Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

Για το Δημήτρη Χατζή

Το 2013 θα μπορούσε να είχε ονομασθεί Έτος Δημήτρη Χατζή, αφού φέτος συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από τη γέννηση του( Νοέμβριος 1913). Δεν ονομάστηκε. Για ποιο λόγο; Μετέωρο το ερώτημα.
 Αφιερώματα έγιναν κυρίως στην πόλη που τον γέννησε, τα Γιάννενα.

Το ιστολόγιο επέλεξε να αποχαιρετήσει τη χρονιά που τελειώνει με ένα διήγημα που έγραψε ο άλλος εξαίρετος ηπειρώτης συγγραφέας, ο Χριστόφορος Μηλιώνης , στη μνήμη του. Το διήγημα γράφτηκε μία μέρα μετά το θάνατό του(20 Ιουλίου 1981) και δημοσιεύτηκε στο αφιέρωμα του περιοδικού Αντί στο Δημήτρη Χατζή την Παρασκευή 31 Ιουλίου 1981.


Ο τελευταίος ταμπάκος
Στη μνήμη του Δ.Χατζή
                                                                      Του Χριστόφορου Μηλιώνη 

Ο παπουτσής ο Μέρμηγκας πήρε τη σειρά τα χάνια στο Κριθαροπάζαρο.Έριξε μια ματιά απ' τη τζαμαρία στο Γυαλί - Καφενέ - τι γυρεύει εδώ ο Χαρίσης, τι δουλειά έχει η αλεπού στο παζάρι; Έφτασε ως το χάνι του Κόρακα, ρώτησε κι εκεί:
"Μη φάνηκε ο Χαρίσης ο ταμπάκος;"
" Δεν τον είδαμαν" του λένε.
Ξαναγύρισε στο Κριθαροπάζαρο. Κοίταξε ακόμα μια φορά στο χάνι του Ζώη, ξαναρώτησε μην πέρασε εντωμεταξύ, "δε φάνηκε " του λένε, και κατηφόρισε στη λίμνη. Νύχτωσε για τα καλά, ανάψανε απ' ώρα τα ηλεκτρικά. Έχει και μια υγρασία, του κερατά. Φυσάει νοτιάς, σου περονιάζει τα κόκαλα. Ο ουρανός πίσσα κι η λίμνη θεοσκότεινη. Την ακούει που βρυχιέται και ξερνάει τα κύματα στο μώλο - πάλι κάποια βρώμα έκανε το μούλικο και δε θα ησυχάσει , ώσπου να το ξεβράσει σε τίποτα καλαμιές. Κοίταξε έναν έναν τους καφενέδες ανηφορίζοντας στο Κουρμανιό κι έφτασε εκεί απ' όπου είχε ξεκινήσει, στο μαγέρικο του Γκουγιάννου.
" Στεφάνωσα" τους είπε. " Τίποτα δεν έκαμα".
Εκείνοι τον κοίταξαν με στόμα ανοιχτό: ο Ζώης ο χανιτζής, ο Καραμπίνας ο κουρέας ή κωλοσούσα, ο Κατσούλης ο αμαξάς, ο Γκριμπογιάννης ο φαναρτζής, ο Σιέμος ο ντουφεξής. Στην πιατέλα απείραχτος ο μεζές κόντευε να κρυώσει. Και τα ποτήρια γιομάτα:
" Τι με τηράτε;" τους λέει. " Σα χάχηδες. Δεν τον ηύρα πουθενά". Κι ο Γκουγιάννος, κοιλαράς και λιγδασμιένος, με την ξύλινη κουτάλα μετέωρη πίσω απ' τον πάγκο του:
" Εμένα δε μου φαίνεται για καλό" είπε. Μα οι άλλοι τον αποπήραν:
" Άε γκρεμίσου παλιοκιαρατά" του λένε. " Κάπου έντεσε ο άνθρωπος. Αρχέψτε κι όπου να' ναι θα' ρθει, τι θα κάνει". 
Κάρφωσαν τα πηρούνια στα συκωτάκια, βούτηξαν με τα δάχτυλα το ψωμί στο λάδι, "άντε γεια μας" είπαν, " εβίβα το πρώτο". Μα το κρασί δεν έκανε κάτω.
" Τι διάολο πάθατε;" είπε ο Ζώης. " Με το ζόρι το μισολάενο".
" Αν είχαμε τώρα το Χαρίση, θα' ταν αλλιώς".
Κι ύστερα έπεσε μαι βουβαμάρα για πολλή ώρα. Μια μούγκα, που γινόταν αβάσταχτη όσο λιγόστευαν οι ελπίδες να φανεί.
" Μάς την έσκασε ο παλιοταμπάκος" ξέσπασε επιτέλους ο Κατσούλης. 
" Αν ήταν αυτός, θα' ταν αλλιώς απόψε. Αυτός ήξερε ιστορίες, με σημασία, κι είχε έναν τρόπο να τις λέει. Ήξερε για τους παληούς γιαννιώτες, τους σκωταράδες, που δεν κινούσαν το πρωί στη δουλειά, αν δεν περνούσαν πρώτα απ' το μαγέρικο - συκώτια και μισολάενο αναντάμ παπαντάμ.
"Καλλιώρα σαν κι εμάς".
Τι σαν κι εμάς; Μια φορά κάθε σαββατόβραδο, το λες σαν κι εμάς εσύ; Εκείνοι ήταν άλλοι άνθρωποι".
Ήξερε για τη Βασιλαρχόντισσα ακόμα, που την είχαν πάρει οι κλέφτες, για να τους στείλει λύτρα ο Βλαχλείδης, κι ύστερα της βγάλανε το τραγούδι
