Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Δευτέρα 30 Ιουνίου 2014

Κυριακή 29 Ιουνίου 2014

Βάσω Κατράκη, η γυναίκα που λάμπρυνε την ελληνική χαρακτική



ΒΑΣΩ ΚΑΤΡΑΚΗ - 100 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ
Συμπορεύτηκε με το λαϊκό κίνημα
«Δε θέλω παρά να εκφράσω την αγάπη και τον ενθουσιασμό μου προς τη ζωή. Κάθε στιγμή που μου ανήκει δεν θα ήθελα να είναι παρά ένας χαιρετισμός προς αυτήν. Να εκφράσω την αγάπη μου προς τον άνθρωπο και τη δικιά του ζωή, με τις χαρές, τα βάσανα και το μόχθο της. Προσπαθώ να εκφραστώ με τον πιο σαφή τρόπο. Αυτό το κάνω γιατί έτσι νιώθω. Με ενδιαφέρει να 'ρθω σε όσο γίνεται πληρέστερη επικοινωνία με τους ανθρώπους, να μιλήσω με τη γλώσσα τους. Αυτό είναι η πιο μεγάλη καταξίωση ενός καλλιτέχνη. Δε διαλέγω ορισμένα θέματα, μα βιώματα. Και αυτά μπορεί να έρχονται είτε από τη χώρα που ζεις είτε απέξω, φτάνει να είναι ανθρώπινα».
Αυτή ήταν η Βάσω Κατράκη (1914 - 1988), η γυναίκα που λάμπρυνε την ελληνική χαρακτική, υπηρετώντας την με αφοσίωση και γνώση. Στο έργο της μεγάλης δημιουργού, που γνώρισε όχι μόνο πανελλήνια, αλλά και παγκόσμια αναγνώριση, κυριάρχησαν τα πρόσωπα της καθημερινής ζωής και τα ανθρωπιστικά μηνύματα, οι αξίες και τα ιδανικά της. Μαχητική παρουσία σε όλα τα μεγάλα γεγονότα και τους αγώνες του λαού μας, στην Αντίσταση, στα δύσκολα μετεμφυλιακά χρόνια, στη δικτατορία, η Βάσω Κατράκη συμπορεύτηκε όλη της τη ζωή με το λαϊκό κίνημα, με τόλμη και αποφασιστικότητα, με σεμνότητα, ήθος, αξιοπρέπεια.

  Στο άσπρο και μαύρο της ζωής

Πλούσια η θεματολογία της. Ο Πόλεμος, η Κατοχή, η Αντίσταση και ο Εμφύλιος. Η αγωνιστική συνείδηση, η ένταξη και η δράση της. Οι περιπέτειες, οι διώξεις και η εξορία... Η Αντιγόνη σκεπάζει το νεκρό αδελφό της, παρά την απαγόρευση του Κρέοντα. Οι «Μάνες Πλατυτέρες» σηματοδοτούν το ιστορικό και κοινωνικό γίγνεσθαι για περισσότερη ατομική και συλλογική ελευθερία. Σπουδαία και τα έργα της, που καταγγέλλουν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης της πολιτικής και ιδεολογικής βίας Νταχάου, Αουσβιτς, Μακρόνησο, Γυάρο, Αϊ - Στράτη κι άλλα παρόμοια της σημερινής πολιτικής και οικονομικής βίας. Σε κάθε χάραξή της βρίσκεται ένα πνευματικό πάθος απ' όπου πηγάζει και κάθε ανθρώπινο μήνυμά της. Η δημιουργία της συνιστά μια από τις πιο ολοκληρωμένες προτάσεις, καθώς στο έργο της πραγματεύεται με συνέχεια και συνέπεια τα μεγάλα, τα θεμελιώδη θέματα της ζωής που εικονογραφεί, από τις αρχές της δεκαετίας του 1940 έως και τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Από τα πρώτα σπουδαστικά της έργα μέχρι τις μετέπειτα μνημειακές της προτάσεις, η πρόσληψη και η απόδοση της ανθρώπινης μορφής είναι η κυρίαρχη αισθητική - θεματική επιλογή της δουλειάς της, στην οποία η ενδελεχής μελέτη και ο διάλογος με την ελληνική τέχνη - από την προϊστορία μέχρι τις λαϊκές-παραδοσιακές εκφάνσεις της - παίζουν πρωταρχικό ρόλο. Ξεκινώντας από την ξυλογραφία, θα περάσει το 1955 στη χάραξη πάνω σε λίθο, μια τεχνική πρωτότυπη, στην οποία αναγνωρίζεται η «απόλυτη καλλιτεχνική δεξιοτεχνία» της χαράκτριας, συνδυασμένη με «οξυδερκή ελευθερία».



Οπως είναι γνωστό, με το που επιβλήθηκε η δικτατορία, οι χουντικοί συνέλαβαν την Β. Κατράκη και την έστειλαν στην εξορία. Το πρώτο που φρόντισε να πάρει μαζί της ήταν μπλοκ και μαρκαδόρους για να ζωγραφίζει. Μετατρέποντας το χώρο της εξορίας της σε εργαστήριο δημιουργίας, δούλεψε πολύ πάνω στα βότσαλα, τα οποία ζωγράφιζε και για τους συνεξόριστούς της. Η ίδια, μάλιστα, δεν τα θεωρούσε εικαστικό έργο, αλλά κυρίως μέσον επικοινωνίας, επαφής των εξόριστων με τον έξω κόσμο, με τις οικογένειές τους. Εννέα μήνες έμεινε εξόριστη στα Γιούρα η Β. Κατράκη, απ' όπου αναγκάστηκαν τελικά να την αφήσουν, μετά από διεθνείς πιέσεις.

Όνειρο ζωής
Η δημιουργία ενός μουσείου στη γενέτειρά της ήταν όνειρο ζωής και υπόσχεση. Στο μικρό, «ριζωμένο» στο μέσο της λιμνοθάλασσας, νησάκι του Αιτωλικού, βρίσκεται το «Μουσείο Βάσως Κατράκη - Εικαστικό Κέντρο Χαρακτικής». Μία μοναδική, φιλόξενη «γωνιά» της χαρακτικής δημιουργίας αγκαλιάζει τα δεκάδες «παιδιά» της Β. Κατράκη, πολύτιμη παρακαταθήκη για τις νεότερες γενιές.
«Η τέχνη δεν είναι παιχνίδι για αργόσχολους. Είναι αστραπή, είναι πόνος, είναι γέννα». Η φράση αυτή, από τις χειρόγραφες σημειώσεις της δημιουργού, υποδέχεται τους επισκέπτες στο χώρο του Μουσείου. Οι παρουσιαζόμενες δημιουργίες είναι χωρισμένες σύμφωνα με τις δύο καλλιτεχνικές περιόδους της: Της πρώτης 15ετίας, όταν βασικό υλικό ήταν το ξύλο, και της 35ετίας που ακολούθησε, με τα χαρακτικά στην πέτρα, τα οποία η χαράκτρια δουλεύει - όπως και οι γλύπτες - με σμίλη.
Χτισμένο πάνω σε έναν τεχνητά υπερυψωμένο μικρό λόφο, σε παραχωρημένη από το Δήμο Αιτωλικού έκταση 25 στρεμμάτων, αγναντεύει τη γαλήνια «νερένια πολιτεία», και τις ήρεμες, οριζόντιες γραμμές της λιμνοθάλασσας. Το κτίσμα είναι διώροφο. Οι εκθεσιακοί χώροι (δύο αίθουσες 400 τ.μ. η καθεμία) και η αίθουσα υποδοχής, που τις συνδέει, βρίσκονται στον όροφο, όπου φιλοξενούνται οι πέντε κύριες ενότητες δουλειάς της Β. Κατράκη. Τετρακόσια περίπου έργα, πολλά χαρακτικά ανάτυπα και μεγάλο μέρος από τις μήτρες (ξύλα και πέτρες), πάνω στα οποία χάραξε τα έργα της. Εκτίθενται, επίσης, μεγάλα και μικρά σε μέγεθος μαυρόασπρα και χρωματιστά σχέδια, καθώς και σχέδια προετοιμασίας για την παραγωγή του χαρακτικού ανατύπου. Τη συλλογή ενισχύουν τα αντικείμενα τέχνης, καλλιτεχνικές αφίσες και ζωγραφικά έργα. Ακόμη, φιλοξενούνται το εργαστήριο, η βιβλιοθήκη, τα αρχεία της και πολλές φωτογραφίες. Στο ισόγειο, οι τέσσερις αίθουσες, περίπου 400 τ.μ., προορίζονται για εργαστήρια χαρακτικής. Το μουσείο (ΝΠΔΔ, υπαγόμενο στο Δήμο Αιτωλικού) είναι ένας δυναμικός οργανισμός, που φιλοδοξεί να συμβάλει στην ανάπτυξη και εξέλιξη της χαρακτικής τέχνης στην Ελλάδα. Τα εργαστήρια χαρακτικής θα αποτελέσουν τόπο δοκιμών, πειραματισμών και δημιουργίας των χαρακτών, ενώ η ευρύτερη περιοχή του μουσείου είναι ένας θαυμάσιος τόπος έμπνευσης για τους καλλιτέχνες, αλλά και σημείο αναφοράς για τις γενικότερες εκδηλώσεις (εικαστικά συμπόσια, πολιτιστικές βραδιές, περιοδικές εκθέσεις κ.ά.), που προγραμματίζονται.

Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ

Σάββατο 28 Ιουνίου 2014

Η συνάντηση



 
 Ανέστης Ευαγγέλου. Σκίτσο του Ζαφ. Ιωσηφίδη

Ήτανε μεσημέρι, ο ήλιος έκαιγε, όταν,
βγαίνοντας από το λιμάνι, τσακισμένος,
έπεσα απάνω σου.
                              Αδελφάκι μου, είπα
και σ' ασπάστηκα και κλαίγαμε κι οι δυό μας
ανάμεσα στους έκπληκτους περαστικούς
                                                                     ποιος άνεμος
σ' έφερε από τα μέρη μας μετά από τόσον
καιρό, κι ενώ εσύ σώπαινες σφουγγίζοντας
τα δάκρυά σου, το πρόσωπο σου ανέγγιχτο είναι
θαρρείς από το χρόνο, πρόσθεσα, τα ωραία σου
μάτια, τα ξανθά σου τα μαλλιά,
                                                    θα πρέπει
καλή ζωή να έκανες εκεί στα ξένα, όχι
καθώς εμείς στον τόπο ετούτο το στεγνό, το στέρφο
που μ' άσπρισε, με στράγγιξε , με ρήμαξε.

Αχ, αδελφέ μου, εσύ' σουν πάντα απ' όλους μας
πιο διορατικός, έγκαιρα είχες προβλέψει
πως μέλλον δεν υπάρχει εδώ και ξενιτεύτηκες
αλλά ένα γράμμα τόσο δύσκολο ήταν
να στέλνεις κάπου κάπου; Έτσι κάνουν
τ' αδέρφια, έτσι ξεχνάνε;
                                         Μα εσύ -
αιφνίδιο φως καταύγασε το σκοτεινό μυαλό μου
κι έντρομος και βαθιά λυπημένος μαζί
σε κοίταξα εντατικά στα μάτια -
                                                      εσύ' σαι
σαρανταπέντε χρόνια κιόλας πεθαμένος, ψέλλισα
και νέα δάκρυα κύλησαν στο πρόσωπό μου.

Κι εσύ θαρρείς πως είσαι ζωντανός; -
μου σφύριξε σχεδόν τότε στ' αυτί και καθώς,
τώρα έχω δουλειά, σ' αφήνω, μου είπες
κι έτρεξες να προλάβεις το φανάρι στη διάβαση,
πρόλαβα κι έπιασα την παιδική μορφή σου
να μου χαμογελά αινιγματικά ενώ περνούσες
κιόλας απέναντι και πια μάς χώριζε
ορμητικό, αστραφτερό, πολύβουο,
το ρεύμα των αυτοκινήτων.

                                                          Ανέστης Ευαγγέλου

Δημοσιευμένο στο περιοδικό "  η λέξη ", το Γενάρη του 1987. Τεύχος 61

 Ο Ανέστης Ευαγγέλου (1937-1994) γεννήθηκε και έζησε στη Θεσσαλονίκη. Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε το 1960 με την ποιητική συλλογή Περιγραφή εξώσεως. Από τότε δημοσίευσε άλλα επτά ποιητικά βιβλία (Μέθοδος αναπνοής, 1966, Αφαίμαξη '66-'70, 1971, Ποιήματα 1956-1970, 1974, Διάλειμμα, 1976, Χάι κάι, 1978, Απογύμνωση, 1979, Η Επίσκεψη και άλλα ποιήματα, 1987, Το χιόνι και η ερήμωση). Το 1988 συγκέντρωσε σε έναν τόμο όλη την ως τότε ποιητική δημιουργία του, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Παρατηρητής με τον τίτλο Τα Ποιήματα, 1956-1986. Έγραψε επιπλέον και δημοσίευσε τα πεζογραφήματα Το Ξενοδοχείο και το σπίτι 1966 (επανέκδοση, διευρυμένη με τον τίτλο, Το ξενοδοχείο και το σπίτι και άλλα πεζά, Νεφέλη, 1985), το βιβλίο Ανάγνωση και γραφή (Παρατηρητής, 1981), στο οποίο συγκέντρωσε κείμενα λογοτεχνικής κριτικής, και το δοκίμιο Εννέα εκδοχές για την ποίηση και την ποιητική (Παρατηρητής, 1990).
Τη χρονιά του θανάτου του, το 1994, κυκλοφόρησε η τελευταία του ποιητική συλλογή, Το χιόνι και η ερήμωση, από τις εκδόσεις Χειρόγραφα, καθώς και η ποιητική ανθολογία Η δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά 1950-1970, από τις εκδόσεις Παρατηρητής. Το 1995, κυκλοφόρησε πάλι η πρώτη του ποιητική συλλογή, Περιγραφή εξώσεως, από τις εκδόσεις Χειρόγραφα. Έργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, πολωνικά, ρουμάνικα, ολλανδικά και σλοβενικά).

