Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016

Το μέλλον σε τολμηρές εικόνες

Φαντάζομαι μετά 5 ή 50 χρόνια
σπίτια και μαγαζιά ανθισμένα
σίγουρα φώτα και πολύχρωμες σημαίες
πλυμένα μ' άρωμα  σαν αυτό που μεταφέρουν άνοιξη καλοκαίρι
τα λεωφορεία του μπάτη στις παράλιες πόλεις.
Διαβάσεις δίχως τις παγίδες που ρημάζουν
και τις καταπακτές που εξαφανίζουν τις ελπίδες
πλατείες  και πάρκα χωρίς αχρείαστες προτομές
πλατείες και πάρκα ρεκλάμες του έρωτα και της ανυποψίας.
Ανάμεσα σε δύο  νέους καθισμένους σε παγκάκι
φρεσκοκομμένους γυάκινθους
δυο κιθάρες και δυο βιολιά.
Ανάμεσα σε δαχτυλογράφα κι ασπριτζή 
καθισμένους σ' ένα κάθισμα διπλό
λεωφορείου που πάει στο Κατσιπόδι ή στο Βραχώρι
σιγουριά
του τύπου που παράγει στους αγρότες
το ουράνιο τόξο πάνω από χωράφι
με χαλασμένα σπαρτά.
Ανάμεσα σε δυο πεύκα στην αυλή του σχολείου
πίδακα με το πρόσωπο πιτσιρίκου
ξεκαρδισμένου στα πιο γλυκά στα πιο ασημένια γέλια
κι απέναντι ομάδα μαθητών κι ο δάσκαλος
να παραδίνει ωδική και ιστορία.
Ανάμεσα στις άγνωστες παρέες
συνομιλίες τρυφερές κι ανοιχτές αγκαλιές.
Στα δωμάτια των Ποιητών τον αυγουστιάτικο ήλιο
να παίζει το "σκοινάκι" βγάζοντας τη γλώσσα του
σε αποτσίγαρα βιβλία χαρτιά περιοδικά μολύβια εφημερίδες
φλιτζάνια του καφέ κ' υπόλοιπα της νύχτας
και στους απέραντους βηματισμούς των Ποιητών
που προσπαθούν ν' ανατινάξουν τα δωμάτια.
Φαντάζομαι μετά 5 ή 50 χρόνια
τα πράγματα τη γη και τα κορμιά
βαμμένα με το νέο χρώμα
φαντάζομαι μετά 5 ή 50 χρόνια
για να σας προξενήσω διάθεση για τραγούδι
για να σας προξενήσω φωτιά στην καρδιά
για να σας σπρώξω αντίπερα να φορέσετε τη λευτεριά.

                                                          Θωμάς Γκόρπας

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!

Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2016

Χιονοθύελλα στο Αιγαίο


Η δασκάλα, που φέτος το Μάη θα κλείσει εικοσιτεσσάρω χρονώ, τυχαίνει πρώτη φορά τέτιον αγριόκαιρο. Παρόμοιες κακοκαιριές είναι πολύ σπάνιες σε τούτα τα κλίματα. Θυμάται, πριν από πολλά χρόνια, την πρώτη φορά που είδε να πέφτει από τον ουρανό ένα άσπρο πράμα. Κάτι βολαράκια άσπρα και σφιχτά. Το Φιφιό, τ’ αδερφάκι της, που πέθανε αργότερα, το πήρε για ρύζι. Έτρεξε μέσα φωνάζοντας:
- Ρύδι! ρύδι! πέφτει από τον ουρανό…
Άμα χάθηκε μάλιστα το παιδί, για πολύν καιρό ύστερα η μητέρα της βούρκωνε, άμα μαγειρεύανε φαΐ με ρύζι, ή άμα φέρνανε την κουβέντα του.
Το Φιφιό το νόμισε ρύζι, κι αυτή το νόμισε χιόνι.
- Είδα επιτέλους χιόνι!
- Δεν είδες χιόνι, της είπε ο πατέρας της. Χαλάζι είδες. Δε βλέπεις που χτυπάνε στα τζάμια; Το χιόνι είναι καλοκάγαθο πράμα. Αγαπά τους ανθρώπους. Ακουμπάει απάνω τους ευγενικά, με συστολή. Αν είσαι καλά μπαμπαρολιασμένος κ’ έχεις κλειστά τα μάτια, ούτε το παίρνεις είδηση, πότε στρώνεται στον ώμο σου.
Τούτο όμως είναι χιόνι αληθινό και μπόλικο. Σκεπάστηκε ο κόσμος. Και καθώς οι άνθρωποι είναι αμάθητοι, κοντεύουν να τα χάσουνε. Στην αρχή τους άρεσε και γελούσαν. Τα παιδιά δεν μπόραγες να τα συμμαζέψεις. Χτυπούσε το κουδούνι, δεν πάει να χτυπούσε. Δε χαμπαρίζανε. Ένα – ένα έπρεπε να τα παίρνει η δασκάλα απ’ το χέρι να τα μπάζει μέσα.
Τώρα οι ανθρώποι έχουν τρομοκρατηθεί με τούτη την πρωτοφανίστικη κοσμοχαλασιά. Παραπλήθυνε το χιόνι και φοβούνται μην τους κουκουλώσει. Οι δρόμοι ξεχείλισαν. Αν κάμεις να βγεις, βουλιάζεις ως τη μέση. Κλείσανε τα μαγαζιά. Τι να πουλήσουν; Τα ζώα, τα κάρα, τ’ αυτοκίνητα, που κουβαλούσαν από τα χωριά τ’ αυγά και το γάλα, τα κουνουπίδια και τα σέλινα, τα πορτοκάλια και τα λεμόνια σταμάτησαν. Το τελωνείο και το λιμάνι ξεκουράζονται. Όλοι ξεκουράζονται. Ψυχή δε βλέπεις στους δρόμους. Μόνο πουλιά. Το χιόνι κυβερνάει ανεμπόδιστα τη φύση και τους ανθρώπους. Ξεσηκώνεται μια από δω και σωριάζεται κει. Ανεβαίνει στα δέντρα και στις σκεπές και τα φορτώνει όσο σηκώνουν. Μα όση ώρα το λέμε. Ύστερα το μετανοιώνει. Το παίρνει ο ανεμοστρόβιλος και το σκουπίζει στο άψε – σβήσε. Έρχεται και φτιάχνει ένα άσπρο βουνό από τούτη τη μεριά του δρόμου. Η άλλη γυαλίζει εφτακάθαρη. Μοιάζει τότες το χιόνι με κείνον το δήμαρχο, που’ φτιαξε το πεζοδρόμιο μόνο από τη μεριά της γκόμενάς του. Τα απογυμνωμένα τώρα κλαριά ξετιναγμένα απ’ το χιόνι φαντάζουν κατάμαυρα. Τα παιδιά ως κι αυτά εξαφανίστηκαν. Βλέπουν το χιόνι να στροβιλίζεται ανάμεσα από τα θαμπά τζάμια.
Η δασκάλα, άμα η χιονοθύελλα παραδυναμώνει, φοβάται πως θα του πάρει τη σκηνή – του ανθρώπου της, που βρίσκεται στην εξορία. – Άμα ο αγριόκαιρος κάνει να καλμάρει, και το χιόνι στοιβάζεται μαλακά, η δασκάλα φοβάται, πως η σκηνή δε θα βαστάξει το βάρος, και θα πέσει να τον σκεπάσει. Άμα σταματάει το χιόνι, ο αέρας που φυσάει, είναι γεμάτος νερό· γεμίζει πόνους τα κόκκαλα. Η γιαγιά της δασκάλας δεν το κουνάει από το μαγκάλι. Σκαλίζει τη φωτιά, τεντώνει με κόπο τα πόδια της, πότε το ένα πότε το άλλο, υποβαστάζοντάς τα με τα χέρια, τρίβει τους αρμούς και βογγάει. Μα ο άνθρωπός της; Τότε που ο αέρας κουβαλάει νερό, η δασκάλα συλλογιέται τα αδύνατα του πλευρουδάκια. Που μάζευαν νερό και μέσα στο κατακαλόκαιρο. Της γράφει. « Πάω καλά…Κι ο πυρετός μου είναι χαμηλός…»
Τα καΐκια είναι μέσα στο λιμάνι γερά δεμένα, με αλυσίδες, στους σιδερένιους πασάλους. Τραντάζουνται από την τρικυμία, μα οι αλυσίδες κι οι πάσαλοι αντιστέκουνται. Οι βάρκες όλες κοιμούνται στρωματσάδα, αραδιασμένες στην αμμουδιά. Μα άμα τα καΐκια είναι δεμένα, ποιος θα πάει φαΐ και ρούχο, πώς θα φτάσει ο γλυκός λόγος στους ανθρώπους, που σιγολυώνουνε στα ξερά βράχια;