δεν είναι κρίμα κι άδικο, δεν είναι αμαρτία
να μείνει η Βάσω στα βουνά, σε κλέφτικα λημέρια
" ντε, μωρέ Σιέμο, κάνε την αρχή".
"Δε βγαίνει" είπε ο Σιέμος. Σώπασαν.
Παλιοτικός άνθρωπος. Τα' χε ζήσει αυτά και τα' λεγε. Ήξερε τους παλιούς, τους Μολυβάδες, το Σαμπεθάη τον Καμπιλή, που πήρε στο λαιμό του τους εβραίους. Τότε με τους γερμανούς.
- Άντε να φύγουμε, του λέγανε, να βγούμε στα Ζαγόρια, να τραβήξουμε απογάλια και τον κόσμο μας. Εκείνος το χαβά του, με το νόμο και τα γρόσια, να ταΐσει τον ένα, να μπουκώσει τον άλλο. Δεν τους έβγαζε στα βουνά, που έβραζε τ' αντάρτικο!
" Εγώ τον θυμούμαι τον Καμπίλη" είπε ο Κατσούλης. " Και τη Μαργαρίτα του Μολυβάδα τη θυμούμαι. Την έπαιρνα με το παετόνι. Ύστερα την εκτελέσανε οι γερμανοί. Μα ο Χαρίσης τα' λεγε αλλιώς. Είχε τον τρόπο του".
" Και στα πολιτικά, μπασμένος. Ιδεολόγος".
" Σαν κι εμάς".
" Τι σαν κι εμάς; Ποιος από μας βγήκε στο βουνό, σαν το Χαρίση; Εμείς - κάνα μπερντάχι στο τμήμα μοναχά. Σαν κι εμάς το λες εσύ αυτό;
Λεβέντης σ' όλα του. Κι άμα έβλεπε θηλ'κό έστριβε τα μουστάκια του. Έλεγε κι εκείνο για τις εβραιοπούλες - " πώς το' λεγε , μωρή, κωλοσούσα;"
" Μαρή Ρεβέκα! Απόψε που έλειπε ο άντρασι μ' , έρθε ένας κύριος στο σπίτι και μ' άνοιξε την πόρτα - Κι εσύ τι έκαμες; - Εγώ τον άφ'κα , να ιδώ τι θα κάμει. Βγάνει το παλτό του και το κρεμάει σαν κύριος στην κρεμάστρα. Εγώ τον αφήνω, να ιδώ τι θα κάμει. Ξαπλώνει απάνω μου και μου βάνει κάτι ανάμεσα στα σκέλια.
- Τι κάνεις αυτού; του λέω...". Ο λόγος του κουρέα έμεινε μετέωρος, κανένας δε γέλασε. Σώπασαν με βλέφαρα κατεβασμένα, βαριά από το κρασί. Ο καημένος ο Χαρίσης, πώς τα' λεγε και γελούσε ο πρόσωπός του! Άνθρωπος μερακλής, γεροντοπαλίκαρο. Το θηλυκό δεν το' χε μπουχτίσει.
Τ' αη - Γιαννιού γύριζε το βράδυ όλες τις γειτονιές, από φωτιά σε φωτιά. Τον τραβολογούσαν οι γυναίκες να τους πει τα τραγούδια - " τις τρανές, μπρε μπρε μπρε, τις τρανές αποκριές". Κι εκείνο τ' άλλο, που το παράστεινε κιόλας
πώς το τρίβουν το πιπέρι
του διαολ' οι καλοέροι
- άεντε, Χαρίση, να μας δείξεις πώς το τρίβουν το πιπέρι. Χαλασιά σου.
"Χαλασιά σου, Χαρίση" είπαν κι έφεραν τα ποτήρια στα χείλια τους.
Μα πιο καλά τα' λεγε για τους ταμπάκηδες. Πώς αργάζονταν τα τομάρια στη λίμνη, πίσω απ' τα ξυλάδικα, χωμένοι ως το γόνατο στα βρωμονέρια, μες τη μπόχα. Με το βρακί ξεκούμπωτο, να παίρνουν αγέρα τ' αχαμνά τους. Κι όλο αφυσικιές έλεγαν. Είχαν δικά του χούγια αυτοί, δικά τους ζακόνια. Αλλά στο σπίτι νοικοκύρηδες. Και στην αγορά με υπόληψη. Εκείνος ο Σιούλας, αρχοντάνθρωπος. Πάνε όλοι τους, τους έφαγαν τα εμπόρια, όλο ψεύτικο πράμα. Ψεύτισε ο κόσμος. Μονάχα ο Χαρίσης τώρα, ο τελευταίος ταμπάκος -. Κόπηκε πάλι η κουβέντα στη μέση. Σώπασαν, κοιτάχτηκαν με μάτια θολά. Σκοτεινιασμένοι.
" Άεντε, εβίβα! Πανάθεμά σε, Γκουγιάννο κιαρατά. Λειψό το φέρνεις". Κι ο Γκριμπογιάννης άπλωσε τη χωματένια κανάτα στον πάγκο του μάγερα. Κι εκείνος
