Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2013

Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης ως μυθιστορηματική μορφή

  Ο Γιώργος Μιχαηλίδης ζωντανεύει  τη μορφή του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη στο β' τόμο της τριλογίας  του  " Της επανάστασης της μοναξιάς και της λαγνείας "


   " Τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη τον ήξερα από τα εφηβικά μου χρόνια. Μου τον είχε γνωρίσει ο Πάρης, ο οποίος τον είχε επισκεφθεί ήδη αρκετές φορές μόνος του στο πατρικό διώροφο σπίτι του στα Εξάρχεια, γωνία Κουντουριώτου και Οικονόμου. Εκείνη την πρώτη μου επίσκεψη ακολούθησαν λίγες ακόμη, αλλά με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου δεν ξαναπήγα. Τα Εξάρχεια τότε - αναφέρομαι  στα 1938 - ήταν μια μικρή, ζεστή αθηναϊκή γειτονιά από κομψές νεοκλασικές οικίες, κήπους και χωματόδρομους, με ακακίες που ανηφόριζαν ως το λόφο του Στρέφη. Το σπίτι του ποιητή ξεχώριζε από τα άλλα γύρω με τον όγκο, το μεγάλο άδειο αέτωμα, την κατήφεια και τη σιωπή που αισθανόσουν να έχει εγκατασταθεί μονίμως πίσω από τα κλειστά παράθυρα. Τα σημάδια της εγκατάλειψης φαίνονταν καθαρά στις σπασμένες γρίλιες, στους ραγισμένους και πεσμένους σοβάδες, στον ρημαγμένο κήπο.
    Ο Πάρης, ενώ δεν εκτιμούσε ιδιαιτέρως τον Λαπαθιώτη σαν ποιητή, θαύμαζε την προσωπικότητά του και περισσότερο την τεράστια και σπάνια βιβλιοθήκη του. Δε γνωρίζω πώς και από ποιον είχε πληροφορηθεί ότι ο Λαπαθιώτης,  πιεσμένος από μεγάλη ένδεια, πουλούσε τα βιβλία του και με αυτούς τους πόρους ζούσε. Ένας από τους αγοραστές ήταν και ο θείος μου, αποκομίζοντας έτσι μερικά πράγματι σπάνια βιβλία. Ο Λαπαθιώτης τον δεχόταν πάντα νύχτα, μέσα σε έναν πηχτό, χαλκόχρωμο φωτισμό από λάμπες πετρελαίου, με τη σάλα του ισογείου γεμάτη φίλους του ποιητή, και η αγοραπωλησία γινόταν με τη γλώσσα της παντομίμας και των κρυφών νοημάτων. Κανείς από τους παριστάμενους δεν έπρεπε να καταλάβει πως ο Πάρης ήταν αγοραστής ή πως ο ποιητής πουλούσε τα αγαπημένα του βιβλία. Όλοι ωστόσο ήσαν ενήμεροι , όλοι γνώριζαν τί γύρευε εκεί ο ξένος, τον οποίο ο Λαπαθιώτης είχε συστήσει σαν εγκάρδιο φίλο του. Έμοιαζε όμως απαραίτητη  αυτή η θεατρική προσποίηση, αλάφρωνε φαίνεται, τη σκληρότητα της ανάγκης.
    Ο Πάρης, με μια μικρή λάμπα στο χέρι, παίζοντας το ρόλο του φανατικού βιβλιόφιλου, περιδιάβαζε εμπρός στις βιβλιοθήκες που εκτείνονταν σε όλα τα δωμάτια. Όταν συναντούσε το βιβλίο που τον ενδιέφερε, και ήσαν πολλά, επέστρεφε στο δωμάτιο όπου βρισκόταν η συντροφιά του ποιητή κρατώντας το στο χέρι. Κάνοντας πως το ξεφυλλίζει, έδειχνε με τρόπο στον Λαπαθιώτη τίτλο και συγγραφέα. Εάν ήταν από τα πολύ αγαπημένα του, ο ποιητής, με μιαν αδιόρατη αρνητική κίνηση του κεφαλιού , έλεγε στον αγοραστή όχι, αυτό δεν μπορώ να το στερηθώ. Τότε ο Πάρης το έβαζε πάλι στη θέση του και συνέχιζε την αναζήτηση. Όποιο βιβλίο ο ποιητής δεχόταν να στερηθεί, πάλι με ένα αδιόρατο, καταφατικό αυτή τη φορά κίνημα, ο Πάρης το τοποθετούσε σε ένα μικρό τραπέζι πλάι στην είσοδο. Όταν ερχόταν η ώρα, γύρω στα μεσάνυχτα, για τις θρυλικές εξόδους και τις νυχτερινές περιπλανήσεις του Λαπαθιώτη στο Ζάππειο, στο Μεταξουργείο, στο Θησείο, στο Μενίδι, η συντροφιά φρόντιζε να βγει βιαστικά στην αυλή για να μείνουν μόνοι ο ξένος και ο ποιητής και να αρχίσει η συναλλαγή. Ο Λαπαθιώτης δεν ήξερε την τιμή των βιβλίων του, απεχθανόταν τα παζάρια, και ο Πάρης όμως δεν καταδέχτηκε ποτέ να εκμεταλλευθεί αυτή την περηφάνεια. Του έδινε όσα θα ζητούσε ο Χαρίτιμος, ο γνωστός παλαιοβιβλιοπώλης της Αθήνας, με τον οποίο συνεργαζόταν συχνά και του προμήθευε σπάνιες εκδόσεις. Ο Λαπαθιώτης είχε πολύ εκτιμήσει αυτή τη γενναιοδωρία του θείου μου, γιατί τον έπαιρνε ο ίδιος στο τηλέφωνο:
    " Έχομε καιρό να σας δούμε, κύριε Μαδονή! Δε σκοπεύετε να μας έλθετε ξανά;"
    " Πότε μπορώ να σας επισκεφθώ;"
    " Μα και σήμερα, εάν ευκολύνεσθε".