Πηγή: BiblioNet

Πέμπτη 26 Ιουνίου 2014

Το έκτο δάχτυλο



...Είναι μια λεπτομέρεια στην ιστορία του Μάξιμου και δεν την είδαν οι ιστορικοί. Καταχωνιασμένη μέσα σε πάρα πολλά που μάζεψαν τόσοι αιώνες, δεν μπορούσε να την δει άλλος από το μυθιστοριογράφο.
Γυρίζουμε λοιπόν πίσω στη μονή του Σίμωνος, τη σκοτεινή νύχτα που πήγαν οι στρατιώτες του πρίγκηπα και πιάσαν τον καλόγερο. Ο Αποσπασματάρχης, αφού είπε να του δέσουν τα χέρια με το λυτάρι, που προνόησε να πάρει από το στρατώνα, βάλθηκε να ψάχνει προσεχτικά το κελί. Τα κοίταξε όλα μόνος του. Αναποδογύρισε το κρεβάτι, τίναξε τα στρωσίδια, έχωσε το χέρι του στην κασέλα του καλόγερου, ψαχούλεψε και το ράσο του. Έπειτα πήρε και τα βιβλία, τ' άνοιξε , τα τίναξε ένα - ένα. Τίποτα! Ήθελε να βρει το Σατανά, με τον οποίο συνομιλούσε εδώ μέσα ο καλόγερος. Έμπειρος στρατιωτικός, από τους άριστους υπαξιωματικούς της σωματοφρουράς του Βασιλείου, ο επιλοχίας δεν αποθαρρύνθηκε. " Το παράθυρο είναι κλειστό - σκέφτηκε - κι από την πόρτα δε μπορεί να' φυγε, γιατί αποκεί μπήκαμε εμείς. Λοιπόν, αφού δεν είναι πουθενά, είναι μέσα του! και διάταξε τους ανθρώπους του:
- Κοπανάτε τον όσο το λέει η περδικούλα σας!
Κι ο ίδιος στάθηκε παράμερα με το σπαθί γυμνό, Μιχαήλ αρχάγγελος. Το μάτι του το κάρφωσε στο στόμα του καλόγερου - με το που θα πεταγόταν από μέσα ο Σατανάς, εκείνη ακριβώς τη στιγμή θα χυνόταν αστραπή απάνω του ο Αποσπασματάρχης, θα τον έκοβε στα δυο.
Έτσι άρχισαν τα μεγάλα βάσανα του Μάξιμου του Γραικού στη Ρωσία. Ο Σατανάς τη νύχτα εκείνη δε βγήκε. Τα ξημερώματα, μόλις λάλησε το πρώτο κοκόρι, ο Αποσπασματάρχης αναστενάζοντας έβαλε το σπαθί στη θήκη.
- Καλόγερε, είπε, ο Σατανάς είναι βαθιά μπασμένος μέσα σου και θα παιδευτείς πολύ, δε θα βγει δια μιας αλλά σιγά - σιγά μαζί με την ψυχή σου.
Έτσι κι έγινε. Ο Μάξιμος έζησε άλλα τριάντα δύο χρόνια στη Ρωσία, πέρασε πολλά, πρώτα χτισμένος στα πέτρινα θηκάρια του Κρεμλίνου, έπειτα στα βαθιά υπόγεια της μονής του Ιωσήφ, όπου ο ηγούμενος Νήφων το πήρε απάνω του μαζί με δυο άλλους φιλότιμους γέροντες να βγάνουν από λίγο - λίγο το Σατανά από μέσα του. Τα ίδια κατόπιν στη μονή Ότροτς στην πόλη Τβιέρη. Εκεί έμεινε είκοσι χρόνια, τα πρώτα δέκα σ' ένα βαθύ λάκο, όπου οι καλόγεροι τον μπούκωσαν με φωτιές και καπνούς, τον ετοίμαζαν για τα χειρότερα που είχε να τραβήξει κατόπιν στην Κόλαση, αν δεν κατάφερναν οι ίδιοι να τον εξαγνίσου μέχρι τότε.
Μα το κατάφεραν. Όταν ένα δειλινό του 1556 ο καλόγερος έκλεισε τα μάτια στη Μεγάλη Λαύρα της Αγίας Τριάδας, η μανία είχε ξεθυμάνει κι ο εξαγνισμός τελειωθεί - η εκκλησία τον απάλλαξε σιωπηρά από τις κατηγορίες, κατόπιν με τον καιρό έγινε κι άγιος. Finis coronat opus. Μες στο ευτυχισμένο της τέλος η ιστορία του Μάξιμου κρατάει για τον καθένα μια δικαίωση. Όλα χρειάζονταν για να γίνει αυτό που έγινε. Δεν πήγαν άδικα κι όσα πάσχιζαν με όρεξη και καρδιά επί τόσα χρόνια αυτοί που συνέχισαν το έργο του Αποσπασματάρχη.
Να τώρα η αξιομνημόνευτη λεπτομέρεια:
Ενώ δέκα και πλέον καλοταϊσμένοι άντρες της ανακτορικής φρουράς τον είχαν από κάτω και του τραβούσαν με χέρια και πόδια το πρώτο εκείνο χειροτόνημα στην τάξι των αγίων, ο καλόγερος δε σκέφτηκε να φωνάξει, ούτε να εκλιπαρήσει κανέναν, ούτε να κλάψει. Δε σκέφτηκε ούτε να προσευχηθεί - ποιος να τον άκουγε τέτοια ώρα; Παλιός θαλασσοπόρος, σκέφτηκες το κουπί του. Άμα κατόρθωνε να γλιτώσει το κουπί, τα γλίτωνε όλα. Ας του κάμουν ό,τι θέλουν απόψε τα διαμόνια. Οι σίφουνες κι οι θαλασσοκολώνες ας σηκώνονται αδιαπέραστο δάσος γύρω του κι ας ακουμπίσουν μακάρι στον ουρανό - δεν τον μέλλει. Όλα τα μαρτύρια θα μπορούσε να τα σηκώσει, φτάνει να μη χάσει το έκτο δάκτυλό του. Μέσα στο έκτο δάκτυλο ήταν το παν - το κουπί, η βάρκα και το πανί, ο ζέφυρος που θα ψυχώνει το σκάφος, το κοντάρι που θα γκρεμίζει κάτω τα θηρία, το άστρο που θα του φέγγει, το μπαστούνι του να περπατεί τις στράτες, μ' ένα λόγο τα πάντα για τη σωτηρία του βρίσκονταν εκεί. Αν μες στη σύγχυση χαθεί το έκτο δάκτυλο του, τα έχασε τότε όλα αυτά...
Κι ενώ λοιπόν οι στρατιώτες - μαζί με τους στρατιώτες φιλοτιμήθηκαν και μερικοί καλόγεροι - τον δέρναν όπως μπορούσαν, ο καλόγερος τέντωνε την όρασή του. Δυσκολευόταν να βλέπει , τον εμπόδιζαν τα αίματα, τα πριξίματα, τα πόδια των στρατιωτών.
Τελοσπάντων το είδε. Ήταν δίπλα στο πόδι του τραπεζιού. Εκατό φορές είχε κοιτάξει κι εκεί, δεν το είχε δει. Τώρα το έβλεπε, ήταν εκεί! Κάποια κλωτσιά θα το πέταξε δω πέρα, όπως τον πετούσαν και τον ίδιον, μια εδώ και άλλη εκεί. Βλέποντάς το αναθάρρεψε, αγάλλιασε η ψυχή του. " Τώρα χτυπάτε όσο θέτε, δε με μέλλει..." - είπε και σφίγγοντας τα σπασμένα του δόντια, γλίστρισε χέλι μες στο σωρό τα ποδάρια, άπλωσε, το πήρε! Το σφήνωσε γερά εκεί που ήταν η θέση του, ανάμεσα στ' άλλα του δάχτυλα. Και το μεγαλύτερο κατόρθωμα της ζωής του, αν έκανε κι αυτός ένα κατόρθωμα, ήταν τούτο ακριβώς, ότι έτσι σφηνωμένο μπόρεσε να το κρατήσει παντού όπου τον πήγαν, μέσα σε όλα που έπαθε. Εκείνοι τον δέρναν κι αυτός συλλογιζόταν την ελπίδα του, το έκτο δάκτυλό του. Το αίμα που έρεε από τις πληγές, το έκανε μελάνη. Τις κάπνες από τις φωτιές που άναβαν να τον πνίξουν , τις ανακάτευε με το σάλιο του και - τι νάκανε; - με το βρώμικο ζουμί του. Χαρτί είχε τις απαλάμες του, τους τοίχους, τα πατώματα, τις οροφές. Βρέθηκαν και πονετικοί καλόγεροι, τον προμήθευαν φυλλάδια και γνήσια μελάνη.
Δεν είχε όμως αξία πού έγραφε κάθε φορά, αρκεί ότι έγραφε. 
Ένιωθε μεγάλη ανάγκη κάτι να βγάζει από μέσα του - όχι το σατανά, όπως του έλεγαν οι κακοί και κοντά σ' αυτούς οι ανίδεοι.
Ήταν ο Πόνος και η Σκέψη. Πόνος και Σκέψη χόχλαζαν, όπως το νερό στο αναμμένο κακάβι. Και γνώριζε ο καλόγερος πως ο μόνος τρόπος ν' απολύτρώνεται από αυτά ήταν να μπορέσει να τα πλάθει σε άλλες μορφές, να τα μεταμορφώνει σε γράμματα και φράσεις  και να τ' απιθώνει κάπου, δεν έχει σημασία πού...
Έτσι έγραφε πολλά και διάφορα, πλήθος επιστολές, πραγματείες και νουθεσίες. Ο ίδιος ήταν στη φυλακή, μα οι γραφές του περπατούσαν στην ελευθερία. Διάφοροι καλόγεροι τις μάζευαν πολλές μαζί, τις ράβαν με δυο κλωστές και τις έκαναν ματσάκια - βιβλία πες. Τα χώναν στο σακκούλι τους  κι από ένα μοναστήρι τα κουβαλούσαν σ' άλλο, από έναν αιώνα σ' άλλον αιώνα, όπως οι μέλισσες τη γκαστρόσκονη. Φυλακή ήταν ακόμα, όταν κι η ίδια η εκκλησία μάζεψε κάμποσες επιστολές του σ' ένα σεβαστό ματσάκι 25 κεφάλαια, το μοίρασε στις ενορίες και στα μοναστήρια πνευματική δωρεά. Αυτό έγινε το 1547 τη χρονιά που ανακηρύχτηκε τσάρος κι αυτοκράτορας ο Ιβάν ο Τρομερός, γιος του Βασιλείου και της Ελένης. Τέσσερα χρόνια μετά φτιάξαν άλλη μια συλλογή με 46 κεφάλαια. Το 1555, ένα χρόνο πριν πεθάνει, τα κεφάλαια έγιναν 52. Έτσι από χρόνο σε χρόνο κι αφού πέθανε πια ο καλόγερος πήραν ν' αυξάνουν τα κεφάλαιά του. Κι αποδείχτηκε ότι τέσσερες  και πέντε αιώνες από τη φοβερή  εκείνη νύχτα στη μονή του Σίμωνος, ο Μάξιμος ο Γραικός ζούσε. Στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν οι Ρώσοι λόγιοι, οι ιστορικοί των γραμμάτων, άρχισαν να ταχτοποιούν τις μελέτες της κληρονομιάς, που άφησαν οι προκάτοχοί τους, σκύψαν και είδαν μέσα στ' άλλα πως το κεράκι του καλόγερου εξακολουθούσε να καίει.
- Για ιδέστε τι ζωντανό πνεύμα μέσα σε μια τόσο σκοτεινή εποχή, είπαν σχεδόν με ομοφωνία. Καλόγερος βέβαια ήταν, καλογερικά σύνταξε τις γραφές του, αλλά σκύψτε και ιδέστε τες καλά. Η μελάνη του έχει μια λαμπρότητα που δίνει στα κείμενα αυτά σπάνια αξία. Α, είχε ένα δικό του τρόπο να γράφει ο βασανισμένος αυτός γραφιάς. Χωρίς άλλο, ακέραιος χαρακτήρας!
Κοιτάξτε με τι φρόνημα στιγματίζει τις ατασθαλίες των αρχών, τι θερμά λόγια βρήκε να πει για τους φτωχούς, για τις έρημες τις χήρες των σκοτωμένων στρατιωτών, για τα ορφανά και τους άλλους πάσχοντες. Κοιτάξτε πώς μαστιγώνει τις παραλυσίες του κλήρου και των αρχόντων - α, κοντά στ' άλλα είναι και επικαιρότατος!... Μα και τι πλούτος γνώσεων για εκείνο τον καιρό! Ο καλόγερος αυτός δεν ανήκει στους καλογέρους και στα μοναστήρια , κι ας ήταν καλόγερος. Ας ήταν επίσης από ξένα μέρη φερμένος στα μέρη μας, είναι εκτός πάσης αμφιβολίας ότι με γνώση χειρίστηκε τη γλώσσα μας , σωστά μελέτησε  τα του εθνικού μας βίου, ειλικρινώς πόνεσε για τον τόπο - ανήκει , λοιπόν, στην εθνική μας γραμματεία! Γραφιάς δεινός, από τούδε και στο εξής τον παίρνουμε κάτω από το ιδικό μας μονύελο, του ανάβουμε δικά μας μανουάλια και τον τοποθετούμε εδώ σε μια αρκετά καλή θέση του δικού μας τέμπλου.
Κι αυτή τώρα είναι η άλλη αγιοποίηση του Μάξιμου του Γραικού. Μα όπως και να το πάρει κανείς, τη φοβερή εκείνη νύχτα στη μονή του Σίμωνος, όπου πρωτόφαγε το ξύλο της χρονιάς του από τους σταρτιώτες του Μεγάλου Πρίγκηπα, άρχισε η χειροτόνηση στην τάξι των αγίων. Γιατί μέσα στην τρομερή του ζάλη , μουρλός από τους πόνους δεν αμέλησε να μαζέψει από χάμω το έκτο δάκτυλό του. Και το κράτησε φυλαχτό, κόρη του ματιού του, να μην το δουν και του το πάρουν. Και δεν έπαυε να του πλέκει εγκώμια, τροπάρια, παρακλητικούς κανόνες.
- Τι κάνει εκεί κάτω αυτός; ρώτησε ο Νήφων τους καλόγερους του.
- Άγιεγούμενε, γράφει! Εμείς τον δέρνουμε κι ελόγου του γράφει. Μπουκώνουμε το κελί καπνούς και πάλι γράφει, τον τσιγκλάμε με τα δαυλιά, του ρίχνουμε καφτό νερό, κάνουμε τελοσπάντων ό,τι μπορούμε οι μαύροι, τζάμπα οι κόποι, τα ίδια πάλι - γρα΄φει!
- Αμέσως μετά το ζεματιστό νερό, ρίχτε του παγωμένο από τη στέρνα.
- Του ρίξαμε.
- Ε, και;
- Γράφει!
- Μα και τι στο διάτανο γράφει; - έχανε την υπομονή του κι ο Νήφων. Πώς και με τι;
- Γράφει στις απλάμες του. Ανοίγει τη μια του απαλάμη σα να κρατάει σκριζάλιο, με το δάχτυλό του κάτι γράφει εκεί μέσα. Άμα του ζουλάμε το ένα δάχτυλο, γράφει μ' άλλο, του το ζουλάμε κι εκείνο, γράφει μ' άλλο. Του τα ζουλάμε τότε και τα πέντε , αλλά εξακολουθεί και γράφει, άγιε πάτερ, και με τι δεν δεν καταλαβαίνουμε!  Όλο κοιτάει εκεί, κάτι λένε τα χείλια του και γράφει, όλο γράφει...
- Μαγγανείες! Ανάφτε μπροστά στη μπούκα του κελιού διαμιάς δώδεκα χερόβολα χλωρό χορτάρι και δώδεκα κοφίνες γκαβαλίνα!
Έτσι γινόταν πολλά χρόνια. Τον καίγαν, τον τσιγαρίζαν, τον ψάχναν, του τα παίρναν όλα, όμως το έκτο δάκτυλο δεν το βρήκαν, δεν το πήραν. Το κράτησε.

