Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Σάββατο 31 Μαΐου 2014

Τώρα γυρεύω λίγη ησυχία θα μου' φτανε μια καλύβα σ' ένα λόφο ή σε μια ακρογιαλιά..

 Γιάννης Σταύρου, Περισυλλογή

 HAMPSTEAD
Σαν ένα πουλί με σπασμένη φτερούγα
που θα΄χε χρόνια μέσα στον αγέρα ταξιδέψει
σαν ένα πουλί που δεν μπόρεσε να βαστάξει
τον αγέρα και τη φουρτούνα
πέφτει το βράδυ.
Πάνω στο πράσινο χορτάρι
είχαν χορέψει όλη τη μέρα τρεις χιλιάδες αγγέλοι
γυμνοί σαν ατσάλι,
πέφτει το βράδι χλωμό `
οι τρεις χιλιάδες αγγέλοι
μαζέψαν τα φτερά τους και γενήκαν
ένα σκυλί 
ξεχασμένο
που γαβγίζει 
μοναχό
και γυρεύει τον αφέντη του
ή τη δευτέρα παρουσία
ή ένα κόκαλο.
Τώρα γυρεύω λίγη ησυχία
θα μου' φτανε μια καλύβα σ' ένα λόφο
ή σε μια ακρογιαλιά
θα μου' φτανε μπροστά στο παράθυρό μου
ένα σεντόνι βουτημένο στο λουλάκι
απλωμένο σαν τη θάλασσα
θα μου' φτανε στη γλάστρα μου
έστω κι ένα ψεύτικο γαρούφαλο
ένα κόκκινο χαρτί σ' ένα τέλι
έτσι που να μπορεί ο αγέρας
ο αγέρας να το κυβερνά χωρίς προσπάθεια
όσο θέλει.
Θα' πεφτε το βράδυ
τα κοπάδια θ' αντιλαλούσαν κατεβαίνοντας στο μαντρί τους
σα μια πολύ απλή κι ευτυχισμένη σκέψη
και θα' πεφτα να κοιμηθώ
γιατί δε θα' χα
ούτε ένα κερί ν' ανάψω,
φως, 
να διαβάσω.
                                                                  ( 1931)
Γιώργος Σεφέρης , Πέντε Ποιήματα του κ. Σ. Θαλασσινού, Ποιήματα, Ίκαρος, 1977, 11η έκδοση

Πέμπτη 29 Μαΐου 2014

Ξέρω γιατί τραγουδάει το πουλί στο κλουβί


Το ελεύθερο πουλί πηδά

Πάνω στου ανέμου τη ράχη

Κι απ’ την ορμή του παρασύρεται

Ώσπου το ρεύμα του να σβήσει

Και βυθίζει τα φτερά του

στις πορτοκαλιές ηλιαχτίδες

Και έχει την τόλμη να ζητάει

όλον τον ουρανό

Δικό του.



Μα ένα πουλί που νευρικά βαδίζει

Μες στο στενό του το κλουβί

Σπάνια μπορεί να δει πιο πέρα

Απ’ της οργής τα κάγκελα

Τα φτερά του είναι κομμένα και

Τα πόδια του δεμένα

Κι αφήνει τη φωνή του ελεύθερη

Να κελαηδήσει.



Στο κλουβί, το πουλί κελαηδάει

Μ’ ένα τιτίβισμα φοβισμένο

Για κείνα, τ’ άγνωστα

Που ακόμα τόσο λαχταρά.

Κι η μελωδία του αντηχεί

Στο μακρινό το λόφο

Γιατί το πουλί στο κλουβί

τραγουδάει για ελευθερία.



Το ελεύθερο πουλί σκέφτεται

Το επόμενο αεράκι που θα ‘ρθεί

Και τους αληγείς ανέμους να γλυκαίνουν

Μέσα από τους ανασασμούς των δέντρων

Και τα παχιά σκουλήκια να καρτερούν

Πάνω στο φωτεινό της αυγής γρασίδι

Και αποκαλεί πια

όλον τον ουρανό

Δικό του.



Μα στο κλουβί, ένα πουλί στέκει

πάνω στον τάφο των ονείρων

Κι η σκιά του φωνάζει

Μ’ ένα ουρλιαχτό εφιαλτικό

Τα φτερά του είναι κομμένα

και τα πόδια του δεμένα

Κι αφήνει τη φωνή του ελεύθερη

Να κελαηδήσει.



Στο κλουβί, το πουλί κελαηδάει

Μ’ ένα τιτίβισμα φοβισμένο

Για κείνα, τ’ άγνωστα

Που ακόμα τόσο λαχταρά.

Κι η μελωδία του αντηχεί

Στο μακρινό το λόφο

Γιατί το πουλί στο κλουβί

τραγουδάει για ελευθερία.
                       Maya Angelou


                          Μετάφραση: Ηλίας Τουμασάτος (Πηγή:Elias Words )
 The free bird leaps
on the back of the wind
and floats downstream
till the current ends
and dips his wings
in the orange sun rays
and dares to claim the sky.

But a bird that stalks
down his narrow cage
can seldom see through
his bars of rage
his wings are clipped and
his feet are tied
so he opens his throat to sing.

The caged bird sings
with fearful trill
of the things unknown
but longed for still
and his tune is heard
on the distant hill
for the caged bird sings of freedom

The free bird thinks of another breeze
and the trade winds soft through the sighing trees
and the fat worms waiting on a dawn-bright lawn
and he names the sky his own.

But a caged bird stands on the grave of dreams
his shadow shouts on a nightmare scream
his wings are clipped and his feet are tied
so he opens his throat to sing

The caged bird sings
with a fearful trill
of things unknown
but longed for still
and his tune is heard
on the distant hill
for the caged bird sings of freedom.


Η Μάγια Ανγκέλου είναι μια από τις σημαντικότερες μεγαλύτερες μορφές της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Το πιο γνωστό έργο της είναι η επτάτομη αυτοβιογραφία της και ειδικά το πρώτο μέρος του «Ξέρω γιατί Κελαηδάει το Πουλί στο Κλουβί». Πηγή: www.lifo.gr
 Ένα μικρό αφιέρωμα μπορείτε να διαβάσετε εδώ
Η Μάγια Ανγκέλου είναι μια από τις σημαντικότερες μεγαλύτερες μορφές της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Το πιο γνωστό έργο της είναι η επτάτομη αυτοβιογραφία της και ειδικά το πρώτο μέρος του «Ξέρω γιατί Κελαηδάει το Πουλί στο Κλουβί». Πηγή: www.lifo.gr

Τετάρτη 28 Μαΐου 2014

Φυγή στη φύση


Άσε για λίγο τους φτωχούς, βαριόμοιρους ανθρώπους
που για την πόρεψη έμπλεξαν μες σε περίσσιους κόπους
κι έλα μακριά από τη βουή, δω που δεν έχει σκόνη
και στην πιο ανάλαφρη πνοή σειούνται του πεύκου οι κλώνοι.
Μια τούφα διάλεξε μυρτιάς κι ακούμπα σαν εμένα`
στα δάκτυλα ευωδιάζουνε τα φύλλα τους τριμμένα.
Γύρνα το βλέμμα ολόγυρα και κοίταξε αν δεν είδες,
χρυσές λουρίδες που οι στερνές υφαίνουν ηλιαχτίδες.
Και δες ακόμα τα πουλιά που η ώρα τα' χει φέρει
κι ένα παιδί τα μάχεται με λάστιχο στο χέρι.
Μην τα πειράζεις, διάτανε, μικρογραφία στρατιώτη, 
που φέρνεις φόνου σύνεργα στου δάσους την αγνότη`
μονάχα σύρε, αν βύζαξες ήμερης μάνας γάλα,
σύρε κει πέρα στο ίσιωμα, παίξε κι εσύ με τ' άλλα.
Εδώ όπου μοιάζει χάιδεμα το ευλογημένο αέρι
καθένας απολησμονάει τις κάκητες που ξέρει.
Ποιος πρόκοψε με τη χολή, σε τι φελάν τα μίση;
Μας παραστέκεται, βαθιά να τα κοιμίσει, η φύση.
Κόψε ένα τσάχαλο ξερό, ζύγιασ' το στην παλάμη
κι αναλογίσου ο θάνατος σαν τι θε να μας κάμει.
Θα μείνουν των πετούμενων μόνο οι κραξιές, θα μείνει
κι από τα βότανα της γης το θρόισμα , η γαλήνη.
Μπορεί σ' απόβραδα απαλά καθώς το πράο ετούτο,
που ντύνεται κι ο πιο φτωχός σα με χλαμύδας πλούτο, 
ενώ - σινιάλα του άπειρου - θα σελαγίζουν τ' άστρα
και θα δουλεύει στων θνητών τα σπλάχνα η φλόγα η πλάστρα,
μπορεί, ποιος ξέρει, να βρεθεί κάποιος ή κάποια, σ' όλο
τον κόσμο, έτσι ανάγερτος κάτου απ' το μέγα θόλο, 
που μελετώντας μας, ψυχές πια, με το νου ή τα χείλη,
θα μας χαρίσει μια στιγμή που' ναι όσο χρόνοι χίλιοι.

