλούν. 
"Το δέντρο με τα τσόκαρα"(L' albero degli zoccoli) του Ερμάνο Όλμι είναι μία από αυτές. Σε μια περιοχή της Λομβαρδίας του 19ου αι. ζουν πέντε οικογένειες που αγωνίζονται μέσα σε πολύ σκληρές συνθήκες να επιβιώσουν. Δεν έχουν τίποτε δικό τους, όλα ανήκουν στον αφέντη. Οι ηθοποιοί είναι ερασιτέχνες , πραγματικοί χωρικοί της περιοχής και οι ερμηνείες συγκλονιστικές. Η σκηνοθεσία αριστουργηματική αποδίδει  ρεαλιστικά και συγχρόνως ποιητικά τόσο τη ζωή των χωρικών όσο και τους φυσικούς χώρους μέσα στους οποίους αυτή διαδραματίζεται.

Η ταινία βραβεύτηκε με το Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών το 1978.
Εδώ με αγγλικούς υπότιτλους, αλλά εύκολα κατανοητούς .


Δευτέρα 24 Ιουνίου 2013

Εβδομάδα

 
Jack Bush, Man and Woman (1955)

1
Τα κύματα του ρυακιού
Το μέγεθος του ουρανού
Ο άνεμος το φύλλο το φτερό
Το βλέμμα η κουβέντα
Και το γεγονός πως σ' αγαπώ
Όλα εν κινήσει.

2
Μια όμορφη είδηση
Φτάνει το πρωινό ετούτο
Μ' ονειρεύθηκες.

3
Θα ήθελα να κοινωνώ την μοναχή αγάπη μας
Στους πιο πολυάνθρωπους τόπους του κόσμου
Που να μπορή ν' αφήση τη θέση της
Σ' εκείνους π' αγαπούν σαν κι εμάς
Είναι πολλοί είναι τόσο λίγοι.

4
Τα βάζω με την καρδιά μου τα βάζω με το κορμί μου
Μα δεν κάνω κακό σ' εκείνην που λατρεύω.

5
Ήμασταν δυο και ζούσαμε
Μια μέρα από αγάπη ηλιόλουστη
Τον ήλιο μας τον αγκαλιάζαμε μαζί
Ολάκερη η ζωή μας ήταν ορατή
Όταν η νύχτα ερχόταν μέναμε χωρίς σκιά
Για να εξευγενίσουμε το χρυσάφι του κοινού μας αίματος
Είμασταν δυο στην καρδιά του μόνου θησαυρού
Που το φως του είναι ακοίμητο για πάντα.

6
Η ομίχλη πλέκει το φως της
Στην πρασινάδα του σκότους
Εσύ πλέκεις τη χλιαρή σου σάρκα
Στους ακράτητους πόθους μου.

7
Σκεπάζεσαι φωτίζεσαι
Κοιμάσαι και ξυπνάς
Στο κορμί πιστών εποχών.

Κτίζεις ένα σπίτι
Κι' η καρδιά σου το ωριμάζει
Σαν κρεββάτι σαν καρπό.

Και το κορμί σου εκεί καταφεύγει
Και τα όνειρά σου εκεί εκτείνονται
Είναι το σπίτι των τρυφερών ημερών

Και φιλιών μες στη νύχτα.

Πωλ Ελυάρ, Ποιήματα, απόδοση Γ. Καραβασίλη , Εκδόσεις Σπηλιώτη , Αθήνα 1978, 2η έκδοση

Κυριακή 23 Ιουνίου 2013

Ηλιοβασίλεμα στο Ιόνιο



Μνήμη Μανόλη Αναγνωστάκη

Προσπάθησε μ'όση καρδιά σ' απομένει ,
χάραξε τούτες τις δυο γραμμές σταυρωτά
Ύστερα γέλασε πάλι, δοκίμασε τη νιότη σου

 ακόμα μιαν Άνοιξη· δεν είναι μάταιο
Μη θυμηθείς κάποια μέρα κάποιον που έφευγε με 

δυο πληγωμένες παλάμες
Ήμουνα εγώ που σου ’λεγα πάντα: φεύγοντας

 ήτανε πια πολύ αργά
Κι είχαμε ακόμα πολλή πίκρα πολλή μνήμη πολλή

 νόηση
Κι η αγάπη είναι πάντα όμορφη ακόμα κι όταν δεν

 ψιθυρίζει παρά με δυο αβέβαια ανήσυχα χείλη
Κι όταν δε μένει παρά σα δυο χαρακιές 

σ’ ένα λευκό περιθώριο
Προσπάθησε, πάλεψε ακόμα, ένα τόσο μικρό 

ασήμαντο διάστημα
Σβήσε μια ακατανόητη παρένθεση μην τραυματίζεις 

την αμέριμνη ζωή σου.
(Ήταν Οχτώβρης όταν σου χάρισα, έτσι σα μιαν

 αχτίνα γυρισμού, ένα παλιό κλεισμένο τετράδιο
Και τότες που δε θέλαμε πια να πιστέψουμε

 πως μπορούσαν ν’ αργούσαν οι ώρες
 τόσο απελπισμένα όμοιες
Τόσες φορές έξι μέρες
Σ’ ένα μικρό δωμάτιο, σ’ ένα γραφείο, σε μια 

παιδική κλινική ποτισμένη χλωροφόρμιο
Ανακαλύψαμε ξάφνου μια νύχτα πως λησμονήθηκε 

μέσα μας τόσον καιρό η νοσταλγία της απουσίας.)

Τώρα προσπάθησε· εγώ τελείωσα· δεν έχω τίποτ’
 άλλο να σου πω
Είναι μια λέξη κενή για μια στιγμή πλημμυρισμένη

 καλοσύνη
Ξέχασε, ξέχασε πάντα -φτάνει μια στάλα

 καινούριας ζωής-
Ένα παλιό κυριακάτικο δειλινό με δυο σπασμένες

 καρέκλες στο «Καφενείο των Ναυτικών»
Εκείνον π’ αγάπησες κάποτε κι ίσως νοστάλγησες 

κάποια στιγμή το γυρισμό του.

