Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Δευτέρα 10 Αυγούστου 2015

Κυριακή 9 Αυγούστου 2015

Εεε, Οδυσσέα μη θρηνείς αητόπουλο, γεράκι, για τη ζωή του καθενός υπάρχει μια Ιθάκη...

Το φέγγος έγινε καπνός
κι ο πόνος μου μαχαίρι,
μην τη ρωτάς την καταχνιά,
τον κεραυνό θα φέρει,
τον κεραυνό θα φέρει.

Εεε, Οδυσσέα μη θρηνείς
αητόπουλο, γεράκι,
για τη ζωή του καθενός
υπάρχει μια Ιθάκη,
για τη ζωή του καθενός
υπάρχει μια Ιθάκη.

Σαν λούλουδο αστροφεγγιάς
που σβήνει με τ' αγέρι,
ψάχνεις να βρεις απανεμιά
με σύντροφο έν' αστέρι,
με σύντροφο έν' αστέρι.

Εεε, Οδυσσέα μη θρηνείς
αητόπουλο, γεράκι,
για τη ζωή του καθενός
υπάρχει μια Ιθάκη,
για τη ζωή του καθενός
υπάρχει μια Ιθάκη.

Στίχοι : Αργύρης Βεργόπουλος
Μουσική : Λίνος Κόκοτος
Ερμηνεία : Γιώργος Ζωγράφος



Πάρε πέτρινα λουλούδια της θάλασσας
να στολίσεις τα μαλλιά σου,
πάρε κοχύλια με τα χρώματα της ίριδας
να φορέσεις στο λαιμό σου,
πάρε κοράλια για να μοιάσουνε τα χείλη σου
μόνο αυτά σου προσφέρω...

Σήμερα θα σε δω,
εικόσι χρόνια έχω να σε δω
και σ'ονόμασα Πηνελόπη,
από τα μάτια σου θα καταλάβω

Αν μ'αγαπάς, αν μ'αγαπάς.

Mουσική Νίκος Μαμαγκάκης
Στίχοι Βασίλης Βασιλικός
Ερμηνεύει ο Γιώργος Ζωγράφος

Παρασκευή 7 Αυγούστου 2015

Κώστας Βίρβος, ο ποιητής του λαϊκού τραγουδιού

Σε ηλικία 89 ετών έφυγε από τη ζωή ο μεγάλος δημιουργός του λαϊκού τραγουδιού Κώστας Βίρβος.
Το ιστολόγιο αναδημοσιεύει από το ιστολόγιο Crystalia Patouli μία εξαιρετική ανάρτηση στην οποία ο Κώστας Βίρβος μιλάει εφ΄ όλης της ύλης λίγο καιρό πριν υποστεί το βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο.


Κώστας Βίρβος: «Εγώ δε ζω γονατιστός»


Ο ποιητής και στιχουργός Κώστας Βίρβος ανοίγει το σπίτι και την καρδιά του στην Κρυσταλία Πατούλη, μιλά εφ’ όλης της ύλης και συγκινείται απαγγέλλοντας τους μελοποιημένους στίχους του. Πριν κλείσει πίσω του την πόρτα, απαντά: «Ποιο τραγούδι θα αφιέρωνα σήμερα στους Έλληνες; Το «Εγώ δε ζω γονατιστός». Τη Γερακίνα…»


Ο συγκεκριμένος ποιητής – στιχουργός δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Εκτός από τους ίδιους τους στίχους του, έχουν μιλήσει γι’ αυτόν εξέχουσες προσωπικότητες των Γραμμάτων και των Τεχνών: «Ο Βίρβος είναι ένα απ’ τα μεγάλα κλαριά στο δένδρο της ελληνικής μουσικής. Είναι ο λαϊκός ποιητής που έγραψε χιλιάδες τραγούδια. Πολλοί από μας κι από σας ασφαλώς δεν θα ξέρετε ότι τα τραγούδια που έχετε αγαπήσει, έχετε τραγουδήσει, και για τα οποία έχετε συγκινηθεί, έχετε κλάψει, έχετε πονέσει, έχετε ελπίσει, είναι δικοί του οι στίχοι. Έχει συνεργαστεί με όλους σχεδόν, τους πιο μεγάλους, τους πιο κλασικούς συνθέτες της λαϊκής μας μουσικής» Μίκης Θεοδωράκης


«Ο Βίρβος έχει καταλάβει ξεχωριστή θέση ανάμεσα στους δημιουργούς της λαϊκής στιχουργίας. Αυτός και η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου προσέφεραν ιστορικές επιτυχίες, που τραγουδήθηκαν πολύ και παραμένουν αγέραστες […] Έχει γράψει τραγούδια με τρόπο ζωντανό και με ποικίλα αισθήματα της απλής καθημερινότητας και πλούσιας λαϊκής εμπειρίας, ακολουθώντας την τακτική της κλασικής ρεμπέτικης στιχουργίας. Γνωρίζει καλά και πολλαπλασιάζει μέσ’ απ’ τη δική του προσωπική αίσθηση όλη εκείνη τη θεματολογία, που κυρίως αναφέρεται στον πόνο, στον κατατρεγμό, στην καταφρόνια, χωρίς να λείπουν οι όποιες χαρές και το μεγάλο γεγονός του έρωτα […] Υπάρχει όμως και η πολιτική πλευρά στη διαδρομή του. Συνείδηση προοδευτική και με συμμετοχή στην Εθνική Αντίσταση, τραγούδησε τα πάθια του λαού μέσα στις αντίξοες συνθήκες της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης». Νίκος Καρούζος


«Αν δεν υπήρχε ο Κώστας Βίρβος στο λαϊκό τραγούδι της δεκαετίας του ’50, σίγουρα θα ‘πρεπε να τον εφεύρουμε. Γιατί ο Βίρβος πήρε το λαϊκό τραγούδι από το μισοσκόταδο των υπογείων και το περιθώριο, και με τα φτερά της μουσικής του Τσιτσάνη και του Καλδάρα το άπλωσε σε πολιτείες και σε χωριά, σε λιμάνια και φάμπρικες, σε γειτονιές και στρατόπεδα, κάνοντάς το τραγούδι ολόκληρου του ελληνικού λαού […]


Το τραγούδι του είναι πολιτικό. Αν εξετάσουμε τα τραγούδια των συνομηλίκων του και κυρίως της Παπαγιαννοπούλου, του Βασιλειάδη και του Κολοκοτρώνη, θα δούμε ότι το έργο του Βίρβου διαφέρει πολύ και ουσιαστικά […] Ο Βίρβος πιάνει τον ταύρο από τα κέρατα. Βλέπει τι γίνεται γύρω του κι αυτό καταγράφει ερμηνεύοντάς το συγχρόνως. Δεν παρελθοντολογεί. Δεν ονειρεύεται περισσότερο από όσο πρέπει. Δεν είναι ήρεμος. Με το που μπαίνει το τραγούδι, στην καρδιά του εμφυλίου (1948), το πρώτο θέμα που τον βασανίζει είναι αυτός ο αδελφοκτόνος πόλεμος. Γι’ αυτό και το πρώτο τραγούδι του είναι «Ο φαντάρος».


Έτσι ανήσυχος, έτσι άγριος θα μείνει ο Βίρβος σε όλη την πορεία του. Η αιμορραγία της μετανάστευσης δεν θα περάσει δίπλα του χωρίς να τον αγγίξει. Θα τον συγκλονίσει! Η κατοχή, η αντίσταση, δεν θα μείνουν έξω από τον κόσμο της έμπνευσής του. Κι όταν το επιτρέψουν οι πολιτικές συνθήκες θα εκδώσει την «Καταχνιά». Το δράμα των πολιτικών προσφύγων, δεν θα τον αφήσει ασυγκίνητο. Η γραφειοκρατία -βαθειά πληγή αυτής της χώρας- που την ζει έντονα σαν δημόσιος υπάλληλος, θα του βάλει φωτιά για να γράψει και γι’ αυτή. Και στα χρόνια που θα κυριαρχήσει το «έντεχνο» λαϊκό τραγούδι, όπως το λένε, ο Βίρβος θα βρεθεί και πάλι στην πρώτη γραμμή, πλάι στους ποιητές της εποχής.