 Το τρίτο ποίημα από τα δεκατρία που περιλαμβάνει η συλλογή " Φυγή στη φύση " του Γιώργου Κοτζιούλα. Εκδόθηκε το 1952. Βρίσκεται στον τρίτο τόμο των Απάντων του που περιέχει ποιήματα από το 1943 έως το 1956.

 Τα Άπαντα του Γιώργου Κοτζιούλα επανακυκλοφόρησαν από τις Εκδόσεις Δίφρος τον Οκτώβριο του 2013 σε πιστή ανατύπωση της Α' έκδοσης του 1956. Η έκδοση είναι τρίτομη.

 



Πέμπτη 22 Μαΐου 2014

Η Φρόσω

Υπάρχουν φυσιογνωμίες, που μια φορά να τις δεις, δεν μπορείς πια να τις ξεχάσεις` έτσι ήτανε η Φρόσω. Όσοι γονείς έρχονταν στην τάξη μας, αφού έρριχναν μια το μάτι τους επιπόλαια πάνω απ' όλα τα παιδιά, σταματούσαν στη Φρόσω. Αυτό το είχα προσέξει πλήθος φορές εγώ, η δασκάλα της. Δεν ξεχώριζε όμως η Φρόσω γιατί ήταν κανένα παχουλό, ολόξανθο κοριτσάκι, με μαγουλάκια σαν τριαντάφυλλα, κάθε άλλο. Η Φρόσω σ' έκανε να κοντοστέκεσαι και να παραξενεύεσαι, γιατί ανάμεσα στα τόσα χαριτωμένα κι αεικίνητα πλάσματα, που πλημμυρούσανε τα θρανία, ξάφνου αντίκρυζες και μια γρηούλα. Αυτό που λέω ήτανε τόσο αληθινό, που όταν ύστερα από το πρώτο ξάφνισμα καταλάβαινες πως είναι κι αυτή ένα μικρό κοριτσάκι σαν και τ' άλλα, πάλι σου ' μενε στην ψυχή ένα κάποιο καταστάλαγμα από ακαθόριστη θλίψη. Ένα παιδί έξι χρονών τόσο γερασμένο! Ένα κορμάκι αδύνατο - αδύνατο, στεγνό, με ανασηκωτούς τους ώμους, ένα προσωπάκι ζαρωμένο και ωχρό, με σφιχτοχτενισμένα μαύρα μαλλιά και με βαθουλά μαύρα μάτια όλο περίσκεψη.
Εγώ δεν την είχα προσέξει τον πρώτο καιρό, ήμουν πρωτοδιορισμένη τότε. Και μια δασκάλα, που τη μπάζουν πρώτη φορά μέσα στην τάξη κι αντικρύζει τα μάτια ογδόντα παιδιών καρφωμένα απάνω της, τα χάνει. Τόσο μάλιστα τα χάνει, που θαμπώνεται και το φως της, δε βλέπει τίποτα, ούτε πού βρίσκεται η έδρα. Δεν ξέρει πώς ν' αρχίσει και τι πρέπει να πει.
Ένα απόγευμα, τις πρώτες μέρες που ανοίγουν τα σχολειά, το Σεπτέμβριο, να' σου και καταφτάνει στην τάξη μαζί με άλλα αργοπορημένα κορίτσια κι η Φρ΄σοω, σηκώνοντας ένα μωρό στην αγκαλιά της.
- Τι θέλεις εσύ εδώ; μαθήτρια είσαι; σίμωσα και τη ρώτησα, όπως δεν είχα ακόμη προφτάσει να μάθω τα μούτρα και τα ονόματα των κοριτσιών μου.
- Μάλιστα. Εσάς έχω δασκάλα μου.
- Και τίνος είναι το μωρό που κρατάς;
- Δικό μας είναι. Η μητέρα μου είναι άρρωστη, και μου ' πε αν σέλω λέει να πηγαίνω στο σχολειό να παίρνω μαζί και το μωρό μας, ειδεμή να κασίσω στο σπίτι. Και το πήρα και ήσα.
Δεν μπορούσε να προφέρει το θ.
- Πώς σε λένε;
- Φρόσω.
- Το πήρες, Φρόσω, και ήσες μα να μην το ξαναπάρεις. Εδώ είναι σχολειό! Θα γράφετε, θα ράβετε` άμα βαστάς το μωρό πώς θα μπορείς να τα κάνεις όλα αυτά; Κάθισε τώρα, μα να μην το ξαναφέρεις.
Δεν είχε όμως περάσει ούτε ένα τέταρτο και το μωρό βάλθηκε να ξεφωνίζει τόσο σκληρά, που τρόμαξα μην το ακούσει η διευθύντρια και βρω μπελάδες.
- Άντε , άντε Φρόσω. Πάρ' το και πήγαινε γρήγορα , της είπα.
Το περιστατικό λοιπόν του μωρού στάθηκε για μένα τότε αιτία να προσέξω τη Φρόσω` και θυμάμαι πως μου' κανε τόση εντύπωση το γερασμένο της πρόσωπο, που μ' αλαφρή καρδιά κείνη την ώρα συλλογίστηκα ότι το παιδί που σήκωνε θα ταίριαζε μια χαρά να΄ναι και δικό της.
Αλλά όσο περνούσε ο καιρός και ξεχώριζα σιγά - σιγά τι είδους διανόηση έκλεινε μέσα στο κεφαλάκι της η Φρόσω, καταντούσα να πιστεύω , πως εκείνο το πρόσωπο ήτανε το μόνο που της ταίριαζε. Ήτανε γερασμένη και μέσα της. Από κει που καθόταν δεν ήθελε να ξεκουνιέται. Στα διαλείμματα την έβγανα με τη βία έξω, και πάλι όχι για να παίξει, μα για να σταθεί εκεί σε καμιάν άκρη να κάνει γούστο τις άλλες, που ξαπολυόντουσαν στην αυλή σαν αγρίμια. Και σαν τελείωνε το διάλειμμα και τα παιδιά ολοκόκκινα από την τρεχάλα, αναμαλλιασμένα και αγκομαχιασμένα, σπρωχνόντουσαν μπροστά στην πόρτα, η Φρόσω ακολουθούσε ήσυχα τις τελευταίες, πίσω - πίσω, με πρόσωπο αγέλαστο. Και οι κουβέντες της οι λιγοστές ήσανε πάντα καλά ζυγισμένες και όχι παραπάνω απ' ό,τι χρειαζότανε:
- Το ξέρετε κορίτσια τούτο; Πώς το λέμε;
Στη γενική σιωπή αποκρινόταν μοναχή η Φρόσω.
- Συμάρι είναι. Εγώ το βάζω και ανάβω τα κάρβουνά μας.
- Τα άχυρα τι τα κάνουμε; τα χρειαζόμαστε σε τίποτα;
- Τα στρώματα γεμίζομε και τα μαξιλάρια.