Μανόλης Αναγνωστάκης , Τα Ποιήματα 1941 - 1971 (από τη συλλογή Εποχές 2,1948), Νεφέλη 2000


Σάββατο 22 Ιουνίου 2013

Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού

Τo χώμα  ποτίστηκε με φως. Δεν ξεχωρίζεις φως και χώμα.
Εμείς είμαστε τ’ όνειρο μας.
Άνοιξαν τα παράθυρα και μπήκαν μέσα τα λουλούδια σαν ένα εύθυμο
στράτευμα με κόκκινα τύμπανα και χρυσές τρουμπέτες που γυρίζει απ’
το χτεσινό μας κήπο στη σημερινή μας καλοσύνη.
Ο φράχτης κρύφτηκε απ’ την πρασινάδα κι ούτε μπορείς να πεις πως
είναι φράχτης.

Στις ξανθές πλεξούδες της άνοιξης φύτρωσαν γαλανά κρινάκια.
Κι όσοι κλαίγαν προχτές, θυμήθηκαν σήμερα πως είναι νέοι και
γελούν γιατί κλαίγαν.(απόσπασμα)


Γιάννης Ρίτσος , Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού, Κέδρος 2003

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2013

Οι εκδόσεις και η λογοτεχνία των κομμουνιστών στην υπερορία

     Πριν αρκετές μέρες διάβασα δυο εξαιρετικά βιβλία - μελέτες . Το θέμα με το οποίο ασχολούνται είναι η λογοτεχνία , οι κομμουνιστές λογοτέχνες , η εκδοτική τους προσπάθεια και γενικά η έντυπη παραγωγή στα χρόνια που ακολούθησαν την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού  και αυτοί βρέθηκαν πρόσφυγες, εξόριστοι στις Λαϊκές Δημοκρατίες.
    Η Άννα Ματθαίου και η Πόπη Πολέμη είναι οι συγγραφείς τους. 
    Το ένα είναι οι "Διαδρομές της Μέλπως Αξιώτη , 1947- 1955" και το άλλο " Η εκδοτική περιπέτεια των Ελλήνων Κομμουνιστών . Από το βουνό στην υπερορία 1947 -1968. ". Τα δυο βιβλία καλό είναι να διαβαστούν σε συνδυασμό όπως προτείνουν και οι συγγραφείς τους.
   Είναι γνωστό ότι με το τέλος του εμφυλίου πολέμου πολλοί μαχητές και υπερασπιστές του Δ.Σ και του ΚΚΕ πέρασαν στις Λαϊκές Δημοκρατίες. Εκείνο που δεν ήξερα ήταν η προσπάθεια που κατέβαλε η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ μέσα από τη δημιουργία Επιτροπής Διαφώτισης να παρακολουθήσει την πνευματική ζωή στην Ελλάδα και να ελέγξει την λογοτεχνική και εκδοτική παραγωγή στην υπερορία. Η Επιτροπή Διαφώτισης και τα διάφορα τμήματά της λειτούργησαν  έως τη διάσπαση του Κόμματος το 1968.
   Τι ήταν όμως η Επιτροπή Διαφώτισης;
   Ήταν " Βασικό βοηθητικό - συμβουλευτικό όργανο της Κεντρικής Επιτροπής , επιφορτισμένο με τη μελέτη και την επεξεργασία των ιδεολογικών προβλημάτων του κόμματος και τη διεξαγωγή της διαφώτισης  - προπαγάνδας με όλα τα διαθέσιμα μέσα - έντυπη παραγωγή , ραδιοφωνία, διαλέξεις κ.λ.π - η Επιτροπή Διαφώτισης τελεί υπό την καθοδήγηση του Πολιτικού Γραφείου. Εποπτεύει, μεταξύ άλλων, τον εκδοτικό μηχανισμό που οργάνωσε το ΚΚΕ στην προσφυγιά, κατά κύριο λόγο στο Βουκουρέστι ( " Νέα Ελλάδα" και, από το φθινόπωρο του 1954, " Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις" ), καθώς και το επίσημο κομματικό περιοδικό Νέος Κόσμος."
   Στα πλαίσια της Επιτροπής Διαφώτισης λειτουργεί το Τμήμα Λογοτεχνικών Εκδόσεων που αργότερα εξελίσσεται σε Λογοτεχνικό Κύκλο. Τόσο η Επιτροπή Διαφώτισης όσο και ο Λογοτεχνικός Κύκλος παρακολουθούν τη λογοτεχνική παραγωγή στην Ελλάδα και συγχρόνως ελέγχουν τους πρόσφυγες  λογοτέχνες και τα έργα τους . Οι ρόλοι των μελών του Λογοτεχνικού Κύκλου αλλάζουν συνεχώς. Οι λογοτέχνες που ασκούν αυστηρή και λεπτομερειακή κριτική στα έργα των συναδέλφων τους ,εγκρίνουν ή απορρίπτουν την έκδοση ενός έργου συχνά δέχονται την ίδια κριτική και τον ίδιο έλεγχο από άλλους λογοτέχνες - μέλη του Λογοτεχνικού Κύκλο.

