Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2016

Η ιδιόχειρη συνέντευξη του Νίκου Μπελογιάννη

«…οι σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος δεν δολοφονούν εμάς. Δολοφονούν την ειρήνευση και την τιμή της Ελλάδας.»

Επιμέλεια: ofisofi // atexnos

Στο διάστημα 30 Μάρτη – 2 Απρίλη 1975   ο Ριζοσπάστης δημοσίευσε  σε συνέχειες τρία αφιερώματα στη δίκη και τις εκτελέσεις του Νίκου Μπελογιάννη και των συντρόφων του. Τα κείμενα φέρουν την υπογραφή του δημοσιογράφου Σπύρου Δενδρινού. Από αυτά  παρουσιάζουμε το τρίτο κείμενό του (2 Απρίλη 1975) στο οποίο ο δημοσιογράφος αφηγείται τον τρόπο με τον οποίο πήρε την ιδιόχειρη  συνέντευξη  του Νίκου  Μπελογιάννη  και τις αντιδράσεις του αμερικανού πρέσβη Πιουριφόι και της κυβέρνησης Πλαστήρα.

Ο Σπύρος Δενδρινός ήταν δημοσιογράφος της εφημερίδας «Προοδευτική Αλλαγή» και ήταν ο μοναδικός που κατόρθωσε να εξασφαλίσει αυτή τη συνέντευξη, η οποία δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα του στις 9 Μάρτη 1952, αναδημοσιεύτηκε  σχεδόν σε όλες τις εφημερίδες του κόσμου και αναμεταδόθηκε από όλους τους ραδιοφωνικούς σταθμούς.
Θέλησα, από επαγγελματική παρόρμηση και καθαρώς από δημοσιογραφική περιέργεια, νάχα μια συνέντευξη με το Μπελογιάννη. Να τούδινα την ευκαιρία και τις στήλες μιας εφημερίδας, να μιλήσει ο ίδιος. Αυτό ήταν και σκέψη όλων των συναδέλφων, δικών μας και ξένων. Το θέμα ήταν στην κορυφή του ενδιαφέροντος και μια ιδιόχειρη και ενυπόγραφη συνέντευξή του θάκανε πάταγο. Θάταν για μας, τους δημοσιογράφους, μια μεγάλη επιτυχία.

Καταλάβαινα όμως πως δεν ήταν κι’ από τα εύκολα. Πώς να πλησιάσεις έναν κατηγορούμενο με τόσο βαριά κατηγορία, που τον φύλαγαν τριπλές σειρές χωροφυλάκων και ο Επίτροπος είχε ζητήσει την εσχάτη των ποινών; Πώς να τον πλησιάσεις μέσα στην αίθουσα του Στρατοδικείου; Έβλεπα πως ήταν πολύ δύσκολη υπόθεση.

Η ιδέα όμως αυτή, δεν ξεκολλούσε απ’ το μυαλό μου: Αποτραβήχτηκα από την αίθουσα του Στρατοδικείου, βγήκα έξω, τράβηξα στην εφημερίδα μου να ξεκουραστώ λίγο, να πάρω μια αναπνοή και να σκεφτώ. Μπαίνοντας στα γραφεία της « Προοδευτικής Αλλαγής», στο διάδρομο συναντιέμαι τυχαία, με τον ιδιοχτήτη και Διευθυντή της «Αλλαγής», δικηγόρο και πανεπιστημιακό καθηγητή ήδη, κ. Νίκο Παπαπολίτη. Χαιρετιστήκαμε.

– Σε θέλω, μου λέει, και μπήκαμε στο γραφείο του.

Στο γραφείο του ήταν κι’ ο αδερφός του, ο μακαρίτης Σάββας Παπαπολίτης, υπουργός τότε Εμπορίου, ο μετέπειτα αρχηγός της ΕΠΕΚ. Με κυττούσαν κι’ οι δυό κατάματα, χωρίς να βγάζουν άχνα. Σε μια στιγμή, σηκώνεται απότομα ο Νίκος Παπαπολίτης. Και μου λέει επί λέξει:

– Δενδρινέ, σε ξέρω ότι είσαι ικανότατος δημοσιογράφος! Δεν θ’ αξίζεις τίποτα όμως, αν δεν καταφέρεις να πάρεις μια συνέντευξη, ιδιόγραφη όμως, του Μπελογιάννη!

Αυτό ήταν!

– Κύριε Διευθυντά, του λέω, αυτό με βασανίζει και μένα!…Και όλους τους συναδέλφους…Πώς όμως;…

– Εδώ σε θέλω, μου λέει…

Από τη στιγμή εκείνη, το θέμα αυτό, μου έγινε έμμονη ιδέα!.Έκανα χίλιες – δυο σκέψεις. Βέβαια δεν σκέφθηκα καν ν’ αποτανθώ στις αρμόδιες αρχές. Και από επαγγελματική πείρα και εξ αντικειμένου, έβλεπα πως θ’ απογοητευόμουν…Εδώ, τι δεν έκαναν και τι προσπάθειες κατέβαλλαν, οι ξένοι συνάδελφοι και πόσες πόρτες δεν χτύπησαν γι’ αυτό το θέμα. Γι’ αυτό, κατέληξα σε μια άλλη απόφαση. Η μόνη που απόμενε. Να βάλω σε κίνηση τον… «παράνομο μηχανισμό», που χρησιμοποιεί ένας έμπειρος δημοσιογράφος, για να πετύχει το σκοπό του!

Άρχισα, λοιπόν, τη μεγάλη προσπάθεια. Έκανα τις παρατηρήσεις μου και διαπίστωσα πως μόνο στην τουαλέττα, θα μπορούσα να διακινδυνεύσω την …απόπειρα. Στην τουαλέττα, κατά τα διαλείμματα της δίκης, οδηγούντο ένας – ένας οι δικαζόμενοι με συνοδεία τριών χωροφυλάκων. Χωρίς χειροπέδες. Έκανα την «αυτοψία» μου! Ήταν τέσσερις( τουαλέττες) συνεχόμενες, που ο διαχωριστικός τους τοίχος, μεταξύ τους, ήταν το πολύ ενάμισυ μπόι. Δεν έφτανε, μέχρι επάνω στο ταβάνι. Κι’ έτσι αν ήσουν στη διπλανή , μπορούσες και να μιλήσεις και να δόσεις και κάτι. Κι’ άρχισα σε κάθε διάλειμμα, να …κλείνουμαι σε μια από τις τέσσερις…περιμένοντας μη φανεί ο Μπελογιάννης. Κάθε φορά άλλαζα τουαλέττα. Ήρθε μερικές φορές, αλλά δεν συνέπιπτε να μπει στις διπλανές, εκείνης που βρισκόμουν εγώ! Τη δεύτερη όμως μέρα, το απόγευμα, στάθηκα τυχερός.

Την είχα «στημένη» στη δεύτερη τουαλέττα κι’ ο Μπελογιάννης μπήκε στην πρώτη. Απ’ τους τρεις συνοδούς χωροφύλακες, οι δύο φρουρούσαν την είσοδο κι’ ο ένας μέσα, λίγο πέρα απ’ την πόρτα. Όλος ο χώρος φωτιζόταν με ένα, όλο κι’ όλο λαμπιόνι, που μόλις έβλεπες να περπατήσεις. Ανέβηκα αμέσως στις άκρες της « λεκάνης» και βεβαιώθηκα πως πραγματικά ήταν ο Μπελογιάννης. Δεν χάνω καιρό. Λέω: ή του ύψους ή του βάθους!

Μόλις ανέβηκα στη λεκάνη του αποχωρητηρίου, βλέπω στη διπλανή καμπίνα, πραγματικά τον Μπελογιάννη. Φαινότανε μόνο η μορφή του.

– Θέλω μια συνέντευξή σου Μπελογιάννη, του λέω γρήγορα – γρήγορα, με ψιθυριστά λόγια.

Ανασήκωσε το κεφάλι του, λίγο ξαφνιασμένος, μούρριξε μια γρήγορη ερευνητική ματιά, σαν νάθελε να κάνει «αναγνώριση» και στο κλάσμα του δευτερολέπτου «συνέλαβε» τη δημοσιογραφική μου προσπάθεια…

Ψημένος αυτός κομμουνιστής, που η παρανομία τόσα χρόνια, είχε ακονίσει το μυαλό του, που ήξερε όλους τους κανόνες του συνωμοτισμού, που κάτεχε όλη τη σοφία της παρανομίας, «μπήκε» αμέσως.

Περιμένοντας την απάντησή του κρεμασμένος στη λεκάνη, ένοιωσα ίλιγγο, σαν νάβλεπα μπροστά μου άβυσσο! Αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα της αγωνίας, μ’ έκαναν να ιδρώσω. Αμέσως όμως ακούω τη φωνή του, σαν άχνα:

– Για ποιαν εφημερίδα;

– Για την «Αλλαγή» του λέω.

– Αν μου υποσχεθείς, πως θα τη βάλεις όπως θα στη δώσω, ναι.

– Έχεις το λόγο μου, του απάντησα, χαμηλώνοντας ακόμα τη φωνή μου…

Στο μεταξύ ο χωροφύλακας, αυτός που ήτανε λίγο πιο πέρα από την πόρτα του αποχωρητηρίου, χαμπάρι δεν είχε πάρει.

– Και πώς θα μου τη δόσεις; τον ρώτησα.

– Με τον ίδιο τρόπο, μου απάντησε.

Αμέσως ο Μπελογιάννης βγήκε.

Σε ένα – δυο λεπτά βγήκα κι’ εγώ.

Η πρώτη φάση είχε σημειώσει απόλυτη επιτυχία. Έμεινε η δεύτερη και τελευταία. Ίσως η δυσκολότερη.

Όλη τη νύχτα συλλογιζόμουνα πώς θα τα καταφέρω τελικά…Θα την πάρω; Θα πάνε όλα καλά ως το τέλος; Ένα σωρό σκέψεις στριφογύριζαν στο μυαλό μου. Βέβαια η πρώτη επιτυχία, μούχε δώσει θάρρος. Τι τα θέλεις όμως; Όλο και φοβόμουν πως κάπου θα σκοντάψω. Με την επανάληψη της δίκης, του άλλαζαν τη θέση. Ποτέ δεν τον άφηναν στην ίδια. Τη φορά αυτή τον είχα πιο μπροστά μου, πιο κοντά στα δημοσιογραφικά τραπέζια. Πολλές φορές άφηνα το γράψιμο των πρακτικών και τον κυττούσα. Ήθελα να με δει. Να βεβαιωθεί ότι ήμουν ένας από τους δημοσιογράφους, αν τούμενε καμιά αμφιβολία…Τον κυττούσα επίμονα και με σημασία. Σε κάποια στιγμή τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν. Ήμουν βέβαιος πως με κατάλαβε!

Από την επομένη, αρχίζει το δράμα μου. Μέχρι τις δύο το απομεσήμερο, το Στρατοδικείο έκανε δυο διαλείμματα. Δεν ήταν όμως σε τακτές ώρες. Ήμουν υποχρεωμένος να βγαίνω έξω κάθε τόσο…Την «έστηνα» απέναντι από τα ουρητήρια. Ο διάδρομος του Αρσακείου όπου περίμενα τη μεγάλη στιγμή, ήταν πάντα φίσκα από κόσμο, από δικηγόρους, διαδίκους, που όλοι τους τρέχανε για τις υποθέσεις τους, από γραφείο σε γραφείο, σαν αλαφιασμένες κόττες…Την είχα «στημένη», σαν τον κυνηγό στο καρτέρι…Μια τέτια αναμονή σου σπάει τα νεύρα. Η αναμονή είναι ευχάριστη, όταν ξέρεις ότι δεν περιμένεις άδικα. Μερικοί περαστικοί, με κυττούσαν, ολότελα τυχαία. Μα η …ένοχη φαντασία μου, μ’ έκανε να νομίζω, πως με αγριοκύτταζαν, σαν κάτι νάχαν υποψιαστεί. Έφερνα, διαρκώς ένα γύρω, βόλτες και το βλέμμα μου, δεν ξεκολλούσε απ’ τις τουαλέττες. Όπου σε μια στιγμή, βλέπω τους χωροφύλακες να παραμερίζουν τον κόσμο, για να περάσουν μαζί με τον Μπελογιάννη, με τις χειροπέδες. Σ’ όλους τους τις φορούσαν και τους  τις έβγαζαν, έξω από την πόρτα της τουαλέττας. Αμέσως ανασκουμπώθηκα, κι’ έφτασα πρώτος. Μπήκα στο δεύτερο. Δηλαδή το μεσαίο. Το πρώτο ήταν κατειλημμένο. Στο τρίτο, μπήκε σε λίγο ο Μπελογιάννης.

Μόλις άκουσα την πόρτα του να κλείνει, χωρίς να χάσω καιρό, του λέω αχνά.

– Εδώ είμαι.

Δεν πρόλαβα σχεδόν να τελειώσω τη λέξη μου, και βλέπω ένα χιλιοτυλιγμένο χαρτάκι, ίσαμε ένα μεγάλο κουκί, να αιωρείται και να πέφτει στην καμπίνα μου. Έσκυψα αμέσως, το πήρα και τόκρυψα στην τσέπη μου.