Είχε μπει η άνοιξη και τα κατακάθαρα ανοιξιάτικα πρωινά είναι χαρά Θεού να βρίσκεται κανείς από νωρίς στο πόδι. Ένα τέτοιο πρωινό είχα τοιμαστεί για το σχολειό πολύ γρηγορότερα απ' ό,τι συνήθως. Μη μπορόντας να μείνω μέσα ξεκίνησα σιγά - σιγά. Έφτασα στην αυλόπορτα του σχολειού, ανέβηκα απάνω` παντού ερημιά` δεν είχε φανεί ψυχή άλλη ακόμη.
Κατέβηκα πάλι κάτω, η ησυχία του σχολειού τον τρομάζει κανένα. Δεν είναι τόπος καμωμένος για βουβός και, σαν τύχει και δεν έχει μέσα παιδιά, λέει κανένας πως θα' χει φαντάσματα. Μόνο η αυλή μας, όπως πάντα, σαν δεν είχε παιδιά, ήτανε γεμάτη σπουργίτες, που αναπετάριζαν δώθε κείθε στο χώμα. Από τα κουλουράκια και το ψωμάκι των παιδιών κάτι έπεφτε και χάμω, σπειράκια σουσάμι και ψίχουλα ψωμί, και οι σπουργίτες την είχαν πάρει από τόση αγάπη την αυλή μας, που δεν έλειπαν ποτέ` μάλιστα σα να είχαν κι αυτοί να κάμουν. Με το κουδούνι της " εισόδου " που μάζευε τα παιδιά μέσα, οι σπουργίτες ξεπρόβαιναν βιαστικοί από δω κι από κει, αναπετάριζαν από τα κεραμίδια κι από τη μάντρα, και νομίζανε βέβαια πως το κουδούνι είχε χτυπήσει ξεπίτηδες γι' αυτούς, πως τους έλεγε τρέξετε, τρέξετε, τα παιδάκια σάς ρίξανε πάλι σουσαμάκι κι ελάτε να το βρείτε.
Για να μην τους τρομάξω, πήρα μια καρέκλα και κάθησα παράμερα, πλάι στην ανοιχτή πόρτα, κοιτάζοντας αδιάφορα τον έρημο πρωινό δρόμο. Κάπου - κάπου διάβαινε κανένας βιαστικός εργατικός. Μια στιγμή, εκεί που είχα αποξεχαστεί, άκουσα κλαούρισμα και σκουξίματα από το πάνω μέρος του δρόμου και πετάχτηκα έξω να ιδώ τι κάνανε. Μια γριά που έκλαιγε και χτυπιότανε, κατέβαινε ίσα κάτω το δρόμο, μ' ένα μικρό στην αγκαλιά της και με δυο άλλα κοριτσάκια να κρέμουνται απ' το φουστάνι της, πάρα πίσω άλλο ένα κορίτσι κι αυτό ήτανε η μαθήτριά μου η Φρόσω. Όλα κλαούριζαν.
- Τι είναι για το Θεό; Τι τρέχει; ρώτησα σιμώνοντας γρήγορα.
Κάτι στάθηκε και μου' λεγε η Φρόσω, μα όπως έκλαιγε μ' αναφυλλητό δεν την καταλάβαινα.
- Τι να τρέχει, κόρη μου !...αποκρίθη η γριά μοιρολογώντας, δίχως να σταθεί...τα πηγαίνω μια στιγμή στης κυρίας μου, είμαι γιαγιά τους` η μάνα τους ψυχομαχάει, θα τρομάξουν, αν τύχουνε στο θάνατο...είμαι υπηρέτρια εδώ στου κ. Δούμα...εκεί τα πάω.
- Και τι έχει η μητέρα τους; ξαναρώτησα πηγαίνοντας κοντά.
- Ένας χρόνος είναι που αρρωστήσανε, παιδάκι μου, μάνα και κόρη. Οχτώ μέρες είναι που τη θάψαμε τη Γεωργία μας τη χρυσοχέρα, την κεντήστρα, θα την έχεις ακουστά...Χτικιό λένε πως ήτανε, μα εκείνο δεν είχε χτικιό. Η κακή διατήρηση τις έχασε. Σήμερα πάει κι η μάνα τους. Η κακή διατήρηση. Μήγαρις είχανε να φέρουνε γιατρό, μήγαρις την καλή θροφή...Τι να κάνω η έρημη;
- Ε, υπομονή, κυρούλα μου, τι να κάμεις...
- Αχ! αχ! αδικοπήγανε, κόρη μου, αδικοπήγανε...
- Ο γυιός σου τι δουλειά κάνει;
- Δουλειά!...Εργατικός είναι ο κακομοίρης! Και να μην τους σιμώνει άνθρωπος, μόνο να' χουνε κρεμαστεί σε τούτο...
Η γριά έδειχνε  τη Φρόσω.

Καθώς γύρισα να καθίσω στην καρέκλα, εκεί στην αυλή του σχολείου, είχα βαλθεί να συλλογιούμαι πόσο γελασμένη ήμουν τις στιγμές  που πίστευα, πως τώρα πια που τέλειωνε ο χρόνος ήξερα τα παιδιά νου απόξω κι ανακατωτά. Το δράμα που γινότανε στο σπίτι της Φρόσως, ούτε το είχα πάρει είδηση τόσον καιρό...Ο Θεός ήξερε πόσα ανιστόρητα τέτοια δράματα θα ' κλεινε καθένα από τα ογδόντα σπίτια, που σκεπάζανε τα ογδόντα παιδιά, που ήξερα εγώ. Ήξερα βέβαια ποιο απ' όλα καλλιγράφει, ποιο διαβάζει καλύτερα, ποιο κεντάει. Μα τίποτ' άλλο. Θυμήθηκα με τι αλαφριά συνείδηση είχα διώξει την πρώτη μέρα τη Φρόσω, που είχε ' ρθεί στο σχολειό κουβαλώντας το μωρό τους. Και θυμήθηκα ακόμη τα γέλια που κάμαμε μια μέρα μαζί με τις άλλες δασκάλες παρακολουθώντας από την ταράτσα μια κωμική σκηνή: είχε χυθεί μελάνι στην ποδιά της Σοφίτσας και η Φρόσω, σαν καμιά μεγάλη, της την έβγαλε κι έτρεξε να της την πλύνει στη βρύση. Και την παρηγορούσε στο αναμεταξύ.
- Σώπα Σοφίτσα! εγώ σα σου την πλύνω και σα κασαρίσει...
Και λέγαμε τι κωμική σκηνή! τι κωμική σκηνή!...
Κάποτε πάλι που μάλωνα τα παιδιά πως έρχονταν αχτένιστα, η Φρόσω μου' χε πει:
- Εγώ , κυρία, δεν έρχομαι αχτένιστη, έμασα και χτενίζομαι μόνη μου.
Ναι. Προχτές ακόμη, καθώς πήγαινα να ιδώ τα γραφτά της Φρόσως, είδα τα χεράκια της σουρωμένα` σα να είχε βγει εκείνη τη στιγμή από τη μπουγάδα και τη ρώτησα γιατί ήταν έτσι.
- Έπλυνα τα ρούχα μας, είχε αποκριθεί η Φρόσω.
Το μυαλό μου όμως εμένα της δασκάλας δεν πήγε ούτε στιγμή πως μπορούσε να' χει πλύνει στ' αλήθεια η Φρόσω, φαντάστηκα πως καθώς σε πολλά παιδιά αρέσει να βουτακούν στα νερά, θα' χε κι αυτή πολλήν ώρα τα χέρια της στο νερό και είχαν μουσκέψει...
Η Φρόσω μόνο εκείνο το πρωί απουσίασε. Το απόγευμα μας ήρθε όπως πάντα της, ομορφοπλυμένη, με το καλογραμμένο της μάθημα, ταχτική σε όλα. Εγώ όμως από εκείνο το πρωινό κι έπειτα σαν ήτανε να τη βαθμολογήσω τη Φρόσω ή να τη σηκώσω να πει μάθημα, κοντοστεκόμουν` δείλιαζα λιγάκι. Μια ανεκδιήγητη ανθρώπινη ιστορία περνούσε μεμιάς μπρος απ' τα μάτια μου. Το γραφτό που έφερνε η Φρόσω , και το χτενισμένο κεφάλι, και το μελετημένο μάθημα δεν ήτανε σαν ολονών. Ήσανε άθλοι. Ήσανε κι άλλα παιδιά στην τάξη μας ταχτικά, μα πλάι τους αυτά είχανε μανάδες, είχανε αγάπη και καλοπέραση, μπορεί να είχανε και καμιά γκουβερνάντα, που κρατούσε το χεράκι τους σαν έγραφαν, για να μην κουραστούν.
Όμως η Φρόσω στα έξη της κιόλας χρόνια ήτανε γερασμένος  πια άνθρωπος, αργασμένος στην κακοτυχιά και στα βάσανα. Και η ζωή της όλο ευθύνες` αυτή έντυνε και χτένιζε τρία παιδιά προτού ντυθεί και χτενιστεί η ίδια, και το βράδυ κοίμιζε τρία παιδιά, προτού κοιμηθεί η ίδια, και είχε μάθει να μαγειρεύει και να πλένει, προτού ακόμη μάθει να λέει το θήτα.