"Εσύ είσαι - έσκυφτε και του ψιθύριζε - η μόνη καταφυγή μου, 
η βάρκα μου, το ιστίο μου και το κουπί μου.
Εσύ' σαι η φτερούγα μου που πάει στους αιθέρες,
ο ήλιος ο γλυκός τις μαύρες τούτες μέρες.
Με σένα , κοφτερό υνί, σκίζω το χώμα,
το που μου δίνει το ψωμί και ζω ακόμα.
Χαίρε το που θραύουν και δε θραύεσαι,
Χαίρε το που σε καίνε και δεν καίγεσαι.
Χαίρε το που ξαναγεννάς τους συλληφθέντας αισχρώς,
Χαίρε η θεία άκρη σου που σκάει το πρώτο φως.
Αν, Θε μου, απομακρύνθηκα από τον αφαλό μου
ο Ύμνος κι η Ωδή στο έκτο δάχτυλο μου.
Χαίρε το αήττητο, Χαίρε το ακάματο
Καλάμι μου , αθάνατο..."

Γιατί, αλήθεια το έκτο δάχτυλο , που μάζεψε από χάμω εκείνη τη νύχτα ο καλόγερος, δεν ήταν παρά το φτωχό του καλάμι, η πένα του από φτερούγα κύκνου.



Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Σκηνές από το βίο του Μάξιμου του Γραικού, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1982, 2η έκδοση.
Το έργο «Σκηνές απ’ το βίο του Μάξιμου Γραικού» γράφτηκε το 1967-69 στα ελληνικά κι εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1976 απ’ τις εκδόσεις «Δίφρος» και το 1982 από τη «Σύγχρονη Εποχή».
Το 1980 μεταφράστηκε στα ρώσικα, όπου κι εκδόθηκε.   

" Αλλά βέβαια εγώ δεν δοκίμασα να περιγράψω το βίο του Μάξιμου του Γραικού. Δεν είναι βιογραφία το μυθιστόρημά μου. Η ιστορία μ' ενδιαφέρει ως εκεί που μπορεί να με βοηθήσει να πλησιάσω το ανθρώπινο φαινόμενο, δημιουργώντας μια καλλιτεχνική μορφή. Ο ιστορικός μπορεί να μένει ικανοποιημένος αν μπορέσει να λύσει αυτό ή το άλλο πρόβλημα, ένα από τα πολλά που σχετίζονται συνήθως με τις μεγάλες ιστορικές μορφές και σε κάποια στιγμή αποχτά ιδιαίτερη σημασία για την επιστήμη του ή παρουσιάζει γενικότερο ενδιαφέρον. Για έναν συγγραφέα αυτό δεν αρκεί. Δουλιά δική του είναι να μπορέσει να ζωντανέψει τον άνθρωπο μαζί με την εποχή του, να δώσει όλα εκείνα  τα πολυφωνικά πράγματα που διαμόρφωσαν το χαρακτήρα του, μια ζωντανή αλυσίδα από περιστατικά που μέσα στην ανάπτυξή τους ξαναγιεννιέται ο ανθρώπινος χαρακτήρας...(Μήτσος Αλεξανδρόπουλος )( Από το σημείωμα του συγγραφέα στη ρωσική έκδοση του 1980)

Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014

Παραθερίζοντας πλάι στη θάλασσα


...Άξαφνα κατάλαβε πως θα ξυπνούσε. Πάλεψε μια στιγμή για να κρατηθεί στο βυθό του ύπνου, να δει τη συνέχεια του ονείρου, μα δεν τα κατάφερε κι άνοιξε τα μάτια της. Άσπρα μαλακά φτερά γύρω - γύρω. Η κουνουπιέρα. Στο ταβάνι χόρευε μια ασπρόχρυση σταγόνα ήλιο. Πηγαινοερχόταν πέρα - δώθε σα ζουζούνι. Απ' το παράθυρο ίσαμε το κρεβάτι της είχε στρωθεί ένας δρόμος απ' ανθόγυρη κι απάνω τραγουδούσαν μικρά - μικρά αστεράκια, τρίλιες από ζωντανό , σάρκινο φως. Κάτι σα συντριβάνι ξέσπασε  μέσα της. Ένα άσπρο πουλί τίναξε τα φτερά του μες στο στήθος της. Θυμήθηκε πως βρισκόταν στον Άη - Σώστη.
Σήκωσε την κουνουπιέρα κι έτρεξε στο παράθυρο. Το σανίδι, κάτω στο πάτωμα, μύριζε τριαντάφυλλα. Κι όταν έσπρωξε πίσω τα παραθυρόφυλλα, όρμησε μέσα ένα κύμα εξαίσιας , γλαυκής ειρήνης. Όλα βουτηγμένα σε αποχρώσεις άσπρου. Κι η θάλασσα απίθανα ήρεμη, ώσπου έφτανε το μάτι, σα νάχε πήξει το νερό σ' ένα πλατύ μαργαριταρένιο καθρέφτη. Κι οι κορυφογραμμές της Εύβοιας, αντίκρυ, ανάερες, σαν από λιβάνι.
Η θεία Αγλαΐα είχε μείνει στην Αθήνα. Η θάλασσα την πείραζε στα νεύρα. Στο πλαϊνό δωμάτιο πηγαινοερχόταν η γιαγιά και μιλούσε μονάχη της, όπως το συνήθιζε συχνά. Φρστ, φρστ, φρστ, έκαναν οι παντόφλες της, εκείνες οι αστείες βελούδινες παντόφλες με τα κεντημένα ροζ γαρούφαλα.
- Καλημέρα, γιαγιάκα.
- Καλημέρα, αγγελάκι μου. Σκάσαν τα βαμπάκια σήμερα, άι; Άντε να σε ντύσει τώρα μάνι - μάνι η Αργυρώ.
Φόρεσε το καινούργιο μαγιό με το γαλάζιο αστέρι στο στήθος κι από πάνω πέρασε το άσπρο τομπράλκο με τις ροζ κουκίδες. Ως και τα ρούχα της ήταν ποτισμένα απ' την ίδια ουσία, από τούτο το ευτυχισμένο πρωινό φως. Η Αθήνα ήταν μακριά, ανύπαρχτη. Είχαν αλλάξει όλα, ως τις παραμικρές λεπτομέρειες. Πάνω στο τραπέζι, στο πλαϊνό δωμάτιο, ήταν ακουμπισμένο ένα χοντρό μωβ ποτήρι από πορσελάνη κι ένα πιάτο φταζμίτικα παξιμάδια. Αυγό χτυπητό με κακάο. Η γιαγιά, καθισμένη στη μεγάλη ψάθινη πολυθρόνα, είχε κρεμάσει απ' το λαιμό την κάλτσα της κι έπλεκε. Γιατί νάρχουνται όλες οι ευτυχίες μαζωμένες και να κατρακυλάνε έτσι βιαστικά, πριν προφτάσει να τις γευτεί κανένας ως το τέλος; Θάθελε τόσο να κρατήσει μερικές γουλιές από τούτη την πολύτιμη ουσία σ' ένα μπουκαλάκι , για τα ξεθωριασμένα πρωινά της Αθήνας, όταν οι ώρες δεν θα τραγουδούσαν πια, ζαρωμένες κάτω απ' τον παγωμένο ίσκιο που απλώνονταν σ' όλο το σπίτι της οδού Ασκληπιού.
Πήρε το " Παραμύθι χωρίς όνομα " και κάθησε στην ακροθαλασσιά. Μια τόσο μαλακιά σιωπή. Ξετυλίγονταν πλούσια σε φαρδιές κορδέλλες από θάλασσα, ουρανό, ελαιώνες κι άσπρους δρόμους και χάνονταν εκεί κάτω, πίσω απ' τους λόφους. Ρίχτηκε στο διάβασμα με πολύ κέφι και σε λίγο βυθίστηκε σε κείνο το γυάλινο καβούκι όπου έμπαινε κάθε φορά που διάβαζε. Η θεία Αγλαΐα γκρίνιαζε γι' αυτό.
- Φτάνει πια! Μούστωσες στο διάβασμα, παιδάκι μου. Δεν κάνεις και νισάφι; Παν μέτρον άριστον.
Της φαινόταν σα να τη γδέρνουν, όταν τη βγάζαν απ' τα βιβλία της. Μα τώρα δεν ήταν έτσι. Πρώτη φορά που η πραγματική ζωή δεν της φαινόταν ένα βάσανο ανεξήγητο. Πρώτη φορά που ο γύρω κόσμος μπορούσε ν' αναμετρηθεί με το παραμύθι που διάβαζε.
Κάποια στιγμή ένα σκίρτημα πέρασε πάνω απ' τη γυαλένια επιφάνεια, σα φτερούγισμα πουλιού. Δεν ακούστηκε τίποτες κι όμως η Κυβέλη ήταν σίγουρη πως αυτή η γαλάζια ανατριχίλα είχε μια δικιά της μουσική. Ίσως μια ψιλή - ψιλή τρίλια, σαν ένα ανοιξιάτικο ψιχάλισμα . Στην αρχή φάνηκε στο βάθος μια λεπτή γραμμή , γρατζουνιά σ' ένα κρινένιο δέρμα, κι έπειτα γίνηκε σιγά - σιγά σγουρός κυματισμός που ολοένα δυνάμωνε. Την έπιασε ένας ακατανόητος, ανήμπορος θυμός, η απελπισία των παιδιών πούναι ανίκανα να σκεφτούν πως αύριο πάλι η θάλασσα θα ξημερώσει έτσι παρθενικά ή πως τα κύματα έχουν κι αυτά την ομορφιά τους.
Η Αργυρώ βγήκε απ' το σπίτι κρατώντας τα σύνεργα του μπάνιου, το μπουρνούζι, το χρωματιστό λαστιχένιο ψάρι που φούσκωνε , τη σκούφια, τα σανδάλια.
- Άντε να βουτήξεις, τώρα πούναι ζεστή η θάλασσα.
Προχώρησε με μικρά, φοβισμένα βηματάκια στα ρηχά. Ο βυθός ήταν στρωμένος με στρογγυλά, παρδαλά χαλίκια, σαν φρουί γκλασέ, και το νερό πράσινο κι ανάλαφρο σα βραδινό αγέρι. Πάφλαζε γύρω της μ' ένα μεταξωτό θρόισμα κι οι γλάροι έσκυβαν και φιλούσαν τις κορφές των κυμάτων.
Πιο πέρα, στ' άπατα, ο βυθός ήταν γεμάτος φύκια που αναδεύονταν τεμπέλικα νοσταλγώντας τον ήλιο.
Έπαιξε πολλή ώρα μονάχη της, βουτηγμένη στην ιριδιστή χαρά του ορίζοντα και της εκρηκτικής άνοιξης που κυμάτιζε μέσα της. Στην Αθήνα, ο ουρανός ήταν πάντα κρυμμένος πίσω απ' τις στέγες των σπιτιών, σαν πίσω από βαριά τσιμεντένια σύννεφα. Ξεχνούσες την ύπαρξη των άστρων, του ήλιου, της αυγής. Καλά - καλά δεν σήκωνες τα μάτια ούτε στα δεύτερα πατώματα των σπιτιών. Η ζωή ήταν ένα μακρύ τούνελ, σαν τη σήραγγα του Μπράλου. Περπατούσες ίσα μπρος σου, ακολουθώντας τα βήματα του προηγούμενου, όπως τα μυρμήγκια στις φωλιές τους, ή τα βόδια όταν γύριζαν το γιόμα απ' το χωράφι. Κι η μέρα ήταν ένα με τη νύχτα, ένα σκοτάδι με πιότερα ηλεκτρικά.

