Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Σάββατο 31 Ιανουαρίου 2015

Ο άνεμος χορεύει το κριθάρι

Ken Loach, The Wind That Shakes the Barley
 Συγκλονιστικό, σκηνοθετημένο με διαύγεια και ώριμη κριτική ματιά, πολιτικό δράμα, βραβευμένο με το Χρυσό Φοίνικα των Καννών, δοσμένο μέσα από τη σύγκρουση δύο αδερφών, μελών του IRA, που ξαφνικά βρίσκονται σε αντιμαχόμενα στρατόπεδα, με φόντο την Ιρλανδία τη δεκαετία του '20, περίοδο της εξέγερσης ενάντια στη βρετανική κυριαρχία. Ενα αληθινό έργο τέχνης, ταυτόχρονα δυνατή πολιτική ταινία.
 Η ταινία του Λόουτς, με τον όμορφο, ποιητικό τίτλο της (που αναφέρεται σε ποίημα του Ρόμπερτ Ντουάιερ Τζόις) είναι ένα συγκλονιστικό, δοσμένο με δύναμη και τρόπο συναρπαστικό, έργο, που για την Ιρλανδία και τα προβλήματά της κάνει εκείνο που έκανε η «Γη και ελευθερία» του Λόουτς για τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο. Η ιστορία αρχίζει στα 1920, όταν ο Νταμιέν (εξαιρετική ερμηνεία από τον γνωστό μας από το «Breakfast on Pluto», Κίλιαν Μέρφι), ένας αρχικά απολιτικός νέος, απόφοιτος της Ιατρικής, που ετομάζεται να πάει να εργαστεί σε νοσοκομείο στο Λονδίνο, σπρωγμένος από τις περιστάσεις, αποφασίζει να προσχωρήσει στον Ιρλανδικό Απελευθερωτικό Στρατό (IRA), όπου ήδη είναι ενταγμένος ο μεγαλύτερος αδερφός του. Μόνο που όταν, τελικά, οι Βρετανοί προσφέρουν στους επαναστάτες μια κουτσουρεμένη συνθήκη, τα δύο αδέρφια βρίσκονται σε διαφορετικά, αντιμαχόμενα στρατόπεδα.
Ο Λόουτς αφηγείται με ρεαλισμό και αντικειμενικότητα την ιστορία του, σε σκηνές που δείχνουν τη βία των βρετανικών στρατευμάτων, μαζί και μισθοφόρων, που βασάνιζαν και σκότωναν τους επαναστάτες και με την παραμικρή υποψία συμμετοχής στον αγώνα έκαιγαν σπίτια, διώχνοντας απ' αυτά τις οικογένειες - μέθοδο που, όπως γνωρίζουμε πολύ καλά, χρησιμοποιούσαν και στην Κύπρο στη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα, με τις σκηνές βασανιστηρίων να φέρνουν στο νου εκείνες στο Γκουαντάναμο. Αυτό δεν εμποδίζει τον Λόουτς από το να δείξει τη βία και από την πλευρά των επαναστατών - όπως στη σκηνή όπου ο Νταμιέν αναγκάζεται να εκτελέσει έναν παιδικό του φίλο που τους πρόδωσε. Το δεύτερο μέρος της ταινίας εκτυλίσσεται ένα χρόνο αργότερα, όταν ένα τμήμα των επαναστατών δέχεται τη βρετανική συνθήκη που προσφέρει στην Ιρλανδία (με εξαίρεση το βόρειο τμήμα της) περιορισμένη ελευθερία, στο πλαίσιο της Βρετανικής Κοινοπολιτείας, με εξάρτηση από την ίδια τη Βρετανία. Σε αντίθεση με τον αδερφό του, ο Νταμιέν προσχωρεί σ' αυτούς που την απορρίπτουν, πιστεύοντας πως ο αγώνας τους δεν δικαιώθηκε, γεγονός που οδηγεί σε εμφύλιο πόλεμο.

Παράλληλα με την ένταση που προκαλεί η ρήξη ανάμεσα στα δύο αδέρφια, ο πολιτικά στρατευμένος Λόουτς, με τη βοήθεια του καλογραμμένου σεναρίου του Πολ Λάβερτι, υποβάλλει μέσα από διάφορες, κινηματογραφικά έξοχες σκηνές, τα ποικίλα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι επαναστάτες (όπως εκείνη με το λαϊκό δικαστήριο όπου η αληθινή δικαιοσύνη έρχεται σε σύγκρουση με τα συμφέροντα των επαναστατών), υποδεικνύοντας, με έξυπνα επεξεργασμένη δραματουργία, το ρόλο εκείνων που τελικά αναλαμβάνουν την εξουσία (των πλουσίων και των μεγαλοκτηματιών), ενώ οι πραγματικοί αγωνιστές (βασικά φτωχοί αγρότες και εργάτες) αδικούνται και να παραμένουν στο περιθώριο. Τονίζοντας ταυτόχρονα τα λάθη που οδήγησαν σε μια συνθήκη, τα αποτελέσματα της οποίας έχουν αντίκτυπο και στις μέρες μας. Μια επίμαχη, πολιτικά δυνατή, μαζί και συγκινητική και ανθρώπινη ταινία, που είναι πάνω απ' όλα ένα σημαντικό έργο τέχνης, που παρασύρει το θεατή στη διαλεκτική της, καθηλώνοντάς τον στη θέση του από το πρώτο ώς το τελευταίο λεπτό.
Οι πληροφορίες  από εδώ
Σκηνοθεσία: Κεν Λόουτς.
Σενάριο: Πολ Λάβερτι. 
Ηθοποιοί: Κίλιαν Μέρφι, Παντράικ Ντιλέινι, Λίαμ Κάνιγχαμ, Τζέραλντ Κίρνι, Ορλα Φιτζέραλντ.
Χρυσός Φοίνικας Καννών 2006 
Μια πολύ ενδιαφέρουσα παρουσίαση της ταινίας και του σκηνοθέτη της  εδώ

Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2015

Αντόν Τσέχωφ - Μήτσος Αλεξανδρόπουλος: Μια συνάντηση

 Η Έρη Σταυροπούλου, καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών έγραψε  το άρθρο  Αντόν Τσέχωφ - Μήτσος Αλεξανδρόπουλος: Μια συνάντηση ,που δημοσιεύτηκε  στο περιοδικό Διαβάζω το Νοέμβριο του 2009 στα πλαίσια αφιερώματος στον Μήτσο Αλεξανδρόπουλο. Με την ευκαιρία της επετείου της γέννησης του Τσέχωφ στις 29 Γενάρη του 1860 το ιστολόγιο αναδημοσιεύει το άρθρο.

" Ο Τσέχωφ ήταν χρόνιος πειρασμός, αλλά πάντα ως κάτι το απλησίαστο, ώσπου ήρθε το πλήρωμα του χρόνου. " Μήτσος Αλεξανδρόπουλος