    Ύστερα από  ένα τέτοιο τηλεφώνημα με πήρε μαζί του ο Πάρης. Η κυρία είσοδος ήταν από τον κήπο, στο πίσω μέρος του σπιτιού. Η δίφυλλη μεταλλική αυλόπορτα ανοιχτή  και μια λάμπα ακουμπισμένη στο φιλιατρό του πηγαδιού φώτιζε την εγκατάλειψη, το χορταριασμένο πλακόστρωτο και το ρήμαγμα του κήπου, ενώ την ίδια στιγμή αυτό το φως, λες από κεχριμπάρι ή χαλκό, είχε κάτι επίσημο και χυδαίο μαζί, σαν να ξενυχτούσαν κάποιο νεκρό, ή να καλούσε τον περαστικό σε ύποπτες συναλλαγές και στην κραιπάλη οχείας. Μια μαρμάρινη σκάλα ανέβαζε στον επάνω όροφο γεμάτη σκουπίδια. Στο ισόγειο, μέσα από τις γρίλιες, φαινόταν ένα αμυδρό πορτοκαλί φως. Όλο το άλλο αχανές σπίτι σκοτεινό, σιωπηλό, κλειστό σαν σφραγισμένο. Η γειτονιά ήσυχη, με λίγες μακρινές φωνές και κάποιο, μακρινό κι αυτό, πέρασμα αυτοκινήτου. Το μοναχικό φως στην αυλή, που έριχνε μεγάλες βαριές σκιές στους τοίχους, το βουβό και κατασκότεινο σπίτι, με γέμισαν με ένα αίσθημα ανησυχίας και απειλής.
    Μας άνοιξε ένας ψηλός, γεροδεμένος νέος, με δυσάρεστη,χωριάτικη φυσιογνωμία και πυκνά μαύρα μαλλιά που ξεκινούσαν από τη μέση του μετώπου του. Σιωπηλός μάς έκανε τόπο να περάσουμε. Ο Λαπαθι'ωτης καθόταν σε μια φθαρμένη μπερζέρα στο χρώμα της βρόμικης άμμου, ενώ μια λευκή καμέλια φέγγιζε στο πέτο του, πελιδνά άμεμπτος μέσα στο φθαρμένο κοστούμι του, θλιβερά σεβαστός, αθεράπευτα μόνος. Όλα ήσαν γραμμένα επάνω του, όλη του η ζωή, λες και κάποια απόκρυφη, αόρατη δερματοστιξία τα είχε καταγράψει με τα ιερογλυφικά της, και εκεί μπορούσες να διαβάσεις τη σημασία τους και το μόνο συγκλονιστικό ποίημα που μπόρεσε να γράψει: τον εαυτό του. Και μαζί ήταν σαν ήσκιος` κάτι που κάποτε το καταύγαζε ένα αδιάκριτο και αλαζονικό φως, τώρα ένα άλλο φως, αδιάκριτο κι αυτό, αλλά ταυτόχρονα ανελέητο, σκληρό και επίμονο, έδειχνε τον ήσκιο του θλιβερό και ωχρό.
    Από την είσοδό μας κιόλας σε έναν στενό διάδρομο, ένιωσα μια βαριά, ταγκή μυρωδιά κλεισούρας και σκόνης, λες και ένα άπλυτο για καιρό σώμα κυκλοφορούσε μέσα στο μισοσκόταδο. Η συντροφιά ήταν συγκεντρωμένη σε ένα δωμάτιο - αρκετά μικρό και χαμηλοτάβανο για την εποχή εκείνη, - γεμάτο ογκώδη, καταθλιπτικά έπιπλα, βαριές πυκνοϋφασμένες κουρτίνες και βιβλιοθήκες που κάλυπταν τους τοίχους έως την οροφή. Ένα παχύ στρώμα σκόνης σκέπαζε τα πάντα σαν πένθιμο σουδάριο.
    Στα πρόσωπα της συντροφιάς, γύρω στα δέκα και όλοι άντρες, διέκρινες έντονες χρωματικές αντιθέσεις. Στους περισσότερους έβλεπες μιαν αρρωστημένη, φωσφορίζουσα χλομάδα, ενώ στους υπόλοιπους υπήρχε εκείνη η μελαχρινή, βάρβαρη σχεδόν υγεία του χωριάτη. Ήσαν οι περίφημοι Μενιδιάτες μανάβηδες - ή μάλλον οι γιοί τους - , που ακολουθούσαν τον Λαπαθιώτη παντού σαν πιστοί μολοσσοί. Σε έναν μικρό καναπε ήταν ριγμένος, σχεδόν αναίσθητος, ο ποιητής Μήτσος Παπανικολάου, ένα αποστεωμένο φάντασμα. Τα μάτια του ολάνοιχτα, γυάλινα, άδεια. Η ηρωίνη τον ταξίδευε στο κενό. Όταν εμφανιστήκαμε στην είσοδο του δωματίου, ο Λαπαθιώτης, αιφνιδιασμένος από την παρουσία και το κάλλος μου, έμεινε για λίγο σιωπηλός, ύστερα ορθώθηκε νωχελικά, με το δεξί του χέρι ακουμπισμένο στο αναλόγιο που ήταν πλάι του και όπου έγραφε όρθιος τα ποιήματά του, όπως ο Βικτόρ Ουγκό, και αναφώνησε θεατρικά:
    " Καλέ, αυτός είναι ωραίος μέχρι τρόμου!"
     Ύστερα έσπευσε να μας υποδεχθεί. Έγιναν οι συστάσεις. Μέσα σ' εκείνο το ανήσυχο, παλλόμενο μισοσκόταδο, το γεμάτο φασματικές σκιές, ένιωθα τα μάτια όλων στραμμένα επάνω μου. Ο Πάρης μάς άφησε για να επιδοθεί στην άγρα βιβλίων, ο Λαπαθιώτης περνώντας το χέρι του στο μπράτσο μου με ξενάγησε στο άντρο του. Μού έδειξε το πιάνο του, ένα Zimmerman Λειψίας, την κασέλα όπου φυλούσε ποιήματα, σκέψεις, διηγήματα, σχέδια δραμάτων και μυθιστορήματα, ημερολόγια ταξιδίων και ερώτων, φωτογραφίες.
    " Δεν πρόκειται να το ανοίξω ποτέ πια αυτό το φέρετρο. Κάποιοι νεκροί ας κοιμηθούν για πάντα. Είναι καλύτερα ", μου ψιθύρισε πολύ κοντά στο αυτί, σαν να μου εκμυστηρευόταν ένα μυστικό που έπρεπε να μείνει μεταξυ μας.
    Ύστερα γέλασε δυνατά - ακόμη και το "δυνατά" ήταν γεμάτο σιωπή μέσα σ' εκείνο το ερειπωμένο ιερό της τρίμορφης Εκάτης - και είπε:
     " Μα γιατί είσθε τόσον ωραίος! Δεν επιτρέπεται! Είσθε ωραιότερος απ' ό,τι ήμουν εγώ στην ηλικίας σας", και πρόσθεσε στα γαλλικά την ανελέητη διαπίστωση του Προυστ στον Ξανακερδισμένο χρόνο
" Ο χρόνος, ο άχρωμος και ακατάληπτος χρόνος, έχει πάρει σάρκα και οστά στο πρόσωπό σας, έχει πλάσει ένα αριστούργημα, ενώ παράλληλα σ' εμένα - αλίμονο - έχει κάνει απλώς τη δουλειά του".
    Αιφνιδίως μελαγχόλησε, και το μονίμως υγρό και αόριστο βλέμμα του, από την επήρεια της μορφίνης, γέμισε σκιές. Άλλαζε συνεχώς εκφράσεις και διαθέσεις, όπως ένα επαρχιακός τραγωδός όταν ερμηνεύει ευριπίδειο δράμα. Οι ρητορικές χειρονομίες του, η καθαρή και σχεδόν ποσταρισμένη φωνή του, το μακιγιαρισμένο π΄ροσωπό του, το στριντμπεργκικό σκηνικό γύρω του, λες και ήταν παρμένο από τη Σονάτα των φαντασμάτων, όλα ανάδιναν κάτι θεατρικό, ψεύτικο, και ταυτοχρόνως κάτι που έμοιαζε με ανυποχώρητη, συντριπτική αρρώστια, όλη την απερίγραπτη, γεμάτη αρχοντιά, επιβλητική αξιοπρέπεια κάποιου μεγάλου μαρτυρίου[...]
    Έβλεπα μπροστά στα μάτια μου ένα θρίαμβο να καταρρέει, ένα λατρευτικό τέμενος χορταριασμένο κι ερειπωμένο, το καμαρίνι ενός γερασμένου θεατρίνου, με τις αναμνήσεις και τις επευφημίες  να σαπίζουν μέσα στη σκόνη και τη σιωπή. Στα υγρά μάτια του ποιητή φώναζε μια σπαρακτική απορία: Πώς συνέβη αυτό; Πώς ξεγελάστηκα; Η αφθαρσία ήταν στο χέρι μου, και η αθανασία το ίδιο. Ποιος με παγίδευσε; Κάπου πρέπει να υπάρχει το φάρμακο, οι μαγικοί αριθμοί και οι ζωικές ουσίες, οι Χαλδαίοι και οι Βαβυλώνιοι γόητες, για να σταματήσουν την κλεψύδρα.
    Ο Λαπαθιώτης αστειευόταν συνεχώς, χλεύαζε τους νεότερους ποιητές με τα " ακατανόητα παραληρήματά τους" - ακούστηκαν τα ονόματα Σεφέρη, Εμπειρίκου, Εγγονόπουλου -, ακκιζόταν και χαριεντιζόταν, δίνοντας μια παράσταση αλλοπρόσαλλη, γελοία και γκροτέσκα, μπροστά σ' ένα ακροατήριο από χωριάτες και μέθυσους, αλλά ο πόνος ήταν εκεί, τρομερός, σαν κοντάρι τον είχε διαπεράσει και φαινόταν επάνω στο χιλιοτριμμένο σώμα του, στην καρδιά και στο μυαλό του, επάνω στο χιλιοτριμμένο ρούχο του(απόσπασμα)



Γιώργος Μιχαηλίδης, Της επανάστασης, της μοναξιάς και της λαγνείας. Ο Λαβύρινθος(ΙΙ), Καστανιώτης 2002, 10η έκδοση

    
 



Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2013

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης διαβάζει Κώστα Καρυωτάκη



Τάσου Λειβαδίτη : Ένα ένδυμα εγκληματικό

Όλα άρχισαν απ' αυτήν την καταραμένη λατρεία για τον εαυτό μου - ή μάλλον γιατί να κλείνω τα μάτια ακόμα και στο χείλος της καταστροφής - όλα άρχισαν διότι μέσα στο ρολόι υπάρχει ένα δευτερόλεπτο ακατανόητο που θέλει κι εκείνο να επαληθευτεί, βρίσκει λοιπόν τον πρώτο ηλίθιο και του επιτίθεται κι επιπλέον περνούν τα χρόνια με ταχύτητα διαβολική. Πλην όμως αγαπούσα πάντα τους συνανθρώπους μου κι αυτό είναι μια απ' τις αρετές στις οποίες ανάλωσα τη ζωή μου - και φυσικά η λέξη ανάλωσα είναι πλημμελής διότι τον περισσότερο καιρό μου τον περνάω στους δρόμους ή στους δημόσιους κήπους - σ' αυτό έγκειται η ιδιοφυΐα μου. Και παρ' όλες τις απόψεις μου για την ελευθερία του ατόμου για την οποία τόσα ωραία κεφάλια έπεσαν πάνω στο ικρίωμα, εγώ είχα μια συστηματική προτίμηση στο μοιραίο. Ενώ λοιπόν ήμουν από μια τίμια  και αξιοπρεπή οικογένεια, δε μου αρκούσε, ήθελα κι ένα καινούργιο σακάκι - ακούστε διαστροφή. Ο αγαπητός φίλος Ιουστίνος προσεφέρθη τότε να μου δώσει ένα δικό του παλιό - φυσικά σε αντάλλαγμα θα του ήμουν ευγνώμων για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα τουλάχιστο μιας ζωής ( ή και δυό αν ήταν περισσότερο απαιτητικός). Τι νά΄κανα; Δέχτηκα. Διότι και το να' σαι συνεχώς απελπισμένος προσβάλλεις τον  Θεό. Ή να φέρω ένα άλλο παράδειγμα. Ύστερα από χρόνια, λόγου χάρη, συναντάς κάποιον που σου αφάνισε τη ζωή: κάθεται σ' ένα παγκάκι έρημος, γέρος, ένα ερείπιο. Σου έρχονται δάκρυα. Τον κοιτάζεις χωρίς μίσος, με απροσποίητη συμπόνια μάλιστα. " Πώς μάς ξεγέλασε και τους δυό η ζωή" σκέφτεσαι. Αλλά ας μη λοξοδρομούμε, μιλούσαμε για ένα σακάκι κι εδώ έχω υποχρέωση να το φωνάξω πως ένα σακάκι είναι ένα ένδυμα εγκληματικό, όπως ακριβώς λέμε: ένα ένδυμα επίσημο - αποφάσισα λοιπόν να μην το δεχτώ. Όμως την ώρα που έλεγα " όχι, δεν θέλω" καθώς ήταν μισοσκόταδο, προσπάθησα με τα δάχτυλα, τάχα τυχαία, να το αγγίξω κάπως, να δω την αξία του υφάσματος και φυσικά τη φθορά, μπορεί να είμαι υπερήφανος αλλά θέλω να ξέρω τι χάνω, έτσι είμαι πλασμένος, δεν μπορώ να εθελοτυφλώ` - ίσως γι' αυτό γίνομαι αντιπαθητικός. Θυμάμαι μια μέρα στο λεωφορείο, απέναντί μου καθόταν μια γυναίκα μαραμένη, άσχημη, " τι θέλει και ζει ;" αναρωτήθηκα εντελώς αυθόρμητα, τα πόδια της γυμνά (ήταν Ιούλιος), πανάθλια, απ' αυτά τα πόδια που διηγούνται πάντοτε πράγματα θλιβερά ακόμα και το μεσημέρι, έκανα λοιπόν αυτές τις σκέψεις όταν η γυναίκα γύρισε και με κοίταξε με πόνο σα να μου ' λεγε " τί σας έφταιξα ", είχε ακούσει τις σκέψεις μου κι αυτό συμβαίνει πάντα στους δυστυχισμένους , τα καταλαβαίνουν όλα αμέσως - από τότε όταν βλέπω κάτι το απελπιστικό φροντίζω να κάνω τις πιο ωραίες σκέψεις, λόγου χάρη, όταν τρώω στα βρώμικα οινομαγειρεία και βλέπω τον ατμό απ' τις κατσαρόλες τον παρομοιάζω με τον Χριστό που αναλήπτεται και τότε τί σημασία να δώσεις στις μύγες που διεκδικούν το τραπέζι σου, αντίθετα τις παρακολουθείς με σεβασμό και τους αφήνεις στο πιάτο σου και το μικρό μερίδιό τους, ας φάνε κι αυτές, σκέφτεσαι, αφού δεν υπάρχει για κανένα σωτηρία. Ήταν Χριστούγεννα, θυμάμαι, μάλλον όχι, τέλος πάντων ήταν μια άγια μέρα που έπρεπε να τη σεβαστώ, αλλά εγώ τί έκανα, πήγα στο  σπίτι μιας ξαδέλφης μου, κι, ω των μυστηρίων, ενώ εκείνη είχε πεθάνει το σπίτι ήταν ακόμα εκεί, " η δεσποινίς Λουΐζα πέθανε " λέω στο θυρωρό, " ναι, πέθανε " μου λέει, " αχ, του λέω θριαμβευτικά, βλέπεις πόσο οι άνθρωποι συμφωνούν κατά βάθος " τον αγκάλιασα και τον φίλησα - κι ύστερα με κατηγορούν ότι δεν είμαι αρκετά σοβαρός, ε, λοιπόν, ήρθε η ώρα ν' ανατρέψω όλες τις κατηγορίες - χαμηλώνεις το βλέμμα σου, άρα είσαι ένοχος, λένε, τί ένοχος, βρε τιποτένιοι, που εγώ κοιτάζω πάντα κάτω μήπως βρω κανένα πενηντόδραχμο, δηλαδή γιατί όχι, είμαι τόσο πολυάσχολος ή τόσο τυφλός κι όποιος χτυπάει μια πόρτα χτύπους τελικά θα θερίσει, γέγραπται, γιατί, βέβαια, το βλέπετε, εγώ όλα τα ξέρω, όλα τα έζησα - μόνο ποτέ δεν είχα υποπτευθεί πόσο ατέλειωτη μπορεί να' ναι μια νύχτα....

