Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2015

Πόσο ευεργέτες υπήρξαν οι εθνικοί μας ευεργέτες;

Γράφει η ofisofi // atexnos

Η κυβέρνηση Κ. Καραμανλή το 2007 καθιέρωσε να γιορτάζεται στις 30 Σεπτεμβρίου κάθε χρόνου η Ημέρα μνήμης των Εθνικών Ευεργετών.

Ο όρος Εθνικός Ευεργέτης μου προκαλούσε πάντα μεγάλη απορία γιατί δεν μπορούσα να καταλάβω το είδος, το μέγεθος και την αξία της ευεργεσίας που ο καθένας από αυτούς πρόσφερε στην Ελλάδα.  Βέβαια αν κοιτάξει κανείς γύρω του σε όλη την επικράτεια από το πιο μικρό χωριό  έως τη μεγάλη πόλη  θα βρει κτίρια με το όνομά τους  ή κάποιες υποτροφίες για τις σπουδές νέων ή την προικοδότηση κοριτσιών. Θετικά όλα αυτά, αλλά το ερώτημα είναι πώς έγιναν τόσο πλούσιοι αυτοί οι άνθρωποι και κατά πόσο συνέβαλαν  με τον πλούτο τους στην ανάπτυξη  και την πρόοδο της Ελλάδας  τόσο οικονομικά όσο και πνευματικά. Η εξέλιξη της Ελλάδας διαχρονικά, η φτώχεια, η εγκατάλειψη, ο αναλφαβητισμός, η απουσία ιατρικής και φαρμακευτικής φροντίδας, ο μαρασμός της επαρχίας, η αστυφιλία, η  μετανάστευση, οι πελατειακές σχέσεις, η ρουσφετοκρατία, οι άγριες συνθήκες εργασιακής εκμετάλλευσης, οι κάθε είδους ανισότητες και η ίδια η μορφή και η δομή  του νεοελληνικού κράτους, δεν μαρτυρούν  τη συμβολή τους στην ανάπτυξή της παρά μόνο την ατομική ή οικογενειακή τους ευημερία, την πολιτική  ανάδειξη αρκετών από αυτούς και την  προβολή  τους μέσα από τις φιλανθρωπικές δραστηριότητες και τις  αγαθοεργίες. Να σε κάψω Γιάννη να σ’ αλείψω μέλι, που λέει ο λαός.

Το φαινόμενο αυτό είναι σύνθετο και πολύπλοκο και βεβαίως δεν αναλύεται ούτε εξαντλείται σε αυτές τις λίγες γραμμές που απλά το σκιαγραφούν  Καλό είναι  όμως να το μελετήσουμε σε συνδυασμό με τις ιστορικές συνθήκες, οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές, της εποχής που γεννήθηκε, δηλαδή του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα και σε συνάρτηση πάντα με την εμφάνιση και ανάπτυξη του καπιταλιστικού συστήματος και τις αλλαγές που έφερε στην παγκόσμια οικονομία.

Τα χρόνια εκείνα οι έλληνες Φαναριώτες, οι έμποροι και οι καραβοκύρηδες  ίδρυαν παροικίες έξω από τα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Έλληνες της διασποράς, όπως λέγονται. Αυτές οι παροικίες δημιουργήθηκαν σε περιοχές σημαντικές για την άσκηση του αποικιοκρατικού εμπορίου.  Ας μην ξεχνάμε ότι η αποικιοκρατική πολιτική των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων κυριαρχούσε  σχεδόν σε όλο τον κόσμο. Οι πάροικοι ασχολούνταν με εργασίες που τους διαφοροποιούσαν μεταξύ τους και οι οικονομικές δραστηριότητές τους ήταν σχετικές με την ιδιαίτερη πατρίδα τού καθένα αλλά και το κομμάτι του παγκόσμιου κεφαλαίου που εξυπηρετούσαν με τη δράση τους. Οι παροικίες των  Ελλήνων εξυπηρετούσαν γαλλικά, αυστριακά, βρετανικά ή ρωσικά συμφέροντα ανάλογα με το έδαφος στο οποίο βρίσκονταν.

Ήδη από τα τέλη του 17ου αι. και τις αρχές του 18ου με τις Συνθήκες του Κάρλοβιτς (1699)  και του Πασσάροβιτς (1718) δόθηκαν σημαντικά προνόμια σε αυτούς που ήθελαν να φύγουν από την Ανατολή και την Βαλκανική και να πάνε στην Αυστρία, Ουγγαρία, Τρανσυλβανία. Τα προνόμια αυτά διαμόρφωναν ευνοϊκές συνθήκες για όσους ήθελαν να ασχοληθούν  με το εμπόριο και τη βιοτεχνία. Για παράδειγμα η κυβέρνηση της Αυστρίας, επειδή δεν είχε προσβάσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, προσπάθησε με προνόμια να δελεάσει τους εμπόρους  των περιοχών αυτών. Ο δρόμος για την Ανατολή περνούσε από τη Μακεδονία και τη Θράκη. Αυτές οι περιοχές εφάρμοζαν το σύστημα της μονοκαλλιέργειας εξασφαλίζοντας φτηνές πρώτες ύλες στα ευρωπαϊκά κέντρα μεταφέροντάς τες από τα οθωμανικά εδάφη. Στην ουσία το σύστημα αυτό  το είχαν επιβάλει οι μεγάλες αποικιοκρατικές χώρες και εξυπηρετούσε το εξωτερικό εμπόριο με αυτές.

Κατά τον 18ο αιώνα η οικονομική ανάπτυξη των ελληνικών περιοχών της οθωμανικής αυτοκρατορίας χαρακτηριζόταν ακριβώς από αυτή τη διαδικασία. Οι πραματευτές μετέφεραν τις πρώτες ύλες στην Ευρώπη και σιγά σιγά  αποκτώντας χρήματα μετατρέπονταν σε εμπόρους και σταδιακά  εξελίσσονταν σε τραπεζίτες  συνδέοντας τα συμφέροντά τους με εκείνα των αποικιοκρατών και αποκτούσαν παντοδυναμία ως άτομα αφού κάθε εμπορική και οικονομική δραστηριότητα συνδεόταν με την αποικιοκρατία και τον ανερχόμενο καπιταλισμό .

Γι’ αυτό το λόγο αν και οι Έλληνες πάροικοι ήταν πολύ πλούσιοι, η σχέση τους και η εξάρτησή τους από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και καταμερισμό της εργασίας δεν τους επέτρεπε να αναπτύξουν της παραγωγικές δυνάμεις της χώρας τους παρά μόνο στο βαθμό που το απαιτούσαν  οι ανάγκες της αγοράς.

Αυτός ήταν ο ρόλος των εμπόρων του παροικιακού ελληνισμού το 18ο και αρχές του 19ου αιώνα. Όσοι προσπάθησαν να διαφοροποιηθούν είτε χρεωκόπησαν  είτε άλλαξαν επάγγελμα.

Αν παρατηρήσει κανείς τις περιοχές που ιδρύθηκαν οι ελληνικές παροικίες θα διαπιστώσει ότι κυριαρχούσαν η Αγγλία, η Γαλλία και η Ρωσία. Επομένως υπήρχε έντονος ανταγωνισμός ανάμεσα σε αυτές τις χώρες για το ποια θα κυριαρχήσει στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στη θάλασσα της Μεσογείου. Η κάθε δύναμη ήθελε να αξιοποιήσει για λογαριασμό της την εμπορική ναυτιλία και οι συνθήκες ευνόησαν την ανάπτυξη της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας.

Η Αγγλία χαρακτηριστικά αξιοποίησε τους Φαναριώτες που τους διόριζε πρόξενους αλλά τους πουλούσε και καράβια για να γίνουν καραβοκύρηδες και επιπλέον οι Άγγλοι παρουσιάζονταν προστάτες των νεοελληνικών γραμμάτων ( π.χ η Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης ήταν κάτω από την επίσημη προστασία του αγγλικού Προξενείου της Σμύρνης).

Ανάλογα συμπεριφέρθηκε και η Ρωσία μετά τα Ορλωφικά και τη Συνθήκη του Κιουτσούκ – Καϊναρτζή (1774) που ώθησε πολλούς Έλληνες να καταφύγουν στη Ρωσία και να ιδρύσουν τις γνωστές ελληνικές παροικίες.

Στα σχολικά βιβλία της ιστορίας μαθαίνουμε ότι η Συνθήκη του Κιουτσούκ – Καϊναρτζή ήταν ευνοϊκή για τους Έλληνες και κυρίως για τους κατοίκους των νησιών του Αιγαίου. Τα καράβια τους μπορούσαν να κυκλοφορούν ελεύθερα με ρώσικη σημαία.

Όμως υπάρχει η διαφορετική  άποψη ότι οι Έλληνες των παροικιών στη Ρωσία μέχρι κάποιο βαθμό εξυπηρετούσαν τα σχέδια της τσαρικής Ρωσίας για το διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τη διείσδυση των ρωσικών κεφαλαίων στην Ανατολή . Συγχρόνως όμως βοηθούσαν και τα αγγλικά και τα γαλλικά κεφάλαια να διεισδύσουν στη Ρωσία

Δεν αμφισβητείται η ανάπτυξη της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας αλλά αυτή θα πρέπει να εξετάζεται σε σχέση με τις παραγωγικές δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας που δεν ήταν αναπτυγμένες  και κατά πόσο συνέβαλε στο να δημιουργηθεί και να ανδρωθεί μια ελληνική  αστική τάξη.  Αυτό που συνέβη ήταν ο μονομερής προσανατολισμός των ελληνικών κεφαλαίων στην θάλασσα πνίγοντας κάθε άλλη αναπτυξιακή και παραγωγική προσπάθεια. . Ενδεικτική  είναι  η παρακμή διαφόρων κέντρων μεταποίησης των τοπικών προϊόντων (Αμπελάκια, Ζαγορά κ.α). Η Ελλάδα δεν χρειαζόταν εκβιομηχάνιση.

Τον 18ο αιώνα πολλοί Έλληνες αποφάσισαν να ξενιτευτούν  και να αποκτήσουν χρήματα και πλούτη. Στην ξενιτιά γίνονταν πάροικοι και σιγά σιγά άλλαζαν οικονομική και κοινωνική θέση, γίνονταν αστοί. Αυτό ήταν το όνειρό τους , ο στόχος τους(π.χ. ο Σίμων Σίνας ύστερα από τα Ορλωφικά ήταν ένα ραγιάς κατεστραμμένος έμπορος  από τη Μοσχόπολη. Βρέθηκε στην αυλή του Φραγκίσκου του Α΄, ο οποίος , μετά από 35 χρόνια προσφοράς υπηρεσιών στο αυστριακό κράτος, τον έχρισε βαρώνο).

Οι έλληνες των παροικιών λοιπόν γίνονταν αστοί και το κεφάλαιο που συγκέντρωναν  δημιουργούσε  τις προϋποθέσεις να δημιουργηθεί εθνική αστική τάξη στην Ελλάδα. Κινούνταν μέσα σε μια αστική  ευρωπαϊκή κοινωνία αλλά για να μπορέσουν να ξεχωρίσουν έπρεπε να διαμορφώσουν οι ίδιοι εθνικά χαρακτηριστικά.

Αυτό μπορούσαν να το πετύχουν με την καλλιέργεια της εθνικής αστικής κουλτούρας και την προώθηση των οικονομικών συμφερόντων προς τη μεριά της ιδιαίτερης πατρίδας τους. Τα συμφέροντα αυτά όμως δεν ήταν ανεξάρτητα από το αποικιακό εμπόριο και τις ευρωπαϊκές δυνάμεις που το ασκούσαν ανατολικά.

Ο στόχος τους ήταν να μετατρέψουν την ιδιαίτερη πατρίδα τους  και την Οθωμανική Αυτοκρατορία μέσα στην οποία υπαγόταν σε χώρο του υπανάπτυκτου καπιταλισμού. Ουσιαστικά τους ενδιέφερε η παραγωγή πρώτων υλών, κυρίως αγροτικών, απαραίτητων στο ευρωπαϊκό εμπόριο.  Επομένως  ο στόχος τους δεν ήταν η ανάπτυξη αλλά η υπανάπτυξη , διότι η ιδιαίτερη πατρίδα τους εξακολουθούσε να είναι  εξαρτημένη και από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις και τα συμφέροντά τους στην περιοχή.