Ο Αντόν Τσέχωφ( 1860 - 1904) ανήκει στους συγγραφείς εκείνους που ξεπέρασαν με το ταλέντο τους τα σύνορα της πατρίδας τους και κέρδισαν παγκόσμια φήμη. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, ανήκει στους λιγοστούς εκείνους που το έργο τους επηρέασε βαθύτατα τους ομότεχνούς τους, άνοιξε, δηλαδή, νέες κατευθύνσεις στην τέχνη τους. Από αυτή τη σκοπιά εξίσου σημαντικές στάθηκαν και οι δυο πλευρές της δημιουργίας του, το θέατρο και το διήγημα.
Στην Ελλάδα είναι πασίγνωστος για τα θεατρικά του έργα που έχουν σταθερή παρουσία στη σκηνή. Ως πεζογράφος είναι λιγότερος γνωστός, αλλά η παρουσία του μπορεί να μετρηθεί και μέσα από την επίδρασή του σε συγγραφείς, όπως η Βιρτζίνια Γουλφ, η Καθλήν Μάνσφηλντ, ο Έρνεστ Χέμινγουέι, ο Τζέιμς Τζόυς , κ.α.
Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος έχει και αυτός ένα άλλο προνόμιο. Είναι, ίσως, ο πολυγραφότερος πεζογράφος μας, με έργο που εκτείνεται στο μυθιστόρημα, στο διήγημα, στη βιογραφική μυθιστορία, στο δοκίμιο, στη μελέτη, στην ταξιδιωτική λογοτεχνία, στην κριτική και στην ιστορία της λογοτεχνίας και στη μετάφραση. Μια άλλη σημαντική διάσταση της πνευματικής και καλλιτεχνικής του συγκρότησης φαίνεται να υποβοηθά τη " συνάντηση " του με το μεγάλο ρώσο ομότεχνό του. Εννοώ ότι με τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, βρέθηκε στις ανατολικές χώρες, αρχικά στη Σοβιετική Ένωση ( 1949 - 1953, Τασκένδη) , ύστερα στη Ρουμανία ( 1954 - 1956, Βουκουρέστι, Ντεζ), και πάλι στη Σοβιετική Ένωση, στη Μόσχα, όπου από το 1956 ως το 1961 παρακολούθησε μαθήματα στο Λογοτεχνικό Ινστιτούτο. Εκεί γνώρισε τον τεράστιο πλούτο της ρωσικής λογοτεχνίας και της λαϊκής παράδοσης, που κατόρθωσε να γνωρίσει περισσότερο ίσως από κάθε έλληνα λόγιο σε βάθος και πλάτος. Η ρωσική λογοτεχνία, άλλωστε, του έδωσε τα μεγάλα συγγραφικά πρότυπα και τα θέματα για μεγάλο μέρος της αφηγηματικής πεζογραφίας του, ενώ ένα μέρος του έργου του, όπως το μυθιστόρημα Σκηνές από το βίο του Μάξιμου του Γραικού, εκδόθηκε στη Σοβιετική Ένωση και αγαπήθηκε από το ρωσικό αναγνωστικό κοινό. Μάλιστα, ο Αλεξανδρόπουλος όχι μόνο μελέτησε το ρωσικό πολιτισμό αλλά έγραψε και μία μεγάλη σειρά βιβλίων για ρώσους συγγραφείς και μετέφρασε μερικά από τα σημαντικότερα έργα του τόπου. Επιπλέον, ενδιαφέρθηκε να αποτυπώσει και να εξηγήσει στα κείμενά του την πολιτικοκοινωνική κατάσταση στη Σοβιετική Ένωση, την πορεία και την κατάρρευση του σοσιαλισμού από την πλευρά, όχι βέβαια ,του πολιτικού αναλυτή, αλλά του αυτόπτη μάρτυρα και του διορατικού λογοτέχνη.
 Πότε συναντήθηκε ο Αλεξανδρόπουλος ως αναγνώστης με τον Τσέχωφ δεν μας είναι γνωστό. Πιθανότατα αρκετά νωρίς, αφού οι γλυκόπικρες ιστορίες του κυκλοφορούσαν στην Ελλάδα.
Για τις συγγραφικές συναντήσεις, όμως, του Έλληνα με το ρώσο δημιουργό έχουμε όλα τα στοιχεία μπροστά μας. Στο βιβλίο του Η ρωσική λογοτεχνία. Ιστορία σε τρεις τόμους. Από τον 11ον αιώνα μέχρι την επανάσταση του 1917 ( 1978 - 1979), ο Αλεξανδρόπουλος αφιερώνει ονομαστικά στον Τσέχωφ ένα μέρος του πέμπτου κεφαλαίου του: " Η δεκαετία του 1880 ( Τέλος της κλασικής λογοτεχνίας)". Μέσα σε δέκα σελίδες κατορθώνει να δώσει όλα τα κύρια χαρακτηριστικά της τσεχωφικής δημιουργίας: ελλειπτικότητα, απέχθεια στον ηρωισμό και στη μεγαλοπρέπεια, ανθρώπινες διαστάσεις, πίκρα και χαμόγελο, απελπισία και ειρωνεία, έλλειψη επικοινωνίας ανάμεσα στους ήρωές του, χαρακτήρες με υπόστρωμα, πλοκεί που ατονεί. Αυτά τα χαρακτηριστικά με τα οποία, όπως γράφει ο Αλεξανδρόπουλος, " ο Τσέχωφ[...] έφερε ως τα τελευταία όρια τις παλιές μορφές κι έβαλε έτσι τη λογοτεχνία στη Ρωσία μπροστά σε νέους δρόμους".
Το 1977, παράλληλα με την Ιστορία του και με τη σύνθεση της ογκώδους βιογραφίας του Γκόρκι, ο Αλεξανδρόπουλος αναπτύσσει τις σκέψεις του για τον Τσέχωφ σε μία " βιογραφική μυθιστορία" με τίτλο Περισσότερη ελευθερία. Ο Τσέχωφ ( εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 1981). Αντίστοιχα βιογραφικά στην αφετηρία τους, αν και πολύ διαφορετικά στη σύνθεσή τους είναι και τα βιβλία που έγραψε για τον Ντοστογιέφσκι, τον Αλέξανδρο Γκέρτσεν, τον Μαγιακόφσκι, τον Τολστόι και τον Όσιπ Μαντελστάμ.
Βιογραφώντας τον Τσέχωφ, περιγράφει αναλυτικά τα πρώτα χρόνια της ζωής του, τις σπουδές και την οικογένειά του, για να δείξει τη συμβολή τους στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του. Παρακολουθεί την αναγνώριση και τη δόξα του, την πάλη με τις οικονομικές δυσκολίες και την αρρώστια του ως τον πρόωρο θάνατό του. Κυρίως, όμως, ενδιαφέρεται να δώσει μία ερμηνεία της δημιουργικότητάς του , αναλύοντας την εξέλιξή του από τη μικρή, κυρίως αστεία, ιστορία(διήγημα, παρωδία, ανέκδοτο, σκέτς, χρονογράφημα) σε εφήμερα σατιρικά περιοδικά, στην ολοκληρωμένη σύνθεση, το αλυσιδωτό πέρασμα από το θέατρο στην πεζογραφία και την απροθυμία του να γράψει μυθιστόρημα.
Σχολιάζοντας τα χαρακτηριστικά του τσεχωφικού διηγήματος, ο Αλεξανδρόπουλος αναφέρεται στην καλλιέργεια του ύφους, στην οικονομία της σύνθεσης και στη χρήση της " Μάσκας". Το τελευταίο αυτό στοιχείο σχετίζεται με τον αφηγηματικό του τρόπο, δηλαδή, την αντικειμενική αφήγηση ( = να περιορίζει στο έπακρο τα θετικά ή αρνητικά σχόλια για τα γεγονότα και για τους ήρωές του, ώστε να φαίνεται αντικειμενικά ουδέτερος απέναντί τους), και με τον "κλειστό" χαρακτήρα πολλών ηρώων του. Επισημαίνει, ακόμη, ότι στην πινακοθήκη των προσώπων του παρατηρείται κλιμακωτή ανάπτυξη των ίδιων ουσιατικά τύπων, που αντιμετωπίζουν με πολλές παραλλαγές τα προβλήματα της έλλειψης ελευθερίας και της παραίτησης από τη διεκδίκηση της ευτυχίας. Το πρόβλημα, ακριβώς , της ελευθερίας, όπως το αντιμετώπισε ο ρώσος συγγραφέας τόσο στην προσωπική του ζωή όσο και στο έργο του, γίνεται το κορυφαίο θέμα της μελέτης του. Παρουσιάζει , λοιπόν, το βιβλίο του " σαν ένα, κατά το δυνατόν εμπεριστατωμένο, σχόλιο" της ακόλουθης φράσης του ρώσου συγγραφέα: " Θα προσπαθήσω λοιπόν ν' ακολουθήσω τη γραμμή που υπαγορεύει η καρδιά [...] Η γραμμή είναι απόλυτη ελευθερία του ανθρώπου, ελευθερία από τον καταναγκασμό, από τις προλήψεις, από τη βαρβαρότητα, από το διάβολο, ελευθερία από τα πάθη κ.λ.π ".
Αργότερα σε συνέντευξή του ο Αλεξανδρόπουλος σχολίασε τον τρόπο που επέλεξε για το βιβλίο του: "δεν θα μπορούσα να γράψω για τον Τσέχωφ παρά ένα βιβλίο όπου ο λόγος για το έργο και τον άνθρωπο θα πήγαιναν καθ' όλη τη διαδρομή παράλληλα. Αυτό που ήθελα ήταν ν' αφηγηθώ τα του Τσέχωφ, παρά μια μελέτη για το έργο του. Νομίζω ότι και ο αναγνώστης αισθάνεται την ανάγκη να γνωρίζει τον άνθρωπο, γιατί ο Τσέχωφ με την υποδειγματική του διακριτικότητα, με το συγγραφικό και το ανθρώπινο τακτ και μ' εκείνη την κρυμμένη βαθιά αγάπη, με την οποία ζωγραφίζει τα πρόσωπά του, βάζει σε πειρασμό τον καθένα να ζητάει να μάθει, κάθε φορά που διαβάζει ή βλέπει κάτι δικό του, τι άνθρωπος ήταν ο Αντόν Τσέχωφ κι ακριβώς γι' αυτό το λόγο, ενώ η ζωή του δεν περιέχει καθόλου συναρπαστικά στοιχεία, ωστόσο ένα αφήγημα γι' αυτόν είναι εξαιρετικά ελκυστικό, η παραμικρή λεπτομέρεια από τη ζωή του Τσέχωφ αξίζει καθαρό χρυσάφι".
Ύστερα από την τόσο συστηματική μελέτη του τσεχωφικού έργου, η μετάφρασή του ήταν ένα σχεδόν αναμενόμενο βήμα. Προηγήθηκαν οι μεταφράσεις των διηγημάτων Εχθροί ( 1994) και Ανιαρή ιστορία( 2005) και ακολούθησαν τα διηγήματα που συγκεντρώθηκαν στο βιβλίο Πόσο αργεί να ξημερώσει...
Την πιστότητα της μετάφρασης , αν και δεν μπορώ να τη μετρήσω, την εγγυάται η ρωσική εμπειρία του Αλεξανδρόπουλου και η αγάπη του για τον Τσέχωφ. Την καλλιτεχνική της αξία τη στηρίζουν οι συγγραφικές του ικανότητες και η πολύχρονη ασχολία του με τη μετάφραση. Οι αναγνώστες του Τσέχωφ θα απολαύσουν το βιβλίο. Εγώ θα σταθώ, όμως, στα όσα γράφει ο μεταφραστής στην " Εισαγωγή" του για την προσπάθεια του να επιλέξει και να παρουσιάσει στο ελληνικό κοινό όχι τα καλύτερα διηγήματα του Τσέχωφ, αλλά μερικά άγνωστα, αντιπροσωπευτικά " για το πώς κυματίζει το ύφος στο έργο του". Στις σύντομες παρατηρήσεις του κατορθώνει να σχολιάσει τα θέματα και τον τρόπο γραφής, τις ιδέες και την απόδοσή τους, τους ήρωες της λογοτεχνίας και τα πρόσωπα της πραγματικής ζωής, τα μικρά δράματα μέσα στην αχανή ιστορία.
Ίσαμε εδώ τα φανερά σημάδια αυτής της συνάντησης του Αλεξανδρόπουλου με το έργο του Τσέχωφ δείχνουν μια πορεία ομαλή, εξελικτική, ολοένα πιο ουσιαστική. Πρώτα η τοποθέτηση του συγγραφέα μέσα στην εποχή του παράλληλα με τους άλλους ρώσους δημιουργούς που απασχόλησαν τον Αλεξανδρόπουλο στην Ιστορία της ρωσικής λογοτεχνίας. Έπειτα η βιογραφική μυθιστορία, ευκαιρία για να αναπτύξει τις γνώσεις και τις κρίσεις του, να προβάλει όλο το υλικό που με τόση προσοχή και αφοσίωση είχε συγκεντρώσει, να δώσει την προσωπική του γνώμη με αγάπη και γνώση για το θεατρικό συγγραφέα και τον πεζογράφο Τσέχωφ. Τέλος, η μετάφραση των τσεχωφικών διηγημάτων, η αληθινά θερμή συνάντηση των δύο γραφών, των δύο φωνών, του Ρώσου και του Έλληνα σε ένα κείμενο , η ύπαρξη του οποίου πραγματοποιήθηκε χάρη ακριβώς σ' αυτό το σμίξιμο των δύο πνευμάτων, των δύο ψυχών, του συγγραφέα και του μεταφραστή του. Υπάρχει, ωστόσο, μια άλλη ακόμη πιο βαθιά φλέβα που ενώνει τους δύο συγγραφείς. Εννοώ ότι στην πρωτότυπη αφηγηματική δημιουργία του Αλεξανδρόπουλου υπάρχει μία τσεχωφική διάσταση. Τα χαρακτηριστικά που εντόπισε στο έργο του Ρώσου μπορούμε να τα διακρίνουμε και εμείς, σε ένα μέρος τουλάχιστον του έργου του Αλεξανδρόπουλου. Πρώτα απ' όλα μία λεπτή ειρωνεία, η αίσθηση ότι η διαφορά ανάμεσα στο γελοίο και στο τραγικό είναι μερικές φορές αδιόρατη , φανερώνονται ήδη στα πρώτα πρώτα διηγήματα που συγκεντρώθηκαν αργότερα στη συλλογή Επιστροφές ( 1999) ή στη νουβέλα Τα θαύματα έρχονται στην ώρα τους (1976). Ακόμη η " Μάσκα ", η αντικειμενική, δηλαδή αφήγηση, όπως στο μυθιστόρημα Στο όριο (2003), ή οι παραιτημένοι ήρωες που βλέπουν τη ζωή τους να κυλά και αυτοί πασχίζουν απλώς να διατηρήσουν λίγη αξιοπρέπεια. Τέλος, το χάσμα ανάμεσα στην ακύμαντη επιφάνεια της ζωής και στο τρικυμισμένο βάθος, τα μικρά και μεγάλα δράματα στις ψυχές των αδύναμων ανθρώπων.
Πρόσωπα μπολιασμένα με τη τσεχωφική μελαγχολική αδυναμία, εικόνες ζωής κάτω από το φακό ενός ουδέτερου παρατηρητή, σύντομα επεισόδια και περιστικά συναντάμε στις σελίδες του Αλεξανδρόπουλου, χωρίς να παραβλέπουμε το επικό στοιχείο άλλων αφηγήσεών του, τους γενναίους του ήρωες, τους μεγάλους αγώνες τους μέσα σε μία ταραγμένη ιστορική εποχή.
Η " Εισαγωγή" της συλλογής Πόσο αργεί να ξημερώσει...κλείνει με μία φράση του Τσέχωφ: " Δεν είναι ζαχαροπλάστης ο λογοτέχνης , δεν είναι για τον καλλωπισμό και τη διασκέδαση του κοινού, έχει τις δικές του υποχρεώσεις που απορρέουν από το συμβόλαιο με το χρέος του και τη συνείδησή του..." Ποιος αναγνώστης του Αλεξανδρόπουλου δεν αναγνωρίζει ότι την ίδια φράση θα μπορούσε να προσυπογράψει κι ο ίδιος;

Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2015

Το γεφύρι με τις τρεις καμάρες

 Ο Ισμαήλ Κανταρέ στο μυθιστόρημα του " Το γεφύρι με τις τρεις καμάρες" προσπαθεί να απομυθοποιήσει το θρύλο του στοιχειώματος  του γεφυριού, όπως τον παρέδωσε η λαϊκή προφορική παράδοση με την παραλογή του Γεφυριού της Άρτας,  και να τον εξηγήσει με οικονομικές και ιστορικές αναφορές. Υποστηρίζει ότι για την εξυπηρέτηση οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων μπορεί ο θρύλος να χρησιμοποιηθεί και να καλύψει ένα έγκλημα. Η υπόθεση εκτυλίσσεται στην Αλβανία του 14ου αι., παραμονές της οθωμανικής κατάκτησης.
Γράφει: "...Τις ζημιές στο γεφύρι μας δεν τις προξένησαν τα πνεύματα των νερών, όπως ισχυρίζονται μερικοί, αλλά άνθρωποι....Είναι η εταιρεία ' Πορθμεία και Σχεδίες' που προσπαθεί να ρίξει το γεφύρι μας....Είναι ολοφάνερο πως επειδή ενδιαφέρονται να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους δεν μπορούν ποτέ και ούτε θα μπορέσουν να παραδεχτούν ότι χτίζονται γεφύρια. Έριξαν λοιπόν την ιδέα να καταστρέψουν το έργο, πριν ακόμα προχωρήσουν στην εγκληματική πράξη τους. Με τους καλοπληρωμένους ποιητάρηδες διέδωσαν το μύθο ότι τα πνεύματα των νερών δεν ανέχονται το γεφύρι και ότι έπρεπε να γκρεμιστεί... Πρέπει να ξέρετε ...πως δεν είναι τα πνεύματα των νερών που δεν ανέχονται το γεφύρι , αλλά τα άπληστα πνεύματα των διευθυντών της ληστρικής αυτής εταιρείας που λέγεται ' Πορθμεία και Σχεδίες'..."

Και η σκηνή του χτισίματος:

"...Ήταν εκεί, άσπρος σαν μάσκα, μπογιατισμένος με ασβέστη και δε διέκρινες παρά το πρόσωπο, το λαιμό κι ένα μέρος από το στήθος του. Το υπόλοιπο σώμα, τα χέρια, τα πόδια του, χάνονταν μέσα στον τοίχο.

    Δεν μπορούσα να ξεκολλήσω τα μάτια μου από τον χτισμένο. Παντού φαίνονταν ίχνη από νωπό ασβεστοκονίαμα. Είχαν προσθέσει ένα κομμάτι τοίχου, για να κλείσουν μέσα το θύμα( ένα σώμα χτισμένο μέσα στις ίδιες τις κολόνες του γεφυριού αδυνατίζει την αντοχή του, είχε πει ο συλλέκτης θρύλων). Δυο μαδέρια τοποθετημένα κάτω από το νεκρό χρησίμευαν για θεμέλια στο κομμάτι του τοίχου που είχαν προσθέσει.

    Ο στοιχειωμένος έμοιαζε να'χει φυτρώσει μέσα στην πέτρα. Οι ρίζες του, η κοιλιά, τα πόδια, ο κορμός βρίσκονταν μέσα της. Μόνο ένα πολύ μικρό μέρος του σώματός του ξεπρόβαλε....

....τον είχαν σκοτώσει εν ψυχρώ οι ιδιοκτήτες του γεφυριού και στη συνέχεια τον είχαν χτίσει. Το έγκλημα είχε ένα μονάχα κίνητρο: να σπείρει τον τρόμο....

.....Στην άγρια μονομαχία τους οι δύο αντίπαλοι, η εταιρία " Πορθμεία και Σχεδίες" και η εταιρία " Γεφύρια και Δρόμοι" χρησιμοποίησαν το θρύλο μας. Οι πρώτοι είχαν προετοιμάσει μεσ' απ' αυτόν την καταστροφή του γεφυριού. Οι δεύτεροι με το ίδιο μέσον είχαν προετοιμάσει το φόνο....

Δουλεύοντας το θρύλο με τα χέρια τους, χέρια λογιστών, τον άλλαξαν κατά πως ήθελαν αυτοί. Τον απογύμνωσαν από την υπέρτατη αλήθεια του, για να τον βάλουν στην υπηρεσία μιας χονδροειδούς απάτης.

  Κανένας δεν το φαντάστηκε στην αρχή τι μας έφερναν αυτοί οι νεοφερμένοι, άλλοι από τη Δύση κι άλλοι από την Ανατολή"

Και ο επίλογος πάλι από τον Ισμαήλ Κανταρέ, φόρος τιμής σε εκείνους που έκτισαν τον κόσμο με τον ιδρώτα τους και πολλές φορές με το αίμα τους.

 Γράφει κάπου στη μέση του έργου:

Ήθελα  ακόμη να του πω ότι οι σταγόνες αίμα του θρύλου στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά ποταμοί ιδρώτα, ότι όμως ο ανθρώπινος ιδρώτας, όπως ξέρουμε, εκφράζει, σε σύγκριση με το αίμα, δουλική κατάσταση, ότι είναι ανώνυμος και ότι συνεπώς κανένας ποτέ δεν έγραψε τραγούδι ή μπαλλάντα προς τιμή του. Ήταν επομένως φυσικό που σ' αυτό το τραγούδι λίγες σταγόνες αίμα αντιπροσωπεύουν ποταμούς ιδρώτα. Είναι αυτονόητο πως κάθε άνθρωπος χύνοντας τον ιδρώτα του θυσιάζει κάτι από τον ίδιο τον εαυτό του..." 
                                                                                                                                                                             
Ισμαήλ Κανταρέ, Το γεφύρι με τις τρεις καμάρες, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 1989 

 O Ισμαήλ Κανταρέ, ο επιφανέστερος σύγχρονος Αλβανός συγγραφέας, γεννήθηκε στο Αργυρόκαστρο το 1936(σημ.ιστολ. 28 Ιανουαρίου). Σπούδασε φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου των Τιράνων και στο Ινστιτούτο Λογοτεχνίας "Γκόρκι" στη Μόσχα. Έχει γράψει ποιήματα, δοκίμια, αλλά κυρίως μυθιστορήματα. Υπήρξε ο πρώτος Αλβανός συγγραφέας που έγινε πλατιά γνωστός διεθνώς (μεταφράστηκε σε περισσότερες από δεκαπέντε γλώσσες) ως πεζογράφος άξιος των μεγαλύτερων λογοτεχνικών βραβείων. Τα τελευταία χρόνια είναι υποψήφιος για το βραβείο Νόμπελ. Η ανάγνωση των έργων του Κανταρέ αφήνει αίσθηση ανάλογη με την ανάγνωση ενός μεγάλου κατακυρωμένου "κλασικού". Τα κυριότερα μυθιστορήματά του είναι: "Το γεφύρι με τις τρεις καμάρες", "Το λυκόφως των θεών της στέπας", "Το χρονικό της πέτρινης πόλης", "Τα ταμπούρλα της βροχής", "Το κονσέρτο", "Το τέρας", "Η πυραμίδα", "Ο στρατηγός της στρατιάς των νεκρών", "Ποιος έφερε την Ντορουντίν", "Spiritus", "Φεγγαρόφωτο", "Ο αετός", "Η εκκλησία της Αγίας Σοφίας και άλλες ιστορίες", "Φάκελλος Ο", "Τρία τραγούδια πένθιμα για το Κοσυφοπέδιο". Επίσης τα δοκίμια: "Αισχύλος ο μεγάλος αδικημένος", "Πρόσκληση στο εργαστήρι του συγγραφέα". Το 2005 τιμήθηκε με το βραβείο Man Booker International για το σύνολο του έργου του, και το 2009 με το ισπανόφωνο Νόμπελ, Premio Principe de Asturias de las Letras, ενώ την ίδια χρονιά έλαβε και το βραβείο Balkanika για το μυθιστόρημά του που μεταφράστηκε στα γαλλικά με τίτλο "L’ Entravee: requiem pour Linda B." ("Η αποκλεισμένη: ρέκβιεμ για τη Λίντα Μπ.").( BiblioNet)



Νίκος Καββαδίας: «Πάντα πήγαινα αριστερά το τιμόνι και ποτέ δεν κοίταζα την πρύμνη!…»