Μόλις ο Μπελογιάννης βγήκε, σε λίγο βγήκα κι’ εγώ. Είχα το χέρι μου, στην τσέπη μου και το κρατούσα σφιχτά λες κι’ είχα κάποιο πολύτιμο ακριβό πετράδι. Η καρδιά μου κτυπούσε δυνατά. Έφυγα με αργά βήματα, παριστάνοντας τον αδιάφορο, μήπως και με υποψιαστεί κανένας… Βγήκα από την πόρτα της οδού Αρσάκη, πήρα ένα ταξί και τράβηξα κατ’ ευθείαν στο σπίτι μου. Δεν είχα εμπιστοσύνη να πάω πουθενά αλλού…Ώσπου να φτάσω, μου φάνηκε αιώνας…Όλη τη διαδρομή, το πολύτιμο χαρτάκι το κρατούσα σφιγμένο στο χέρι μου λες και κάποιος θα μου τόπαιρνε. Μόλις μπήκα μέσα, το άνοιξα, το ξεδίπλωσα σιγά – σιγά και με πολλή προσοχή. Μα οι δίπλες του ήταν ατελείωτες! Όταν το ξεδίπλωσα όλο, άρχισα με συγκίνηση να το διαβάζω. Γιατί εκείνη τη στιγμή ένοιωθα πως είχα κάνει μια μεγάλη δημοσιογραφική επιτυχία!

Παραθέτω εδώ τη συνέντευξή του:
«Οι οργανωταί αυτής της δίκης, ντόπιοι και ξένοι, κατέβαλλαν πρωτοφανείς προσπάθειες για να κατασυκοφαντήσουν τον αγώνα του ΚΚΕ, χωρίς να διστάσουν ούτε μπροστά στη διαστρέβλωση γνωστών κειμένων.

Απέναντι σ’ αυτές τις προσπάθειες εμείς βρεθήκαμε τελείως ανυπεράσπιστοι, γιατί μέσα στα απομονωτήρια της Ασφάλειας δεν μας δόθηκε καθόλου ο χρόνος και η δυνατότητα να μελετήσουμε και να συγκεντρώσουμε τα απαραίτητα για την υπεράσπισή μας στοιχεία.

Έτσι υποχρεωθήκαμε να παλαίψουμε κάτω από απαράδεχτα άνισους όρους. Αλλά παρ’ όλα αυτά αποδείχτηκε ότι το ΚΚΕ είναι κόμμα πατριωτικό με τίτλους εθνικούς, που κανένα άλλο κόμμα δεν έχει παρουσιάσει. Γιατί στο βωμό της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας της Ελλάδος έχει προσφέρει φοβερές εκατόμβες.

Και αν δεν υπήρχαν σήμερα οι έμποροι και οι κάπηλοι του μίσους, η συμβολή του ΚΚΕ στην ειρήνευση του τόπου θα είχε εκτιμηθεί όχι μόνον από τους φίλους, αλλά και από τους τίμιους και καλόπιστους αντιπάλους μας.

Γι’ αυτό οι σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος δεν δολοφονούν εμάς. Δολοφονούν την ειρήνευση και την τιμή της Ελλάδας.

29.2.52

           ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ»

Τη διάβασα και τη ξαναδιάβασα. Φοβόμουν μήπως είχε τίποτα, που δεν θα μπορούσε να μπει. Γιατί αν επρόκειτο να «δουλέψει ψαλίδι», όπως λέμε στη δημοσιογραφική γλώσσα, δεν θα την έβαζα καθόλου. Τούχα δώσει το λόγο μου, πως θα μπει όπως θα την έγραφε: «Επί λέξει»!

Τώρα, γεμάτος χαρά για την επιτυχία μου, τράβηξα για την εφημερίδα μου. Σκεφτόμουν τη χαρά του διευθυντού μου, του κ. Παπαπολίτη, μόλις θα του την έδινα!

Στο δρόμο σκεφτόμουν, τι περίφημα θάταν αν είχα και μια φωτογραφία του Μπελογιάννη. Όχι μόνον του φυσικά. Κι’ εγώ δίπλα του την ώρα που μούγραφε τη συνέντευξη! Βέβαια, την παρατράβηξα τη φιλοδοξία μου…Θάταν δυνατό να εμφανίσεις το Μπελογιάννη, εκείνες τις στιγμές, να δίνει συνέντευξη με τέτιο πανηγυρικό τρόπο; Κι όμως, η σκέψη μου αυτή είχε τόσο κυριαρχήσει μέσα μου, που δεν μπορούσα να την εγκαταλείψω. Ο νους μου πήγε στην …παρανομία. Ναι, αλλά ήταν κάτι που δεν γινόταν! Σκέφθηκα αμέσως, πως θα μπορούσα να φτιάξω ένα τρυκ! Ένα τρυκ όμως, που να φαινόταν αληθινό, φυσικό. Έτσι, που αν δεν στόλεγαν πως ήταν τρυκ, να μη μπορείς να το αντιληφτείς. Ο νους μου αμέσως πήγε στο βετεράνο του φωτορεπορτάζ. Στο Μήτσο το Φωτεινόπουλο. Ήτανε, και ακόμα είναι, ο πρύτανις του φωτορεπορτάζ. Ήταν ο μόνιμος συνεργάτης μου στο ρεπορτάζ πολλά χρόνια. Από τους ικανότερους και δραστηριότερους. Μ’ είχε βγάλει ασπροπρόσωπο στις πιο δύσκολες αποστολές, στα πιο μεγάλα ρεπορτάζ. Τραβάω λοιπόν στο γραφείο του Φωτεινόπουλου. Στη στοά της «Πρωΐας», όπου βρίσκεται ακόμη και σήμερα.

– Το και το, του λέω, Μήτσο!

– Γίνεται, μου λέει, αρκεί νάχω μια φωτογραφία σου, που να μου διευκολύνει το τρυκ.

Κατεβάζει αμέσως κάτι φακέλλους, με πολλές φωτογραφίες. Τις ψάχνει και σε μια στιγμή σταματάει χαμογελαστός σε μία.

– Αυτή, μου λέει, είναι ό,τι μας χρειάζεται!

Ο Μήτσος διατηρούσε φάκελλο με δικές μου φωτογραφίες απ’ τα αναρίθμητα ρεπορτάζ, στα οποία αυτός ήταν ο σημαντικότερος συντελεστής της κάθε επιτυχίας μου.

– Αυτή είναι, μου λέει, περίφημη.

Πράγματι, ήταν περίφημη. Ήταν μια φωτογραφία, την ώρα που έπαιρνα συνέντευξη – δεν βάζει ο νους σας ποιανής – της Τασούλας Πετρακογιώργη, στην Κρήτη…Της Τασούλας, πούχε λίγο πριν συνταράξει το Πανελλήνιο τότε η απαγωγή της απ’ τον Κώστα Κεφαλογιάννη! Την έκοψε, πήρε και μια πρόσφατη φωτογραφία του Μπελογιάννη από τη δίκη, που φαινόταν στο εδώλιο, την ώρα που κάτι σημείωνε, τις ταίριαξε κι’ έκανε ένα αριστουργηματικό « μοντάζ»!…Την τύπωσε και σε λίγο μου παρουσιάζει ένα τέλειο φωτογραφικό τρυκ, όπως άλλωστε βλέπετε. Πού να φανταζόμουν πως η φωτογραφία αυτή και η συνέντευξη του Μπελογιάννη, κυρίως όμως η φωτογραφία αυτή, θα ξεσήκωνε την επομένη τόσο θόρυβο!

Τόσο χαλασμό κόσμου!

Αναστατώθηκε ο Αμερικανός πρεσβευτής Πιουριφόι, ο ατλαντικός αρχιστράτηγος Αϊζενχάουερ, που εκείνες τις μέρες βρισκόταν στην Αθήνα, μαζί με τον αρχηγό της Νότιας πτέρυγας του ΝΑΤΟ, τον Αμερικανό ναύαρχο Κάρνεϋ, η κυβέρνηση ολόκληρη, ο πρωθυπουργός Πλαστήρας, ο αντιπρόεδρος Σοφοκλής Βενιζέλος, όλες οι αρχές, η Ασφάλεια, το Στρατο δικείο…Άσε οι ξένοι δημοσιογράφοι, που χάλασαν, στην κυριολεξία, κι’ αυτοί τον κόσμο και οι συνάδελφοί μου! Με το δίκιο τους. Ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε!

Το τι επακολούθησε, απ’ τα χαράματα, μόλις κυκλοφόρησε η εφημερίδα, με τη συνέντευξη και τη φωτογραφία, δε λέγεται!…

Θα σας δώσω μια πιστή περιγραφή των όσων διαδραματίστηκαν τότε, που μούβγαλαν «ξυνή» τη χαρά μου, από την επιτυχία μου αυτή.

Η συνέντευξη με τη φωτογραφία δημοσιεύτηκε την ίδια Κυριακή, 9 του Μάρτη, του 1952, στην «Αλλαγή». Η εφημερίδα έγινε ανάρπαστη! Δεν προλάβαινε να τυπώνει φύλλα. Το βράδυ, στις 10, πουλιότανε στα περίπτερα της Ομονοίας σε δεκαπλάσια τιμή από την κανονική. Δεν υπήρχε, πλέον, στα περίπτερα ούτε μία για δείγμα!

Ο Αμερικανός πρεσβευτής Πιουριφόι, στις 9 το πρωί, ζήτησε να επικοινωνήσει στο τηλέφωνο με τον πρωθυπουργό. Ο πρωθυπουργός Πλαστήρας, που δεν είχε διαβάσει ακόμα τις πρωινές εφημερίδες, αιφνιδιάστηκε κυριολεκτικά, μόλις άκουσε την οργισμένη φωνή του Πιουριφόι να διαμαρτύρεται μ’ ένα τρόπο ανεπίτρεπτο προς ένα, αν μη τι άλλο, ηλικιωμένο άνθρωπο, που τον ξύπνησε πρωί – πρωί, τον πρωθυπουργό της χώρας!

Ο Πλαστήρας τον διαβεβαίωσε πως δεν είχε ιδέα του πράγματος! Άλλωστε, του είπε, δεν έχω διαβάσει ακόμα πρωινά φύλλα…

Τον ησύχασε πως, μόλις κατατοπισθεί, θα τον ενημέρωνε για τις απόψεις της Κυβέρνησης!

Ο Πλαστήρας, αφού διάβασε τη συνέντευξη κι’ είδε και τη φωτογραφία, κατατοπίστηκε από τον κ. Παπαπολίτη, τον διευθυντή κι’ ιδιοκτήτη της εφημερίδας, που καθησύχασε τον πρωθυπουργό, πως δεν έχει γίνει τίποτε, που να δικαιολογεί την οργή και την παρέμβαση του κ. πρεσβευτή(!!!).

Και αμέσως ο Πλαστήρας επήρε στο τηλέφωνο τον Πιουριφόι στον οποίο εξήγησε ότι δεν βλέπει να υπάρχει θέμα. Ο Πιουριφόι, που ήταν άριστα κατατοπισμένος από τις υπηρεσίες του περί του ατόμου μου, αξίωσε να απολυθώ αμέσως από το υπουργείο Εξωτερικών ( το Γραφείο Τύπου), στο οποίο ήμουν τότε επί συμβάσει υπάλληλος.

Πρωί – πρωί την επομένη, ημέρα Δευτέρα, καταφθάνει στο σπίτι μου ένας κλητήρας του υπουργείου Εξωτερικών και μου επέδωσε την απόλυσή μου από τη θέση μου, την οποία υπόγραφε ο υπουργός Ανδρέας Ιωσήφ. ( Η Διεύθυνση Τύπου υπαγόταν στο υπουργείο Εξωτερικών , τότε, μετά την κατάργηση του υφυπουργείου Τύπου και Τουρισμού). Προσπάθησα να επικοινωνήσω μαζί του, χωρίς να το κατορθώσω.

Στο μεταξύ, επήγα στον πρωθυπουργό Πλαστήρα, που με ειδοποίησαν πως με ζητούσε επειγόντως.

– Τι μπελά μου άναψες, βρε παιδί μου, μου λέγει μόλις με αντίκρυσε!

– Κύριε Πρόεδρε, με συγχωρείτε, του λέω, αλλά δεν βλέπω γιατί σας άναψα μπελά!

ΠΛΑΣΤΗΡΑΣ: Μα δεν τους ξέρεις, μου λέει εκνευρισμένος, αυτούς! Αφορμή ζητάνε να μας δημιουργούν ζητήματα!

– Μα για ποιο λόγο, κ. Πρόεδρε; τον ξαναρωτάω με υψωμένη κι εγώ τη φωνή μου. Γιατί πραγματικά δεν έβλεπα πού υπήρχε το θέμα, που να δικαιολογεί την οργή και την αγανάκτηση του Πιουριφόι.