Για τους λόγους αυτούς ο ελληνικός αστικός πολιτισμός και η αστική ιδεολογία καλλιεργήθηκαν στις κοινότητες των παροικιών του 18ου και του 19ου αιώνα , δηλαδή εκτός του κυρίως  ελλαδικού χώρου. Αυτό είχε ως συνέπεια να πρωταρχίσει στις παροικίες ο νεοελληνικός διαφωτισμός, πνευματική κίνηση για την αφύπνιση των υπόδουλων  Ελλήνων. Αυτή η κίνηση όμως δεν είχε ενιαίο χαρακτήρα διότι οι διαφωτιστές δεν εκφράζανε όλοι την ίδια κοινωνική δύναμη. Οι μεγαλέμποροι, οι πλοιοκτήτες, οι τραπεζίτες δεν ήθελαν ταραχές , αναστατώσεις και ανακατατάξεις διότι πηγή του πλούτου τους ήταν τα εμπορεύματα που έρχονταν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Συγχρόνως όμως  θεμελιώνονταν οι βάσεις για τη δημιουργία καινούριων ιδεολογικών ρευμάτων μέσα και έξω από την Ελλάδα. Δρούσαν και ιδεολόγοι του ελληνικού αστισμού που διαφοροποιούνταν μεταξύ τους αλλά και με τους μεγαλεμπόρους. Χαρακτηριστική η περίπτωση του Ρήγα Φεραίου ,ο οποίος όρθωσε το ανάστημά του όχι μόνο απέναντι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία αλλά και στις ευρωπαϊκές αποικιοκρατικές δυνάμεις και σε όσους τις στήριζαν σε κάθε περιοχή. Η δολοφονία του έγινε με τη συνεργασία παροίκων μεγαλεμπόρων, ευρωπαϊκών  κυβερνήσεων και της Πύλης.

Επομένως  άλλο τι ήθελαν και άλλο τι συνέπειες είχε αυτό που ήθελαν. Αυτό φάνηκε κυρίως μετά την Επανάσταση του 1821 καθώς το νεοσύστατο ελληνικό κράτος δεν οδηγήθηκε σε αστική , δημοκρατική ανάπτυξη.

Γιατί συνέβη αυτό;

Διότι οι πλούσιοι πάροικοι με τη δράση τους δεν φρόντιζαν για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της Ελλάδας και την οικονομική της ανεξαρτησία. Ενδιαφέρονταν να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις του βιομηχανικού πλέον κεφαλαίου. Εξασφάλιζαν φτηνές πρώτες ύλες , τις προωθούσαν στις αγορές των ευρωπαϊκών μητροπόλεων και από εκεί στα εργοστάσια για τη μεταποίησή τους. Στη συνέχεια αναζητούσαν προνομιακές αγορές για τα βιομηχανικά προϊόντα και με αυτό τον τρόπο στήριζαν όχι την ελληνική οικονομία αλλά την παγκόσμια αποικιοκρατική και καπιταλιστική αγορά. Αυτοί πλούτιζαν όχι η πατρίδα .

Οι συνέπειες αυτής της τακτικής φάνηκαν στην μετεπαναστατική Ελλάδα με την υποστήριξη της μιας ή της άλλης ξένης δύναμης και την επιβολή της ξένης εξάρτησης και κηδεμονίας. Στο μεταξύ η εμπορική ναυτιλία συνέχιζε την ανάπτυξή της σε βάρος όλων των άλλων κλάδων της εθνικής οικονομίας της νεοελληνικής κοινωνίας. Τα όποια βιομηχανικά κέντρα παρακμάζουν γιατί έτσι επιτάσσει το συμφέρον της μιας ή της άλλης ξένης δύναμης. Παράδειγμα η ίδρυση της Εθνικής Τράπεζας το 1841 που συνδέεται με το εφοπλιστικό κεφάλαιο και  με την  Αγγλία, τη μεγαλύτερη αποικοκρατική δύναμη της εποχής. Γι αυτό άλλωστε βασικός μέτοχος της Εθνικής Τράπεζας είναι  το αγγλικό κεφάλαιο και ακολουθούν  οι Γεώργιος Σταύρος (πάροικος Βιέννης), οικογένεια Σίνα( πάροικοι Αυστρίας), Γ. Αντωνόπουλος(πάροικος Τεργέστης), Νικ. Ζωσιμάς (πάροικος Ρωσίας), Τοσίτσας ( πάροικος Αλεξάνδρειας) κ.α.

Οι αρνητικές συνέπειες από τη μονόπλευρη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων μπορούσαν να φανούν λιγότερο αρνητικές και να μειωθεί η σημασία τους με τις διάφορες  «αγαθοεργίες και κοινωφελείς» δραστηριότητες των παροίκων, αυτών που ονομάστηκαν Εθνικοί Ευεργέτες.

Το παροικιακό κεφάλαιο  προσανατολίστηκε στην ανάπτυξη της θαλάσσιας βιομηχανίας γιατί τη θεωρούσε υλική βάση του νεοελληνικού κράτους, το οποίο με τη σειρά του εξελισσόταν σε πολιτικό φορέα της συνεργασίας της ελληνικής αστικής τάξης με την παγκόσμια αποικοκρατία. Ουσιαστικά ο παροικιακός ελληνισμός συνδέθηκε με το ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο. Και αυτό πάλι ήταν συνδεμένο με την παραγωγική διαδικασία του βιομηχανικού κεφαλαίου. Αυτός άλλωστε είναι ο λόγος που επέζησαν και αναπτύχθηκαν οι παροικίες δίπλα στα μεγάλα λιμάνια αλλά γιγαντώθηκαν όσες βρίσκονταν στις αγορές του βιομηχανικού κεφαλαίου στην Ανατολή.

Σε αυτές τις συνθήκες οι Έλληνες πάροικοι έπαιζαν το ρόλο της αστικής τάξης σε μια σειρά βαλκανικές επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας  και στην Αίγυπτο και γι’ αυτό προστατεύονταν και είχαν προνόμια.

Το ερώτημα είναι αν εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα των επαρχιών αυτών ή τα συμφέροντα των αποικιοκρατών  και γιατί οι αποικιοκράτες είχαν ανάγκη την ελληνική παροικιακή αστική τάξη.

Η απάντηση στο ερώτημα είναι ότι ο πάροικος λειτουργούσε με διττό και αντιφατικό ρόλο. Από τη μια μεριά αποδεσμεύεται από τη ντόπια αγορά της πατρίδας του και από την άλλη εξαρτάται από το ελλαδικό κεφάλαιο. ( π.χ. Τοσίτσας, Σκαραμαγκάς κ.α βρίσκονται σε πολύ ευνοϊκή θέση εξ αιτίας των προνομίων που τους είχε παραχωρήσει ο Μωχάμετ Άλη που συνεργαζόταν μαζί τους όχι μόνο για την εκμετάλλευση της αιγυπτιακής γης αλλά και των φελλάχων.)

Από τον 18οαι. έως και τον 19ο συντελούνται τεράστιες αλλαγές στους έλληνες παροίκους, γιατί μεγάλες είναι και οι αλλαγές και οι εξελίξεις στην παγκόσμια καπιταλιστική  οικονομία και συμπεριφορά. Ο νεοέλληνας πάροικος του 19ου αι. ενδιαφέρεται εκτός των άλλων και για την αστική – δημοκρατική οργάνωση του κράτους καθώς  αυτή ήταν μια αξία ανερχόμενη σε παγκόσμια κλίμακα.

Συγχρόνως προβάλλεται η ανάγκη δημιουργίας , προβολής και επιβολής  μιας παροικιακής ιδεολογίας για να προωθήσει το «μεγάλο ιστορικό προορισμό της»,  η οποία διαμόρφωσε καταλυτικά τον ψυχισμό του πάροικου « εθνικού ευεργέτη» και τον έκανε να διαθέτει ένα μέρος της περιουσίας του για πολιτισμικά κοινωφελή έργα στην Ελλάδα και στις παροικίες. Πίστευαν δηλαδή ότι βοηθούν στην εξάπλωση του ελληνικού πολιτισμού και υποστήριζαν την επέκταση του ελληνισμού με την πολιτική της «Μεγάλης Ιδέας» κυρίως μέσα από την επικράτηση παντού του ελληνοορθόδοξου χριστιανικού πνεύματος. Στην ουσία επέβαλαν όχι μόνο την οικονομική τους κυριαρχία αλλά και την πνευματική , πολιτιστική , ιδεολογική  τόσο στους κατοίκους  του ελλαδικού χώρου όσο και σε εκείνους των παροικιών  – ελλήνων και ντόπιων.  Το όνειρό τους να  εξισωθεί κάποτε η Ελλάδα με την Ευρώπη , δηλαδή με τις αποικιοκρατικές δυνάμεις της Ευρώπης και να παίξει σημαντικό ρόλο στο χώρο της Εγγύς Ανατολής. Η Ελλάδα των τριών ηπείρων και των πέντε θαλασσών.

Και πάλι όμως  αυτά τα κοινωφελή έργα και η οικονομική ευμάρεια των πλουσίων ελλήνων  δεν βοήθησαν  στην ανάπτυξη της οικονομίας ούτε στην καλυτέρευση των συνθηκών της ζωής στο εσωτερικό της Ελλάδας. Το αντίθετο συνέβη.

Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου στην Ελλάδα παρατηρείται έξαρση του μεταναστευτικού φαινομένου προς τις ΗΠΑ. Είναι η εποχή που ο καπιταλισμός περνάει στη φάση του ιμπεριαλισμού με τη δημιουργία μονοπωλίων, χρηματιστικού κεφαλαίου, εξαγωγές κεφαλαίων και οι πολυεθνικές ενώσεις μοιράζουν την παγκόσμια αγορά και τα παγκόσμια εδάφη ανάλογα με τα συμφέροντά τους.

Γιατί λοιπόν μεταναστεύουν οι Έλληνες;

Διότι  η ελληνική οικονομία δεν αναπτύχθηκε ποτέ ανεξάρτητα από τις ξένες δυνάμεις και τα ξένα κεφάλαια. Η δραστηριότητα των πλούσιων παροίκων  και οι επιρροές  τους στην Ελλάδα βοήθησαν  να γίνει  μια χώρα υποτελής στο ξένο κεφάλαιο με καπιταλιστική υπανάπτυξη , της οποίας η παραγωγική διαδικασία είχε σχέση με το τι ήθελαν και τι δεν ήθελαν οι ξένες δυνάμεις και όχι οι ανάγκες των ανθρώπων αυτού του τόπου, ο ίδιος ο τόπος. Η Ελλάδα έγινε αποικιακό εξάρτημα των μεγάλων καπιταλιστικών χωρών. Η ελληνική  κοινωνία και η  αγορά παραδόθηκαν  στις χώρες αυτές.  Η ανεργία και οι άθλιες συνθήκες ζωής των λαϊκών στρωμάτων στις πόλεις και των αγροτών στην επαρχία  οδηγούν στη μαζική μετανάστευση  τους , στην ουσία στην εξαγωγή φτηνής εργατικής δύναμης   και αυτό το φαινόμενο οδηγεί σε όξυνση της υπανάπτυξης της ελληνικής αγοράς και σε ακόμη μεγαλύτερη εξάρτηση της από το ξένο κεφάλαιο.

Η εισαγωγή ξένων κεφαλαίων και η σύναψη απανωτών δανείων ειδικά το διάστημα 1880 -1914 φέρουν τη σφραγίδα των πλούσιων ελλήνων παροίκων ή ανθρώπων του περιβάλλοντός τους, οι οποίοι πρωτοστάτησαν όχι μόνο στο δανεισμό της χώρας από τους ξένους αλλά και από τους ίδιους παίζοντας το ίδιο ρόλο με αυτούς. Δεν τους ενδιέφερε η ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας και η δημιουργία μιας ανεξάρτητης και δημοκρατικής χώρας αλλά τα συμφέροντά τους που ήταν δεμένα με το διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο.