Αν επιχειρήσουμε να εξηγήσουμε γιατί και πως ο Βίρβος δεν στέκεται στο ανώδυνο ερωτικό τραγούδι αλλά προσπαθεί συνεχώς να σπάει την κρούστα των πραγμάτων και να προχωρά στο βάθος τους, δεν θα δυσκολευτούμε να βρούμε απαντήσεις: ο Βίρβος είναι πολιτικοποιημένο άτομο. Και ξέρει γράμματα. Διαβάζει, σκέφτεται, αναλύει, συμπεραίνει. […]


Ο Βίρβος, το έργο του Βίρβου, δεν ανήκει σε εταιρείες και σήματα. Ανήκει στον ελληνικό λαό. Που αυτός το γέννησε. Και θα το γεννάει συνεχώς». Λευτέρης Παπαδόπολος Γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 29 Μαρτίου 1926, φοίτησε στην Αναργύρειο και Κοργιαλένειο Σχολή Σπετσών μέχρι την έναρξη του πολέμου και αποφοίτησε από το Γυμνάσιο Τρικάλων το 1943, οπότε ξεκίνησε να φοιτά στην Πάντειο. Τότε ήταν που πέρασε και στις γραμμές της Εθνικής Αντίστασης. Τον Μάρτιο του 1944 τον συνέλαβαν:


«Το ίδιο βράδυ με έριξαν στο απομονωτήριο. Εκεί ήταν κι ένας άλλος. Πονούσα σε όλο μου το κορμί. Ήμουν δεμένος στο κεφάλι σαν χότζας. Έχω ένα σημάδι εδώ στο κεφάλι από βούρδουλα που κατέληγε σε σφαιρίδιο. Μέσα εκεί υπήρχε ένα κούτσουρο. Του είπα «Σε παρακαλώ να ξαπλώσεις στο κούτσουρο κι εγώ πάνω στο σώμα σου». Έτσι έγινε. Σηκωνόμασταν την νύχτα να ξεμουδιάσουμε. Δεν κράτησε πολύ. Δυο μερόνυχτα. Αυτό είναι το αναπαυτικότερο κρεβάτι που κοιμήθηκα ποτέ. Απ’ αυτό εμπνεύστηκα το «ούτε στρώμα να πλαγιάσω, ούτε φως για να διαβάσω» που γράφω στη «Γερακίνα». Στη φυλακή άρχισα να γράφω την «Καταχνιά» σαν ποίηση».


Αργότερα σπούδασε και στη Νομική Θεσσαλονίκης, που ήταν η αρχική επιθυμία του (όπως και η σκηνοθεσία), αλλά χωρίς να πάρει το πτυχίο του. Είναι από τους μετρημένους στα δάχτυλα «εκλεκτούς πρωτομάστορες» του λαϊκού ελληνικού τραγουδιού που μέχρι ο ίδιος εμφανιστεί δεν συνηθιζόταν να προέρχονται από το χώρο των Γραμμάτων.


Ο Βίρβος έκανε την εξαίρεση, μπλέκοντας με λυρισμό και δυναμισμό έκφρασης τη σκληρή δημοτική αλλά και την αργκό με γλωσσικές εισβολές από την καθαρεύουσα, συνθέτοντας τις γνώσεις του στη δημοτική και λαϊκή μουσική, με τη μόρφωση που απέκτησε ακόμα και στην ποίηση: «Ο Καρυωτάκης, είναι ο αγαπημένος μου. Πεσιμιστής…» λέει, και συνεχίζει αστειευόμενος: «…Κι εγώ πεσιμιστής».


Ιδρυτικό μέλος μαζί με τον συνθέτη Θόδωρο Δερβενιώτη (που δημιούργησαν εκατοντάδες τραγούδια), της πρώτης «Ένωσης» συνθετών και στιχουργών του λαϊκού τραγουδιού, καθιέρωσαν με αγώνες το επάγγελμα του στιχουργού, σε μια εποχή που ο κόσμος μάθαινε τα τραγούδια κυρίως μέσα από δίσκους που συνήθως απουσίαζε η υπογραφή του δημιουργού των στίχων.


Ο ίδιος έχει πει για το έργο του: «Έγραψα τραγούδια όλων των ειδών (κατηγοριών) μάγκικα, ρεμπέτικα, κοινωνικοπολιτικά (κυρίως αυτά), «έντεχνα» και ότι άλλο είδος ελληνικού τραγουδιού υπάρχει. Κάποιος δημοσιογράφος με αποκάλεσε «στιχουργό εφ’ όλης της ύλης» […] Το καλό τραγούδι διδάσκει, ενώ το κακό καταστρέφει και κυρίως τις παιδικές και νεανικές ψυχές. Μπορεί το «σύστημα» να προσπαθεί να αποπροσανατολίσει τον κόσμο, επιβάλλοντας τραγούδια 24ώρου, όμως οι νέοι προτιμούν τα καλά λαϊκά τραγούδια και κυρίως τα παλιά. Βέβαια, υπάρχουν και καλά σημερινά τραγούδια, όπως υπάρχουν και καλές λαϊκές φωνές. Όμως, πιστεύω ότι τα παλιά είναι αναντικατάστατα, ενώ παράλληλα πιστεύω ότι διδάσκουν, τόσο τους νέους, όσο και τους ανθρώπους που γράφουν είτε στίχο είτε μουσική»


Κάποιοι από τους στίχους του που έχουν μελοποιηθεί είναι οι εξής: «Καταχνιά», «Ρίξε μια ζαριά καλή», «Μια παλιά ιστορία», «Περιπλανώμενη ζωή», «Δε θέλω να μου δέσετε τα μάτια», «Ο αρκουδιάρης», «Ανέβα στο τραπέζι μου», «Γεννήθηκα για να πονώ», «Ζαΐρα», «Λίγα ψίχουλα αγάπης»,  «Πάρε τα χνάρια μου», «Σου χω έτοιμη συγγνώμη», «Το διαβατήριο», «Το κουρασμένο βήμα σου», «Φύγε κι άσε με», «Το καράβι», «Εγώ ποτέ δεν αγαπώ», «Είμαι ένα κορμί χαμένο», «Η σκιά μου κι εγώ», «Στις φάμπρικες της Γερμανίας», «Γιατί να γίνω μάνα», «Της γερακίνας γιος», «Κοιμήσου αγγελούδι μου», «Ένα όμορφο αμάξι με δυο άλογα», «Μακριά μου να φύγεις», «Νυχτερίδες κι αράχνες», «Στου Μπελαμή το ουζερί», «Πες μου γιατί», «Το ράκος», «Ο κυρ-Θάνος πέθανε», «Φύγε κι άσε με» «Εγνατίας 406», «Σάντα Μαρία», «Θαλασσόλυκος Νικόλας», «Θα κάνω ντου βρε πονηρή», «Λυπάμαι», «Σε ικετεύω», «Ψύλλοι στ΄ αυτιά μου»,  «Γιατί πονάς και βασανίζεσαι», «Τα χρυσά κλειδιά», «Γιατί θες να φύγεις», «Το κουρασμένο βήμα σου», «Σου ‘χω έτοιμη συγγνώμη», «Άγια Κυριακή», «Ένας ξύλινος σταυρός», «Το παζάρι».


Κρ.Π.: Έχετε ανοίξει νέους δρόμους στη στιχουργική, στο ελληνικό τραγούδι, όπως με τη Βυζαντινή Σχολή, και κυρίως με το λαϊκό-κοινωνικό τραγούδι. Πώς ξεκινήσατε να γράφετε;


Κ.Β.: Παραδόξως για την ηλικία μου, και σχετικά με άλλους στιχουργούς, άρχισα να γράφω από δέκα χρονών. Βέβαια τα πρώτα μου στιχάκια δεν ήταν αξιόλογα. Μετά έφτασα εκεί που έφτασα. Αν είμαι καλός ή δεν είμαι καλός, εσείς το κρίνετε… Απέκτησα με τα χρόνια πείρα μεγάλη. Επαγγελματικά ξεκίνησα από 15 χρονών. Τώρα είμαι 88. Πάνω από 70 χρόνια γράφω. Και γράφοντας, γράφοντας, γράφοντας, βελτιώνομαι. Αυτά τα τραγούδια που γράφω, πάντα περνάνε από τη λογοκρισία μου, μία και δύο και τρεις και τέσσερις φορές. Και μια λέξη ν’ αλλάξω, αλλάζει πολλά πράγματα. Κάτι που δεν το κάνουν πολλοί. Γράφουν, ταπ, ταπ, ταπ, και το δίνουν στο συνθέτη. Αλλά ο συνθέτης πολλές φορές μπορεί να μην διαθέτει το κατάλληλο κριτήριο…


Κρ.Π.: Ζήσατε στα πολύ δύσκολα χρόνια. Στην κατοχή ήσασταν στην ΕΠΟΝ…


Κ.Β.: Ναι, και μετά ήμουν και στον ΕΛΑΣ – ΕΠΟΝ με τον Βελουχιώτη και με όλους τούς τότε επικεφαλείς. Μέρα νύχτα ήμουν εν εγρηγόρσει. Έχω περάσει πολλά. Στην ηλικία μου ειδικά, που πολλοί άνθρωποι δεν ασχολούνταν με πολιτική, εγώ ήμουν ριγμένος μέσα. Και τους γνώρισα όλους αυτούς τούς τότε επαναστάτες. Εθνικούς επαναστάτες, με ψυχή και με μυαλό. Εγώ βγήκα στα βουνά 16 χρονών. Ήμουν ένας μικρός συν-επαναστάτης. Ο μικρότερος, ίσως. Και με σέρναν από δω, με σέρναν από κει. Πήγαινα παντού. Όλοι μας όσοι είχαμε μέσα ψυχή, καρδιά και πρόοδο, είχαμε εισχωρήσει στην ΕΠΟΝ και στον ΕΛΑΣ – ΕΠΟΝ που είχαμε και όπλο.