– Να, έτσι! μου απαντά με οργή, ενώ πραγματικά έτρεμε σύγκορμος. Δεν μπορούν , συνέχισε, να καταλάβουν ( οι Αμερικάνοι) πώς είναι δυνατόν η κυβέρνηση να δίνει άδεια σ’ένα δημοσιογράφο, να παίρνει συνέντευξη και να φωτογραφίζεται μ’ ένα «κατάσκοπο»(!).

– Μα αυτά που λέει στη συνέντευξή του ο Μπελογιάννης, δεν είπε περίπου τα ίδια στην απολογία του κ. Πρόεδρε;

– Άλλο η απολογία, μου απαντά και άλλο μία πανηγυρική συνέντευξη. Και μάλιστα, μου προσθέτει, σε μία εφημερίδα που μετέχει, σχεδόν, στην κυβέρνηση!

Όπως κατάλαβα, ο Πλαστήρας είχε την εντύπωση πως με τις «πλάτες» του αδελφού του διευθυντού μου, του Σάββα Παπαπολίτη, που ήταν τότε υπουργός Εμπορίου , θα πήρα τη συνέντευξη.

– Μα δεν μούδοσε η κυβέρνηση καμμιά άδεια, κ. Πρόεδρε!

Του εξήγησα πώς την πήρα τη συνέντευξη, του εξήγησα πως ήταν μια ολότελα δική μου, επαγγελματική υπόθεση, χωρίς η κυβέρνηση να έχει καμμιά ανάμιξη. Ακόμα του εξήγησα πως η φωτογραφία ήταν τρυκ.

– Μα δεν είναι δυνατόν, μου λέει, απορώντας, η φωτογραφία αυτή να είναι τρυκ!

– Μάλιστα κ.Πρόεδρε, είναι τρυκ! Είναι δυνατόν να έπαιρνα αυτή τη φωτογραφία μέσα στην αίθουσα του στρατοδικείου; Και συνέχισα: Αυτοί, στην πατρίδα τους επιτρέπουν σε κοινούς εγκληματίες και σε θηριώδεις γκάγκστερς, να δίνουν συνεντεύξεις και να ποζάρουν σαν ήρωες, σ’ όλες τις εφημερίδες τους!

– Άσε, μου λέει, τι κάνουν αυτοί στην πατρίδα τους! Εδώ είναι άλλο θέμα. Είναι σκοπιμότητες…Δεν μπορείτε να το καταλάβετε; Εδώ αγωνίζομαι να σώσω τα κεφάλια τους (εννοούσε τα κεφάλια του Μπελογιάννη και του άλλου), να μην έχουμε άλλα αίματα!…Δεν αντέχει άλλο ο τόπος. Μη μου δημιουργείτε, λοιπόν, ζητήματα.

– Μα κ. Πρόεδρε…Με συγχωρείτε, του λέω. Η συνέντευξη αυτή δεν λέει τίποτα που να πειράζει τους Αμερικανούς…Αντίθετα, τους βοηθάει στην πολιτική τους. Δεν λέει πως η Ελλάδα πρέπει να γίνει αληθινή δημοκρατία. Αφού , επιτρέπει σ’ ένα ίσως μελλοθάνατο να φωτογραφίζεται και να δίνει συνεντεύξεις, αυτό δεν θα πει πως είμαστε χώρα δημοκρατική;

– Άντε, πήγαινε, μου λέει κουρασμένος πια, βρέστον τον Πιουριφόι να του ανοίξεις το κεφάλι, να του τα βάλεις μέσα!

Πραγματικά, επήγα στην πρεσβεία. Έδωσα την κάρτα μου στο διευθυντή του Γραφείου Τύπου. Μετά από δεκάλεπτη αναμονή, ένας ξερακιανός Αμερικανός, που ήταν ο δεύτερος Γραμματέας της πρεσβείας, με πλησίασε και μ’ ένα στυγνό και αυστηρό ύφος, με έβαλε στο γραφείο του κ. πρεσβευτή. Από το ύφος του κατάλαβα πως ήθελε να με δει. Λες και με περίμενε.

Ο Διευθυντής Τύπου ήξερε σχεδόν θαυμάσια ελληνικά και του μετέφραζε τα λόγια μου, ενώ όρθιος στεκόταν ο γραμματέας και ο διευθυντής του Γραφείου Τύπου.

Αμέσως μου πρόσφερε τσιγάρο. Ένα « Πόλμαν». Ο ίδιος δεν κάπνισε. Ο γραμματέας έσπευσε να μου το ανάψει.

– Πώς έγινε αυτό; με ρωτάει αμέσως μετά.

– Ποιο; τον ρώτησα.

– Μπελογιάννης, μου λέει…

– Δεν καταλαβαίνω, του λέω, γιατί αυτός ο θόρυβος…Εγώ είμαι επαγγελματίας δημοσιογράφος κι έκανα τη δουλιά μου, όπως την έβλεπα, από τη δική μου σκοπιά, τη σκοπιά της επικαιρότητας. Έπειτα η φωτογραφία…

Δεν με άφησε να τελειώσω τη φράση μου και με ρώτησε κοφτά:

– Δεν σας βοήθησε σ’ αυτό η κυβέρνηση;

– Καθόλου, του απάντησα. Έκανα, όπως θάκαναν οι δημοσιογράφοι στη χώρα σας…

– Γιες!…μου απαντάει, ενώ έξυνε το κεφάλι του, με συλλογή…

Εκείνη τη στιγμή τον ειδοποίησαν, πως σε λίγο έρχεται στην πρεσβεία ο ατλαντικός αρχιστράτηγος. Έκοψε απότομα την κουβέντα, με παράτησε, μου λέει καλά, ευχαριστώ.

Έφυγα, με την πεποίθηση πως η υπόθεση θάπαιρνε τέλος.

Την επομένη το πρωί , πήγα στον Πλαστήρα να τον ενημερώσω.

Είδα στο σπίτι του πολύ κόσμο να πηγαινοέρχεται και τους υπουργούς του να καταφθάνουν ο ένας πίσω απ’ τον άλλον…Επίσης και γιατρούς. Ο Πλαστήρας αρρώστησε βαριά. Κατά το επίσημο ανακοινωθέν που εκδόθηκε αργότερα, είχε προσβληθεί « από ημιπληγία του αριστερού ημιμορίου του σώματος, με επέκταση των ημιπληγικών φαινομένων μέχρι των κάτω άκρων…»

Και οι γιατροί συνέστησαν πλήρη αποχή από τα προεδρικά του καθήκοντα, επί τρίμηνο. Από κείνη την ώρα, ο Βενιζέλος θα τον αναπληρούσε στα προεδρικά του καθήκοντα…

Η αρρώστεια του ήταν ίσως μοιραία. Αν ο Πλαστήρας δεν «αχρηστευόταν» εκείνες τις μέρες, πιθανόν δεν θα γινόταν η εκτέλεση, αν και οι Αμερικανοί επέμεναν. Η αρρώστεια του έγινε αφορμή να σταματήσει και το θέμα της συνέντευξής μου από την πλευρά του Πιουριφόι…

Τρίτη 29 Μαρτίου 2016

Σπουργίτια

Ευτυχισμένες οι στιγμές
όταν μες στο μυαλό περνούν
ζεστά σπουργίτια
όταν τα χείλια μεγαλώνουνε ζεστά 
στο αίμα κερδίζουνε ιδανικά λαχεία
και τα τσιγάρα βγάζουν κόκκινους καπνούς
και τα μαλλιά μεγαλώνουν σαν το παραμύθι

τι σπάνιο θέαμα στους στυγερούς καιρούς
που και οι κούκλες των μικρών παιδιών
μαυρίζουν από τρόμο

Μίλτος Σαχτούρης, Το σκεύος (1971) . Ποιήματα( 1945 -1998), Κέδρος 2014

Σάββατο 26 Μαρτίου 2016

"...και το τραίνο τραβούσε για τα ξεχερσώματα "

Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης (1962)

Το 1962 εκδίδεται στο Βουκουρέστι από τις Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις  το μυθιστόρημα του Κώστα Πουρναρά ( Μπόση)  ...και το τραίνο τραβούσε για τα ξεχερσώματα  . Η ιστορία εκτυλίσσεται σε μια Πολιτεία, στη Σοβιετική Ένωση,  την περίοδο 1949-1953. Πρόκειται για ένα συνοικισμό Ελλήνων  πολιτικών προσφύγων .

 « Τούτος ο τόπος δεν μοιάζει με την πατρίδα.» 

Οι  πρωταγωνιστές του είναι άνδρες και γυναίκες ,αντάρτες και αντάρτισσες  του Δημοκρατικού Στρατού , που βρήκαν καταφύγιο εκεί μετά το  τέλος του Εμφυλίου , αλλά και  σοβιετικοί πολίτες  με τους οποίους  συναναστρέφονται, αναπτύσσουν καλές ή κακές σχέσεις και δημιουργούν  φιλικούς ή προσωπικούς δεσμούς .
 Από τις  πρώτες κιόλας σελίδες ο Μπόσης συστήνει τους ήρωες του μυθιστορήματος και  τους τοποθετεί μέσα στον  τόπο στον οποίο  μια καινούρια , διαφορετική ζωή  για αυτούς  επρόκειτο να αρχίσει.  Προσφυγιά . Η σκέψη συνεχώς στην πατρίδα που άφησαν , στα αγαπημένα πρόσωπα, στον αγώνα που χάθηκε, στους κυνηγημένους, στους νεκρούς. Ο κάθε ένας κουβαλάει μαζί του την προηγούμενη ζωή του, το παρελθόν του, τις συνήθειες του. Δύσκολες οι μέρες , δύσκολη η προσαρμογή . 
Αγρότες οι περισσότεροι  « για πρώτη φορά στη ζωή τους δρασκελούσαν πόρτα εργοστασίου.»  Η δουλειά στο εργοστάσιο ορθώνεται βουνό. Αγράμματοι άνθρωποι ήταν, που πήραν τα όπλα για να αντισταθούν στον κατακτητή πρώτα και μετά να  αποτινάξουν και τη δική τους τη σκλαβιά, να φτιάξουν μια άλλη , νέα κοινωνία στηριζόμενη στην κυριαρχία του λαού και στο σοσιαλιστικό όραμα. Βρέθηκαν  ηττημένοι και κυνηγημένοι στην χώρα που κτιζόταν ο σοσιαλισμός.
 Προσωπικές αδυναμίες  και φιλοδοξίες, αντιδικίες,  προβλήματα  προσαρμογής, και  συγκρούσεις  δοκιμάζουν συνεχώς τους ήρωες  και τους προκαλούν  να κάνουν το βήμα προς τα μπρος , να αποτινάξουν την παλιά τους ζωή, τις συνήθειες τους και να φτιάξουν μια καινούρια, ταιριαστή με το όραμα τους. Οι δυσκολίες πολλές γιατί  οι νοοτροπίες ήταν διαφορετικές .Οι αντάρτες και οι αντάρτισσες ήταν απλοί άνθρωποι  με συντηρητικές αντιλήψεις, εικόνα της κοινωνίας  που έζησαν και του περιβάλλοντος που μεγάλωσαν. Πόσο εύκολο ήταν να απαλλαχθούν από αυτές;

« Στην πατρίδα είχες τον εχτρό μπροστά σου, ολοζώντανο , με κόκκαλα και κρέας. Στο μπουντρούμι  σου μαύριζε το κορμί με το βούρδουλα, σου ‘ ριχνε λάδι  καυτό στις πληγές , σ’ έκαιγε με πυρωμένο σίδερο...Στην εξορία σ’ έλιωνε με την πείνα , τη γύμνια...το « επ’ αόριστο» . Στην παρανομία τον ένιωθες να παραφυλάει κρυμμένος πίσω από κάθε γωνιά...Στο βουνό τον έβλεπες να’ ρχεται καταπάνω σου με το όπλο στο χέρι...Τα κουσούρια σου πήγαιναν στην πάντα. Έσφιγγες τα δόντια και μάζευες δύναμη, γιατί σε κάθε βήμα, κάθε ώρα και στιγμή ο ένας έπρεπε να βάλει τον άλλο κάτω. Ενώ δω ο εχτρός δε φαίνεται. Ούτε και υποψιάζεσαι πως υπάρχει. Είναι μέσα σου. Ζει στη σκέψη , φωλιάζει στην καρδιά, στις παλιές συνήθειες... Οι παρτιζάνοι στον τόπο τους ήταν οι πρώτοι και καλύτεροι. Ενώ εδώ...Οι άλλοι προχώρησαν 40 τόσα χρόνια, έχτισαν καινούριο κόσμο, έπλασαν καινούριο άνθρωπο...Ένα αίσθημα κατωτερότητας ανακατεύεται με μια δόση ζήλιας και φθόνου και ξεσπάει σαν αντίβαρο σε εθνικές τάσεις...»