Σιγά - σιγά όλος ο μικρόκοσμος της παραλίας μαζεύτηκε γύρω απ' το λαστιχένιο ψάρι σαν τους σαργούς γύρω απ' το ψωμοτύρι της πετονιάς. Τρεις πιτσιρίκοι στάθηκαν και χάζευαν με μια επιθετική ζήλεια στα μάτια, μη τολμώντας ωστόσο να προχωρήσουν στην πράξη, διεφθαρμένοι κιόλας απ' τις υποθήκες των μεγάλων. Η Κυβέλη στην αρχή προσπάθησε να τους αγνοήσει, μα η ματιά τους βάραινε τόσο επίμονα στο ψάρι της, ώστε  τα χρειάστηκε κι άρχισε να υποχωρεί κανονικά, μ' όση περισσότερη αξιοπρέπεια μπορούσε.
Μα τα πράγματα γρήγορα ξεκαθάρισαν. Ο μεγαλύτερος της παρέας, ένα ψηλόλιγνο, ξανθό παιδί με μεγάλα δόντια πεταγμένα προς τα έξω, πλησίασε και της είπε θαρρετά.
- Θες να παίξουμε και μεις με το ψάρι;
- Πως! Αν θέλετε! απάντησε βιαστικά.
Φοβόταν πάντα πως τάλλα παιδιά δεν ήθελαν να παίξουν μαζί της. Γι' αυτό, μ' όλο που η θεία Αγλαΐα της είχε απαγορέψει να δανείζει τα πράματά της στους άλλους, βιβλία, τετράδια, παιχνίδια, τους έδωσε αμέσως το λαστιχένιο ψάρι.
- Πώς σε λένε; ξαναείπε το ξανθό παιδί.
- Κυβέλη. Εσένα;
- Λεωνίδα Χαριτάκη. Αυτόν τον λένε Πέτρο και κείνον Βασίλη. Είναι φίλοι μου.
- Πού κάθεστε;
- Σε κείνα - κει τα σπίτια. Να, τα βλέπεις; Φαίνονται από δω. Εκείνο με τα πράσινα παράθυρα και τ' άλλο με τη μεγάλη συκιά. Εσύ πού κάθεσαι;
- Εκεί, σ' αυτό το σπίτι με τη βεράντα.
Τη ρώτησαν ακόμα πόσων χρονών είναι και την κοίταζαν με θαυμασμό, σαν έμαθαν πως έμενε στην Αθήνα κι ο πατέρας της ήταν δικηγόρος. Αυτοί μένανε στο Βόλο κι ήταν παιδιά εμπόρων.

Όταν ήρθε να την πάρει η Αργυρώ νόμισε πως τους ήξερε από χρόνια. Ο μπάτης είχε δυναμώσει και βούιζε  στη στέγη του σπιτιού σα βαριά χορδή βιολοντσέλου. Η λεύκα αρμένιζε στο μεσημέρι μ' απλωμένα τα φύλλα. Ακόμα κι η ώρα του φαγητού στον Άη - Σώστη είχε ένα χυμό, μια γεύση ιδιαίτερη. Δεν ήταν η σούπα που κατάπινε μ'  αηδία στην Αθήνα από κάποια ανεξήγητα μισητήν ανάγκη. Ήταν η ίδια η σάρκα της θάλασσας, κλεισμένη στη μορφή ενός ψαριού. Και το κρεβάτι της δεν ήταν τ' αναπόφευκτο μαρτύριο που υφίσταται κανένας ανάσκελα, προσπαθώντας να διασκεδάσει με τα παραμύθια ή πιάνοντας μύγες, αλλά ένα άσπρο καραβάκι με γαλάζια παράθυρα. Κάτω, στην ακρογιαλιά, τα κύματα σούρνονταν μ' ένα θρόισμα δάσους. Ίσως έτσι νάκανε η γενειάδα του γέρο - Ποσειδώνα, όταν ξεχυνότανε θυμωμένη στο Αιγαίο. Να ρουφάς λαίμαργα τις στιγμές, όπως ο κάμπος τη βροχή ένα καλοκαιριάτικο απομεσήμερο, δίχως να τις αφήνεις να περνάνε ξένες, μακριά, σα μια μελωδία που ακούς αφηρημένος.
Όλα  τούτα ήτανε τόσο καινούργια που δεν την αφήνανε να κοιμηθεί. Είδε τ' απομεσήμερο να λοξεύει στο παράθυρο, τόδε σ' όλες του τις αποχρώσεις, με κείνο τον ανεξάντλητο δημιουργικό πλούτο των παιδιών που βγάζει θησαυρούς ευτυχίας από' να μόριο αχτίδας. Είδε τ' άσπρο φως του μεσημεριού να θολώνει σιγά - σιγά, ώσπου έγινε μια κίτρινη αμφίβολη ανταύγεια. Ταξίδευε μες στο κρεββάτι της, γλιστρώντας πάνω στον ουρανό. Κάποτε θα πήγαινε σε κείνα τα νησιά αντίκρυ, σε κείνη τη σταχτιά κουκίδα και στ' άλλο , πλάι , που μάκραινε πάνω στο νερό σα σκουλήκι. Θάχε ένα καράβι και θα πήγαινε παντού. Κι η ζωή θάταν πάντα έτσι γαλάζια και δροσερή.