Τάσος Λειβαδίτης, Ποιήματα , τομ. 3( 1979 -1987),   Κέδρος , 2003, 6η έκδοση

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

Οι μηχανές και τα συνθήματα


 
Έργο του Bleeps(street artist)
   Πριν από χιλιάδες χρόνια, οι άνθρωποι μιλούσαν με κραυγές. Μιμούνταν τους ήχους της φύσης. Μιλούσαν και με χρώματα. Μάζευαν τις όχρες και έβαφαν τα σώματα των νεκρών, τις πέτρες, τα αγγεία τους. Οι κραυγές όμως έγιναν, μέσα από την εξέλιξη της δουλιάς , λόγος, τα χρώματα έγιναν τέχνη. Πέρασε έτσι ο άνθρωπος στον πολιτισμό. Ο λόγος και η τέχνη έγιναν κυρίαρχα στοιχεία της ανθρώπινης κοινωνίας. Ο λόγος βοήθησε τον άνθρωπο να μιλήσει και να σκεφτεί, να τραγουδήσει, να προσευχηθεί, να διαμαρτυρηθεί. Η τέχνη υπηρέτησε τις ανάγκες της "ψυχής" και του μυαλού. Μετρίασε την πίκρα της δουλιάς. Μέσα από το λόγο και την τέχνη, τα σχήματα και τις παραστάσεις, τους αριθμούς, τα σύμβολα, τις εικόνες, ο άνθρωπος πέρασε στις μηχανές. Αυτές δεν είχαν λόγο, είχαν ρυθμό και θόρυβο. Έσπασαν το χρόνο σε κομμάτια. Παγίδευσαν τον άνθρωπο μέσα στις λογικές της διάβρωσης και του κέρδους. Μπήκαν ανάμεσα στο χέρι και το προϊόν, ολοκλήρωσαν την αλλοτρίωση. Πολλές φορές πολέμησαν και την τέχνη. Μα πάνω απ' όλα έκοψαν τη ζωή του ανθρώπου σε μικρά κομματάκια. Ακόμα και οι "αγαθές" μηχανές, αυτές που υπηρετούν τον άνθρωπο στα χέρια των πονηρών υπονομεύουν τη ζωή του. Προσδιορίζουν τον ελεύθερο χρόνο του, όπως θέλουν αυτές, και τον μοιράζουν σε μικρά ανούσια αντίδωρα, όπου δεν χωράει ούτε  ο λόγος, ούτε η τέχνη. Γιατί μέσα σ' αυτόν τον από μηχανής "ελεύθερο χρόνο", χωράει μόνο το μοχθηρό μάτι της τηλεόρασης και ο ανήσυχος ύπνος του κουρασμένου τηλεθεατή. Αυτός ο χρόνος είναι σπάραγμα κόπου. Είναι κομμάτια από τη δική μας τη σάρκα , καρφωμένα στο στιλπνό τελάρο της καπιταλιστικής μας κοινωνίας. Αναρτημένα στα τσιγγέλια της αγοράς. Έτσι και ο λόγος δεν τα κατάφερε να κρατηθεί ακέραιος. Δεν μιλάω για τη γλώσσα , αυτή προχωράει. Μα ο λόγος διαβρώνεται, παίρνει επάνω του την οργή των μαζών, τη διαμαρτυρία του καταπιεζόμενου. Γίνεται κατάρα και διεκδικητική υπόμνηση , βρισιά. Περνάει στο στόμα της ομάδας και μοιράζεται. Στέκεται απέναντι στη μηχανή και πάιρνει το δικό της ρυθμό. Τη μιμείται. Και μ ' αυτή τη νέα μορφή παίρνει τους δρόμους μαζί με τις σημαίες, τα πανώ και τις σηκωμένες γροθιές. Γίνεται σύνθημα. Γίνεται δηλαδή υποκατάστατο  της ομιλίας, του επιχειρήματος , της ανάλυσης, της θεωρίας, της ποίησης. Έτσι σιγά - σιγά, σχεδόν αναγκαστικά, ξαναγυρνούμε στις κραυγές  και στα χρώματα. Μιμούμαστε τις βροντές και τους φλοίσβους, τις κραυγές των θυμωμενων ζώων. Και δίπλα στις μηχανές γινόμαστε  και μεις ρυθμικοί και κουρντισμένοι, θορυβώδεις, εναλλασσόμενοι. Μαζί με τους υπολογιστές , όπου ο λόγος είναι συνθηματολογικός και αναλύεται σε "εντολές" και όχι σε φράσεις. Χωρίς να πείθουμε, χωρίς να συγκινούμε, γιατί στο δικό μας πολιτισμό της καλωδιακής ευτυχίας και του μηχανικού έρωτα, φαίνεται πως λιγοστεύει, όσο πάει, ο χώρος για την πειθώ. Περισσεύουν οι εξαναγκασμοί και οι υποκλοπές. Γι' αυτό και οι μηχανές αναλαμβάνουν να πείσουν με το δικό τους τον τρόπο: την ψυχρότητα του ηλεκτρονικού υπολογισμού και τις ανοίκιες συβιλλικές λέξεις. Έτσι και ο λόγος ξεπερνάει τις διηγηματικές του αρετές και βυθίζεται, ολοένα και πιο πολύ στους αξεδιάλυτους πολτούς των λεκτικών συνθημάτων. Όχι όμως. Χιλιάδες φορές όχι. Αν επιμείνουμε στην παγίδα ενός τέτιου λόγου, δεν θα κερδίσουμε κανέναν. Πρέπει να τον αλλάξουμε. Αλλιώς θα μας υποκαταστήσουν οι μηχανές και οι δονητές της τεχνητής ηδονής.
Γιώργος Χ. Χουρμουζιάδης ( παλιά δημοσίευση στο Ριζοσπάστη. Βρήκα το απόκομμα τυχαία ανάμεσα στις σελίδες ενός βιβλίου χωρίς να έχω κρατήσει την ημέρα και το χρόνο δημοσίευσης)

Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2013

Η Ήπειρος του Αγώνα


   Ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας στην Ήπειρο, όπως άλλωστε και σ' όλη την Ελλάδα, αρχίζει στις 28 Οχτώβρη του 1940. Από την ημέρα δηλαδή, που μια χούφτα Έλληνες πρόταξαν τα στήθια στις σιδερόφραχτες μεραρχίες του Μουσσολίνι και του Χίτλερ.
Τις πρώτες μέρες πάνω από 100.000 στρατός της φασιστικής Ιταλίας αντιμετωπίζεται από την 8η Μεραρχία της Ηπείρου, την 9η της Δυτικής Μακεδονίας και ένα απόσπασμα με διοικητή τον Δαβάκη στην Πίνδο. Οι πιο σκληρές μάχες, που κράτησαν 15 περίπου μέρες, διεξάγονται στην Ήπειρο, στον Κεντρικό τομέα του μετώπου, στο Καλπάκι και στη Γκραμπάλα. Στις μάχες αυτές ο εχθρός είχε τεράστιες απώλειες σε έμψυχο και άψυχο υλικό.
Αν και το Γενικό Στρατηγείο διαπνεόταν από ηττοπάθεια, ο πόλεμος από τις πρώτες μέρες παίρνει παλλαϊκό χαρακτήρα. Την 8η Μεραρχία και το Απόσπασμα Δαβάκη τους βοηθάνε όλοι οι Ηπειρώτες που διαμένουν στον τομέα , που διεξάγονται οι επιχειρήσεις. Άνδρες, γυναίκες, γέροι και παιδιά κουβαλάνε με τα ζώα τους, μα και στις πλάτες τους πυρομαχικά, τρόφιμα και ό,τι άλλο είναι απαραίτητο για τον πόλεμο.