Μέσα σε αυτές τις ιδιόμορφες συνθήκες γεννιούνται  νέα  ζητήματα  όπως αυτά της πειθαρχίας και του σεβασμού της σοσιαλιστικής περιουσίας. Οι διαμάχες με τους Σοβιετικούς  είναι συχνές και κάποιοι Έλληνες  βρίσκουν την ευκαιρία να καλλιεργήσουν το σοβινισμό. Ο ένας κατηγορεί τον άλλο μέσα στις συνελεύσεις  της Κομματικής  Επιτροπής  με κριτήριο την αγάπη για το σοβιετικό καθεστώς ή όχι, συχνά για να καλύψουν προσωπικές αδυναμίες . Δεν λείπουν οι συκοφαντίες και οι  προσπάθειες εξόντωσης  των αντιπάλων .
 Ο Μπόσης με εξαιρετικό τρόπο αποδίδει όχι μόνο  την εσωτερική πάλη των ηρώων για προσωπικά και ιδεολογικά ζητήματα αλλά επιμένει ιδιαίτερα  στην αντίθεση του παλιού ανθρώπου με τον άνθρωπο μιας νέας κοινωνίας μέσα από την περιγραφή και τη δράση των σοβιετικών αντιπροσώπων του κόμματος .

« - Δε με καταλάβατε σ. Σπύρο. Η ουσία βρίσκεται κάπου αλλού...Έχετε τους δικούς σας συνοικισμούς, τις δικές σας οργανώσεις, τα δικά σας έθιμα...Στα σπίτια, στους δρόμους, παντού, τον περισσότερο καιρό μιλάτε για τον τόπο σας, τους αγώνες σας, τους συγγενείς σας, που βρίσκονται στην Ελλάδα...Αυτό, απ’ τη μια μεριά, είναι καλό. Έτσι διατηρείτε τον πολιτισμό, τη γλώσσα, τις παραδόσεις σας...Έχει όμως και τα αρνητικά του. Μείνατε μια παροικία κλεισμένη στον εαυτό της. Πέρα απ’ το φράχτη της δεν πάτε να δείτε τι άνθρωποι ζουν, τι όνειρα έχουν, τι αρετές, τι ελαττώματα...Αναπνέετε τον ίδιο αέρα κι αν τύχει και μολυνθεί... Όλες οι εκδηλώσεις σας περιορίζονται στο δικό σας , το εθνικό περιβάλλον. Ούτε  επισκέψεις δεν κάνετε σε οικογένειες ρούσικες ή ουζμπέκικες. Αν εξαιρέσουμε την παραγωγή και το φουτμπόλ, σ’ όλα τα άλλα στεκόσαστε λίγο μακριά απ’τη σοβιετική ζωή...Αυτό κλείνει κινδύνους...
Ο Σοβιετικός άνθρωπος έχει δεσμούς αίματος με τη σοβιετική εξουσία. Είναι η μάνα του που τον γέννησε, τον ανάθρεψε τον προστατεύει με τα στήθια της και τη ζωή της και την αγαπάει σαν τη μάνα του, έστω κι αν έχει ελαττώματα. Κι ωστόσο βρίσκονται και σε μας άνθρωποι, από κείνους που δεν πόνεσαν για τούτο τον τόπο, για τούτο το καθεστώς, ιδιαίτερα νέοι, που πέφτουν θύματα της ξένης προπαγάνδας.»

 Η δουλειά στο εργοστάσιο απαιτεί γνώσεις και οι ήρωες μας έρχονται αντιμέτωποι με μια ακόμη πρόκληση , το σχολείο . Είναι απαραίτητο να παρακολουθήσουν μαθήματα, να μάθουν τη γλώσσα, να διαβάζουν, να γράφουν , να μετρούν, να μάθουν να σκέφτονται πιο σύνθετα, αλλά και για να μπορέσουν να εξελιχθούν στον τομέα της εργασίας και της παραγωγής και να κατανοήσουν τις αλλαγές και τα χαρακτηριστικά του σοσιαλιστικού συστήματος. 
Κάποιοι από αυτούς κατορθώνουν να ξεπεράσουν τις δυσκολίες και πετυχαίνουν  όχι μόνο να διεκδικήσουν μια θέση στο Πανεπιστήμιο , αλλά να εισαχθούν σε αυτό, αλλάζοντας εντελώς τη ζωή τους.
 Ο Μπόσης δείχνει τα  διάφορα προβλήματα που αντιμετώπιζαν   στις διαπροσωπικές τους και κομματικές τους  σχέσεις . Από τη μια οι αγνοί αγωνιστές που προσπαθούν να διορθώσουν τις αδυναμίες τους από την άλλη οι αριβίστες , οι συμφεροντολόγοι που προσπαθούν με διάφορους δόλιους τρόπους να φέρουν το κόμμα στα μέτρα τους. Οι συγκρούσεις στο κόμμα παρουσιάζονται ως προσωπικές αντιπαραθέσεις κυρίως και όχι  ως αποτέλεσμα πολιτικών και ιδεολογικών διαφωνιών και αντιπαλοτήτων που έχουν σχέση με την οικοδόμηση του σοσιαλισμού , τη σοβιετική εξουσία και κοινωνία.

« Είναι κρίμα κι άδικο, σ. Σπύρο, να’ρθουν εδώ άνθρωποι, που στα βουνά της πατρίδας σας έδιναν χωρίς τσιγκουνιά το αίμα τους για μια καλύτερη ζωή, και να φύγουν έστω και ψυχραμένοι. Μιλάω για τους πολλούς, για τους καλούς, γιατί σε τόσους θα είχατε και χαλασμένους. Δεν πρέπει να προχωρήσει το κακό, γιατί τότε θα μπουν στη μέση τα μίση, η έχθρα, η εμπάθεια, θα βλέπουν άσπρο και θα λένε, θα το πιστεύουν κιόλας , πως είναι μαύρο. Ποιος θα φέρνει την πολιτική ευθύνη; Ο απλός κόσμος; Φυσικά όχι. Εσένα κι εμένα θα τραβήξουν απ’ τ’ αυτί κι όχι τον Καστράκη και τα «παιδιά» του..
- Ξέρω πως έχει αδυναμίες, σ. Τιγανένκο, αλλά δεν το χωράει ο νους μου να το πιστέψω, πως ξεκινάει συνειδητά...
- Μπορεί να ξεκινάει από μικροαστισμό και φιλοδοξία. Πάνω απ’ όλα, πάνω απ’ το κόμμα και το σοσιαλισμό βάζει τον εαυτό του και καταφεύγει, όταν συναντάει εμπόδια , σε ενέργειες αντικομματικές, τυχοδιωκτικές, κάποτε και σε ψέματα και  σε καθαρή εξαπάτηση. Αντί να αναλάβει την ευθύνη, πάει να τη φορτώσει σε κάποιον άλλο.»

Πρωταγωνιστικό ρόλο  στην ιστορία έχει ο Στέργιος  ο Σουλιώτης  « ως τα 15-16 χρόνια ζούσε στο χωριό του» « ένα χωριό σκαρφαλωμένο στις κακοτράχαλες πλαγιές της Λάκκας –Σούλι».  Γιδοβοσκός  που η ζωή του δεν είχε ξεφύγει από τα όρια του χωριού του. Οργανώθηκε στην ΕΠΟΝ και στη συνέχεια , στα χρόνια του εμφυλίου, βγήκε στο βουνό. 

« Έφτασε σε τούτο τον τόπο  χωρίς ανησυχίες και χωρίς φιλοδοξίες , με τη συνείδησή του ήσυχη  και την ελπίδα σ’ένα χρόνο , βαριά δυο, να γυρίσει μαζί με τους άλλους στην πατρίδα»

Από την πρώτη στιγμή , παράλληλα με τον αγώνα του Σουλιώτη να προσαρμοστεί στο καινούριο περιβάλλον, να δεχθεί όλες εκείνες τις αλλαγές που θα μεταμορφώσουν τη ζωή του, παρακολουθούμε τη γέννηση του έρωτα του για τη νεαρή σοβιετική, τη Σόνια. Πρωτόγνωρα συναισθήματα αναστατώνουν την καρδιά του ήρωα στη θέα της νεαρής κοπέλας


 « Όμορφη που’ ναι ο δαίμονας!» « Σα νεράιδα!...»

Ο έρωτας αυτός  που βρίσκει το αντίκρισμά του στην καρδιά της Σόνιας κυριαρχεί με διάφορους τρόπους στο μυθιστόρημα . Δεν ακολουθεί μια σταθερή πορεία, αλλά περνά μέσα από διάφορες φάσεις  και κακοτοπιές , έρχεται αντιμέτωπος με τα αντίζηλα αισθήματα ενός άλλου προσώπου σημαντικού στην εξέλιξη της υπόθεσης, του Καστράκη.  Μέσα από όλα τα εμπόδια που συναντά το ζευγάρι , ο συγγραφέας προβάλλει τα προβλήματα που δημιουργεί η διαφορετικότητα των προσωπικοτήτων τους και των ζωών τους , οι αλλιώτικες συνθήκες μέσα στις οποίες μεγάλωσε ο καθένας τους,  αλλά και  πώς η συμπεριφορά της Σόνιας που ενσαρκώνει κατά κάποιον τρόπο το νέο άνθρωπο τον απαλλαγμένο από τις συντηρητικές ιδέες , που αγωνίζεται για την εδραίωση της νέας κοινωνίας,  επιδρά στην αλλαγή της προσωπικότητας του Σουλιώτη « το γίδι’ απ’ τη Λάκκα – Σούλι...έγινε πολιτισμένος, μορφωμένος άνθρωπος»
Παράλληλα με αυτό το  διαφορετικό ζευγάρι, ένας έλληνας και μια ρωσίδα, δρουν ο Σαράβας και η γυναίκα του η Ανθούλα, ο Κεραμής και η Βασίλω. Ο κάθε χαρακτήρας με δική  του δράση  και καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση της κατάστασης στην Πολιτεία.  Πολλά τα ανώνυμα πρόσωπα που αντιπροσωπεύουν το πλήθος  των ελλήνων πολιτικών προσφύγων  και των σοβιετικών εργατών και πολιτών
Τα χρόνια περνούν, οι έλληνες εδραιώνονται. Οι ζωές των περισσότερων αλλάζουν, αλλά πολλές φορές  η νοσταλγία για την πατρίδα έρχεται να τρυπώσει στην καρδιά τους.  Ο νους τους ταξιδεύει εκεί κάτω , κάνοντας συγχρόνως  τις αναπόφευκτες συγκρίσεις του τότε και του τώρα.
Το πέταγμα του νου του Σουλιώτη στο χωριό του , τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς , μπροστά στο παράθυρο  του νέου του διαμερίσματος που σηματοδοτεί την  αλλαγή στη ζωή του δίπλα στη γυναίκα που αγαπά είναι δηλωτική της ψυχικής του κατάστασης

« Κι ο Σουλιώτης καθώς στεκόταν πίσω απ΄το παράθυρο, κρατώντας την κουρτίνα, και σκεφτόταν, κι ανακάτευε τα περασμένα με τα τωρινά, τον εαυτό του με την αδερφή του, αναστέναξε: « Μανούλα μου! Πατερούλη μου! Αδερφούλα  μου!  Τώρα κατάλαβα πόσο φτωχοί είσαστε»
Ο νους του πέρασε όλα τα βουνά της Ηπείρου, πήδηξε στο Γράμμο κι ως το Βίτσι , ήρθε σε τούτα τα μέρη. Σκέφτηκε όλο το δρόμο που περπάτησε, και στάθηκε στην αποψινή βραδιά. Γύρισε ξανά στην πατρίδα, στο μαντρί.  Είδε την αδερφή του να βγαίνει μέσα απ’ τον πυκνό λόγγο, με τα μαλλιά ανακατεμένα. Έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό, σωριάστηκε στο χώμα και, καθώς σήκωνε τον αγκώνα να σκουπίσει τον ιδρώτα, παραμέρισε το χιτώνιο, είχε ξεκαρφωθεί η παραμάνα, και φάνηκαν από κάτω λερωμένα κουρέλια, που σκέπαζαν το αδύνατο κι αχαμνό κορμί της. Γύρισε αλλού τα μάτια του από πόνο και ντροπή κι άκουσε μια γλυκιά φωνή, όλο παράπονο:  « Στέργιο! Στείλε μου ένα φουστάνι!». Κι έσβησε η φωνή της αδερφής κι ακούστηκε  του  πατέρα: « Παιδί μου, τέλειωσε το καλαμπόκι. Αν μπορείς...’ Κι έσβησε και τούτη κι ακούστηκε της μάνας: « Γιόκα μου, σε καρτερούμε. Έλα.» Κι ένιωσε μέσα του ένα αίσθημα τύψης κι ενοχής. Και ξεχείλισε η καρδιά του από πόνο.»