Έλλη Αλεξίου, Σκληροί αγώνες για μικρή ζωή, Διηγήματα, Καστανιώτης,Αθήνα 2006,  6η έκδοση 

" Σκληροί άγώνες για μικρή ζωή " είναι ο τίτλος συλλογής διηγημάτων της κυρίας Έλλης (Αλεξίου) Β. Δασκαλάκη, που με τον τόμο αυτό παρουσιάζεται στη λογοτεχνική μας κίνηση. Ήρωές της δεν είναι άνδρες σε χαρακώματα, αλλά παιδάκια ως επί το πλείστον σε δημοτικά σχολειά. Όπως γίνεται αμέσως αισθητό, η συγγραφεύς χρημάτισε κάποτε δασκάλα. Στάθηκε δίπλα στην παιδική ψυχή με γνώση και μ' αγάπη. Είναι απόσταγμα πείρας το βιβλίο της, παρατηρήσεως, βαθειάς συμπάθειας προς τους ανθρώπους. Μπορεί να το χαρακτηρίση κάποιος ως το " pendant " ή το  " ομόζυγο " ενός λογογραφήματος πολεμικού. Τη σκληρότητα της ζωής δεν την εμφανίζει μέσα από τον τραχύν αγώνα του αντρός στο μέτωπο, αλλά μέσα από την αγνή κι' ανεπιτήδευτη ύπαρξη μικρών παιδιών στις πρώτες σχολικές τάξεις.
 Τα μικρά εκείνα ανθρωπάκια, που περνούν απ' τις σελίδες του βιβλίου της κυρίας Έλλης ( Αλεξίου ) Δασκαλάκη, έχουν τον ατομικό τους χαρακτήρα και συχνά, στα χλωμά τους πρόσωπα, αντιφεγγίζει η δυστυχία ολόκληρου σπιτιού. Η αφέλεια της κουβέντας ή του φερσίματος των ξανοίγει απέραντες προοπτικές θλιβερής ανθρώπινης ζωής, κι' η λιτότης του λόγου καθιστά εντονώτερη τη συγκίνηση..."
Απόσπασμα από την κριτική παρουσίαση του Φώτου Πολίτη στην εφημερίδα "Πρωΐα " της 13 - 5 - 1931

Η Έλλη Αλεξίου γεννήθηκε στις 22 Μαΐου 1894 

 Οι φωτογραφίες της Βούλας Παπαϊωάννου από εδώ

Τρίτη 20 Μαΐου 2014

Φως της Φονιάς



« Έχεις διαβάσει σίγουρα το Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα του Μενέλαου Λουντέμη. Πιστεύω πως μπορείς και συ μια μέρα να μιλήσεις για τη μοίρα των φτωχών ανθρώπων, για τα βάσανα της γρια – Βενετιάς, για την τύχη του πατέρα σου, για τα σκληρά χρόνια σου στις παιδοπόλεις. Μπορείς να γράψεις για τα καλοκαίρια στο χωριό κι εδώ στη Φονιά, γι’ αυτόν τον πρώτο σου έρωτα. Πριν από λίγο, καθώς έβλεπα τ’ αστέρια στον ουρανό, σκεφτόμουν πως κάθε άνθρωπος έχει το δικό του άστρο, έχει το δικό του πεπρωμένο, και είναι τυχερός όποιος μπορέσει και το εκπληρώσει».

Αυτά τα λόγια θυμάται ο Γιάννης Αρχοντής στο τέλος του μυθιστορήματος  Φως της Φονιάς που έρχεται να συμπληρώσει τη διλογία  Διπλωμένα φτερά και Θολός Βυθός και να αποτελέσουν όλα μαζί μια τριλογία στην οποία ο συγγραφέας Γιαννής Ατζακάς πραγματεύεται με ξεχωριστή μαεστρία, τρυφερότητα και ευαισθησία τα παραπάνω θέματα.
 Στα Διπλωμένα φτερά πρωταγωνιστεί η γρια – Βενετιά , η γιαγιά που τον μεγάλωσε και την φώναζε μάνα γιατί μάνα δεν γνώρισε , οι εικόνες και οι μνήμες του χωριού  και στο Θολό Βυθό ο ενήλικας άνδρας συνομιλεί με το παιδί που ήταν κάποτε και ανασύρει πικρές αναμνήσεις από τα χρόνια των παιδοπόλεων σε ένα σπαρακτικό διάλογο με τη μνήμη.

Στο Φως της Φονιάς συνδυάζονται οι αναμνήσεις και το παρόν του έφηβου πλέον Γιάννη που μετά από οκτώ χρόνια, τον Ιούλιο του 1957, επιστρέφει στη γενέθλια γη δίπλα στη γιαγιά του για να συνεχίσει τις γυμνασιακές σπουδές του. Πρωταγωνιστής και στα τρία έργα ο Γιάννης Αρχοντής, το παιδί του αντάρτη που μεγάλωσε στις παιδοπόλεις της Φρειδερίκης και για κάποιους είχε γίνει το παιδί της βασίλισσας, και συμπρωταγωνίστρια η γιαγιά– Βενετιά που δίνει όλο της το είναι για να σπουδάσει τον ορφανό εγγονό της.Παράλληλα και δίπλα σε αυτά τα δύο πρόσωπα κινούνται και πολλά άλλα που το καθένα παίζει το δικό του ρόλο στη διαμόρφωση του Γιάννη. Ανάμεσά τους ξεχωριστή θέση κατέχει η Έλλη, ο πρώτος αλλά ανεκπλήρωτος έρωτας του Γιάννη.


Σε όλο το έργο η μορφή του πατέρα - αντάρτη του ΔΣΕ  επανέρχεται πότε θολή, πότε αμφισβητούμενη και πότε αινιγματική. Φήμες και ερωτηματικά τον παιδεύουν αλλά στο τέλος ο πατέρας αποκαθίσταται μέσα του  μετά την αποκάλυψη ότι είναι ζωντανός και το γράμμα που λαβαίνει από αυτόν αλλά κυρίως όταν ακούει το φίλο του να λέει:

 " Πρέπει να είσαι περήφανος που είσαι γιος αντάρτη, είναι κάτι που αληθινά ζηλεύω σε σένα..." 


Εμμέσως σε όλο το έργο θίγονται το δράμα των οικογενειών που τα παιδιά τους βρέθηκαν αντάρτες στο Δημοκρατικό Στρατό, οι διώξεις που υπέστησαν οι συγγενείς, οι διακρίσεις λόγω κοινωνικών φρονημάτων αλλά και η συνεχής αγωνία και ο καϋμός γιατί δεν ήξεραν αν ζουν ή σκοτώθηκαν οι δικοί τους άνθρωποι. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αναφέρεται και στην πολιτική προσφυγιά καθώς  ο πατέρας του  ζει τελικά στη Βουλγαρία με τον  πόθο της επιστροφής στην πατρίδα.


Δίνονται στιγμές από την ιστορία της αριστεράς στο νησί μέσα από τις μικρές αναφορές στις ζωές των χωρικών, των απλών ανθρώπων και την σημαντική παρουσία της ΕΔΑ με όλες τις επιπτώσεις που μπορούσε να έχει αυτό το γεγονός στη ζωή των αριστερών. 


Ένας έρωτας αγνός, αθώος βασανίζει για καιρό τον Γιάννη. Κάποια στιγμή αποκαλύπτεται αλλά δεν ολοκληρώνεται . Η κλειστή κοινωνία του χωριού, το πνεύμα του εμφυλίου και οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στους αριστερούς και τους δεξιούς, η μοίρα των κοριτσιών δεν επιτρέπουν την ολοκλήρωσή του. 


Τα χρόνια στο Γυμνάσιο στην Καβάλα είναι σκληρά και πέτρινα. Ένα παιδί πάλι μόνο σε ξένη πόλη με ξένους ανθρώπους, αφιλόξενους και συμφεροντολόγους. Συνθήκες που βοηθούν στην ωρίμανση  του Γιάννη και δυναμώνουν το πείσμα του για μάθηση .