Η δασκάλα πάντα μπαίνει στην τάξη χωρίς να πάει καθόλου κατά την έδρα. Εκεί απάνω ανεβαίνει αριά και πού. Πρέπει νάναι πολύ κουρασμένη. Και η ψυχή της νάναι κι αυτή πολύ κουρασμένη. Αλλιώς θέλει νάναι ανεκατεμένη  με τα παιδιά. Βάζει την καρέκλα της στο διάδρομο, ανάμεσα στις δυό σειρές τα θρανία. Αναπαύει έτσι τα πόδια της από την ορθοστασία. Η καρδιά της όμως, που είναι φρέσκια, συγχωνεύεται με το τρελό κέφι των μικρών. Μόνο σε πολύ δύσκολες ώρες ανεβαίνει κι αποξενώνεται σε κείνο το παγερό βάθρο. Τότε έχει την εντύπωση πως είναι ο Ύψιστος, που εγκαταλείπει το ποίμνιό του στην τύχη του, κι ανεβαίνει στον ουρανό.
Εκεί στο διάδρομο των θρανίων έχει στα δεξιά της, σχεδόν ακουμπάει πάνω της, τη Δωρούλα. Έχει κι αυτό τον πατέρα του εξόριστο στο ίδιο μέρος. Η Δωρούλα συχνά, στα ξαφνικά και στ’ αναπάντεχα, φέρνει στο σκολειό τον πικρό αέρα της εξορίας, που αναδύεται μέσα στο σπίτι τους.
- Γράθηκαν οι κάλτσες μου και τα παπούυτσια μου! πετάγεται η Ευτέρπη.
- Η μαμά μου, λέει η Δωρούλα, έκανε το πρωί το σταυρό της, κ’ έλεγε: καλά που πρόλαβε ο πατέρας σου και πήρε τις κάλτσες που του’ πλεξα.
« Εγώ δεν πρόλαβα! Στο σπίτι κάθεται το δέμα…», λέει κ’ η δασκάλα στον εαυτό της, και κουνεί σκοτεινιασμένη το κεφάλι.
Η δασκάλα αγαπάει την Ευτέρπη γιατί’ ναι αλλοίθωρο. Την Αντιγόνη γιατί παιδεύεται πολύ στην αριθμητική. Το Δημητρό γιατί χώρισε η μάνα του κ’ έφυγε και το παράτησε. Το Νίκο, τον Κωστάκη, τον άλλο Νίκο, τον ψηλό…τη Φωτεινή…γιατί έρχουνται κουρελιασμένα και μυρίζουν ξενηστικομάδα… Τον Παντελή γιατί’ ναι κρίμα τόσο μικρό να το ποτίζουνε δηλητήριο: « Όλους θα τους ξεκάμει ο πατέρας μου…» - είναι αστυνομικός ο πατέρας του Παντελή. Τη Δωρούλα τη βλέπει αλλιώς. Πώς; Δε μπορεί καλά να το ξεκαθαρίσει. Μόλις ανοίξει η Δωρούλα το στόμα της, η καρδιά της δασκάλας κάτι παθαίνει.
- Η μάνα μου άκουσε να λένε στο ράδιο, πως πρέπει να βγάλουνε τον μπαμπά μου και τους φίλους του από τη χαράδρα. Τι ναι η χαράδρα, δασκάλα, σκοτεινό πηγάδι;
- Όχι, Δωρούλα μου, δεν είναι πηγάδι. Ύστερα που έχομε ιχνογραφία, θα σας φτιάξω μια χαράδρα στον πίνακα.
- Θα τη ζωγραφίσουμε κ’ εμείς;
- Όποιος θέλει. Ξέχασες πως είναι Τετάρτη, και την Τετάρτη ζωγραφίζει το καθένα σας ό,τι θέλει; Μα τώρα φτάνει. Κόβετε τα χαρτάκια σας χωρίς φασαρία.
Τα παιδιά συνεχίζουν τη χειροτεχνία. Της δασκάλας ο νους καρφώθηκε στη χαράδρα. Τους διορθώνει τα χαρτονάκια, τους ανοίγει τις τρύπες. Αλλάζει τα χρωματιστά μολύβια, μα η χαράδρα μένει χαράδρα.
Πριν τέσσερα χρόνια, κι ούτε σωστά, τον Αύγουστο, είχαν πάει στη « Χαράδρα του Απόμερο». Ψηλή, τετράψηλη όχθη από τη μια μεριά. Τετράψηλη όχθη, από την άλλη, σκεπασμένες κ’ οι δυό από πυκνές αναριχητικές περιπλοκάδες. Ανάμεσα ήταν το ποτάμι, φαρδύ. Κυλούσε ήρεμα. Και τόσο μόνο, όσο για να γίνεται ο τόπος δροσερός. Για να γεμίζει πικροδάφνες και πουλιά. – Είχαν βρει και μια φωλιά, που ο άνθρωπός της την έκοψε προσεχτικά και της τη χάρισε:
- « Κράτα την σύμβολο, ωσότου γυρίσω από το στρατό και φτιάξουμε τη δική μας». – Για να γεμίζει βότσαλα και μουρμουρίσματα…Ο Απόμερος το χειμώνα μόνο είναι ποτάμι. Το καλοκαίρι γίνεται πολλά – πολλά ρυάκια – που κυλούν ανάμεσα από πλατάνια και βράχια. Μείνανε όλη μέρα. Είπαν – είπαν…
- Δύσκολοι καιροί για μας…Το Νοέμβριο επιστρατεύομαι. Θα μου δόσουν όπλο; Με ξέρουν. Δυνατότητες για να φύγω στο βουνό δεν υπάρχουν τώρα…Το καθήκον μας θα το κάμουμε πια επιστρατευμένοι. Περπατούσαν  ξυπόλυτοι. Δροσίζουνταν στο νερό, και το βράδυ γύρισαν πεζοί. Τότε ήταν η πρώτη φορά, που η δασκάλα έβλεπε από κοντά, τη ζούσε, τη λέξη: « χαράδρα» και την αγάπησε σαν την πιο γλυκιά λέξη.
- Έτσι είναι η χαράδρα. Λέει τώρα την ώρα της ιχνογραφίας η δασκάλα, ενώ ζωγραφίζει στον πίνακα.- Δε φτιάχνει όμως τη « Χαράδρα του Απόμερου». Αυτή πια έχει μεταβληθεί σε όραμα, που υπάρχει μόνο στις ονειροφαντασίες.
- Πάντα, παιδιά, οι χαράδρες είναι ανάμεσα σε δυό υψώματα. Ανάμεσα σε λοφοσειρές, σε βουναλάκια πετρώδικα…
- Και δεν έχει, λέει η μάνα μου, προσθέτει η Δωρούλα, μήδε δέντρα, μήδε νερό τρεχάμενο, μήδε χορτάρι, είναι ένα ξερό πηγάδι με φίδια και σαύρες.
Η « Χαράδρα του Απόμερου» σαν φωτεινός προβολέας ανάβει και σβήνει στη σκέψη της δασκάλας. Μέσα της κυριαρχεί η μαύρη εικόνα της εξορίας, με τη ματοποτισμένη χαράδρα.
Για τη Χαράδρα, χαρακτικό του Γιώργου Φαρσακίδη από το Λεύκωμα Μακρόνησος

« Πέτρες, ουρανός, ανυδριά, βασανιστές», λέει η δασκάλα στον εαυτό της…
Απ’ όλα τα παιδιά  μονάχα  η Δωρούλα ζωγράφισε τη χαράδρα. Τ’ άλλα ζωγράφισαν πουλιά, σκολειά, αυτοκίνητα, γλάστρες…Η Δωρούλα την έφτιαξε πολύ παραστατικά. Όπως την είχε κάνει η δασκάλα στον πίνακα. Βαθιά πολύ. Με βουνά και βράχους να τη ζώνουν. Μόνο πως στην κορφή του ψηλότερου βουνού η Δωρούλα έφτιαξε ένα σπιτάκι. Του βαλε και στη σκεπή μια σημαία. Η δασκάλα τριγυρίζει και κοιτάζει τα σχέδια των παιδιών.
- Βλέπεις, δασκάλα, λέει η Δωρούλα, και δίνει εξήγηση, έφτιαξα ψηλά – ψηλά το σπιτάκι, που θα πάνε τον πατέρα μου, άμα θα τον βγάλουν απ’ το πηγάδι…
Η δασκάλα δεν είπε τίποτε στον εαυτό της.
Καρφώθηκε το βλέμμα της στο κεφαλάκι του παιδιού. ύστερα το περπάτησε στο σχέδιο, στο σπιτάκι, και πάλι στο κεφαλάκι της Δωρούλας, που ήτανε καταχαρούμενη για το σπιτάκι της.
- Δε θα το σβήσω, δασκάλα, για να το δει η μάνα μου να ευχαριστηθεί…
Η δασκάλα κατάφερε και συγκρατήθηκε.
- Ήρθε, παιδιά, τους είπε με ραγισμένη φωνή μα αλλάζοντας κουβέντα, διαταγή, επειδή είναι πολύ το κρύο, να μην έρχεστε στο σκολειό. να κλειστείτε στα σπίτια σας! Μην τριγυρνάτε καθόλου στους δρόμους, όσο θα κρατάει η κακοκαιριά…
Για να μην πουντιάσετε!

                                                                           Έλλη Αλεξίου
                                                                                           Φλεβάρης 1954

Από τη συλλογή Τα διηγήματα του Αγώνα που εκδόθηκαν από τις Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις στο Βουκουρέστι το 1955

Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016

Ο θηλυκός Άη - Βασίλης ( Χριστουγεννιάτικος μύθος)

Θα γνώριζε ποτέ το χωριό του Πουλντρεζίκ μια περίοδο ειρήνης; Εδώ και πενταετίες, το σπάραζαν οι αντιθέσεις καθολικών και φιλελευθέρων, σχολείου των Φρέρηδων και δημόσιου σχολείου, εφημερίου και δασκάλου. Οι εχθροπραξίες που δανείζονταν τα χρώματα των εποχών, με τις γιορτές του τέλους της χρονιάς τυλίγονταν τη λάμψη του μύθου. Η νυχτερινή λειτουργία των Χριστουγέννων γινόταν για πρακτικούς λόγους στις 24 Δεκεμβρίου στις 6 η ώρα το βράδυ. Την ίδια όμως ώρα, ο δάσκαλος, μεταμφιεσμένος σε Άη Βασίλη, μοίραζε παιχνίδια στους μαθητές του δημόσιου σχολείου. Έτσι εξ αιτίας του ο Άη Βασίλης γινόταν ένας παγανιστής, φιλελεύθερος και αντικληρικός ήρωας, κι ο εφημέριος του αντιπαράθετε το μικρό Χριστό της ζωντανής φάτνης του - περίφημης σ' όλη την περιοχή - όπως δίνει κανείς ένα ράπισμα αγιασμού στο πρόσωπο του Διαβόλου.
Αλήθεια, το Πουλντρεζίκ θα γνώριζε κάποια ανακωχή; Κι αυτό γιατί ο δάσκαλος, παίρνοντας τη σύνταξή του, είχε αντικατασταθεί από μία δασκάλα η οποία δεν ήταν από την περιοχή, κι όλος ο κόσμος την παρακολουθούσε για να δει τι σόι πράγμα ήταν. Η Κα Οϊζελέν, μητέρα δύο παιδιών - εκ των οποίων, το ένα μωρό τριών μηνών - ήταν χωρισμένη, γεγονός που έμοιαζε ν' αποτελεί εγγύηση λαϊκής πίστης. Ωστόσο από την πρώτη κιόλας Κυριακή θριάμβευσε η μερίδα των καθολικών του χωριού, όταν είδαν την καινούρια δασκάλα να μπαίνει στην εκκλησία.
Τα πράγματα έμοιαζαν τελειωμένα. Δεν θα υπήρχε πλέον βέβηλο χριστουγεννιάτικο δέντρο την ώρα της "νυχτερινής " λειτουργίας των Χριστουγέννων κι ο εφημέριος θα έμενε μοναδικός κυρίαρχος του γηπέδου. Η έκπληξη λοιπόν ήταν μεγάλη όταν η Κα Οϊζελέν ανακοίνωσε στους μαθητές της ότι δεν θα άλλαζε τίποτε από την παράδοση, κι ότι ο Άη Βασίλης θα μοίραζε δώρα του τη συνηθισμένη ώρα. Τι παιχνίδι έπαιζε; Και ποιος θα κρατούσε το ρόλο του Ά Βασίλη; Ο ταχυδρόμος κι ο αγροφύλακας, τους οποίους όλος ο κόσμος έβαζε με το νου εξαιτίας των σοσιαλιστικών τους ιδεών, διαβεβαίωναν ότι δεν ήξεραν τίποτα. Η απορία κορυφώθηκε, όταν μαθεύτηκε ότι η Κα Οϊζελέν δάνειζε στον εφημέριο το μωρό της για να κάνει το μικρό Χριστό της ζωντανής φάτνης του.
Στην αρχή όλα πήγαν καλά. Ο μικρός Οϊζελέν κοιμόταν βαθιά, ενώ οι πιστοί παρήλαυναν μπροστά από τη φάτνη με τα μάτια γουρλωμένα από περιέργεια. Το βόδι και το γαϊδούρι  - ένα αληθινό βόδι, ένα αληθινό γαϊδούρι - έμοιαζαν συγκινημένα μπροστά στο τόσο  θαυματουργά μετεμορφωμένο σε Σωτήρα μωρό.
Δυστυχώς από την ώρα του Ευαγγελίου άρχισε να είναι ανήσυχο και τη στιγμή που ο εφημέριος ανέβαινε στον άμβωνα ξέσπασε σε ουρλιαχτά. Ποτέ δεν είχε ακουστεί φωνή μωρού τόσο διαπεραστική. Ματαίως η παιδίσκη η οποία παρίστανε την Παρθένο Μαρία το λίκνιζε πάνω στο ισχνό στήθος της. Το βρέφος, κόκκινο από οργή, χτυπώντας χέρια και πόδια, έκανε τους θόλους της εκκλησίας ν' αντιλαλούν από τις σπαρακτικές κραυγές του, κι ο εφημέριος δεν μπορούσε ν' ακουστεί.
Τελικά κάλεσε ένα από τα παιδιά της χορωδίας και του ψιθύρισε στο αυτί μια παραγγελία. Το αγόρι βγήκε χωρίς να βγάλει το φαιλόνι του, και ο θόρυβος από τις γαλότσες του ακούστηκε να σβήνει έξω.
Λίγα λεπτά αργότερα, οι καθολικοί του χωριού, που ήταν όλοι μαζεμένοι στον εσωνάρθηκα, είχαν ένα αλλόκοτο όραμα που γράφτηκε για πάντα στο Χρυσό Συναξάρι της περιοχής Μπιγκουντέν. Είδαν τον Άη Βασίλη αυτοπροσώπως να εισβάλει στην εκκλησία. Κατευθύνθηκε προς τη φάτνη με μεγάλα βήματα. Έβγαλε τη λευκή βαμβακένια γενειάδα του, ξεκούμπωσε την κόκκινη κάπα του και έτεινε προς το μικρό Χριστό, που είχε αίφνης ησυχάσει, ένα γενναιόδωρο μαστό.