 Σε όλη την ιστορία  γίνεται ένας αγώνας αλλαγών τόσο σε επίπεδο κοινωνίας όσο και σε επίπεδο συνειδήσεων. Γι’ αυτό ο τίτλος  μπορεί να ερμηνευθεί διπλά. Τα ξεχερσώματα  είναι η προσπάθεια  των σοβιετικών να κατακτηθεί η στέπα και να κτιστούν καινούριες πολιτείες  στηριγμένοι στην εθελοντική δουλειά των  σοβιετικών ανθρώπων. Μπορεί όμως  να είναι και η διαμόρφωση του νέου ανθρώπου μέσα από τη διαπαιδαγώγηση  του στις αρχές και τις αξίες της σοσιαλιστικής ιδέας.  Η απαλλαγή από  τα στερεότυπα και τις  αντιλήψεις  που καλλιέργησε ο καπιταλισμός.
Και αυτό το μυθιστόρημα χαρακτηρίζεται για τις πολύ όμορφες περιγραφές του, τους  εσωτερικούς μονολόγους των ηρώων, τις  έντονες ψυχολογικές διακυμάνσεις και εσωτερικές συγκρούσεις και με τις σκέψεις  τους να πηγαίνουν από το παρελθόν στο παρόν  μπορούμε να έχουμε ολοκληρωμένη εικόνα τους.
Η ιστορία τελειώνει με τον Σουλιώτη να κάνει αποτίμηση της ζωής του και να εκθέτει την εικόνα του σοβιετικού ανθρώπου έτσι όπως αυτός την προσέλαβε και την εξομολογείται στην  Σόνια 

« Ο Σοβιετικός άνθρωπος...έμοιαζε με τη μάνα μου, που κατάντησε μια χουφτούλα πετσί και κόκαλο απ’ την πολλή δουλειά και τη μεγάλη στέρηση, με τον πατέρα μου, που έχει τις απαλάμες σκληρές σαν αργασμένο δέρμα κι απ’ τα μαλλιά  ποτέ δεν του απολείπουν τα χώματα, με την αδερφούλα μου, που δεν έχει φουστάνι να φορέσει, και τον αγαπάς σα μεγαλύτερο αδερφό, σα φίλο γκαρδιακό, και τον αγαπάς   ακριβώς γιατί είναι άνθρωπος  και όχι υπεράνθρωπος...»

Ο  Κώστας Μπόσης   ζώντας ως πολιτικός πρόσφυγας  αρχικά στην Τασκένδη  και μετά στη Ρουμανία  είχε προσωπική εμπειρία της προσπάθειας που έγινε στη Σοβιετική Ένωση μετά τον πόλεμο να ανασυγκροτηθεί και να μπορέσει να σταθεί στα πόδια της. Εκείνο που έβλεπε  ήταν η προσπάθεια να προχωρήσει  η σοσιαλιστική ιδέα ξεπερνώντας αδυναμίες και αντιξοότητες. Το μυθιστόρημα αυτό μπορεί να ενταχθεί στη λογοτεχνία  που διαπνέεται από τις αρχές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, σύμφωνα με τον οποίο ο συγγραφέας και η λογοτεχνία πρέπει να εκφράζουν τον νέο άνθρωπο τον επηρεασμένο από τις σοσιαλιστικές ιδέες που γκρεμίζει τον παλιό κόσμο και οικοδομεί τον  καινούριο. Έτσι η λογοτεχνία διαπαιδαγωγεί και διαμορφώνει χαρακτήρες με υψηλά ιδανικά και αξίες και βοηθάει στην επικράτηση των προοδευτικών ιδεών και στη δημιουργία πρωτοπόρων ανθρώπων. Οι λογοτεχνικοί ήρωες αποδίδονται στην ολότητά τους ως πρόσωπα δρώντα θετικά και αρνητικά , αλλά οι βασικοί ήρωες αντιπροσωπεύουν την πλέον θετική εικόνα του ανθρώπου .
 Ο Κώστας Μπόσης  μέσα σε αυτή την καινούρια κοινωνία τοποθετεί τους συντρόφους του μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού , πολιτικούς πρόσφυγες πλέον και μέσα από τη δράση τους και την προσπάθεια προσαρμογής τους δείχνει με καθαρό και τολμηρό τρόπο  τις αντιφάσεις , τις συγκρούσεις ενδεχομένως και τις απογοητεύσεις από αδυναμίες και λάθη είτε του κόμματος είτε των σοβιετικών, που διαμορφώνουν τελικά τους χαρακτήρες τους και τους μεταπλάθουν σε ανώτερους ανθρώπους.
 Μέσα από τα λόγια του Σουλιώτη αισθάνεται την ανάγκη να ευχαριστήσει το Σοβιετικό άνθρωπο για τους αγώνες του και την βοήθειά του σε όλους εκείνους που κατέφυγαν εκεί κυνηγημένοι και τη συμβολή του στην δημιουργία νέων ανθρώπων.

« Κι απόψε που είμαι χαρούμενος κι η ψυχή μου εύφορη – σαν το πλούσιο οργωμένο χωράφι- για λόγια αγάπης, απόψε που κάθε μιζέρια καταχωνιάζεται στις σκοτεινές γωνιές σαν τις νυχτερίδες στα χαλάσματα, όταν τις χτυπάει το φως, θέλω να σας πω ένα ευχαριστώ...»




Κώστας Μπόσης, ...και το τρένο τραβούσε για τα ξεχερσώματα, Σύγχρονη Εποχή , Αθήνα 1998

Η παρουσίαση του μυθιστορήματος  δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο ιστολόγιο
Κώστας Μπόσης


Παρασκευή 25 Μαρτίου 2016

"...οι αγράμματοι και τρεις εκείνοι πολεμιστές, όχι με τη γραμματική και τις "Ελληνικούρες" κέρδισαν τη λευτεριά τους, αλλά με τα καριοφίλια και τις πάλες..."


" Κάποιος ιστορικός ( ιστορικός κατά τον τρόπο που θα εννοούσαμε τα ακρωτήρια ως...άκρες των τυρίων!) μου γράφει ότι τα ιστορικά βιβλία μου συκοφαντούν την επανάσταση του 21, ως όχι εθνικήν, αλλά ως κοινωνικήν.
Αν και ο ταπεινά υποφαινόμενος, δεν αλληλογραφώ με "αμαθόπουλους", εν τούτοις σκέφτηκα ότι επειδή αυτό λέγεται και στα σαλονιακά κουκουβαγία της Αθήνας, μπορεί δε και στα λαϊκά καφενεία προς...διαφώτιση, σας στέλνω τούτο το γραφτό μου, που "άμα τη δημοσιεύσει " του, θα του το ταχυδρομήσω στην σταλείσα μου διεύθυνσή του.
Πράγματι, " υπάρχει ένα πολύ τρομερότερο όπλο από την συκοφαντία - η αλήθεια!" (Ταλλεϋρανδος).
Και η αλήθεια είναι τούτη: Στην Εθνική, λεγόμενη, επανάσταση, τα πράγματα συμβαίνουν ως εξής: Αυτήν, δε την κάνει ο λαός. Εξ εναντίας είναι επανάσταση εναντίον του λαού, προς περισσότερη δούλωσή του και ξεπούλησή του, στα ντόπια και τα ξένα συμφέροντα. Την οργανώνει σοφά, η ιθύνουσα τάξη ( οι γαιοκτήμονες, οι χρηματιστές, το ανώτερο ιερατείο, οι στρατιωτικοί, οι - επιμέρους - πολιτικοί, η βασιλική αυλή - όπου υπάρχει - οι αετονύχηδες του χρήματος και γενικώς, η στο σώμα των λαών επικαθισμένη κρούστα των βδελλών του.)
Και την παρασκευάζουν εν παραβύστω επιτελικά, με επικλήσεις...των ιερών και οσίων του Έθνους! Με πλούσιες χρηματοδοτήσεις της από τις τράπεζες και τους οικονομικά κρατούντας, με κωδικούς αριθμούς και καβαλλιστικά "ιδεογράμματα" της ακριβούς ημέρας και ώρας της εκρήξεώς της, με μυημένους στρατιωτικούς και τινας ιεράρχας και με την φαρισαϊκήν ουδετερότητα των προφεσόρων, των ακαδημαϊκών (όπου υπάρχουν και τέτοιοι) των ακουστών διανοουμένων και των πατρών ασκημομούρων θυγατέρων μετά κλειδοκυμβάλου της ουράς και αυγοτάραχων Κασπίας! Χαβιαροπέψιοι της χώρας ενωθείτε!
Επιτυγχάνουσα ( και σχεδόν επιτυγχάνει, η τέτοια επανάσταση, τον αποσπέρνει με μπαρούτι το λαό και ξεπουλάει με τα τσαρούχια της τη χώρα. Ο τυχόν έχων αντίρρηση στέλνεται στα ερημόνησα προς επιμόρφωση, ή γίνεται αναθεωρός του αυτοεξορίστου τύπου της Τσεχίας, ή μουσικοσυνθέτης, γράφων...και μανιφέστα μπρος στο πιάνο του.
Τέτοιες επαναστάσεις στάθηκαν η βορειοαμερικανική του - ποτε - Ουάσιγκτον που έδιωξε τους Άγγλους και...κάθισε αυτός. Τη συνέχεια τη βλέπουμε στην κατοπινή και σημερινή ιμπεριαλιστική κατάντια της Αμέρικας. Του Κρόμβελ, του Κεμάλ Αττατούρκ και σύξυλες όλες τις αφρικανικές και της Ευρώπης.
Όπου του κόσμου έσκασε κοινωνική επανάσταση, καταπνίγηκε στο αίμα της, όπως των Σπάρτακων της πάλαι Ρώμης, των είλωτων και πληβείων της αρχαίας Σπάρτης και των Αθηνών, όπως στις σύγχρονες των δύο ακραίων μαύρων λαών της Αφρικής και της σοσιαλδημοκρατίας στην Ισπανία του Φράνκο. Και γιατί όχι και της Αστικής επανάστασης των μπουρζουάδων ( μη και του Ροβεσπιέρου εξαιρουμένου), που κυοφόρησαν την αστική αυτοκρατορία του μεγαλύτερου μαχαιροβγάλτη των αιώνων Μεγάλου Ναπολέοντα και ξανάφεραν τη δυναστεία των Βουρβόνων και τις χοροεσπερίδες της ...Παναγίας( = της κας Ταλλιέν) και των μιξοπαρθένων εκείνων εγκυκλοπαιδιστών τα μανιφέστα προς την Αικατερίνη τη Μεγάλη.
Όσο αν ήταν κοινωνική ή όχι η Ελληνική Επανάσταση του 21 θα τα πούμε παρακάτω!