   Στο βιβλίο Διαδρομές της Μέλπως Αξιώτη παρατίθενται η αλληλογραφία, οι εκθέσεις και οι κριτικές για τα έργα της συγγραφέως. Το υλικό αυτό βρέθηκε διάσπαρτο στους φακέλους της Επιτροπής Διαφώτισης και έχουν περιέλθει στα ΑΣΚΙ. Οι διαδρομές της Αξιώτη ξεκινούν από τα χρόνια που βρίσκεται εξόριστη στο Παρίσι (1947- 1950) και συνεχίζονται μετά την απέλαση της και τη νέα εξορία της στις Λαϊκές Δημοκρατίες (1950- 1955).
Οι συγγραφείς μάς πληροφορούν στον πρόλογο  ότι 
" Οι μαρτυρίες και τα κείμενα που δημοσιεύονται εδώ ιχνηλατούν, ακριβώς, ένα οδοιπορικό, γεωγραφικό και συνειδησιακό, από τις Δύσκολες Νύχτες ως τη στράτευση της κατοχικής και μετακατοχικής Αθήνας, από την ενεργό δράση στο Παρίσι, τα χρόνια του εμφυλίου, στο πλευρό της "Ελεύθερης Ελλάδας" ως την εναγώνια προσπάθεια να παραμείνει συνεπής κομματική διανοούμενη και δημιουργός στις δύσκολες συνθήκες του εκπατρισμού. Προσπάθεια που μοιάζει να οδηγεί στη σιωπή και σ' εκείνη την αθεράπευτη νοσταλγία για ό,τι έμεινε πίσω στο χώρο και το χρόνο..."

    Στο δεύτερο βιβλίο , το σχετικό με την εκδοτική προσπάθεια και παραγωγή των κομμουνιστών στην υπερορία, μέσα από μαρτυρίες, ανθολογημένα κείμενα, φυλλάδια, βιβλία, περιοδικά, μεταφράσεις, έργα που εγκρίθηκαν ή απορρίφθηκαν , παρακολουθούμε την εκδοτική περιπέτεια των κομμουνιστών από τα τυπογραφεία του βουνού, στο Μπούλκες και από εκεί στο Βουκουρέστι.

  Το πρώτο θέμα με το οποίο ασχολούνται οι δυο συγγραφείς είναι τα: Βιβλία στα βουνά μέχρι το 1949 . Ακολουθεί η ενότητα: Τα βιβλία σε νέα μέτωπα που χωρίζεται σε δύο υποενότητες . Η πρώτη περιλαμβάνει το διάστημα από το 1949 έως το 1956 , περιγράφει το προσφυγικό τοπίο μετά την ήττα , την εκδοτική " επιχείρηση " του Βουκουρεστίου , τις νέες εργασιακές σχέσεις που διαμορφώνονται στα πλαίσια αυτής της εκδοτικής " επιχείρησης" καθώς και τις προσπάθειες που κατεβλήθησαν προκειμένου να ενισχυθεί το ιδεολογικό μέτωπο και η κομματική ζωή των προσφύγων στις νέες συνθήκες . Το αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας είναι μια μεγάλη εκδοτική παραγωγή που αφορά διάφορους τομείς από τους κλασικούς του Μαρξισμού, σχολικά βιβλία μέχρι λογοτεχνικές εκδόσεις.
Η δεύτερη περιλαμβάνει το διάστημα από το 1956 έως το 1968 ( χρονιά της διάσπασης του ΚΚΕ) και εξετάζει κυρίως τις αλλαγές που συντελέστηκαν μετά την 6η Ολομέλεια του ΚΚΕ  κάτω από την επίδραση των εξελίξεων που σηματοδότησε το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ. Οι αλλαγές αυτές δεν άφησαν ανεπηρέαστη τη λειτουργία της Επιτροπής Διαφώτισης ούτε την εκδοτική παραγωγή. 
Τέλος δίνεται ένας κατάλογος εφημερίδων καθώς και ό,τι εκδόθηκε από το 1947 έως το 1968 . Το βιβλίο εμπλουτίζεται με τα σχέδια και τις απορρίψεις διαφόρων λογοτεχνικών ή μη έργων καθώς και με ένα παράρτημα ανθολογημένων κειμένων και τις σχετικές βιβλιοκρισίες.

" Η εκδοτική περιπέτεια των ελλήνων κομμουνιστών[...] , οι μηχανισμοί[...], οι τίτλοι και τα κείμενα [...] μαρτυρούν κοινές εμμονές σε ιδέες και πράγματα, διαπνέονται, αναμφίβολα, από καθηκοντολογία και στοχοπροσήλωση, απηχούν φενακισμούς, αυταπάτες, και διαψεύσεις, πέρα και παρά τις αναμφισβήτητες τομές, τις ανατροπές , τις ανακατατάξεις και τις ανακυκλώσεις των προσώπων σε εναλλασσόμενους ρόλους. Καταθέτουν, όμως, ταυτόχρονα, και την αδιάψευστη μαρτυρία μιας αέναης προσπάθειας, πέρα και παρά την ήττα και τον εκπατρισμό, για την αποτελεσματική, ιδεολογική και πολιτική, παρέμβαση, αλλά και την κατάκτηση της τεχνικής και της τέχνης, των εκφραστικών μέσων και της καλαισθησίας [...] Πρόκειται για το προϊόν του μόχθου πραγματικών ανθρώπων που αναμετρήθηκαν με τις πραγματικές διαδρομές τους εν χρόνω και εν τόπω, με άλλα λόγια με την ιστορία. Αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας και τεκμήριο αυτής της ιστορίας είναι τα βιβλία με τα οποία καταπιαστήκαμε. Ούτως ή άλλως προκαλούν για μια ακόμη φορά τον ιστορικό, μένοντας στοργικός με τα όνειρα των ανθρώπων, να μην προδώσει και τους εφιάλτες που συνυφάνθηκαν μαζί τους." ( από τον επίλογο του δεύτερου βιβλίου )

1) Άννα Ματθαίου - Πόπη Πολέμη , Διαδρομές της Μέλπως Αξιώτη (1947 - 1955) Μαρτυρίες και κείμενα από τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας , Θεμέλιο, Αθήνα 1999

2) Άννα Ματθαίου - Πόπη Πολέμη, Η εκδοτική περιπέτεια των ελλήνων κομμουνιστών. Από το βουνό στην υπερορία ( 1947- 1968) , Βιβλιόραμα - ΑΣΚΙ , Αθήνα 2003