Michel Tournier, Ο Τσαλαπετεινός, μετάφρ. Θανάσης Χατζόπουλος, Εξάντας, Αθήνα 1987


Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2016

Μὴ χο­λο­σκᾶ­τε, θὰ τὸ κά­μω


ΠΕΤΑΞΕ ΤΗΝ ΚΟΥΒΕΡΤΑ ἀ­φή­νον­τας τὸ κρε­βά­τι νὰ κρυ­ώ­νει. Ξά­πλω­σε στὸ πά­τω­μα προ­σε­κτι­κά, καὶ ἀ­κούμ­πη­σε τὸ αὐ­τί του στὰ σκο­νι­σμέ­να ξύ­λα ποὺ ἔ­τρι­ξαν.

       — Ξύ­πνα!  Ἡ μά­να, ἡ μά­να πο­νά­ει, ξύ­πνα, ψι­θύ­ρι­σε συ­νω­μο­τι­κά.

       — Ὄ­νει­ρο βλέ­πεις; Πή­γαι­νε κοι­μή­σου, πή­γαι­νε, ἀ­πάν­τη­σε γυρ­νών­τας πλευ­ρὸ ὁ ἀ­δερ­φός του.

       Τὸ κλά­μα μω­ροῦ ποὺ ἀ­κού­στη­κε λί­γο με­τὰ τὸν ἔ­φε­ρε καὶ ἐ­κεῖ­νον στὸ πά­τω­μα. Δὲν ἀν­τάλ­λα­ξαν κου­βέν­τα πα­ρὰ μό­νο κλε­φτὲς μα­τι­ὲς ἀ­πο­ρί­ας μέ­χρι τὸ πρω­ί.

       Ἡ κου­κου­βά­για, κρυμ­μέ­νη στὴ γέ­ρι­κη βα­γιά, πλά­ι στὸ πέ­τρι­νο σπί­τι.  Στρέ­φει ἀρ­γά, σὲ ὁ­ρι­ζόν­τια γραμ­μὴ τὸ κε­φά­λι της καὶ πα­ρα­κο­λου­θεῖ. Μιὰ νυ­χτε­ρί­δα περ­νᾶ δί­πλα της καὶ ὁρ­μᾶ ἄ­τσα­λα πά­νω στὸν τοῖ­χο μὰ τὸ με­τα­νι­ώ­νει τὴν τε­λευ­ταί­α στιγ­μή. Βου­τᾶ ξα­νὰ ἀ­νά­πο­δα στὸ κε­νὸ καὶ χά­νε­ται. Βή­μα­τα ἀν­τρι­κά, γορ­γά, ἄ­γρυ­πνα, μπλέ­κον­ται μὲ τὸ σκο­τά­δι τους. Λί­γο με­τὰ πά­λι, μὰ εἶ­ναι δι­πλὰ τού­τη τὴ φο­ρά, ἀν­τρι­κὰ καὶ γυ­ναι­κεῖα μα­ζί. Τρί­τη φο­ρὰ μό­νο τὰ γυ­ναι­κεῖ­α.

       «Τζάμ­πα ἦρ­θα. Τί ’­θέλαν τὴ μα­μή; Τὸ κά­με μό­νη καὶ τὸ ’­δε­σε κι­ό­λας. Τζάμ­πα...», λέ­ει ἐ­νῶ ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται καὶ ὁ ἦ­χος ἀ­πὸ τὰ βή­μα­τά της χά­νε­ται.

       Στὸ δω­μά­τιο νὰ τοὺς ξυ­πνή­σει μπῆ­κε ὁ πα­τέ­ρας. Ἄυ­πνος. Κρύ­βον­τας τὸ φῶς ἀ­πὸ τὴν μι­σά­νοι­χτη πόρ­τα δὲν μί­λη­σε γιὰ λί­γο. «Κα­τε­βεῖ­τε νὰ δεῖ­τε τὸν ἀ­δελ­φό σας. Ἡ μά­να σας γέν­νη­σε χτὲς βρά­δυ», εἶ­πε κο­φτὰ καὶ ἔ­φυ­γε χω­ρὶς πε­ρι­θώ­ρια γιὰ ἐ­ρω­τή­σεις. Σὰν νὰ  ἀ­να­κοί­νω­σε πὼς ἁ­πλὰ ξη­μέ­ρω­σε ἢ ὅ­τι βρέ­χει.

       Κοι­τα­χτῆ­καν καὶ χω­ρὶς νὰ ποῦν κου­βέν­τα ἔ­τρε­ξαν πρὸς τὴ σκά­λα.

       «Νὰ πᾶ­τε στὴ θεί­α σας τὴ Μα­ρι­γὼ νὰ σᾶς δώ­σει λί­γο ζά­χα­ρη καὶ νὰ τῆς μη­νύ­σε­τε νά ’ρ­θει ἀ­μέ­σως», δι­έ­τα­ξε. Τὸ βλέμ­μα της ἀ­γρι­ε­μέ­νο ἀ­πὸ τὸν πό­νο, ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νο ἀ­πὸ τὴν μη­τρό­τη­τα. Τὸ βλέμ­μα τοῦ μω­ροῦ ἀ­πλα­νές, κι­νή­σεις ἀρ­γές, ἀ­βέ­βαι­ες. Νε­ο­γέν­νη­το κου­τά­βι στὴν ἀγ­κα­λιά της. Τὸ κολ­λᾶ στὸ στῆ­θος της καὶ ἐ­κεῖ­νο φαί­νε­ται νὰ τὸ ἀ­πο­λαμ­βά­νει. «Νὰ γυ­ρί­σε­τε πί­σω ἀ­μέ­σως, μὴν σᾶς ψά­χνω στὶς γει­το­νι­ές», τοὺς φω­νά­ζει κα­θὼς φεύ­γουν σπρώ­χνον­τας ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λο.

       — Ἦ­ταν ἡ μά­να γκα­στρω­μέ­νη;

       — Ἔ, γιὰ νὰ γέν­νη­σε; εἶ­πε καὶ κλώ­τση­σε μιὰ πέ­τρα πρὸς τὸν ἀ­δερ­φό του ποὺ τὸν βρῆ­κε στὴν πλά­τη καὶ φά­νη­κε νὰ πό­νε­σε.

       Ἔ­σπρω­ξε τὴν πόρ­τα. Τὴν βρῆ­κε νὰ κοι­μᾶ­ται μὲ τὸ μω­ρὸ στὴν ἀγ­κα­λιά. Πλη­σι­ά­ζον­τας ἡ σκιὰ της τὴν ἄγ­γι­ξε στὸ πρό­σω­πο. Ξύ­πνη­σε.

       — Τὸ ἔ­κα­μα Μα­ρι­γώ. Δὲν ἤ­θε­λα ἄλ­λο, μὰ δὲν χα­νό­ταν.

       — Μὴν πι­κραί­νε­σαι. Μπο­ρεῖ νά… ζο­φὸ φαί­νε­ται.

       — Πει­να­σμέ­νο εἶ­ναι ἀ­κό­μα.

       — Καὶ ἄ­σχη­μο.

       — Δὲν χα­νό­ταν...

       Ἕ­να ὄ­νο­μα νὰ μὴ γι­ορ­τά­ζει, ζή­τη­σαν τοῦ πα­πᾶ. Τὸ εἶ­παν Θε­μι­στο­κλῆ καὶ πο­τὲ δὲν γι­όρ­τα­σε. Οὔ­τε ἔ­παι­ξε. Ἀ­πὸ τὸ κο­πά­δι στὰ χω­ρά­φια καὶ με­τὰ σπί­τι μέ­χρι τὴν ἑ­πο­μέ­νη. Δὲν τά ‘παιρ­νε τὰ γράμ­μα­τα. Τὸ μυα­λό του στὰ ζῶ­α συ­νέ­χεια. Ἀ­πὸ τὸ μαν­τρὶ τὸν ἔ­βγα­ζαν νὰ πά­ει στὸ σχο­λεῖ­ο, μέ­χρι ποὺ μιὰ μέ­ρα δὲν τὸν ἔ­βγα­λαν ξα­νά.

       Μιὰ φο­ρὰ ἔ­φυ­γε ἀ­πὸ τὸ χω­ριό, ὅ­ταν ὑ­πη­ρέ­τη­σε στὸ στρα­τό. Δύ­σκο­λα χρό­νια. Χώ­μα­τα κα­μέ­να ἀ­πὸ παγ­κό­σμιους καὶ βαλ­κα­νι­κοὺς πο­λέ­μους.

       — Στρα­τι­ώ­της πε­ζι­κοῦ Θε­μι­στο­κλῆς Βούλ­γα­ρης, φώ­να­ξε μὲ ὅ­ση δύ­να­μη εἶ­χε.

       — Ποι­ός σοῦ εἶ­πε ὅ­τι τὸ κρά­νος εἶ­ναι μα­γει­ρι­κὸ σκεῦ­ος; Τὸν ρώ­τη­σε ὁ δι­οι­κη­τής του μὲ εἰ­ρω­νεί­α.

       — Εἶ­χα ἔ­ξο­δο κύ­ρι­ε λο­χα­γὲ καὶ ἔπια­σα ἕ­να που­λὶ στὸ δά­σος.

       — Δε­κα­ή­με­ρος κρά­τη­σις.

       Ὅ­ταν τέ­λει­ω­σε ἡ θη­τεί­α του στὰ μα­κρι­νὰ φυ­λά­κια τοῦ πε­δι­νοῦ Ἔ­βρου, ἐ­πέ­στρε­ψε στὸ χω­ριό. Μ’ ἕ­να ἀρ­νὶ στὴν πλά­τη τὸν βρῆ­κε τὸ νέ­ο. Θὰ σὲ παν­τρέ­ψου­με τοῦ εἶ­παν. Ἡ νύ­φη. Μιὰ με­γα­λο­κο­πέ­λα ἀ­πὸ τὸ δι­πλα­νὸ χω­ριὸ μὲ κα­λὸ προι­κῶ­ο καὶ ἕ­να ἐκ γε­νε­τῆς προ­βλη­μα­τι­κὸ ἰ­σχί­ο ἐμ­πό­διο σὲ ὅ­λα. «Ὀ­μορ­φο­νιὸς δὲν εἶ­σαι καὶ τοῦ λό­γου σου. Κε­φά­λας καὶ κον­τός», τοῦ ’­πε ἡ θειά του ἡ Μα­ρι­γώ, σὰν νὰ προ­λά­βαι­νε τὴν ἀν­τίρ­ρη­σή του. Μὰ δὲν εἶ­χε ἀν­τίρ­ρη­ση.

       «Θὰ τὴν πά­ρω βρὲ μὴ χο­λο­σκᾶ­τε», τοὺς εἶ­πε.