Η επίδραση του φιλολόγου  του, οι επισκέψεις και η μελέτη στη βιβλιοθήκη, η βιβλιοθηκάριος, τα ονόματα σημαντικών συγγραφέων που παρατίθενται, η αγάπη για τα βιβλία είναι παράγοντες που του άνοιξαν τον δρόμο για να τραβήξει μπροστά ξεπερνώντας τα οικονομικά και υλικά εμπόδια που ορθώνονταν απέναντι του.


Σε αυτή την  πορεία  θα υπάρξουν και άνθρωποι φιλικοί που θα τον βοηθήσουν ηθικά να σταθεί στα πόδια του. Οι φιλίες του θα τον ανδρώσουν και θα τον προβληματίσουν πολιτικά και ιδεολογικά, θα ξαναγίνει ο γιος του αντάρτη αποτινάζοντας , όχι χωρίς κόπο, όσα η συστηματική κατήχηση στα ιδρύματα της Φρειδερίκης του  είχε καλλιεργήσει στη ψυχή και στη συνείδησή του.

" Τα λόγια του Τάσου για τον πατέρα τον είχαν ταράξει. Έχοντας για χρόνια διαποτιστεί βαθιά από όσα είχε ακούσει στις παιδοπόλεις και διδαχτεί στα σχολεία, είχε σχεδόν καταφέρει στο τέλος να τον συγχωρήσει για την εγκατάλειψή του` ποτέ του όμως δεν είχε σκεφτεί πως θα μπορούσε , πως θα έπρεπε να είναι ακόμη και περήφανος για κείνον - ο Τάσος ήταν ο πρώτος άνθρωπος που του το είπε, και αυτό θα το θυμόταν για πάντα. " 

Όλα αυτά τα γεγονότα διαδραματίζονται στο μεγαλύτερο μέρος τους μέσα σε ένα πανέμορφο θασίτικο τοπίο όπου το πράσινο των πεύκων, το ασημένιο των ελιών δένουν με το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας και τα καφετιά απόκρημνα βράχια.  Κι ανάμεσά τους ο Κάβος της Φονιάς όπου ο Γιάννης σιγά σιγά επαναεισάγεται στον τόπο του, μαθαίνει τους ανθρώπους, ζει μαζί τους και αρχίζει να γνωρίζει τον εαυτό του.
Όμορφες περιγραφές γεμάτες δύναμη, χρώματα και ήχους.

" Τράβηξε χαμηλά, για να φτάσει στην άκρη του κάβου. Πέρασε μερικά καλύβια, γαντζωμένα στην κόψη του γκρεμού. Ο βράχος γυμνός, κομμένος με το μαχαίρι, με λίγα θάμνα που ξεφύτρωναν στις ρωγμές του. Στην άκρη, μια βαθιά σπηλιά έσκαβε τα σπλάχνα του. Μετά η κόκκινη ξέρα χαμήλωνε κι έσβηνε, με το ρύγχος της να χώνεται στο νερό.
Πολλά χρόνια αργότερα, όχι τώρα την πρώτη φορά, ο Γιάννης θα αναρωτιόταν αν από το αίμα μιας αληθινής κουρσάρικης σφαγής ή από το άλικι χρώμα της πέτρας ήταν που πήρε το όνομα "της Φονιάς ο κάβος". 

Από την άλλη η Καβάλα της δεκαετίας του 1950 σε ασπρόμαυρο φόντο με τη διαφορετική ζωή της, τις δυσκολίες της , την καθημερινότητά της παίζει και αυτή το ρόλο της στη διαμόρφωση του Γιάννη. 

" Η Καβάλα, ένα βιαστικό πέρασμα ως τότε γι' αυτόν, πότε στους δρόμους της φυγής και πότε του γυρισμού, έμελλε τώρα να γίνει σταθμός στη νέα ζωή του, η μοιραία πόλη της αναζήτησης, της προσδοκίας, της μαθητείας"

Οι τόποι είναι οι άνθρωποί τους. Ο Γιάννης Ατζακάς ζωντανεύει αυτούς τους ανθρώπους όχι απλά τοποθετώντας τους στο φυσικό τους χώρο αλλά χρησιμοποιώντας διαλόγους  στη θασίτικη διάλεκτο, σκηνές της καθημερινής αγροτικής ζωής με τις διάφορες ασχολίες των ανθρώπων στα χωράφια, στη θάλασσα, στα σπίτια. Τα μαγαζιά, τα αλισβερίσια, ο γραμματέας, οι χωροφύλακες, οι γυναίκες, τα κορίτσια, οι γιορτές και τα πανηγύρια, οι μουσικές και τα τραγούδια. Όλα αυτά συνθέτουν μια ρεαλιστική εικόνα της κοινωνίας των χωριών της Θάσου λίγα χρόνια μετά το τέλος του Εμφυλίου. 

" Δεν ήταν μόνο που ξαναγύρισε στο παιδικό του λίκνο, κοντά στη γιαγιά - μάνα` ξαναβρήκε και τους αγαπημένους τόπους, τη λησμονημένη λαλιά του. Αυτός ήταν σαν το εξόριστο εκείνο πριγκιπόπουλο που επέστρεψε  στο μικρό του βασίλειο και, βρίσκοντας εκεί τη γενιά του ξεριζωμένη, τον πατέρα χαμένο σε ξεχασμένους πολέμους, ήρθε να πάρει τη θέση του"

 Εκείνο όμως που βρίσκω ξεχωριστό κάθε φορά που διαβάζω ένα βιβλίο του Γιάννη Ατζακά είναι ο σπαρακτικός τρόπος με τον οποίο κατορθώνει να μεταγγίζει τα συναισθήματά του και να με κάνει να νιώθω όπως  ο βασικός του ήρωας ο Γιάννης Αρχοντής. Η σκληρότητα της ζωής του, η ορφάνεια , το μεγάλωμα σε ξένα χέρια, οι παιδοπόλεις δεν αγρίεψαν την ψυχή του. Σε όλες του τις κινήσεις διακρίνεται η αθωότητα η παιδική, η αγνότητα  και η ευγένεια. Το σώμα του και η ψυχή του λαβώνονται από τη σαϊτιά ενός έρωτα ανομολόγητου στην αρχή και ανεκπλήρωτου στη συνέχεια. Η μοναξιά , το αίσθημα της φυλακής, ο πόνος του νέου αποχωρισμού  είναι ισχυρά συναισθήματα την πρώτη μέρα στην Καβάλα, στο άξενο σπίτι που θα κατοικούσε μαζί με μια άγνωστη σκληρή γυναίκα.

" Ένας κόμπος του έσφιγγε το λαιμό και δεν κατέβαινε η μπουκιά...
Όταν μετά από λίγο έσβησε το φως, ο Γιάννης τράβηξε ως επάνω το σεντόνι του, γύρισε προς τη μεριά του τοίχου, και τότε το βουβό παράπονο, που όλη μέρα στάλαζε μέσα του, σαν κύμα τινάχτηκε και πλημμύρισε τα μάτια του. Έκλαψε στα σκοτεινά, όπως τότε, την πρώτη νύχτα του στην παιδόπολη, εδώ στην ίδια αυτή πόλη, πριν από οκτώ ακριβώς χρόνια. Έκλαψε με καυτά, πνιχτά δάκρυα, κανείς να μην ακούσει , κανείς να μη μαντέψει".

Διάχυτη και η νοσταλγία για το νησί , το σπίτι του , τη γιαγιά του, την Έλλη. 
Καταλυτικά τα συναισθήματα που του δημιουργεί η φιλία του με τον Τάσο καθώς νιώθει ότι μέσα στο σκοτάδι αρχίζει να χαράζεται μια φωτεινή γραμμή και να βγαίνει η ζωή του από τη σκιά. 

" ο Θεός ορφανά κάνει, άμοιρα δεν κάνει" του έλεγε συνέχεια η γιαγιά - Βενετιά και ο Γιάννης Αρχοντής  κατόρθωσε να εκπληρώσει την επιθυμία της γιαγιάς του να σπουδάσει ξεπερνώντας όσα εμπόδια υψώνονταν μπροστά του.

Ο Γιάννης Ατζακάς ολοκληρώνοντας αυτή τη μυθιστορηματική τριλογία με το έντονο αυτοβιογραφικό στοιχείο έδωσε υπόσταση και στο " κρυφό του όνειρο":με τη μαγική δύναμη της γραφής  " να επαναφέρει το χρόνο , να αναπαριστά τους στοιχειωμένους τόπους, να ζωντανεύει τα πρόσωπα, να καταλαγιάζει τα πάθη, να απαλύνει τον πόνο..."