Προηγουμένως είχα πει πώς γράφεται η Ιστορία στην Ελλάδα - μα και σχεδόν και παντού του κόσμου, δεν γράφεται καλύτερα.
Απ' τα μικρά μου νειάτα, τους βλέπω και τους...λιμπίζουμαι στις χαλκομανίες των σχολείων και στις λιθογραφίες των Ημερολογίων Τραπεζών, ή στα πολυτελή περιοδικά τρανών επιχειρήσεων, ως καμάρια και καυχήματα του λαού μας τους "εθνικούς άνδρας" που τα πάντα δώσανε λόγω και πνεύματι στον ...κατά των Τούρκων αγώνα των Ελλήνων του ΄21: Τον Κοραή, τον Καποδίστρια (του πρώην γιατρού του Οθωμανικού Νοσοκομείου και δήμιου των στασιαστών της Κεφαλλονιάς - κατά διαταγή των Άγγλων), τους επτανήσιους λογάδες, τον Διονύσιο Ρώμα, τον Ουγγαρίας και Βλαχίας Ιγνάτιο (τον σφαγέα των 400 Πρεβεζάνων), τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, τον Αντρέα Ζαΐμη ( "Τι Μπραΐμης - τι Ζαΐμης!") τους  Κουντουριώτηδες της Ύδρας, τους " διδαχούς της διασποράς" και όλους τους βαρδαλαμπούμπηδες των μύθων.
Και είναι αυτοί, οι μυχτηρίσαντες τον αγώνα, διότι και διότι αλλά και μη εννοούντες ότι οι αγράμματοι και τρεις εκείνοι πολεμιστές, όχι με τη γραμματική και τις "Ελληνικούρες" κέρδισαν τη λευτεριά τους, αλλά με τα καριοφίλια και τις πάλες.
Αυτά ήσαν τότε για τους Τούρκους "αι πόρπαι της Αλεξοτίσσης", δηλαδή τα κουμπιά της κυρ - Αλέξαινας, όπως μας τα δίδασκε ποτέ γραμματοδιδάσκαλος αρχαιόπληχτος.
Τώρα, κανείς, θα μούλεγε: Να που μαίτρ - ιώτατε κι ελόγου σου, αναγνωρίζεις ότι η επανάσταση δεν ήταν κοινωνική αλλά Εθνική. Θα του απάνταγα: κύριε αμάθιε, αν δεν σ' έδερνε η οκνηρία της σκέψεως θα εννοούσε ότι: αν πρώτα δεν εξοντονώντουσαν οι Τούρκοι, δεν θα πετύχαινε ο αγώνας. Διότι οι Τούρκοι είχαν στρατούς στις πιο επίκαιρες πόλεις και τα κέντρα: στην Τριπολιτσά, στην Κόρινθο, στην Πάτρα και στην Κάρυστο. Στη Χαλκίδα, στη Λαμία και στη Λάρισα. Οι κοντζαμπάσηδες βέβαια δεν είχαν, αλλά ήσαν σύμμαχοι των Τούρκων. Μ' ένα τους κάλεσμα, θα κατάφταναν σύννεφα κονιάρων. Χώρια που και ο Σουλτάν - Χαμήτ, θάστελνε τον ένα μετά τον άλλον τους πασσάδες.
Έτσι, οι πριν ραγιάδες ρίχτηκαν κατά των Τούρκων πρώτα, κι άφησαν για παραπέρα το ακέφαλο και άοπλο κοντζαμπασάδικο κοπάδι: Πουλιά δεν ήταν να πετάξουνε - θα τους περνούσαν όλους εν στόματι μαχαίρας.
Αυτό μως τους στάθηκε μοιραίο. Γιατί τα χρόνια πέρναγαν, και τα λεφούσια της Τουρκιάς δεν πέρναν τέλος. Το ένα μετά το άλλο καταστρέφονταν, μα τα όξω πράγματα σκούρευαν. Η Αγγλία, η Αυστρία κι αυτή η Γαλλία του Ναπολέοντα, κηρύχτηκαν αναφανδόν με το σαρίκι... Έτσι, κατέφτασε στη Πελοπόννησο ο Μπραΐμης, με στόλους και στρατούς υπό αξιωματικούς Εγγλέζους. Και άρχισε το κλάδεμα ανθρώπων τε και δέντρων. Ούτε πουλί πετάμενο δεν φτούρισε στους τόπους. Λιγάκι ακόμα και οι αγωνιστές θα υποκύπτανε. Οι κοντζαμπάσηδες σωνόσαν! Τέλος, μάλλον από εγωστιλίκι αγγλικό κι από τουρκική ηλιθιότητα το Ναυαρίνο επήλθε. Οι Τόρρυδες στο Λονδίνο, μάλωσαν το ναύαρχό τους Κορδιγκτώνα. Αλλά ο πανευρωπαϊκός ενθουσιασμός τον έσωσε απ' τη δίκη.
Έτσι, η χώρα παραδόθηκε στους κοντζαμπάσηδες και πάλι. " Κατήλθε" ο Καποδίστριας - εγκάθετος του Τσάρου. Οι λιγοστοί απομείναντες πολεμιστές, πήραν ξανά τα όρη. Κι οι τσούμπρες κι οι γυναίκες τους, ξανά γινήκαν γκόμενες των πρώτων τους αφεντάδων = των κοντζαμπάσηδων. Μια ακόμα κοινωνική επανάσταση πνίγηκε στο αίμα της, από τον καιρό των Σπαρτιατών και δώθε καμιά δεν πέτυχε. Μόνο η Οκτωβριανή των εργατών των μουζίκων και των φαντάρων στη Ρουσία περισώθηκε. Αλλά κι αυτήν, την έχουν με τους πυραύλους οι Αγγλοαμερικάνοι στο σημάδι...
Σχεδόν σύξυλες και ομοθυμαδές όλες οι προσωπικότητες( διανοούμενοι, πολιτικοί, τσάροι, βασιλείες, κυβερνήτες και ντοκτόροι) όλες συγκροτιτί, έβαλαν κατά του επαναστατημένου '21, ως αναρχικού και καρμπονάρικου ( ο όρος κομμουνισμός δεν είχε ακόμα όνομα) ενώ κι ο Πατριάρχης το αφόρισε για τέτοιο κι αποτέτοιο και μόνο η κοντζαμπάσικη πονηρία το διαβόηζε ως τάχα εθνικό που το προπαρασκεύασαν αυτούνοι.
Ότι η Επανάσταση του '21, μόνον υπό την έννοιαν αυτήν (= την και ενάντια στους Τούρκους όρμησή της), ήταν και εθνική, ήταν κοινή συνείδηση και διαπίστωση πολλών επιτοπίων αυτοπτών ξένων και δικών μας:
" Αλλά πλανάται οικτρά εκείνος που νομίζει ότι ο πόλεμος αυτών των Ελλήνων εναντίον των Τούρκων είναι πόλεμος εθνικός. Τέτοιο πράγμα δεν συμβαίνει, γιατί προς το παρόν λείπουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις. Οι ανώτερες τάξεις δεν έλαβαν καθόλου μέρος μέχρι τώρα, εξαιρέσει κάνα - δυό πριγκίπων, οι οποίοι ίσως ελπίζουν να πάρουν κανένα θρόνο. Οι πιο ευκατάστατοι και οι πιο πλούσιοι Έλληνες δεν υπεστήριξαν τον πόλεμο αυτόν ούτε άμεσα ούτε έμμεσα, υπάρχουν μάλιστα πολλοί απ' αυτούς, οι οποίοι τον αποδοκιμάζουν. Με μελαγχολικό μειδίαμα εδιάβασαν μερικοί στις εφημερίδες για τις πατριωτικές θυσίες, για τις γενναίες συνεισφορές κλπ. Αυτό που πριν από λίγα χρόνια είδαμε εμείς στη Ρωσία και εδώ σ' εμάς στη Γερμανία, δεν το βλέπει κανείς πουθενά στην Ελλάδα. Εκτός απ' αυτή την αναξιόπρεπη αποχή από τον Αγώνα υπάρχει ακόμα και το μεγάλο μειονέκτημα, ότι σ' αυτά τα ασύντακτα πλήθη λείπουν εντελώς τα χρηματικά μέσα. Γι' αυτό τους λείπουν προμήθειες, πολμοφόδια, κανόνια κλπ., αν και τους εφοδίασαν με μερικά Γάλλοι, Ισπανοί, Βορειοαμερικανοί και άλλοι. Είναι γνωστό ότι ο πόλεμος αυτός εξέσπασε στις παραδουνάβιες χώρες πολύ ενωρίς και ελάχιστα προετοιμασμένος. Μερικοί λέγουν ότι έπρεπε να αρχίσει το φθινόπωρο του 1822. Τίποτα δεν είχαν προνοήσει. Έτσι εξηγείται η σύγχυση στη διεξαγωγή των πολεμικών επιχειρήσεων . Αλλ' απ' αυτήν την καλή και ωραία υπόθεση  λείπει - και αυτό είναι πολύ πιο απαραίτητο από το χρήμα, το μπαρούτι, το μολύβι και τα κανόνια - ένα κεφάλι, ένα από τα πνεύματα εκείνα που αυτά μόνο μπορούν να πρωτοπορήσουν με επιτυχία σε κοσμοϊστορικά γεγονότα, που με τη μεγάλη τους καρδιά και με το μεγάλο τους πνεύμα συλλαμβάνουν το μεγάλο, όπως και αυτοί οι ίδιοι ανήκουν στους μεγάλους. Ένας τέτοιος λείπει προς το παρόν πέρα για πέρα ( δόκτωρ Κρίσιαν Μύλλερ απεσταλμένος της μεγάλης γερμανικής εφημερίδας Αλλεμάινε Τσάιτουνγκ - σε ανατπόκρισή του στις 17 Αυγούστου 1821). ( Βλ. Τάσου Βουρνά, " Εντυπώσεις Γερμανού δημοσιογράφου από τον επαναστατημένο Μοριά - 1821" στην "Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά", τ.Ε΄, σελ.260 κ.ε, Δ/τής Μίμης Παπαχριστοφίλου Αθήνα 1961)".
(...):" "...εις τα ταραχάς της Πελοποννήσου διαφαίνεται το εναντίον της κοινωνικής τάξεως ανατρεπτικόν στοιχείον". ( Λόγια του Αλεξάνδρου Α' στον αντιπρόσωπο της Γαλλίας Μονμαρανσύ - Δ.Κόκκινος, τομ. 6, σελ.39, "Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως")".
(...): " " Δεν συμφέρει η εγκατάστασις μιας λαϊκής Κυβερνήσεως εις τα ανατολικά της Ευρώπης" Σατωβριάνδος: "Υπόμνημα δια την Ελλάδα", Παρίσι 1825, σελ.9)".
(...): " Ευθύς εξ αρχής, από δυναστικής ή πολιτικής, η Ελληνική Επανάσταση έγινε κοινωνική"(Ιω. Α.Σπηλιωτάκης: " Η κρίσις", Αθήνα 1874)".
Θεέ μου τι δίπορτο!

Γιάννη Σκαρίμπα, Το '21 και η αριστοκρατία του, Κάκτος 1978

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016

Το φιμωμένο φως (μνήμη Δημήτρη Ραβάνη – Ρεντή)


Γράφει η ofisofi // atexnos

«Στο ταβάνι, στη μέση του μεγάλου κελιού, ένας μεγάλος γλόμπος με φίμωτρο – έτσι λέγανε, φίμωτρο το συρμάτινο προφυλαχτήρα της λάμπας – τον ενοχλούσε. Το δυνατό γυμνό φως περνούσε κάτω από τα κλειστά βλέφαρα, αντιφέγγιζε, δημιουργούσε παράξενες χρωματιστές σκιές, στίγματα…Σκληρό, αμείλικτο κατέβαινε το φως από το μεγάλο φιμωμένο γλόμπο και σκορπιζότανε στο μεγάλο κελί…»

Σκληρό, αμείλικτο το φως όπως η ζωή των ηρώων της συλλογής διηγημάτων του Δημήτρη Ραβάνη – Ρεντή. Συγγραφέας της πολιτικής προσφυγιάς καθώς τα περισσότερα έργα του τα έγραψε στη Ρουμανία ξεκινώντας από το 1949 με το τέλος του εμφυλίου.

Φιμωμένο φως είναι αυτό που εγκλωβίζεται, που φυλακίζεται μέσα στο συρμάτινο προφυλαχτήρα της λάμπας, αλλά είναι και η ζωή που δεν μπορεί να συνεχιστεί, η φωνή που δεν μπορεί να βγει, η σκέψη που δεν μπορεί να εκφραστεί. Εμπειρίες και αναμνήσεις, γεγονότα  και πρόσωπα που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σημάδεψαν και σημαδεύτηκαν από τη συμμετοχή τους  στο κομμουνιστικό κίνημα, στην Εαμική αντίσταση ,στο Δημοκρατικό Στρατό, τις διώξεις, τις φυλακίσεις, τις εξορίες. Άνθρωποι που αναμετρήθηκαν με τις δυνάμεις τους και τις αδυναμίες τους. Οι σκέψεις τους, η ψυχολογία τους, η συμπεριφορά  τους στη διάρκεια του αγώνα αλλά και μετά την ήττα. Συνήθως διαβάζουμε για αυτούς που άντεξαν , αλλά τι έγινε με εκείνους που δεν άντεξαν; Στα περισσότερα διηγήματα ο συγγραφέας γράφει για την αδύναμη πλευρά των ανθρώπων. Η πορεία του πρωταγωνιστή κάθε διηγήματος καθορίζεται από εξωτερικούς και εσωτερικούς παράγοντες. Έτσι άλλοι υπέγραψαν δήλωση και συμβιβάστηκαν, άλλοι δεν άντεξαν και αυτοκτόνησαν, άλλοι έζησαν με συνέπεια , άλλοι κουβάλησαν βαριά μυστικά και άλλοι πέθαναν λαχταρώντας την επιστροφή στην πατρίδα.

Ο συγγραφέας έχοντας προσωπική εμπειρία λόγω της πλούσιας αγωνιστικής του δράσης είναι διακριτικός στο χειρισμό δύσκολων συναισθηματικών και ιδεολογικών καταστάσεων, ρεαλιστικός και βαθιά ανθρώπινος «δίνει κάτι από τη δραματική ατμόσφαιρα της εποχής εκείνης». Οι  εκτιμήσεις του είναι έμμεσες και υπαινικτικές.  Δίνει  στον αναγνώστη τη δυνατότητα να προβληματιστεί και να κρίνει μόνος του τα πρόσωπα και τις πράξεις τους.

Στο πρώτο διήγημα μια ομάδα ανταρτών κατεβαίνει  στις εχθρικές γραμμές χωρίς όπλα μόνο με τα χωνιά. Εκεί , στην αφέγγαρη νύχτα, προσπαθούν να κουβεντιάσουν  με τους φαντάρους. Οι κινήσεις τους ρυθμίζονται από μια άγραφη συμφωνία. Η λαχτάρα τους, η αγωνία τους είναι μήπως ακούσουν κάποιο δικό τους στην απέναντι μεριά…Αυτά, όταν είχε ησυχία.



«Η ομάδα του Ερμή κρύφτηκε στα βράχια. Ο Καρατζοβίτης είχε μείνει στα βράχια. Ο Καρατζοβίτης είχε μείνει μπροστά στα συρματοπλέγματα με το χωνί. Μια σκιά. Από την άλλη μεριά διαφωνούσανε στη διαταγή του λοχία. Η φωνή εκεινού με τα χωρατά ακούστηκε δυνατή, ήρεμη.

– Ασ’ το το πολυβόλο, κυρ λοχία. Κουβέντα κάνουμε, δεν ακούς; Και σε λίγο: μίλα ρε Καρατζοβίτη.

– Ποιος ρώτησε για το σπίτι του Μεγαρίτη;

– Εγώ! ακούστηκε η φωνή πνιγμένη, σαν να έσπασε κάποια χορδή.