       Καὶ τὰ χρό­νια πέ­ρα­σαν. Δύ­ο παι­διὰ ζων­τα­νὰ μὰ πει­να­σμέ­να. Δύ­ο θαμ­μέ­να ἀ­πὸ ἀρ­ρώ­στι­ες. Μι­σὴ γυ­ναί­κα. Μι­σὴ στὶς δου­λει­ές, σὲ ὅ­λα. Μι­σο­τε­λει­ω­μέ­νο σπί­τι.  Δύ­ο χέ­ρια, τὰ δι­κά του, νὰ πα­λεύ­ουν. Ρο­ζι­α­σμέ­να, πρη­σμέ­να νὰ γδέρ­νουν τὰ κρε­μα­σμέ­να μα­στά­ρια λί­γων γέ­ρι­κων ζώ­ων. Χα­μέ­νες χρο­νι­ές. Δύ­σκο­λες χρο­νι­ές. Δύ­σκο­λα χρό­νια. Πο­τὲ δὲν ἔ­λε­γε ὄ­χι. Πάν­τα ναὶ σὲ ὅ­λους. «Μὴ χο­λο­σκᾶ­τε βρέ, θὰ τὸ κά­μω».

       Φτύ­νει τὴν φού­χτα του. Ἡ τσά­πα δὲν ὑ­πα­κού­ει. Λί­γο χῶ­μα, πολ­λὲς πέ­τρες. Ἀ­τρο­φι­κὴ μή­τρα γιὰ τὰ λι­γο­στὰ σπό­ρια του. Καὶ ἄλ­λη χα­μέ­νη χρο­νιὰ ξε­κι­νᾶ. Ὁ ἥ­λιος ψη­λά. Ἱ­δρώ­τας. Ἰ­σι­ώ­νει τὴ μέ­ση του νὰ ξε­κου­ρα­στεῖ. Τὸ χέ­ρι του πρη­σμέ­νο. Τό ’­κο­ψε ὅ­ταν ἔ­σφα­ξε ἕ­να ἀρ­νὶ τοῦ πα­πᾶ, πρὶν με­ρι­κὲς μέ­ρες. Πα­τᾶ τὴν πλη­γὴ καὶ τρέ­χει πύ­ον. Τὸ βρά­δυ ἀ­νέ­βα­σε πυ­ρε­τό. Δὲν κα­τέ­βαι­νε. Χει­ρο­τέ­ρε­ψε κι ἄλ­λο. Ὁ για­τρὸς μέ­ρες μα­κριά. Ση­κώ­θη­κε ἀ­πὸ τὸ κρε­βά­τι μὰ τὰ πό­δια του δὲν τὸν κρά­τη­σαν. Ἔ­σπρω­ξε τὰ παι­διά του ποὺ πῆ­γαν νὰ τὸν βο­η­θή­σουν. «Θὰ τὰ κα­τα­φέ­ρω μὴ χο­λο­σκᾶ­τε», τοὺς εἶ­πε μὲ δυ­σκο­λί­α. Ἔ­πει­τα τὰ δόν­τια του ἔ­τρι­ζαν καὶ τὸ στό­μα συ­σπά­στη­κε. Μέ­ρες με­τὰ τὸ κορ­μὶ του τέν­τω­σε σὰν τό­ξο καὶ ἀ­φοῦ κα­τά­πι­ε μὲ δυ­σκο­λί­α τὴν τε­λευ­ταί­α του ἀ­νά­σα δὲν πῆ­ρε ἄλ­λη.
                                                                                  Ἀ­πό­στο­λος Κων­σταν­τῆς

Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο Ιστορίες Μπονζάι

Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2016

Βαβέλ

Μέρα νύχτα χτυπάμε μια κάρτα. 
Στη γη του Κάφκα.
Χάσαμε τη μπάλα κι ας μας τα' πανε αλλιώς. 
Ξόφλησε ο κόσμος ο παλιός. 
Τα λεφτά μας βγήκαν άχρηστα κι αυτά. 
Τα καλά λεφτά μας μάς ρίξανε στα κάτεργα. 

Μέρα νύχτα εργάτες στον Πύργο. 
Να ζούμε λίγο. 
Μυρμηγκοφωλιά - δουλειά 
ξαφνικά Κυριακή. 
Βόλτες - καφέδες - τουμπεκί.
Στις ειδήσεις είπαν πάλι εκλογές 
και γελούν με μας δώδεκα φυλές.

Τι τις θες ρε κόσμε τόσες άδειες γλώσσες; 
Δε θα τις ξορκίσεις έτσι τις σιωπές σου.
Λες και ντε και σώνει κάποια απ' τις τόσες. 
Θα σ’ ελευθερώσει από τη Βαβέλ σου. 

Το εμπέδωσα το πράγμα:
Η σιωπή μας είναι τραύμα πια.

Μέρα νύχτα στην ίδια πορεία 
Σα συμμορία. 
Με την ίδια μάσκα και την ίδια στολή. 
Και μυαλό και σώμα σε καταστολή 
Στις ειδήσεις είπαν θα' ρθουν πάλι βροχές
Κι άντε να στεγνώσουν οι φτωχές μας ψυχές.

Μουσική: Θέμης Καραμουρατίδης
Στίχοι: Γεράσιμος Ευαγγελάτος
Ερμηνεία: Νατάσσα Μποφίλιου

Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2016

" Πότε ο ήλιος της ειρήνης, της καλωσύνης, η αβασίλευτη γαλήνη και το χαμόγελο θα κυριαρχήσει μέσα στην ανθρώπινη ζωή;" Δ.ΓΛΗΝΟΣ

Ο Δημήτρης Γληνός, στον Πύργο, το 1938

" Πότε ο ήλιος της ειρήνης, της καλωσύνης, η αβασίλευτη γαλήνη και το χαμόγελο θα κυριαρχήσει μέσα στην ανθρώπινη ζωή;" 
Δ.ΓΛΗΝΟΣ

Στη Σαντορίνη ο Γληνός έμεινε κάπου ένα χρόνο. Η βαρειά απομόνωση, το υγρό κλίμα, οι φοβερές στερήσεις έγιναν αιτία να δεχτεί τα πρώτα μηνύματα της αρρώστειας, που θα τον έστελνε πολύ γρήγορα στον τάφο. Ώρες - ώρες τον έπιαναν φοβεροί πόνοι στο συκώτι, που είχαν αντανάκλαση στην πλάτη και το στήθος. Έπεσε κάμποσες φορές στο στρώμα. Παράλληλα το νευρικό του σύστημα είχε πάθει μεγάλες αβαερίες. " Έχω μια βδομάδα να κοιμηθώ ", γράφει, ή " περνώ την περισσότερη νύχτα άγρυπνος". Το άγγελμα της αρρώστειας του θορύβησε το δικτάτορα και τα όργανά του. Αν ο Γληνός πέθαινε στην εξορία θάταν μεγάλη η ζημιά για το καθεστώς. Πρόσφατη είταν κι' όλας η αγανάκτηση της δημοκρατικής κοινής γνώμης από τη δολοφονία του ποιητή Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα στην Ισπανία του Φράνκο. Το ζύγιασαν, λοιπόν, κι' αποφάσισαν να φέρουν στην Αθήνα το Γληνό και να τον βάλουν κάτω από αστυνομική επιτήρηση. Ύστερα από τριάντα πάνω - κάτω μήνες εξορίας πατούσε και πάλι το χώμα της Αθήνας και ξανάβλεπε τους δικούς του.
Η ιατρική εξέταση απόδειξε ότι είχε λίθους στη χοληδόχο κύστη και μόνο το μαχαίρι θα τον απάλλασε από τους αφόρητους πόνους. Ωστόσο η κατάσταση, είταν τέτοια στον τόπο, που ο Δάσκαλος δεν εύρισκε καιρό να κοιτάξει τον εαυτό του. Ο πόλεμος κάλπαζε απειλώντας να τυλίξει στα θανατερά δίχτυα του όλη την Ευρώπη και την Ελλάδα. Ο φασισμός ανέβαινε σαν απειλητικό κύμα να πνίξει τον κόσμο. Η πάλη εναντίον του και το σταμάτημα του πολέμου είταν το πρώτο καθήκον.
Χωρίς να χάσει καιρό παίρνει αμέσως επαφή με το αντιδικτατορικό μέτωπο, που δούλευε τότε μυστικά για την ανατροπή του Μεταξά και δίνει ολόκληρη τη δραστηριότητά του σ' αυτό. Παράλληλα όμως συνεχίζει και τη συνθετική συγγραφική του δουλειά γύρω από τα αγαπημένα του θέματα του αρχαίου ελληνικού ουμανισμού και το 1939 κυκλοφορεί σαν εισαγωγή στο Σοφιστή του Πλάτωνα τη μελέτη " Η σημερινή θέση των ανθρωπιστικών σπουδών στην Ελλάδα" με το ψευδώνυμο Δ. Αλεξάνδρου, στη σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων του εκδοτικού οίκοι Ζαχαρόπουλου. Η εργασία αυτή είναι κλασσική για τα γράμματά μας και καταυγάζει με εκτυφλωτικό διαλεκτικό φως το θέμα της. Κάτω από καθεστώς σκοταδισμού και στυγνής λογοκρισίας, ο Γληνός κατάφερε να περάσει στα κείμενά του σημαδιακά λόγια εναντίον της δικτατορίας που γέμισαν ευφροσύνη και ελπίδα τις φιλελεύθερες καρδιές, σαν κι' αυτά:

" Μέσα στη φοβερή πάλη, όπου τόσες αντιμαχόμενες δυνάμεις δυνάμεις επιδιώκουνε μ' όλα τα μέσα να καταχτήσουνε και κυριαρχήσουνε το σημερινό άνθρωπο, όπου βρίσκονται σε θανάσιμη σύγκρουση τεράστια συμφέροντα υλικά, καθεστώτα πολιτικά, θεσμοί κοινωνικοί, ιδεολογικά εποικοδομήματα, συνθήματα και σύμβολα ψυχοκινητικά, οραματισμοί και λαχτάρες, νοσταλγίες και πόθοι, ιδανικά παλιά και ιδανικά καινούρια, παράδοσες που απαιτούν σεβασμό και παράτσαη κυριαρχίας και όνειρα νέα που αγωνίζονται να πραγματοποιηθούν, μέσα στη φοβερή και ανελέητη αμάχη, όπου το ανθρώπινο αίμα ποτίζει τη γη για να βλαστήσει ο σπόρος της νέας ζωής ή να το πιούνε τα γέρικα δέντρα και να πνίξουνε  τη νέα βλάστηση, ο ανθρώπινος νους, που σφυροκοπάει κι' ακονίζει τ' άρματα της βίας και της απάτης, τ' άρματα τα ιδεολογικά, όπως χύνει σε χίλιες μορφές και τοξεύει με μύριους τρόπους το ατσάλι και τη φωτιά, που σκίζει και καίει την ανθρώπινη σάρκα, ο ανθρώπινος νους πορεύεται όλους τους δρόμους κι' όλα τα μονοπάτια με το στοχασμό και την ενόραση, αναμοχλεύεται απ' όλα τα πάθη και τους ενθουσιασμούς, ποτίζεται με όλα τα κρασιά της μέθης ή τα ναρκωτικά του ονειρόπαρτου ησυχασμού. Από πού έρχεται σήμερα ο κάθε λόγος; Από τον ουρανό ή από τα μαύρα σκοτάδια του Άδη; Είναι το φως της αρχαγγελικής ρομφαίας ή αστραπή από το τρομερά ακονισμένο δρεπάνι του Χάρου;"