Ο στίχος του Σολωμού από τον Πόρφυρα " προλογίζει " το βιβλίο:

" Άστραψε φως κι εγνώρισεν ο νιος τον εαυτό του"

Το βιβλίο κυκλοφόρησε το Δεκέμβριο του 2013 και είναι αφιερωμένο στη μνήμη  Χρίστου Τσολάκη, Γιώργου και Νίκου Χουρμουζιάδη, στο Θύμιο και τον Γιώργο.




Γιάννης Ατζακάς , Φως της Φονιάς, Άγρα 2014 , α' ανατύπωση

 




Κυριακή 18 Μαΐου 2014

Πέδρο Πάραμο

Στις 16 Μαΐου του 1917 ήρθε στον κόσμο και συγκεκριμένα στη μεξικανική επαρχία του Χαλίσκο, ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους συγγραφείς του 20ου αιώνα, ο Χουάν Ρούλφο. Το συγγραφικό του έργο δεν είναι μεγάλο σε παραγωγή . Είναι όμως τεράστιο σε σημασία, τόσο που επηρέασε σημαντικά άλλους συγγραφείς όπως τον Κάρλος Φουέντες , τον Γκαμπριέλ Γκαρσίας Μάρκες κ.α.Θεωρείται  ο πρόδρομος του " μαγικού ρεαλισμού "
Το έργο όμως εκείνο που υπήρξε καθοριστικό και καταλυτικό όχι μόνο για τον ίδιο αλλά  για τη μεξικανική και λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία είναι το Πέδρο Πάραμο. Μετά την έκδοση του , το 1955, ακολουθεί σιωπή. Είναι το μοναδικό μυθιστόρημα του μεγάλου συγγραφέα.
" Σε τέσσερις μήνες έγραψα το Πέδρο Πάραμο και χρειάστηκε να του αφαιρέσω εκατό σελίδες. Σε μια νύχτα έγραφα ένα διήγημα. Είχα μεγάλη ορμή, μου κόψαν όμως τα φτερά" γράφει ο ίδιος για να δικαιολογήσει την μετέπειτα σιωπή του.

 Στο προλογικό σημείωμα του Πέδρο Πάραμο η μεταφράστρια Έφη Γιαννοπούλου αναλαμβάνει να μας συστήσει το συγγραφέα και το έργο του:
" Ο Ρούλφο γεννήθηκε στην επαρχία του Χαλίσκο, έζησε στα παιδικά του χρόνια την επανάσταση των κρίστερος, κατά τη διάρκεια της οποίας δολοφονήθηκε ο πατέρας του, και πολύ σύντομα έχασε και τη μητέρα του, μυήθηκε στη λογοτεχνία καταβροχθίζοντας τη βιβλιοθήκη ενός ιερέα, ο οποίος την άφησε στη γιαγιά του κατά τη διάρκεια του πολέμου για να τη διασώσει. Όλα αυτά θα αφήσουν τα ίχνη του στη γραφή του. Αυτό που επιχειρεί είναι να εντάξει στο έργο του τον προφορικό λόγο της ιδιάιτερης πατρίδας του και το επιτυγχάνει με έναν τρόπο που τον φέρνει πιο κοντά στον Τζόυς ή τον Φόκνερ παρά στην ηθογραφία, που επιλέγει το φολκλόρ και περιγράφει τοπικά ήθη και έθιμα. Έτσι, θα καταφέρει να αναγάγει το τοπικό σε οικουμενικό. Το έργο του μοιάζει να είναι ένα βήμα - τεράστιο και πολύ σημαντικό - που πατά στην παράδοση του μεξικανικού μυθιστορήματος της επανάστασης, για να τη συνδέσει όμως με το μοντερνισμό και να γίνει πρόδρομος του ρεύματος της λατινοαμερικανικής σκέψης που έμεινε γνωστό με το όνομα " φιλοσοφία του αμερικανικού ή του μεξικανικού" [...] 
το Πέδρο Πάραμο , όταν εκδίδεται , δημιουργεί αρκετή αμηχανία. Είναι τόσο καινούριο αυτό που φέρνει στη μεξικανική λογοτεχνία, ώστε τα ίδια στοιχεία που στη συνέχεια θα το καταστήσουν κλασικό στην εποχή αντιμετωπίζονται ως μειονεκτήματα: η δυσκολία ταξινόμησης του ύφους του, η ανάμειξη ρεαλισμού και ποίησης, η χαλαρή δομή και η έλλειψη ενός πυρήνα προς τον οποίο να συγκλίνει όλο το μυθιστόρημα, το γεγονός ότι τα πρόσωπα παρουσιάζονται μονοδιάστατα, και το τοπίο σαν πρόσωπο[...]
Όμως , παρ' όλο που συγγραφείς και μελετητές συμφωνούν για την αξία του μυθιστορήματος  του Ρούλφο, δεν  καταφέρνουν να συμφωνήσουν και ως προς τα στοιχεία που το καθιστούν αυτό το μυθιστόρημα κλασικό. Οι αναγνώσεις είναι πολλές και διαφορετικές, καθένας από τους μελετητές και τους σχολιαστές του διαλέγει τη δική του οπτική γωνία για να μιλήσει γι' αυτό[...]
Πολύ ενδιαφέρουσα είναι και η παρουσίαση της Σούζαν Σοντάγκ στον πρόλογο της αμερικανικής έκδοσης:
[...] το Πέδρο Πάραμο είναι μια πολύ πιο σύνθετη αφήγηση από αυτό που υπανίσσεται το ξεκίνημά του. Η εισαγωγή του μυθιστορήματος - μια νεκρή μητέρα στέλνει το γιο της έξω στον κόσμο, ένας γιος που αναζητά τον πατέρα του - μεταλλάσσεται σε μια πολυφωνική διαμονή στην Κόλαση. Η αφήγηση συμβαίνει σε δυο κόσμους: στην Κομάλα του παρόντος, όπου ταξιδεύει ο Χουάν Πρεσιάδο, το " εγώ" των πρώτων προτάσεων ` και στην Κομάλα του παρελθόντος, το χωριό των αναμνήσεων της μητέρας και της νιότης του Πέδρο Πάραμο. Η αφήγηση κινείται προς τα εμπρός και προς τα πίσω, μεταξύ του πρώτου και του τρίτου προσώπου, μεταξύ του παρόντος και του παρελθόντος.( Οι σπουδαίες αφηγήσεις δε λέγονται μόνο σε παρελθοντικό χρόνο, αναφέρονται και στο παρελθόν) . Η Κομάλα του παρελθόντος είναι ένα χωριό ζωντανό. Η Κομάλα του παρόντος κατοικείται από τους νεκρούς, κι αυτοί που συναντά ο Χουάν Πρεσιάδο όταν φτάνει στην Κομάλα είναι φαντάσματα. Στα ισπανικά, pάramo σημαίνει ανεμοδαρμένο οροπέδιο, έρημος τόπος. Όχι μόνο ο πατέρας τον οποίο αναζητά είναι νεκρός, νεκροί είναι και όλοι οι άλλοι στο χωριό. Ως νεκροί, δεν έχουν τίποτ' άλλο να εκφράσουν παρά μονάχα τη βαθύτερη ουσία τους[...]
Το Πέδρο Πάραμο είναι ένα μυθικό βιβλίο από έναν συγγραφέα που επίσης έγινε μύθος κατά τη διάρκεια της ζωής του[...]
Το Πέδρο Πάραμο είναι ένα κλασικό βιβλίο με όλη τη σημασία του όρου[...]
Ο Γκαμπριέλ Γκαρσίας Μάρκες στο Σύντομες αναμνήσεις από τον Χουάν Ράλφο γράφει ανάμεσα στα άλλα :
[...] ήμουν ήδη ένας συγγραφέας με πέντε άγνωστα σχεδόν βιβλία. Αλλά το πρόβλημα μου δεν ήταν αυτό, γιατί δεν έγραφα, ούτε τότε ούτε ποτέ, για να γίνω διάσημος αλλά για να με αγαπούν περισσότερο οι φίλοι, κι αυτό πίστευα πως το είχα πετύχει. Το μεγάλο μου πρόβλημα ως μυθιστοριογράφου ήταν πως μετά από εκείνα τα βιβλία είχα βρεθεί σε αδιέξοδο, και αναζητούσα παντού μια χαραμάδα για να δραπετεύσω. Ήξερα καλά και τους καλούς και τους κακούς συγγραφείς που θα μπορούσαν να μου δείξουν το δρόμο, κι ωστόσο ένιωθα σαν να στριφογύριζα διαρκώς σε ομόκεντρους κύκλους. Δεν πίστευα πως είχα στερέψει. Αντίθετα: ένιωθα ότι έμεναν ακόμα πολλά βιβλία να γράψω, αλλά δεν μπορούσα να βρω έναν πειστικό και ποιητικό τρόπο για να το κάνω. Σ' αυτήν την κατάσταση βρισκόμουν όταν ο Άλβαρο Μούτις ανέβηκε με μεγάλες δρασκελιές τους επτά ορόφους του σπιτιού μου μ' ένα πακέτο βιβλία στο χέρι, ξεχώρισε από το σωρό το πιο μικρό και το πιο σύντομο και μου το έδειξε σκασμένος στα γέλια:
" Διάβασε αυτό το πράγμα, γαμώτο, για να μάθεις!"
Ήταν το Πέδρο Πάραμο.
Εκείνη τη νύχτα δεν μπόρεσα να κοιμηθώ προτού τελειώσω τη δεύτερη ανάγνωση. Ποτέ, από την τρομερή νύχτα που διάβασα τη Μεταμόρφωση του Κάφκα σε μια θλιβερή φοιτητική εστία στην Μπογκοτά - σχεδόν δέκα χρόνια νωρίτερα - δεν είχα νιώσει παρόμοια συγκίνηση[...]
Δεν είχα προλάβει καλά καλά να συνέλθω από την έκπληξη, όταν κάποιος είπε στον Κάρλος Βέλο ότι ήμουν ικανός να απαγγείλω από μνήμης παραγράφους ολόκληρες από το Πέδρο Πάραμο. Η αλήθεια ήταν ακόμη πιο εντυπωσιακή: μπορούσα να απαγγείλω ολόκληρο το βιβλίο, απ' την καλή κι απ' την ανάποδη, χωρίς κανένα σημαντικό λάθος, και μπορούσα να πω σε ποια σελίδα της έκδοσής μου βρισκόταν το κάθε επεισόδιο, και δεν υπήρχε ούτε ένα χαρακτηριστικό κάποιου προσώπου που να μην το γνώριζα εις βάθος[...]
[...] η εις βάθος έρευνα στο έργο του Χουάν Ρούλφο μου πρόσφερε επιτέλους το δρόμο που αναζητούσα για να συνεχίσω τα βιβλία μου, και πως γι'αυτό μου είναι αδύνατο να γράψω γι' αυτόν χωρίς τελικά να καταλήξω να μιλώ για τον εαυτό μου. Τώρα θέλω να πω επίσης πως το ξαναδιάβασα ολόκληρο για να γράψω αυτές τις σύντομες αναμνήσεις, και ότι ξανάγινα το αθώο θύμα της ίδιας έκπληξης όπως και την πρώτη φορά. Δεν είναι περισσότερες από τριακόσιες σελίδες, αλλά είναι σχεδόν τόσες, και νομίζω πως θα έχουν την ίδια διάρκεια με τις σελίδες που έχουν διασωθεί από τον Σοφοκλή".