" Δεν πάτε, λέω γω, να ιδείτε τι γένεται ο άνθρωπος;" τους λέει. Και τότε σαν να τους έζωσαν τα μαύρα φίδια, σηκώθηκαν, ένας ένας ξεπόρτισαν. Κατηφόριζαν κατά τη λίμνη, στα παλιά ταμπάκικα, ένας πίσω τον άλλο, με σκυφτό κεφάλι, βαρύ απ' το κρασί, γερασμένοι, με τα φαρδιά παντελόνια τους, τα μπαλωμένα - εκτός απ' τον κουρέα τον Καραμπίνα, που πήγαινε μπροστά σεινάμενος κουνάμενος, βεργολυγώντας, κι ούτε νοτιάς τον έπιανε ούτε υγρασία. Όλα τα σοκάκια τα' ξερε κι όλες τις πόρτες τις κρυφές, η κωλοσούσα. " Πέρα απ' τα ξυλάδικα έχει το σπίτι του, πίσω απ' το παλιό το Συναγώι, ξέρω εγώ". Κι όλο γύριζε και τους έκανε κουνήματα να τον ακολουθήσουν, η παλικαραμπίνα, η οπιστογεμές - κι αυτοί να μη μπορούν να τον φτάσουν, τους έβγαλε την ψυχή, στους έρημους δρόμους.
 Έκοψαν μέσ' απ' τα ξυλάδικα, που μύριζαν μουλιασμένο πριονίδι, και χώθηκαν σ' ένα στενό σοκάκι, λησμονημένο. Ο Καραμπίνας σταμάτησε στο μισάνοιχτο πορτάκι, οι άλλοι μαζεύτηκαν γύρω του. Κανένας δεν τολμούσε. Μόνο κοίταζαν το παλιόσπιτο με τον γκρεμισμένο τσατμά, και πάνω απ' την πόρτα το χαρβαλωμένο παραθύρι - είχε φως μέσα ή ήταν από το ηλεκτρικό στη γωνία, με το τενεκεδένιο καπέλο, που το ταρακουνούσε ο αγέρας και τόκανε να τρίζει λυπητερά; Κανένας δεν τ' αποφάσιζε να σπρώξει την πόρτα. Κι ο Καραμπίνας, τώρα που τους έδειξε , έκανε πίσω και δε σάλευε.
Πρώτος κουνήθηκε ο Σιέμος. Κι από κοντά οι άλλοι. Ήταν ένα έμπασμα θεοσκότεινο, μύριζε μούχλα. Όμως εκεί στην κόχη ξεκινούσε μια σκάλα που πότε - πότε φωτιζόταν αχνά από ένα φως που κατέβαινε  από ψηλά. Σκουντουφλώντας πήραν να την ανεβαίνουν και σε κάθε πόδι που πατούσε θρηνούσε το ξύλινο σκαλοπάτι, έτσι που ο θρήνος ανέβαινε μαζί τους ως επάνω, στη μικρή κάμαρη, όπου είδαν ένα ντιβάνι καταμεσής, με δυο λαμπάδες, κι ανάμεσά τους ο Χαρίσης αναπαυόταν, με μισό χαμόγελο κάτω από τις άσπρες μουστάκες του. Οι άντρες στριμώχτηκαν στη γωνιά. Δυο γριές κάθονταν στα σκαμνιά, με τα χέρια δεμένα στην ποδια τους. Μονάχα σήκωσαν τα μάτια. Ύστερα από λίγο η μια είπε:
" Φουρτούνα σου, Χαρίση` έρθαν οι φίλοι σου"
Κι εκείνοι, σαν μόλις να κατάλαβαν, ανέβασαν τα βαριά τους χέρια, έκαναν το σταυρό τους και πάλι απόμειναν ασάλευτοι κι αμήχανοι.
" Τι στέκεστε έτσι;" ξανάπε η γριά. " Τι δεν κάθεστε;"
Κοίταξαν γύρω, όλοι μαζί. Ύστερα στρώθηκαν, δυο στο πάτωμα, δυο στο τζάκι, που ήταν κλεισμένο μπροστά μ' έναν μπερντέ, ένα παλιό πανί, σκούρο - χρόνια θα' χε ν' ανάψει φωτιά. Ο Σιέμος κι ο Γκριμπογιάννης απόμειναν ορθοί, με τα σκέλια ανοιχτά, τα χέρια κρεμασμένα.
" Καλά ήρθατε εσείς, να πάμε κι εμείς στα σπίτια μας, να κλείσουμε μάτι. Γειτόνισσες είμαστε...Θα μας έρθει και λιγοθυμιά απ' την κρασίλα , π' ανάθεμά σας. Πάρτε τα σκαμνιά".
" Κι αύριο μπονώρα εδώ είμαστε".
Κι ενώ η μια κατέβαινε τη σκάλα , η δεύτερη ακολουθούσε, ξεγοφιασμένη, σκαμπανεβάζοντας τα πισινά της μια πάνω μια κάτω, σα βάρκα δεμένη στο μώλο, και μουρμούριζε:
" Ποιο αύριο; Ούτε τρεις ώρες νύχτα δεν απόμειναν".
Έφυγαν οι γυναίκες κι εκείνοι, καθισμένοι σταυροπόδι, με το Χαρίση στη μέση, ξανάσαναν.
" Δεν έπρεπε να μας το κάνεις αυτό αδερφέ" είπε ο Σιέμος, κι εκείνος χαμογελούσε αχνά και σαν λυπημένα στο λιγοστό φως που ρίχνανε οι λαμπάδες.
" Ν' ανάβαμε τη λάμπα..."
Ο Μέρμηγκας έπιασε τη μικρή γυαλινη λάμπα, που ήταν κρεμασμένη από ένα καρφί στον τοίχο, δίπλα στο τζάκι. Την κούνησε, είχε λίγο πετρέλαιο. Την άναψε. 'Ενα ήμερο φως απλώθηκε στους μαυρισμένους τοίχους, στο ντουλάπι με το τζαμωτό, στα σκαμμένα πρόσωπα με τα πρησμένα μάτια, τα βοϊδίσια. Κι η ώρα άρχισε να κυλάει ήσυχα, σπιτικά, κι ο καθένας σκεφτόταν τα δικά του - αν είχε τίποτα να σκεφτεί. Το κρύο έμπαινε απ' όλες τις χαραμάδες κι ανάγκαζε τους άντρες να σφίγγονται και να τυλίγονται στα φαρδιά τους σακάκια, τα μπαλωμένα, κουκουβισμένοι καθένας στη μεριά του. Κάποια στιγμή ο Καραμπίνας, εκεί που καθόταν στην ποδιά του τζακιού, άπλωσε το χέρι κι ανασήκωσε το μπερντέ - μια κίνηση αυθόρμητη, να ιδεί αν θα μπορούσαν ν' ανάψουν κάτι, να ζεσταθούν. Το χέρι του έπιασε μια νταμιζάνα. Την κούνησε κι ακούστηκε το πάφλασμά της.