Το καθεστώς της δικτατορίας έχει πάντα άγρυπνο απάνω του το μάτι, αλλά ο Γληνός αδιαφορεί για τον τύραννο. Δοσμένος στον αντιδικτατορικό αγώνα, δουλεύει ασταμάτητα, φρονηματίζει, πλάθει τη δημοκρατική συνείδηση του λαού και παράλληλα οργανώνει το μέτωπο κατά του πολέμου, τη μεγάλη στρατιά της ειρήνης.
Αλλοίμονο όμως! Ο πόλεμος που σάρωσε στην πρώτη φάση του την Ευρώπη έφτασε τώρα και στην Ελλάδα. Ο φασισμός υποδούλωσε τη χώρα κι' ο Γληνός είναι από τα θύματα που πέφτουν στα νύχια του. Τον Ιούνη του 1941 μόλις ο Χίτλερ επετέθη κατά της ΕΣΣΔ, πιάνεται από τους Ιταλούς και κλείνεται στην Ειδική Ασφάλεια, στην οδόν Ελπίδος ( πλατεία Κυριακού) με προορισμό να μεταφερθεί στο στρατόπεδο της Λάρισας. Μια θανάσιμη κρίση της αρρώστειας του τον γλύτωσε. Μεταφέρθηκε στο Πολιτικό Νοσοκομείο υπό φρούρηση, απ' όπου και απολύθηκε επειδή η κατάστασή του  είταν πολύ σοβαρή.
Ελεύθερος και πάλι ο Γληνός σε μια Αθήνα που τη διαγούμιζεν η πείνα και η μπόττα του κατακτητή, δεν σκέπτεται ούτε για μια στιγμή τον εαυτό του. Ένα πελώριο καθήκον μπαίνει μπροστά του αυτή τη στιγμή, το αίτημα της οργάνωσης του αγώνα του λαού κατά του κατακτητή, το χρέος της Εθνικής Αντίστασης.
Από τους πρώτους μαζί με τους παλιούς συντρόφους του που δραπέτευσαν από τα στρατόπεδα της δικτατορίας, μετά την είσοδο στην Ελλάδα των Γερμανοϊταλών, μπαίνει από το Σεπτέμβρη του 1941, επί κεφαλής του νεοϊδρυμένου τότε Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου. Η αντίσταση του λαού βρίσκει τώρα τη σωστή έκφρασή της κι' ο Γληνός είναι εκείνος που θα αναλάβει παράλληλα με την καθημερινή πρακτική οργανωτική δράση να εκλαϊκεύσει τους σκοπούς και τα συνθήματά της και γράφει το παράνομο φυλλάδιο " Τι είναι και τι θέλει το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο" στα 1942. Ακούστε το φλογερό λόγο του που μοιάζει με κάλεσμα πολεμικής σάλπιγγας:

" Μέσα στη σκληρότατη και απάθρωπη σκλαβιά, την πείνα, την αρρώστεια και την εξαθλίωση, όπου έρριξαν τον ελληνικό λαό οι βάρβαροι καταχτητές του, υπάρχει κι' ένας ακόμα εχθρός, ίσως πιο επικίνδυνος απ' όλους. Ο εχθρός αυτός είναι κείνος, που καλλιεργεί τη μοιρολατρεία και την ψυχική νάρκωση, όπου έχουνε συμφέρο να μας ρίξουν οι καταχτητές μας και οι κάθε λογής σύμμαχοί τους, φανεροί και κρυφοί. Μια μορφή της μοιρολατρείας είναι κείνη, που ψιθυρίζει στον καθένα μας πως είμαστε πολύ μικροί και αδύνατοι για ν' αντισταθούμε στην κολοσσίαια υπεροχή της δύναμης, που έχουν απέναντί μας οι εχθροί οπλισμένοι με φοβερά όπλα, οργανωμένοι, σκληροί και ανελέητοι. Ό,τι έγινε λοιπόν έγινε. Νικηθήκαμε, χάσαμε τα πάντα. Ας υποταχθούμε στη μοίρα μας και ας κοιτάζει ο καθένας να βολέψει τον εαυτούλη του, καταφέρνοντάς τα όπως μπορεί, πιάνοντας σχέσεις, λυγίζοντας τη ράχη του μπροστά στον καταχτητή, προσφέροντάς του υπηρεσίες διάφορες, δίνοντας ακόμα και τη γυναίκα ή την κόρη του ή την αδελφή του στα λάγνα χάδια της ακολασίας, ή κλείνοντας τα μάτια του απέναντι στην αγοραπωλησία της σάρκας. Άλλοι προχωρούν ακόμα πιο πέρα, έρχονται σε θετική συναλλαγή με τον εχθρό, υποβοηθούνε να ρουφάει το αίμα των αδελφών τους, ρουφώντας και οι ίδιοι, κάνοντας μεσιτείες, μαύρη αγορά και χορταίνοντας από τις σάρκες των πεινασμένων παιδιών που πεθαίνουν μέσα στους δρόμους, συσσωρεύοντας άνομα κέρδη από τη δυστυχία των συμπατριωτών τους. Το παράδειγμα σ' αυτή την αισχρότατη προδοσία το δίνουν οι προδότες κυβερνήτες και οι ληστοσυμμορίες, που τους περιτριγυρίζουν, οι μεγαλόσχημοι μαυραγορίτες και σπεκουλάντηδες που ευωχούνται πάνω στο πτώμα της Ελλάδας,"

Κι' αφού απαριθμήσει τον υπόκοσμο της εθνικής προδοσίας και της υποτέλειας, αφού στιγματίσει την παράταξη εκείνη που δίδασκε τον ησυχασμό και την αναμονή των συμμάχων που θα μας έφερναν, τάχα σα βραβείο αρετής τη λευτεριά, απαριθμώντας τα καθήκοντα του αληθινού Έλληνα πατριώτη, τελειώνει καλώντας το έθνος στον αγώνα κατά του κατακτητή:

" Σκόρπιζε γύρω σου τα συνθήματα της καθημερινής και τα γενικότερα συνθήματα του απελευθερωτικού αγώνα. Φρονημάτιζε και δυνάμωνε τους γύρω σου, εμψύχωνε τους δισταχτικούς, τους δειλούς και κοίταξε με κάθε τρόπο να πλατύνεις την οργάνωσή σου. Παίρνε μέρος ενεργητικό στους αγώνες, στις διαδηλώσεις, στις απεργίες, σε κάθε ομαδική εκδήλωση. Δείχνε απόλυτη αλληλεγγύη με όλους τους συναγωνιστές. Ξεσκέπαζε και κυνήγα τους προδότες και τους χαφιέδες. Ξεσκέπαζε όλους τους διασπαστές της απελευθερωτικής πάλης. Προφύλαττε τις γυναίκες από την επαφή με τους ξένους, από τη διαφθορά και την εκπόρνευση. Σε κάθε στιγμή κάνε το χρέος σου και μην  αφήνεις ποτέ να περάσει  μια μέρα χωρίς να ρωτήσεις τον εαυτό σου: Τι έκαμα σήμερα για τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα; Σε τι έβλαψα τους εχθρούς, σε τι βοήθησα το λαό μας να λυτρωθεί;
Δεν υπάρχει πια δικαιολογία και πρόφαση για κανέναν Έλληνα να μένει αργός, να σταυρώνει τα χέρια του, να περιμένει μοιρολατρικά την εξέλιξη, να σκύβει το κεφάλι του μπροστά στην τυραννία και την προδοσία, να περιμένει από αλλού τη σωτηρία. Ο θάνατος κρούει τις πόρτες όλων μας. Η σκλαβιά, η πείνα, η αρρώστεια, ο ηθικός εξευτελισμός, η εξαθλίωση, είναι πια μέσα στο σπίτι του καθενός μας. Μην ελπίζεις να ξεφύγεις ό,τι και να σοφιστείς. Ο χειρότερος εχθρός σου είν' η δειλία και η μοιρολατρεία. Ο καλύτερος φίλος σου η ενεργητική συμμετοχή στον αγώνα.
Μη μένεις λοιπόν αργός. Δούλεψε. Αγωνίσου. Πάλεψε. Σε περιμένει η νίκη, η λευτεριά, η πολιτισμένη ζωή, η ευτυχία. Από τα βάθη μιας τρισχιλιόχρονης ιστορίας σε ατενίζουν οι πρόγονοί σου, οι ήρωες και οι μάρτυρες. Οι αγωνιστές του Μαραθώνα και της Σαλαμίνας, οι αγωνιστές του 21, οι ήρωες των αλβανικών βουνών. Μη ντροπιάσεις την ιστορία σου και μην προδώσεις τον εαυτό σου. Γίνου και συ ένας αγωνιστής της λευτεριάς μαζί μ' όλα τ' αδέρφια σου. Εμπρός! όλοι οι Έλληνες, όλοι οι ζωντανοί άνθρωποι τούτης της γης, ενταχθείτε στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο."

Κι' αληθινά το κήρυγμά του έγινε σάλπισμα συναγερμού. Σε λίγους μήνες η Εθνική Αντίσταση είταν η πιο φλογερή πραγματικότητα της νεοελληνικής ζωής. Ο λαός είταν στο πόδι και χτυπούσε ανελέητα τον κατακτητή. Ο Γληνός στην πρωτοπορεία της αντίστασης, παράνομος, με το ψευδώνυμο "Ορέστης", είταν η πνευματική της έκφραση μαζί με τους άλλους πατριώτες διανοούμενους.
Ο κατακτητής και τα όργανά του ξαίροντας το ρόλο του Γληνού στην αντίσταση, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τον βάλουν στο χέρι και να τον εξοντώσουν. Η παραμονή του πια στην Αθήνα είταν επικίνδυνη. Γι' αυτό έπρεπε να φύγει από την πολιορκημένη πρωτεύουσα ν' ανέβει στο βουνό. Πριν απ' όλα, όμως, έπρεπε να κοιτάξει την αρρώστεια του. Για ν' ανέβει στο βουνό έπρεπε ν' απαλλαγεί από τις πέτρες που τον βασάνιζαν. Και αποφασίζει το Δεκέμβρη του 1943 να μπει στην κλινική Σμπαρούνη και να κάνει την εγχείρηση.
Τις ημέρες των Χριστουγέννων ο Γληνός εγχειρήθηκε. Εξαντλημένος από τις πολύχρονες ταλαιπωρίες έπεσε σε ληθαργική κατάσταση, μετά την εγχείρηση. Και στις 26 του Δεκέμβρη 1943, η λευτεριά, που χτυπούσε με το σπαθί στους κάμπους, τα βουνά και τις πόλεις της σκλαβωμένης Ελλάδας, ήρθε με ξέμπλεκα μαλλιά και καταματωμένα ρούχα και γονάτισε πλάι στο ιερό του σκήνωμα....


Τάσος Βουρνάς, Δημήτρης Γληνός, ο Στοχαστής, ο Αγωνιστής, ο Δάσκαλος του Γένους, Εκδόσεις Αφων Τολίδη, Αθήνα 1975

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2016

ΕΙΡΗΝΗ

( Άη - Στράτης. 22 -12 - 58)*

Τ' όνειρο του παιδιού είναι η ειρήνη.
Τ' όνειρο της μάνας είναι η ειρήνη.
Τα λόγια της αγάπης κάτω απ' τα δέντρα,
είναι η ειρήνη.

Ο πατέρας που γυρνάει τ' απόβραδο μ' ένα φαρδύ χαμόγελο στα μάτια
μ' ένα ζεμπίλι στα χέρια του γεμάτο φρούτα
κ' οι σταγόνες του ιδρώτα στο μέτωπό του
είναι όπως οι σταγόνες του σταμνιού που παγώνει το νερό στο παράθυρο
είναι η ειρήνη.

Όταν οι ουλές απ' τις λαβωματιές κλείνουν στο πρόσωπό του κόσμου
και μες στους λάκκους πούσκαψαν οι οβίδες φυτεύουμε δέντρα
και στις καρδιές πούκαψε η πυρκαϊά δένει τα πρώτα της μπουμπούκια η ελπίδα
κ' οι νεκροί μπορούν να γείρουν στο πλευρό τους και να κοιμηθούν δίχως παράπονο
ξέροντας πως δεν πήγε το αίμα τους του κάκου
είναι η ειρήνη.