Κρ.Π.: Πιστεύετε ότι τον εμφύλιο τον έχουμε διαχειριστεί ως κοινωνία;


Κ.Β.: Όχι. Δεν το πιστεύω. Θέλει πολλά πράγματα ακόμα να γίνουν… Δυστυχώς. Αλλά δε φταίει όλος ο ελληνικός λαός. Φταίνε οι δεκαπέντε, είκοσι, τριάντα, οι οποίοι π.χ. ασχολούνται με τη δημοσιογραφία αυτού του είδους, που δεν ασχολήθηκαν. Έτσι είναι. Εμείς φταίμε. Οι λίγοι.


Κρ.Π.: Αρχίσατε να γίνεστε γνωστός ως στιχουργός από το ’43 με το ποίημά σας για τον Φαντάρο, το οποίο αν και μελοποιήθηκε αρχικά από τον Τσιτσάνη και μετά από τον Καλδάρα, λόγω εμφυλίου δεν γραμμοφωνήθηκε παρά το εμφανές μήνυμα συμφιλίωσης που δίνατε;


Κ.Β.: Ναι, ήταν ένα ποίημα που έλεγε «μα ο φαντάρος δεν παραπονιέται/ κι έχει ελπίδα μέσα στην καρδιά/ πως θα γυρίσει πάλι στους δικούς του/ όταν τα χέρια θα δώσουμε ξανά..."




Κρ.Π.: Τι σας ενέπνεε να γράφετε;


Κ.Β.: Με ενδιέφερε να γράφω προοδευτικά. Με θέματα κοινωνικά αλλά και με οποιεσδήποτε άλλες καταστάσεις που μπορεί να συνέβαιναν. Προσπαθούσα να επισημαίνω και να εμφανίζω τα πράγματα λίγο πιο δυνατά… Ο κάθε ποιητής άλλωστε έχει δική του γλώσσα, καθαρή.




Κρ.Π.: Έχουν πει για εσάς, πως στο γράψιμο ήσασταν χείμαρρος. Σε πιο τραγούδι θυμάστε να κλάψατε καθώς το γράφατε;


ΚΒ.: Αυτό για τον φαντάρο, είναι ένα.


Κρ.Π.: Η μητέρα σας τι έλεγε για τα ποιήματά σας;


Κ.Β.: Η μητέρα μου είχε βγάλει το σχολαρχείο τότε και τα κατανοούσε. Έκλινε αριστερά. Όχι με αγώνες, με τέτοια… Έκλινε αριστερά.


Κρ.Π.: Ο πατέρας σας; Που είχε έρθει και στην φυλακή να σας βγάλει το ’44 τότε που σας συνέλαβαν και σας βασάνισαν;


Κ.Β.: Τότε σκότωναν, τουφεκίζαν, αμέσως. Δεν καταλάβαιναν τίποτε. Σε ‘στήναν στον τοίχο. Κι αν δεν πέφτανε οι 800 λίρες από τον πατέρα μου, δεν θα γλύτωνα, δεν θα ήμουν στη ζωή. Αλλά με αυτές τις 800 λίρες σε δυο ώρες βγήκα από τα μπουντρούμια…


Κρ.Π.: Τι συνθήματα γράφατε τότε στους τοίχους και σας πιάσανε;


Κ.Β.: Είχα μπογιατίσει σχεδόν όλη την Πανεπιστημίου και την Σταδίου:  ΕΑΜ – ΕΛΑΣ – ΕΠΟΝ…


Κρ.Π.: Μετά τον εμφύλιο, από το 1954 έως το 1985, στο ισόγειο της του κτιρίου που εργαζόσασταν και ως διευθυντής σε δημόσια υπηρεσία, ήταν οι Γερμανοί γιατροί που εξέταζαν όσους ήθελαν να φύγουν μετανάστες, γιατί «δεν ήθελαν απλώς μετανάστες εργάτες, ήθελαν και υγιείς, να τους βγάλουν το πετσί τους! Και τό ‘βγαλαν!» όπως έχετε πει. Από εκεί αντλήσατε και τα τόσα ποιήματά σας για τους μετανάστες;


Κ.Β.: Ναι, με συγκλόνιζαν όσα έβλεπα και τα κατέγραφα. Τα ζούσα και τα μετέφερα σε εικόνες στο μυαλό μου. Και μετά αυτές τις εικόνες τις μετέφερα στο χαρτί. Κι αν π.χ. ο Καζαντζίδης έγινε ο τραγουδιστής του λαού, βέβαια προσφέρονταν η φωνή του, ήταν από τον στίχο που είπε, που ήταν πράγματι στίχος του λαού, που άγγιζε το λαό. Δηλαδή ο στιχουργός παίζει τον πρωταρχικό ρόλο σ’ αυτό το θέμα.


Κρ.Π.: Στις συναυλίες σας που παρακολουθούσαν χιλιάδες κόσμος, λέγεται πως όταν ακουγόταν το τραγούδι σας «Στις φάμπρικες της Γερμανίας» πετάγανε όλοι τα σακάκια και τα καπέλα τους στον αέρα… Τον άγγιζε τον κόσμο αυτό που γινόταν στην κοινωνία γύρω του;


Κ.Β.: Τον άγγιζε πάρα πολύ. Περίμενε, που λέει ο λόγος. Περίμενε ένα τέτοιο τραγούδι. Το είχε ανάγκη.


Κρ.Π.: Σήμερα;


Κ.Β.: Σήμερα έτσι κι έτσι. Ψαχνόμαστε. Πάντα το ελληνικό λαϊκό τραγούδι είναι προοδευτικό. Κι ο κόσμος περιμένε, που λέει ο λόγος, να βγει ένας καινούργιος δίσκος… Πήγαιναν στη Βαρβάκειο που είχε ένα δισκοπωλείο που ήταν μέσα στην αγορά να μάθουν τι κυκλοφόρησε. Αν πάρουμε σαν κριτήριο την πώληση δίσκων, οι προοδευτικοί δίσκοι πουλιούνται πάρα πολύ. Άρα ο κόσμος προχωράει…



Πικρό σαν δηλητήριο
είναι το διαβατήριο
που πήρα για τα ξένα.
Μα τι να κάνω ο φτωχός,
μπροστά μου βρίσκεται γκρεμός
και πίσω μαύρο ρέμα.
Πικρό σαν δηλητήριο
είναι το διαβατήριο,
μα όταν ζεις χωρίς ελπίδα,
όπου γης είναι πατρίδα.

Κρ.Π.: Πόσα τραγούδια έχετε γράψει περίπου;


Κ.Β.: Συνολικά έγραψα στη ζωή μου κάπου δυόμιση χιλιάδες τραγούδια. Ευτυχώς αμέσως, από τα πρώτα, υπήρχε μεγάλη επιτυχία και δεν χρειάστηκε να ψάξω και να χτυπήσω πόρτες σε εταιρείες. Χτυπούσαν τη δική μου πόρτα.


Ο λαϊκός στίχος, ο στίχος που έμπαινε σε τραγούδι, ήταν πολύ δυνατός για τον κόσμο. Το ελληνικό λαϊκό τραγούδι είναι ένα από τα καλύτερα της Ευρώπης, αν όχι το καλύτερο… Με το κριτήριο της κοινωνικότητας. Μπαίνει παντού και χτυπάει παντού και ακούγεται παντού.





(Φωτο: Κώστας Βίρβος, Μια ζωή τραγούδια, Ντέφι, 1985)

Κρ.Π.: Για το μάγκικο τραγούδι και το ρεμπέτικο;


Κ.Β.: Το μάγκικο έχει ορισμένες λέξεις μάγκικες οι οποίες αν δεν υπήρχαν θα ήταν ίσως λίγο πιο καλύτερο. Αλλά είναι καλό! Και το ρεμπέτικο είναι ακόμα καλύτερο!