"Ο καημένος ο Χαρίσης" είπε " εδώ το φυλάει το ρακί". Και τα μπιρμπιλωτά του μάτια παίξανε πάνω στο τζαμωτό ντουλάπι. Γλίστρησε ως εκεί με μια κίνηση γατίσια, το άνοιξε κι ανάμεσα σ' αδειανά μπουκάλια βρήκε τρία ρακοπότηρα.
" Από ένα " είπε. " Για τ' αντέτι".
Γέμισε πρώτα τα τρία ποτήρια, τα πήραν οι διπλανοί του - " ο θεός να μακαρίσει την ψυχή του" είπαν. Ύστερα, το ίδιο, οι άλλοι τρεις. Το ρακί κατέβηκε ζεστό στην καρδιά τους - " ρακί ματαβγαλμένο, μερακλής άνθρωπος". Φούντωσαν.
" Σήκου, Καραμπίνα" πετάχτηκε ο Μέρμηγκας, " σβήσε εκείνες τις λαμπάδες και δεν τις αντέχω. Μας μπούκωσαν καπνό οι ρουφιάνες". Κι ο Καραμπίνας πάλι γλίστρησε σαν τη γάτα και φύσηξε τις λαμπάδες. Πριν καθήσεις στη θέση του, περιμάζεψε κοντά του τα ποτήρια, ύστερα έστριψε εκεί που καθόταν στο τζάκι και ξαναγέμισε - δεύτερη σειρά. Ο Σιέμος τότε άρχεψε σιγανά να μουρμουρίζει ένα θλιβερό σκοπό σαν μοιρολόι
για σήκου απάνω, Γιάννο μου, και μη βαριοκοιμάσαι
βρέχει ο ουρανός και βρέχεσαι
" Σιέμο!" τον έκοψε ο Γκριμπογιάννης. "Όχι λυπητερά του Χαρίση - στα Γιάννενα στον Κουραμπά, αυτό να πούμε".
Και τότε το ξεκίνησαν όλοι μαζί, όπως στου Γκουγιάννου τ' άλλα σαββατόβραδα
στα Γιάννενα στον Κουραμπά είν' ένα χελιδόνι
φωνές βραχνές, ασυντόνιστες, σπασμένες απ' το παράπονο.
" Καραμπίνα", έκοψε πάλι το τραγούδι ο Ζώης " φέρε μωρή κωλοσούσα την νταμιζάνα, να μη σε βλέπω να κλωθογυρίζεις όλη την ώρα αυτού στο τζάκι, σαν ο γανωματής στον τέντζερη. Βάλ' την εδώ στη μέση να γιομίσουμε τα ποτήρια σαν άνθρωποι, να βλέπει κι ο Χαρίσης, να χαίρεται η ψυχή του. Μια Κυριακή..." συνέχισε τα λόγια του με τραγούδι, κι οι άλλοι ακολούθησαν
μια Κυριακή, μια πίσημην ημέρα
ήρθε μια περιστέρα
να μην την είχα ιδεί...
Είπαν ύστερα " δε σ' άρεγαν τα Γιάννενα, Φέζο ντερβέναγα", είπαν " Βασιλική προστάζει, βεζύρη Αλήπασα", είπαν το " Σιαμαντάκα", ώσπου βράχνιασαν οι φωνές και δεν έβγαιναν , κι ένας ένας σώπαινε, όχι αμέσως, παρά μόνο έλεγε πρώτα το τραγούδι ως τη μέση, ύστερα ένα στίχο εδώ έναν παρακάτω, ύστερα λέξεις, κατόπι συλλαβές ασύνδετες και τέλος έγερνε στο πάτωμα κι αποκοιμιόταν, και μαζί τους έσβηνε ένας άλλος κόσμος, ώσπου βαθιά ησυχία απλώθηκε στην κάμαρη. Το πετρέλαιο στη λάμπα είχε τελειώσει, ανέβηκε η φλόγα μια δυο φορές ως την κορφή στο λαμπογυάλι, ν' ανασάνει, και τέλος έσβησε. Και τότες ήσυχα ήσυχα πέρασε μέσα το φως της αυγής και φώτισε το ήμερο πρόσωπο που χαμογελούσε αχνά, κουρασμένο λίγο, μα βαθιά ευχαριστημένο, κάτω από τα πεσμένα άσπρα μουστάκια.
Αυτή ήταν η τελευταία νύχτα του Χαρίση, του τελευταίου ταμπάκου. Όταν καλοξημέρωσε, ήρθαν τέσσερις του δήμου, μαζί κι οι φίλοι του, μαζί κι οι δυο γριές της νύχτας, και τον πήρανε.
Τ' άλλα που είπανε οι εφημερίδες, τάχα πως τον λέγανε αλλιώς και πως τον θάψανε στο πρώτο νεκροταφείο , στην Αθήνα, είναι όλα ψέμματα. Αυτά τα γράψανε οι δημοσιογράφοι οι ανίδεοι.
                                                                                                   21-7-1981