Ειρήνη είναι η μυρωδιά του φαγητού το βράδι,
τότε που το σταμάτημα του αυτοκινήτου στο δρόμο δεν είναι φόβος,
τότε που το χτύπημα στην πόρτα σημαίνει φίλος,
και το άνοιγμα του παράθυρου κάθε ώρα σημαίνει ουρανός
γιορτάζοντας τα μάτια μας με τις μακρινές καμπάνες των χρωμάτων του,
είναι η ειρήνη.

Ειρήνη είναι ένα ποτήρι ζεστό γάλα κ' ένα βιβλίο μπροστά στο παιδί που ξυπνάει.
Τότε που τα στάχυα γέρνουν τόνα στ' άλλο λέγοντας: το φως, το φως, το φως,
και ξεχειλάει η στεφάνη του ορίζοντα φως
είναι η ειρήνη.

Τότε που οι φυλακές επισκευάζονται να γίνουν βιβλιοθήκες,
τότε που ένα τραγούδι ανεβαίνει από κατώφλι σε κατώφλι τη νύχτα
τότε που τ' ανοιξιάτικο φεγγάρι βγαίνει απ' το σύγνεφο
όπως βγαίνει απ' το κουρείο της συνοικίας φρεσκοξυρισμένος ο εργάτης το Σαββατόβραδο
είναι η ειρήνη.

Τότε που η μέρα που πέρασε
δεν είναι μια μέρα που χάθηκε
μα είναι η ρίζα που ανεβάζει τα φύλλα της χαράς μέσα στο βράδι
κ' είναι μια κερδισμένη μέρα κ' ένας δίκαιος ύπνος
τότε που νιώθεις πάλι ο ήλιος να δένει βιαστικά τα κορδόνια του
να κυνηγήσει τη λύπη απ' τις γωνιές του χρόνου
είναι η ειρήνη.

Ειρήνη είναι οι θημωνιές των αχτίνων στους κάμπους του καλοκαιριού
είναι τ' αλφαβητάρι της καλοσύνης στα γόνατα της αυγής.
Όταν λες: αδελφέ μου - όταν λέμε: αύριο θα χτίσουμε
όταν χτίζουμε και τραγουδάμε
είναι η ειρήνη.

Τότε που ο θάνατος πιάνει λίγο τόπο στην καρδιά
κ' οι καμινάδες δείχνουν με σίγουρα δάχτυλα την ευτυχία,
τότε που το μεγάλο γαρύφαλλο του δειλινού
το ίδιο μπορεί να το μυρίσει ο ποιητής κι ο προλετάριος
είναι η ειρήνη.

Η ειρήνη είναι τα σφιγμένα χέρια των ανθρώπων
είναι το ζεστό ψωμί στο τραπέζι του κόσμου
είναι το χαμόγελο της μάνας.
Μονάχα αυτό.
Τίποτ' άλλο δεν είναι η ειρήνη.

Και τ' αλέτρια που χαράζουν βαθειές αυλακιές σ' όλη τη γης
ένα όνομα μονάχα γράφουν:
Ειρήνη. Τίποτ' άλλο. Ειρήνη.

Πάνω στις ράγες των στίχων μου
το τραίνο που προχωρεί στο μέλλον
φορτωμένο στάρι και τριαντάφυλλα
είναι η ειρήνη.

Αδέρφια μου, 
μες στην ειρήνη διάπλατα ανασαίνει
όλος ο κόσμος με όλα τα όνειρα του.
Δόστε τα χέρια, αδέρφια μου, 
αυτό' ναι η ειρήνη.

                                              Γιάννης Ρίτσος ( ΑΘΗΝΑ, Γενάρης 1953)


ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!

* Μνήμες Ιστορίας. Σύνθεση - μοντάζ πάνω σε ντοκουμέντα του λαϊκού κινήματος 1944 -61 από τον Θόδωρο Πανάγο, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1986

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2016

"Θωρηκτό Ποτέμκιν"

Το «Θωρηκτό Ποτέμκιν» προβλήθηκε για πρώτη φορά στις 21 Δεκεμβρίου του 1925.  

Η καλύτερη ταινία όλων των εποχών και η σημαντικότερη στιγμή του εικοστού αιώνα για την τέχνη γενικότερα. Το φιλμ πραγματεύεται το χρονικό της ανταρσίας των ναυτών ενός θωρηκτού κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1905. Ο Eisenstein καταργεί τον πρωταγωνιστή και κάνει κινητήρια δύναμη της μυθοπλασίας το πλήθος όντας μαρξιστής, ενώ η σκηνοθεσία του ουδέποτε ήταν σαφέστερη σε σχέση με τις θεωρίες του για το μοντάζ των ατραξιόν και την εκφραστική του δύναμη. Η ταινία απλά έθεσε τις βάσεις της κινηματογραφικής γλώσσας και συνέθεσε τους κανόνες της γραμματικής και του συντακτικού του κλασικού κινηματογράφου. Η αφηγηματική δομή της ταινίας συγγενεύει με τη μαρξιστική θεωρία του διαλεκτικού υλισμού, σύμφωνα με την οποία ένα φαινόμενο περικλείει το αντίθετό του με αποτέλεσμα η συγχώνευση ή μια σύνθεσή τους να γίνεται αφετηρία για μια νέα διαλεκτική διεργασία. Δεν είναι όμως μόνο η διαλεκτική αντίληψή του που κάνει το «Θωρηκτό Ποτέμκιν» μια τόσο σημαντική ταινία αλλά και ο τρόπος με τον οποίο ο Eisenstein αφηγείται την ιστορία. H δομή τού «Ποτέμκιν» είναι σχεδόν μουσική. Μακρινά, κοντινότερα, αλλά και γκρο πλάνα είναι κομμένα και ραμμένα κατά τέτοιον τρόπο ώστε ο θεατής να «βομβαρδίζεται» διαρκώς από σειρές εικόνων αντίθεσης που αναδίδουν συναισθηματική πολυχρωμία πλάθοντας μοναδική ατμόσφαιρα. Όταν οι ναύτες αρνούνται να φάνε το σάπιο κρέας του συσσιτίου, οι πρωταίτιοι καταδικάζονται σε τουφεκισμό. Η ανταρσία γενικεύεται στην πόλη, καθώς οι εργάτες της Οδησσού κατεβαίνουν στο λιμάνι και εμψυχώνουν τους στασιαστές, μέχρι που η τσαρική αστυνομία επιτίθεται πυροβολώντας και σκοτώνοντας. Η οπτική του περιεκτικότητα είναι αριστουργηματική, όπως για παράδειγμα στη σεκάνς όπου οι στασιαστές θρηνούν τον δολοφονημένο τους ηγέτη, τον Βακουλίντσουκ. Η σεκάνς που δείχνει τρία πέτρινα λιοντάρια σε διαφορετικές θέσεις, παρμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να σχηματίζουν ένα ζώο που σηκώνεται και βρυχάται με μανία μέσα στη σφαγή, είναι ένα από τα πιο ολοκληρωμένα δείγματα της δουλειάς του Eisenstein στο μοντάζ. Όπως και στην «απεργία» έτσι και εδώ τοποθετεί στη ροή του φιλμ του, δυνατά πλάνα χωρίς άμεση σχέση με τη ροή της ιστορίας ή της αφήγησης, για να προκαλέσει έντονες συγκινήσεις και σκέψεις στο θεατή. Το έργο χωρίζεται σε πέντε ενότητες-πράξεις, όπου η καθεμία από αυτές μοιράζεται σε ένα ήρεμο και σε ένα βίαιο μέρος. Ο Eisenstein είχε συνειδητοποιήσει την ανάγκη αυξομειώσεων της έντασης και του ρυθμικού παλμού στο μοντάζ, την αναγκαιότητα της ύφεσης και των παύσεων πριν επιδοθεί, ξανά, στη νέα κλιμάκωση της έντασης. Τα μικρά, σύντομα και δυναμικά πλάνα έχουν μια υπέροχη εικαστική σύνθεση. Το μοντάζ τους γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργείται μια νέα και δυναμική, οπτική σύνθεση, θεμελιωμένη στα προηγούμενα κάδρα. Αν, σύμφωνα με τη διαλεκτική, «το σύνολο είναι μεγαλύτερο από το άθροισμα των επιμέρους τμημάτων», η σύνδεση διαφορετικών, άσχετων μεταξύ τους πλάνων, μπορεί να δημιουργήσει ένα αποτέλεσμα που ξεπερνάει κατά πολύ τη δύναμη του κάθε ξεχωριστού πλάνου. Θρυλική παραμένει η εξάλεπτη σκηνή στις σκάλες της Οδησσού στην οποία ο Eisenstein παραδίδει μαθήματα ρυθμού, αυστηρότητας, πλαστικότητας και ακρίβειας της κινηματογραφικής σκηνοθεσίας. Ο φακός του συλλαμβάνει μοναδικές στιγμές βιαιότητας, οργής και ανθρώπινης συγκίνησης, με εναλλαγή μακρινών, μεσαίων και κοντινών πλάνων, τα οποία συνθέτει σε μια αδιαίρετη συμπαγή ενότητα, στην απόλυτη σκηνή ανθολογίας. Ποτέ κανένας άλλος σκηνοθέτης δεν χειρίστηκε έτσι το πλήθος. Το έργο του και η θεωρητική συνεισφορά του έχει μελετηθεί από πολλούς συγγραφείς και δοκιμιογράφους κι αποτελούν αντικείμενο αναφοράς των περισσότερων πανεπιστημιακών διατριβών με θέμα τον κινηματογράφο και την αισθητική του. Οι καινοτομίες της ταινίας είναι τόσες πολλές που δεν περιγράφονται σε ένα τόσο συνοπτικό κείμενο, ενώ η επιρροή της υπήρξε καθοριστική για τη μετέπειτα πορεία του παγκόσμιου κινηματογράφου.

Οι πληροφορίες για την ταινία από το ιστολόγιο The 100 Best Movies Ever Made

Στο Άγαλμα της Ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμο


Λευτεριά, Λευτεριά, σχίζει, δαγκάνει
τους ουρανούς το στέμμα σου. Το φως σου,
χωρίς να καίει, τυφλώνει το λαό σου.
Πεταλούδες χρυσές οι Αμερικάνοι,

λογαριάζουν πόσα δολάρια κάνει
σήμερα το υπερούσιο μέταλλό σου.
Λευτεριά, Λευτεριά, θα σ’ αγοράσουν
έμποροι και κονσόρτσια κι εβραίοι.
Είναι πολλά του αιώνος μας τα χρέη,

πολλές οι αμαρτίες, που θα διαβάσουν
οι γενεές, όταν σε παρομοιάσουν
με το πορτρέτο του Dorian Gray.
Λευτεριά, Λευτεριά, σε νοσταλγούνε,
μακρινά δάση, ρημαγμένοι κήποι,

όσοι άνθρωποι προσδέχονται τη λύπη
σαν έπαθλο του αγώνος, και μοχθούνε,
και τη ζωή τους εξακολουθούνε,
νεκροί που η καθιέρωσις τους λείπει.

             Κώστας Καρυωτάκης ( Ελεγεία και Σάτιρες, 1927)


Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2016

Μια σεμνή πρόταση ώστε να πάψουν τα παιδιά των φτωχών στην Ιρλανδία να είναι βάρος στους γονείς και στην χώρα τους, και να γίνουν ωφέλιμα στο κοινό.