Χουάν Ρούλφο, Πέδρο Πάραμο, μτφ. Έφη Γιαννοπούλου, Πατάκης 2013, 7η έκδοση.

Ένα αριστουργηματικό μυθιστόρημα γραμμένο σε ποιητική γλώσσα, την οποία, νομίζω, κατορθώνει να αναδείξει η μετάφραση της Έφης Γιαννοπούλου. 
Μια κατάδυση στον κόσμο των νεκρών, άχρονο,  μια σύγχρονη νέκυια, μια φιλοσοφική ματιά στο θάνατο και στη ζωή.

Σάββατο 17 Μαΐου 2014

Βίκυ Μοσχολιού και 10 αγαπημένα τραγούδια

















- Πού πέφτει ο Λίβανος; ρωτούσαν τον Κοσμά. Και γιατί να μαζευτούν κάτω εκεί στην Αραπιά κι όχι εδώ στα Ελεύθερα Βουνά; Τι κυβέρνηση θα είναι τώρα αυτή;


                            Οι αντιπροσωπείες που συμμετείχαν στη Σύσκεψη του Λιβάνου( 17 με 20 Μαΐου 1944)
[...]Λίγος καιρός είχε περάσει από τότε που έμαθαν ότι στα Ελεύθερα Βουνά έγινε η Π.Ε.Ε.Α. κι ότι το Μάη συνήλθε το Εθνικό Συμβούλιο. Μισό μήνα κράτησαν οι εργασίες του στο χωριό της Ευρυτανίας Κορυσχάδες , όπου συναθροίστηκαν εκλεγμένοι από χωριά και πόλεις εθνοσύμβουλοι. Ενάμιση εκατομμύριο Έλληνες ψήφισαν σ' αυτές τις εκλογές - το νούμερο το άκουγαν εδώ απάνω και λογάριαζαν υπερήφανοι πόσο είχε μεγαλώσει τώρα η δύναμη της λευτεριάς και πόσο η μέρα της είχε πια σιμώσει...
Δεν ξέραν ακόμη ότι πέρα από τη θάλασσα, στην Αραπιά, άλλοι λογαριασμοί γίνονταν. 'Αλλα συμβούλια εκεί.

Αυτά τα έμαθαν μια άλλη μέρα από προκηρύξεις που έρριξαν αγγλικά αεροπλάνα: στις είκοσι του Μαΐου τελείωσε τις εργασίες του το Εθνικό Συνέδριο. Η αναγγελία του τέλους έφτανε εδώ ξαφνικά, μαζί με την αρχή - κανείς ως τότε δεν ήξερε γι' αυτό. Το Συνέδριο έγινε στο Λίβανο, όπου πήγαν αντιπρόσωποι απ' όλα τα ελληνικά κόμματα κι από τους αντάρτες. Έπειτα από πολλές συζητήσεις έγινε συμφωνία. Όπως διάβασαν στις προκηρύξεις, η συμφωνία των κομμάτων ήταν πλήρης, καταστρώθηκε εθνικό πρόγραμμα που το δέχτηκαν όλοι. Το πρόγραμμα ήταν ο Εθνικός Χάρτης και σ' αυτόν θα στηριζόταν η Πενελλήνιος Κυβέρνηση Συνασπισμού, που θα σχηματιζόταν αμέσως.
Ήταν έξοχη ημέρα, ο ήλιος άλειφε μέλι τους λόφους και αυτοί με την άδεια των γιατρών λιάζονταν ξαπλωμένοι απάνω στο χορτάρι και σε στεγνά φύλλα. Μύριζε ρετσίνι και γάλα. Οι αντάρτες είχαν πολλές απορίες:

- Πού πέφτει ο Λίβανος; ρωτούσαν τον Κοσμά. Και γιατί να μαζευτούν κάτω εκεί στην Αραπιά κι όχι εδώ στα Ελεύθερα Βουνά; Τι κυβέρνηση θα είναι τώρα αυτή;

Γινόταν φλογισμένη συζήτηση, αλλά η Κουστάντω, που είχε ακούσει μ' ενδιαφέρον να διαβάζουν τις προκηρύξεις, ζήτησε να της πουν με δυο καθαρά λόγια την ουσία: καλό θα είναι τώρα αυτό ή κακό;

- Καλό βέβαια, της απάντησαν. Το υπογράφουν κ' οι δικοί μας...
- Ε, τότε τι τα ψιλοκοσκινάτε;

Ύστερα από λίγες μέρες έπεφτε από ψηλά, από άλλο αγγλικό αεροπλάνο, η Κυβέρνηση της Ενότητας - δεκαπέντε περίπου ονόματα υπουργών.