Τετάρτη 19 Ιουνίου 2013

Ο Σικελιανός


     Ο Σικελιανός μέσα στα ελληνικά  γράμματα,παρουσιάζεται σαν ένα από τα μεγαλύτερα αναστήματα, και το έργο του θάναι για πάντα μια δύναμη και μια δόξα του πνευματικού μας πολιτισμού.
      Ο λόγος και η στάση του Σικελιανού τα τελευταία χρόνια της ζωής του επηρέαζαν σημαντικά και τη γενικώτερη κίνηση των ιδεών στον τόπο μας.
     Οι εθνικές δοκιμασίες τον είχαν θέσει στο πλευρό του λαού κ' η ρωμαλέα φωνή του εμψύχωνε τον αγώνα του κατά της φασιστικής επιδρομής.
    Η ποίηση, που έδωσε στη διάρκεια της Εθνικής Αντίστασης , εμπνεόταν από τα πάθη του λαού κ΄είχε εθνεγερτική πνοή. Ο Σικελιανός δεν είναι Εφτανήσιος μόνο γεωγραφικά, από τον τόπο της καταγωγής του, παρά κι' από το πνεύμα του.
    Η πνευματικότητα της ποίησης του Σικελιανού μας παρουσιάζεται σα μια νέα μορφή, που συνεχίζει τη μεγάλη ποίηση της Εφτανήσου.
    Επειδή η Εφτάνησο είχε ξεχωριστή ιστορική τύχη, γι' αυτό και το πνεύμα που μπάζει στην όλη ελληνική πνευματική ζωή το 19ο αιώνα έχει τα δικά του χαρακτηριστικά κι αποτελεί ξεχωριστή ενότητα.
    Μέσα σε αυτή την ενότητα παρατηρούμε, ωστόσο, πλούσιες ποικιλίες, που χαρακτηρίζονται από την ανώτερη αισθητική και διανοητική τους ποιότητα.
    Ο Σικελιανός, που γεννήθηκε στο ίδιο νησί με το Βαλαωρίτη, διατηρεί σε μεγάλο βαθμό μερικά από τα κύρια χαρακτηριστικά της εφτανησιακής ποίησης.
    Ενώ ο Βαλαωρίτης, ένας ρωμαλέος κι ορμητικός ποιητής, απορροφάται από τη γειτονιά της Ρούμελης, τον κυριαρχεί το ρουμελιώτικο πνεύμα και χάνει ολότελα τον εφτανησιακό χαρακτήρα του, ο Σικελιανός, αντίθετα, βλέπει με την ίδια διεισδυτική ματιά του Σολωμού τον εσωτερικό δυναμισμό της ζωής και συνδυάζει την πνευματικότητα με την αρρενωπή δύναμη και τους βαρυούς τόνους του ρουμελιώτικου τραγουδιού.
     Με  τα γνωρίσματα αυτά η ποίηση του Σικελιανού κι' ιδιαίτερα με κάποιες εικόνες που εκφράζουν καταστάσεις της ψυχής φέρνει στο νου εδώ κ' εκεί εκφράσεις του Σολωμού.
    Η ποίηση του Σικελιανού παρουσιάζεται σα μια νέα ποιητική σύνθεση, όπου οι εφτανησιακοί τόνοι ενώνονται σε μια αρμονική συμφωνία μ' όλη την ελληνική ποίηση, παλιά και νέα.
    Ο Σικελιανός, που παρουσιάζεται σαν ο τελευταίος μεγάλος Εφτανήσιος ποιητής κ' είναι ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ποιητές, ήταν κ' ένας από τους μεγαλύτερους Ευρωπαίους ποιητές του καιρού του.
    Όμως, αν θέλει κανείς να κατατάξει την ποίηση του Σικελιανού, σα μορφή και σαν περιεχόμενο, στα ενδιαφέροντά της, στα αισθήματά  και στο θυμικό της, θα τοποθετήσει το μεγαλύτερο μέρος της μέσα στον κύκλο της ποιητικής ατμόσφαιρας του 19ου αιώνα.
    Ο Σικελιανός προίκισε την ελληνική ποίηση με νέους τόνους και της έδωσε νέα λάμψη. Είναι ο περισσότερο λυρικός απ' όλους τους Έλληνες ποιητές.
    Προικισμένος με σπάνια αισθησιακή ευφορία αποκαλύπτει στα μάτια μας έναν κόσμο παρθένο, που κινιέται μέσα σ' έναν πανθεϊστικό αγαλλόμενο δυναμισμό. Καμιά θλίψη και καμιά συντριβή δεν αγγίζει αυτή την ποίηση μέσα στη γελαστή μακαριότητά της. 
    Είναι μια ποίηση άλυπη, στο μεγαλύτερο μέρος της. Στην αδιάκοπη εσωτερική ευφροσύνη του, απαντά η ευφροσύνη του εξωτερικού κόσμου. Στο ποιητικό του όραμα η ζωή παρουσιάζεται στην αέναη κίνησή της και σαν ένας οικουμενικός λυρικός διάλογος ανάμεσα στα όντα.
    Συχνά από τα βάθη της σκέψης του κι από την αίσθησή του της ζωής ξεπροβάλλει ένας μυστικόπαθος ζωισμός.
     Παλιά θρησκευτικά σύμβολα κ' έννοιες αναδύονται από τα βάθη της σκέψης του για να βοηθήσουν στην έκφραση αυτού του ζωισμού.
    Αυτό είναι το ουτοπικό μέρος της ποίησής του, που τον μετατοπίζει χρονικά στα παλιά και στα περασμένα.
    Μα ό,τι μας ενδιαφέρει στην ποίηση του Σικελιανού δεν είναι η φιλοσοφία, η μυστικοπάθεια και τα σύμβολα της, παρά οι ανάγλυφες εικόνες της ζωής, που μας δίνει μ' εξαιρετική πλαστική δύναμη[...]