Η ίδια ιστορία συνεχίζεται και στις μέρες μας. Ο τύπος και τα διάφορα μέσα προβάλλουν δωρεές και έργα των σύγχρονων «ευεργετών» , βιομηχάνων, εφοπλιστών, εταιρειών και λοιπών.  Άλλωστε δεν είναι τυχαία και η καθιέρωση Ημέρας μνήμης των Ευεργετών .

Τα ονόματα τους  τόσο των παλαιότερων όσο και των νεότερων, είναι γνωστά .Δεν είναι απαραίτητο να αναφερθούν.  Η ιστορία τους  όμως και το έργο τους πρέπει να διαβαστούν  κάτω από τους μεγάλους τίτλους  με τους οποίους  μας τους παρουσιάζουν  και μας τους επιβάλουν χρόνια και χρόνια , απομυθοποιημένοι και απογυμνωμένοι από το περίβλημα της αίγλης που η κυρίαρχη ιδεολογία τους έχει ντύσει.

Ας  προβληματιστεί ο καθένας  ποιοι είναι όλοι αυτοί που ανέλαβε η πολιτεία να τιμήσει, πώς έκαναν τις περιουσίες τους, τι επιδιώκουν κάνοντας μια δωρεά, κοινωφελή έργα και αγαθοεργίες, τι θέλουν να κρύψουν, τι θέλουν να πετύχουν .

Ας αναλογιστεί τις σχέσεις τους με την εξουσία, τις δυνάμεις καταστολής, τη στάση τους στις  κρίσιμες ιστορικές στιγμές .



Η προσέγγιση του θέματος  και οι απόψεις που αναπτύχθηκαν  σε πολύ γενικές γραμμές έχουν ως βάση την ανάλυση του Νίκου Ψυρούκη στο βιβλίο Το Νεοελληνικό Παροικιακό φαινόμενο, εκδόσεις Επικαιρότητα 1983.

Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2015

Όταν βγαίνει η σελήνη...


Επιτέλους, σταμάτησε` - ησυχία` - μια απολύτρωση. Είναι όμορφα.
Κοίτα οι σκιές των φευγαλέων εντόμων πάνω στον τοίχο
αφήνουν ένα σταγονίδιο υγρασίας ή ένα μικρό κουδουνάκι
που ηχεί λίγο αργότερα. Πέρα, μια λάμψη - 
μια παρατεταμένη υπόνοια, πορφυρή - η σελήνη,
μικρή , μονήρης πυρκαϊά πίσω απ' τα δέντρα, τα φουγάρα των σπιτιών
και τους ανεμοδείχτες,
καίγοντας τα μεγάλα αγκάθια και τις χτεσινές εφημερίδες,
αφήνοντας αυτή τη συγκατάνευση - δοξαστική σχεδόν - 
της μη αναμονής, της μη ελπίδας, της αποδεγμένης ματαιότητας,
ως πέρα στην απτόητη ερημιά, ως την άκρη του δρόμου
με το φασματικό, μενεξεδένιο πέρασμα μιας γάτας.

Όταν βγαίνει η σελήνη, χαμηλώνουν τα σπίτια στην πεδιάδα κάτω,
τα καλαμπόκια τρίζουν απ' τ' αγιάζι ή απ' το νόμο της αύξησης,
τ' ασβεστωμένα δέντρα φέγγουνε στη βάση τους σα θερισμένες κολώνες
σ' έναν πόλεμο αθόρυβο, ενώ οι ταμπέλες των μικρομάγαζων
κρέμονται σαν χρησμοί επαληθευμένοι πάνω απ' τις κλεισμένες πόρτες.
Οι αγρότες θα κοιμηθούν με τα μεγάλα χέρια τους πάνω στην κοιλιά τους
και τα πουλιά με τα μικρά τους χέρια ελαφρά γαντζωμένα απ' τα κλαδιά
μες στον ύπνο τους
σα να μην προσπαθούν να κρατηθούν , σα να μην είναι τίποτα η προσπάθεια,
σα να μην έγινε τίποτα, σα να μην πρόκειται τίποτα να γίνει -
ανάλαφρα - ανάλαφρα, σα νάχει εισδύσει ο ουρανός στα φτερά τους,
σαν κάποιος να περνάει το στενόμακρο διάδρομο μ' ένα λύχνο στο χέρι
κ' είναι όλα τα παράθυρα ανοιχτά κ΄έξω στο ύπαιθρο ακούγονται
τα ζώα ν' αναμηρυκάζουν γαληνιαία σαν μέσα στην αιωνιότητα.

Γιάννης Ρίτσος, Ορέστης, Τέταρτη διάσταση, Κέδρος 1990, 24η έκδοση

Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2015

Ομίχλη

Δεν ξέρω πια τι γίνεται με την ομίχλη κι αν εξακολουθεί να πέφτει τόσο πηχτή ή μήπως χάθηκε ολότελα κι αυτή, όπως η πάχνη πάνω απ' τα πρωινά κεραμίδια. Bλέποντας την παρθενική πάχνη να γυαλίζει παντού, λέγαμε: "Eίχε κρύο τη νύχτα" ή "τα λάχανα θα γίνουν με την πάχνη πιο γλυκά· πρέπει να κάνουμε ντολμάδες".
Όταν ερχόταν ο καιρός της ομίχλης, είχα πάντα το νου μου σ' αυτήν. Mέρα τη μέρα περίμενα να με σκεπάσει κι εγώ να χώνομαι αθέατος μέσα της. Θλιβόμουν όμως πολύ, όταν έπεφτε τις καθημερινές, την ώρα που βασανιζόμουν με τα χαρτιά στο γραφείο. Παρακαλούσα να κρατήσει ώς το βράδυ, συνήθως όμως γύρω στο μεσημέρι διαλυόταν από έναν ήλιο ιδιαίτερα δυσάρεστο.
Mα, καμιά φορά, όταν ξυπνώντας τ' απόγευμα, την ώρα που έλεγα αν θα πάω στο σινεμά ή στο καφενείο, έβλεπα αναπάντεχα απ' το παράθυρο το απέραντο θέαμα της ομίχλης, άλλαζα αμέσως σχέδια και πορείες. Σήκωνα το γιακά της καμπαρντίνας, κατέβαινα με σιγουριά τα σκαλιά κι έφευγα για την παραλία, χωρίς ταλαντεύσεις. H ομίχλη είναι για να βαδίζεις μέσα σ' αυτήν. Διασχίζεις κάτι που είναι πυκνότερο από αέρας και σε στηρίζει. Aλλά και κάτι ακόμα· ομίχλη χωρίς λιμάνι είναι πράγμα αταίριαστο. 
H ομίχλη ήταν ακόμα πιο γλυκιά, όταν την ψιλοκεντούσε εκείνη η βροχή, η πολύ ψιλή βροχή του ουρανού μας. Aυτή που δε σε βρέχει, μα σε ποτίζει μονάχα και φυτρώνουν πιο λαμπερά τα μαλλιά σου την άλλη βδομάδα. Kαι τότε έπαιρναν νόημα τα φώτα και τα τραμ και τα κορναρίσματα. Aκόμα κι οι πολυκατοικίες γίνονταν ελκυστικές μες στην αχνάδα.
Kι ύστερα έφτανα στο καφενείο του λιμανιού, αυτό που από χρόνια είναι γκρεμισμένο, να ξαναβρώ την παρέα μου. Kι όταν δεν ήταν εκεί -και δεν ήταν ποτέ εκεί- καθόμουν ώρες και καρτερούσα. Πίσω απ' τα τζάμια διαβαίναν αράδα οι σκιές αυτών, που τώρα έχουν πεθάνει. Kολλούσαν το μούτρο τους για μια στιγμή στο θαμπό τζάμι κι άλλοι έμπαιναν μέσα, ενώ άλλοι τραβούσαν ανατολικά για τον Πύργο του Aίματος. Kι αν δε μου έγνεφε κανείς, έβγαινα κι ακολουθούσα μια σκιά, που ποτέ δεν μπορούσα να προφτάσω.
Δε θυμάμαι από πού ερχόταν εκείνη η ομίχλη· μάλλον κατέβαινε από ψηλά. Tώρα, πάντως, ξεκινάει βαθιά απ' τα όνειρα. Aυτά που χρόνια μένανε σκεπασμένα μ' ένα βαρύ καπάκι, που όμως πήρε απ' την πίεση για καλά να παραμερίζει.
Πέφτει πολλή ομίχλη, γίνομαι ένα μ' αυτήν, και ξεκινάω. Aκολουθώ άλλες σκιές ονοματίζοντάς τες. Περπατώ κοιτάζοντας το λιθόστρωτο. Aυτό σε πολλούς δρόμους και δρομάκια ακόμα διατηρείται. Δεν υπάρχει, βέβαια, ανάμεσα στις πέτρες το χορταράκι, που φύτρωνε τότε. Όλα έχουν γκρεμίσει ή ξεραθεί. Kανένας θάνατος δεν είναι καλός. Ω, και νά 'ταν αλήθεια, αυτό που λένε, πως θα τους ξαναβρούμε όλους…
Aκολουθώντας τις σκιές μπαίνω πάντα στον ίδιο δρόμο. Tα δέντρα και τα φυτά θεριεύουν μες στη μοναξιά και τη θολούρα. Γίνονται σαν κάστρα τεράστια. Φτάνω στο αγέρωχο σπίτι το τυλιγμένο με κισσούς και φυλλώματα. Παρόλο που οι σκιές κοντοστέκονται και σα να μου γνέφουν, εγώ δεν πλησιάζω καν στην Πορτάρα. Θαρρώ πως μόνο αγαπημένο πρόσωπο θα με πείσει κάποτε να την περάσω.
Φεύγω και ξαναχάνομαι μέσα στα τραμ, τα φώτα και την κίνηση. O νους μου είναι κολλημένος στην ομίχλη και σ' όλα όσα είδα μέσα σ' αυτήν. Προσπαθώντας να ξεχαστώ περπατώ πολύ τις ομιχλιασμένες νύχτες. Aισθάνομαι κάποια ανακούφιση με το βάδισμα. Tα μεγάλα βάσανα κατασταλάζουνε σιγά σιγά στο κορμί και διοχετεύονται απ' τα πόδια στο υγρό χώμα.

Γιώργος Ιωάννου, H Μόνη Κληρονομιά, Kέδρος 1982
Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού

Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2015

Πέτρος Κόκκαλης: «Πρέπει να πεθάνουμε συνεπείς με τον εαυτό μας και με τους αγώνες μας»



Γράφει η ofisofi // atexnos

«Ογκόλιθος της Ιατρικής και Χειρουργικής, με βαθιά επιστημονική γνώση, τόλμη και επιδεξιότητα…Ύπαρξη με φλέβα επαναστατική, ανήσυχη, με μυαλό οξύτατο…καρδιά παλλόμενη στο ρυθμό του ανθρώπινου πόνου, κολόνα αξιοπρέπειας και ύψιστου πατριωτισμού…Η θεράπουσα αγκαλιά των φτωχών και καταφρονεμένων…δόσιμο ολοκληρωτικό…συγκαταλέγεται ανάμεσα στους ανθρώπους εκείνους που ορθώθηκαν να εμποδίσουν την καταστροφή, που αυτοεπιστρατεύτηκαν  για να προοδεύσει ο κόσμος προς την ειρήνη και την ευτυχία…»


Ο καθηγητής Πέτρος Σ. Κόκκαλης (σκίτσο Δ. Μεγαλίδη)
Ο Πέτρος Κόκκαλης γεννήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου του 1896. Προσωπικότητα χαρισματική και ιδιαίτερα ιδιοφυής . Πέρασε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας σε ηλικία 15 ετών και συνέχισε να σπουδάζει στο εξωτερικό στα Πανεπιστήμια του Βερολίνου , της Βέρνης και της Ζυρίχης δίπλα σε κορυφαίους επιστήμονες της ιατρικής διαφόρων ειδικοτήτων. Σε νεαρή ηλικία ανακηρύχθηκε διδάκτορας της Ιατρικής με ακόμη πιο σημαντική διάκριση το διορισμό του ως Αναπληρωτή Διευθυντή του Χειρουργικού Ακτινολογικού Τμήματος του Νοσοκομείου του Ζόλινγκεν Βησθεδά στο Μόναχο, επιλογή ιδιαίτερα σημαντική για έναν γιατρό που δεν ήταν Γερμανός.