Κρ.Π: Αν δεν υπήρχε το μάγκικο θα υπήρχε το ρεμπέτικο;


Κ.Β.: Μάλλον όχι, γιατί είναι σκάλα, προχωράει. Ανέρχεται και ποιοτικά και σε έννοιες.



Κρ.Π.: Θέλετε να πείτε για τις τόσες συνεργασίες σας με κορυφαίους συνθέτες όπως ο Τσιτσάνης, ο Καλδάρας, ο Θεοδωράκης, ο Δερβενιώτης, ο Λεοντής, ο Μαρκόπουλος, ο Πλέσσας, ο Μπακάλης, ο Τζουανάκος, ο Νικολόπουλος, ο Μητσάκης, και τόσοι άλλοι;

Κ.Β.: Με τον Τσιτσάνη έχω γράψει πάρα πολλά τραγούδια. Εκεί, τα Τρίκαλα, έχουν βγάλει πολλούς καλούς που ασχολήθηκαν με το λαϊκό τραγούδι. Κληρονομιά ήταν μάλλον. Και ο Καλδάρας (που ήταν κι αυτός από τα Τρίκαλα) και ο Δερβενιώτης, από τους καλύτερους συνθέτες… Με τον Θεοδωράκη έχω γράψει μαζί πολύ σημαντικά τραγούδια. Με τον Πλέσσα έχω γράψει εξαιρετικούς κύκλους τραγουδιών αλλά και με τον Μαρκόπουλο έχω γράψει το Θεσσαλικό κύκλο που τον μελοποίησε με τον καλύτερο τρόπο. Με το Λεοντή έχω γράψει την Καταχνιά που είναι μνημειώδες έργο. Με όλους έχω γράψει. Με τον Χατζιδάκι μόνο δεν προλάβαμε, παρόλο που όλο λέγαμε να συνεργαστούμε. Με τον Μπιθικώτση συνεργάστηκα πολύ και με την ιδιότητά του ως συνθέτη, όχι μόνο ως τραγουδιστή.


«Με συνεπήρε σαν άνθρωπος ο Κώστας Βίρβος αρχικά. Γιατί κι αυτό παίζει ένα μεγάλο ρόλο… Για να μπορέσεις, δηλαδή, να δεις τον άνθρωπο και μετά να δεις τι γράφει αυτός ο άνθρωπος, και να μοιάζουν αυτά που γράφει με το σύνολο της ανθρωπιάς του…» Γρηγόρης Μπιθικώτσης


«Δεν θα δυσκολευόμουν να πω ότι ο Κώστας Βίρβος είναι ο Πατριάρχης του λαϊκού στίχου» Μίμης Πλέσσας





Κρ.Π.: Ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποίησε και το «Κοιμήσου αγγελούδι μου»…
Κ.Β.: Είναι η Ελληνίδα μάνα… Η προοδευτική μάνα…:
Κοιμήσου αγγελούδι μου, παιδί μου νάνι νάνι
Να μεγαλώσεις γρήγορα, σαν τ’ αψηλό πλατάνι
Να γίνεις άντρας στο κορμί και στο μυαλό
Και να `σαι πάντα μεσ’ το δρόμο τον καλό
Κοιμήσου αγγελούδι μου γλυκά με το τραγούδι μου
Κοιμήσου περιστέρι μου να γίνεις σαν ατσάλι
Να γίνει κι η καρδούλα σου σαν του Χριστού μεγάλη
Για να μην πεις μεσ’ τη ζωή σου δεν μπορώ
κι αν πρέπει ακόμα να σηκώσεις και σταυρό
Κρ.Π.: Και σεις ο ίδιος βλέπω ότι όταν λέτε σήμερα τα τραγούδια σας συγκινείστε ακόμα…
Κ.Β.: Συγκινούμαι! Αφού, ακόμα βγαίνει μέσα από την καρδιά μου, την ώρα που το απαγγέλω, έτσι… σε σας…
Κρ.Π.: Για την Καταχνιά με τον Λεοντή τι θυμάστε;»
Κ.Β.: «Μέσα απ’ τη στάχτη τη βαθειά / Μια σπίθα θα πετάξει / Σε πολιτείες και χωριά / Και θα γενεί τρανή φωτιά / Που τη φωτιά θα κάψει…», ή το « Ένας ξύλινος σταυρός που λέει: «Προχωρείτε πάντα μπρος…».
Και το «Δε θέλω να μου δέσετε τα μάτια… αλλά και το «Πές μου και συ του δειλινού καμπάνα, γιατί, γιατί να γίνω μάνα;»… Εγώ δάκρυσα! Κι αυτό το τραγούδι μου το έχω πει χίλιες φορές…
Κρ.Π.: Ποια είναι τα σημαντικά χαρακτηριστικά ενός στίχου;
Κ.Β.: Να μπαίνει το τραγούδι μέσα στην καρδιά τη δική σας! Αλλά αν δεν βγαίνει μέσα από την καρδιά του στιχουργού, πως θα γράψει ένα τραγούδι τέτοιο;
Ο καθένας άνθρωπος μοιάζει με καράβι
που θαλασσοδέρνεται βράδυ και πρωί,
κι ο βαρύς ο πόνος του το κορμί του σκάβει
ώσπου το λιμάνι του κάποτε θα βρει.
Είμαι κι εγώ ένα καράβι τσακισμένο
κι από σένα λίγη αγάπη περιμένω.
Στη μεγάλη θάλασσα που ζωή τη λέμε
μας χτυπούν τα βάσανα με απανθρωπιά.
Στη μεγάλη θάλασσα κάθε μέρα κλαίμε,
όμως υπομένουμε, μα ως πότε πια.
Είμαι κι εγώ ένα καράβι τσακισμένο
κι από σένα λίγη αγάπη περιμένω.
Κρ.Π.: Για την Κύπρο; Τα τραγούδια σας μεταδίδονταν λένε κρυφά τότε με σκονάκια στα παιδιά μέσα στα σχολεία;
Κ.Β.: Ναι, την αγαπώ την Κύπρο. Γιατί είναι και προοδευτικοί άνθρωποι οι Κύπριοι. Ασχολήθηκα με τραγούδια που βοηθούσαν και την επανάστασή τους: «Το αίμα νερό δε γίνεται», «Η κύπρος είναι ελληνική και …θέλετε δεν θέλετε θα μας τη δώσετε ξανά».
Κρ.Π.: Τα τραγούδια σας είναι πολύ διαχρονικά. Πώς το καταφέρατε αυτό;
Κ.Β.: Εγώ έγραψα για τον άνθρωπο, για την ψυχή του, για τις χαρές, την αγάπη, τις λύπες, τα προβλήματα. Αυτά δεν αλλάζουν, όσο υπάρχουν άνθρωποι! Αλλά δυστυχώς και τα προβλήματα δεν λύνονται εύκολα… Θα σας πω ένα παράδειγμα από ένα κύκλο τραγουδιών μου που δεν είναι ιδιαίτερα γνωστός, τη Γραφειοκρατία, με τον Χρήστο Λεττονό από το 1976. Να δείτε πόσο επίκαιρο είναι το πρόβλημα απλών ανθρώπων που περιγράφει, παρόλο που κι εγώ θα ευχόμουν να μην ήταν ακόμα και στις μέρες μας:
Χρώσταγα στο κράτος δυο χιλιάδες φόρουςΚαι στα δύο χρόνια έγιναν οκτώ
Βάλε και τους τόκους, βάλε δικηγόρους
Έφτασε το χρέος στις εξηνταοκτώ.
Κι αλά ούνα αλά ντούε αλά τρε
Υποθηκεύουνε το σπίτι μου αδελφέ.
Χτύπαγαν καμπάνες για την εκκλησία
Μέρα της αγάπης, μέρα Κυριακή
Στο δικό μου σπίτι μαύρη απελπισία
Ήρθαν οι κλητήρες οι δικαστικοί.
Κι αλά ούνα αλά ντούε αλά τρε
Μου το πήρανε το σπίτι αδελφέ
Κρ.Π.: Οι ερμηνευτές που συνεργαστήκατε; Ατέλειωτος ο κατάλογος;
Κ.Β.: Είχαμε πολύ καλούς ερμηνευτές. Καζαντζίδης. Μπιθικώτσης. Ήταν μανούλες στα προοδευτικά τραγούδια… αλλά και στα ερωτικά. .  Συνεργάστηκα και με τους δύο πάρα πολύ, αλλά και με όλους τους μεγάλους ερμηνευτές και μεγάλες ερμηνεύτριες. Είχα συνεργασία με το Μάρκο Βαμβακάρη (το πρώτο μου τραγούδι), την Καίτη Γκρεϋ, τη Μαρινέλλα, τη Γιώτα Λύδια, τη Μαρίκα Νίνου, τον Πρόδρομο Τσαουσάκη, την Πόλυ Πάνου, τη Σωτηρία Μπέλλου, τη Βίκυ Μοσχολιού, το Γιώργο Νταλάρα, τον Τόλη Βοσκόπουλο, τη Δήμητρα Γαλάνη, το Μανώλη Μητσιά, το Λάκη Χαλκιά, το Στράτο Διονυσίου, το Γιάννη Καλαντζή, το Γιάννη Πουλόπουλο, τη Ρένα Κουμιώτη, την Χαρούλα Αλεξίου. Ποιον να πρωτοθυμηθώ; Με τον Καζαντζίδη ένα τραγούδι από τα πολλά ήταν το «Πάρε τα χνάρια μου», που το έλεγε πολύ ωραία:
Πάρε τα χνάρια π’ άφησαν τα μαύρα δάκρυά μου
κι έλα απόψε να με βρεις εκεί στην ερημιά μου
Βήμα βήμα, δάκρυ δάκρυ, θα με βρεις σε κάποιαν άκρη
να κλαίω για σέν’ αγάπη μου, που τωρα ζεις μακριά μου
Αντιλαλούν οι ρεματιές όταν αναστενάζω
και απ’ την καρδιά μου βγαίνουν φωτιές για σένα όταν σπαράζω.
Πάρε τα `χνάρια να με βρεις και σώσε με αφού μπορείς
Δακρύζουν μάτια και καρδιές όταν αναστενάζω
κι από τα στήθια βγαίνουν φωτιές για σένα όταν σπαράζω.
Πάρε τα χνάρια να με βρεις και σώσε με αφού μπορείς.
Κρ.Π.: Έχετε πει ότι «Μάγκας θα πει φιλότιμος, μάγκας θα πει δερβίδης, μάγκας θα πει καλή καρδιά και φίνες εξηγήσεις». Υπάρχουν μάγκες σήμερα;