Δρ. Ιωνάθαν Σουίφτ
1729

Είναι θλιβερό το θέαμα, για εκείνους που περπατούν σ' αυτή την μεγάλη πόλη, ή ταξιδεύουν στην επαρχία, όταν βλέπουν τους δρόμους, τις δημοσιές και τις πόρτες από τις καλύβες γεμάτες από επαίτες θήλεος γένους, συνοδευόμενους από τρία, τέσσερα ή έξι παιδιά, όλα ντυμένα με κουρέλια, να ικετεύουν κάθε περαστικό για ελεημοσύνη. Αυτές οι μητέρες, αντί να είναι σε θέση να εργασθούν και να συντηρηθούν με έντιμο τρόπο, είναι αναγκασμένες να διαθέτουν όλο τον χρόνο τους περιφερόμενες ζητιανεύοντας για τη διατροφή των αβοήθητων παιδιών τους, τα οποία μεγαλώνοντας γίνονται ληστές, εξ αιτίας της έλλειψης εργασίας, ή εγκαταλείπουν την αγαπητή πατρίδα τους για να πολεμήσουν για τον Σφετεριστή στην Ισπανία ή να πουλήσουν τον εαυτό τους στα Μπαρμπάντος.
Νομίζω πως όλοι θα συμφωνήσουν, ότι αυτός ο μεγάλος αριθμός παιδιών στα χέρια, στις πλάτες ή τα πόδια των μητέρων τους, και συχνά των πατέρων τους, αποτελεί, στην παρούσα  οικτρή κατάσταση του βασιλείου, μια πολύ μεγάλη πρόσθετη θλίψη` και γι' αυτό τον λόγο, όποιος θα μπορούσε να βρει μια μέθοδο δίκαιη, οικονομική και εύκολη για να μετατραπούν αυτά τα παιδιά σε υγιή και χρήσιμα μέλη της κοινότητας, θα προσέφερε τέτοια υπηρεσία στο σύνολο, ώστε να στηθεί το άγαλμά του ως σωτήρας του έθνους.
Αλλά δεν περιορίζω τις προθέσεις μου μόνο στην φροντίδα για τα παιδιά των επαγγελματιών επαιτών` έχω σκοπούς πολύ γενικότερους, που περιλαμβάνουν το σύνολο των νηπίων σε μια συγκεκριμένη ηλικία, που γεννιούνται σε γονείς με περιουσία πολύ μικρή για να τα διαθρέψουν, ή που ζητούν την ελεημοσύνη μας στους δρόμους.
Το κατ' εμέ, έχοντας για πολλά χρόνια αφιερώσει τις σκέψεις μου στο σπουδαίο αυτό ζήτημα, και αφού συνέκρινα με ακρίβεια τα διάφορα σχέδια των στοχαστών μας, τα βρήκα πάντοτε εντελώς λανθασμένα στους υπολογισμούς τους. Είναι αλήθεια πως ένα παιδί που μόλις γεννήθηκε μπορεί να συντηρηθεί από το γάλα της μάνας του για ένα έτος, χωρίς άλλη τροφή` ή με κόστος όχι περισσότερο από δύο σελίνια, τα οποία η μητέρα του μπορεί με κάθε βεβαιότητα να βρει, είτε πουλώντας παλιοσίδερα, είτε απασχολούμενη νομίμως στην επαιτεία` και ακριβώς μετά από αυτό το έτος προτείνω να φροντίσουμε γι' αυτά με τέτοιο τρόπο, ώστε, αντί να είναι βάρος στους γονείς τους, ή την ενορία, ή ν' αναζητούν τροφή και ένδυση για το υπόλοιπο της ζωής τους , αντιθέτως να συνεισφέρουν στην διατροφή, και σε μέρος της ένδυσης πολλών χιλιάδων.
Υπάρχει επίσης ακόμη ένα μεγάλο πλεονέκτημα στο σχέδιό μου, ότι δηλαδή θα αποτρέψει τις εκτρώσεις, αυτή τη φρικτή πρακτική των γυναικών που δολοφονούν τα νόθα παιδιά τους, αλλοίμονο! τόσο συχνή ανάμεσά μας, θυσιάζοντας τα δύστυχα αθώα βρέφη, δεν αμφιβάλλω, περισσότερο για να γλιτώσουν τα έξοδα παρά την ντροπή, η οποία θα προκαλούσε δάκρυα και συμπάθεια και στην πιο άγρια και απάνθρωπη καρδιά.
Από τον αριθμό των ψυχών σε αυτό το βασίλειο, που εκτιμάται συνήθως σε ενάμισι εκατομμύριο, υπολογίζω περίπου διακόσιες χιλιάδες ζευγάρια των οποίων οι σύζυγοι παράγουν τέκνα· και από τον αριθμό αυτόν αφαιρώ  τριάντα χιλιάδες ζευγάρια, που μπορούν να διατρέφουν τα παιδιά τους ( αν και πιστεύω ότι δεν μπορεί να είναι τόσοι πολλοί, στις παρούσες δυστυχίες του βασιλείου)· αλλά με αυτό το δεδομένο, απομένουν εκατόν εβδομήντα χιλιάδες τροφοί. Αφαιρώ πάλι πενήντα χιλιάδες, για τις γυναίκες εκείνες που αποβάλλουν, ή των οποίων τα παιδιά πεθαίνουν από ατύχημα ή από ασθένεια μέσα στο έτος. Απομένουν μόνο εκατόν είκοσι χιλιάδες παιδιά που γεννιούνται σε φτωχούς γονείς. Η ερώτηση συνεπώς είναι: πώς αυτά θα διατραφούν και ανατραφούν; Πράγμα που, όπως ήδη έχω πει, στην παρούσα κατάσταση των πραγμάτων, είναι εντελώς αδύνατο με όλες τις μεθόδους που έχουν μέχρι τώρα προταθεί. Γιατί δεν μπορούμε να τα χρησιμοποιήσουμε ούτε στην οικοδομή ούτε για αγροτική εργασία· αφού ούτε σπίτια χτίζουμε ( εννοώ στην επαρχία) ούτε καλλιεργούμε γη· πολύ σπάνια μπορούν να εξασφαλίζουν τα προς το ζην από την κλοπή, ώσπου να φτάσουν τα έξι τους χρόνια· εκτός αν είναι πολύ επιδέξιας κατασκευής, αν και ομολογώ ότι μαθαίνουν τα βασικά σε πολύ μικρότερη ηλικία· κατά το διάστημα αυτό όμως μπορούν κανονικά να θεωρηθούν μόνο μαθητευόμενοι, όπως πληροφορήθηκα από έναν ευγενή κύριο της κομητείας Καίβαν, ο οποίος με διαβεβαίωσε ότι δεν γνώριζε παρά μία ή δύο περιπτώσεις σε ηλικία κάτω των έξι, ακόμη και σε ένα μέρος του βασιλείου τόσο γνωστό για την ταχύτατη εκμάθηση της εν λόγω τέχνης.
Βεβαιώθηκα από τους εμπόρους μας, ότι ένα αγόρι ή ένα κορίτσι πριν τα δώδεκα δεν είναι αγαθό που μπορεί να πουληθεί, και ακόμη και όταν φτάσει σε αυτή την ηλικία, δεν θα παράγει κέρδος μεγαλύτερο από τρεις λίρες, ή το περισσότερο τρεις λίρες  και μισή κορώνα, από τη συναλλαγή· πράγμα που δεν είναι επικερδές ούτε για τους γονείς ούτε για το βασίλειο, αφού το κόστος για την τροφή και την ένδυση είναι τουλάχιστον τέσσερις φορές μεγαλύτερο.
Τώρα λοιπόν θα προτείνω ταπεινά τις δικές μου σκέψεις, οι οποίες ελπίζω ότι δεν υπόκεινται στην ελάχιστη αντίρρηση.