Έζησε στο εξωτερικό 15 χρόνια και διδάχτηκε πρωτοποριακές θεραπείες από τις μεγαλύτερες διασημότητες της Χειρουργικής στην Ευρώπη. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα εφάρμοσε αυτές τις θεραπείες και έβαλε τα θεμέλια της θωρακοχειρουργικής. Η επιστημονική του εξέλιξη ήταν ανοδική και σύντομα αναδείχθηκε σε κορυφαίο χειρουργό.

«Ο Κόκκαλης ήταν χαρισματικός, ήταν ο ζωγράφος με το νυστέρι, ο χειρουργός με τα έξυπνα χέρια».

Ο Πέτρος Κόκκαλης όμως δεν ήταν ένας απλά επιδέξιος χειρουργός, ήταν ο Γιατρός με την αληθινή σημασία της λέξης γιαυτό και όλη του η ζωή και το έργο του ήταν αφιερωμένα στον άνθρωπο.

Το γεγονός που έφερε στην επιφάνεια τα ανθρωπιστικά του αισθήματα και ανέδειξε τον «εσωτερικό» Κόκκαλη ήταν ο πόλεμος του 1940. Αν και τοποθετημένος στα 2ο και 9ο Στρατιωτικά Νοσοκομεία της Αθήνας , στα οποία δούλευε εντατικά, πίστευε ότι δεν προσφέρει τις μέγιστες υπηρεσίες. Εγκατέλειψε τη θέση του, την ασφάλειά του και την οικογένειά του ( το 1937 είχε παντρευτεί τη Νίκη, τη γραμματέα του και είχαν αποκτήσει το πρώτο τους παιδί , το Σωκράτη, το 1939)και κατατάσσεται εθελοντής στην πρώτη γραμμή, στην εμπόλεμη ζώνη, μέσα στο χειμώνα.

Στα Γιάννενα, στην Υγειονομική Υπηρεσία Βάσεως Ηπείρου αρχίζει να κτίζει τις βάσεις της μετέπειτα αγωνιστικής του διαδρομής καθώς επιθυμεί να υπηρετήσει την πατρίδα και το λαό της.

Ως Έφεδρος Αρχίατρος επισκέπτεται όλα τα νοσοκομεία και κάνει παρατηρήσεις για τη λειτουργία τους και την υποδομή τους. Με την ιδιότητα του Τεχνικού Συμβούλου του Αρχίατρου Επαμεινώνδα Γκινάκα παρακολουθεί τα χειρουργικά τμήματα και συγχρόνως χειρουργεί.

Οι παρατηρήσεις του και οι καταγραφές των ελλείψεων στα πεδινά και ορεινά χειρουργεία έχουν ως αποτέλεσμα την αναδιοργάνωση της Υγειονομικής Υπηρεσίας  Βάσεως Ηπείρου και τη βελτίωση του συστήματος διακομιδής και νοσηλείας των πολεμιστών αναδεικνύοντας συγχρόνως τις οργανωτικές ικανότητες του.
Νοσοκομείο του ΕΛΑΣ (Μεγάλο Χωριό Ευρυτανίας, 1943 -1944)
Ο Κόκκαλης χειρουργεί ασταμάτητα και αυτό του δίνει τη δυνατότητα να παρατηρήσει ότι τα περισσότερα περιστατικά αφορούν παγόπληκτους και όχι τραυματίες. Έτσι προτείνει τη λήψη και εφαρμογή άμεσων μέτρων για την αντιμετώπιση του προβλήματος των κρυοπαγημάτων. Ένα από αυτά ήταν η χρήση διαλύματος νοβοκαΐνης με εμποτισμό για τη θεραπεία των κρυοπαγημάτων και αυτός ήταν ο πλέον έμπειρος και ικανός χειρουργός για να την εφαρμόσει.

Με τη συνθηκολόγηση και την επικράτηση των Γερμανών επιστρέφει στην Αθήνα, στον Ευαγγελισμό και στο Αρεταίειο όπου και συνεχίζει το ιατρικό και επιστημονικό του έργο.

Ο Κόκκαλης είναι ανάμεσα σε εκείνους τους πανεπιστημιακούς που αρνήθηκαν να υποταχθούν στους Γερμανούς και έτσι εκδιώχθηκε μαζί μα άλλους από τις κλινικές του. Ο τύπος έγραψε ότι απολύθηκε « δι’ άρνησιν υπηρεσίας».

Αν και απολυμένος συνεχίζει να δουλεύει στην Κλινική των Αγίων Αναργύρων. Ο αλτρουισμός του τον οδηγεί στην προσφορά ανιδιοτελούς βοήθειας στους φτωχούς συνανθρώπους του. Η βοήθεια αυτήν τον φέρνει σε επαφή με την Εθνική Αλληλεγγύη και αργότερα με το ΕΑΜ , επειδή οι οργανώσεις αυτές του έστελναν τραυματίες από βασανιστήρια, παράνομους αντιστασιακούς, άπορους και άρρωστους.. Ο Κόκκαλης συνεργάστηκε αρχικά και αργότερα συνδέθηκε με το ΕΑΜ συνειδητά, γιατί πίστευε ότι συνεργαζόμενοι μπορούν να σώσουν το λαό από τους κατακτητές.

«Τον Κόκκαλη για να τον βοηθήσεις έπρεπε να σκέφτεσαι το λαό. Αυτός έζησε για τον κόσμο. Ο Κόκκαλης ήταν πατριώτης, με μια λέξη υπέρ – πατριώτης. Αυτό! Δεν χωράει άλλη λέξη και ευτύχησε να εξυπηρετήσει τον κόσμο. Ο λαός ήξερε ότι υπήρχε ένας μεγάλος επιστήμονας που ενδιαφερόταν για αυτόν, γι’ αυτό και εκυνηγήθη αργότερα. Αυτό και τίποτε άλλο. Έπαιρνε λεφτά μόνον απ’ τους πλούσιους και τα έδινε στην Εθνική Αλληλεγγύη . Αυτό το ξέραμε όλοι, ότι τα λεφτά αυτά δεν τα κρατούσε για τον ίδιο αλλά τα κρατούσε για τις ανάγκες του αγώνος, για την περίθαλψη των τραυματιών και των αρρώστων…»

Ο λόγος του ήταν απλός αλλά και δυνατός. Καθήλωνε τους φοιτητές στις παραδόσεις των μαθημάτων του (  δίδασκε στο Αρεταίειο) και τους ξεσήκωνε εναντίον των κατακτητών μυώντας τους στην Αντίσταση.

«Για την ωραία στάση των φοιτητών δεν θα είχα  παρά να δώσω κι εγώ άπειρα παραδείγματα για την άφθαστη τόλμη τους και τον ηρωισμό τους στις κρίσιμες στιγμές. Αλλά πια η στάση της μεγάλης πλειοψηφίας των καθηγητών; Και αφού διατυπώνω τέτοια κατηγορία  και μάλιστα εναντίον συναδέλφων μου είμαι υποχρεωμένος να την δικαιολογήσω. Και πρώτα – πρώτα πρέπει να κάνω τη διασαφήνιση ότι η κατηγορία αυτή δεν έχει να κάνει με την επιστημονική ικανότητα που έχουν ή δεν έχουν οι καθηγηταί του Πανεπιστημίου και οι Ακαδημαϊκοί μας. Αυτό είναι άλλο ζήτημα, που, αν θέλαμε να το εξετάσουμε με τη στενή ακαδημαϊκή άποψη, θα πηγαίναμε πολύ μακριά.

Αλλά τι αξία έχει η εξέταση της επιστημονικής παραγωγής, όταν έχουμε σοβαρές επιφυλάξεις για τις ηθικές αξίες των εργατών της;

[…] τι πίστη μπορούμε να δείξουμε στην επιστημονική παραγωγή ανθρώπων που στις κρισιμότερες στιγμές του έθνους δε σκέφτηκαν τίποτε άλλο, παρά πώς να φερθούν με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη κοσμιότητα, για να μη χάσουν τη θέση τους και να μην υποστούν την παραμικρή ενόχληση ή ταλαιπωρία;[…] Πρόκειται για μια ανήκουστη ηθική πώρωση μιας μεγάλης μερίδας  των πνευματικών ηγετών , που αρχίζει από την εποχή της 4ης Αυγούστου και φτάνει στο αποκορύφωμά της στις σημερινές μέρες της μαύρης δουλείας»


Αυτά έλεγε ασκώντας κριτική στην πλειοψηφία των πανεπιστημιακών για τη στάση τους στην Κατοχή.
Αντίγραφο της μεγάλης αφίσας από τοίχο της Αθήνας του 1944 (Αρχείο Ιδρύματος Κόκκαλη)
Ο ίδιος αναζητούσε τον κατάλληλο χώρο για να ενταχθεί στην Αντίσταση και αρχικά συμμετείχε στη Σοσιαλιστική Ένωση. Δεν ήταν άνθρωπος που τον ενδιέφερε η πολιτική . Επειδή όμως μαζί με άλλους πανεπιστημιακούς δεν υποτάχθηκαν στους Γερμανούς, επικηρύχθηκαν και αναγκάστηκαν να βγουν στο βουνό. Δεν ήταν αριστερός. Ήταν όμως αντιφασίστας. Τα βιώματά του τον έσπρωξαν στο αριστερό κίνημα γιατί πίστευε ότι δεν είναι αρκετό να είναι κανείς κατά του φασισμού, αλλά έπρεπε έμπρακτα να παλεύει εναντίον του εντασσόμενος σ’ ένα μάχιμο κόμμα.

Επέλεξε να συνεργαστεί με το ΕΑΜ γιατί ήταν η πιο μαζική αντιστασιακή οργάνωση , η πιο μαχητική και πειθαρχημένη που γνώριζε πολύ καλά τους κανόνες της συνωμοτικής δράσης. Επιπλέον το εμπιστευόταν εξ αιτίας της προηγούμενης συνεργασίας  τόσο με την Εθνική Αλληλεγγύη όσο και με το ΕΑΜ.

Αν τα θεμέλια της αγωνιστικής του πορείας τέθηκαν με την εθελοντική του δράση στην πρώτη γραμμή στον πόλεμο του 1940, η εκτίναξη έγινε την άνοιξη του 1944 όταν βγήκε στο βουνό και αποδέχτηκε την πρόταση συμμετοχής του στην Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης ( ΠΕΕΑ). Ήταν μια πράξη μεγάλης σπουδαιότητας και αξίας γιατί με αυτό τον τρόπο συμπαρατασσόταν ολοκληρωτικά με τον αγωνιζόμενο λαό, στον οποίο η απόφασή του προκάλεσε μεγάλο ενθουσιασμό. Έγινε όνομα θρύλος.

Από την άλλη μεριά όμως εξέπληξε τους ανθρώπους της τάξης του στην Αθήνα και προκάλεσε τους Γερμανούς οι οποίοι συνέλαβαν τον πατέρα του και ουσιαστικά τον οδήγησαν στο θάνατο με τις ταλαιπωρίες που τον υπέβαλαν.

«Όταν έφυγε από την Αθήνα εγκατέλειψε μια τεράστια πελατεία . Συναναστρέφετο την υψηλή κοινωνία των λογίων και προσκαλείτο στα μεγάλα σαλόνια των Αθηνών. Αφού χειρούργησε το Γεώργιο Βλάχο, στο γραφείο του οποίου ανέβαιναν και έπεφταν κυβερνήσεις. Θα μπορούσε να ήταν στο Κάιρο σαν περιζήτητος στην Μ. Ανατολή και να ζει πλουσιοπάροχα. Αυτός όμως αποφάσισε ότι η θέση του ήταν στη μαχόμενη Ελλάδα, ανεξάρτητα από την επικρατούσα αβεβαιότητα. Αναρωτιέμαι αν κανείς κατάλαβε την προσφορά αυτού του ανθρώπου. Εκείνος πίστευε ότι, όταν η Πατρίδα είναι σκλάβα, δε δικαιούσαι να ευημερείς. Πίστη με έργα, με πράξη και όχι με μεγάλες κουβέντες.»