   [...]  Ο Σικελιανός  έζησε πολλά χρόνια στους Δελφούς και μ' αυτούς συνδέεται ένα σημαντικό μέρος από την πνευματική δράση του. Στους Δελφούς ο Σικελιανός καταπιάστηκε να ξαναζωντανέψει τις γιορτές, που γίνονταν εκεί από τους Πανέλληνες πριν από χιλιάδες χρόνια.
        Με την οραματική ποιητική θέρμη του έκαμε να ξυπνήσουν μέσα στο ιερό αυτό τοπίο οι παλιοί αντίλαλοι, να ξανακουστούν οι φωνές από το αρχαίο πνεύμα.
        Ξανάφερε στη ζωή τους ιερούς χορούς κ' οι βράχοι αντιλάλησαν από τους σεβάσμιους τόνους της αρχαίας τραγωδίας.
      Στους Δελφούς ο Σικελιανός παρουσιάζεται σαν ένα Πανέλληνας, που θέλει να ενώσει όλη την πνευματική ελληνική ιστορία. Μα οι φιλοδοξίες του για τους Δελφούς δεν περιορίζονταν μόνο σ' αυτό το σκοπό. Ονειροπόλησε να κάμει πάλι τους Δελφούς το κέντρο του κόσμου και ν' αναδείξει πάλι τον τόπο σαν τον ομφαλό της γης, όπως τον θεωρούσαν κ' οι αρχαίοι.
     Είναι κι αυτό ένα από τα χαρακτηριστικά πνευματικά γνωρίσματα του Σικελιανού, μια από τις αδυναμίες του που τον έθεταν πολλές φορές έξω τόπου και χρόνου.
     H ενότητα του ελληνικού κόσμου τού παρουσιαζόταν αδιάσπαστη μέσα στην ιστορία. Και με το πέιραμα των Δελφών θέλησε ν' αναστήσει το ελληνικό πνεύμα στον καθολικό χαρακτήρα του και να ενώσει κάτω από τα ελληνικά πνευματικά εμβλήματα όλους τους λαούς του κόσμου.
     Το Σικελιανό πολλές φορές τον είχε κυριέψει η ουτοπική ιδέα, να στηρίξει την ανόρθωση του σύγχρονου ελληνισμού απάνω στο βάθρο των αρχαίων αξιών[...]

    [...] Στο Σικελιανό παρουσιάζεται μια βαθιά αλλαγή μέσα στα τραγικά χρόνια του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου.
        Μέσα στη μεγάλη εθνική αναστάτωση από τη φασιστική εισβολή και την κατοχή, μέσα στις δραματικές μέρες που ζει τότε ο ελληνικός λαός και μέσα στον επικό ξεσηκωμό του, η σκέψη του Σικελιανού κ' η αίσθηση του κόσμου αλλάζουν ριζικά μέσα του.
      Μα οι νέοι προσανατολισμοί προς σύγχρονες και πιο ζωτικές καταστάσεις παρουσιάζονται στην ποίηση του Σικελιανού από το μεσοπόλεμο ακόμα, πριν από τη δεύτερη πολεμική αναστάτωση της ανθρωπότητας.
     Κάμποσα χρόνια πρωτύτερα άρχισε να καταλαβαίνει πως άλλαξε ουσιαστικά ο αέρας που ως τότε ανάπνεε, πως η ποίησή του κρατούσε από έναν κόσμο που έσβηνε και πως νέα πάθη, νέες ιδέες και νέοι προσανατολισμοί κι ανακατατάξεις γίνονταν στις νέες γενιές, που  έμπαιναν στη ζωή.
    Ξαφνικά κατάλαβε πως είχε αργοπορήσει σε χώρους που άρχισαν να ερημώνονται γύρα του και πως είχε αρχίσει να γίνεται ολοένα και περισσότερο ξένος από τον περίγυρό του.
     Ήταν από τους πρώτους Έλληνες ποιητές και διανοούμενους, που είχαν συγκινηθεί από τη γιγάντια ρωσική επανάσταση κι από την καθολική σημασία της, μα μόνο τώρα, κοντά στα γεράματα του, άρχισε να νοιώθει την πραγματική της έννοια, την ανυπολόγιστη διαμορφωτική της δύναμη και τους βαθυούς και γρήγορους μετασχηματισμούς που έφερνε στον κόσμο και στις συνειδήσεις των λαών.
     Σ' αυτό συντέλεσαν και γενικοί ιστορικο - κοινωνικοί και ειδικοί ατομικοί λόγοι. Από το συμβολισμό της τραγωδίας του " Σίβυλλα" γίνεται φανερό πως ο φασισμός τον ανησυχούσε και τον εξόργιζε, από την άλλη μεριά είχε αρχίσει και γι' αυτόν μια ζωή δύσκολη, με οικονομικές στεναχώριες και με το αίσθημα της αβεβαιότητας σε μια εποχή που η υγεία του άρχισε να κλονίζεται σοβαρά.
     Ο Σικελιανός είχε ζήσει μεγάλο μέρος της ζωής του έξω από τα σημαντικά αστικά κέντρα, μέσα στο λαό της επαρχίας  και στους χωριάτες. Είχε εγκάρδιες σχέσεις με τους ανθρώπους της υπαίθρου κι όλοι οι ξωτάρηδες τον αγαπούσαν και τον τιμούσαν.
    Αλλά έβλεπε αυτό το λαό περισσότερο σα μια πνευματική εικόνα της γνήσιας Ελλάδας, σα φορέα μιας πολυδύναμης παράδοσης, κάτοχο μιας χθόνιας σοφίας παλιών μύθων και θρύλων, θεματοφύλακα των ζωντανών εθνικών αξιών και του γλωσσικού πλούτου, τον πλησίαζε σαν ένα σχολείο με τα πιο ζωντανά και χρήσιμα στοιχεία για την πνευματική ζωή και για την ποίησή του και σα μια βιολογική δύναμη, που έκλεινε μέσα της τα περασμένα, τα τωρινά και τα μελλούμενα.
     Δεν τον έβλεπε στην καθημερινή πραγματικότητά του, στην εγκατάλειψή του, στο μόχθο και τη στέρησή του, στα βάσαν και τους πόνους του.
      Τον είχε εξιδανικέψει κι αποπνευματώσει.
      Ξαφνικά μπήκε στο νόημα της πραγματικής ζωής αυτού του λαού. Και σύμφωνα με το σύστημα της δικής του σκέψης, που γενίκευε τις παραστάσεις  του σε σύμβολα με περιληπτικά νοήματα, σχημάτισε μια νέα εικόνα του λαού.
      Ήταν ο λαός ο καταδυναστευόμενος, ο αλυσοδεμένος κάτω από πανάρχαιες δουλείες , ήταν ο λαός " ο πάσχων", " ο εσταυρωμένος",  " ο αιώνιος πόνος". Κι αυτό ήταν όλοι οι λαοί.
     Τότε άρχισε να αλλάζει προσανατολισμό η σκέψη του. Σαν πρώτο έργο του μ' αυτό το νόημα πρέπει να θεωρηθεί το συμβολικό ποίημα με τον τίτλο " Ιερά Οδός".
     Στο ποίημα αυτό, με τον Τσιγγάνο και τις δυο αρκούδες που σέρνει μαζί του, του αποκαλύπτεται
 " του  πόνου το μάκρος κ' η πίκρα της σκλαβιάς" των δουλωμένων ανθρώπων.
      Σε μια τυχαία συνάντησή μας αυτής της εποχής, μάς εξήγησε ο ίδιος τη νέα αντίληψή του και τη στροφή που πήρε ο νους του και που τον έφερνε πιο κοντά στις νέες πραγματικότητες.
      Η μεταστροφή αυτή με το νέο όραμα του κόσμου, του παρουσιάστηκε κατά το 1935, μα ήταν ακόμα συγχυσμένη και τα σύμβολα του αβέβαια κι αρκετά ασυνταίριαστα με τα πράγματα που ήθελε να εκφράσει.
    Μας εξήγησε τότε καθαρά πως έβλεπε τον άνθρωπο του λαού σε μια προαιώνια δουλειά, ήταν " το πανάρχαιο κακό", όπως την ονόμαζε, και παραδεχόταν πως αρχίζει τώρα για όλους τους λαούς μια εποχή απελευθερωτικών αγώνων.
     Ανησυχούσε πως άργησε πολύ να ιδεί αυτή την αλήθεια και καταλάβαινε πως η ποίησή του έπρεπε ν' αλλάξει πνεύμα και σύμβολα. Για το ποίημά του αυτό μιλούσε σα για ένα ορόσημο, ένα τέλος στα παλιά και μια αρχή στα καινούρια του σχέδια.
     Από τότε ακολούθησαν κι άλλα ποιήματα με το ίδιο νόημα , όπως το τραγούδι με τον τίτλο " Στ' Όσιου Λουκά το Μοναστήρι"[...]
   