Κ.Β.: Υπάρχουν μάγκες με την καθαρή έννοια: «Αυτός είναι μάγκας ρε, συ!». Αυτός είναι ξύπνιος, μπασμένος…
(Φωτο: Στράτος Παγιουμτζής, ο ποιητής και στιχουργός Κώστας Βίρβος, ο Ζαμπέτας κι άλλοι τρεις φίλοι αρχές του ’50)
Κρ.Π.: Ποιοί άνθρωποι σας αρέσουν;
Κ.Β.: Οι Αυθόρμητοι, οι ειλικρινείς και οι ξύπνιοι. Παρόλο που εμείς οι έλληνες είμαστε ένας υγιής λαός. Δεν πέφτουμε σε λούμπες. Σπάνια… Τονίζω, ότι οι έλληνες ένας υγιής λαός. Γενικώς. Δεν λέω για επιστήμονες… Για το λαό εννοώ. Είναι καθαροί στην ψυχή τους, στο μυαλό τους. Είμαστε καλή ράτσα. Είμαστε ντόμπροι. Έχουμε πολλά προτερήματα. Και εργατικοί είμαστε, και φιλότιμοι είμαστε. Μη βλέπετε τις εξαιρέσεις. Να βλέπετε τα εκατομμύρια.
Κρ.Π.: Τη Γερακίνα, τη γράψατε για τα βασανιστήρια των αγωνιστών στο ΕΑΤ – ΕΣΑ;
Κ.Β.: Ναι, για το ΕΑΤ – ΕΣΑ.
Κρ.Π.: Η Γερακίνα, ίσως θα έπρεπε σήμερα να είναι ο εθνικός μας ύμνος, για να σώσουμε επιπλέον την περηφάνια, την αγωνιστικότητα, την περηφάνεια και την αξιοπρέπεια που βγαίνει μέσα από αυτούς τους στίχους…
Κ.Β.: Ε, οι περισσότεροι το νιώθουν. Οι περισσότεροι. Όχι όλοι, οι περισσότεροι.
Κρ.Π.: Δηλαδή να μη μας κλαίνε… Θα επιβιώσουμε, θα πάμε καλά ως χώρα;
Κ.Β: Πολύ καλά θα πάμε. Παρόλο που δεν έχουμε. Λαϊκά! Ο ένας με τον άλλον… Μεταδίδει. Ο καλός ο στιχουργός αυτό πρέπει να κάνει, να ανεβάζει το ηθικό των ανθρώπων.
Κρ.Π.: Τι θα λέγατε στους νέους στιχουργούς;
Κ.Β.: Να είναι καθαροί πάντα. Να γράφουν εκείνα που πιστεύουν Να είναι προοδευτικοί. Και κοινωνικά και γενικώς. Τότε γράφουν πιο δυνατούς στίχους και πιο ωραίους. Ο στιχουργός παίζει το δυναμικότερο ρόλο στο τραγούδι! Όταν είναι καλός! Όταν είναι στιχουργός! Ένας στίχος μπορεί να αξίζει όσο αξίζει ένα βιβλίο ή και πέντε βιβλία…
Κρ.Π.: Τι θα απαντούσατε στην ερώτηση της Έρευνας για την Κρίση (2010-2014), εκδ. Κέδρος: «Ποιες αιτίες μας έφεραν ως εδώ και κυρίως τι πρέπει να κάνουμε;».
Κ.Β.: Τι να κάνουμε; Αγώνα! Να αντιδράσουμε. Να αντιδράσουμε δυναμικά! Και εκεί που δεν παίρνουν τα λόγια μας, ακόμα πιο δυναμικά. Τί άλλο;
Κρ.Π.: Ποιο τραγούδι θα αφιερώνατε σήμερα στους Έλληνες που αγωνίζονται να επιβιώσουν;
Κ.Β.: Ποιο τραγούδι θα αφιέρωνα σήμερα στους Έλληνες; Το «Εγώ δε ζω γονατιστός». Τη Γερακίνα
Ούτε στρώμα να πλαγιάσω,
ούτε φως για να διαβάσω
το γλυκό σου γράμμα, ωχ, μανούλα μου
Καλοκαίρι κι είναι κρύο
ένα μέτρο επί δύο
είναι το κελί μου, ωχ, μανούλα μου
Μα εγώ δε ζω γονατιστός,
είμαι της γερακίνας γιος
Τι κι αν μ’ ανοίγουνε πληγές
εγώ αντέχω τις φωτιές
Μάνα μη λυπάσαι, μάνα μη με κλαις
Ένα ρούχο ματωμένο
στρώνω για να ξαποσταίνω
στο υγρό τσιμέντο, ωχ, μανούλα μου
Στο κελί το διπλανό μου
φέραν κάποιον αδελφό μου
πόσο θα τραβήξει, ωχ, μανούλα μου
Μα εγώ δε ζω γονατιστός…

(Φωτο: Ο Κώστας Βίρβος με την σύζυγό του Καίτη)
*Η συνέντευξη δόθηκε πριν από το σοβαρό ισχυρό εγκεφαλικό επεισόδιο που πρόσφατα υπέστη ο Κώστας Βίρβος. Έκτοτε όπως λέει η κόρη του Μαρία Βίρβου «Έχει νοσηλευθεί τρεις φορές σε νοσοκομεία, και παρ’ όλες τις απαισιόδοξες προβλέψεις των γιατρών, ευτυχώς έχει αρχίσει να πηγαίνει πολύ καλύτερα. Έδωσε μεγάλη μάχη αλλά είναι από τους ανθρώπους που ξέρουν να αγωνίζονται! Τραγουδούσε μόνος του στο νοσοκομείο το Εγώ δεν ζω γονατιστός, κι έπαιρνε δύναμη από τους δικούς του στίχους. Κι όταν κάποια στιγμή είχε χάσει την επαφή με το περιβάλλον, ήρθε στο νοσοκομείο ο Γιώργος Μαργαρίτης (Τρικαλινός κι αυτός) και του το τραγούδησε δυνατά δίπλα στο κρεβάτι του. Μαζεύτηκαν όλοι γύρω τους, ασθενείς, γιατροί, επισκέπτες, νοσοκόμες, και από εκείνη την ώρα άρχισε να βρίσκει πάλι τον εαυτό του! Σαν να πέρασε το τραγούδι μέσα του και τον έκανε καλα!»
**Αποσπάσματα από την εκπομπή του Λευτέρη Παπαδόπουλου «Εν αρχή ην ο λόγος» στην ΕΡΤ, και από το βιβλίο Κώστας Βίρβος, Λαϊκή Στιχουργική Ανθολογία, Εκδόσεις Βιβλιοεκδοτική Αναστασάκη, 1989.