– Και γιατί ρωτάς για το σπίτι του Μεγαρίτη;

– Ρε Στάθη, εσύ είσαι;

Από κει δεν μίλησε κανένας. Σαν να κατάπιαν τη γλώσσα τους.

– Ρε Στάθη, εσύ είσαι; ξαναρώτησε ο Καρατζοβίτης του Ερμή κι η φωνή του αντήχησε παράξενα μέσα στο πηχτό σκοτάδι.

Από κει κάποια κίνηση. Κάτι μουρμουρητά βιαστικά, ακαθόριστα.

– Ρε Στάθη εσύ είσαι! βγήκε τώρα η φωνή σαν αγωνία.

Το πολυβόλο άρχισε να κακαρίζει ξαφνικά. Ο Ερμής πρόλαβε και τράβηξε από τα πόδια τον δικό του Καρατζοβίτη, που δεν έλεγε να φύγει από τα συρματοπλέγματα.

Ο Καρατζοβίτης του Ερμή ξαπλώθηκε φαρδύς πλατύς τα μπρούμυτα.

– Ρε Στάθη, εσύ είσαι; έβγαινε η φωνή λες και είχε κάποια χαλασμένη πλάκα γραμμοφώνου στο λαρύγγι του.

Τα πολυβόλα κακάριζαν μέσα στη νύχτα. Έσκασε  κι ένας όλμος κοντά τους. Ο Καρατζοβίτης του Ερμή, αντί να σκεπάσει με τα δυό του χέρια το κεφάλι του, τα’χε φέρει κάτω από τα μούτρα του, σαν μαξιλάρι.

– Ρε Στάθη, εσύ είσαι; ακούγότανε η φωνή του σαν λυγμός.

…Αυτά, όταν είχε ησυχία…»

Η αυτοκτονία της τραυματισμένης και παραμορφωμένης μαχήτριας του Δημοκρατικού Στρατού μετά τη μάχη στο Μαλιμάδι , μέσα στη βάρκα που τη μεταφέρει στο ορεινό χειρουργείο στη σκοτεινή Μικρή Πρέσπα. Αν σου πω σ’ αγαπώ, τι θα κάνεις;

«Άκουσε τον πυροβολισμό ή δεν τον άκουσε ο Λίνος; Δεν θυμάται. Δεν μπορεί να το πει με σιγουριά.

Ήταν, λέει, σαν να κοιμότανε κι έβλεπε όνειρο κι ήταν η Βάσω όχι η τοτινή αλλά αυτή η παραμορφωμένη που σταύρωνε τα χέρια της και τον παρακαλούσε:

“Αν θελήσω να σκοτωθώ μη μ’ εμποδίσεις! Καταλαβαίνεις και μόνος σου, Λίνο , πως δεν μπορώ να ζήσω έ τ σ ι. Σ’ εξορκίζω στην αγάπη που δεν αγαπηθήκαμε, στη χαρά που δεν χαρήκαμε, στη νίκη που δε νικήσαμε, σ’ εξορκίζω, Λίνο, μη μ’ εμποδίσεις! Σ’ αυτά που χάσαμε και σ’ αυτά που περιμένουμε, μη μ’ εμποδίσεις!”

Σαν σε όνειρο»

Τα βιολογικά όρια της αντοχής και η σύγκρουση με τα ιδεολογικά, η πάλη του ένστικτου με την ιδεολογική συνείδηση, ο φόβος μήπως δεν αντέξει στα βασανιστήρια οδηγούν την ηρωίδα του διηγήματος Το φιμωμένο φως  στην αυτοκτονία .

«Με την αγκράφα, από τη ζώνη του παλτού, έκοψε τις φλέβες της…»

Στην εξομολόγηση  τίποτε δεν λέγεται με το όνομα του. Όλα υπαινίσσονται μια πράξη φοβερή, τον αγώνα για την επιβίωση σε τραγικές συνθήκες, την άφεση.

«Ο παπάς είχε σταματήσει για λίγο να ψέλνει. Σήκωσε αργά το κεφάλι και κοίταξε τον ετοιμοθάνατο. Ύστερα το βλέμμα του εξέτασε έναν έναν τους άλλους, που αντιγύρισαν το βλέμμα άφοβοι, περιμένοντας.

– Παπά, κατάλαβες, συνέχισε τον ψίθυρο ο καπετάν Ζαγόρας. Δεκαέξι άνθρωποι πεθαίνανε…έτσι κι αλλιώς ο καπετάν Μαύρος, τον ξέρεις, πέθανε αμέσως…Θα μας έδινε τη ζωή του, είπε, μας δίνει το θάνατό του , κατάλαβες παπα – Μπαρούτα; Εκείνος το ζήτησε κι εγώ έδωσα τη διαταγή, δεν φταίει κανένας άλλος…εγώ τους ανάγκασα να ζήσουν…

Οι άλλοι κοίταζαν στα μάτια τον παπά. Χωρίς να το καταλάβουν στεκόντουσαν προσοχή. Ήταν παράξενο, μα τώρα το θέλανε όλοι. Θέλανε την «άφεση»; Τόσα χρόνια το κράτησαν μέσα τους το βάρος και θέλανε κάπου να το πούνε, σε κάποιον να δώσουν αναφορά. Στο διοικητή; Στον Αρχιστράτηγο; Ίσως πιο Ψηλά!

– Αν είναι αμαρτία το παίρνω απάνω μου, ξανάπε ο καπετάν Ζαγόρας και ρώτησε πάλι, πιο δυνατά αυτή τη φορά, θες απ’ την αγωνία, θες που’ βαλε την ψυχή του όλη, όση τ’ απόμεινε, σ’ αυτό: είναι αμαρτία παπά;

Ο παπα – Μπαρούτας ξεσκέπασε τ’ Άγιο Δισκοπότηρο , πήρε μια κουταλιά μετάληψη κι άπλωσε το χέρι προς τον ετοιμοθάνατο, μουρμουρίζοντας σιγά μα καθαρά, τονίζοντας μια μια τις λέξεις:

– Λάβατε φάγατε!…Αυτό είναι το σώμα μου!»

Ένας παράξενος φαντάρος  σε ένα «σπίτι» απέναντι σε μια «κοινή» γυναίκα . Από τη μια η πόρνη και από την άλλη οι αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας και της μάνας του σε ένα  σπαρακτικό παιγνίδι εναλλαγής σκέψεων και πράξεων.

«- Σας βγάλανε από τη φυλακή για να πολεμήσετε τους συμμορίτες; ρώτησε εκείνη, ενώ τα χέρια της προσπαθούσαν του κάκου να τον συνεφέρουν…Έτσι άκουσα , που λέγανε, σαν μπήκες στο δωμάτιο.

“ Πού θα’ θελα να’ μουνα τώρα”.

Πού θα ΄θελε; Χειρότερα από εδώ δεν θα βρει. Καλύτερα από εδώ, πουθενά! Μόνο αν δεν μιλούσε έτσι συνέχεια η σεμνή…

– Και τι ήτανε αυτό που λέγανε, δήλωση, τι δήλωση λέγανε οι άλλοι;

Δεν πρόλαβε το χέρι της που ήρθε στα μάτια του.

Εκείνη χαχάνισε πάλι.

– Ε, όχι και να κλαις γι’ αυτό δα το πραγματάκι! Άσε και θα συνέλθει, έτσι είναι άμα βγαίνεις από τη φυλακή, άσε και ξέρω εγώ, γιατί έχουν περάσει κι έχουν περάσει από το κρεβάτι μου, άλλο να σ’ τα λέω κι άλλο να τα βλέπεις μοναχός σου! Μα και να μην περάσει, σκοτούρα σου! Μια έγνοια λιγότερη, θα’ χεις!

Γέλασε πάλι, μα τώρα εκείνος το κατάλαβε λίγο ψεύτικο το γέλιο. Το’ κανε για να μην τον πονέσει και μέσα του την ευχαρίστησε.

– Να ντυθώ; ρώτησε εκείνη.

Ο παράξενος φαντάρος δεν απάντησε…

– Να ντυθώ, ε;

Πάλι δεν είπε τίποτα.

-Λοιπόν …ντύνομαι…»

Κονσέρτο για βιολί και ορχήστρα  μετά την αποφυλάκιση. Η ανικανότητα πλέον του βιολιστή να παίξει και το άκουσμα μιας παλιότερης δικής του ερμηνείας τον οδηγεί στην αυτοκτονία.

«Και το παραβάν με τα μεγάλα μπλε, κεντητά τριαντάφυλλα ένα κουβάρι με τον Γκαστόν, το βιολί, το δοξάρι, το αναλόγιο, την παρτιτούρα, το πιστόλι…»

Στάσου να δεις  πώς μπορεί να δικαιολογηθεί ένας δηλωσίας και πώς αναπτύσσει την επιχειρηματολογία της υπογραφής δήλωσης.

«- Να σου εξηγήσω τι θέλω να πω…Ένας υπογράφει τη δήλωση. Μη με κοιτάς έτσι…Βγάλε με από το λογαριασμό και πιάσε λογικά την κατάσταση. Υπογράφει, λοιπόν, δήλωση. Βγαίνει από τη φυλακή και θέλει να αγωνιστεί πάλι. Έρχεται σε σένα και σου λέει…Σύντροφε, συγγνώμη, δεν άντεξα. Το ξέρω πώς έκανα λάθος, το ξέρω πως σας παράτησα εκεί, στη φυλακή κι έφυγα, μα δεν άντεξα!

Έτσι τους είχε παρατήσει κι είχε φύγει , να προλάβει την «Έλλη του», να μην πάρει διαζύγιο. Δεν είναι συντροφικό, βέβαια, ν’ αφήνεις τους άλλους μέσα κι εσύ να τη βολεύεις…

– Στάσου να δεις, τι θέλω να πω…Έρχομαι σε σένα, λοιπόν…Εσύ μου γυρνάς την πλάτη! Κι ο άλλος μου γυρνάει την πλάτη, και μου βάζετε τη ρετσινιά! Δηλωσίας! Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω; Τη δήλωση την ανακάλυψε το βρώμικο κράτος! Τη δουλειά του κάνει, θα μου πείς! Θέλει να σε σπάσει, έτσι δεν είναι; Σε ρωτάω, όμως , πότε σπας; Πότε αρχίζει να υπάρχει ο δηλωσίας; Μη με κοιτάς έτσι! Πάρ’ το σαν γενικό θέμα, πάρε πως εγώ δεν είμαι από κείνους, πως είμαστε δυό σύντροφοι και συζητάμε και…

Κόπηκε στη μέση. Είδε την αντίθεση του άλλου στα μάτια του και αμήχανα σήκωσε το ποτήρι του…»

Η αυτοκτονία είπαν πως ήταν ένα ατύχημα  για να κρύψουν το γεγονός. Η πίεση του συγγραφέα πολιτικού πρόσφυγα να υπογράψει για να επιστρέψει στην Ελλάδα, να αναγνωρισθεί η δουλειά του, να γίνει ο Ένας, οδηγεί το ένα χέρι του στην υπογραφή και το άλλο στο όπλο.

«Τον βρήκε στην κρεβατοκάμαρα, πεσμένο στο χαλί, με το κυνηγετικό του όπλο κοντά του. Άλλη μια ομοιότητα με τον Χέμιγκουαίη!…

Οι εφημερίδες γράψανε πως σκοτώθηκε, καθώς καθάριζε το κυνηγητικό του ντουφέκι – φρόντισε η Ξένια γι’ αυτό – μα η αλήθεια ήταν άλλη.

…Δεν ήταν σίγουρος πως θα’ παιρνε το Νόμπελ…»

Δεν ξέρεις μερικά πράματα …συνήθιζε να λέει ο μπάρμπας όταν τελείωνε την αφήγηση της ιστορίας του για μια σημαντική απεργία, για τη μυστική του δράση, για τους αγώνες του, για το Κόμμα του. Δεν είχε κανένα παράπονο από τη γεμάτη στερήσεις και βάσανα ζωή του παρά μόνο εκείνο της επιστροφής στην πατρίδα.

«“…ανάπαυσον τον δούλον σου Γεώργιον!..”

Γιώργη τον λέγανε; Εμείς τον ξέραμε «μπάρμπα». Ύστερα περνάμε ένας ένας από την πλάκα που γράφει και τ’ άλλο του όνομα: ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΛΕΥΡΑΣ. Κι άλλες πλάκες γύρω και σταυροί με ονόματα…

Και από κάτω: πολιτικός πρόσφυγας – για να ξεχωρίζουν οι ντόπιοι νεκροί από τους Έλληνες.

Κι εμείς όρθιοι, όλοι,  δε λέμε να φύγουμε. Με τα μάτια καρφωμένα στις πλάκες. Ακούμε τη βροχή. Και τον τελευταίο ψίθυρο, του μπάρμπα.