      [...] Με το φασιστικό πόλεμο και στο διάστημα της κατοχής κ' ύστερα στην απελευθέρωση, γράφει μια σειρά μαχητικά και πατριωτικά ποιήματα, εμπνευσμένα από το πνεύμα της Αντίστασης, που φλόγιζε και ξεσήκωνε το λαό ενάντια στους ξένους δυνάστες του και τους συνεργάτες τους.
     
 Σελίδα από τη χειρόγραφη έκδοση των " Ακριτικών" του Άγγελου Σικελιανού
( Επιθεώρηση Τέχνης , Αφιέρωμα στην Αντίσταση, Μάρτιος - Απρίλιος 1962)
Το ποίημα " Στυγός Όρκος" απευθύνεται στους νεκρούς των πολέμων και των λαϊκών αγώνων, που έπεσαν " για τα προπλάσματα μιας νέας ζωής, που θάρθει μες το φως της θυσίας τους", όπως λέει ο ποιητής.
       Τη νύχτα και το θάνατο της κατοχής και μαζί το πνεύμα της εκδίκησης κατά του εχθρού θέλουν  ν' αποδώσουν και τα ποιήματα " Άγραφο" και Διόνυσος επί λίκνω", ενώ το ποίημα " Σόλωνος Απόλογος" εκφράζει το πνεύμα της αντίστασης κατά των κατακτητών κ' είναι προτροπή ξεσηκωμού για το ξελεφτέρωμα της πατρίδας.
      Θριαμβευτικό και γεμάτο αισοδοξία για το γρήγορο ξελέφτέρωμα της χώρας είναι και το ποίημα " Ανάσταση". Το ποίημα με τον τίτλο " Το Μήνυμά της " είναι προτροπή του ποιητή, που παρουσιάζεται σα θέληση της πατρίδας να σταματήσει η αμάχη ανάμεσα στους Έλληνες.
     Και τα ποιήματα " Ελευθερία του 1944" , " 25 Μαρτίου 1821 και 25 Μαρτίου 1946", " Ελεύθερα Δωδεκάνησα", " Η Αντίσταση", " Πανανθρώπινο εμβατήριο" εμπνέονται από το ίδιο πατριωτικό πνεύμα και το πνεύμα της αντίστασης του λαού κατά των εχθρών του.
       Ο Σικελιανός μπήκε από τους πρώτους στις οργανώσεις της εθνικής ανίστασης και πήρε ενεργό μέρος αμέσως από την αρχή.
     Στις αρχές του 1942 άρχισε να εκδίδει με μια ομάδα φίλων του λογίων το παράνομο φύλλο με τον τίτλο " Ελευθερία"[...]

      [...] Σα μια δοκιμασία κοντά στις άλλες ήρθε σ' αυτά τα μαύρα χρόνια κι ο θάνατος του μεγάλου μας ποιητή Κωστή Παλαμά. Το ποίημα που έγραψε για το θάνατό του ο Σικελιανός το απάγγειλε με τη βροντερή φωνή του απάνω από τον τάφο του.
         Ήταν ένας συγκλονιστικός παιάνας και μια επίκληση στις ιερές εθνικές δυνάμεις να παρασταθούν στον τάφο ενός μεγάλου τέκνου της Ελλάδας κ' ενός πνευματικού ήρωα, που ήταν τώρα για το δοκιμαζόμενο έθνος το σύμβολό του[...]
     [...] Όλη η ποίησή του στρέφεται τώρα προς τις εθνικές περιπέτειες και στον αγωνιζόμενο λαό.
           Κοντά στα ποιήματα της αντίστασης, που έγραψε αυτή την εποχή και που θα τα θυμούνται και σε κάθε περίσταση θα τα μνημονεύουν οι μελλούμενες γενιές, θα μείνει σαν κτήμα του λαού κ' η αισιόδοξη  και γι' αυτό πρωτότυπη στην ιδέα της τραγωδία του Σικελιανού " Ο Διγενής", όπου  πίσω από τη μεσαιωνική μάσκα του ήρωα νοιώθει κανείς την φλογερή παρουσία του λαού μέσα στους απελευθερωτικούς αγώνες[...]