Πέμπτη 6 Αυγούστου 2015

Τα λουλούδια της Χιροσίμα

Επιμέλεια: ofisofi // atexnos

«Εκείνο το πρωΐ, ήταν 6 Αυγούστου του 1945, – ο κόσμος, πρέπει να το ειπούμε, ξαναγεννιόταν μέσα στην αγαλλίαση της νίκης, το τσαλαπατημένο, ετοιμοθάνατο χτήνος, ξεψυχούσε πια από το Βερολίνο ως το Τόκιο – όταν ένα πιλότος, νέος, μόλις εικοσιπέντε χρονών, ο Κλώντ Έθερλυ, πετούσε πάνω από την Ιαπωνία, μέσα σ’ ένα αναγνωριστικό αεροπλάνο. Τον ακολουθούσε ένα βομβαρδιστικό που έφερνε στα πλευρά του μια βόμβα νέου τύπου. Μια βόμβα που είχε μάκρος τριών μέτρων, ζύγιζε τέσσερις τόννους κ’ ήταν βαφτισμένη από τον αμερικανικό στρατό: « μικρό αγόρι». Αυτή τη βόμβα, όσοι από τους κατοίκους της Χιροσίμα θα επιζούσαν, θα την ονομάτιζαν  αργότερα: πίκα –ντον, δηλαδή φως και θόρυβο. Στις οχτώ και δεκαέξι λεπτά η Χιροσίμα έσβηνε από την επιφάνεια της γης(…)

 ΠΟΤΕ ΠΙΑ ΧΙΡΟΣΙΜΑ, διαλαλείστε το με μαύρες και κόκκινες λέξεις, σεις οι χιλιάδες με τις πινακίδες, που βαδίζατε κάτω από τους δέκα χιλιάδες βρόχινους ήλιους των αγγλικών δρόμων. Πέστε το με τα λάβαρα των γοητευτικών σας Μπουμπού, σεις νέοι αφρικάνοι, που σας είδαμε πολλές φορές να χτυπάτε, σχηματίζοντας κύκλο, την άσφαλτο της Νέας Υόρκης και να εξορκίζετε τη μισητή γαλλική βόμβα. Πέστο με τις μαύρες κι άσπρες εικόνες των ακατάλυτων σου φιλμ , Αλαίν Ρεναί, τιμή μας. Ποτέ πια Χιροσίμα. Η Εντίτα Μόρρις το λέει με το δικό της τρόπο, το λέει μ’ αυτά τα λευκά μπουκέτα των λευκών πανσέδων που όσοι επιζήσανε από τη βόμβα τα βάζουν να κυματίζουν πάνω στα μαύρα νερά του ποταμού Όθα… ( από τον πρόλογο του Μωρίς Πον στο βιβλίο της Εντίτα Μόρρις , Τα λουλούδια της Χιροσίμα). 

Η Εντίτα Μόρρις γεννήθηκε στη Σουηδία. Στο έργο της «Τα λουλούδια της Χιροσίμα» παρουσιάζει το δράμα εκείνων που επέζησαν στη Χιροσίμα  δεκεπέντε χρόνια μετά . Το μυθιστόρημα της αποτελεί διαχρονικά ένα αδυσώπητο κατηγορητήριο για τη βαρβαρότητα του ατομικού πολέμου. Ο ατομικός πόλεμος στη Χιροσίμα δεν σταμάτησε ποτέ. Συνεχίζεται γιατί οι άνθρωποι που επέζησαν ήταν ραδιενεργοί και κανείς δεν μπορεί να ξέρει ακόμη και σήμερα τι άνθρωποι και με ποια χαρακτηριστικά θα γεννιούνται στο μέλλον.
Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από αυτό το βιβλίο :