Στο βουνό συμμετείχε στο διευρυμένο σχήμα της ΠΕΕΑ ως Γραμματέας Κοινωνικής Πρόνοιας και στη συνέχεια αναπληρώνοντας τη θέση του Αλέξανδρου Σβώλου ανέλαβε και τη Γραμματεία της Παιδείας και Θρησκευμάτων.

Εκλέχτηκε Εθνοσύμβουλος των Αθηνών στις εκλογές για την ανάδειξη Εθνικού Συμβουλίου και μίλησε στην Α’ Σύνοδο του Εθνικού Συμβουλίου στις Κορυσχάδες στις 14 Μαΐου 1944 με την διπλή ιδιότητα του Γραμματέα ΚοινωνικήςΠρόνοιας και της Παιδείας και Θρησκευμάτων.


Το έργο του Πέτρου Κόκκαλη σε αυτούς τους δύο τομείς υπήρξε εξαιρετικό και πολύ σημαντικό.
Ο Π.Κόκκαλης στο βήμα του Εθνικού Συμβουλίου στις Κορυσχάδες (23 Μαΐου 1944)
Στον τομέα της Υγείας και Πρόνοιας ανέλαβε ως γραμματέας την γενικότερη οργάνωση και εποπτεία της Υγειονομικής Υπηρεσίας στις περιοχές της Ελεύθερης Ελλάδας. Συνεργάστηκε με την αρμόδια υπηρεσία των ανταρτών και φρόντισε για τη δημιουργία φαρμακείων και αποθηκών με χειρουργικό και νοσηλευτικό υλικό το οποίο εφοδιάζονταν από τις πόλεις, τις εγκαταστάσεις των κατακτητών που καταλάμβαναν οι αντάρτες, από τους Έλληνες της διασποράς και από την μικρή βοήθεια που έδιναν οι σύμμαχοι. Ανοίχτηκαν παντού ιατρεία και δημιουργήθηκαν νέα νοσοκομεία που εξυπηρετούσαν όχι μόνο τους τραυματισμένους μαχητές αλλά και τον ντόπιο πληθυσμό , ο οποίος για πρώτη φορά έμαθε τι σημαίνει ιατρική και φαρμακευτική περίθαλψη.

Ως προς τον επισιτισμό και τη στέγαση πήρε την απόφαση μαζί με τους άλλους γραμματείς να γίνεται συνεχής έρανος αλληλεγγύης. Επιπλέον  ενδιαφέρθηκε για την ενίσχυση και επέκταση των παιδικών συσσιτίων. Ο ίδιος εισηγήθηκε στην ΠΕΕΑ και πέτυχε την έγκριση αποστολής έκτακτης βοήθειας με ομόλογα αξίας 150.000 οκάδων σιτάρι στον πληθυσμό του Καρπενησίου. Αξιοσημείωτη ήταν η φροντίδα του για την προμήθεια δυσεύρετων οικοδομικών υλικών σε μια προσπάθεια να εξασφαλιστεί στέγη για τους πυρόπληκτους και βοήθησε  να δοθεί λύση σε κάθε πρόβλημα που συνδεόταν με τις αρμοδιότητές του.

Πολύ σπουδαία ήταν η προσφορά και στον τομέα της Παιδείας και των Θρησκευμάτων. Αρχικά κάλεσε σε σύσκεψη τους Κώστα Σωτηρίου, Μιχάλη Παπαμαύρου και Ρόζα Ιμβριώτη μαζί με 5-6 δασκάλους και κήρυξε τη Μάχη των Σχολείων. Στη συνέχεια εισηγήθηκε και πέτυχε την έγκριση της ίδρυσης δύο Φροντιστηρίων Εκπαίδευσης νέων δασκάλων, ένα στο Καρπενήσι και ένα στην Τύρνα της Θεσσαλίας. Παράλληλα τακτοποίησε το θέμα της τροφοδοσίας των Φροντιστηρίων και του εκπαιδευτικού προσωπικού.

Στις 20 Ιουλίου συγκάλεσε στο χωριό Λάσπη Παιδαγωγικό Συνέδριο . Συμμετείχαν 100 αντιπρόσωποι οι οποίοι συζήτησαν την άμεση λύση των εκπαιδευτικών προβλημάτων.

Με δική του πρωτοβουλία συντάχθηκε ένα νέο πρόχειρο αναγνωστικό εμπνευσμένο από τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα και κατόπιν εκδόθηκαν δύο αναγνωστικά, το ένα για την Γ’και Δ’ Δημοτικού από το Φροντιστήριο της Τύρνας και το άλλο για την Ε΄ και ΣΤ΄ από το Φροντιστήριο Καρπενησίου. Εκτός από τις σχολικές δραστηριότητες οργανώθηκε και ένα πρόγραμμα με εξωσχολικές δραστηριότητες υψηλού επιπέδου.

«Ελάτε να πλάσουμε έναν λαό!» ήταν το κεντρικό σύνθημα όλων των προσπαθειών.


Εκτός από τους τομείς Υγείας και Παιδείας στις αρμοδιότητες του Πέτρου Κόκκαλη υπαγόταν και ο τομέας της Αρχαιολογίας. Μέσα στην κατοχή και στον αντιστασιακό αγώνα ο καθηγητής Δημήτρης Πάλλας τού υπέβαλε ένα υπόμνημα με προτάσεις για τη διάσωση και προστασία των αρχαιολογικών και ιστορικών μνημείων διότι ήταν και αυτός ένας τρόπος να σώσουν την πατρίδα από την καταστροφή.
Το εξώφυλλο του αναγνωστικού Ελεύθερη Ελλάδα (Αρχείο Ιδρύματος Κόκκαλη)
Ο Κόκκαλης δεν ασχολείτο με τα πολιτικά και στρατιωτικά ζητήματα, δεν έπαιρνε μέρος στις πολιτικές διαπραγματεύσεις , δεν είχε ιδιαίτερες πολιτικές επαφές και συναντήσεις. Αυτό δεν τον εμπόδιζε όμως να διατυπώνει την άποψή του σχετικά με τον σχηματισμό Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας και το πολιτειακό. Έτσι ενώ συμφωνούσε με τις προσπάθειες της ΠΕΕΑ εξέφρασε ταυτόχρονα  και τη δυσπιστία του στις προθέσεις της άλλης πλευράς και διατύπωσε έντονα την οργή του όταν οι Άγγλοι επέβαλαν ως πρωθυπουργό τον Γεώργιο Παπανδρέου.

Δεν ήταν μέλος του ΚΚΕ και δημιουργείται το ερώτημα τι τον έσπρωξε να βγει στο βουνό , τι τον οδήγησε να συμπαραταχθεί με το ΚΚΕ.

Η στάση του για πολλούς ήταν ανεξήγητη εξ αιτίας της κοινωνικής του θέσης και της επιστημονικής του ιδιότητας. Κάποιοι του απέδωσαν μικροφιλόδοξα κίνητρα. Το κίνητρο όμως για τον Κόκκαλη ήταν μόνο η βαθιά του αγάπη για την πατρίδα και το λαό. Σε αυτό το λαό που μαχόταν και μάτωνε η συμμετοχή του Κόκκαλη στον αγώνα προκαλούσε συγκίνηση και ενθουσιασμό, γι΄αυτό αγαπήθηκε και εκτιμήθηκε όχι μόνο για το τεράστιο σε σημασία και προσφορά έργο του αλλά και για την τιμιότητα του, την αξιοπρεπή στάση του, την απλότητα και το ενδιαφέρον του να φροντίζει τους απλούς ανθρώπους.

Το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ με πρόταση του Γιάννη  Ιωαννίδη και του Πέτρου Ρούσσου τον αναγνώρισε «αριστίνδην» μέλος του χωρίς να το ανακοινώσει δημόσια.

Ο Κόκκαλης  έδειξε το δρόμο που πρέπει να βαδίζει ο κάθε επιστήμονας και ο κάθε άνθρωπος όταν η υπεράσπιση του λαϊκού συμφέροντος κρίνεται αναγκαία και το συλλογικό καλό υψώνεται ακόμα και πάνω από την ίδια τη ζωή του καθένα.

«Όταν ξεκίνησα για τον αγώνα, ήρθα με μια πίστη απόλυτη. Με την ως τώρα συνεργασία μου η πίστη αυτή πολλαπλασιάστηκε. Ο απελευθερωτικός αγώνας μού έδωσε την ευκαιρία να εκδηλωθώ κοντά στα λαϊκά αιτήματα και από μένα τίποτα δε θα προκύψει ποτέ που να μειώνει τον αγώνα που κάνει ο λαός»

Τον Οκτώβρη του 1944 φεύγει για την Αθήνα. Με την απελευθέρωση, μαζί με άλλους αντιστασιακούς καθηγητές, παρουσιάζονται στο Πανεπιστήμιο και γίνονται δεκτοί με μεγάλο ενθουσιασμό από τους φοιτητές.

«Προς Θεού, καμιά επανάπαυση. Ο αγώνας δεν τελείωσε, ο αγώνας τώρα αρχίζει και θα είναι πολύ σκληρότερος απ’ ό,τι ήταν  έως σήμερα» είπε ο Κόκκαλης μιλώντας στους φοιτητές.

Ο Πέτρος Κόκκαλης επανήλθε στα ιατρικά του καθήκοντα αρχίζοντας να χειρουργεί στη Β΄Χειρουργική Κλινική του Αρεταίειου.

Στα Δεκεμβριανά- 16 με 17 Δεκέμβρη-  πήρε την οικογένειά του και πήγε στη Θήβα όπου έμεινε ένα μήνα. Με το τέλος των Δεκεμβριανών επέστρεψε στην Αθήνα. Το σπίτι του και το ιατρείο του είχαν λεηλατηθεί. Μπαίνει στο στόχαστρο και μια νέα περίοδος αρχίζει για τη ζωή του.
Ο Π. Κόκκαλης με την οικογένειά του στο Βελιγράδι (1947)
Η Γενική Συνέλευση των καθηγητών του Πανεπιστημίου της Αθήνας ( 13 Ιανουαρίου 1945) και η 19η Συνεδρία της Συγκλήτου (6 Μαρτίου 1945) εκφράζουν την έκπληξή τους και την αποδοκιμασία τους για τη συμμετοχή του Κόκκαλη και άλλων τριών καθηγητών « στο εθνοκτόνον κίνημα γενόμενοι αποστάτες της εθνικής ιδέας». Η διαθεσιμότητα έρχεται ως ανταμοιβή από το Υπουργείο Παιδείας. Η Σύγκλητος όμως δεν ικανοποιείται και απαιτεί την απόλυσή τους με ειδική διαμαρτυρία για τον Κόκκαλη , επειδή εξακολουθούσε να χειρουργεί στο Αρεταίειο αν και σε διαθεσιμότητα. Ο Υπουργός έκανε δεκτό το αίτημά τους να σταματήσει να χειρουργεί ο Κόκκαλης.

Πικραμένος ο Κόκκαλης είπε στο Α΄Συνέδριο της ΕΠΟΝ τον Ιανουάριο του 1946:

«Χαιρετίζω κι εγώ το Α΄Δημοκρατικό Αντιφασιστικό Συνέδριο με μεγάλη συγκίνηση. Θα με ρωτήσετε εκ μέρους τίνος; Πραγματικά στην ερώτηση αυτή βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη θέση. Γιατί, όπως γνωρίζετε, το άθλιο μεταδεκεμβριανό κράτος με έβαλε στο περιθώριο. Αλλά επειδή θεωρώ τον εαυτό μου αρκετά νέο για να είμαι συνταξιούχος και αρκετά γέρο για να είμαι ΕΠΟΝίτης, θα μου επιτρέψετε να χρησιμοποιήσω τον ωραιότερο τίτλο της ζωής μου, το ότι κι εγώ έλαβα μέρος στο κίνημα της Εθνικής Αντίστασης μαζί με άλλες εκατοντάδες χιλιάδες Ελλήνων…Και αφού χρησιμοποιώ τον ωραίο αυτό τίτλο, δεν μπορώ παρά να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου προς τα νιάτα που πρωτοπόρα δημιούργησαν το κίνημα της Εθνικής Αντίστασης.»