Τ' απόγεμα πήρε μια φέτα με μαρμελάδα που της έδωσε η Αργυρώ, το βιβλίο της και κάθησε στη βεράντα. Η σαιζ - λογκ είχε φαρδιές ρίγες κόκκινες κι άσπρες. Τα κύματα ορθώναν κάτι αδιάλλαχτους αφρισμένους λαιμούς. Άκρη - άκρη είχανε πάρει το χρώμα της λάσπης, σα θυμωμένα πρόσωπα, κι ύστερα απλώνονταν όσο πήγαιναν, αφήνοντας πού και πού μια μικρή χιονισμένη κορφή.
Η τετράγωνη σκιά του σπιτιού μπροστά στη βεράντα, μάκραινε σιγά - σιγά κι απλωνόταν προς την ακρογιαλιά. Και τα βουνά ένα γύρο, βουτηγμένα σε μια τριανταφυλλένια χαύνωση, αρχίσανε να ζωντανεύουν, να πλησιάζουν. Φανήκαν οι χαράδρες πούχαν στα πλευρά τους και τα δάση που απλώνονταν σε πυκνές τούφες ως τη θάλασσα.
Άξαφνα ο μπάτης έφερε ένα κύμα μπριγιαντίνης. Σήκωσε τα μάτια απ' το βιβλίο της κι είδε τον Πέτρο που περνούσε πιο κάτω, στο δρόμο. Είχε φτιάσει τη χωρίστρα του πολύ προσεχτικά και φορούσε ένα μπλε παντελόνι με κίτρινο πουκάμισο. Φαινόταν μεγαλύτερος, τώρα. Μπορεί να κάπνιζε κιόλας, είπε μέσα της τρομαγμένη. Κρατούσε ένα καλάμι και τόπαιζε, μαστιγώνοντας στον αέρα ένα φανταστικό άτι.
- Καλησπέρα, φώναξε μόλις έφτασε μπρος στη βεράντα και κοντοστάθηκε.
- Καλησπέρα.
Στη φωνή της, πούθελε νάναι φιλική, είχαν μείνει ακόμα οι συμβουλές της θείας Αγλαΐας που της έλεγε να μη μιλάει ποτέ σε ξένα παιδιά. Τα πόδια της τη γαργάλιζαν να σηκωθεί να τρέξει κοντά του, μα δεν κουνήθηκε απ' την πολυθρόνα της.
- Έρχεσαι να παίξουμε;
Ξεροκατάπιε δυο - τρεις φορές και τέλος είπε:
- Ξέρεις η Αργυρώ δε μ' αφήνει τα παιχνίδια με τρεχάλες.
- Χα! Χα! Χα!
Τ' άσπρα δόντια του Πετράκη σαρκάζανε απ' το ύψος των δώδεκα χρόνων τους.
- Και δεν της λες ότι πάμε περίπατο; Πού θα μας δει αυτή η ξεκούτα;
Άρχισε να κλονίζεται. Δηλαδή μέσα της τόχε αποφασίσει κιόλας, μα είπε για τον τύπο, για να μη φανεί πως υποχωρούσε τόσο εύκολα.
- Καλά , στάσου να της πω ότι φεύγω κι έρχομαι αμέσως.
Τ' άλλα παιδιά είχαν μαζευτεί σ' ένα αλώνι έξω απ' το χωριό, πλάι στη σιδηροδρομική γραμμή. 
Απ' τη μια μεριά ήταν αχερώνες, κι απ' την άλλη μια σειρά βατομουριές, και στη ρίζα τους φυτρώναν κάτι περίεργα τόσα - δα πεπονάκια με σκληρό αγκαθωτό χνούδι. Τ' αγόρια ρίχτηκαν του καλού καιρού στα βατόμουρα, μα η Κυβέλη δε θέλησε να βάλει στο στόμα της. Ήταν γεμάτα σκόνη και βρώμες. Τι θάλεγε η Αργυρώ; Όταν όμως ο Λεωνίδας της έβαλε ένα στο στόμα, δεν είχε τη δύναμη να πει όχι. Το κατάπιε με τη συναίσθηση πως είχε κάμει κάτι πολύ σημαντικό κι ένοχο. Της φαινόταν σα να την είχαν πετάξει στα βαθιά νερά, όπως σε κείνο το πρώτο της μπάνιο.
Έπαιξαν κλέφτες κι αστυνόμους, αμάδες, κρυφτούλι, αμπάριζα, όλα τ' αγορίστικα παιχνίδια που της άρεσαν. Στην Αθήνα οι κούκλες, τ' αρκουδάκια και το μεκανό έμεναν άθικτα στη ντουλάπα. Δεν είχε καμιά όρεξη να παίξει με δαύτα κι η θεία - Αγλαΐα την έλεγε αψίκορη. Τι θα πει αψίκορη;
Τ' άχυρα γλιστρούσαν κάτω σαν παρκέτο. Η αργυρόλευκα γελούσε καλόκαρδα και τα κύματα, στην ακροθαλασσιά, χτυπούσαν πάνω στα φύκια μ' έναν κούφιο κρότο, ζντουπ! ζντουπ!
Το βράδι, σαν γύρισε σπίτι, οι τρίχες των ποδιών της ήταν γεμάτες σκόνη, μικρά - μικρά σκουληκάκια. Μέσ' στα σανδάλια είχαν μπει χώματα και τα μαλλιά της κολλούσαν απ' τον ιδρώτα γύρω απ' το κεφάλι της. Ένιωθε κάτι δροσερό και φουσκωμένο μέσα της, σαν το πανί μιας βαρκούλας που χοροπηδάει στα κύματα. Κάτι που θάθελε να πετάξει, να τιναχτεί στον αέρα σαν πυροτέχνημα του επιτάφιου, να σκάσει σε πολλά - πολλά κόκκινα αστεράκια.
Η γιαγιά καθόταν στη βεράντα και κουβέντιαζε  με μια κυρία απ' το Βόλο για ντομάτα μπελτέ και τον τραχανά και τις χυλοπίττες. Η Αργυρώ θύμωσε όταν την είδε  σ' αυτά τα χάλια. Τη βούτηξε στο μικρό τσίγκινο μπανάκι, της έφτιασε δύο αυγά μάτια και την έβαλε στο κρεβάτι της. Το φεγγάρι απλώθηκε στην κουνουπιέρα και τα κύματα σούρνονταν στην ακροθαλασσιά σσσσ!σσσσ!
- Καληνύχτα! Καληνύχτα! φώναζαν οι γρύλοι μέσα στα βούρλα.
- Καλυνήχτα! αναστέναζε ο γκιώνης.
- Καληνύχτα ! αποκρινόταν η σφυρίχτρα του τελευταίου τραίνου πούφευγε για το Βόλο.(απόσπασμα)



Μιμίκας Ι. Κρανάκη, Contre -Temps, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2005, 6η έκδοση


Δευτέρα 23 Ιουνίου 2014

Σκυφτοί περάσανε...

Σκυφτοί περάσανε και φύγανε, δειλοί, μ' ένα ίσκιο στα μάτια
Ούτε ένα μαντήλι ανεμίσανε - ξέραμε το χαιρετισμό τους -
Η σκόνη μπήκε στα σπίτια μας από τα πέταλα των αλόγων
Φτάνουνε τόσο μικρές οι εποχές που δεν έχουν τον καιρό 
να φωτίσουν τη σιωπή μας.
Είναι που όλοι οι χειμώνες περάσανε και διαβαστήκαν όλα τα βιβλία
Σαν τις διαβατικές γυναίκες που παραλλάζουνε τ' όνομα.
Εμείς πιστεύουμε εκεί που ένας άλλος θα τ' απόδιωχνε 
σαν ένα όνειρο κακό
Σα μια νεροποντή που τον βρήκε στη μέση του κάμπου
Σα μια φρικτή περιπέτεια που ξεβιδώνει το λογικό του
Η μνήμη τους είναι το πόδι που νοσταλγεί ο ανάπηρος
Είναι σπασμένη θερμάστρα στο γεναριάτικο δωμάτιο
Είναι τα φύλλα που στοιβάζονται και ξεθωριάζουν στο συρτάρι.
Ακούοντας τα παιδιά να τραγουδούν στο δρόμο ξένοιαστα
Σκεφτόμουν αν αυτό στ' αλήθεια είναι η προϋπόθεση της γαλήνης
Μιας κάποιας ανάπαυλας με μόνη την ευθύνη της αδιαφορίας
Ή μήπως όταν οι στρατιώτες επιστρέφουνε με τελευταίαν ελπίδα
Ένα λευκό σεντόνι χωρίς αίμα, όταν ο ταξιδιώτης
Ακούει τα μακρυσμένα βήματα του γέρικου πιστού του σκύλου.
Όμως μια μέρα φτάνουν όλα χωρίς την αρμονία της διαλογής
Δεν προφταίνουμε να αγαπήσουμε έναν άνθρωπο κι ύστερα τον χάνουμε
Πεθαίνει μια μέρα και μαθαίνεις το θάνατό του απ' τις εφημερίδες
Φεύγει - " τέλειωσαν όλα " - κι εσύ δεν έχεις  ακόμα γνωρίσει την αρχή
Ψάχνεις μια θύμηση μαζί του (...το τελευταίο βράδυ που βρεθήκαμε στο καφενείο Φ...)
Δεν ξέρεις ποια ζωή σ' αξίζει και ταξιδεύεις άσκοπα.
Α! πώς ψεύτισαν όλα! Αφήσανε στους δρόμους
τα χαλάσματα δεν τα προσέχει πια κανείς
Σέρνονται τα παιδιά ξυπόλυτα ούτε που τα γνωρίζουν οι μανάδες
Στους τάφους τα λουλούδια μαραθήκανε και τα σαπίζει η βροχή
Τα σπίτια χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα
Δείχνουνε τις πληγές στα στήθια τους και ζητιανεύουν τα κορίτσια
Τα κάρα βούλιαξαν στη λάσπη και πεθάναν οι αμαξάδες
Κι οι μαστροποί ποιητές βουβοί τρέμαν τις νύχτες στα κατώφλια
Μια μέρα φτάνουν όλα χωρίς  την αρμονία της διαλογής
Αξίζει τέλος να σταθείς τύψη με τύψη
- Και, Θε μου, πόσος λυρισμός μέσα στ' ανέκφραστο
Κι είχα μέσα μου ακόμα τόσες εικόνες που ζητούσα
Φυλαχτά τόσων πολύτιμων κρυφών αναδρομών -
Δεν το' ξερα πως ήμουν πλασμένος να' ρθω μια μέρα
Πίσω στα σκονισμένα μονοπάτια να κοιτάξω κατάματα
Τη φλεγόμενη πόλη τα σωριασμένα κουφάρια στους δρόμους
Να κλάψω κι εγώ για τους ανθρώπους που δε γνώρισα
Για τις πικρές γυναίκες που δε φίλησα ποτέ μου
Για τα σπασμένα χέρια των παιδιών που με κλωτσούσαν
Να κάτσω στην πιο μαύρη πέτρα και να σκεπάσω
Το μαραμένο μου πρόσωπο με λιπόσαρκα χέρια
Να μάθω ξένα ονόματα και ξένες προσευχές
Να κρατήσω σφιχτά στα χέρια μου λίγο χώμα θυσίας.