 Νάτα που γεννήθηκαν και τα μικρά σκιουράκια! Βγάζουν τη μύτη τους από την τρύπα του δέντρου, ακριβώς ίδια με τον ευτυχισμένο πατέρα τους. Η Οχάτσου κι εγώ τους φέραμε ένα σακουλάκι φουντούκια. Τώρα δε θα χρειαστεί να πάνε στον μπακάλη! Θα μπορούν να μένουν ολημέρα καθισμένα στην άκρη του παραθυριού του νοσοκομείου, θυμίζοντας στο Φούμιο και τους συντρόφους του πως υπάρχει ακόμη ευτυχία πάνω στη γη. Δεν είναι παράξενο το ότι οι άνθρωποι και οι σκίουροι έχουν στο βάθος τις ίδιες επιθυμίες, την αγάπη, την υγεία και την ειρήνη; Πώς γίνεται όμως στις μέρες μας τα ουσιαστικά αυτά αγαθά να μπορούν να τα χαίρονται πιο εύκολα οι σκίουροι παρά οι άνθρωποι;
– Δεν έγινε όμορφος ο σκίουρός μας;, με ρωτάει χωμένος στο κρεβάτι του ο Μαντόκα, το αγόρι που δεν έχει βλέφαρα.
Και το είπε αυτό με τρεμουλιαστή φωνή. Φαίνεται αδύνατος σαν ένα φύλλο χαρτιού. Είμαι σίγουρη πως οι έξι αυτοί νέοι άνθρωποι, δε ζυγίζουν όλοι μαζί περισσότερο απ” όσο τρεις φυσιολογικοί άντρες. Ωστόσο κάτω από την πίεση των επαναστατημένων αδένων τους, τα σώματα σε ορισμένα σημεία, φουσκώνουν μ” έναν τρόπο τερατώδη. Με δυσκολία τολμώ να κοιτάξω το Φούμιο. Σε μια βδομάδα και λιγότερο, τα χέρια του αδυνάτισαν τρομερά, ενώ το κεφάλι του έγινε διπλάσιο σε όγκο. Με τα πρησμένα και σχισμένα του χείλη, με τα κατεστραμμένα του μάτια, το πρόσωπο του άντρα μου έγινε σαν μια τρομαχτική μάσκα. Όλο του το πρόσωπο μοιάζει σα να φωνάζει: «πονάω», «πονάω»!
– Κοιμηθήκατε καλύτερα χτες τη νύχτα, Φούμιο;, ρωτάει η Οχάτσου.
Έχουμε έρθει κι οι δυο κι ο Σαμ-σαν μαζί και στεκόμαστε στα πόδια του κρεβατιού του. Νομίζω πως ο Φούμιο θέλει να μας έχει έτσι κοντά του. Τι παράξενο που γίνεται το βλέμμα του, ακούγοντας την ερώτηση της Οχάτσου! Σα να “βλεπε μακρύτερα απ” όλους και να “ξερε περισσότερα. Τι μπορεί να ξέρει λοιπόν; Ακόμη κι αν μπορούσε να μας το πει, ίσως εμείς δε θα μπορούσαμε να το καταλάβουμε. Η θεία Ματσούι έλεγε πως, για να καταλάβεις τι σημαίνει πόνος, πρέπει να τον δοκιμάσεις ο ίδιος.
Ο  Σαμ-σαν δεν μπορεί να ξεκολλήσει τα μάτια του από τον άντρα μου. Εδώ και μια βδομάδα που έρχεται και βλέπει το Φούμιο στο νοσοκομείο, παρακολουθεί τις καταστρεπτικές εξελίξεις της αρρώστιας. Και κάθε φορά στέκεται ακίνητος μπρος στο κρεβάτι, με τα μάτια καρφωμένα πάνω σ” αυτό το αδιαπέραστο πρόσωπο. Ίσως τον μπερδεύει αυτή η ήρεμη καρτερία του άντρα μου. Με τον ταπεινό του τρόπο ο Φούμιο προσέγγισε μιαν υψηλή ανωτερότητα. Ανυψώθηκε ως την κορυφή εκείνη όπου δεν υπάρχει θέση για μικρότητα και ευτέλεια.
– Γιούκα, μπορώ να πω μερικές λέξεις στο Φούμιο;, μου ψιθυρίζει ο Σαμ-σαν. Θέλετε;
Ο Σαμ-σαν πλησιάζει στο κρεβάτι. Το πρόσωπό του δείχνει ένταση. Περνάει το χέρι του νευρικά στα μαλλιά του.
– Ακούστε, Φούμιο, δεν ξέρω πολύ καλά πώς να σας το πω, θα ήθελα όμως να σας ευχαριστήσω για όλα όσα μού μάθατε. Χάρη σε σας κατάλαβα τι σημαίνει Χιροσίμα και δεν υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που να το ξέρουν αυτό. Αυτό όμως που είδα θα το πω. Αυτό είναι το μόνο που μπορώ να κάνω: να το διαλαλήσω ολόγυρά μου.
Μεταφράζω προσεχτικά. Όταν τελειώνω, ο Φούμιο σηκώνει αργά τα μάτια και ζητάει το βλέμμα του Σαμ-σαν. Οι δυο άντρες κοιτάζουν ο ένας τον άλλο για ένα δευτερόλεπτο. Καημένε μου μικρέ σύζυγε, ποια ξαφνική δύναμη λάμπει στο βλέμμα σου; Να που χαμογελάει, ναι, χαμογελάει. Το πρόσωπο του Σαμ-σαν γίνεται πορφυρό. Για πολλή ώρα συνεχίζουν να κοιτάζονται και τότε μου φαίνεται πως ο κόσμος ολόκληρος μένει ακίνητος και κάνει σιωπή, για ν” αποδώσει φόρο τιμής σ” αυτούς τους δυο άντρες. Περνάει ένα λεπτό της ώρας φορτωμένο αιωνιότητα, σφραγίζοντας το χρόνο με το ανεξίτηλο αποτύπωμά του.
– Νομίζω, Γιούκα, πως ο Φούμιο κοιμήθηκε, ψιθυρίζει η Οχάτσου στ” αυτί μου.
Χαιρετάμε τους άλλους συντρόφους του Φούμιο κι αφήνουμε σιωπηλοί το δωμάτιο, βγαίνοντας έξω στις μύτες των ποδιών. Πέφτουμε όμως πάνω στο γιατρό Ντομότο που έρχεται κατά πάνω μας με πολύ γρήγορα βήματα. Τον συνοδεύει ένας ψηλός δυτικός με μαλλιά τρελού και μαύρη γενειάδα.
– Α, πολύ άσχημα, φωνάζει διακρίνοντας τον Σαμ-σαν. Μήπως μιλάτε γαλλικά;
– Όχι, ο Σαμ-σαν δεν ξέρει γαλλικά. Κουνάει αρνητικά το κεφάλι με ύφος αφηρημένο. Οι σκέψεις του είναι ακόμη κοντά στο Φούμιο.
– Α, πολύ άσχημα. Εσείς όλοι ερχόμαστε πιει το τσάι στο γραφείο μου, λέει ο γιατρός Ντομότο με τα φριχτά αγγλικά του.
Προπορεύεται και μπαίνουμε στο γραφείο του, ο Γάλλος με τη θαμνώδη γενειάδα, ο Σαμ-σαν, η Οχάτσου κι εγώ.
– Ο γιατρός Μπονάρ είναι μια παγκόσμια αυθεντία στα θέματα της γενετικής και των μεταλλαγών, μου εξηγεί ο γιατρός Ντομότο. Δυστυχώς ξέχασα όλα τα γαλλικά μου σχεδόν. Κι όμως πριν από είκοσι πέντε χρόνια τα είχα καλά μάθει στο Παρίσι. Ο γιατρός Μπονάρ ήρθε στην Ιαπωνία, για να γνωρίσει τους πιο ονομαστούς γιατρούς της χώρας μας, τον καθηγητή Τομάκι, το γιατρό Φουζιμότο, καθώς και το γιατρό Κικόνσι. Θέλετε όλοι τσάι; Ναι; Πολύ καλά.
Μας σερβίρει το τσάι μια μικρή στραβοπόδα χωρική, που χαμογελάει πίσω απ” το χέρι της βλέποντας τη γενειάδα του Γάλλου. Ο γιατρός Μπονάρ όμως, ούτε το καταλαβαίνει. Είναι βυθισμένος σε στοιχεία και φωτογραφίες, που, απλώνοντάς τα πάνω στο τραπέζι, του παρουσιάζει ο γιατρός Ντομότο. Κοιτάζοντας με τρόπο πάνω από τον ώμο του, διακρίνω μια παράξενη φωτογραφία: ένα ψάρι. Τι τρομερό ψάρι που είναι όμως!
– Πρόκειται για ένα ενδιαφέρον πείραμα του καθηγητή Τομάκι, μας εξηγεί ο γιατρός Ντομότο. Ένα ψάρι τέρας με δυο κεφάλια και τέσσερα μάτια.
Μου ζήτησε να εξηγήσω ότι αυτό το ψάρι, εκτεθειμένο στο εργαστήριο κάτω από αχτίνες κοβαλτίου, έγινε ραδιενεργό και δεν άργησε να παρουσιάσει σημεία δυσμορφίας.
– Ναι, ναι, λέει ο γιατρός Ντομότο, μην αφήνοντάς μου χρόνο να το μεταφράσω. Κ” η αλήθεια είναι πως όσο υποβάλλεται σε περισσότερες αχτίνες κοβαλτίου, τόσο η δυσμορφία εμφανίζεται μεγαλύτερη. Ύστερα από μια εβδομάδα το ψάρι βγάζει δυο κεφάλια, τέσσερα μάτια. Το ίδιο πράγμα μπορεί να συμβεί και στα ανθρώπινα βρέφη ή ακόμη και στα βρέφη που θα γεννήσουν τα βρέφη αυτά, αν η μητέρα έχει υποστεί ραδιενεργό επίδραση. Οι μεταλλαγές μπορούν, αφήνοντας ανέπαφη μια γενιά, να εμφανιστούν στην επόμενη. Τα πρόσωπα που έχουν υποστεί ραδιενεργό επίδραση δεν μπορούν να “ναι σίγουρα ότι τα τρισέγγονά τους δε θα γεννηθούν σαν αυτά τα φοβερά ψάρια.