  Από τις 14 του Νοέμβρη του 1940 που ο Ελληνικός Στρατός πέρασε σε επίθεση, η 8η Μεραρχία μάχονταν ηρωικά στα αλβανικά βουνά προκαλώντας μεγάλες απώλειες στους Ιταλούς κατακτητές. Με απαράμιλλο ηρωισμό πολέμησαν και οι Ηπειρώτες κομμουνιστές που υπηρετούσαν στην 8η Μεραρχία τους Ιταλούς και Γερμανούς φασίστες στη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου.
 Πώς κατάφεραν, όμως, να γλυτώσουν κομμουνιστές από τη φασιστική κυβέρνηση του Μεταξά και μάλιστα στο Στρατό;
 Η Περιφερειακή Επιτροπή του ΚΚΕ στην Ήπειρο ήταν από τις λίγες οργανώσεις που μπόρεσαν να διατηρηθούν σ' όλη τη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας. Με τα πρώτα χτυπήματα απομόνωσαν τις χτυπημένες οργανώσεις και έτσι κατάφεραν και κράτησαν την Οργάνωση.
 Η  ασφάλεια προσπάθησε να χτυπήσει από τα μέσα την οργάνωση στέλνοντας δυο φορές χαφιέδες με κανονικές συνδέσεις. Όμως και οι δυο ξεσκεπάστηκαν. Οι ζημιές που προξένησαν ήταν ελάχιστες.
 Η Περιφερειακή Επιτροπή του ΚΚΕ αποκεντρωμένα, με βάση τις αποφάσεις των προηγουμένων σωμάτων του κόμματος μπόρεσε να κρατήσει τις κομματικές οργανώσεις στα Γιάννενα, την Άρτα, την Πρέβεζα, την Πάργα, την Παραμυθιά, την Ηγουμενίτσα και σε πολλά χωριά , όπως στη Βουνοπλαγιά (Ζέλοβα με το παλιό), στην Πρωτόπαπα, στα Δολιανά, στο Σταυράκι, στο Πόποβο, στην Ποταμιά, στην Γλυκή και σε πολλά άλλα χωριά, και να δημιουργήσει αξιόλογες οργανώσεις στο Στρατό.
Μόνο στο 15ο Σύνταγμα , που είχε την έδρα του στα Γιάννενα υπήρχαν οργανωμένοι 100 περίπου φαντάροι. Με την καθοδήγηση των κομμουνιστών φαντάρων έγιναν δυο μεγάλες αντιφασιστικές εκδηλώσεις στο 15ο Σύνταγμα. Η μια με την εξέγερση τον Ιούλη του 1938 στην Κρήτη ενάντια στη δικτατορία και η άλλη τον Απρίλη του 1939, όταν οι φασίστες του Μουσσολίνι κατέλαβαν την Αλβανία. Και στις δυο αυτές εκδηλώσεις εκατοντάδες στρατιώτες του 15ου Συντάγματος της 8ης Μεραρχίας βροντοφώναξαν: 
- Κάτω ο φασισμός!
Το 1940 σ' όλα τα τμήματα της προκάλυψης της 8ης Μεραρχίας υπήρχαν και δρούσαν γερές κομματικές οργανώσεις. Μια βδομάδα πριν την επίθεση  οι οργανώσεις αυτές πήραν απόφαση να πολεμήσουν μ' όλες τους τις δυνάμεις τους Ιταλούς εισβολείς.
 Με τη κατάρρευση του μετώπου οι κομμουνιστές φαντάροι έρριξαν το σύνθημα στους συναδέλφους τους να μην παραδώσουν τον οπλισμό τους, γιατί γρήγορα θα τον χρειστεί η Πατρίδα. Χάρη στις προσπάθειες των κομμουνιστών και όλων σχεδόν των Ηπειρωτών διαφυλάχτηκαν πολλά όπλα, οπλοπολυβόλα, πολυβόλα και πυρομαχικά που χρειάστηκαν αργότερα , όταν ξεκίνησε το αντάρτικο.
 Τις τελευταίες μέρες του Μάη 1941 έγινε σύσκεψη στελεχών στα Γιάννενα. Θέματα που την απασχόλησαν ήταν η κατάσταση που διαμορφώθηκε στην περιοχή μετά την κατάληψη της χώρας από τους Γερμανοϊταλούς φασίστες  και τα καθήκοντα των κομμουνιστών στις συνθήκες της ξενικής κατοχής.
 Ιδιαίτερη προσοχή έδωσε η σύσκεψη στην ανασυγκρότηση των κομματικών οργανώσεων και στη δημιουργία καινούργιων, εκεί που δεν υπήρχαν. Η σύσκεψη τόνισε, επίσης, ότι  πρέπει να δημιουργηθούν παντού σε πόλεις και χωριά ομάδες Πατριωτικού Μετώπου, στις οποίες θα εντάσσεται κάθε πατριώτης που θέλει να αγωνιστεί για την απελευθέρωση της Πατρίδας. Στη σύσκεψη τονίστηκε, πως στελέχη του Κόμματος πρέπει να πάνε σ' όλους τους νομούς και τις επαρχίες για οργανωτική δουλιά.
Σε λίγο άρχισε να ξαναβγαίνει πολυγραφημένη η εφημερίδα "ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ", που σταμάτησε την έκδοσή της στην περίοδο της μεταξικής δικτατορίας και ένα δελτίο ειδήσεων.
Σοβαρή ώθηση στην ανάπτυξη του κινήματος στην Ήπειρο έδωσαν μερικοί εξόριστοι Ηπειρώτες κομμουνιστές, που μπόρεσαν να δραπετεύσουν από τη Φολέγανδρο και την Κίμωλο, όπως ο Παναγιώτης Μίνος, σερβιτόρος, ο Τάσος Φωτιάδης, τσαγκάρης, ο Χαράλαμπος Τσίτσιος, αγρότης, ο Μενέλαος Πέτρου, δάσκαλος και άλλοι.

Φωτογραφία Κώστας Μπαλάφας
Οι κάτοικοι της Ηπείρου ήταν πριν από τον πόλεμο από τους πιο φτωχούς της Ελλάδας. Στους λιγοστούς της κάμπους οι αγρότες δούλευαν σκληρά, χωρίς να χορταίνουν ποτέ το ψωμί τους. Το μόχθο τους τον έτρωγαν η Αγροτική Τράπεζα και οι τοκογλύφοι. Οι χωριάτες ήταν βυθισμένοι στη δυστυχία και στα χρέη, τους έλιωνε η ελονοσία και τους θέριζε το χτικιό. Ζούσαν σε μια αληθινή κόλαση. στις ορεινές περιοχές η φτώχεια και η δυστυχία ήταν ακόμη μεγαλύτερες. Έτσι, τα κηρύγματα του ΕΑΜ που ιδρύθηκε με πρωτοβουλία του ΚΚΕ και με συμμετοχή του Αγροτικού Κόμματος, του Σοσιαλιστικού Κόμματος και της Ένωσης Λαϊκής Δημοκρατίας στις 27 Σεπτέμβρη 1941 βρήκαν πρόσφορο έδαφος στην Ήπειρο. Δημοκρατικός λαός στη συντριπτική του πλειοψηφία, ο λαός της Ηπείρου κατάλαβε, πως μόνο άμα ακολουθήσει το ΕΑΜ η ζωή του θα καλυτερέψει, θα γίνει χαρούμενη.
Στα τέλη του 1941, χάρη στην υπεράνθρωπη, στην σκληρή δουλιά μελών και στελεχών του Κόμματος δημιουργούνται πυρήνες στις κωμοπόλεις, στα κεφαλοχώρια και στα περισσότερα χωριά της Ηπείρου. Η δουλιά αυτή τα επόμενα χρόνια αναπτύσσεται αλματώδικα. Το ΕΑΜ αγκαλιάζει το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού. Στην ΕΠΟΝ, που δημιουργήθηκε στις 23 Φλεβάρη του 1943 προσχωρούν μαζικά τα Ηπειρωτόπουλα. Στις απελευθερωμένες περιοχές οργανώθηκε η Λαϊκή Αυτοδιοίκηση και η Λαϊκή Δικαιοσύνη. Στις πόλεις αναπτύσσονται καθημερινά οι αγώνες του λαού για την επιβίωση και το σταμάτημα της τρομοκρατίας. Οργανώνονται γι΄αυτό το σκοπό διαδηλώσεις, συλλαλητήρια. 

                                              Διαδήλωση στα Γιάννενα 1943
 Το Γενάρη του 1944 η Περιφερειακή Επιτροπή των Γιαννίνων του ΚΚΕ οργανώνει μεγάλο συλλαλητήριο στα Γιάννενα. Οι διαδηλωτές με επικεφαλής τους κομμουνιστές φθάνουν στη Γενική Διοίκηση Ηπείρου και απαιτούν από τον υπουργό Μιχάλη Τσιμπρή να επέμβει , για να σταματήσει η τρομοκρατία και να μοιραστούν τρόφιμα στους κατοίκους των Γιαννίνων. Ο υπουργός τρομοκρατείται και ειδοποιεί τους Γερμανούς, οι οποίοι καταφθάνουν γρήγορα. Με υπόδειξη των χαφιέδων συνέλαβαν αρκετούς Γιαννιώτες. Τρεις: τον Φίλη, τον Τάτση και τον Τσάρα, τους εκτέλεσαν, τους άλλους τους έστειλαν σε στρατόπεδο στη Γερμανία.
Φωτογραφία Κώστα Μπαλάφα
Από τις πρώτες μέρες της κατοχής η Περιφερειακή Επιτροπή Ηπείρου του ΚΚΕ δίνει ιδιαίτερη σημασία στον ένοπλο αγώνα: συγκροτεί γι' αυτό το σκοπό ένοπλες ομάδες, συγκεντρώνει οπλισμό. Η πρώτη ένοπλη ομάδα Ηπέιρου εμφανίζεται στο νομό Θεσπρωτίας τον Ιούλη του 1941. Επικεφαλής της ομάδας ήταν ο Σπύρος Μπαλούμης και ο Σπύρος Ιωάννου(Τσουκνίδας)[...]
Στις 29 - 30 του Μάρτη 1943 στο σχολειό των Πιστιανών έγινε η Α΄Συνδιάσκεψη των Ανταρτών Ηπείρου, στην οποία πήραν μέρος ο Κώστας Ράφτης ( Νεμέρτσικας), ο Μήτσος Πλιάτσικας (Καραντάνης), ο Γεράσιμος Πρίφτης, ο Θόδωρος Ζαλοκώστας (Παλιούρας), ο Γεράσιμος Μαλτέζος (Τζουμερκιώτης), ο Γιώργης Αναγνωστάκης (Καταχνιάς), ο Φάνης Τσάκας(Τζαβέλας), ο Χρόνης Βάης 
( Αχιλλέας Πετρίτης), ο Άγγελος Δούπης, ο Βάγιας Χαριλόης, ο Βασίλης Πηγής, ο Άγγελος Πίσπερης  και ο Λεωνίδας Σωμάκος. Ταγματάρχες, ο Παναγιώτης Μίνος, ο Μίμης Γεωργονίκος, ο Γιώργος Γκεσούλης, ο Σπύρος Ρήγας, ο Αλέκος Κουτσούκαλης, ο Τέλης Αράπης και πολλοί άλλοι.Τις εργασίες της Συνδιάσκεψης παρακολούθησε σαν παρατηρητής και ο στρατηγός Παναγιώτης Νάσης, ο οποίος στο τέλος της συνδιάσκεψης μέσα σε συγκινητικές εκδηλώσεις προσχώρησε στον ΕΛΑΣ.
Εισήγηση στη Συνδιάσκεψη έκανε ο Γιάννης Γουλιμάρης ( Νίκος Γεωργιάδης), γραμματέας τότε του Γραφείου Περιοχής Ηπείρου. Οι εργασίες της Συνδιάσκεψης διεξήχθηκαν σε ατμόσφαιρα εθνική - αγωνιστική. Η Συνδιάσκεψη αποτέλεσε σταθμό για την παραπέρα ανάπτυξη του ΕΛΑΣ στην Ήπειρο. Με απόφαση της Συνδιάσκεψης συγκροτήθηκαν τρία αρχηγεία: το Αρχηγείο Σουλίου - Ζαλόγγου, το Αρχηγείο Καλαμά - Γκραμπάλας και το αρχηγείο Τζουμέρκων.
Με απόφαση της συνδιάσκεψης ιδρύθηκε το Στρατηγείο Ηπείρου με αρχηγό τον ταγματάρχη Άγγελο Πίσπερη.