    [...] Ο Σικελιανός στα τελευταία χρόνια της ζωής του μπαίνει αποφασιστικά στην ιστορική κίνηση που πάει ν' αλλάξει τον κόσμο.
         Τα έργα του της εποχής αυτής θα μείνουν μνημεία για την αναγεννητική δύναμη που κρύβεται στα βάθη ενός προικισμένου ποιητή, μια δύναμη που όσο κι αν αργήσει πάντα θα φανερωθεί στο τέλος.( αποσπάσματα από διάλεξη του Μάρκου Αυγέρη)


 


Μάρκου Αυγέρη, Σικελιανός( κριτική μελέτη), Θεμέλιο, Αθήνα 1966, 2η έκδοση


   
    

Σώμα καλοκαιριού


 
 Γιάννης Τσαρούχης *
Πάει καιρός που ακούστηκεν η τελευταία βροχή
Πάνω από τα μυρμήγκια και τις σαύρες
Τώρα ο ουρανός καίει απέραντος
Τα φρούτα βάφουνε το στόμα τους
Της γης οι πόροι ανοίγουνται σιγά σιγά
Και πλάι απ' το νερό που στάζει συλλαβίζοντας
Ένα πελώριο φυτό κοιτάει κατάματα τον ήλιο!

Ποιος είναι αυτός που κείτεται στις πάνω αμμουδιές
Ανάσκελα φουμέρνοντας ασημοκαπνισμένα ελιόφυλλα
Τα τζιτζίκια ζεσταίνονται στ' αυτιά του
Τα μυρμήγκια δουλεύουνε στο στήθος του
Σαύρες γλιστρούν στη χλόη της μασχάλης
Κι από τα φύκια των ποδιών του αλαφροπερνά ένα κύμα

Σταλμένο απ' τη μικρή σειρήνα που τραγούδησε:
Ω σώμα του καλοκαιριού γυμνό καμένο
Φαγωμένο από το λάδι κι από το αλάτι
Σώμα του βράχου και ρίγος της καρδιάς
Μεγάλο ανέμισμα της κόμης λυγαριάς
Άχνα βασιλικού πάνω από το σγουρό εφηβαίο
Γεμάτο αστράκια και πευκοβελόνες
Σώμα βαθύ πλεούμενο της μέρας!


Έρχονται σιγανές βροχές ραγδαία χαλάζια
Περνάν δαρμένες οι στεριές στα νύχια του χιονιά
Που μελανιάζει στα βαθιά μ' αγριεμένα κύματα
Βουτάνε οι λόφοι στα πηχτά μαστάρια των νεφών

Όμως και πίσω απ' όλα αυτά χαμογελάς ανέγνοια
Και ξαναβρίσκεις την αθάνατη ώρα σου

Όπως στις αμμουδιές σε ξαναβρίσκει ο ήλιος
Όπως μες στη γυμνή σου υγεία ο ουρανός.

Οδυσσέας Ελύτης, Ήλιος ο Πρώτος, Ίκαρος, Αθήνα 1979, 6η  έκδοση
* Το έργο του Γιάννη Τσαρούχη βρίσκεται ως προμετωπίδα στον Ήλιο τον Πρώτο 

Τρίτη 18 Ιουνίου 2013

Κυριακή 16 Ιουνίου 2013

Bloomsday ή στα βήματα του Λεοπόλδου Μπλουμ

  Στο Δουβλίνο στις 16 Ιουνίου γιορτάζεται η " Ημέρα του Μπλουμ" ή αλλιώς
 " Bloomsday". Ο Λεοπόλδος Μπλουμ είναι ο βασικός ήρωας του μυθιστορήματος του Τζαίμς Τζόυς, Οδυσσέας. Στις 16 Ιουνίου 1904 ο Λεοπόλδος Μπλουμ έζησε όσα δεν είχε ζήσει σε όλη του τη ζωή, αλλά αυτή την ίδια μέρα και ο Τζαίημς Τζόυς γνώρισε τη γυναίκα που έγινε αργότερα σύζυγός του.
Κάθε χρόνο αυτή τη μέρα διοργανώνονται διάφορες εκδηλώσεις που περιλαμβάνουν αναγνώσεις αποσπασμάτων του Οδυσσέα, λογοτεχνικές συζητήσεις , αναπαραστάσεις και περπάτημα στις διαδρομές του Λεοπόλδου Μπλουμ.
    Ο Τζόυς άρχισε να γράφει τον Οδυσσέα το 1914 ,αλλά το έργο κυκλοφόρησε το Φλεβάρη  του 1922 και θεωρείται σταθμός στη λογοτεχνία του 20ου αιώνα  εξ αιτίας της γλώσσας , της δομής του και της αφηγηματικής τεχνικής του.

Στην Ελλάδα το μετέφρασε ο Σωκράτης Καψάσκης  ο οποίος στον πρόλογο του επεσήμανε τις πολύ μεγάλες δυσκολίες που αντιμετώπισε . Οι δυσκολίες οφείλονταν σε λέξεις και σημεία που προσφέρονται για πολλαπλές αναγνώσεις, στα λεκτικά παιγνίδια, στις δυσκολίες κατανόησης λόγω παρόδου των ετών και διαφορετικής παιδείας και άλλα. Παρ’ όλα αυτά όχι μόνο κατόρθωσε να τελειώσει τη μετάφραση αλλά να βραβευτεί με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης το 1992.