Γράφει η ofisofi //atexnos

Νιώθω μεγάλη χαρά όταν ανακαλύπτω στα παλαιοβιβλιοπωλεία βιβλία των οποίων οι τίτλοι τους με προκαλούν να τα αγοράσω και να τα διαβάσω καθώς δεν έτυχε να τα γνωρίζω την εποχή που κυκλοφόρησαν. Τις περισσότερες φορές η ανταμοιβή είναι μεγάλη.
Κάπως έτσι αγόρασα το βιβλίο του Φίλιππου Φιλίππου, Ο πολιτικός Νίκος Καββαδίας. Τον Νίκο Καββαδία τον έμαθα από τα μελοποιημένα ποιήματά του στο Σταυρό του Νότου σε μουσική του Θάνου Μικρούτσικου. Εκείνη την κασέτα την είχα λιώσει από τις πολλές φορές που έπαιζε. Έτσι στη συνείδηση μου ο Νίκος Καββαδίας είχε ταυτιστεί με τους ναυτικούς, τα καράβια και τα ταξίδια σε τόπους εξωτικούς και σε θάλασσες μακρινές.
Ο τίτλος του βιβλίου μου δημιούργησε την απορία για το περιεχόμενο του όρου «πολιτικός» που ο συγγραφέας αποδίδει στον ποιητή.
Ο Φίλιππος Φιλίππου, ναυτικός και ο ίδιος και συγκεκριμένα β’ μηχανικός, ξεκινούσε για μπάρκο τη μέρα του θανάτου του Καββαδία στις 10 Φεβρουαρίου του 1975. Η πρώτη του επαφή έγινε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 με τις ποιητικές συλλογές Μαραμπού και Πούσι και στα τέλη της δεκαετίας του 1970 επεκτάθηκε με τη Βάρδια.
Στον πρόλογο αναφέρει ότι του γεννήθηκε η επιθυμία να υπερασπίσει τον Καββαδία και να αντικρούσει τα επιχειρήματα εκείνων που κατηγορούσαν τον ποιητή ότι αδιαφορούσε για τη σκληρή ζωή των ναυτικών και τους αγώνες των ναυτεργατών παρουσιάζοντας τα όλα ωραιοποιημένα. Ο Φιλίππου έχει την άποψη ότι ο Καββαδίας ήταν ένας αθόρυβος και σεμνός αγωνιστής. Αυτή την άποψή του επιχειρεί να αποδείξει στο βιβλίο του χρησιμοποιώντας πλήθος στοιχείων τόσο από το ίδιο το έργο και τη δράση του ποιητή όσο και από άρθρα και συνεντεύξεις ανθρώπων που τον γνώριζαν.
Παράλληλα με τη βιογραφία του παραθέτει και αναλύει τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που οριοθέτησαν την εποχή του και επηρέασαν την προσωπικότητα και το έργο του ποιητή.
Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου του 1910 σε μια μικρή επαρχιακή πόλη της Μαντζουρίας. Αν και γόνος εύπορης οικογένειας καθώς ο πατέρας του ασχολείτο με το εμπόριο, συμπαθούσε την εργατική τάξη και ένιωθε αλληλέγγυος προς τους ταπεινούς και καταφρονεμένους. Η αγάπη του για τους συνανθρώπους του τον οδήγησε στην Αριστερά και στο πλευρό των εκμεταλλευομένων και δυστυχισμένων. Η οικογένειά του είχε πληγεί από την Οκτωβριανή Επανάσταση, ο ίδιος όμως υιοθέτησε τις σοσιαλιστικές ιδέες καθώς η επανάσταση πρόσφερε μια ελπίδα και ένα όραμα στους φτωχούς και καταπιεσμένους ανθρώπους της γης. Σε αυτό το όραμα έμεινε πιστός μέχρι το τέλος της ζωής του.
Το πνεύμα της αγάπης και της αλληλεγγύης είναι φανερό στο ποίημα «Αγαπάω», που το έγραψε σε ηλικία 19 ετών.

Αγαπάω τ’ ό,τι είνε θλιμμένο στον κόσμο  
Τα θολά τα ματάκια, τους αρρώστους ανθρώπους,  
τα ξερά γυμνά δέντρα και τα έρημα πάρκα,
τις νεκρές πολιτείες, τους τρισκότεινους τόπους,
Τους σκυφτούς οδοιπόρους
 που μ’ ένα δισάκι για μια πολιτεία μακρυνή ξεκινάνε,  
τους τυφλούς μουσικούς των πολύβουων δρόμων,
τους φτωχούς, τους αλήτες, αυτούς που πεινάνε.
 Τα χλωμά τα κορίτσια που πάντα προσμένουν τον ιππότην 
που είδαν μια βραδιά στ’ όνειρό τους, να φανή απ’ τα βάθη του απέραντου δρόμου.  
Τους κοιμώμενους κύκνους πάνω στ’ ασπροφτερό τους
Τα καράβια που φεύγουν για καινούρια ταξίδια
και δεν ξέρουν καλά – αν ποτέ θα’ ρθουν πίσω αγαπάω,
 και θα’ θελα μαζί τους να πάω κι ούτε πια να γυρίσω.
  Αγαπάω τις κλαμμένες ωραίες γυναίκες που κυττάνε μακριά,
 που κυττάνε θλιμμένα…  
αγαπάω σε τούτον τον κόσμο –
 ό,τι κλαίει γιατί μοιάζει μ’εμένα.

Τον Ιούνιο του 1933 εκδίδει την ποιητική συλλογή Μαραμπού. Είναι μια χρονιά πολύ δύσκολη εξ αιτίας της οικονομικής κρίσης και οι συνθήκες που διαμορφώνονται είναι άσχημες και στα καράβια. Στα ποιήματά του όμως η ζωή των ναυτικών παρουσιάζεται με χαρούμενα χρώματα και δεν έχουν καμία σχέση με τη σκληρή πραγματικότητα που βιώνουν. Ο Φιλίππου υποστηρίζει ότι πιθανόν αυτό να οφείλεται ότι τα είχε γράψει στο διάστημα πριν μπαρκάρει.
Στην εποχή της η συλλογή Μαραμπού δέχτηκε θετικές κριτικές καθώς ερχόταν να φωτίσει το καταθλιπτικό τοπίο που είχε διαμορφώσει ο Καρυωτάκης και οι επιδράσεις του. Σημειώνεται όμως και μια διαφορετική προσέγγιση την οποία υπογράφει ο μαρξιστής (τροτσκιστής) διανοούμενος Νίκος Κάλας ο οποίος χαρακτηρίζει τον Καββαδία επαναστατημένο ποιητή. Σε αυτόν αλλά και στο Θανάση Καραβία, επίσης τροτσκιστή, ο ποιητής αφιερώνει ποιήματα. Διερωτάται λοιπόν ο συγγραφέας αν ο Καββαδίας εκείνη την εποχή ήταν ήδη μυημένος στις μαρξιστικές ιδέες. Από τους αστούς κριτικούς αναφέρει ότι μόνον ο Φώτος Πολίτης μπόρεσε να διακρίνει μέσα στους στίχους του μια κρυμμένη ανθρωπιά.
Ο Καββαδίας στο Μαραμπού εκφράζει την αλληλεγγύη του στους ναυτικούς αλλά χωρίς άλλες πολιτικές αναφορές. Ο Φίλιππος Φιλίππου υπερασπιζόμενος τον ποιητή αναφέρει ότι από την εποχή του Μαραμπού και μετά ο Καββαδίας δεν έπαψε να θεωρεί τον εαυτό του αριστερό, φίλο των προοδευτικών ανθρώπων και θαυμαστή της Σοβιετικής Ένωσης και κυρίως της Οκτωβριανής Επανάστασης. Παραμένει άγνωστο αν οργανώθηκε σε κάποιο κόμμα ή οργάνωση από εκείνες που υποστήριζαν τον Τρότσκι και ειδικά μετά την εκδίωξή του από τη Σοβιετική Ένωση. Αναφέρθηκε όμως παραπάνω ότι είχε φίλους τροτσκιστές.
Για τη Σοβιετική Ένωση είχε σχηματισμένη αντίληψη καθώς αρκετές φορές βρέθηκε εκεί ως ναυτικός. Μιλούσε στους φίλους του και για όσα αρνητικά συνέβαιναν, όπως φτώχεια, πείνα, αστυνόμευση. Η Σοβιετική Ένωση όμως εξακολουθούσε να αντιπροσωπεύει γι’ αυτόν το όραμα του σοσιαλισμού και γι’ αυτό δεν δέχθηκε να κάνει αντικομμουνισμό και αντισοβιετισμό, πράξεις στις οποίες επιδόθηκαν κάποιοι φίλοι του.
Το πολιτικό του ενδιαφέρον και η ευαισθησία του για ό,τι διαδραματιζόταν στον κόσμο τότε φάνηκε και από την αντίδραση του στο ξέσπασμα του ισπανικού εμφυλίου, γεγονός που τον ενέπνευσε να γράψει το ποίημα “Federico Garcia Lorca”.
Το 1940 στρατεύθηκε και στάλθηκε στο Αλβανικό μέτωπο. Αν και ναυτικός υπηρέτησε στο Στρατό Ξηράς ως ημιονηγός. Η θητεία του εκεί μάς έδωσε τα διηγήματα Στο άλογό μου και του Πολέμου που έγραψε πολύ αργότερα. Επιπλέον συνετέλεσε ακόμη περισσότερο στην πολιτική του συνειδητοποίηση.
Μετά την κατάρρευση του μετώπου ο Νίκος Καββαδίας επέστρεψε στην Αθήνα σε κακή κατάσταση από την οδοιπορία και τις κακουχίες.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής εντάχθηκε στο ΕΑΜ με σημαντική δραστηριότητα. Η αδελφή του και ο Σταμάτης Καββαδίας, δικηγόρος και καθοδηγητής στην Κατοχή δηλώνουν ότι πολέμησε στην Αντίσταση μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ και ότι αρχικά δραστηριοποιήθηκε στο ΕΑΜ Ναυτικών και στη συνέχεια στο ΕΑΜ Λογοτεχνών – Ποιητών. Υπάρχουν όμως και ερευνητές που αμφισβητούν την οργάνωση του στο ΚΚΕ.
Μέσω του ΕΑΜ Λογοτεχνών γνωρίστηκε με πολλούς πνευματικούς ανθρώπους της εποχής. Το 1943 έγινε μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών. Σε αυτή την περίοδο αρχίζει τα γράφει τα αντιστασιακά του ποιήματα, τα οποία έχουν καθαρά πολιτικό περιεχόμενο.
«Αθήνα 1943» είναι το πρώτο που το δημοσιεύει με το ψευδώνυμο Α. Ταπεινός στο περιοδικό «Πρωτοπόροι» το Δεκέμβρη του 1943:

Οι δρόμοι κόκκινες γιομάτοι επιγραφές τρανά την ώρα διαλαλούν την ορισμένη.
 Αγέρας πνέει βορεινός απ’ τις κορφές'
  κι αργοσαλεύουνε στα πάρκα οι κρεμασμένοι.
Μες στην Αθήνα όλα τα πρόσωπα βουβά
και περπατάν αργά στους δρόμους «εν κινδύνω» ως τις εφτά 
που θ’ ακουστεί « Σιστάς Μοσκβά»
και στις οχτώ ( βάλ’ το σιγά) « Εδώ Λονδίνο».

Φύσα ταχιά σπιλιάδα, φύσα βορεινή.
Γραίγο μου κατρακύλα απ’ την Κριμαία.
 Κατά τετράδας παν στο δρόμο οι γερμανοί
κάτου από μαύρη, κακορίζικη σημαία.
Μήνα το μήνα και πληθαίνουν οι πιστοί,
ώρα την ώρα και φουντώνει το μελίσσι
 ως τη στιγμή που μες στους δρόμους θ’ ακουστεί η μουσική 
που κάθε στόμα θα λαλήσει.