                                                                                                                                            
Η φωτογραφία των τριών ανδρών από την ταινία μικρού μήκους του Λευτέρη Δανίκα, Ο τελευταίος ταμπάκος

Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

Ήρθε ο καιρός...


Εσείς που βάλατε την έγνοια προσκεφάλι
κι είχατε στρώμα της ζωής την ερημιά
Εσείς που χρόνια δεν σηκώσατε κεφάλι
και καλοσύνη δεν σας άγγιξε καμιά

Ηρθε ο καιρός, ήρθε ο καιρός
πάνω στου κόσμου την πληγή
ήρθε ο καιρός, ήρθε ο καιρός
να ξαναχτίσετε την γη.

Εσείς αδέρφια που ποτέ δεν βγάλατε άχνα
κι ούτε ξημέρωσε στην πόρτα σας γιορτή
εσείς που η πίκρα σας πλημμύρισε τα σπλάχνα
κι όλοι σάς βλέπανε σαν άγραφο χαρτί.

 Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος
Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Δημητράτος
 
 Πού να 'βρω τέσσερα σπαθιά και μιά λαμπάδα στη γροθιά
Φωτιά να βάλω σήμερα και να τον κάψω σίγουρα
τον κόσμο αυτό που αγάπησα και μ' άφησε και σάπισα
Και σάπισα
Στης πίκρας τα ξερόνησα το δάκρυ μου κοινώνησα
και στης ζωής τη φυλακή που δεν υπάρχει Κυριακή
ποτέ μου δε λησμόνησα τη μοναξιά τη φόνισσα
Τη φόνισσα

Και συ που ήρθες μιά βραδιά να μου ζεστάνεις την καρδιά
με πέταξες, αλίμονο, στο μαύρο καταχείμωνο
Με πρόδωσες και μ' έφτυσες, ήσουν χαρά και ξέφτισες
Και ξέφτισες

Πού να 'βρω τέσσερα κεριά και στην ψυχή μου σιγουριά
φωτιά να βάλω γρήγορα και να τον κάψω σήμερα
τον κόσμο αυτό που αγάπησα και μ' άφησε και σάπισα
Και σάπισα, αγάπησα
Αγάπησα και σάπισα

 Μουσική: Ξαρχάκος Σταύρος
 Στίχοι :Γκάτσος Νίκος
Ερμηνεία : Νίκος Δημητράτος 

Δρόμοι περπατημένοι κι απερπάτητοι
ποιος τους εδιάβη πέρα ποιος δεν τους πατεί.

Μα όπου τους πήρε κι ήμπε μες στα αίματα
μήτε Θεός μήτ' άλλος δεν τον σταματά.

Κατακαημένη πλάση που σε γήτεψαν
όλ' οι τρελοί του κόσμου κι εστρατήγεψαν!

 Στίχοι: Οδυσσέας Ελύτης.
Μουσική: Δημήτρης Λάγιος.
Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Δημητράτος & Χορωδία Λαμίας

Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

Μνήμη Δημήτρη Γληνού

" Το πολύπλευρο έργο του Δημήτρη Γληνού είναι εξαιρετικής σπουδαιότητας όχι μόνο αν κριθεί με τα μέτρα της Ελληνικής κοινωνίας: το International Bureau of Education της UNESCO συμπεριέλαβε τον Γληνό μεταξύ των 100 πιο σημαντικών διανoουμένων, πολιτικών, δημοσιολόγων κ.λπ. όλου του κόσμου, που με το στοχασμό και τη δράση τους είχαν σημαντική συμβολή στην υπόθεση της εκπαίδευσης από την εποχή της αυγής του ανθρώπινου πολιτισμού έως τις μέρες μας." [1]

Ο Δημήτρης Γληνός θα μπορούσε να έχει όποια θέση ήθελε ,θα μπορούσε να γίνει κορυφαίος εκπρόσωπος της αστικής τάξης της εποχής του, θα μπορούσε να είναι πλούσιος, να ζει μια άνετη ζωή και να κάνει χρήση όλων των σχετικών προνομίων. Όμως αυτός επέλεξε να τάξει τη ζωή του και το έργο του στο πλευρό των φτωχών και αδύναμων και να τους υπερασπίσει μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ, το οποίο προσέγγισε σταδιακά από τα τέλη της δεκαετίας του 1920. Αυτή η επιλογή του τού κόστισε πολλές τιμωρίες, φυλακίσεις και εξορίες.
 
" Ήταν ένας ταλαντούχος αγωνιστής. Δεν ήταν ο τύπος του ιδεολόγου που έγραψε το έργο του, εξέθεσε τις απόψεις του, το τύπωσε και επαναπαύεται. Η συνείδησή του βρισκόταν διαρκώς σε συναγερμό. Είχε το πάθος των ιδεών του και το πάθος της ακτινοβολίας των ιδεών του. Το πάθος της όσο το δυνατό πλατύτερης διάδοσης των προοδευτικών αντιλήψεων της μαρξιστικής θεωρίας..." [2]

" Το 1940 δημοσιεύθηκε η μετάφραση του πλατωνικού Σοφιστή από τον Γληνό. Η εισαγωγή του σε αυτήν την έκδοση θεωρείται από τα σπουδαιότερα μνημεία της νεοελληνικής γραμματείας." [3]
Από αυτή την εισαγωγή παραθέτουμε ένα απόσπασμα ως δείγμα της γραφής και της σκέψης του αλλά και επειδή εξακολουθεί να διατηρεί την επικαιρότητά της:

Σχετικά με το πρόβλημα των ανθρωπιστικών σπουδών στην Ελλάδα...

[...] Μέσα σε τούτο τον κοσμογονικό χαλασμό τι πρόκειται και τι μπορεί να γίνει για μας, για τη σημερινή και την αυριανή ζωή του λαού μας, η μελέτη του αρχαίου κόσμου. Νομίζω , πως για να οδηγηθούμε μέσα στο χάος χρειάζεται μια ψύχραιμη , όσο μπορεί αντικειμενική, όσο γίνεται επιστημονική, με την πιο ακριβολογημένη σημασία της λέξης έρευνα, ένας «ετασμός», αξιοσκόπηση φωτισμένη από τα δεδομένα της εμπειρίας μας.