Φωτογραφία Κώστα Μπαλάφα
Την 1 Σεπτεμβρίου 1943 τα στρατηγεία των περιοχών ονομάζονται Μεραρχίες και σε συνέχεια τα αρχηγεία συντάγματα. Έτσι το Στρατηγείο Ηπείρου ονομάζεται 8η Μεραρχία. Στην Ήπειρο συγκροτούνται 4 Συντάγματα: το 15ο , το 24ο, το 3/40 και το 85ο. Ο ΕΛΑΣ στην Ήπειρο την περίοδο της Κατοχής έδωσε φονικότατες μάχες ενάντια στους Ιταλούς και Γερμανούς φασίστες, ανατίναξε γέφυρες, δρόμους, έκανε πολλά σαμποτάζ[...]
 Φωτογραφία Κώστα Μπαλάφα
Στα τέλη του 1944 η 8η Μεραρχία του ΕΛΑΣ αριθμούσε πάνω από 5.000 αντάρτες.
Οι χιτλεροφασίστες κατακτητές και οι Ιταλοί φασίστες, για να αναχαιτίσουν το ογκούμενο κίνημα στην Ήπειρο πήραν σκληρά μέτρα. Στις 25 Ιούλη του 1943 οι χιτλερικοί εκτέλεσαν σχεδόν όλους τους κατοίκους του χωριού Μουσιωτίτσα, 165 πατριώτες και έκαψαν όλα τα σπίτια.
 Στις 16 Αυγούστου του 1943 οι Γερμανοί φασίστες σκότωσαν στο χωριό Κομμένο της Άρτας 317 γυναικόπαιδα και γέρους και έκαψαν 300 σπίτια. Στις 10 Ιούλη έκαψαν ζωντανούς στο χωριό Κεφαλόβρυσο 23 πατριώτες. Έκαψαν και πολλά σπίτια.
 Η σφαγή στο Κομμένο Άρτας
Στις 30 Σεπτέμβρη του 1943  οι χιτλερικοί εκτέλεσαν στην κωμόπολη Παραμυθιά 49 πατριώτες.

 Στις 3 του Οχτώβρη 1943 οι Γερμανοί φασίστες σκότωσαν και έκαψαν ζωντανούς 82 κατοίκους του χωριού Λιγγιάδες. Οι περισσότεροι ήταν γυναικόπαιδα και γέροι. Έκαψαν, επίσης, όλα τα σπίτια του χωριού.
 Το μνημείο στους Λιγγιάδες
Το Μάρτη του 1944 οι χιτλεροφασίστες, στην Ήπειρο, όπως , άλλωστε και σε όλη την Ελλάδα, διέπραξαν ένα μεγάλο και στυγερό έγκλημα. Συνέλαβαν πάνω από 4.000 Εβραίους στα Γιάννενα και 1000 περίπου από την Πρέβεζα και την Άρτα, τους οποίους έστειλαν όμηρους στη Γερμανία. Από τις 5.000 Εβραίους γλύτωσαν μόνο 240[...]
Οι Εβραίοι των Ιωαννίνων
Στα χρόνια της κατοχής οι Γερμανοί και Ιταλοί φασίστες λήστεψαν κυριολεκτικά όλη την Ήπειρο. Πήραν με τη βία από το λαό τα σιτηρά, τα βόδια, τα πρόβατα, τα γίδια, τα μουλάρια, τα άλογα και ό,τι άλλο πολύτιμο βρήκαν σε πόλεις και χωριά[...]

Απόσπασμα από το πρώτο μέρος του ιστορικού δοκιμίου του Δήμου Κ. Βότσικα, Η Ήπειρος ξαναζώνεται τ' άρματα, 1946 - 1949 ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΕΛΛΑΔΑΣ, Αθήνα 1983

Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο - Λένε γι' αυτόν που κάηκε μεσ' στη ζωή...



Λιθογραφία Γιάννη Μόραλη
Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο -

Λένε γι' αυτόν που κάηκε μεσ' στη ζωή
Όπως η μέλισσα μέσα στου θυμαριού το ανάβρυσμα·
Για την αυγή που πνίγηκε στα χωματένια στήθια
Ενώ μηνούσε μιαν ημέρα πάλλαμπρη·
Για τη νιφάδα που άστραψε μεσ' στο μυαλό κι εσβήστη
Τότες που ακούστηκε μακριά η σφυριγματιά της σφαίρας
Και πέταξε ψηλά θρηνώντας η Αλβανίδα πέρδικα!


Λένε γι' αυτόν που μήτε καν επρόφτασε να κλάψει
Για τον βαθύ καημό του Έρωτα της ζωής
Που είχε όταν δυνάμωνε μακριά ο αγέρας
Και κρώζαν τα πουλιά στου χαλασμένου μύλου τα δοκάρια
Για τις γυναίκες που έπιναν την άγρια μουσική
Στο παραθύρι ορθές σφίγγοντας το μαντίλι τους
Για τις γυναίκες που απελπίζαν την απελπισιά
Προσμένοντας ένα σημάδι μαύρο στην αρχή του κάμπου


Ύστερα, δυνατά πέταλα έξω απ' το κατώφλι
Λένε για το ζεστό και αχάιδευτο κεφάλι του
Για τα μεγάλα μάτια του όπου χώρεσε η ζωή
Τόσο βαθιά, που πια να μην μπορεί να βγει ποτέ της! 

Οδυσσέα Ελύτη, Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας, (ΙΓ΄), Λιθογραφία Γιάννη Μόραλη,  Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, Αθήνα 1981

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2013

" Μαζεύω τα σύνεργά μου : όραση, ακοή, γέψη, όσφρηση, αφή, μυαλό, βράδιασε πια, τελεύει το μεροκάματο, γυρίζω σαν τον τυφλοπόντικα σπίτι μου, στο χώμα. Όχι γιατί κουράστηκα να δουλεύω, δεν κουράστηκα, μα ο ήλιος βασίλεψε." Νίκος Καζαντζάκης



   Ήμουν μαθήτρια στην Τετάρτη Γυμνασίου όταν απόκτησα το πρώτο δικό μου λογοτεχνικό βιβλίο. Ο φιλόλογος μάς είχε δώσει έναν κατάλογο με βιβλία να τα διαβάσουμε ,χωρίς αυτό να είναι υποχρεωτικό. Εγώ το έκανα υποχρεωτικό. Γυρίζοντας από το σχολείο είπα στη μάνα μου ότι έπρεπε να αγοράσουμε αυτά τα βιβλία και της έδωσα τον κατάλογο. Γράμματα δεν ήξερε για να τον διαβάσει , όμως αφού το είπε ο καθηγητής , τι άλλο θα μπορούσε να κάνει. 
   Μαζί πήγαμε να τα αγοράσουμε. Όχι στην Αθήνα αλλά στον Πειραιά. Έτυχε να έχει κάποια δουλειά εκεί. Πρώτη φορά έμπαινα σε βιβλιοπωλείο. Χάθηκα μέσα στα ράφια και στα εκατοντάδες βιβλία.Κυρίαρχη η μυρωδιά του χαρτιού. Πρωτόγνωρα  τα συναισθήματα στην αφή των βιβλίων πάνω στους πάγκους. Δίνουμε τη λίστα στο βιβλιοπώλη. Όλα δεν μπορούσαμε να τα αγοράσουμε. Πήραμε όμως αρκετά. Ανάμεσά τους η " Αναφορά στο Γκρέκο" του Νίκου Καζαντζάκη. 
   Το πρώτο δικό μου βιβλίο και η πρώτη επαφή  μου με το έργο του συγγραφέα. Ήμουν μόλις δεκαέξι χρονών. Το γράψιμό του, οι ιδέες του , οι ανησυχίες, οι συγκρούσεις  και οι αναζητήσεις του σημάδεψαν την εφηβεία μου.Έγινε ο αγαπημένος μου συγγραφέας. Ρουφούσα κάθε του λέξη στα βιβλία του. Με συνάρπαζε  η γραφή του . Οι προβληματισμοί του έρχονταν να ταράξουν τη σκέψη μου, έθεταν σε αμφισβήτηση όσα μέχρι τότε είχα μάθει. 
    Πάντα κουβαλούσα μαζί μου ένα βιβλίο του Καζαντζάκη. Αποσπάσματα από διάφορα έργα του είχαν γεμίσει τα τετράδια μου και τις μικρές χαρτονένιες καρτελίτσες που τις κολλούσα παντού όπου έβρισκα άδειο τοίχο ή ράφι. 
   Αργότερα διάβασα διάφορα άλλα βιβλία που έκριναν το έργο και την προσωπικότητα του Νίκου Καζαντζάκη. Κάποια με ταρακούνησαν , άλλα με ενθουσίασαν και κάποια άλλα γκρέμισαν την εικόνα που είχα σχηματίσει γι' αυτόν. Δεν έχει σημασία τίποτε απ' όλα αυτά . Μέσα από τα βιβλία του Καζαντζάκη , μυήθηκα στη λογοτεχνία, διεύρυνα τη σκέψη μου, πλούτισα την ψυχή μου. Χρόνια μετά από εκείνη την πρώτη φορά η γοητεία της γραφής του εξακολουθεί να με αιχμαλωτίζει.
 " Δέκα χρόνια ζητούσε  ο Καζαντζάκης από το Θεό του διορία, δέκα ακόμα χρόνια, να τελέψει το Έργο του, να πει ό,τι είχε να πει, " ν' αδειάσει". Να' ρθει ο Χάρος να πάρει μονάχα ένα τσουβάλι κόκαλα. Δέκα χρόνια τού έφταναν - έτσι νόμιζε" όμως " Ανάθεμά τον ! Ήρθε και τον θέρισε απάνω στον πρωτανθό της νιότης! " αφού " Εβδομήντα τεσσάρων χρονών, όχι μονάχα δεν ένιωθε γέρος και κουρασμένος, παρά ακόμα κι ύστερα από την τελευταία τραγική περιπέτεια, το μπόλι, είχε, όπως μάς έλεγε ξανανιώσει"[1]