Πολλά είναι τα ζητήματα που τον ευαισθητοποιούν και τον κινητοποιούν αυτή την εποχή (1945) . Από τα πιο σημαντικά η κατάσταση των τραυματιών του ΕΛΑΣ στο Λαϊκό Νοσοκομείο για την οποία παίρνει διάφορες πρωτοβουλίες  χωρίς όμως να πραγματοποιηθούν ποτέ εξ αιτίας της τρομοκρατίας και των διώξεων.

Ο Κόκκαλης συμμετείχε επίσης στην Επιτροπή Πρωτοβουλίας , η οποία κάλεσε 59 επιστήμονες από όλους τους κλάδους και ίδρυσαν Επιστημονική Εταιρεία με την επωνυμία «ΕΠΙΣΤΗΜΗ – ΑΝΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ»(ΕΠ – ΑΝ ). Ο σκοπός της ήταν να συγκεντρωθούν οι προοδευτικοί επιστήμονες και να συντονίσουν την ανοικοδόμηση της χώρας , ώστε η επιστήμη να γίνει λαϊκό απόκτημα και όχι να παραμείνει κοινωνικό προνόμιο. Ο ίδιος ορίστηκε Αντιπρόεδρος του Προσωρινού Διοικητικού Συμβουλίου. Η ΕΠ – ΑΝ είχε μεγάλη απήχηση στον επιστημονικό κόσμο και τα μέλη της δούλευαν με ζήλο και σοβαρότητα για να βάλουν τι σωστές βάσεις της οικονομίας, της υγείας, της παιδείας και της κοινωνικής πρόνοιας . Οι προσπάθειες αυτές δεν καρποφόρησαν διότι η Επιτροπή Ασφαλείας διέλυσε την ΕΠ – ΑΝ ως

«επικίνδυνη εις την δημόσιαν ασφάλειαν».

Στο μεταξύ η τρομοκρατία εντεινόταν με συλλήψεις και δολοφονίες. Όλα αυτά σε συνδυασμό με τις επιθέσεις εναντίον του, τις οικονομικές δυσχέρειες και την πολλή δουλειά επηρέασαν την υγεία του και του προκάλεσαν οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. Ο δυνατός οργανισμός του τον βοήθησε να επιζήσει . Είναι χαρακτηριστικό του κλίματος της εποχής και της συμπεριφοράς των συναδέλφων του το γεγονός ότι κανείς δεν τον επισκέφθηκε, όταν αρρώστησε, εκτός ελαχίστων.

Μετά το δεύτερο έμφραγμα έγραψε:


«Στη ζωή μου έκανα πολλά πράγματα. Και καλά και κακά. Δεν έχει σημασία που μας παίνεσαν για τα κακά και μας κατηγόρησαν για τα καλά…»
Ο Π.Κ με τον Γαβρίλο Παπαδόπουλο και τη φρουρά του καταυλισμού. Περιοχή Πρέσπας, Λημέρι 18 του ΔΣΕ.
Με το Βασιλικό Διάταγμα « Περί εξυγιάνσεως των δημοσίων υπηρεσιών» ( 11 Οκτωβρίου 1946) απολύθηκαν 17 καθηγητές από τα Πανεπιστήμια Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Ανάμεσα τους και ο Κόκκαλης.

Η κατάσταση έγινε δραματική. Το Δεκέμβριο του 1946 υπέβαλε αίτηση για άδεια εξόδου από τη χώρα προκειμένου να αντιμετωπίσει τα σοβαρά προβλήματα της υγείας του. Πεντέμισι μήνες αργότερα και μετά από διαμαρτυρίες, ενέργειες και μεσολαβήσεις δόθηκε η άδεια του ταξιδιού.

Ένα πρωινό, χωρίς καμία οικονομική ευχέρεια, ταξίδεψε με το πλοίο «Κορινθία» για τη Μασσαλία και από εκεί για το Παρίσι.

Στο Παρίσι συναντήθηκε με τον Μιλτιάδη Πορφυρογένη με τον οποίο συζήτησαν προσωπικά και γενικά θέματα. Ο Πορφυρογένης μάλιστα φρόντισε να πάει σε ειδικό θεραπευτήριο στην Ελβετία καθώς είχε υποτροπιάσει η φυματίωσή του.

Μετακινιόταν συνεχώς από σπίτι σε σπίτι και από πόλη σε πόλη, γεγονός που τον στεναχωρούσε. Από την άλλη σκεφτόταν την οικογένειά του και ένιωθε μοναξιά και απελπισία για τα όσα γίνονταν στην Ελλάδα.

Μετά από διαδικασίες έφυγε και η οικογένειά του από την Ελλάδα για την Ελβετία. Στη Ζυρίχη συναντήθηκε όλη η οικογένεια. Το καλοκαίρι του 1947 η οικογένεια Κόκκαλη δεν μπορούσε να επιστρέψει στην Ελλάδα , δεν μπορούσε να παραμείνει στη Ζυρίχη. Η μόνη δυνατότητα ήταν η Γιουγκοσλαβία, όπου και ταξίδεψαν μέσω Πράγας, το Σεπτέμβριο του 1947. Έμειναν στο Βελιγράδι μέχρι το τέλος του χρόνου, που σχηματίστηκε η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση( 23 Δεκεμβρίου 1947).

Στην ΠΔΚ ο καθηγητής Πέτρος Κόκκαλης ανέλαβε πάλι τα Υπουργεία Υγείας – Κοινωνικής Πρόνοιας και Παιδείας.

«Είμαι ευχαριστημένος γιατί μου έλαχε να υπηρετήσω πάλι τον Ελληνικό λαό, την πατρίδα μας, την υπόθεση της πανανθρώπινης λευτεριάς»

Ο Κόκκαλης παρέμεινε στην ίδια θέση και μετά τον ανασχηματισμό της ΠΔΚ το Γενάρη του 1949. Ο ίδιος δεν συμμετείχε καθόλου στις πολιτικές και στρατιωτικές αποφάσεις. Δεν ήταν στην ΚΕ του ΚΚΕ ούτε και στο Γενικό Αρχηγείο.

«Αφήστε με εμένα εδώ που είμαι και θα προσφέρω από τη θέση μου περισσότερα»

Έφυγε από το Βελιγράδι για να περάσει στο ΔΣΕ στις 19 του Γενάρη του 1948. Δίπλα στη Μεγάλη Πρέσπα απ’ την πλευρά της Γιουγκοσλαβίας διαβάζει και μαθαίνει ρωσικά, όσο καιρό μένει εκεί.

«Διαβάζω όλη την ημέρα. Το χιόνι όλο και στρώνεται πιο πολύ. Η μοναξιά μεγαλώνει. Ο κόσμος μεγαλώνει και τόσο αισθάνεται κανένας τον εαυτό του να μικραίνει, σα να πάει να χαθεί. Οι άνθρωποι έπαυσαν πια να συζητούν. Όλα γίνονται σε τόνο άγριας πολεμικής. Περίοδος θανάσιμης «ειρήνης» είτε στα χαρακώματα σε σύγκρουση, είτε στις στήλες φιλολογικών εφημερίδων και περιοδικών , πόλεμος με την ίδια λύσσα διεξάγεται. Στον ένα τρέχει αίμα στον άλλο μελάνι. Ωστόσο η διαφορά δεν είναι τόσο μεγάλη…Καλό κάνει να διαβάζει κανένας και κανένα βιβλίο από τον κόσμο που καταρρέει για να ανανεώνει την πίστη του σε εκείνο που δημιουργείται και έρχεται.»
Θάλαμοι στο νοσοκομείο του Γράμμου (1948)
Στην Ελλάδα περνάει στις 29 Ιανουαρίου. Μετά από πολύωρη και δύσκολη διαδρομή έφτασε στην έδρα του Γενικού Αρχηγείου και της ΠΔΚ. Εκεί αφού συνάντησε τον Βαφειάδη και τον Ζαχαριάδη ανέλαβε τα καθήκοντά του.

Η αξιοποίηση της γνώσης του και της εμπειρίας του καθώς και η οργάνωση μιας κεντρικής, καθολικής υγειονομικής υπηρεσίας ήταν εξαιρετικά δύσκολη έως και αδύνατη.

Η πρώτη του ενέργεια ήταν τα δέκα κρεβάτια στο «Νοσοκομείο» του Τριγώνου. Ένα νοσοκομείο χωρίς γιατρό και σχεδόν χωρίς φάρμακα. Μετά οργανώθηκε ένα μεγαλύτερο νοσοκομείο στο χωριό Ψαράδες της Πρέσπας.

Τα κατεπείγοντα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ήταν δύο:

α) το ιατροφαρμακευτικό υλικό, τα χειρουργικά εργαλεία κ.α

β) την προώθηση των βαριά τραυματισμένων και άρρωστων  μαχητών και κατοίκων στις γειτονικές χώρες.

Ιατροφαρμακευτικό υλικό έστελναν οι Λαϊκές Δημοκρατίες , οι Ερυθροί Σταυροί τους και οργανώσεις αλληλεγγύης από τη Δύση. Η προώθηση των τραυματιών και αρρώστων γινόταν προς την Αλβανία, τη Γιουγκοσλαβία και λιγότερο προς τη Βουλγαρία. Όλα αυτά τα τακτοποιούσε σε συνεργασία με το Γενικό Αρχηγείο και με την κομματική ηγεσία.

Ήταν ο πρώτος που άρχισε να κάνει μαθήματα χειρουργικής σε ορισμένους γιατρούς άλλων ειδικοτήτων μέχρι να οργανωθεί ειδική σχολή.

Στην περιοχή της Δυτ. Μακεδονίας, στο Γράμμο, στο Βίτσι και στην Πρέσπα δημιουργήθηκαν ολοκληρωμένες υγειονομικές εγκαταστάσεις με γιατρούς, νοσοκόμες και διάφορες άλλες υπηρεσίες.

Τρεις ήταν οι κεντρικές μονάδες που βρίσκονταν κάτω απ’ την ευθύνη και την εποπτεία του Υπουργού Υγείας Πέτρου Κόκκαλη:

α) Το Γενικό Νοσοκομείο του Γράμμου ( 1948 )

β) Το Νοσοκομείο στο Βροντερό Πρέσπας και τη σπηλιά του Βροντερού

( 1948 -1949 )

γ) Το Υγειονομικό Συγκρότημα κοντά στο χωριό Κώττας.

Επισκεπτόταν πολύ συχνά τα χειρουργεία, βοηθούσε με την πείρα του και εξέφραζε τη χαρά και τα συγχαρητήρια του. Αυτά τα χειρουργεία δέχτηκαν και τους τραυματίες από την πιο φονική μάχη του ΔΣΕ, τη μάχη της Φλώρινας ( 13 – 14 Φλεβάρη 1949). Ο Κόκκαλης μαζί με μερικούς άλλους γιατρούς προωθήθηκαν στην πρώτη γραμμή και έστησαν το χειρουργείο τους στο σχολείο του Πισοδερίου.

Συχνά επισκεπτόταν και τα νοσοκομεία που είχαν δημιουργήσει μερικές Λαϊκές Δημοκρατίες για τους βαριά τραυματίες και ασθενείς του ΔΣΕ

( νοσοκομείο 250 στην Πολωνία, νοσοκομεία Ελμπασάν, Τιράνων και Κορυτσάς).