“ Ένα παράπονο έχω, μωρέ! Να πεθάνω στην πατρίδα!…”

Όσο ν’ ανάψει το πράσινο με το πόδι στο πεζοδρόμιο αντικρίζοντας το πρόσωπο του οδηγού του  γυαλιστερού αυτοκίνητου που φρέναρε μπροστά του πέρασε η ζωή του από μπροστά του. Το ίδιο συνέβη και στο οδηγό του αυτοκινήτου που αναγνώρισε το πρόσωπο του παλιού συναγωνιστή του. Διαφορετικοί οι δρόμοι τους, ο ένας πετυχημένος, τακτοποιημένος και ο άλλος μόλις είχε βγει από τη φυλακή. Τι ορίζει τελικά την πορεία μιας ζωής; Η τύχη ή η ιδεολογική επιλογή ;

«Στη φυλακή, στην αρχή, λέγανε πως θα κάνουνε τα σπίτια Μουσεία. Όπου είναι, λέει, γραμμένα γράμματα για τη λευτεριά, για τους φασίστες που πάτησαν τον τόπο, θα τ’ αφήσουνε, λέει, έτσι, και κάθε χρόνο θα στεφανώνουνε το μέρος. Ύστερα κατάλαβαν πως αυτό δεν μπορεί να γίνει. Αν το κάνανε, δεν θα μπορούσανε να χτίσουνε τίποτα καινούριο.

Δεν μπορούσε να πει ότι δεν ήξερε πώς ακριβώς έδειχνε  η Αθήνα, τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια που είχε να πατήσει το πόδι του στους δρόμους της. Ήξερε για τον «οικοδομικό οργασμό», ήξερε για τις μεγάλες πολυκατοικίες, τα ξενοδοχεία που’χαν πλημμυρίσει τις συνοικίες, από τα Τουρκοβούνια μέχρι κάτω τις αχτές. Τα ‘ ξερε, αλλά, να, του κακοφάνηκε που τα’δε.

Ήταν εκείνος ο φθόνος:

«…Εμείς στα σύρματα, κι αυτοί…»

Ποιοι «αυτοί»; Ποιοι ήταν «αυτοί», που , όταν «εμείς στα σύρματα», εκείνοι χτίζανε, τρώγανε, γλεντάγανε, κοιμόντουσαν, ξύπναγαν και ξανακοιμόντουσαν για να ξυπνήσουν και να ζήσουν και την άλλη μέρα; Κόσμος και κοσμάκης, θα πεις. Ως κι η αδερφή του και η μάνα του, κι ο

αδερφός του: « …Και σε παρακαλούμε, να μας στείλεις ένα πληρεξούσιο με την υπογραφή σου, θεωρημένη από τη διεύθυνση της φυλακής, ότι δέχεσαι να δοθεί το σπίτι μας με αντιπαροχή για να χτιστεί πολυκατοικία. Ο πατέρας επιμένει και δεν εννοεί να γίνει αυτό χωρίς τη δική σου τη γνώμη, που θα’ χεις , βέβαια, και το μερτικό σου.»

Αυτό σημαίνει πως κάποιος απ’ όλους είχε αντίρρηση. Ο αδελφός του; Η αδελφή του; Αλλιώς γιατί να του γράψουν ότι ο πατέρας «επιμένει και δεν εννοεί να…»

Έκανε πως δεν νοιάζεται κι έγραψε:

«…Τη συμφωνία μου και την υπογραφή μου σάς την στέλνω, μα εμένα να μη με λογαριάσετε για μερτικό. Άμα βγω έξω, θα ξέρω να ζήσω και να φιάξω αυτό που θα μου χρειαστεί. Σας αγαπώ…»

Ο Δημητράκης  μια ιδιότυπη μορφή , επανέρχεται με τρυφερότητα στη μνήμη του συγγραφέα

«Φορούσε πάντα μια χλαίνη μακριά, που σερνότανε στο χώμα, και στη λάσπη. Πολλή λάσπη εκεί στη Γιουγκοσλαβία, στο Μπούλκες, που είχαν βρει άσυλο, οι πρώτοι πολιτικοί πρόσφυγες, το 1945.

Κι όπως η κάθε μεγάλη πόλη, έχει τους τύπους της, είχε κι αυτό το χωριό του δικούς του. Ένας ο Δημητράκης.

Τα μανίκια της χλαίνης κρεμόντουσαν μια δυο πιθαμές μακρύτερα από τα χέρια. Κοντός, αδύνατος και πάντα αξύριστος. Κι η χλαίνη ταλαιπωρημένη και τσουρουφλισμένη σε πολλές μεριές.

– Κύριέ μου, είχα στη βιβλιοθήκη μια έκδοση του Μπωντλαίρ, σπάνια.

Μια έκδοση του Μπωντλαίρ! Γι’ αυτό, είπα, «τύπος» – τρελός! Ακούς, Μπωντλαίρ στο Μπούλκες! Εδώ οι άλλοι αφήσανε τα χωράφια τους, άλλοι το σπιτικό τους, κι ο Δημητράκης παραπονιέται για τη σπάνια έκδοση.

Και κρυώνει…

…Πέθανε το ’65 από καρκίνο. Η «οργάνωση» έκανε ενέργειες να τον πάνε στον Βόλο τουλάχιστο τώρα, νεκρό, μα η ελληνική Κυβέρνηση δεν έδωσε την έγκριση.

Δεν ξέρω αν βάλανε και τα βιβλία του στον τάφο. Αν όχι, ο Δημητράκης θα γυρίζει με τη μακριά του χλαίνη στον παράδεισο και θα ρωτάει τους αγγέλους αν έχουν διαβάσει Μπωντλαίρ. Και θα προσέχει τα χέρια του θα τα φυλάει για αργότερα, μέσα στα μακριά μανίκια.

Και θα κρυώνει…»

Πόσο αντίπαλοι  ήταν οι δυο άνδρες που βρέθηκαν με μια παρέα κυνηγών στις Πρέσπες να αναζητούν το ύψωμα 825; Στην Αντίσταση ο ένας ήταν στον ΕΔΕΣ και ο άλλος στον ΕΛΑΣ. Στον Εμφύλιο ο ένας φαντάρος στον Εθνικό Στρατό και ο άλλος αντάρτης στο Δημοκρατικό Στρατό. Είχανε τα «δικά τους»

«Δεν μπορείς να πεις πως ήτανε φίλοι φίλοι, μα σεβόντουσαν ο ένας τον άλλον και ποτέ για τίποτα δε μάλωσαν στην παρέα. Αντίθετα, θα’ λεγες πως είχανε κάτι αόρατες κεραίες που τους κάνανε να συνεννοούνται. Κοιταγόντουσαν, χαμογελούσανε, και σωπαίνανε. Αυτό όταν οι άλλοι μαλώνανε για τα «πολιτικά»…

…Εκείνο το βράδυ, το 1948, που’χε πιάσει απότομα η παγωνιά, είχαν έρθει στα χέρια. Δε δούλευαν ούτε τα κινητά ουραία – είχαν παγώσει και τα λάδια και τα γράσα. Ύστερα μαζεύτηκαν στο αμπρί, όλοι κι οι από δω κι οι από κει, άναψαν μια μεγάλη φωτιά κι έκατσαν γύρω να ζεσταθεί το κόκαλό τους. Το κρύο χτύπαγε στο κεφάλι. Ένα σιδερένιο στεφάνι που όλο έσφιγγε, έσφιγγε να σου τινάξει τα μυαλά στον αέρα.

– Ωστε ήσουνα κι εσύ εκεί; ρώτησε ο Στέργιος.

Πού να σε γνωρίσω με τα γένια!..

Τα χαράματα οι αντίπαλοι χωρίστηκαν, έπιασε ο καθένας τη θέση του κι άρχισε η μάχη…

Εκείνη τη φορά το «825» το είχανε πάρει οι αντάρτες.»

Οι τύψεις για τις καταδόσεις εαμιτών στα χρόνια της Αντίστασης χρόνια μετά του  δημιουργούσαν εφιάλτες και του έφερναν αϋπνίες.

«Οι αϋπνίες τον είχαν εξαντλήσει. Αυτό είπε η γυναίκα του στους νοσοκόμους που ήρθαν και τον πήραν, ένα βράδυ που είχε βγάλει ένα ουρλιαχτό που σήκωσε όλο το σπίτι στο πόδι.

Είχαν δίκιο όλοι όσοι του’ λεγαν πως «δεν είναι για τέτοια πράγματα». Να τώρα, εκείνο που είχε καλό μέσα του, βρήκε αυτό το δρόμο για να εκδηλωθεί: την τρέλα.»

Μια ιστορία αγάπης σε μορφή στιχομυθίας κλείνει τη συλλογή.

– Το κάνανε επίτηδες Στέλλα!

– Σ’ αγαπώ, Σώτο.

– Το κάνανε επίτηδες και σε στείλανε σ’ άλλο τάγμα για να μας χωρίσουνε.

– Σ’ αγαπώ, Σώτο.

– Μια μέρα θ’ ανταμώσουμε Στέλλα κι ας είναι αργά, κι ας κρατάμε μπαστούνια…

– Σ’ αγαπώ, Σώτο.

– Θ’ ανταμώσουμε στην Αθήνα μας, στην Πλατεία Συντάγματος.

– Σ’ αγαπώ, Σώτο.

– Θα κρατιόμαστε από το χέρι και κανένας δε θα μπορεί να μας χωρίσει.

– Σ’ αγαπώ, Σώτο.

– Τα χέρια μας θα’ ναι σαν ένα.

– Σ’ αγαπώ, Σώτο.

– Θα πάρουμε σβάρνα τους δρόμους, τα πάρκα, τις ακρογιαλιές.

– Σ’ αγαπώ, Σώτο.

– Το βράδυ θα κρυβόμαστε σ’ ένα μεγάλο δωμάτιο.

– Σ’ αγαπώ, Σώτο.

– Σ’ ένα μεγάλο δωμάτιο κάτασπρο.

– Σ’ αγαπώ, Σώτο

– Άσπροι τοίχοι, άσπρο ταβάνι, άσπρα πατώματα, άσπρες πόρτες, άσπρα παράθυρα.

– Σ’ αγαπώ, Σώτο.

– Άδειο!

– Σ’ αγαπώ, Σώτο.

– Μόνο ένα άσπρο κάτασπρο σεντόνι στη μέση, να το χτυπάει ο άσπρος ήλιος απ’ τ’ άσπρο παράθυρο.

– Σ’ αγαπώ, Σώτο.

– Και θα ξαπλώσουμε οι δυό μας, όπως τότε, κάτω από τα πλατάνια, στο Βέρμιο.

– Σ’ αγαπώ, Σώτο.

– Με τα κλαριά τους ενωμένα, πάνω, ψηλά, στον ουρανό.

– Σ’ αγαπώ, Σώτο.

– Θα πάρω ασβέστη, πολύ ασβέστη και θα το βάψω κάτασπρο.

– Όχι, το σπίτι θα το βάψω εγώ.

– Σ’ αγαπώ, Στέλλα.

– Θα πάω στον μπακάλη της γειτονιάς και θ’ αγοράσω πέντε κιλά ήλιο.

– Σ’ αγαπώ, Στέλλα.

– Λες να φτάσουν πέντε κιλά ήλιος για τ’ άσπρισμα;

– Σ’ αγαπώ, Στέλλα.

– Θαρρώ θα φτάσουν πέντε κιλά ήλιος και για τους τοίχους, και για τα πατώματα και για το ταβάνι.

– Σ’ αγαπώ, Στέλλα.

– Μόνο μην κάνει πολλή ζέστη.

– Σ’ αγαπώ, Στέλλα.

– Για σκέψου! Πέντε κιλά ήλιος.

– Σ’ αγαπώ, Στέλλα.

– Μήπως θα’ ταν καλύτερα να το βάψουμε με φεγγάρι;

– Σ’ αγαπώ, Στέλλα.

– Θα’ ναι, όμως, κιτρινωπό, ε;

– Σ’ αγαπώ, Στέλλα.

– Μόνο που’ σαι μικροαστός και διανοούμενος.

– Σ’ αγαπώ, Στέλλα.

– Διάβασες πολύ και τα μπέρδεψες.

– Σ’ αγαπώ, Στέλλα.

– Ο κομμουνισμός δεν είναι αυτό, δεν μπορεί να είναι αυτό.

– Σ’ αγαπώ, Στέλλα.

– Εγώ, λέω, θα’ ναι να μπορείς να πηγαίνεις στον μπακάλη και ν’ αγοράζεις πέντε κιλά ήλιο ή πέντε κιλά φεγγάρι να βάψεις το σπίτι σου.

– Σ’ αγαπώ, Στέλλα.

– Σ’ αγαπώ, Σώτο.

– Πάρε το μπαστούνι σου…

– Πάρε το μπαστούνι σου…

– Να δούμε αν φέρανε ήλιο στα μαγαζιά.



Δημήτρης Ραβάνης  – Ρεντής, Το φιμωμένο φως. Διηγήματα. Κέδρος 1978

Εξώφυλλο και εικονογράφηση: Κυριάκος Κυριακίδης
Ο Δημήτρης Ραβάνης – Ρεντής έφυγε από τη ζωή στις  21 Μαρτίου 1996