Το 1945 έχοντας ζήσει τα γεγονότα που ακολούθησαν την απελευθέρωση και βλέποντας τα οράματά του να συντρίβονται, ετοιμάζεται να ξαναμπαρκάρει. Είναι όμως και η χρονιά που συνεργάζεται με το εβδομαδιαίο περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα που διευθύνει ο Δημήτρης Φωτιάδης. Ο στόχος του περιοδικού είναι να συμβάλει στην αναγέννηση με τη συγκρότηση ενός έθνους βγαλμένου από το λαό και για το λαό και με την επίτευξη μιας δημοκρατίας των πολλών, με ουσιαστικό περιεχόμενο.
Το πολιτικό κλίμα όμως μετά το Δεκέμβρη του 1944 και την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας είναι πολύ βαρύ. Οι αγωνιστές της Αντίστασης και οι προοδευτικοί άνθρωποι διώκονται, φυλακίζονται, εξορίζονται και ένα κλίμα ανελέητης τρομοκρατίας προκαλεί συνεχώς θύματα.
Μέσα σε αυτή τη μαύρη και αποπνικτική ατμόσφαιρα ο Νίκος Καββαδίας δημοσιεύει στο φύλλο 3 των Ελευθέρων Γραμμάτων το ποίημα Federico Garcia Lorca.

Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό και στο βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι.
 Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ, τότε που φεύγανε μπουλούκια οι Σταυροφόροι. Παντιέρες πάγαιναν του ανέμου συνοδιά και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου.
Στο ρωγοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά κι ο γέρος έλιαζε ακαμάτης τ’ αχαμνά του.
Του ταύρου ο Πικάσσο ρουθούνιζε βαριά και στα καράβια τότε σάπιζε το μέλι.
 Τραβέρσο ανάποδο – πορεία προς το Βοριά.
Τράβα μπροστά – ξοπίσω εμείς- και μη σε μέλει.
Κάτου απ’ τον ήλιο αναγαλλιάζαν οι ελιές και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια. Τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές τότες που σ’ έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια.
Ατσίγγανε κι Αφέντη μου, με τι να σε στολίσω;  
Φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό.
Στον τοίχο της Καισαριανής μάς φέρναν από πίσω
 κ’ ίσα έν’ αντρίκειο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό.
Κοπέλες απ’ το Δίστομο φέρτε νερό και ξίδι.
Κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι, μεσ’ απ’ τα διψασμένα της χωράφια τ’ ανοιχτά.
Βάρκα του βάλτου ανάστροφη, φτενή, δίχως καρένα.  
Σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά.   
Σμάρι κοράκια να πετάν στην έρημο αρένα και στο χωριό να ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά.

Με αφορμή το Λόρκα, ο Καββαδίας γράφει για τον εμφύλιο πόλεμο της Ισπανίας (1936-1939) αλλά και για την Ελλάδα της Κατοχής (1941 1944).
Ο Καββαδίας συνεργάστηκε επίσης αυτή την εποχή με το περιοδικό Νέα Γενιά, το περιοδικό της ΕΠΟΝ. Σε αυτό δημοσιεύει το ποίημα «Στον τάφο του Επονίτη» εξυμνώντας τους αγώνες των Επονιτών.

Επέταξα τη σάκα μου και τρέχω με τουφέκια Μικρούλης φαίνομαι Αδερφέ, το μάτι δεν με πιάνει
Στη μάχη όμως κουβάλησα χιλιάδες τα φουσέκια κι ακόμα μ’ είδαν Γερμανούς να στρώνω στο ρουμάνι.  
Στη γειτονιά με ξέχασε το τόπι , το ξυλίκι. Και μοναχά που πέρναγα με το χωνί στο στόμα. Παιδί! 
Μα με λογάριασαν οι λυσσασμένοι λύκοι. Τεράστιο το κουράγιο μου.
 Και πού να δεις ακόμα. Μια μέρα μας μπλοκάρανε. Δυο εμείς και αυτοί σαράντα,
Σφαίρα τη βρήκε την καρδιά που’ μοιαζε με γρανίτη.
Σε μια γωνιά με θάψανε χωρίς ανθούς, μα πάντα
Σα ρόδο θα μοσκοβολάει ο τάφος του Επονίτη.

Τον Ιούνιο του 1945 μετά από τις επιδρομές παρακρατικών συμμοριών που έγιναν σε βιβλιοπωλεία και γραφεία εφημερίδων και τις επιθέσεις εναντίον ηθοποιών την ώρα των παραστάσεων, θα υπογράψει μαζί με άλλους πνευματικούς ανθρώπους ένα κείμενο διαμαρτυρίας ζητώντας την προστασία της ελευθερίας της σκέψης και των δημοκρατικών ελευθεριών του Ελληνικού Λαού.
Τον Αύγουστο του 1945 στο φύλλο 14 των Ελευθέρων Γραμμάτων δημοσιεύει το ποίημα «Αντίσταση»

Στο παιδικό μας βλέμμα πνίγονται οι στεριές.
 Πρώτη σου αγάπη τα λιμάνια σβυούν και εκείνα.
 Θάλασσα τρώει το βράχο απ’ όλες τις μεριές.  
Μάτια λοξά και τ’ αγαπάς : Κόκκινη Κίνα.
Γιομάτα παν τα ιταλικά στην Ερυθρά.
 Πουλιά σε αντικατοπτρισμό – Μαύρη Μανία.
Δόρατα μέσα στη νυχτιά παίζουν νωθρά.
Λάμπει αρραβώνα στο δεξί σου: Αβησσυνία.
Σε κρεμεζί, Νύφη λεβέντρα Ιβηρική.
Ανάβουνε του Barriochino τα φανάρια.
Σπανιόλοι μου θαλασσοβάτες και Γκραικοί.
 Γκρέκο και Λόρκα – Ισπανία και Πασιονάρια.
Κύμα θανάτου ξαπολιούνται οι Γερμανοί.
Τ’άρματα ζώνεσαι μ’ αρχαία κραυγή πολέμου.  
Κυνήγι παίζουνε μαχαίρι και σκοινί,
 Οι κρεμασμένοι στα δεντρά, μπαίγνιο του ανέμου.
Κι απέ Δεκέμβρη, στην Αθήνα και Φωτιά.
 Τούτο της Γης το θαλασσόδαρτο αγκωνάρι,  
Λικνίζει κάτου από το Δρυ και την Ιτιά
το Διάκο, τον Κολοκοτρώνη και τον Άρη.

Ανάμεσα στους αριστερούς που διώκονται μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας είναι ο συγγραφέας Θέμος Κορνάρος. Ήταν τότε γραμματέας του ΕΑΜ Λογοτεχνών – Ποιητών. Η σύλληψή του έγινε με αφορμή το βιβλίο του Αγύρτες και κλέφτες στην εξουσία. Αυτός πρότεινε ως αντικαταστάτη του το Νίκο Καββαδία και τα υπόλοιπα μέλη της οργάνωσης δέχτηκαν την πρότασή του. Ο Καββαδίας είναι πλέον ο γραμματέας του ΕΑΜ Λογοτεχνών – Ποιητών. Σύμφωνα με μαρτυρίες διέθετε πολιτικές και οργανωτικές ικανότητες και κατάφερε να ανταποκριθεί στη δύσκολη αποστολή του.
Στις 6 Οκτωβρίου 1945, απογοητευμένος και συντριμμένος από τις πολιτικές εξελίξεις μπαρκάρει ως δόκιμος ασυρματιστής με το επιβατηγό «Κορινθία» σε εσωτερικά δρομολόγια. Αν και στο καράβι υπέγραψε το νέο κείμενο διαμαρτυρίας εναντίον του νομοσχεδίου «Περί εκτάκτων μέτρων κατά των επιβουλευομένων την Δημόσιαν Τάξιν και την ακεραιότητα του κράτους» που έφερε στη Βουλή η κυβέρνηση Τσαλδάρη.
Ο συγγραφέας μας πληροφορεί ότι ο ποιητής αν και αριστερός με βεβαρημένο φάκελο στην Ασφάλεια είχε καταφέρει να μπαρκάρει μόνο με τη μεσολάβηση και τη βοήθεια των θείων του των εφοπλιστών, οι οποίοι υπέγραψαν κάποιο χαρτί ως εγγύηση , δηλαδή ότι ο ανηψιός τους θα είναι «καλό παιδί». Ο Καββαδίας και από αυτή τη θέση στάθηκε στο πλευρό των διωκόμενων συντρόφων του και βοηθούσε μεταφέροντας υλικό μέσα και έξω από την Ελλάδα. Αυτό βεβαίως δεν περνούσε απαρατήρητο από την Ασφάλεια που τον παρακολουθούσε στενά. Επίσης ο ίδιος ο ποιητής ανέφερε ότι αυτή την εποχή έγραφε ποιήματα με ψευδώνυμο στο Ρίζο της Δευτέρας.
Τον Ιανουάριο του 1947 και ενώ μαινόταν ο εμφύλιος πόλεμος εκδίδεται στην Αθήνα το Πούσι. Σε αυτή τη συλλογή δεν συμπεριλήφθηκαν τα αντιστασιακά του ποιήματα παρά μόνον αυτό για το Λόρκα.
Ο Κώστας Βάρναλης γράφει σχετικά με αυτή την ποιητική συλλογή και στέκεται κυρίως στο δεύτερο ποίημα το Federico Garcia Lorca με το οποίο υποστηρίζει ότι ο ποιητής παίρνει σταθερά και συνειδητά στάση υπέρ εκείνων (σ’ όποια γης!) που πολεμάνε για τη λευτεριά, υπέρ των τίμιων αγωνιστών του Λαού, που τους σκοτώνουν οι φασιστικές τρομοκρατίες (όποιας χώρας!). Ο Βάρναλης μάλιστα θεωρεί ότι το ποίημα αυτό είναι το κλειδί για να βρούμε το κοινωνικό περιεχόμενο των άλλων του ποιημάτων.
Επικριτικός απέναντι στο έργο του Καββαδία και στην πολιτική του ευαισθησία στέκεται ο Αιμίλιος Χουρμούζιος ο οποίος αναφέρει ότι ένα πυκνό πούσι έχει κατέβει και κρύψει από την οπτική γραμμή του ποιητή όλο τον πόνο των ανθρώπων.
Το 1948 και ενώ οι μάχες στο βουνό ανάμεσα στο Δημοκρατικό και Εθνικό στρατό είναι σφοδρές, διασπάται η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και το κομμάτι των διανοουμένων που αποχωρεί ιδρύει την Ελληνική Εταιρεία Λογοτεχνών, την μετέπειτα Εθνική Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών. Εμπνευστής της ο Κ. Τσάτσος και πρώτος πρόεδρός της ο Κώστας Ουράνης. Οι διανοούμενοι που τους ακολουθούν συντάσσονται κατά του αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού που τον θεωρούν αντεθνικό, ότι υποδαυλίζεται από ξένους και ότι προβαίνει σε πράξεις αντίθετες με τις ευγενικές παραδόσεις της φυλής. Ο Νίκος Καββαδίας δεν υπογράφει το κείμενο με τις παραπάνω δηλώσεις, μένει σταθερός στην ιδεολογία του και δεν απαρνείται την προσωπική του ιστορία, όπως πολύ πρόθυμα έκαναν πολλοί από τους συναγωνιστές του στην Αντίσταση.
Οι εξελίξεις είναι δραματικές με τις εκτοπίσεις, τα στρατοδικεία και τις εκτελέσεις. Ο Καββαδίας δεν γράφει πλέον. Μόνο ταξιδεύει.
Το 1954 εκδίδεται το τρίτο βιβλίο του, Βάρδια. Το βιβλίο είναι πεζογράφημα και το έγραψε ενώ βρισκόταν στα πλοία «Κυρήνεια» και «Κορινθία» από τον Αύγουστο του 1951 ως το Δεκέμβριο του 1952. Σε αυτό «ο Καββαδίας μιλάει για πρώτη φορά για τις εμπειρίες του στον πόλεμο της Αλβανίας, την καταστροφή της Μασσαλίας από τα γερμανικά κανόνια, τους Έλληνες που κρύβονταν στο σπίτι κάποιας Κατίνας επειδή τους κυνηγούσαν για τα πολιτικά. Για τις πόρνες που τις φορτώσανε στα κάρα και τις στείλανε για σαπούνι στους φούρνους της Γερμανίας, για δύο Ισπανούς σαμποτέρ που πετάξανε τα μυαλά τους στον αέρα για να μην πέσουν στα χέρια της Γκεστάπο. Κι ακόμα μια παράτολμη ηρωική ενέργεια ενός πατριώτη στη σκλαβωμένη Αθήνα…».
Το διαφορετικό που έχει η Βάρδια σε σχέση με το Μαραμπού είναι ότι ο Καββαδίας καταθέτει τις εμπειρίες του ναυτεργάτη με όλες τις άσχημες πλευρές της ζωής του χρησιμοποιώντας επιπλέον τολμηρό λεξιλόγιο. Ο ίδιος εμφανίζεται με τη μορφή του ασυρματιστή Νικόλα και δίνει πολλές αυτοβιογραφικές πληροφορίες.
Ο Φιλίππου θέλοντας να δώσει ένα ακόμη στοιχείο για τον πολιτικό Καββαδία υποστηρίζει ότι στη Βάρδια βρίσκουν έκφραση τα αντιαγγλικά του αισθήματα, αφού θεωρεί υπεύθυνους για τα δεινά και την τραγική κατάσταση της Ελλάδας τους Άγγλους και την πολιτική τους.
Ο Καββαδίας δεν παύει να παρακολουθεί τις διεθνείς και εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις και να συζητάει τα διάφορα ζητήματα που προκύπτουν με φίλους του που ανήκουν σε διάφορος πολιτικούς χώρους.
Πριν το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 δίνει μια συνέντευξη στην Πανσπουδαστική. Οι Μάκης Ρηγάτος και Γιάννης Καούνης, μέλη της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη, τον επισκέπτονται και συζητούν κυρίως για πολιτική. Ο ποιητής έγραψε το ποίημα «Σπουδαστές» και τους το αφιέρωσε.