Ο Πέτρος Κόκκαλης  ήταν υπεύθυνος και για την Παιδεία. Τα σχολεία όμως δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν στις περιοχές που μαίνονταν οι μάχες και οι βομβαρδισμοί. Πιο σημαντικό ζήτημα όμως από τη λειτουργία των σχολείων ήταν η ζωή των παιδιών και η απομάκρυνσή τους από τις περιοχές των συγκρούσεων. Η ΠΔΚ απευθύνθηκε στις κυβερνήσεις των γειτονικών χωρών για παροχή φιλοξενίας και αυτές αποφάσισαν να δεχθούν 12.000 παιδιά από τις παραμεθόριες περιοχές.
Τα παιδιά σηκώνουν τον Πέτρο Κόκκαλη στα χέρια στο σχολείο Βέλιχοφ της Τσεχοσλοβακίας
Στις 30 Απριλίου του 1948 συγκροτήθηκε η Επιτροπή « Βοήθεια στο Παιδί», η ΕΒΟΠ, με έδρα τη Βουδαπέστη και την άμεση εποπτεία του Κόκκαλη που ήταν ο επίσημος εκπρόσωπός της. Βοηθός του ο νευροχειρουργός Δημήτρης Φωτόπουλος.

Ο Κόκκαλης καθόρισε τις αρχές δράσης της ΕΒΟΠ:

«Ανάγκη να οργανωθεί η αποστολή των παιδιών, α) να δεχθούν οι γονείς, β) να οργανωθεί συλλογική διαβίωση των παιδιών κάτω από την καθοδήγηση νηπιαγωγών και δασκάλων που θα εξασφαλίσουν τη ζωή και τη διδασκαλία μέσα στα εθνικά πλαίσια, γ) χειρισμός ούτως ώστε να μη δημιουργηθούν παρεξηγήσεις για «εκσλαβισμό» των παιδιών».

Όταν ολοκληρώθηκε η μετακίνηση και η τακτοποίηση των παιδιών πραγματοποιήθηκε μια συνδιάσκεψη στην Πολωνία στην οποία συμμετείχαν όλοι οι φορείς των χωρών φιλοξενίας και στην οποία μίλησε ο Κόκκαλης ως κεντρικός ομιλητής:

«Η ιστορία των παιδιών είναι μια τραγική μαρτυρία της κατάστασης του Εμφυλίου που επικρατεί στην Ελλάδα. Μέσα στις άπειρες θυσίες του λαού είναι και η θυσία της μάνας, που, για να σώσει το παιδί της από τις δολοφονικές επιδρομές, δέχτηκε να τα αποχωριστεί. Η θυσία αυτή είναι μεγάλη. Τα παιδιά που βρίσκονται στις Λαϊκές Δημοκρατίες είναι σχεδόν στην ολότητα παιδιά αγροτών, ανθρώπων που είναι δεμένοι με το χωριό τους. Αυτοί ξέρουν τι θα πει οικογένεια, τι θα πει πόνος της μάνας. Οι μοναρχοφασίστες, για να στηρίξουν τη συκοφαντία τους ότι αρπάχτηκαν τα παιδιά – το περίφημο « παιδομάζωμα» που πιπιλίζουν σαν καραμέλα στις ώρες της ανίας οι κυρίες της Αθήνας – είπαν και τούτο: οι οικογενειακοί δεσμοί στην Ελλάδα είναι τέτοιοι, ώστε δεν μπορεί να αποχωριστεί η μάνα το παιδί της…Εμείς λέμε: ναι, η μάνα, η πραγματική μάνα, δεν αποχωρίζεται το παιδί της, το δίνει τότε μόνον όταν πρόκειται να το σώσει απ’ του χάρου το στόμα».

Στις 26 Φλεβάρη υπέβαλε στην ΠΔΚ την έκθεσή του « Για τα ξενιτεμένα παιδιά» στην οποία καταγράφει την κατάσταση και τα προβλήματα που διαπίστωσε ο ίδιος στην περιοδεία του σε όλους τους παιδικούς σταθμούς και τις προτάσεις τους.

Η ΠΔΚ μέσω της επιστολής του Κόκκαλη στο Διεθνή Ερυθρό Σταυρό αποδέχτηκε τις αποφάσεις του ΟΗΕ για τον τρόπο επιστροφής αυτών των παιδιών και τον έλεγχο των συνθηκών διαβίωσης τους με τον όρο ότι η έρευνα θα γινόταν και στα ιδρύματα που είχε ιδρύσει η Φρειδερίκη.

Αντιμετώπισε με μεγάλη υπευθυνότητα τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν με τη φιλοξενία των παιδιών στην Γιουγκοσλαβία λόγω της αλλαγής της πολιτικής του Τίτο, αλλά και τα συκοφαντικά δημοσιεύματα στην Ελλάδα για την κατάσταση των παιδιών στις Λαϊκές Δημοκρατίες χωρίς να σταματήσει καθόλου να παρακολουθεί από κοντά τις όποιες εξελίξεις.

Η ζωή του ήταν μια διαρκής μετακίνηση από τα αντάρτικα λημέρια και νοσοκομεία στις πόλεις και στους παιδικούς σταθμούς των Λαϊκών Δημοκρατιών και από εκεί πάλι στα ψηλότερα βουνά με μια άρρωστη καρδιά που συνεχώς τον ενοχλούσε.

«σαν να περνούσε το χρόνο μέσα απ’ την τρύπα της βελόνας»

Οι κινήσεις του είχαν ένα σκοπό μόνο, την προσφορά, ένα από τα χαρακτηριστικά της φυσιογνωμίας του. Γι΄αυτό αγαπήθηκε απ’ όλους τους μαχητές του ΔΣΕ και απ’ όλους τους κατοίκους των περιοχών που τον γνώρισαν.

Τον ΔΣΕ ο Κόκκαλης τον έζησε με κάθε τρόπο και θέτοντας στη διάθεσή του όλες του τις δυνάμεις από το τέλος του 1947 έως την ήττα.

Η έδρα του ήταν στον καταυλισμό με τον κωδικό 18 (Λημέρι18) και μετά την κατάρρευση στο Βίτσι έφυγε από τους τελευταίους.
Ο Π.Κ επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας στη Συνδιάσκεψη του Παγκόσμιου Συμβούλιου Ειρήνης στο Ελσίνκι της Φιλανδίας (1952)
Είχε όμως και τις απογοητεύσεις του και ένιωσε πίκρα από τη συμπεριφορά ορισμένων καθοδηγητών και δεν δίστασε να εκφράσει την άποψη του:

«Ταξικό μίσος δε θα πει η μια τάξη  να μισεί την άλλη για να την καβαλήσει και να την υποδουλώσει. Αυτό είναι χυδαία αντίληψη (δυστυχώς αρκετά διαδεδομένη) σε καθυστερημένα – τεχνητά φανατισμένα ή και φύση τυχοδιωκτικά – εγκληματικά στρώματα. Στην καλύτερη περίπτωση είναι σεχταρισμός της πιο κακής ώρας, σεχταρισμός συντρόφων που νομίζουν πως ο αγώνας για την απελευθέρωση και τον σοσιαλισμό είναι υπόθεση ορισμένης κλίκας με κοινή προϊστορία φυλακής και εξορίας. Την προϊστορία αυτή ο καθένας τη σέβεται και την αναγνωρίζει. Δεν μπορεί όμως να είναι βασικό κριτήριο για την εκτίμηση προσώπων σε ένα προοδευτικό κίνημα. Η πικρία της φυλακής κ.λ.π πολλές φορές είναι δηλητήριο της σκέψης και της κρίσης. Όταν εμείς θα επιβληθούμε σαν καθεστώς δεν θα θελήσουμε να παίξουμε το ρόλο νικητών απέναντι νικημένων. Η αποστολή θα είναι να συνεχίσουμε την πάλη ώστε οι νικημένοι να γίνουν κι αυτοί νικητές.»

και να ασκήσει κριτική στην ηγεσία μετά την ήττα

«Την ηγεσία μας βαρύνει η ευθύνη ότι υπερεκτίμησε τις δικές μας στρατιωτικές δυνατότητες, ότι δημιούργησε αυταπάτες, ότι δεν κατόρθωσε να σπάσει τον πάγο και τις επιφυλάξεις των λαϊκών μαζών απέναντί μας (ιδίως με την απόφαση της 5ης Ολομέλειας και τον αδέξιο χειρισμό του Σλαβομακεδονικού ζητήματος) και με ανικανότητα από άποψη στρατιωτικής ηγεσίας( Επιχείρηση  Φλώρινας, Έδεσσας, Βίτσι, Γράμμος και γενικά)».

Παρ’ όλα αυτά δεν αμφισβήτησε ποτέ τις αγωνιστικές του επιλογές και τις ιδέες που τον οδήγησαν σε αυτές.

«Για να είσαι κομμουνιστής δεν αρκεί να σηκώνεις τη γροθιά, δεν αρκεί ακόμα να είσαι μέλος του κόμματος, δεν αρκεί να θέλεις να ανακατεύεσαι σε όλα και να παίρνεις μυστηριώδες ύφος, δεν αρκεί να φοράς επιδεικτικά το σήμα. Κομμουνισμός δεν είναι φόρμα, δεν είναι περίβλημα, αλλά περιεχόμενο[…] Και το περιεχόμενο πρέπει να το βαστάμε ζωντανό προπάντων να το πλουτίζουμε.»

« πρέπει να πεθάνουμε συνεπείς με τον εαυτό μας και με τους αγώνες μας» έλεγε.

Ο Πέτρος Κόκκαλης μετά την ήττα του ΔΣΕ πήγε αρχικά στην Τασκένδη και στη συνέχεια βρέθηκε στη Βουδαπέστη μαζί με την οικογένεια του. Εκεί ως Πρόεδρος της ΕΒΟΠ αφιερώθηκε στα χιλιάδες παιδιά από την Ελλάδα που βρίσκονταν σε εννέα  Λαϊκές Δημοκρατίες.

Όταν η έδρα της ΕΒΟΠ μεταφέρθηκε στο Βουκουρέστι , μετακόμισε και η οικογένεια Κόκκαλη. Εδώ η ΕΒΟΠ στελεχώθηκε με πολλούς εκπαιδευτικούς και άλλα κατάλληλα πρόσωπα  με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα πολύ καλό και ικανό εκπαιδευτικό επιτελείο.

Το έργο και η προσφορά του Κόκκαλη υπήρξαν τεράστια  σε μέγεθος και ευθύνη. Ο στόχος δεν ήταν μόνο να τακτοποιηθούν τα παιδιά αλλά και να εκπαιδευθούν και να διαπαιδαγωγηθούν με γνώμονα τις ανάγκες της Ελλάδας γιατί πάντα έλπιζαν στον γρήγορο επαναπατρισμό τους.

Δημιούργησε Επιτροπές της ΕΒΟΠ σε κάθε χώρα φιλοξενίας και σε κάθε παιδικό σταθμό και σχολείο με ελληνόπουλα.

Την ίδια περίοδο ήταν και Πρόεδρος του Συλλόγου των Πολιτικών Προσφύγων . Δούλεψε με μεγάλη υπευθυνότητα για την τακτοποίηση των δύσκολων προβλημάτων των πολιτικών προσφύγων αναδεικνύοντας για μια ακόμη φορά τις οργανωτικές του ικανότητες.

Η προσφορά του Πέτρου Κόκκαλη ως Προέδρου της ΕΒΟΠ θεωρείται από πολλούς μεγάλης εθνικής ιστορικής σημασίας και προτείνεται να γίνει κάποια στιγμή αντικείμενο ειδικής μελέτης.

Η ΕΒΟΠ διαλύθηκε το 1955 -1956 γιατί τα παιδιά είχαν ήδη μεγαλώσει. Με τη διάλυσή της ο Κόκκαλης άρχισε να σκέφτεται την επάνοδό του στην Ιατρική.