  Αν ρίξουμε μια τέτια ματιά στην ιστορία μας στους δυο τελευταίους αιώνες, ποια εικόνα μάς παρουσιάζεται; Μόλις όμως θέσουμε το ερώτημα γεννιέται άλλο. Με πιο κριτήριο θα ρίξουμε τη ματιάν αυτή; Γιατί βέβαια η εικόνα, που θα ιδούμε, θα είναι σύστοιχη με το μάτι ή με το φακό που θα κοιτάξουμε τα φαινόμενα. Και όλα τα μάτια δεν είναι τα ίδια, ούτ’ όλοι οι φακοί. Ο τρόπος, που κοιτάζουμε τα πράματα του φυσικού ή του κοινωνικού κόσμου, είναι κι αυτός συνάρτηση του εαυτού μας. Του εαυτού μας όχι μόνο του ατομικού , παρά πολύ περισσότερο του ομαδικού. Και ο τέτιος εαυτός μας ούτε σ’ όλους τους καιρούς, ούτε στον ίδιο τον καιρό είν’ ένας και ο ίδιος. Ο τρόπος που κοιτάζουμε κι εξηγούμε τα δεδομένα της φύσης και της ιστορίας, είναι συνάρτηση από την κοσμοθεωρητική μας τοποθέτηση. Και η τοποθέτηση αυτή, αποτέλεσμα από άλλην απώτερην ανταγωνιστική ταξιθεσία, δεν είναι μια κι ενιαία, σήμερα μάλιστα, που ζούμε μέσα σε τέτιους φοβερούς και θανάσιμους ανταγωνισμούς.