Σας είδα κάτου από την πύρινη βροχή με τα πλακάτ και τα σκουτιά τα ματωμένα εσάς που κάματε τη δύσκολην αρχή κείνα τα χρόνια τα βαριά τα κολασμένα
Σήμερα βλέπω τα δικά σας τα παιδιά σμάρι πηχτό μες στου πελάγου τη [σπι]λιάδα. Πάντα κατάντικρα στην κάθε αναποδιά και σ’ όσους πάνε να σταυρώσουν την Ελλάδα.

Βασικό θέμα στις συζητήσεις του ήταν και ο πόλεμος του Βιετνάμ. Τον συγκλόνιζε η ηρωική αντίσταση του βιετναμέζικου λαού και αγανακτούσε με οποιονδήποτε υποστήριζε την πολιτική των Αμερικάνων στο Βιετνάμ.
Κατά τη διάρκεια της επταετούς δικτατορίας ο Καββαδίας ήταν σύνδεσμος ανάμεσα σε αντιστασιακές οργανώσεις στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Η δράση του δεν ήταν φανερή γι’ αυτό και πολλοί αγνοώντας τη δράση του πίστευαν ότι ο ποιητής απέφευγε να εκτεθεί σε αντιστασιακές πράξεις.
kavadias1
Το 1972 ο Καββαδίας έγραψε το ποίημά του Guevara. Το ποίημα πρωτοδημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 1975 στο «Θούριο» όργανο του «Ρήγα Φεραίου»,  νεολαίας του ΚΚΕεσωτ. Το είχε δώσει ο ίδιος ο Καββαδίας.
Μετά το θάνατο του, τον Απρίλιο του 1975 κυκλοφορεί η τελευταία του ποιητική συλλογή το Τραμβέρσο, στην οποία περιέχεται το ποίημα Guevara.

Ήτανε ντάλα μεσημέρι κι έδειξε μεσάνυχτα.
Έλεγε η μάνα του παιδιού: « Καμάρι μου, κοιμήσου». 
Όμως τα μάτια μείνανε του καθενός ορθάνοιχτα τότε 
που η ώρα ζύγιαζε με ατσάλι το κορμί σου.
Λεφούσι ο άσπρος μέρμηγκας , σύννεφο η μαύρη ακρίδα,
 Όμοια με τις Μανιάτισσες μοιρολογούν οι Σχόλες.
Λάκισε ο φίλος, ο αδερφός.
 Πού μ’ είδες και πού σ’ είδα;  
Φυλάει το αλώνι ο Σφακιανός και ο Αρίδα την κορίδα.
Ποιος το’ λεγε ποιος το’ λπιζε και ποιος να το βαστάξει.
Αλάργα φεύγουν τα πουλιά και χάσαν τη λαλιά τους.
 Θερίζουν του προσώπου σου το εβένινο μετάξι νεράιδες 
και το υφαίνουνε να δέσουν τα μαλλιά τους.
Πάνθηρας ακουρμάζεται θωράει και κοντοστέκει.
Γλείφει τα ρόδα απ’ τις πληγές, μεθάει και δυναμώνει.  
Ξέρασε η γη τα σπλάχνα της και πήδησαν δαιμόνοι.  
Σφυρί βαρεί με δύναμη, μένει βουβό το αμόνι.
Πυγολαμπίδες παίζουνε στα μάτια τ’ ανοιχτά.  
Στ’ όμορφο στόμα σου κοιμήθηκε ένας γρύλος.  
Πέφτει απ’ τα χείλη σου που ακόμα είναι ζεστά, ένα σβησμένο cigarillos.
Τ’ όνειρο πάει με τον καπνό στον ουρανό, έσμιξε πια με το καράβι του συννέφου.
Το φως γεννιέται από παντού μα είναι αχαμνό και τα σκοτάδια το ξεγνέθουν και σου γνέφουν.
Χοσέ Μαρτί, ( Κόνδορας πάει και χαμηλώνει, περηφανεύεται, ζυγιάζεται, θυμάται.
Με τα φτερά του θα σκοτείνιαζ’ ένα αλώνι.) απόψε οι δυο συντροφιαστοί θα πιείτε μάτε.
Φτάνει ο Μπολιβάρ καβαλώντας το σαϊτάρι. Παραμονεύει ορθή κουλέμπρα γκαστρωμένη.
Βότανα τρίβει η Περουβάνα σε μορτάρι και μασουλάει φαρμακωμένο μανιτάρι.
Του Λόρκα η κόκκινη φοράδα χλιμιντράει , μ’ αυτός μπλεγμένος στα μετάξινα δεσμά του. Μακρύ κιβούρι με τον πέτρινο κασμά του σενιάρει ο Φίλος και στο μπόι σου το μετράει.
Γέροντας ναύτης με τα μούτρα πισσωμένα βάρκα φορτώνει με την πιο φτηνή πραμάτεια. Έχει τα χέρια από καιρό ψηλά κομμένα. Κι ήθελε τόσο να σου σφάλαγε τα μάτια.
 
Μετά τη μεταπολίτευση ο Καββαδίας παραχωρεί συνέντευξη στο περιοδικό Τετράδιο που εξέδιδαν οι Φώντας Λάδης και Δημήτρης Γκιώνης. Εξομολογείται ο Καββαδίας: «Παρόλο που λένε πως τα καράβια είναι σκλαβιά, εγώ ένιωθα εκεί μια ελευθερία που προσπαθούσα πάντα να μεταδώσω και στους άλλους. Εκτός από την Κατοχή και τα εφτά χρόνια – που τα θεώρησα χειρότερα και από την Κατοχή – όλη μου την άλλη ζωή ήμουν ελεύθερος. Πάντα πήγαινα αριστερά το τιμόνι και ποτέ δεν κοίταζα την πρύμνη!…». Και προσθέτει: «…μέσα στα χρόνια της δικτατορίας απόφυγα την οποιαδήποτε μορφή επικοινωνίας με το έργο μου, γιατί πίστευα ότι τότε άλλα ήσαν τα πρώτιστα και τα σπουδαία…».
Στις 8 Δεκεμβρίου του 1974 γίνεται το δημοψήφισμα για το ζήτημα της μοναρχίας. Το όνομα του Νίκου Καββαδία βρίσκεται στον δεύτερο κατάλογο των ιδρυτικών μελών της Δημοκρατικής Αντιμοναρχικής Κίνησης που δημιούργησε το ΚΚΕ εσωτ.
Ο συγγραφέας Φίλιππος Φιλίππου ασκεί κριτική στον τρόπο με τον οποίο η Αριστερά αντιμετώπισε τον Νίκο Καββαδία. Υποστηρίζει ότι κανένα έντυπό της μετά το 1950 δεν αναφέρεται στο έργο του, στην προσωπικότητά του και στην αντιστασιακή του δράση. Ο ποιητής ένιωθε παραγκωνισμένος, παραμελημένος, παραπεταμένος και αυτό του άφηνε ένα αίσθημα πικρίας.
Μετά το θάνατό του στις 10 Φεβρουαρίου του 1975, ο Ριζοσπάστης και η Αυγή γράφουν λίγα λόγια γι’ αυτόν χωρίς όμως να αναφέρουν την αγωνιστική του δράση στην Κατοχή και τη συνεισφορά του στον εμφύλιο και τη δικτατορία ούτε και την ιδεολογία του.
Σύμφωνα με τον συγγραφέα ο ποιητής αν και ενεργός αριστερός δεν κάνει «προλεταριακή τέχνη», δηλαδή δεν γράφει μια λογοτεχνία που εμπνέεται από τα ιδανικά των εργαζομένων και τη μαρξιστική κοσμοθεωρία.
Ο Καββαδίας ήταν κομματικά ανένταχτος αν και τον διεκδίκησαν τα κόμματα. Ήταν όμως συνειδητοποιημένος και έντονα πολιτικοποιημένος.
Ο ποιητής Νίκος Καββαδίας ήταν ουμανιστής. Η ανθρωπιά του τον οδήγησε στην Αριστερά και όπως γράφει ο Ανδρέας Καραντώνης είναι ο ποιητής που πλάτυνε το Εγώ του και χώρεσε μέσα του το διπλανό του.