Τον Ιούλιο του 1955 μετά από θετική ανταπόκριση στο αίτημά του βρέθηκε με την οικογένειά του στην Ανατολική Γερμανία. Εκεί διορίστηκε καθηγητής και τέθηκε επικεφαλής ομάδας ερευνητών με την ευχέρεια να επιλέξει ο ίδιος τους συνεργάτες του. Το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία Ερευνητικού Τμήματος Αγγειοχειρουργικής. Το 1957 ανακηρύχθηκε Καθηγητής Χειρουργικής στο Πανεπιστήμιο Χούμπολντ του Βερολίνου και το 1959 έγινε δεκτός στη Γερμανική Ακαδημία Επιστημών του Βερολίνου. Δύο χρόνια αργότερα του απονεμήθηκε το ανώτατο κρατικό παράσημο «ΛΑΒΑΡΟ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ».
Ο Π.Κ στο Λημέρι του ΔΣΕ στην περιοχή Πρέσπας (1949)
Όλες αυτές οι δραστηριότητές του τόσα χρόνια δεν τον απέτρεψαν από τη συμμετοχή σε επιστημονικά συνέδρια και διασκέψεις. Επιπλέον ήταν ενεργό και δραστήριο μέρος του Παγκόσμιου Συμβούλιου Ειρήνης. Ο ραδιοσταθμός Ελεύθερη Ελλάδα στο Βουκουρέστι μετέδιδε τις ομιλίες του και άρθρα του δημοσιεύονταν στα περιοδικά των πολιτικών προσφύγων, αλλά και σε άλλες χώρες. Καλούσε τον κόσμο να υπογράψει την Έκκληση της Στοκχόλμης και κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για τη σωτηρία του Ν. Μπελογιάννη και των συντρόφων του, για το Μανώλη Γλέζο και τους 50.000 κρατούμενους στις φυλακές και εξόριστους σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Ειδική έκκληση έκανε εναντίον του πολέμου της Κορέας και της χρήσης της ατομικής βόμβας.

Στις 15 Ιανουαρίου του 1962 η καρδιά του σταμάτησε ξαφνικά να χτυπά. Στις 20 του μήνα έγινε η νεκρώσιμη τελετή στο Κρεματόριο του Βερολίνου με την παρουσία πολλών κρατικών επιστημονικών προσωπικοτήτων και πλήθος κόσμου Η επιθυμία του ήταν να ταφεί στην Ελλάδα, αλλά δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί αν προηγουμένως δεν γινόταν άρση της απαγόρευσης της επιστροφής του. Μετά από τηλεγράφημα της Νίκης Κόκκαλη στον Κ.Καραμανλή

«Παρακαλώ όπως μου επιτρέψετε να μεταφέρω και να ενταφιάσω στας Αθήνας την σορό του καθηγητού Πέτρου Κόκκαλη. Μετά ολιγοήμερη παραμονή στας Αθήνας θα επιστρέψω στο Βερολίνο

                                                                  Νίκη Κόκκαλη»

και άλλα διαβήματα από φορείς και εφημερίδες το αίτημα της επιστροφής έγινε δεκτό.

Χιλιάδες άνθρωποι , επώνυμοι και ανώνυμοι, υποδέχθηκαν τη σορό του και την οδήγησαν στο Α’ Νεκροταφείο. Ο Πέτρος Κόκκαλης θάφτηκε στην πατρική γη σκεπασμένος από εκατοντάδες στεφάνια και λουλούδια σταλμένα από τις φυλακές, τις εξορίες, τους φοιτητές, τα εργατικά σωματεία, τους οικοδόμους.

« Την άνοιξη θα φυτρώσει το σιτάρι,
θα λούζονται τα δέντρα μες στο φως,
κι όπως θα κόβουμε το βράδυ, το ψωμί,
κι όπως θα ανοίγουμε το δειλινό,
τα πορτοκάλια, θάχουν μια γεύση πιο βαθειά, πιο δίκαιη
πιο ακατάλυτη, γιατί στη γη που φύτρωσαν κοιμάται πια,
από χτες,
ένα κομμάτι από την ξενιτεμένη Ελλάδα.

Τάσος Λειβαδίτης, ΣΤΟΝ ΠΕΤΡΟ ΚΟΚΚΑΛΗ»


Η παρουσίαση της προσωπικότητας και του έργου του Πέτρου Κόκκαλη στηρίχθηκε στη βιωματική βιογραφία της Κατίνας Τέντα – Λατίφη, Πέτρος Σ.Κόκκαλης. Η συγγραφέας γνώρισε τον Πέτρο Κόκκαλη και τη γυναίκα του Νίκη στο βουνό όπου είχε καταφύγει μετά τη δραπέτευσή της και την ένταξη της στο Δημοκρατικό Στρατό. Μετά την ήττα του ΔΣΕ πήρε και αυτή το δρόμο της πολιτικής προσφυγιάς. Σπούδασε στη Μόσχα, στο Βουκουρέστι και στο Παρίσι κοινωνικές και οικονομικές επιστήμες Επαναπατρίστηκε το 1974.

Για τον Πέτρο Κόκκαλη δεν έγραψε μια απλή βιογραφία αλλά  μια βιωματική βιογραφία καθώς για δέκα χρόνια ερεύνησε και κατέγραψε άγνωστα ντοκουμέντα και μαρτυρίες επιζώντων. Γενικά προσπάθησε να φωτίσει όλες τις πλευρές της ζωής και του έργου του που το ενισχύει με πλούσιο φωτογραφικό  και  αρχειακό υλικό.

Τα παραθέματα και οι φωτογραφίες προέρχονται από το βιβλίο.


Κατίνα Τέντα – Λατίφη, Πέτρος Σ. Κόκκαλης. Βιωματική βιογραφία. Επιμέλεια έκδοσης Θανάσης Β.Ζησιμόπουλος και Χαράλαμπος Παπαχρήστου, Βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ, Αθήνα 2011

Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2015

Καλό Φθινόπωρο!


Φθινοπωρινό σούρουπο
στο γυμνό κλαδί
ένα κοράκι

 Χάι-κου, μτφ. Χρήστος Καφτεράνης-Ηλίας Γκούμας,
 Εκδόσεις  μάτι 2002

Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2015

"Άφησε τα χέρια σου αν μπορείς, να ταξιδέψουν εδώ στην κόχη του καιρού με το καράβι που άγγιξε τον ορίζοντα..."

Μέσα στον πυρετό μιας ακόμα εκλογικής μάχης , που  το αποτέλεσμα της έτσι όπως προδιαγράφεται δεν θα φέρει καμία  θετική ανατροπή για τη ζωή μας  αλλά τον πέλεκυ στα κεφάλια μας(θα μας τα πάρουν είτε ΣΥΡΙΖΑ είτε αλλιώς!) μνημονεύω τον ποιητή Γιώργο Σεφέρη που έφυγε σαν σήμερα το 1971. Αν και ένας άλλος ποιητής , ο Μανώλης Αναγνωστάκης γράφει :
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Κι όχι αυταπάτες προπαντός.

Το πολύ - πολύ να τους εκλάβεις σα δυό θαμπούς
προβολείς μες στην ομίχλη
Σαν ένα δελτάριο σε φίλους που λείπουν
με τη μοναδική λέξη : ζω.

" Γιατί ", όπως πολύ σωστά είπε κάποτε
 κι ο φίλος μου ο Τίτος,
" Κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες
Κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα".

Έστω. 
Ανάπηρος, δείξε τα χέρια σου. Κρίνε για να κριθείς.*


 Εντούτοις η ποίηση παραμένει  πάντα ένα καταφύγιο σε δύσκολους καιρούς.  Με δυο ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη "ταξιδεύουμε":


Κωνσταντίνος Μαλέας Σαντορίνη
Α' ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ

Σκύψε αν μπορείς στη θάλασσα τη σκοτεινή ξεχνώντας
τον ήχο μιας φλογέρας πάνω σε πόδια γυμνά
που πάτησαν τον ύπνο σου στην άλλη ζωή τη βυθισμένη.

Γράψε αν μπορείς στο τελευταίο σου όστρακο
τη μέρα τ' όνομα τον τόπο
και ρίξε το στη θάλασσα για να βουλιάξει.

Βρεθήκαμε γυμνοί πάνω στην αλαφρόπετρα
κοιτάζοντας τ' αναδυόμενα νησιά
κοιτάζοντας τα κόκκινα νησιά να βυθίζουν
στον ύπνο τους, στον ύπνο μας.
Εδώ βρεθήκαμε γυμνοί κρατώντας 
τη ζυγαριά που βάραινε κατά το μέρος
της αδικίας.

Φτέρνα της δύναμης θέληση ανίσκιωτη λογαριασμένη αγάπη
στον ήλιο του μεσημεριού σχέδια που ωριμάζουν,
δρόμος της μοίρας με το χτύπημα της νέας παλάμης στην ωμοπλάτη`
στον τόπο που σκορπίστηκε που δεν αντέχει
στον τόπο που ήταν κάποτε δικός μας
βουλιάζουν τα νησιά σκουριά και στάχτη.

Βωμοί γκρεμισμένοι
κι οι φίλοι ξεχασμένοι
φύλλα της φοινικιάς στη λάσπη.

Άφησε τα χέρια σου αν μπορείς, να ταξιδέψουν
εδώ στην κόχη του καιρού με το καράβι
που άγγιξε τον ορίζοντα.
Όταν ο κύβος χτύπησε την πλάκα
όταν η λόγχη χτύπησε το θώρακα
όταν το μάτι γνώρισε τον ξένο
και στέγνωσε η αγάπη 
μέσα σε τρύπιες ψυχές`
όταν κοιτάζεις γύρω σου και βρίσκεις
κύκλο τα πόδια θερισμένα
κύκλο τα χέρια πεθαμένα
κύκλο τα μάτια σκοτεινά`
όταν δε μένει πια ούτε να διαλέξεις
το θάνατο που γύρευες δικό σου,
ακούγοντας μια κραυγή
ακόμα και του λύκου την κραυγή, 
το δίκιο σου`
άφησε τα χέρια σου αν αν μπορείς να ταξιδέψουν
ξεκόλλησε απ' τον άπιστο καιρό
και βούλιαξε,
βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες.




Β' ΜΥΚΗΝΕΣ

Δωσ' μου τα χέρια σου, δώσ' μου τα χέρια σου,
δώσ' μου τα χέρια σου.

Είδα μέσα στη νύχτα
τη μυτερή κορυφή του βουνού
είδα τον κάμπο πέρα πλημμυρισμένο
με το φως ενός αφανέρωτου φεγγαριού
είδα, γυρίζοντας το κεφάλι
τις μαύρες πέτρες συσπειρωμένες
και τη ζωή μου τεντωμένη σα χορδή
αρχή και τέλος
η τελευταία στιγμή 
τα χέρια μου.

Βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες`
τούτες τις πέτρες τις εσήκωσα όσο βάσταξα
τούτες τις πέτρες τις αγάπησα όσο βάσταξα
τούτες τις πέτρες, τη μοίρα μου.
Πληγωμένος από το δικό μου χώμα
τυραννισμένος από το δικό μου πουκάμισο
καταδικασμένος απ' τους δικούς μου θεούς,
τούτες τις πέτρες.

Ξέρω πως δεν ξέρουν, αλλά εγώ
που ακολούθησα τόσες φορές 
το δρόμο απ' το φονιά στο σκοτωμένο
απ' το σκοτωμένο στην πληρωμή
κι από την πληρωμή στον άλλο φόνο,
ψηλαφώντας
την ανεξάντλητη πορφύρα
το βράδυ εκείνο του γυρισμού
που άρχισαν να σφυρίζουν οι Σεμνές
στο λιγοστό χορτάρι -
είδα τα φίδια σταυρωτά με τις οχιές
πλεγμένα πάνω στην κακή γενιά
τη μοίρα μας

Φωνές από την πέτρα από τον ύπνο
βαθύτερες εδώ που ο κόσμος σκοτεινιάζει,
μνήμη του μόχθου ριζωμένη στο ρυθμό
που χτύπησε τη γης με πόδια
λησμονημένα.
Σώματα βυθισμένα στα θεμέλια
του άλλου καιρού, γυμνά. Μάτια
προσηλωμένα προσηλωμένα, σ' ένα σημάδι
που όσο κι αν θέλεις δεν το ξεχωρίζεις`
η ψυχή
που μάχεται για να γίνει ψυχή σου.

Μήτε κι η σιωπή είναι πια δική σου
εδώ που σταματήσαν οι μυλόπετρες.
                                Οχτώβρης 1935
Γιώργος Σεφέρης, Γυμνοπαιδίαι, Ποιήματα, Ίκαρος 2014 , νέα έκδοση

*Μανόλης Αναγνωστάκης  Τα Ποιήματα(1941 - 1971), Νεφέλη, Αθήνα 2000