Στον Κοσμά συνέβη κάτι όμοιο με συγκλονιστική αποκάλυψη - τα γράμματα άρχισαν να πηδούν - τη στιγμή που από τα πρώτα στον κατάλογο των υπουργών, αντίκρυ σε σπουδαιότατο υπουργείο διάβασε το όνομα του Θεόδωρου  Μαράντη. Έκλεισε τα μάτια, τα άνοιξε πάλι. Δεν είχε κάνει λάθος; Όχι - απλωμένο με την άνεσή του σαν απάνω στον υπουργικό θώκο ήταν εκεί, πλάι στ' άλλα, κι αυτό το όνομα, αμετάβλητο κι ακούνητο όπως στο παρελθόν. Ο Κοσμάς διάβασε όλο τον κατάλογο, το βλέμμα του άρχισε να συνηθίζει σιγά - σιγά, όπως το αφτί σε γνώριμο ήχο που αντήχησε κάπως απροσδόκητα. Πραγματικά, δίπλα στ' άλλα ονόματα, διαβαζόταν και τ' όνομα του Μαράντη ομαλά, πολύ φυσικά, όπως η λέξη Αλλάχ στο Κοράνιο. Ο ήχος έβγαινε ταιριαστός, γνωστός, όπως μια εθνική συνήθεια. Ο λόγος ήταν για κυβέρνηση , για υπουργεία και γινόταν κάτι πατροπαράδοτο - το νερό κελάρυζε στο αυλάκι του. Θυμήθηκε αυτή τη φράση που είχε ακούσει από τον πατέρα, ότι το νερό δεν μπορεί να πάει αλλού, θα τρέχει στο αυλάκι του, θυμήθηκε το παλιό αρχοντικό στην Αθήνα, τα σκοτεινά πρόσωπα που εμπορεύονταν λάδια, σύκα, καπνά, που προμηθεύονταν τα βαγόνια από τους Γερμανούς και μάζευαν χρυσάφι. Ήταν οι άνθρωποι του Μαράντη...

Στο αντικρυνό κρεββάτι πλάγιαζε ο νεολαίος Δυοβουνιώτης - παλιά γνωριμία του Κοσμά από το λόχο στρατηγείου στον Αστρά. Του είχαν κόψει κι αυτουνού τώρα το δεξί χέρι από τον άγκωνα. Τετραπέρατο βλαχόπουλο από κάποιο καραγκουνοχώρι της Θεσσαλίας εκφραζόταν συχνά με απορίες που παρουσίαζαν τα πράγματα από απροσδόκητες όψεις. Αγαπούσε τη συζήτηση και να λέει αστεία σοβαρολογώντας. Ο Δυοβουνιώτης διάβαζε τώρα κι αυτός την προκήρυξη με τα ονόματα των υπουργών. Κοιτούσε με πολλή περιέργεια, σα να' βλεπε ζωγραφιές - ανθρώπους με πολλά κεφάλια, γοργόνες με ουρές κι άλλα μη συνηθισμένα πράγματα.

- Τι βλέπεις εκεί; Δυοβουνιώτη;

Αυτός σήκωσε το κεφάλι του, κοίταξε τον Κοσμά:

- Προσπαθώ να βρω: τι να' ναι όλοι ετούτοι;
- Υπουργοί! του είπε ο γείτονας του Κοσμά, ο Θύμιος με τα κομμένα ποδάρια.
- Α, σ' ευχαριστώ! φώναξε με ειρωνεία ο Δυοβουνιώτης. Με φώτισες κι ας μη σε λένε Φώτη. Αυτό όμως λέω εγώ τώρα; Αυτό το ξέρω. Εγώ προσπαθώ να βρω τι είναι και τους έκαναν υπουργούς, τι πρόσφεραν στον αγώνα; Εμείς ονόματα βλέπουμε εδώ, αλλά τι είναι κάτω από το κάθε όνομα το ξέρουμε; Να, κοίτα εδώ έναν πήχυ, όνομα: Γ α ρ ο υ φ α λ α κ ό π ο υ λ ο ς ! Τι να' ναι αυτός; Αποκλείεται να είναι λες κανένας μέραρχος , που τσάκισε με τους αντάρτες του τους Γερμαναράδες;
- Θαν τον ξέραμε τότε...
- Και πώς να τον ξέρουμε που θα' χε το ψευδώνυμό του κι αυτός; Εσύ θα το' ξερες πώς είναι το όνομά μου αν δε σου το' λεγα; Δυοβουνιώτης ακούς και κάτσε - γύρευε. Έτσι κι αυτός εδώ, μπορεί να είναι από κείνους που γκρέμισαν στο Γοργοπόταμο τη γέφυρα και πολέμησε με το ψευδώνυμο Αχιλλέας - πού το ξέρεις;

Μάταια προσπαθούσαν να τον μεταπείσουν οι άλλοι, ότι δεν ήταν απαραίτητο να είναι ο Γαρουφαλακόπουλος μέραρχος ή καπετάνιος...

- Πρέπει! υποστήριζε τη γνώμη του ο Δυοβουνιώτης. Αλλιώτικα τι τζερεμές είναι και τι τον θέλουμε στην κυβέρνηση;
- Έλα τώρα, Δυοβουνιώτη, με ζάλισες, είπε ο Θύμιος. Εξήγησέ μας καλύτερα γιατί οι δικοί μας δεν είναι μέσα στην κυβέρνηση;
Ο Δυοβουνιώτης απάντησε με προσποιητή απορία:
- Τι να κάνουν, καημένε, οι δικοί μας στην κυβέρνηση; Αν ήταν κανένας κατάλογος εκτελεσμένων θα ήταν πρώτοι και καλύτεροι...

Ορισμένα τέτοια αστεία του Δυοβουνιώτη οι άλλοι τραυματίες δεν τ' αγαπούσαν. Ο Θύμιος θύμωσε πολύ.

- Αυτά, Δυοβουνιώτη....άκου δω!
- Καλά, μωρέ, δεν το ματακάνω!

Οι εαμικοί αντιπρόσωποι δεν είχαν πάρει μέρος στην κυβέρνηση. Στο τέλος της προκήρυξης σημειωνόταν ότι τα υπόλοιπα υπουργεία παραμέναν για την ώρα κενά. Αυτό ήταν γραμμένο με ψιλά στοιχεία όπως σημειώνεται μια λεπτομέρεια όχι και τόσο σημαντική. Δεν ήθελε όμως συζήτηση ότι εκεί ήταν σημειωμένο το μεγάλο πρόβλημα: θα έπαιρνε αυτή η κυβέρνηση την έγκριση των μαχόμενων Ελλήνων ή θα στηριζόταν μόνο στην επιθυμία και στα όπλα των Άγγλων; Οι αντάρτες είχαν αντιληφθεί τι σημασία είχε η απουσία των δικών τους από την κυβέρνηση  κ΄ήθελαν να ξέρουν τι θα γινόταν; Θα συμφωνούσε η δική τους ηγεσία;

Ρωτούσαν τον Κοσμά. Αλλά ο Κοσμάς δεν ήθελε να μοιάζει μ' έναν γνωστό του που ενώ ήξερε ελάχιστα γραμματάκια και δεν είχε αρκετή πείρα από τη ζωή, παρ' όλα αυτά όταν γινόταν πολιτική συζήτηση απαντούσε σε όλα τα ερωτήματα, ακόμη και τι θα γινόταν ύστερα από τον πόλεμο το κρατίδιο του Αγίου Μαρίνου. Θυμόταν άλλωστε και αυτό που είχε πει το χειμώνα ο Λίας, ότι έπρεπε να είναι κανείς σε ψηλό μέρος, για να βλέπει τι γίνεται κάτω και γύρω. Ο Κοσμάς καταλάβαινε βέβαια καλύτερα από τα απλά αυτά παιδιά, που ήταν η συντροφιά του. Είχε παρακολουθήσει το σπουδαίο πρόβλημα πριν φτάσει στο κρίσιμο σημείο, όπου μπήκε τώρα. Είχε ακούσει να μιλάν γι' αυτό άλλοι πιο έμπειροι και υπεύθυνοι. Θυμόταν τα επιγραμματικά, όπως πάντοτε λόγια του Σταύρου:

 " Ο παλιοκομματισμός έχει χρεωκοπήσει, στέκει με το ένα πόδι στον τάφο..." 

κι αυτό που είχε απαντήσει τότε, στο παράνομο τυπογραφείο, ο Σπύρος, ότι αν τους τραβήξει κανείς από το άλλο πόδι αυτοί θα ξαναβγούν.

Να πλησίαζε λοιπόν τώρα αυτή η στιγμή της νεκρανάστασης; 
Τι θα έλεγε , τι λέει αλήθεια τώρα ο Σπύρος; ( απόσπασμα)



Μ. Αλεξανδρόπουλου , Νύχτες και αυγές. (Τα βουνά ), Θεμέλιο , Αθήνα 1964