Η φωτογραφία από το Μουσείο Καζαντζάκη
Από το πρώτο μου εκείνο βιβλίο - ανάγνωσμα, Αναφορά στο Γκρέκο, το απόσπασμα :

     Η Αναφορά μου στον Γκρέκο  δεν είναι αυτοβιογραφία` η ζωή μου η προσωπική, για μένα μονάχα έχει κάποια, πολύ σχετική , αξία, για κανέναν άλλον ` η μόνη αξία που της αναγνωρίζω είναι ετούτη: ο αγώνας της ν' ανέβει από σκαλοπάτι σε σκαλοπάτι και να φτάσει όσο πιο αψηλά μπορούσαν να την πάνε η δύναμή της και το πείσμα - στην κορφή που αυθαίρετα ονομάτισα Κρητική Ματιά.

    Θα βρεις λοιπόν, αναγνώστη, στις σελίδες ετούτες την κόκκινη γραμμή, καμωμένη από στάλες αίμα μου, που σημαδεύει την πορεία μου ανάμεσα στους ανθρώπους, στα πάθη και στις ιδέες. Κάθε άνθρωπος άξιος να λέγεται γιός του ανθρώπου σηκώνει το σταυρό του κι ανεβαίνει το Γολγοθά του` πολλοί, οι πιο πολλοί, φτάνουν στο πρώτο, στο δεύτερο σκαλοπάτι, λαχανιάζουν, σωριάζουνται στη μέση της πορείας και δε φτάνουν στη κορφή του Γολγοθά - θέλω να πω στην κορφή του χρέους τους - να σταυρωθούν, ν' αναστηθούν, και να σώσουν την ψυχή τους. Λιποψυχούν, φοβούνται να σταυρωθούν, και δεν ξέρουν πως η σταύρωση είναι ο μόνος δρόμος της ανάστασης` άλλον δεν έχει.
    Τέσσερα στάθηκαν τ' αποφασιστικά σκαλοπάτια στο ανηφόρισμά μου, και το καθένα φέρνει ένα ιερό όνομα: Χριστός, Βούδας, Λένιν, Οδυσσέας. Αυτή την αιματερή πορεία μου, από τη μια από τις μεγάλες αυτές ψυχές στην άλλη, τώρα που ο ήλιος βασιλεύει, μάχουμαι στο Οδοιπορικό μου ετούτο να σημαδέψω` έναν άνθρωπο ν' ανεβαίνει, με την ψυχή στο στόμα, το κακοτράχαλο βουνό της μοίρας του. Αλάκερη η ψυχή μου μια Κραυγή` κι όλο μου το Έργο, το σχόλιο στην Κραυγή αυτή.
     Μια λέξη πάντα , σε όλη μου τη ζωή, με τυραννούσε και με μαστίγωνε` η λέξη Ανήφορος` τον ανήφορο αυτόν θα' θελα εδώ, με αλήθεια μαζί και φαντασία, να παραστήσω` και τις κόκκινες πατημασιές που αφήκε το ανηφόρισμά μου. Και βιάζουμαι, προτού φορέσω το " μαύρο κράνος" και κατέβω στο χώμα, γιατί η αιματωμένη αυτή γραμμή θα' ναι το μόνο αχνάρι που αφήκε το διάβα μου απάνω στη γης` ό,τι έγραψα ή έπραξα γράφτηκε και πράχτηκε απάνω στο νερό και χάθηκε.
     Φωνάζω τη μνήμη να θυμηθεί, περιμαζώνω από τον αέρα τη ζωή μου, στέκουμαι σα στρατιώτης μπροστά στο στρατηγό και κάνω την Αναφορά μου στον Γκρέκο` γιατί αυτός είναι ζυμωμένος από το ίδιο κρητικό χώμα με μένα, και καλύτερα απ' όλους τους αγωνιστές που ζουν ή έχουν ζήσει μπορεί να με νιώσει. Δεν αφήκε κι αυτός την ίδια κόκκινη γραμμή απάνω στις πέτρες;

Ν. Καζαντζάκη, Αναφορά στο Γκρέκο, Εκδόσεις Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1964,6η έκδοση.
[1] Ελένη Καζαντζάκη , Πώς είδα να γράφεται η Αναφορά στο Γκρέκο(στο ίδιο)


Ο Νίκος Καζαντζάκης  φόρεσε το "μαύρο κράνος" και κατέβηκε στο χώμα στις 26 του Οκτώβρη του 1957
  


Η σορός μεταφέρθηκε αεροπορικώς στο Ηράκλειο, Νοέμβριος 1957

(Η φωτογραφία από το Μουσείο Καζαντζάκη )

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2013

Τετριμμένα σύμβολα

    Στο τέλος τούς το κλείσανε το μικρό τους "Χαρτοπωλείον ο πάπυρος", τούς το βγάλανε στο σφυρί και το σπίτι, το πήραν. Δεν έμεινε τίποτα. Τότε πια, ύστερα από την καταστροφή, συγγενείς και φίλοι πέσαν με τα μούτρα να τού βρούνε μια θέση, κάποια δουλειά, να μην πεθάνουν της πείνας τα δυο γερόντια. Έτσι γίνηκε και σε λίγο ο Παντελής διορίστηκε φύλαξ των αρχαιοτήτων κι επιστάτης του μουσείου της πόλης τους. Το μοναδικό τους παιδί, μια κόρη τους, παντρεμένη πια και φευγάτη από κει, βοήθησε λίγο τον καιρό της αγωνίας - όσο μπορούσε, δεν είχαν παράπονο. Τώρα ησύχασε κι αυτή που βολεύτηκαν.
    Βολεύτηκαν - στριμωχτήκαν οι δυο τους στη χαμοκέλλα που νοίκιασαν. Θα ζούσανε πια με το μικρό μιστό του επιστάτη και φύλακα του μουσείου. Όλα τα χρόνια της αγωνίας η Μαριάνα δεν είπε τίποτα, δεν παραπονιόταν, δεν έκλαιγε, δεν φαινότανε να την φοβάται την καταστροφή που αναπόφευκτα ερχόταν. Ήταν ήμερη, γαλήνια - έμεινε έτσι και τώρα. Αυτός - δεν το μπόρεσε να προσαρμοστεί μετά τον πόλεμο, έδειξε ύστερα μεγάλη δραστηριότητα. Πάσκισε πάρα πολύ για το μαγαζί, για το σπίτι - κάτι να σώσει, να μην τους πάρει ολότελα το ποτάμι. Τους πήρε. Και μόνο τότε, σαν ήρθε το τέλος, το δέχτηκε πια με τη γαλήνη της Μαριάνας κι αυτός, σα να το' θελε, να το περίμενε πια - μια γαλήνη που πήγε μέσα για μέσα στα κουρασμένα του κόκκαλα.
   Πήρε τον πρώτο μιστό, πήρε και το δεύτερο και για τη δουλειά που τον πλήρωναν πολλά πράματα δεν ήξερε ακόμα. Το " αρχαιολογικό κι εθνικό μουσείο " της πόλης τους δεν υπήρχε πουθενά. - Περίμενε λίγο, του' πε ο Δήμαρχος, θα το φκιάσουμε γρήγορα.
   Στην κορφή του λόφου που στεκόταν πάνω απ' την πόλη, ήταν το κάστρο της με τα τείχια του μισογκρεμισμένα. Το λόφο τον ήξερε και πολύ καλά - τον αγαπούσανε πολύ με τη Μαριάνα κι ύστερα  και στα χρόνια της δυστυχίας ανεβαίνανε κάποτε. Οι αρχαιότητες πρέπει νάτανε τα ρημάδια που βρισκόντανε μέσα σ' αυτό, πνιγμένα στ' αγκάθια και τις τσουκνίδες. Για την ώρα, μαζί με το διορισμό το δικό του, κλείσαν ένα γύρω τις πόρτες του κάστρου με κάτι παλιό συρματόπλεγμα κι αφήσανε μία μονάχα. Της εβάλανε μια μικρή καγκελόπορτα σιδερένια και λίγο πιο μέσα στήσαν και του Παντελή μια παράγκα. Του δώσανε κι εισητήρια να κόβει.