    Πού θα βρούμε λοιπόν το κριτήριο; Όλοι διεκδικούμε για τον εαυτό μας τον τίτλο του επιστημονικού, του αντικειμενικού, του αληθινού κριτή. Και όλοι δογματίζουμε. Πού θα βρει του καθενός μας η αλήθεια κριτήρια και στηρίγματα για να πάψει να είναι δόγμα;
   Το κριτήριο θα βρεθεί σε κείνο το στοιχείο, που όλοι έχουμε κοινό. Και το κοινό αυτό γνώρισμα είναι , που όλοι θέλουμε και όλοι ισχυριζόμαστε,  πως η δική μας αλήθεια είναι σπέρμα  ζωής και όχι θανάτου. Αυτό είναι το μόνο στοιχείο, όπου βρίσκει ή δε βρίσκει η αλήθεια μας την κύρωσή της από τα πράματα. Η αλήθεια, που γίνεται αληθινά σπέρμα ζωής και όχι θανάτου για τους περισσότερους είναι εκείνη που έχει τέτοια ανταπόκριση με τις ανάγκες και τις συνθήκες της ζωής, με τους όρους, την αντικειμενική υπόσταση και τη ροή της πραγματικότητας , ώστε αληθινά, δίνει εκείνο που υπόσχεται.  Ζωντανό, άρα αληθινό, είναι το σπέρμα που βλασταίνει. Το μόνο κριτήριο της αλήθειας είναι η πράξη. Μπορούμε όμως αυτό να το ξέρουμε από πριν; Όπως στη γνώση του φυσικού κόσμου το μόνο κριτήριο είναι η κύρωση από την πράξη, έτσι και στη γνώση του ιστορικού κόσμου.Η κύρωση της ιστορικής γνώσης δεν είναι άλλη καμιά παρά η ίδια η ζωή, η ιστορική δικαίωση.
   Οι κοσμοθεωρίες και οι βιοθεωρίες δεν είναι συστήματα εξήγησης , είναι κίνητρα ζωής, όργανα για τη διαμόρφωση της και για το ανέβασμα της , για τη διατήρηση ή για την αλλαγή. Όποια θεωρία ανταποκρίνεται πληρέστερα στις αντικειμενικές κινητήριες δυνάμεις της πραγματικότητας, αυτή είναι η κάθε φορά σωστή θεωρία. Και οι άνθρωποι, που δημιουργούν και αποδέχουνται και υποστηρίζουνε μια θεωρία, τούτο πρέπει προ πάντων να νοιάζουνται, την πληρέστερην ανταπόκρισή της στις αντικειμένικές ζωντανές δυναμικότητες, το όσο μπορεί πιο πολύπλευρο και πιο κοντινό πλησίασμα στη φυσικήν ή την κοινωνική πραγματικότητα, την κατανόηση και τη συμμόρφωση προς τη νομοτέλεια, που την κυβερνά. Τότες το περιεχόμενο της γίνεται αληθινό σπέρμα ζωής.
    Αν με μια τέτια διάθεση και μ’ έναν τέτιο πνευματικό προσανατολισμό, - που ας τον ονομάσουμε κι εμείς επιστημονικό – προσπαθήσουμε να διαμορφώσουμε το κριτήριο, που θα μας χρησιμέψει στην ιστορικήν ανασκόπηση των ανθρωπιστικών σπουδών στη χώρα μας μέσα στους δυο τελευταίους αιώνες, είμαστε υποχρεωμένοι πρώτα πρώτα να καθορίσουμε, όσο μπορούμε ακριβέστερα, την έννοια και το περιεχόμενο αυτού που ονομάζουμε « ανθρωπιστικές σπουδές», να ξεχωρίσουμε καθαρά το σκοπό και τη δυναμική τους.
     Οι ανθρωπιστικές σπουδές μάς παρουσιάζονται σα μια γνωστική και μορφωτική ανάγκη του πολιτισμένου ανθρώπου, που έχει για θέμα της τη μελέτη, την εξακρίβωση, την ανασκόπηση, την αξιοποίηση και τη μεταξίωση στο ιστορικό γίγνεσθαι που εζήθηκε μέσα σε μιαν ορισμένη τοπική και χρονική περιοχή της ανθρώπινης ιστορίας, δηλαδή στην Αρχαία Ελλάδα και Ρώμη.
   Η ανάγκη αυτή δημιουργήθηκε πρώτα – πρώτα μέσα στην ίδια την αρχαιότητα και μέσα στην ίδια ετούτη περιοχή σα μια ορισμένη και ιδιότυπη μορφή της ιστορικής μνήμης. Για χρονικό όριο της δημιουργίας της μπορούμε να καθορίσουμε με κάποια γενικότητα την Αλεξανδρινή εποχή.
    Από τότες ως σήμερα η ανάγκη αυτή με διαφορετικούς βαθμούς σε πλάτος και σε βάθος, σε ανάταση ή σε χαμήλωμα, απλώνεται σιγά σιγά και γίνεται, σα να πούμε, οργανικό στοιχείο στη ζωή των λαών, που έζησαν και ζουν από τ’ ανατολικά σύνορα της Ευρώπης και τα βορεινά ακρογιάλια της Μεσόγειος ως την Αμερική και , στους σημερινούς καιρούς, και στην Αυστραλία και τη Νότια Αφρική, των λαών, που χαρακτηρίζουνται σα « φορείς του ευρωπαϊκού πολιτισμού».
    Το φαινόμενο τούτο τ’ ονομάσαμε « ιδιότυπη μορφή της ιστορικής μνήμης», γιατί η ιστορική μνήμη είναι καθολικό φαινόμενο στην ανθρώπινη κοινωνία από τις πιο πρωτόγονες μορφές της , που γνωρίζουμε, ως σήμερα. Σ’ όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες με τρόπους πολλούς και διάφορους τα περασμένα ζούνε μέσα στα τωρινά και το σήμερα παίρνει τη ζωή από το χτες.
    Η βίωση αυτή η ιστορική μπορεί να ξεχωριστεί σε δύο μορφές, σ’ επιβίωση και σε αναβίωση.
    Η επιβίωση, που μπορούμε να την ονομάσουμε και άμεση ιστορική μνήμη, είναι η καθολικότερη μορφή, όπου ζει το χθες μέσα στο σήμερα. Αυτή έχει καθαρόν οργανικό χαρακτήρα μέσα σ’ όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες και μπορεί να πει κανείς, πως είναι από την ψυχική και πνευματικήν άποψη η  «κατ’ εξοχήν» κοινωνιοπλαστική δύναμη. Χωρίς αυτή κοινωνίες ανθρώπινες δεν θα είχανε δημιουργηθεί .
   Η γλώσσα, ο θρύλος, η παράδοση, το έθιμο, το δίκιο, η λαϊκή σοφία, η τέχνη, η λατρεία των προγόνων και γενικότερα η θρησκεία, έχουνε γι’ απαραίτητη δημιουργική προύπόθεση την επιβίωση του χτεσινού μέσα στο σημερινό και την εξιδανίκεψή του, την ύψωση του σ’ επιταγή και κανόνα.
    Η αναβίωση  από την άλλη μεριά είναι η άμεση μορφή της ιστορικής μνήμης, η συνειδητή στροφή στα περασμένα, το συνειδητό ξαναζωντάνεμα, που γίνεται πάλι με αφετηρία να εξιδανικέψουμε το παλιό με σκοπό να το υψώσουμε σε κανόνα ζωής. « Παρά των προγεγενημένων μανθάνετε, αύτη γαρ αρίστη διδασκαλία». « Πάλαι γαρ τα καλά τοις ανθρώποις εξεύρηται , εξ ων μανθάνειν δει».