Φίλιππος Φιλίππου, Ο πολιτικός Νίκος Καββαδίας, Άγρα 1996.

Τρίτη 27 Ιανουαρίου 2015

"Πώς να σου τραγουδήσω τη φιλία μου;..."


Σ' έναν ποιητή
Πώς ένιωθε
η Παναγία Παρθένα,
στης Βηθλεέμ τους ακάθαρτους στάβλους,
από τις άκρες των σκονισμένων πελμάτων της
ν' ανεβαίνει το γάλα;
Πώς αναβρύζει το κρίνο
μεσ' απ' τον ταπεινό βολβό
και τα βράδια γελάει
στα κοπάδια των άστρων,
γαλανές ρεματιές
σαν περνούν τιντινίζοντας;

Έτσι σε νιώθω!
Μια καταιγίδα από γάλα,
στοργή και κραυγές ανοιξιάτικες,
πλανήτες κι ουράνιους γλυκασμούς,
που με τυλίγει.

Μας δένουν τα ίδια πράματα:
Τα χιονισμένα παράθυρα,
οι ελαιώνες με τα κίτρινα χώματα
οι γλάροι, ω οι γλάροι...κ' η θάλασσα,
οι μουσικές μαρμάρινες βρύσες
και τα πόδια που τρέχουν κάτω απ' τα πλατάνια.

Και μια πίκρα μάς αδερφώνει:
Το αίμα.
Το κόκκινο αίμα που τρέχει
καταγής.

Πώς να σου τραγουδήσω
τη φιλία μου;
Καταλαβαίνω που έρχεται
από τη ρίζα του κορμιού μου
και με γεμίζει
γλύκα και φως.



Στρατής Τσίρκας, Για την Ισπανία και τον Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα στη συλλογή Τα Ποιήματα, Κέδρος 1996, 2η έκδοση
Μνήμη Στρατή Τσίρκα ( 27 Γενάρη 1980)


Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2015

Ο καπετάν Σουρμελής ο Στουραΐτης

Κρυφή χαρά, κρυφό καμάρι τόχε μες στην καρδιά του και το χαιρόταν τον ξαναπαγεμό του στο λιμάνι της Κάτω Μπάσιας ο Καπτα - Σουρμελής ο Στουραΐτης. Πότε να φτάσει!
Εκεί σιμά στα χαμηλά παρεθυράκια των Σουρούτηδων θ' άραζε, καρσί στα μαύρα μάτια της Αννίκας.
Έλα Χριστέ και Παναγιά πόσ' όμορφος πούταν ο κόσμος! Μια φουσκοθαλασσιά καλωσύνης, μια μοσκοβολιά τρυφεράδας, έτσι έν' αγεράκι ερωτικό γλυκοφυσάμενο φούσκωνε την καρδιά του και τις σκέψεις του.
Θάφτανε.
Θα φουντάριζε στην ίδια θέση, γερά θα ρεμεντζάριζε την "Τρισεύγενη" το τρεχαντήρι του` σβέλτος και λυγερός κι αυτός θα ορθώνονταν στο κάσαρο.
Κι από κοντά;
Ω από κοντά όλα θαρχόταν μοναχά τους με τη σειρά και με την τάξη.
Αχ! ναι, σαν τότες!
Να, θ' άνοιγαν τα παρεθύρια των Σουρούτηδων, θ' άστραφταν και τα μάτια της Αννίκας.
Κι όταν τη νύχτα, όλα γλυκά θα σώπαιναν, τότες αυτός ήξερε.
Αχ! πόσο γλυκιές ήσαν οι γνώμες του, πόσ' όμορφή ΄ταν η ζωή του.
Εκεί αντίκρυα του θ' άνοιγ' αθόρυβα, σα μάτι, το χαμηλό παρεθυράκι των Σουρούτηδων κ' ένα χρυσό αυλάκι από φως θα σέρνονταν πα στα κατάμαυρα νερά, μες στο λιμάνι.
Σαν μια κολώνα ολοχρυσή , ολόρθα βυθισμένη, θάμοιαζε η αναβρική φεγγοβολιά του μες στη θάλασσα.
Κι ανάμεσά του - φάντασμα λευκό νυχτερινό - η Αννίκα η ορθοβύζα.
Θεέ μου!
Άμπουλας σκοτεινός, στιλπνός, τα μαλλιά της, θα χύνονταν - μαύρη νεροσυρμή και κύμα - πα στη μαρμάρινη ασπράδα των δυο ώμων της και γυμνά όπως στ' αγάλματα θα της κρεμόντουσαν τα χέρια. Θ' ασπρολογούσαν οι παχουλές φούσκες των δυό μπράτσω της.
Κάτω απ' το νυχτικό μπουστάκι της - έτοιμο να σπάσει και να πετάξει τα κουμπιά του - μόλις θα συγκρατιούτανε το δίδυμο κύμα των βυζώ της.
Αγάλι τότες κι αυτός θα κατέβαινε στη βάρκα.
Θ' αφρουγκάζοταν τους υγρούς  κλουμπακισμούς των κουπιών του πα στη θάλασσα και τους βαριούς χτύπους τση καρδιά του μρς στη νύχτα.
Κι όταν σε λίγο αγάλι θ' άραζε εκεί στην αμμουδιά - ζερβά στο σπίτι της - πατώντας λαφριά στα νύχια του, θάφτανε στο παρέθυρο και θάδινε τα χέρια.
Τότες το φως θάσβηνε άξαφνα - σαν κάτι που πέταξε κ' εχάθη. Πυκνό τότε σκοτάδι γλυκά θα τους συνέπαιρνε.
Έλα Χριστέ και Παναγιά! πόσ' όμορφος πούταν ο κόσμος. Απαλά τα δάκτυλά του θα βούλιαζαν - σαν σε ζυμάρι - στις φούσκες των δυό μπράτσω της, κ' οι δυό μαζί οι παλάμες του θα γλύστραγαν ως την πυκνή βλάστηση ( αψηλά) των μασχαλώ της.
Ο φλογερός ανασασμός του θα συγκερνιότανε με τη μοσκοβολάδα απ' τα χνώτα τση και το στόμα του λαίμαργα θ' ασήκωνεν εκείνη τη στιλπνή υγρασία των χελιών τση.
Ψυχή του!
Θάνιωθε στα μπράτσα του την ελαστική εσχάρα των λιανών παϊδιών της, κι όταν απ' την φουσκοθαλασσιά των καϋμών, θάσπαζαν τα φιλντισένια κουμπάκια και του μπούστου της, ο κρουστός κόρφος της θα χύνονταν και στων δυό τις αγκαλιές - αφρός και κύμα.
Έτσι κατά πώς έγιναν και τότες.
Αγέρας ερωτικός οι καϋμοί του φούσκωναν τα πανιά του και τους φλόκους, ερωτικό πουλάκι κ' η ψυχούλα του φλετούραε αμπροστά, το δρόμο δείχνοντας στο ερωτικό καράβι.
Πότε να φτάσει.