( Πώς θα ζήσουμε με μια κατάμαυρη σκιά στη θύμηση επάνω;
   Πώς θα κοιμήσουμε τα είκοσι χρόνια μας στη θάλασσα της λησμονιάς;)
Άκουγα πάλι τη φωνή σου όταν γυρνούσα χτες από το πληκτικό νοσοκομείο
Ανάμεσα στα βρώμικα πανιά και στα νερά τα μουχλιασμένα
Πλήθος ενέδρες της ζωής παραμονεύουν την πτώση σου
Τα ξίφη διασταυρώνονται σε ματωμένες αστραπές
Ο θάνατος είναι κι αυτός μια περασμένη αφήγηση
Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει.
" Με μια κατάμαυρη σκιά...". Κι εγώ σκεφτόμουν
Πεδιάδες με μαύρα άλογα και πλοία λευκά στη θάλασσα
Κι εγώ σκεφτόμουν μια φευγαλέα μορφή που μου' χε γνέψει
Δεν ξέρω αν σ'ένα χαμένο μου όνειρο ή στα παιδικά μου χρόνια.



Μανόλης Αναγνωστάκης , Τα Ποιήματα( 1941 - 1971), Εποχές 3, Νεφέλη , Αθήνα 2003

23 Ιουνίου του 2005 έφυγε από τη ζωή ο ποιητής και δοκιμιογράφος Μανόλης Αναγνωστάκης, από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της μεταπολεμικής γενιάς

Κυριακή 22 Ιουνίου 2014

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014

O κ. Στράτης Θαλασσινός περιγράφει έναν άνθρωπο

Άντρας
Από τότες είδα πολλά καινούργια τοπία` πράσινους κάμπους που σμίγουν το χώμα με τον ουρανό, τον άνθρωπο με το σπόρο, μέσα σε μιαν ακαταμάχητη υγρασία` πλατάνια και έλατα` λίμνες με τσαλακωμένες οπτασίες και κύκνους αθάνατους γιατί έχασαν τη φωνή τους - σκηνικά που ξετύλιγε ο θεληματικός σύντροφός μου, ο πλανόδιος εκείνος θεατρίνος, καθώς έπαιζε το μακρύ βούκινο που του είχε ρημάξει τα χείλια, και γκρέμιζε με μια στριγκιά φωνή, ό,τι πρόφταινα να χτίσω, σαν τη σάλπιγγα στην Ιεριχώ. Είδα και μια παλιά εικόνα σε κάποια χαμηλοτάβανη αίθουσα` τη θαύμαζε πολύς λαός. Παράσταινε την ανάσταση του Λαζάρου. Δε θυμάμαι ούτε το Χριστό ούτε το Λάζαρο. Μόνο, σε μια γωνιά, την αηδία ζωγραφισμένη σ' ένα πρόσωπο που κοίταζε το θαύμα σα να το μύριζε. Αγωνιζότανε να προστατέψει την ανάσα του μ' ένα πελώριο πανί που του κρεμότανε από το κεφάλι. Αυτός ο κύριος της " Αναγέννησης" μ' έμαθε να μην περιμένω πολλά πράματα από τη δεύτερη παρουσία...

Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν υποταχτείτε.
Υποταχτήκαμε και βρήκαμε τη στάχτη.
Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν αγαπήσετε.
Αγαπήσαμε και βρήκαμε τη στάχτη.
Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν εγκαταλείψετε τη ζωή σας.
Εγκαταλείψαμε τη ζωή μας και βρήκαμε τη στάχτη...

Βρήκαμε τη στάχτη. Μένει να ξαναβρούμε τη ζωή μας, τώρα που δεν έχουμε πια τίποτα. Φαντάζομαι, εκείνος που θα ξανάβρει τη ζωή, έξω από τόσα χαρτια, τόσα συναισθήματα, τόσες διαμάχες και τόσες διδασκαλίες, θα είναι κάποιος σαν εμάς, μόνο λιγάκι πιο σκληρός στη μνήμη. Εμείς, δεν μπορεί, θυμόμαστε ακόμη τι δώσαμε. Εκείνος θα θυμάται μονάχα τι κέρδισε από την κάθε του προσφορά. Τι μπορεί να θυμάται μια φλόγα; Α θυμηθεί λίγο λογότερο απ' ό,τι χρειάζεται, σβήνει` α θυμηθεί λίγο περισσότερο απ' ό,τι χρειάζεται, σβήνει. Να μπορούσε να μας διδάξει, όσο ανάβει, να θυμόμαστε σωστά. Εγώ τελείωσα` να γινότανε τουλάχιστο να αρχίσει κάποιος άλλος από κει που τελείωσα εγώ. Είναι ώρες που έχω την εντύπωση πως έφτασα στο τέρμα, πως όλα είναι στη θέση τους, έτοιμα να τραγουδήσουν συνταιριασμένα. Η μηχανή στο σημείο να ξεκινήσει. Μπορώ μάλιστα να τη φανταστώ σε κίνηση, ζωντανή, σαν κάτι ανυποψίαστα καινούργιο. Αλλά υπάρχει κάτι ακόμα` ένα απειροελάχιστο εμπόδιο, ένα σπυρί της άμμου, που μικραίνει, μικραίνει χωρίς να είναι δυνατό να εκμηδενιστεί. Δεν ξέρω τι πρέπει να πω ή τι πρέπει να κάνω. Το εμπόδιο αυτό μου παρουσιάζεται κάποτε σαν ένας κόμπος δάκρυ χωμένος σε κάποια κλείδωση της ορχήστρας που θα την κρατά βουβή ώσπου να διαλυθεί. Κι έχω το ασήκωτο συναίσθημα πως ολόκληρη η ζωή που μου απομένει δε θα' ναι αρκετή για να καταλύσει αυτή τη στάλα μέσα στην ψυχή μου. Και με καταδιώκει η σκέψη πως αν μ' έκαιγαν ζωντανό αυτή η επίμονη στιγμή θα παραδινότανε τελευταία.
Ποιος θα μάς βοηθούσε; Κάποτε, όταν ήμουν ακόμη στα καράβια, ένα μεσημέρι τον Ιούλιο, βρέθηκα μόνος σε κάποιο νησί, σακάτης μέσα στον ήλιο. Ένα καλό μελτέμι μου έφερνε στοργικούς στοχασμούς, όταν ήρθαν και κάθισαν λίγο παραπέρα, μια νέα γυναίκα με διάφανο φουστάνι, που άφηνε να ζωγραφίζεται το κορμί της, λιγνό και θεληματικό σα ζαρκαδιού, κι ένας σιωπηλός άντρας που, μια οργιά μακριά της, την κοίταζε στα μάτια. Μιλούσαν μια γλώσσα που δεν καταλάβαινα. Τον εφώναζε Τζιμ. Τα λόγια τους όμως δεν είχαν κανένα βάρος και οι ματιές τους σωφιλιασμένες και ακίνητες άφηναν τα μάτια τους τυφλά. Τους συλλογίζομαι πάντα γιατί είναι οι μόνοι άνθρωποι , που είδα στη ζωή μου να μην έχουν το αρπακτικό ή το κυνηγημένο ύφος που γνώρισα σε όλους τους άλλους. Το ύφος εκείνο που τους κάνει ν' ανήκουν στο κοπάδι των λύκων ή στο κοπάδι των αρνιών. Τους συναπάντησα πάλι την ίδια μέρα σ' ένα από τα νησιώτικα κλησάκια που βρίσκει κανείς όπως παραπατά και τα χάνει μόλις βγει. Κρατούσαν πάντα την ίδια απόσταση κι έπειτα πλησίασαν και φιλιθήκανε. Η γυναίκα έγινε μια θαμπή εικόνα και χάθηκε, μικρή καθώς ήταν. Ρωτιόμουν αν ήξεραν πως είχαν βγει από τα δίχτυα του κόσμου...
Είναι καιρός να πηγαίνω. Ξέρω ένα πεύκο που σκύβει κοντά σε μια θάλασσα. Το μεσημέρι, χαρίζει στο κουρασμένο κορμί έναν ίσκιο μετρημένο σαν τη ζωή μας, και το βράδυ, ο αγέρας περνώντας μέσα από τα βελόνια του, πιάνει ένα περίεργο τραγούδι, σαν ψυχές που κατάργησαν το θάνατο, τη στιγμή που ξαναρχίζουν να γίνονται δέρμα και χείλια. Κάποτε ξενύχτησα κάτω από αυτό το δέντρο. Την αυγή ήμουνα καινούργιος σα να με είχαν κόψει την ώρα εκείνη από το λατομείο.
Α! να ζήσει κανείς τουλάχιστο έτσι, αδιάφορο.



Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα, Ίκαρος, 1977, 11η έκδοση

Τετάρτη 18 Ιουνίου 2014

Εγκώμιο στη διαλεκτική


                                        Kathe Kollwitz , Διαδήλωση, 1931
Το άδικο προχωράει σήμερα με βήμα όλο σιγουριά.

Οι καταπιεστές προετοιμάζονται για δεκάδες χιλιάδες χρόνια.
Η βία εξασφαλίζει: Όπως ακριβώς είναι, έτσι θα μείνει.
Καμιά φωνή δεν αντηχεί έξω από τη φωνή των κυριάρχων
Και στις αγορές λέει η εκμετάλλευση αδιάντροπα: Τώρα
                   εγώ πρώτη ξεκινάω.
Μα κι απ' τους καταπιεσμένους λένε πολλοί τώρα:
Αυτό που θέλουμε, ποτέ δεν πρόκειται να γίνει.

Όποιος ακόμα ζει, δε λέει: Ποτέ!
Το σίγουρο δεν είναι σίγουρο.
Όπως ακριβώς είναι, έτσι δε μένει.
Όταν πουν ό,τι είχανε οι κυρίαρχοι να πούνε
Θα μιλήσουνε οι κυριαρχούμενοι.
Ποιος τολμάει να πει: Ποτέ;
Ποιος φταίει, σαν η καταπίεση παραμένει; Εμείς.
Ποιος θα φταίει σαν η καταπίεση συντριβεί; Εμείς πάλι.
Όποιος γονατισμένος είναι, όρθιος να σηκωθεί!
Όποιος χαμένος είναι, να παλέψει!
Όποιος την κατάστασή του έχει αναγνωρίσει, πώς να εμποδιστεί;
Γιατί οι νικημένοι του σήμερα είναι οι νικητές του αύριο.
Και το Ποτέ γίνεται: Σήμερα ακόμα!
                                                                                       (1931)


Μπέρτολτ Μπρεχτ, Ποιήματα, μετάφραση και πρόλογος Νάντια Βαλαβάνη, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1992, 4η έκδοση
O πίνακας από το βιβλίο στο οποίο συμπεριλαμβάνονται συνολικά άλλοι 96 πίνακες, σκίτσα και φωτογραφίες γερμανών, σοβιετικών και αμερικάνων καλλιτεχνών


Σάββατο 14 Ιουνίου 2014

Che, ο άνθρωπος, ο φίλος, ο σύντροφος


 Ντοκιμαντέρ
Σκηνοθεσία: Luca Lanitti, 1994


14 Ιουνίου 1928 : Γεννιέται ο Αργεντινός κομμουνιστής επαναστάτης Ερνέστο (Τσε) Γκεβάρα.

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2014

Καιρός ναυτίας...




Απ' τα μετόπισθεν

Ωραίοι καβαλάρηδες
πέρασαν με τα κόκκινα άλογά τους,
ο πιο ωραίος μ' ένα μαύρο,
ο ακόμη πιο ωραίος μ' ένα λευκό.
Κορίτσια στα μπαλκόνια
τους πέταξαν λουλούδια.
Ωραίες γυναίκες ξεπλέξαν τα μαλλιά τους.
Μέσα στα σπίτια λάμψαν οι καθρέφτες.
Οι οπλές των αλόγων δοξάσαν τον ανήφορο.
Η σκόνη στο βάθος του ηλιογέρματος
έπλασε ένα Άγγελο. Εγώ, απαρατήρητος,
μάδησα ένα φτερό του Αγγέλου
και σας γράφω χαρούμενος τη λύπη μου.
                               
                                                          

Αναδρομή

Σαπουνόνερα, λάσπη, αγριόχορτα,
σημαδεμένοι τοίχοι –
πόσοι εκτελεσμένοι.
Τα κουμπιά απ’ τα σακάκια τους,
απ’ τα πουκάμισά τους,
μαζεμένα
σ’ ένα κουτί σιδερένιο,
κουδουνίζουν τις νύχτες.
Ράβω, ξεράβω στίχους
να τους κουμπώνω ως το λαιμό
μη μου κρυώσουν,
μη και μου ξεχαστούνε,
μην ξεχαστώ μαζί κι εγώ.


                      Κρίση

Καιρός ναυτίας, - έλεγε –
δηλώσεις, τυμπανοκρουσίες, μετέωρα επίθετα,
νύχτες βαθιές, ξαγρυπνισμένες
μπροστά σ’ έναν τεράστιον ουρανό, απόρθητον
από έλλειψη ενδιαφέροντος.
Έχω – είπε –
ένα χρυσό μαχαίρι. Δεν ξέρω
σε ποιον να το χαρίσω,
δεν ξέρω πού να το καρφώσω.
Τ’ άφησε στο τραπέζι.
Ύστερα, αφηρημένος, άρχισε να κόβει
τα φύλλα ενός βιβλίου, ακούγοντας έξω
τα βήματα των δυο πλανόδιων μουσικών.


Παραπλανητικό

Η σιωπηλή αθωότητα της άγνοιας. Πόσες
 διαδοχικές αναιρέσεις, σφαλερές διαισθήσεις.
Κοιτούσες το βουνό, το ποτάμι, το σύννεφο.
Τα ωραία κορίτσια χάθηκαν στον κήπο
πίσω από πανύψηλα χρυσάνθεμα. Η νύχτα
διαστέλλονταν πάνω απ’ την πόλη. Κι εσύ
απόμεινες ασάλευτος μέσα στο διχασμό σου,
έχοντας μόνο σου άλλοθι ένα άστρο.
 
          
Τ’ άσπρα βότσαλα

Ετούτα τ’ άσπρα βότσαλα στο γυμνό σου τραπέζι
λάμπουν στον ήλιο. Κανένας δε μαντεύει
από ποιους βυθούς ανασύρθηκαν. Κανένας
δεν υποπτεύεται με τι ριψοκίνδυνες
καταδύσεις τ’ ανέβασες` με τι
στερήσεις κι αρνήσεις τ’ απέσπασες
από τα νύχια κοραλλόδεντρων και βράχων. Γι’ αυτό
λαμποκοπούν τόσο λευκά με τη σεμνή τους περηφάνια
ν’ αποσκεπάζουν το σκοτάδι της καταγωγής τους και ποτέ
να μη σε μαρτυρήσουνε την ώρα της Μεγάλης Δίκης.

Γιάννης Ρίτσος, Υπερώον, Κέδρος 2013

Η  Έρη Ρίτσου σημειώνει:
 Υπερώον. Μια ανέκδοτη συλλογή του Γιάννη Ρίτσου. Μία απ’ τις πολλές, σχεδόν  πενήντα, που άφησε πίσω μετά το θάνατό του, ολοκληρωμένες, έτοιμες για έκδοση. Ορισμένες από αυτές εκδόθηκαν αμέσως μετά στον τόμο Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα και κάποιες άλλες συμπεριλήφθηκαν αργότερα στους τόμους Ποιήματα που ακολούθησαν, με καθαρά χρονολογικά κριτήρια.
Στο διάστημα που προηγήθηκε, μετά την ανακοίνωση αυτής της έκδοσης, δέχτηκα διάφορα ερωτήματα σχετικά. Δύο είναι τα κυρίαρχα: Γιατί αυτή η συλλογή – ή και πολλές άλλες – δεν είχε εκδοθεί στη διάρκεια της ζωής του Ρίτσου; Γιατί η αυτόνομη έκδοση αυτής της συγκεκριμένης συλλογής τώρα;
Είναι γνωστό  - ή τουλάχιστον εγώ το έχω ξαναπεί – πως ο Γιάννης Ρίτσος θεωρούσε την ποίηση τόσο απαραίτητα για την ύπαρξή του, όσο και την αναπνοή του. Έγραφε λοιπόν καθημερινά, ώρες πολλές, κι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα μια τεράστια ποιητική παραγωγή. Τρεις και τέσσερις και πέντε ή και περισσότερες ποιητικές συλλογές μέσα σ’ ένα χρόνο είναι λογικό πως για λόγους πρακτικούς δεν θα μπορούσαν να εκδοθούν στη διάρκεια του έτους γραφής τους. Ούτε οι εκδότες του μα ούτε και το αναγνωστικό κοινό θα μπορούσαν να παρακολουθήσουν μια τέτοια παραγωγή. Αναγκαστικά λοιπόν έπρεπε να επιλέξει τι θα εκδοθεί και τι όχι.
Οι επιλογές του δεν είχαν χαρακτήρα « αυτολογοκρισίας», όπως έχω ακούσει να λέγεται, αλλά εξαρτιόταν από τη διάθεσή του την εκάστοτε περίοδο και από τη συγκυρία.
Η συλλογή Υπερώον, γραμμένη στα μέσα της δεκαετίας του 1980, αποτελείται από ποιήματα αυτοβιογραφικά, που ταυτόχρονα αντανακλούν το κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο δημιουργήθηκαν. Εποχή κρίσης ηθικής τα χρόνια εκείνα, δεν μπορεί παρά να έχει συνάφεια με την κρίση την οικονομική που βιώνουμε ως συνέπεια  και του ηθικού εκείνου ελλέιμματος που, ανάμεσα σε άλλα, προετοίμασε το έδαφος για το σήμερα. Τα ποιήματα αυτά είναι, νομίζω, με τον τρόπο τους επίκαιρα, και για τούτο θεώρησα πως θα άξιζε να αποδοθούν στο κοινό σε μια αυτόνομη έκδοση.