   Η επιβίωση, δεν είναι συνειδητή. Είναι άμεση μετάγγιση των μορφών της ζωής  από ψυχή σε ψυχή, από στόμα σε στόμα, από πατέρα σε παιδί, από γενιά σε γενιά.
   Η αναβίωση είναι συνειδητή. Στρέφεται σε στοιχεία που ο καιρός τα ξεμάκρυνε από την άμεση ιστορική μνήμη.
   Με την επιβίωση το χτες ζει οργανικά μετουσιωμένο μέσα στο σήμερα. Με την αναβίωση το παλιό υψώνεται σαν πρότυπο, σαν παράδειγμα και με την μιμητικήν υποβολή προσπαθεί να ξαναμπεί σαν οργανικό στοιχείο μέσα στη νέα ζωή για να την επηρεάσει καθοδηγητικά κι εξυψωτικά.
   Για τούτο η επιβίωση είναι μορφή καθολικότατη και αναπόσπαστη από την ύπαρξη κάθε κοινωνίας, ενώ η αναβίωση είναι φαινόμενο υστερογέννητο και προϋποθέτει πως έχουνε μείνει μνημεία από τη μακρινή παλιά ζωή και πως έχει δημιουργηθεί ένα ειδικό όργανο για τη συνειδητήν ιστορική μνήμη, που αυτό μελετάει τα μνημεία, τα ερμηνεύει και τα ξαναζωντανεύει.  Η αναβίωση είναι φαινόμενο που προϋποθέτει προχωρημένη κοινωνική σύνθεση και καταμερισμό και διαφορισμό στη δουλειά. Γι’ αυτό δεν έχει την καθολικότητα που έχει η επιβίωση. Παρουσιάζεται σαν ανάγκη, που πηγάζει από τα συμφέροντα ή τα ζωτικά αιτήματα, που γεννιούνται μέσα σε στενότερους κοινωνικούς κύκλους, κοινωνικές ομάδες, τάξεις ή και ολότητες αντιμαχόμενες.
    Οι κοινωνικές τάξες ή ομάδες, που διαμορφώνονται μέσα στο διαφοροποιημένο κοινωνικό σύνολο, δημιουργούν το πνευματικό εποικοδόμημα, που αντιστοιχεί στις ανάγκες του` ανάγκες υλικές ή ανάγκες ομαδοποιητικές, οργανωτικές, κυριαρχικές, δικαιονομικές, γνωστικές, ηθικές , καλλιτεχνικές, κοσμοθεωρητικές. Βασικός ρυθμιστής είναι το να ικανοποιηθούν οι ανάγκες των αυτές, να οργανωθεί η ζωή τους, να μεγαλώσει και ν’ απλωθεί η δύναμή τους, έτσι που όλα τ’ άτομα, που αποτελούν την ομάδα, να μπορούν ν΄αξιοποιούν τον εαυτό τους, να θέτουνε σ’ ενέργεια τις ικανότητές των και να βρίσκουνε την ευτυχία τους.
   Και η επιβίωση και η αναβίωση των περασμένων εξυπηρετούν  όλες αυτές τις ανάγκες , τους παρέχουν όχι μόνο τα στοιχεία παρά και την εσωτερική συνοχή και δυναμικότητα στη μορφοποίησή τους. Μα η συνοχή και η δυναμικότητα , καθώς και η μορφοποίηση, έχουν άμεση σχέση με την ταξιθέτησή της ομάδας μέσα στο σύνολο και το στάδιο της εξέλιξης της. Απ’ αυτό καθορίζεται η βασική τοποθέτηση της ομάδας απέναντι σ’ όλες τις αξίες της ζωής. Η βασική τοποθέτηση δεν είναι πάντα η ίδια. Αλλάζει σιγά σιγά κι ανεπαίσθητα ή απότομα και πηδηχτά. Αν θελήσουμε να τη χαρακτηρίσουμε , ξεχωρίζοντας τη σε τυπικές μορφές θα βρούμε τρεις:
1.    δημιουργική – επιθετική
2.    οργανωτική – συντηρητική
3.    αναδρομική αντεπιθετική
   Στην πρώτη τοποθέτηση γενικά αποκρούεται το καθιερωμένο, το παλιό και αναζητιέται το νέο, στη δεύτερη τοποθέτηση  οργανώνεται το νέο,  που επικράτησε με σκοπό να διατηρηθεί αιώνια το ίδιο, στην τρίτη  τοποθέτηση γίνεται προσπάθεια να αποκρουστεί το νέο, που έρχεται  να διώξει το καθιερωμένο, να συγκρατηθεί το παλιό, να περισωθούν οι μορφές που πέφτουν σε αποσύνθεση.
  Και οι τρεις αυτές τοποθετήσες έχουν άμεση σχέση και με την επιβίωση και με την αναβίωση. Και, όπως είναι φανερό, η σχέση της κοινωνικής ομάδας ή του κοινωνικού συνόλου με τα περασμένα είναι διαφορετική απάνω στην κάθε τοποθέτηση ή αλλάζει με την αλλαγή στη τοποθέτηση. Αυτό μας εξηγεί για ποιο λόγο μέσα στον ίδιο λαό σε διαφορετικούς καιρούς η επικρατέστερη ιδεολογική ροή είναι διαφορετική. Από την άλλη μεριά το ότι συνυπάρχουνε ταυτόχρονα μέσα στο ίδιο σύνολο ομάδες, που βρίσκουνται σε διαφορετική τοποθέτησην ιστορικής διαδρομής, μας εξηγεί, γιατί τον ίδιο καιρό στον ίδιον τόπο υπάρχουνε τόσο διαφορετικές και αντιμαχόμενες ιδεολογικές ροπές, που κοντά στ’ άλλα παίρνουνε και τόσο διαφορετική στάση απέναντι στα « περασμένα».
   Και ακόμη  η  δυναμική ροπή, που έχει η κάθε ομάδα να κυριαρχήσει και να επιβληθεί σ’ όλες τις άλλες, μας εξηγεί, γιατί κάθε ιδεολογία έχει την τάση ν’ απλωθεί στο σύνολο, να γίνει καθολική διανόηση και καθολική βίωση σ’ ένα κοινωνικό σύνολο. Και κυριότατο όργανο για το άπλωμα τούτο γίνεται η «παιδεία» με την πιο γενική σημασία του όρου.
     Τα σύνορα ανάμεσα στην επιβίωση και την αναβίωση σε πολλά σημεία  είναι δύσκολο να ξεχωριστούν. Ένα όμως είναι βέβαιο. Η συνειδητή ιστορική μνήμη δουλεύει πάντα με την πρόθεση και με την τάση να μετατρέψει την αναβίωση σ’ επιβίωση ή απλούστερα σε βίωση. Η συνειδητή ιστορική μνήμη προσπαθεί να μετουσιώσει σε ζωντανά σπέρματα εκείνα τα στοιχεία από την περασμένη ζωή, που μπορούν να χρησιμεύσουν στο σήμερα , όπως το καταλαβαίνει το σήμερα, όπως το αισθάνεται και όπως θέλει  να το διαμορφώσει και να το ζήσει η κάθε κοινωνική ομάδα ή το κάθε σύνολο, τείνοντας προς την ολόπλευρη ολοκλήρωση της ζωής του...(απόσπασμα)
Πλάτων Σοφιστής, εισαγωγή , μετάφραση , σχόλια Δημήτρης Γληνός , Εκδόσεις Ζαχαρόπουλος

[2] Έλλη Αλεξίου, Έλληνες Λογοτέχνες, Για τον Γληνό (σελ.224), Καστανιώτης 1982