Πλησιάζουμε το τραπέζι με καρφωμένα τα μάτια πάνω στο ψάρι του γιατρού Τομάκι. Ο Γάλλος κοιτάζει για πολλή ώρα μέσα από ένα φακό που κρατάει στο χέρι και που τον δίνει έπειτα στην Οχάτσου μ” ένα χαμόγελο (ακόμη κι ο γενάτος αυτός γιατρός φαίνεται να “χει αγγιχτεί από την ομορφιά της). Η μικρή μου αδερφή όμως κουνάει το κεφάλι αρνητικά και κάνει κατά πίσω ανάστατη. Είναι κάτασπρη. Ρίχνει ένα καινούριο τρομαγμένο βλέμμα στο ψάρι και γυρίζει αμέσως αλλού τα μάτια, σα να γυρεύει διέξοδο. Καταλαβαίνω πως είναι καλύτερα να την αποτραβήξω από το θέαμα αυτό. Αλλάζω ένα γρήγορο βλέμμα με το γιατρό Ντομότο. Κανείς δεν ξέρει καλύτερα απ” αυτόν τα τσακισμένα νεύρα και την έλλειψη ψυχραιμίας και ελέγχου όλων αυτών των θυμάτων της ατομικής βόμβας.
– Ευχαριστώ για την επίσκεψή σας, Νακαμούρα-σαν, μου λέει γρήγορα, σπρώχνοντάς με προς την πόρτα για να συντομέψει τους χαιρετισμούς. Ελπίζω να σας ξαναδώ σύντομα.
Βρισκόμαστε και οι δυο στο δρόμο, συνοδευόμενες από τον Σαμ-σαν. Η Οχάτσου, στο φως της μέρας, φαίνεται πιο άσπρη ακόμα, απ” ό,τι στο σκοτεινό δωμάτιο του γιατρού. Σφίγγει τα χέρια πάνω στο στήθος, κάνοντας αυτήν τη συγκινητική κίνηση που είναι μόνο δική της.
– Πρέπει να βιαστώ, μου λέει. Σε δέκα λεπτά χρειάζεται να “μαι στη δουλειά μου.
Η ώρα είναι μόλις μία και δουλειά πιάνει συνήθως στις δύο. Θα ήθελα πολύ να περπατήσει λίγο μαζί μας, αλλ” αυτή δεν ακούει τίποτα. Το σκάζει τρέχοντας. Θεέ μου! Για μια στιγμή με πιάνει πανικός και για ένα δευτερόλεπτο δοκιμάζω να τρέξω πίσω της. Σε τέτοιες ώρες κατάπτωσης, κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι έχει στο κεφάλι της η Οχάτσου.
– Γιούκα, πάψτε ν” ανησυχείτε για την Οχάτσου. Έτσι κι αλλιώς έχετε αρκετές φροντίδες, λέει ο Σαμ-σαν, σφίγγοντάς μου φιλικά το χέρι. Αυτό το παιδί είναι ερωτευμένο, αυτό είν” όλο.
Προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου πως έχει δίκιο, ξέρω όμως πως στο βάθος οι φόβοι μου είναι δικαιολογημένοι. Η Οχάτσου δεν μπορεί να “ναι ευτυχισμένη ύστερα απ” αυτό που έμαθε. Ωστόσο δε θέλω να το συζητήσω με τον Αμερικάνο.
Κατεβαίνουμε αργά προς την όχθη κι ακολουθούμε την καινούρια γέφυρα. Ακριβώς κάτω από μας, στην όχθη, ένας ανθρωπάκος ψαρεύει. Ρίχνει το δίχτυ του αδιάκοπα στο νερό, το τραβάει έξω, το ξαναρίχνει πάλι.
Κάθε φορά το νερό τινάζεται και ξαναπέφτει σε λεπτές σταγονίτσες και οι ομόκεντροι κύκλοι πλαταίνουν γύρω από το δίχτυ του. Κοντά στην όχθη διακρίνω ένα μπουκέτο λουλούδια που μένει σκαλωμένο ανάμεσα σε δυό πέτρες. Ελπίζω πως ο Σαμ-σαν δε θα το διακρίνει και δοκιμάζω να βιάσω το βήμα μου.
– Κοιτάξτε, λέει, βλέπω ένα μπουκέτο λουλούδια όπως και την άλλη φορά. Είναι απίστευτο, αλλά θα “λεγε κανείς πως το “βαλαν εκεί επίτηδες.
Αγαπημένη μαμά, θα χρειαστεί να του το εξηγήσω. Ανατριχιάζω στη σκέψη πως θ” αναφέρω το πολυαγαπημένο σου όνομα μπροστά σ” έναν ξένο, το ξέρεις, όμως ο Σαμ-σαν έγινε τώρα δικός μας. Έχει το δικαίωμα να ξέρει. Χάρη σ” αυτόν, θα μάθουνε κι άλλοι τι έγινε εδώ. Αγαπημένη μαμά, συγχώρεσέ με αν διηγηθώ σ” αυτό τον Αμερικάνο τις τελευταίες σου ώρες, το τι υπέφερες σ” αυτό το ποτάμι. Συγχώρεσέ με, μαμά.
– Έχετε δίκιο, Σαμ-σαν. Αυτό το μπουκέτο το ακούμπησε εκεί η Οχάτσου, λέω με χαμηλή φωνή στο Σαμ-σαν, που κοιτάζει πάντα εκεί.
– Η Οχάτσου;, ρωτάει απορημένος.
– Ναι, λέω, βάζει εδώ κάθε πρωί ένα καινούριο μπουκέτο, όπως πάει για τη δουλειά της.
Κι αρχίζω να ιστορώ στο Σαμ-σαν ό,τι θα ήταν αδύνατο να του πω μερικές μέρες πριν. Όλα αυτά τα χρόνια δε μίλησα σε κανέναν, ούτε μια φορά, γι” αυτό το πράγμα. Και τώρα εξηγώ στο Σαμ-σαν, πως, σ” αυτό ακριβώς το μέρος, η μητέρα μας ρίχτηκε, σαν ένας ζωντανός πυρσός, στο ποτάμι, μετά την έκρηξη της βόμβας.
– Άλλες είκοσι χιλιάδες άνθρωποι ξεκουράζονται στο βάθος αυτού του ποταμιού. Όπως η μαμά, όρμησαν κι αυτοί τυλιγμένοι από τις φλόγες μέσα στα νερά. Οι άνθρωποι έρχονται σήμερα κι αφήνουν λουλούδια στην επιφάνεια του ποταμιού. Είναι ο μόνος τάφος που μπορούν να στολίσουν με λουλούδια.
Ο Σαμ-σαν μού σφίγγει τα χέρια. Δε λέει λέξη. Το “ξερα πως δε θα μπορούσε να πει λέξη. Τώρα καταλαβαίνει γιατί, κείνη την πρώτη μέρα που πέρασε απ” το σπίτι, η Οχάτσου τού άρπαξε ξαφνικά απ” τα χέρια το λουλούδι που της πήρε απ” το μπουκέτο της.
– Σαμ-σαν, θέλω να σας διηγηθώ τις τελευταίες στιγμές της μαμάς. Θέλω να σας τις ιστορίσω γιατί είναι η μοίρα που μέλλεται ίσως σε πολλούς από μας κι ίσως ακόμη και στην ανθρωπότητα ολόκληρη.
Προσπαθώ να του περιγράψω τη σκηνή αυτή που τη θυμάμαι τόσο καλά: την πόλη της Χιροσίμα στις φλόγες. Του μιλώ γι” αυτή την τρομαγμένη φυγή μέσα από τους δρόμους τη μέρα εκείνη, μαζί με τη θεία Ματσούι και τη μαμά, που είχε στην πλάτη της τη μικρή Οχάτσου, μόλις τριών χρονών τότε. Είμαστε σχεδόν γυμνές, τα ρούχα μας τα είχε αρπάξει ο άνεμος της έκρηξης. Μπάλες φωτιάς αυλάκωναν τον αέρα, τίναζαν φλόγινους πίδακες, που έκαναν ν” ανάβουν όλα όσα άγγιζαν, τα δέντρα, τα σπίτια και τους ανθρώπους που τρέχανε προς όλες τις κατευθύνσεις. Οι δρόμοι είχαν θερμανθεί, η άσφαλτος έβραζε, πολλοί σκύλοι ψήθηκαν ζωντανοί, γιατί δεν μπόρεσαν να ξεκολλήσουν από κάτω τα πόδια τους. Θυμάμαι τα τρομαχτικά ουρλιαχτά των φτωχών αυτών ζώων. Κ” η μαμά πρέπει να φώναζε κι αυτή πριν πηδήσει, αναμμένη, στο ποτάμι.
– Γιούκα, σωπάστε. Είναι πάνω από τις δυνάμεις σας.
Πρέπει να βρω τη δύναμη να μιλήσω. Πρέπει να τα ξέρει όλα, μια και τώρα βρίσκεται εδώ μ” αυτούς που επιζήσανε. Ένα κλαδί δέντρου έπεσε πάνω μου, αφήνοντάς με λιπόθυμη και σώζοντάς με ίσως από το θάνατο. Έτσι, το τέλος της μαμάς το έμαθα από τη διήγηση της θείας μου. Αυτή την ίδια διήγηση επαναλαμβάνω λοιπόν στο Σαμ-σαν.
– Η θεία Ματσούι λέει πως ποτέ δε θα μπορέσει να ξεχάσει τα ουρλιαχτά φρίκης, ούτε την ανυπόφορη μυρωδιά της σάρκας που καιγόταν. Αυτή περιμάζεψε την Οχάτσου από την όχθη, όπου την πέταξε η μαμά πριν πηδήσει στο νερό. Μέσα στο πλήθος των απελπισμένων, η μαμά έστρεψε για τελευταία φορά το ωραίο της πρόσωπο προς τη μικρή της κόρη. Φώναξε για τελευταία φορά το όνομα της Οχάτσου και βυθίστηκε, βγάζοντας μια κραυγή απελπισίας. Ήταν ακριβώς στο μέρος που βλέπετε αυτά τα λουλούδια, τα λουλούδια της Οχάτσου.
Δεν μπορώ να συνεχίσω άλλο. Δεν μπορώ. Ω μαμά, το μαυρισμένο σου πρόσωπο με κοιτάζει πάντα, μες από το γκρίζο νερό. Υπάρχει ένα φωτοστέφανο γύρω στο κεφάλι σου, από τα φλόγινά σου μαλλιά. Ορκίζομαι, μαμά, στο καρβουνιασμένο σου πρόσωπο, και στα λαμπαδιασμένα σου μαλλιά, ορκίζομαι ν” αφιερώσω την υπόλοιπή μου ζωή, να εμποδίσω να επαναληφθούν τέτοιες φρικαλεότητες. Α μαμά, μου χαμογελάς; Αυτό περίμενες από την κόρη σου; Την υπόσχεσή της ότι θ” αφιερωθεί σ” αυτή την προσπάθεια; Αυτό, λοιπόν, έγινε. Σου το υπόσχομαι. Το πρόσωπό σου με την επιθανάτια αγωνία του χάθηκε τώρα μέσα στα κυματάκια του ποταμού και το μόνο που μένει πια, είναι το μπουκέτο της Οχάτσου, τα άνθη της Χιροσίμα. Κοιμάσαι εν ειρήνη, αγαπημένη μαμά; Κοιμάσαι πραγματικά εν ειρήνη;

Εντίτα Μόρρις, Τα λουλούδια της Χιροσίμα, μτφρ. Νικηφόρος Βρεττάκος, Πρόλογος Μωρίς Πονς, Θεμέλιο, Αθήνα 1987