   "Ο Οδυσσέας  είναι ο απολογισμός μιας μοναδικής μέρας, της 16 Ιουνίου 1904. Ο χώρος είναι συγκεκριμένος, το Δουβλίνο. Ένας πολίτης αυτής της πόλης, ο Λεοπόλδος Μπλουμ, ξυπνάει το πρωί και φεύγει για τη δουλειά του. Οι κοινωνικές, οι επαγγελματικές και οι συναισθηματικές υποχρεώσεις του καθυστερούν την επιστροφή του μέχρι τις πρώτες ώρες της επόμενης ημέρας.
Αυτή η αργοπορία επιστροφής δεν συνιστά τη μοναδική ομοιότητα με το αρχαϊκό του πρότυπο. Ο Λεοπόλδος Μπλουμ περνάει μέσα από μια αντιστοιχία περιπετειών ανάλογων μ’ εκείνες του Οδυσσέα. Το κατέβασμα στον Άδη βρίσκει την αντιστοιχία του στην μετάβαση του Μπλουμ στο νεκροταφείο, το οποίο επισκέπτεται συνοδεύοντας στην τελευταία του κατοικία ένα φίλο που πέθανε απροσδόκητα. Το νησί του Αιόλου βρίσκει την αντιστοιχία του στα γραφεία μιας εφημερίδας, όπου φυσάνε όλοι οι άνεμοι. Οι Σειρήνες είναι τα κορίτσια του μπαρ του Ξενοδοχείου Όρμοντ, στο οποίο καταφεύγει ο Μπλουμ για ένα καθυστερημένο γεύμα και ακούει από τη διπλανή αίθουσα μερικούς φίλους να τραγουδούν με τη συνοδεία  του πιάνου. Η σπηλιά του Κύκλωπα είναι το μπαρ του Μπάρνεϋ Κίερναμ, όπου συχνάζει κάποιος φανατικός εθνικιστής που κατονομάζεται ως Πολίτης και που διακηρύσσει τη μισαλλοδοξία του απέναντι σε καθετί που δεν είναι ιρλανδέζικο και που προκαλεί ένα μικρής έκτασης πογκρόμ στον Μπλουμ ο οποίος είναι εβραϊκής καταγωγής. Η Κίρκη είναι ένα πορνείο της νυχτερινής πόλης, το οποίο επισκέπτεται ο Μπλουμ για να βοηθήσει ένα μισοαπεθαμένο νεαρό που συνάντησε πριν λίγο και που νιώθει γι’ αυτόν ένα ισχυρό αίσθημα πατρικής φροντίδας.

   Η δράση είναι ελάχιστη, όμως η τεχνική του «εσωτερικού μονολόγου» που επινοεί ο συγγραφέας για την έκθεση της αφήγησής του, του παρέχει την δυνατότητα να σχολιάσει με ακρίβεια και με λεπτομέρειες όλο το πλέγμα των σχέσεων των προσώπων που λαμβάνουν μέρος σ’ αυτό το σε μικρογραφία έπος. Ο μεσήλικας κύριος Μπλουμ, καθώς και ο νεαρός Στήβεν Ντένταλους (που παίζει το ρόλο του ομηρικού Τηλέμαχου), ανασυνθέτουν και επανεξετάζουν μέσα στους συλλογισμούς τους όλα τα προβλήματα που θίγει και ο Έλληνας ποιητής. Το ενδιαφέρον του σύγχρονου αναγνώστη εστιάζεται τόσο στις ομοιότητες του μύθου όσο και στις διαφορές και στις ανατροπές του, οι οποίες τον βοηθούν στην εξαγωγή συμπερασμάτων κατ’ αρχήν για μια σύγκριση του κόσμου μας με τον κλασικό κόσμο και δεύτερον για την ανίχνευση της ηθικής και πνευματικής πορείας του σύγχρονου κόσμου μέσα στον οποίο ζούμε."( από το οπισθόφυλλο)

    Στον πρόλογό του βιβλίου ο μεταφραστής  παραθέτει ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα του Στιούαρτ Γκίλμπερτ από το βιβλίο Ο Οδυσσέας του Τζαίημς Τζόυς:
 « Υπάρχουν πολλά χαρακτηριστικά αποσπάσματα που περιέχουν απόηχους από συγγραφείς κάθε φυλής και κάθε εποχής: υπάρχει ένα ολόκληρο επεισόδιο που έχει αποκληθεί « επεισόδιο των παρωδιών», ένα άλλο που, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, είναι γραμμένο στη γλώσσα των περιοδικών για δεσποινίδες, και στην κυρίως αφήγηση του επεισοδίου του « Κύκλωπα» (το οποίο έχει καταγραφεί στο λαϊκό ιδίωμα ενός Δουβλινέζου αργόσχολου) , περιέχονται συχνά αποσπάσματα λαϊκής κινηματογραφικής και δημοσιογραφικής αγγλικής γλώσσας. Σ’ ένα άλλο επεισόδιο, την  «Ιθάκη» , όπου χρησιμοποιείται η δομή της εκκλησιαστικής κατήχησης, οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις είναι τόσο στεγνά ακριβείς και ad nauseam συγκεκριμένες, όσο και η αριστοτέλεια επιμονή στην εξονυχιστική ανάλυση από κάποιο θεολόγο της πρώτης περιόδου. Σε κάθε περίπτωση , λόγω βασίμων και ειδικών λόγων, ο συγγραφέας έχει επιλέξει ένα ύφος κατάλληλο στο θέμα του: το ύφος είναι το θέμα»



Τζαίημς Τζόυς , Οδυσσέας, μετάφραση Σωκράτης Καψάσκης, επιμελητής εκδόσεως Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Κέδρος 1990. 14η έκδοση















Οι φωτογραφίες είναι από το βιβλίο:
 Kieran Hickey, Faithful Departed: The Dublin of James Joyce's Ulysses , The Lilliput Press, Dublin, 2004