     Ο Παντελής, τακτικός, ανέβαινε κάθε πρωί, και δεν ήξερε τι να κάνει. Άρχισε από μόνος του και καθάριζε τα δρομάκια μεσ' απ' τα χαλάσματα - κάπου - κάπου φαινόταν από κάτω το παλιό πλακόστρωτο. Ήταν άνοιξη - καθάρισε έναν τόπο, φύτεψε κάτι λουλούδια , ανέβαινε κάποτε κει κι η Μαριάνα, φκιάχνανε καφέ στην παράγκα, κοιτούσανε μαζί τα λουλούδια - το βραδάκι κατέβαιναν μαζί. Την Κυριακή ερχόντανε και κάτι επισκέπτες, γυρίζανε λίγο μεσ' τα χαλάσματα, τα κοιτούσανε, τα βαριόντανε πολύ γρήγορα, δεν είχανε τι να δούνε, στεκόνταν ύστερα, κοιτούσανε λίγο την πόλη - και δεν ήταν άσχημη από κει.
    Όλα βολεύτηκαν έτσι. Το καλοκαίρι η Μαριάνα τάκλεισε τα μάτια της και φαινόταν να τάκλεισε ησυχασμένη. Ο Παντελής την έθαψε χωρίς σπαραγμό κι ευχαρίστησε  το Θεό για τον ήμερο θάνατο που της έδωσε. Ο καιρός της ταραχής και της λύπης είχε τελειώσει γι' αυτόν. Ήσυχα περνάει κει πάνω τη μέρα του, με τα λουλούδια, με τους δρομάκους που καθαρίζει, τους λιγοστούς επισκέπτες. Η μνήμη δεν είναι πικρή, δεν είναι σκληρή. Δεν υπάρχουν ένοχοι, αιτίες, ευθύνες - και δεν υπάρχουνε τύψεις. Είναι όλα μια θάλασσα, μουντή κατά την ώρα που σουρουπώνει, δεν έχει κύματα, βογγητό. Ύστερα ανάβουν τα φώτα κάτω στην πόλη. Στέκεται λίγο και τα κοιτάζει. Κλειδώνει την παραγκούλα - τι να κλειδώσει; - κλειδώνει και παίρνει σιγά - σιγά το μονοπάτι του λόφου. Η Μαριάνα είναι δίπλα του, καθώς κατεβαίνει. Ο ίσκιος της είναι και μέσα στη χαμοκέλλα - καλόγνωμος ίσκιος. Όλα είναι μέσα στη μεγάλη γαλήνη της παραίτησης, της παραδοχής. Παραπέρα δεν είναι τίποτα. Ο θάνατος μόνο. Και κάπως έτσι κι ο θάνατος, σαν ένα βράδι που δεν θανάβαν τα φώτα κάτω στην πόλη - τόσο μονάχα.
     Από τον Αύγουστο ένα νέο πρόσωπο μπήκε στη μέση. Ήταν ο νέος γυμνασιάρχης στο τρίτο γυμνάσιο της πόλης. Ανέβηκε στο κάστρο, βρήκε τον Παντελή στην παράγκα του. Αν αυτός ήταν ο φύλαξ εκεί, ο γυμνασιάρχης ήταν ο έφορος των αρχαιοτήτων. Έφερε ένα γύρω στα χαλάσματα - από πίσω ο Παντελής - στάθηκε λίγο και στα λουλούδια του Παντελή και τα παίνεψε. Ο γέρος είχε χρόνια νακούσει παινέματα και πολύ του καλάρεσαν. Κι ο άνθρωπος τάρεσε - αυτός ο νέος γυμνασιάρχης με το πλατύ πρόσωπο και τις βιστικές του κινήσεις. Προτού να φύγει τούπε πως θάχουν πολλά να κάνουν οι δυό τους. Ο Παντελής δε μπορούσε να ξέρει τι θάταν αυτά τα πολλά που θα κάνανε μέσα σε τέτοια χαλάσματα, είπε - μάλιστα, όπως θέλετε σεις κι ευχαρίστησε  ύστερα το θεό που του τον έστειλε αυτόν τον άνθρωπο, να πεθάνει στα χέρια του.
     Το σχολειό δεν είχε αρχίσει, ο γυμνασιάρχης ερχόταν πολύ συχνά. Από το Σεπτέμβρη κι ύστερα ανεβαίνοντας είχε μαζί του και τρία - τέσσερα αγόρια, καμιά φορά περισσότερα, απ' το γυμνάσιο. Από το χάλασμα το μεγάλο - ο γυμνασιάρχης είχε πει πως ήτανε το παλάτι - είχε απομείνει μια γαλαρία, στεκόταν ακόμα η σκεπή της και κάτι κοντές, χοντροκομμένες  κολόνες μπροστά της. Με τα παιδιά μαζί βαλθήκαν και την καθάριζαν - ο Παντελής βοηθούσε κι αυτός - πολύ πρόθυμα. Άμα τέλειωσαν με το καθάρισμα, φέραν εκεί και τακουμπούσαν στον τοίχο κομμάτια μάρμαρα, σπασμένες πλάκες , μισές κολόνες - κάθε τι που μπορούσαν να βρίσκουνε σκορπισμένο ή να ξεθάβουν σκαλίζοντας πάνω - πάνω τα μπάζα. Μέσα σε δυό - τρεις βδομάδες η γαλαρία ήρθε και γιόμισε τέτοια, στολίστηκε και κάθε φορά που βρίσκανε κι άλλα τα φέρναν εκεί και τα βάζανε δίπλα στ' άλλα. Ο γυμνασιάρχης ύστερα ετοίμασε  κι έφερε κάτι καρτέλλες ωραία - ωραία γραμμένες με καθαρά γράμματα κεφαλαία. Τις κόλλησε πάνω - οι επισκέπτες της Κυριακής στεκόνταν και τις διάβαζαν -είχανε κάτι να δούνε.
    Ο Παντελής τις έμαθε απέξω - μεγάλο νόημα δεν έβρισκε νάχουν. Έμαθε και τ' άλλα - όπως τάλεγε ο γυμνασιάρχης. Μια ιστορία πολύ μπερδεμένη - ο αυτοκράτορας στο Βυζάντιο, οι φράγκοι, ένας Ορλάνδος, πολύς πόλεμος, ξένοι, πολύς σκοτωμός, μια γυναίκα - του Ορλάνδου αυτή - κι άλλη γυναίκα, πόλεμος πάλι, ύστερα οι Τούρκοι, το τέλος ύστερα, χαλάσματα, αγκάθια. Νόημα πολύ δεν έβρισκε και σ' αυτά. Μπορούσε ωστόσο να τα λέει στους επισκέπτες - τα ονόματα, τους πολέμους, τα χρόνια. Έμαθε και το παλάτι. Ο γυμνασιάρχης τού τόδειχνε σα νάταν μπροστά του, ολόρθο ακόμα - κάμαρες, μπαλκόνια, τις γκρεμισμένες του πόρτες. πιο πέρα ήταν κι άλλος σωρός κεραμίδια και πέτρες. Ένα κομμάτι τοίχος στεκόταν ακόμα, κάτι κεραμίδια φαινόντανε πάνω στον τοίχο, σχήμα καμάρας. Ο γυμνασιάρχης μπορούσε να δείχνει και εκεί μια μεγάλη εκκλησιά - και πολύ σπουδαία, όπως έλεγε. Πίστευε πολύ πως την άνοιξη θα την είχανε μια μικρούλ απίστωση για κανονικές ανασκαφές - μπορεί ναρχόταν κι ο Ορλάνδος ο ίδιος.
    - Δύο Ορλάνδοι , λοιπόν; ρώτησε ο Παντελής.
    - Άλλος Ορλάνδος αυτός, είπε ο γυμνασιάρχης και γελούσε πολύ. Είπε μάλιστα πως εξάπαντος θα τού τόγραφε...Γέλασε κι ο Παντελής με τους Ορλάνδους που γίνανε δύο.
     Ανυπόμονος άνθρωπος ήταν αυτός ο γυμνασιάρχης. Δεν ήθελε να την περιμένει την άνοιξη με την πίστωση για κανονικές ανασκαφές - όλο κι ερχόταν και κάτι θα σκάλιζε με τα μαθητούδια του.
    Ήτανε Πέμπτη τ' απόγεμα - ο Οκτώβριος είχε μπει, οι βροχές δεν είχαν αρχίσει. Ο Παντελής τους είδε κι ανέβαιναν. Ήταν όλο το γυμνάσιο αυτή τη φορά, ένας μικρός στρατός και χαρούμενος, φωνακλάδικος, με κασμάδες και φκυάρια στον ώμο και το γυμνασιάρχη στη μέση.
     - Κακούς σκοπούς έχετε σήμερα, είπε ο Παντελής.
     - Κακούς, είπε κι ο γυμνασιάρχης και του χτύπησε  την πλάτη, όπως συνήθιζε.
     Πήρε τα παιδιά και τραβήξανε γραμμή πίσω απ' τη γαλαρία. Πέταξε το σακκάκι του, πήρε έναν κασμά, αρχίσανε και τα παιδιά, σκάβανε το μεγάλο σωρό πούταν πεσμένος εκεί, τάλλα φκυαρίζανε , ο σωρός όλο κατέβαινε. Αγκωνάρια καμάρας ξεπροβάλανε μέσ' απ' τα χώματα, τα παίρναν και ταπιθώναν πιο πέρα - άλλο ζητούσαν. Σκάβαν όλο το απόγεμα.
    - Θα το βρούμε, έλεγε ο γυμνασιάρχης κάθε λίγο και το πρόσωπό του ήταν σφιγμένο - η βιασύνη του.
    Δεν είχε βραδιάσει ακόμα όταν ο Παντελής άκουσε τις χαρούμενες κραυγές τους - όλο το στράτευμα σταμάτησε τη δουλειά. Πήγε κι αυτός κοντά τους να ιδεί. Ήταν μια πλάκα, σχεδόν τετράγωνη, μεγαλούτσικη, βαριά. Τη βγάλανε, τη σηκώσαν - ο Παντελής καθότανε λίγο πιο πέρα, δεν έβλεπε αν είχε τίποτα πάνω.
   - Έχεις νερό; τον ρώτησε ο γυμνασιάρχης.
   - Στην παράγκα, είπε αυτός και τράβηξε κατά κει.
   Πήγαν όλοι τους πίσω του. Έβγαλε το γκαζοτενεκέ του  με το νερό, τραβήχτηκε παραπέρα και τους κοιτούσε. Φέρανε την πλάκα, την απίθωσαν, την γύρισαν ανάποδα και την έπλεναν.
   - Ο θυρεός τους, είπε ο γυμνασιάρχης κι ήτανε χαρούμενος - ποτέ δεν ήτανε τόσο χαρούμενος με τα χαλάσματα, τα βρεσίδια του.
    Ο Παντελής δεν ήξερε τι θα πει θυρεός.
  - Ω...το σύμβολο της ευτυχίας, είπε ένα αγόρι.
    Όλα τα παιδιά σκύβανε και το κοιτούσαν.
  - Ωραίο ρομάν, είπε ένα αγόρι με γυαλιά.
  - Σώπα, σαχλαμάρα εσύ, είπε ένας χοντρούλης. Καθαρό βυζαντινό, δεν το βλέπεις;
  - Τετριμμένα σύμβολα - είπε ένας άλλος μ' επιδεικτική καταφρόνηση.
  Ακατανόητα αδιαφόρετα πράματα - ο Παντελής στεκότανε παραπέρα και χαιρόταν τη φασαρία τους. Μούχρωνε πια. Ο γυμνασιάρχης φόρεσε το σακκάκι του, τα παιδιά μαζεύαν τα σύνεργα. Πήγε τότε κι αυτός, έσκυψε λίγο κοίταξε την πλάκα. Ένα τετράφυλλο τριφύλλι σκαλισμένο μέσα σε πλαίσιο, πρόβαλε ανάγλυφο. Το ξανακοίταξε - ανατρίχιασε. Ακούμπησε την πλάτη του στην παράγκα, ύστερα κάθησε στο σκαμνάκι του , δίπλα στην πλάκα.
   - Κουράστηκες; είπε ο γυμνασιάρχης.
   - Λίγο...
   - Έλα μαζί μας...
   - Να κάτσω λίγο.
   Φύγανε , τραγουδώντας πάλι, γιομίζοντας τον τόπο με τις φωνές τους. Ο Παντελής έμεινε μόνος εκεί στα χαλάσματα, δίπλα στην πλάκα. Το τετράφυλλο τριφύλλι της φαινόταν ακόμα μέσα στο τελευταίο φως της μέρας... Εδώ πάνω, σ' αυτό το λόφο, έξω απ' το κάστρο, το ζητούσανε παίζοντας με τη Μαριάνα στα πρώτα τους χρόνια. Πολύ της άρεσε να το σκέφτεται κάθε φορά π' ανεβαίνανε.
   - Έλα, τούλεγε, θα το βρούμε σήμερα το τετράφυλλο τριφύλλι.
   Περπατούσανε πιασμένοι απ' το χέρι. Εκείνη έσκυβε κάθε λίγο, ανάδευε με τ' αλλο το χέρι της τα χορτάρια, σαν να το ζητούσε αλήθεια ανάμεσά τους. Σα να το πίστευε.
   - Έλα να το βρούμε...
   - Τι να βρούμε, Μαριάνα;...Δεν υπάρχει, το ξέρεις.
   - Η ευτυχία όμως;
   - Και δεν την έχουμε μεις;
   - Την έχουμε, ναι, έλεγε τότε η Μαριάνα. Μα πρέπει νάχει και παραπέρα...Δεν ξέρω πώς μπορεί νάναι...Μια άλλη ευτυχία, μια δεύτερη...Να, κάπως έτσι - να φκιάχναμε, λέει, ένα σπίτι δικό μας...Και να το χτίζαμε μεις, όπως θέλουμε...
    Καθόντανε στο χώμα, πιασμένοι απ' τα χέρια. Αυτός δεν ήθελε κι άλλη ευτυχία, την παραπέρα, αυτή τη δεύτερη της Μαριάνας.
   - Θα το φκιάσουμε και το σπίτι, Μαριάνα, της έλεγε.
   - Και μεγάλο...
   - Μεγάλο, Μαριάνα...
   - Και πολλά, πολλά λεπτά νάχαμε. Ένα μεγάλο "Χαρτοπωλείον ο πάπυρος".
   - Κι αυτό, Μαριάνα...
   - Ναι.., Μεγάλο, ξανάλεγε αυτή. Και σκέψου...Να τ' ανοίγαμε, λέει, στην Αθήνα.
   Τότε πια, καθώς έγερνε τ' ωραίο κεφάλι της πάνω στον ώμο του, δεν ήθελε να την αφήνει μονάχη της σ' αυτό το παιγνίδι που τόσο της άρεζε.
   - Ναι, Μαριάνα...Μα τότε πια και το σπίτι θάπρεπε στην Αθήνα, εκεί να το χτίζαμε, της έλεγε.
   - Και να φεύγαμε, λες από δω; Να φεύγαμε ολότελα; Πώς μπορεί νάναι τάχα; Πολύ παράξενο θάναι - και το χέρι της ξέφευγε πάλι, μηχανικά χάιδευε δίπλα της το χορτάρι.
    Ήταν τότε παράξενη. Είχε κάτι μέσα στα μάτια της - πότε τα φώτιζε κι άστραφταν πότε βασίλευε και χανόταν, σα να μην ήτανε τίποτα μέσα στα μάτια της. Ύστερα  σαν περάσαν τα χρόνια αγοράσανε το σπιτάκι, δεν το χτίσαν μονάχοι τους. Το μαγαζάκι τους απόμεινε έτσι μικρό. Η Μαριάνα δεν έλεγε τίποτα πια και δεν το ζητούσε το τετράφυλλο το τριφύλλι τις Κυριακές που ανεβαίναν στο λόφο. Σώπαινε - είχε σωπάσει η Μαριάνα. Καθόντανε πάλι πιασμένοι απ' το χέρι, κοιτούσανε κάτω την πόλη, μόνο το χέρι της , τόνιωθε δίπλα του, χάιδευε ακόμα, αργά, κουρασμένα, μηχανικά το χορτάρι. Ύστερα ήρθαν τα χρόνια της αγωνίας. Αυτή δε φαινότανε να φοβάται, να λυπάται πια.
    - Δεν το βρήκαμε μεις το τετράφυλλο το τριφύλλι, είπε μια φορά. Η φωνή της δεν είχε παράπονο μέσα, δεν είχε στα μάτια της δάκρυα. Άπλωσε το χέρι της , μαραμένο πια και του χάιδεψε τα μαλλιά στο ασπρισμένο κεφάλι. Δεν το βρήκαμε μεις..
    Τώρα ήταν το εδώ. Σφραγισμένο σ' αυτήν την πέτρα. Κάτω απ' αυτήν - τετριμμένα - ο Ορλάνδος εκείνος, οι πόλεμοι, χρόνια, χαλάσματα - κοιμάται η Μαριάνα του. Λυπημένη. Η βουρκωμένη θάλασσα της γαλήνης αναταράχτηκε ολάκερη μέσα του. Από το βυθό της ανέβηκε η θύμηση. Ανελέητη. Αιτίες, ένοχοι, τύψεις. Σκοτείνιαζε γύρω. Τα φώτα αρχίσαν κι ανάβανε κάτω στην πόλη - ανάψανε πάλι και σήμερα. Το χέρι του απλώθηκε στην πέτρα - έτσι απλωνότανε δίπλα του και της Μαριάνας το χέρι - πηγαινοέρχεται γύρω - γύρω στ' ανάγλυφο, χαϊδεύοντας τρυφερά, τρυφερά το περίγραμμα του, όσο που νύχτωσε ολότελα.