***
Κ' έφτασε.
Αδεκεί καταμεσίς στο λιμανάκι της Κάτω Μπάσιας, φουντάρισε, αντίκρυα στα χαμηλά παρεθυράκια των Σουρούτηδων, εκεί καρσί στα μαύρα μάτια της Αννίκας. Εκεί ' ταν το σπιτάκι της` εκεί οι λεύκες που το σκέπαζαν, ομπρός του εκεί, σιμά στα βότσαλα, στο περιγιάλι.
Γοργά πετάχτηκε στην πιάτσα. Και βράδυαζε. Σε λίγο, θάφτανε κ' η νύχτα.
Στην ίδια θέση εκάθισε, αντίκρυα, στου Ζέρβα την ταβέρνα.
Δούλευε ο νους του ανήσυχα, δούλευε η καρδιά του, δούλευε και η μοίρα του η μαύρη.
Ανήσυχο πουλάκι η ψυχούλα του, πετούσε δω, πετούσε κει, γυρόφερνε το σπίτι.
Να ιδεί, να μάθει δίψαε η καρδούλα του.
Κ' έμαθε και είδε.
Είδε την αυλόπορτα ν' ανοίγει κ' ένας άντρας ξεραγκιανός, κοκκινοτρίχης, πρόβαλε στην πόρτα.
Και πνιγμένος ο Καπτα - Σουρμελής θα τον θυμόνταν.
Ήταν εκείνος.
Αυτός ο ίδιος πούχε από τότες στο μάτι την Αννίκα.
Είδε και την Αννίκα. Την είδε να  χάνει το χρώμα της, να πιάνεται στην πόρτα. Κατόπι να κλείνει πίσω της , να φεύγει.
Κατάλαβε ο Καπτα - Σουρμελής ο Στουραΐτης.
Δε μίλησε, δεν εκουνήθη, δεν ανάσανε.
Δεν αισθάνθηκε καθόλου μίσος, διόλου θυμό.
Δεν ήταν ανάγκη, δεν επείραζε, δεν ήταν λόγος.
Όμως σιγανά, αγάλι, σαν από θερμή πηγή ανάβλυσε μέσα του η πίκρα.
Είπε και τούφεραν κρασί κι άρχισε να πίνει.
Αχ πόσο έπιεν, Θεέ μου!
Έπινε αγάλι, έπινε ντροπαλά, τόνα ποτήρι πάνω στ΄ άλλο.
Έτσι αγάλι, έτσι ντροπαλά κι αυτά, τα χαμηλά παρεθυράκια των Σουρούτηδων μπροστά του, σφάλισαν φύλλο προς φύλλο, ένα - ένα, τόνα κατόπι στ' άλλο, σαν ματάκια.
Κ' η νύχτα ήρτε, ήρτε δειλή, δισταχτική, κρυφοκλαμένη.
Κοντά μεσάνυχτα ασηκώθη κ' έφυγε.
Πατώντας δω, πατώντας κει, έφτασε στο μώλο.
Δεν ήταν μεθυσμένος - σκεφτόταν μέσα του - παρά έτσι κομμάτι κουρασμένος, λυπημένος...
Τώρα ήσαν όλα καλά, κατακαλά, ωραία, αχ τι ωραία!
Ο Θεός ξέρει πώς ήβρε τη βάρκα του, πώς ήμπε μέσα.
Έπιασε τα κουπιά και τράβηξε για το καΐκι, για της ψυχής του τράβηξε το άσυλο , για την καταφυγή του σώματός του.
Αχ! πόσο μακριά πούταν φουνταρισμένη η " Τρισέγευνη ", πόσο αλαργινό το τρεχαντήρι του, του εφάνη...
Άαα...θάχε " σύρει " διαλογίστηκε...το ρέμα το μετατόπισεν εσκέφθη` τέλος, έφτασε` προσπάθησε ν' ανέβει, να σκαλώσει...Μα πράμα περίεργο - αργούσε...δε δύνονταν....- σε καλό του!
Έκαμε να φωνάξει το μούτσο του το Γιώργη, προσπάθησε πολύ...εφώναξε δυνατά όσο κι αν εδυνάστη...μα παράξενο πράμα " τ' είχε πάθει; " ο μούτσος δε φαινόταν, κι αυτός ο ίδιος δεν άκουγε σκεδόν διόλου τη φωνή του!
Μόνο ένας σαλιαρός ρογχασμός έβγαιν' από το στόμα του...
Καλά, μα εκεί αντίκρυα του - ζερβά του - κάτι άστραψε, κάτι εχύθη.
Μια νεροφίδα χρυσή, λιανή, μακρουλή, αγωνίζονταν - σα νάταν δεμένη, απ' την ουρά της - λες να ξεφύγει απ΄τη στεριά, να γλυστρήσει πα στο γιαλό, μες στο λιμάνι.
Μια σκέψη γοργή - σαν αστραπή - διάβη γλυκά το λοϊσμό του .
Έστριψ' ευτύς προς την αχτή κ' είδε αντίκρυα .
Είδε το παρεθύρι ανοιχτό και την Αννίκα ανάμεσά του, όραμα λευκό μέσα στη νύχτα!
Αχ! ναι σαν τότες!
Ήταν κι απόψε με το νυχτικό μπουστάκι της κ' είχε τα μπράτσα γυμνά όπως στ' αγάλματα!
Σαν μια χιονοκολώνα λυγερή ήταν το μπόι της όπου αψηλά της κάθονταν ' νας κόρακας με τα φτερά ανοιγμένα - τα μαλλιά της.
Κ' ενόησε.
Έπιασε τα κουπιά και τράβηξε ίσα - καταΐσα.
Μια καινούργια δύναμη έδωσ' αντρειά στα μπράτσα του, έκαμε τους σκαρμούς της βάρκας του να τρίζουν.
Δεν τούκανε εντύπωση ο σκοπός του.
Ήξερε καλά, κατακαλά, ήταν βέβαιος.
Εκεί΄ταν η Αννίκα του - τον καρτέραε...
Κι αυτός;
Ω, αυτός όπως τότε:
Θα κάθιζε αγάλι τη βάρκα του στην αμμουδιά και θα σαλτάριζε στα όξω.
Κατόπι πατώντας ανάλαφρα στα νύχια του, θάφτανε και θάδινε τα χέρια.
Κι όταν το φως της λάμπας θάσβηνε και θα γίνονταν κ' οι δυό των ένα με τη νύχτα, τότε...ω τότε!
Να λιγάκι ακόμα και ζύγωνε να φτάσει.
Το χρυσό ρυάκι πλάι του όλο και κόνταινε στη θάλασσα, όλο κ' έφευγε ξοπίσω του - σα φίδι. Μα, για στάσου...
Το φως, καρσί, έσβησεν άξαφνα σαν κάτι που πέταξε κ' εχάθη! Το ίδιο και το χρυσό αυλάκι πα στη θάλασσα!
Ο Καπτα - Σουρμελής ο Στουραΐτης πάλι ενόησε...
Σίαρε αγάλι και κάθισε στον πάγκο.
Δεν ήταν μεθυσμένος - σκεφτόταν μέσα του - παρά έτσι κουρασμένος, μάλλον λυπημένος...
Τώρα όμως πολύ αποθυμούσε να ξαπλώσει...να, όσο πατάει η γάτα, μια στιγμή...Όχι αδελφέ να κοιμηθεί, μόν' να τον κλέψει μόνε μόνε...έτσι ένα μινούτο, μια σταλιά...
Κι από κοντά - μα το Θεό - θα τράβαγε ίσια για το καΐκι.
Κ' έγειρε.
Πολύ ανήσυχα στην αρχή, άσκημα, παράξενα, αποκοιμήθη τέλος βαριά, συγκρατητά, δίχως άκρη...
Προς τις αυγές, τα νερά τραβήχτηκαν και το κεφάλι του πρόβαλ' αγάλι πα απ' τη θάλασσα, με το πρόσωπο αποτρόπαιο και πρισμένο, μαλέο, απαίσιο!
Τα μάτια του ολανοιχτά, γυαλένια και κατάπληχτα, θωρούσαν χαύνα καταμπροστά όλα μαζί και τα κλειστά παρεθυράκια των Σουρούτηδων!
Κάτω απ' τα φουσκοπρησμένα του ματόφυλλα, οι κόρες (πηγμένες) των ματιών του εφαίνοσαν σαν κάτι να διηγόντουσαν φριχτό, σαν κάτι να ( της Αννίκας του ) το ελέγαν...

Γιάννης Σκαρίμπας , Καϋμοί στο γριπονήσι, Κάκτος 1975 


" Το πρώτο βραβείο δόθηκε στον κ. Γιάννη Σκαρίμπα ( Χαλκίδα) για το διήγημά  του " Ο Καπτάν Σουμερλής ο Στουραΐτης ". Το διήγημα αυτό κάμνει αμέσως ζωηρή εντύπωση για το δυνατό χρώμα του και την έντονη προσωπικότητα του ύφους του, πράγμα που λείπει σχετικά από τα άλλα. Μέσα από την αφήγησή του ξεπετιέται ατόφια, καθαρή, τελείως ξεχωριστή η ιδιοσυγκρασία του ανθρώπου που τώχει γράψει. Ο κ. Σκαρίμπας έχει ήδη ύφος δικό του , και αυτό είναι το πιο σπουδαίο προσόν που μπορεί να ζητήση κανείς από έναν συγγραφέα. Και το επέτυχε γιατί στηρίχθηκε αποκλειστικά στις δικές του δυνάμεις, περιορίσθηκε στα δικά του όρια, στο δικό του, στο γνώριμό του κόσμο. Ο αναγνώστης αισθάνεται ότι ασφαλώς ο συγγραφεύς και ο άνθρωπος είναι ένα, ταυτίζονται, πράγμα σπάνιο` συχνά ο πόθος μας είναι να φαινόμαστε σ' ένα έργο που γράφουμε, όχι όπως πράγματι είμαστε, αλλά όπως θα μας άρεσε να είμαστε, και γι' αυτό ακριβώς η ασυνέπεια μεταξύ του ανθρώπου και του συγγραφέως είναι συνηθέστατη. Προκειμένου για τον Σκαρίμπα δεν μένει καμμιά υποψία για ένα παρόμοιο πράγμα. Ο παλμός του ύφους του, η λέξη , η φρασεολογία , ο τρόπος με τον οποίον συγκινείται, όλα μαρτυρούν για την απόλυτη, τη βαθύτατη ειλικρίνειά του. Σε ένα μεγάλο μέτρο μπορεί κανείς να πη γι' αυτόν, τα λόγια κάποιου γάλλου κριτικού: " Περίμενε κανείς να βρη ( μέσα στα γραφόμενά του) έναν συγγραφέα και βρίσκει έναν άνθρωπο".
Όλοι οι άλλοι όροι, που είναι απαραίτητοι για να είναι ένα έργο καλά γραμμέναο, κατόπι από την παραπάνω προϋπόθεση, πληρούνται μόνοι τους: Το θέμα παίρνει ενδιαφέρον, οι τύποι είναι ολοζώντανοι , η διατύπωση καθαρή, η συγκίνηση γνήσια, η οικονομία ζυγισμένη, όλα καλοβαλμένα. Καμμία επιτήδευση, καμμία επιδίωξη βαθυστοχασιάς, μ' έναν λόγο καθόλου φιλολογία.
Επαναλαμβάνομε πως εκείνο που κάμνει εξαιρετική εντύπωση, είναι η γλώσσα του, θρεμμένη από την πιο δροσερή πηγή, από τον λαό. Πλούσια, θερμή, συχνά υπερβολικά έντονη, σπάταλη, μα πάντα, και στα πληθωρικά της ακόμα σημεία, κυβερνημένη από τεχνίτη που ξαίρει καλά τι τέλειο όργανο κρατά στα χέρια του, χρωματίζεται ανάλογα με τα πράγματα.
Ο συγγραφέας, φαίνεται μεν  ότι έχει αρκετή συνείδηση  του τι φτιάνει, αλλά κυρίως η δύναμή του είναι το ένστικτο` σ' αυτό αφίνεται με εμπιστοσύνη, σαν ένας καλός ιππεύς στ' άλογο του` μέσα του μιλά η ράτσα. Ο κόσμος του είναι λιτός στη σύνθεσή του, κι' όμως ξαίρει τον τρόπο να τον στολίση με το αίσθημά του, συχνά μάλιστα να τον παραστολίση , το μόνο ψεγάδι ίσως που έχει ακόμα, μα που ασφαλώς θα το βγάλη από πάνω του. Δε μένει μέσα στα σύνορα της συνηθισμένης ηθογραφίας, ένα είδος που κατήντησε συμβατικό και ανιαρό, αλλά κατορθώνει να βασίζει ένα έργο που έχει ανθρώπινο ενδιαφέρον και αξία στο φτιάξιμο, στη μορφή. Η διακοσμητική του ιδιοφυΐα κεντά απάνω στο συχνά μονότονο υφάδι της πραγματικότητας πλήθος πολύχρωμα ξόμπλια και κοσμήματα , με μια αγάπη, με μια αφοσίωση όμοια με εκείνη που είχανε οι χειροτέχνες του καλού καιρού, οι χρυσοκοδυλιστές της Ανατολής.
Έως τώρα, αρκετοί συγγραφείς μας πήρανε ως βάση την ηθογραφία και δώσανε διαφορετικά την όψη της φυλετικής μας ζωής` άλλο έδωσε ο Παπαδιαμάντης, άλλο ο Κρυστάλλης, άλλο ο Καρκαβίτσας, άλλο ο Βλαχογιάννης. Ο κ. Σκαρίμπας δεν μιμήθηκε από αυτά τα πρότυπα` έδωσε δικό του χρώμα στο διήγημά του, έκαμε ένα είδος "α λά Σκαρίμπα". Αυτό δεν είναι υπερβολή, και πιστεύουμε βαθειά πως θα τραβήξη το δρόμο του, θα απλοποιηθή, θα πλατύνη, και θα γίνει συγγραφεύς άξιος γι' αυτό το όνομα.
(Απρίλης 1929)                                                               Κ.ΚΑΡΘΑΙΟΣ
                                                                  Εισηγητής    Φ. ΚΟΝΤΟΓΛΟΥΣ
                                                                                       Λ. ΚΟΥΚΟΥΛΑΣ
                                                                                       Κ. ΜΠΑΣΤΙΑΣ
( Απόσπασμα από την Έκθεση της Εισηγητικής Επιτροπής του διαγωνισμού διηγήματος των "Ελληνικών Γραμμάτων")