 Δημήτρη Χατζή, Ανυπεράσπιστοι ( Διηγήματα) , Πλειάς , 1974, 5η έκδοση



Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2013

Οδός ονείρων...

Σαν χθες το 1925 γεννήθηκε ο Μάνος Χατζιδάκις. Σαν σήμερα το 1946 ήρθε στη ζωή η Καίτη Χωματά και κατά τραγική σύμπτωση έφυγε την ημέρα των γενεθλίων της το 2010.
Τρεις ανέκδοτες ηχογραφήσεις , στα μέσα της δεκαετίας του 1960, της Καίτης Χωματά σε τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι από τα αρχεία της ελληνικής ραδιοφωνίας .

Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2013

Καροτενοειδή και ανθοκυάνες*




Αφαιρούμαι και κοιτάζω το βουνό. Έλατα και κέδροι καταπράσινοι και ανάμεσα τους σπαθίζουν σκούρες κόκκινες κορφούλες και χρυσοκίτρινα φυλλαράκια.

Στον τόπο μου τα φθινοπωρινά χρώματα έχουν άλλο φως. Η ματιά χάνεται στο πράσινο των πεύκων,στο ασημένιο των ελαιώνων,στα χαλκοκίτρινα φύλλα των αμπελιών και στις κεχριμπαρένιες ρόγες των σταφυλιών λίγο πριν από τον τρύγο. Τη μονοτονία τους σπάει  το απέραντο γαλάζιο  του ουρανού και της θάλασσας που γίνεται μολυβένια όταν ανταριάζει  ο καιρός και  τα λευκά αφρισμένα κύματα  χτυπάνε  με μανία την αμμουδερή ακτή.Απαλά χρώματα  που δένουν  αρμονικά με τους χαμηλούς λόφους και τις μικρές πεδιάδες.
Ο νους μου  δραπετεύει και ταξιδεύει ανάμεσα σε  χρωματιστές εικόνες. Ποτάμια, λίμνες, βουνά. Δίπλα τους ορθώνονται δέντρα ψηλά με χοντρούς κορμούς και πλατιά φύλλα. Μέρα τη μέρα μεταμορφώνονται, αλλάζουν χρώματα και ξέπνοα , λίγο πριν πεθάνουν ,φορούν τα ακριβά τους ντύματα. Πρασινοκίτρινα , πορτοκαλένια, καφετιά πέφτουν σαν βροχή στο απαλό φύσημα του αέρα. Ξεγυμνώνονται τα κλαριά και τα νεκρά φύλλα συναντούν τη νοτισμένη από την υγρασία γη ακολουθώντας το δρόμο της φθοράς και του θανάτου. Το χώμα μυρίζει γλυκά κάτω από τα εύθραστα φύλλα. Δίνουν την ύστατη μάχη να κρατηθούν στη ζωή. Βυσσινιές, πορφυρές και καστανόχρωμες αποχρώσεις δίνουν στο θάνατο τους μεγαλοπρέπεια. 
  Χαλκός και μπρούτζος χύνονται στις πλαγιές και ανάμεσα από απαλά αραχνοΰφαντα  πέπλα ομίχλης μια πανδαισία χρωμάτων με πινελιές σάπιου μήλου, ροδιού και κεραμιδιού που ενώνονται με τα  τριανταφυλλένια σύννεφα του πρωινού καθώς διασπούν τη γαλάζια διαφάνεια λίγο πριν παραδοθούν στη ζεστή  αγκαλιά της γης για το μεγάλο χειμωνιάτικο ταξίδι τους στον κάτω κόσμο. 






* Η επιστημονική εξήγηση  του σχηματισμού των φθινοπωρινών χρωμάτων από το συνάδελφο που διδάσκει βιολογία μου έδωσε την αφορμή γι' αυτή την ανάρτηση. Του την αφιερώνω.