Βεβαιώθηκα από έναν γνωστό μου Αμερικανό στο Λονδίνο, ο οποίος ξέρει πολύ καλά, ότι ένα νέο, φροντισμένο παιδί αποτελεί, σε ηλικία ενός έτους, εξαιρετικά νόστιμη και θρεπτική, πλήρη τροφή, είτε στιφάδο, είτε στη σχάρα στο φούρνο, ή βραστό· και δεν έχω καμία αμφιβολία ότι θα είναι εξ ίσου ωραίο σε φρικασέ ή ραγού.
Συνεπώς προτείνω ταπεινά στο κοινό, από τις εκατόν είκοσι χιλιάδες παιδιά, που ήδη έχω υπολογίσει, να κρατηθούν είκοσι χιλιάδες για αναπαραγωγή, εκ των οποίων μόνο το ένα τέταρτο να είναι αρσενικά· αναλογία μεγαλύτερη απ' αυτή που χρησιμοποιούμε για τα πρόβατα, τα βοοειδή, ή τα γουρούνια, και η αιτιολογία μου είναι ότι αυτά τα παιδιά σπάνια είναι προϊόντα γάμου, μια κατάσταση για την οποία δεν έχουν καλή γνώμη οι άγριοί μας, συνεπώς ένα αρσενικό θα είναι αρκετό για τέσσερα θηλυκά. Και οι υπόλοιπες εκατό χιλιάδες μπορούν, όταν φτάσουν σε ηλικία ενός έτους, να πωλούνται σε πρόσωπα ευγενή και πλούσια, σε όλο το βασίλειο, πάντοτες με την συμβουλή προς την μητέρα να τους επιτρέπει κατά τον τελευταίο μήνα να θηλάζουν πολύ, ώστε να γίνουν αφράτα και παχιά για ένα καλό δείπνο. Από ένα παιδί θα γίνονται δύο πιάτα σε μια φιλική συγκέντρωση· όταν η οικογένεια δειπνεί μόνη, από το μπροστινό ή πισινό τέταρτο θα γίνει ένα ικανοποιητικό πιάτο, και αρτυμένο με λίγο πιπέρι ή αλάτι, θα βράζει πολύ καλά την τέταρτη μέρα, ιδίως τον χειμώνα.
Έχω σκεφθεί ότι κατά μέσο όρο ένα παιδί που μόλις γεννήθηκε ζυγίζει 12 λίβρες, και σε ένα έτος, εάν τραφεί υποφερτά, φθάνει τις 28 λίβρες.
Εγγυώμαι ότι αυτή η τροφή θα είναι αρκετά αγαπητή, και συνεπώς ιδιαίτερα κατάλληλη για τους γαιοκτήμονες, οι οποίοι αφού θα έχουν ήδη κατασπαράξει τους περισσότερους γονείς, φαίνεται να έχουν και τον ισχυρότερο τίτλο επί των τέκνων.
Το κρέας των παιδιών θα είναι διαθέσιμο καθ' όλη την διάρκεια του έτους, αλλά αφθονότερο τον Μάρτιο, και λίγο πριν και μετά· επειδή μαθαίνουμε από ένα σοβαρό συγγραφέα, γνωστό Γάλλο ιατρό, ότι επειδή τα ψάρια είναι γόνιμη τροφή , στις ρωμαιοκαθολικές χώρες γεννιούνται περισσότερα παιδιά περίπου εννέα μήνες μετά την σαρακοστή, και έτσι οι αγορές θα είναι πιο γεμάτες απ' ό,τι συνήθως, επειδή η αναλογία παιδιών των παπιστών είναι τουλάχιστον ένα προς τρία σε αυτό το βασίλειο, και με τον τρόπο αυτόν θα υπάρχει ακόμη ένα παράπλευρο όφελος, με την μείωση του αριθμού των παπιστών ανάμεσά μας.
Ήδη υπολόγισα το κόστος για την συντήρηση του παιδιού ενός ζητιάνου ( στους οποίους συνυπολογίζω όλους τους κατοίκους της επαρχίας, όλους τους εργάτες, και τα τέσσερα πέμπτα των αγροτών) στα δύο περίπου σελίνια per annum, συμπεριλαμβανομένων των κουρελιών· και πιστεύω ότι κανένας ευγενής δεν θα δίσταζε να δώσει δέκα σελίνια για το σώμα ενός καλού, παχιού παιδιού, από το οποίο, όπως ήδη είπα, θα γίνουν τέσσερα πιάτα από εξαιρετικό, θρεπτικό κρέας, όταν θα έχει μόνο κάποιον ιδιαίτερο φίλο, ή την οικογένεια του για δείπνο. Έτσι ο μεν κύριος θα μάθει να είναι καλός γαιοκτήμονας και θα γίνει δημοφιλής στους καλλιεργητές του, η δε μητέρα θα έχει οκτώ σελίνια καθαρό κέρδος και θα είναι διαθέσιμη για εργασία ώσπου να παράγει ακόμη ένα παιδί.
Εκείνοι που είναι πιο οικονόμοι ( όπως πρέπει να ομολογήσω απαιτούν οι καιροί) μπορούν να γδάρουν το σώμα· από το δέρμα του, επεξεργασμένο με τέχνη, θα παραχθούν θαυμάσια γάντια για τις κυρίες, και καλοκαιρινές μπότες για τους ευγενείς κυρίους.
Όσο για την πόλη μας του Δουβλίνου, γι' αυτόν τον σκοπό μπορούν να οριστούν σφαγεία, στα πιο κατάλληλα μέρη της, και μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι δεν θα λείψουν οι σφαγείς· αν και θα συνιστούσα  την αγορά ζωντανών παιδιών, που θα ετοιμάζονται αμέσως μετά την σφαγή, όπως γίνεται με το χοιρινό για ψητά.
Ένα πολύ άξιο πρόσωπο, αληθινός λάτρης της χώρας του, τις αρετές του οποίου εκτιμώ βαθιά, πρόσφατα, συζητώντας γι' αυτό το θέμα, είχε την ευγένεια να προσφέρει μια βελτίωση στο σχέδιό μου. Είπε ότι, αφού πολλοί ευγενείς αυτού του βασιλείου έχουν εξολοθρεύσει τα ελάφια τους, σκέφτηκε πως η έλλειψη κρέατος από ελάφι θα μπορούσε κάλλιστα να αντιμετωπισθεί με τα σώματα νέων αγοριών και κοριτσιών, ηλικίας όχι μεγαλύτερης των δεκατεσσάρων, και όχι μικρότερης των δώδεκα· αφού τόσο μεγάλος αριθμός ατόμων και των δύο φύλων είναι τώρα έτοιμα να λιμοκτονήσουν από έλλειψη εργασίας. Αυτά λοιπόν τα άτομα να διατεθούν από τους γονείς τους, αν ζουν, ή από τους πλησιέστερους συγγενείς τους. Αλλά, με όλο τον σεβασμό προς έναν τόσο εξαίρετο φίλο, και τόσο άξιο πατριώτη, δεν μπορώ να συμμερισθώ πλήρως την άποψή του· επειδή, όσον αφορά τα αρσενικά, ο Αμερικάνος γνωστός μου με διαβεβαίωσε, εξ ίδίας μακράς εμπειρίας, ότι το κρέας τους ήταν γενικώς σκληρό και λεπτό, όπως των δικών μας μαθητών στα σχολεία, από τη συνεχή άσκηση, και η γεύση τους άσχημη, και η πάχυνσή τους δεν έλυνε το πρόβλημα. Όσο για τα θηλυκά, πιστεύω ταπεινά, ότι θα ήταν απώλεια για το κοινό, επειδή σύντομα θα γίνονταν και αυτές τροφοί· και έπειτα, δεν είναι απίθανο ότι κάποιοι λεπτολόγοι θα ήταν πρόθυμοι να απαγορεύσουν μια τέτοια πρακτική ( αν και βέβαια εντελώς άδικα) ως κάποτε εγγίζουσα τα όρια της σκληρότητας, πράγμα το οποίο, ομολογώ, πάντοτε μου προκαλούσε την σφοδρότερη αντίδραση κατά οποιοδήποτε σχεδίου, όσο καλές προθέσεις και αν είχε.
Αλλά, για να δικαιολογήσω τον φίλο μου, μου ομολόγησε, ότι αυτή η ιδέα μπήκε στο μυαλό του από τον διάσημο Σαλμαναζάρ , που κατάγεται από το νησί Φορμόζα, και ήρθε από εκεί στο Λονδίνο περισσότερο από είκοσι χρόνια πριν, και ο οποίος είπε στον φίλο μου, κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης, ότι σε εκείνη την χώρα, όταν κάποιος νέος καταδικασθεί σε θάνατο, ο δήμιος πουλούσε το πτώμα σε ευγενή πρόσωπα, ως εξαιρετική λιχουδιά· και ότι, στον καιρό του, το σώμα ενός αφράτου δεκπεντάχρονου κοριτσιού, που σταυρώθηκε επειδή αποπειράθηκε να δηλητηριάσει τον Αυτοκράτορα, πωλήθηκε στον Πρωθυπουργό της Αυτού Αυτοκρατορικής Μεγαλειότητος, και σε άλλους μεγάλους μανδαρίνους της Αυλής, σε μεγάλα κομμάτια από την αγχόνη, για τετρακόσιες κορώνες. Ούτε επίσης θα μπορούσα να αρνηθώ, πράγματι, ότι το βασίλειο δεν θα ήταν καθόλου χειρότερο, αν είχαν την ίδια μεταχείριση πολλά παχουλά κορίτσια αυτής της πόλης, που, χωρίς καμία απολύτως ζημιά στην περιουσία τους, δεν μπορούν να βγουν από το σπίτι χωρίς φορείο, και εμφανίζονται σε θέατρα και συνεστιάσεις φορώντας ξένα κοσμήματα για τα οποία ποτέ δεν θα πληρώσουν.
Μερικά πρόσωπα με αποθαρρυμένο πνεύμα είναι ιδιαίτερα προβληματισμένα από τον τεράστιο αριθμό των φτωχών ανθρώπων, ηλικιωμένων, άρρωστων, ή ανάπηρων· και μου έχει ζητηθεί να στρέψω τις σκέψεις μου στο ποια μέτρα μπορούν να ληφθούν, ώστε να ελαφρυνθεί το έθνος από ένα τέτοιο βάρος. Αλλά δεν ασχολούμαι καθόλου με το θέμα αυτό, επειδή είναι γνωστό σε όλους, ότι αυτοί κάθε μέρα πεθαίνουν και σαπίζουν, από το κρύο και την πείνα, και την βρωμιά, και τα παράσιτα, τόσο γρήγορα όσο μπορεί κανείς να προσδοκά βασίμως. Όσο για τους νέους εργάτες, αυτοί είναι τώρα σε μια κατάσταση σχεδόν το ίδιο ελπιδοφόρα. Δεν μπορούν να βρουν δουλειά, και συνεπώς φθίνουν από την κακή διατροφή, σε τέτοιο βαθμό, ώστε αν κάποια στιγμή προσληφθούν τυχαία για μια συνηθισμένη εργασία, δεν έχουν αρκετή δύναμη ώστε να την εκτελέσουν, και με τον τρόπο αυτόν, η χώρα και οι ίδιοι ευτυχώς λυτρώνονται από τα μελλοντικά δεινά.
Έχω κάνει πολλές παρεκβάσεις, έτσι θα επιστρέψω στο θέμα μου. Νομίζω ότι τα πλεονεκτήματα της πρότασής μου είναι προφανή και πολλά, καθώς επίσης και ιδιαίτερα σημαντικά.
Πρώτον, όπως έχω ήδη παρατηρήσει, θα μειωθεί κατά πολύ ο αριθμός των παπιστών, από τους οποίους κάθε έτος εκτοπιζόμαστε, επειδή αναπαράγονται περισσότερο από όλους στο έθνος, και επίσης αποτελούν τους πιο επικίνδυνους εχθρούς μας, αφού μένουν στην χώρα επίτηδες για να παραδώσουν το βασίλειο στον Σφετεριστή( σημ. Ιάκωβος, Πρίγκηπας της Ουαλλίας, σφετεριστής του Αγγλικού, Σκωτικού και Ιρλανδικού θρόνου), ελπίζοντας να εκμεταλλευτούν την απουσία τόσων καλών προτεσταντών, που επέλεξαν να εγκαταλείψουν την χώρα τους, παρά να μείνουν στα σπίτια τους και να πληρώνουν, ενάντια στην συνείδησή τους, την δεκάτη σε κάποιον επισκοπικό εφημέριο.
Δεύτερον, οι φτωχότεροι καλλιεργητές θα έχουν κάτι δικό τους με αξία, και το οποίο μπορεί από τον νόμο να γίνει εγγύηση για κάποια δυσκολία, και να βοηθήσει να πληρωθεί το ενοίκιο στον γαιοκτήμονα, αφού έχει ήδη κατάσχει τα ζώα και το σιτάρι τους, και το χρήμα είναι ένα πράγμα άγνωστο.
Τρίτον, ενώ το κόστος εκατό χιλιάδων παιδιών, από δύο ετών και πάνω, δεν μπορεί να υπολογισθεί σε λιγότερο από δέκα σελίνια το κομμάτι ανά έτος , με τον τρόπο αυτόν το απόθεμα του έθνους θα αυξηθεί κατά πενήντα χιλάδες λίρες ανά έτος, εκτός από το κέρδος ενός νέου πιάτου, το οποίο θα εισαχθεί στα τραπέζια όλων των ευγενών στο βασίλειο που έχουν περιουσία και κάποια εκλέπτυνση στο γούστο. Όλα τα χρήματα θα κυκλοφορούν ανάμεσα σε εμάς, αφού τα αγαθά θα είναι εξ ολοκλήρου δικής μας παραγωγής και κατασκευής.
Τέταρτον, οι παραγωγικές τροφοί, εκτός από το καθαρό κέρδος οκτώ σελινιών ανά έτος από την πώληση των παιδιών τους, θα απαλλαγούν από το βάρος της συντήρησης τους πέραν του πρώτου έτους.
Πέμπτον, αυτή η τροφή θα φέρει επίσης μεγάλη πελατεία στα εστιατόρια, όπου οι κρασέμποροι οπωσδήποτε θα καταβάλουν κάθε προσπάθεια ώστε να επινοήσουν τις καλύτερες συνταγές για να μαγειρευτεί τέλεια· και συνεπώς θα συχνάζουν στις αίθουσές τους όλοι οι ευγενείς κύριοι, που δίκαια εκτιμούν τον εαυτό τους για την γνώση τους στο καλό φαγητό· ένας δε επιδέξιος μάγειρας, που ξέρει πώς να περιποιηθεί τους πελάτες του, θα προσπαθήσει να την κάνει τόσο ακριβή όσο τους αρέσει.
Έκτον, θα είναι μεγάλο κίνητρο για τον γάμο, τον οποίο όλα τα έμφρονα έθνη είτε προτρέπουν με ανταμοιβές, είτε επιβάλλουν με νόμους και ποινές. Θα αύξανε την φροντίδα και την τρυφερότητα των μητέρων προς τα παιδιά τους, αν ήταν σίγουρες για ένα ισόβιο συμβόλαιο για τα φτωχά μωρά, εξασφαλισμένο κατά κάποιον τρόπο από το κοινό, με κέρδος γι' αυτές παρά με έξοδα. Σύντομα θα δούμε την ευγενή άμιλλα ανάμεσα στις παντρεμένες γυναίκες, ποια θα μπορέσει να προσφέρει στην αγορά το παχύτερο παιδί. Οι άντρες θα αγαπήσουν τις γυναίκες τους, κατά την εγκυμοσύνη τους, όσο και τις φοράδες τους, όταν περιμένουν πουλάρι, ή τις αγελάδες που περιμένουν μοσχάρι, ή τις γουρούνες, όταν είναι έτοιμες να γεννήσουν γουρουνάκια· και δεν θα στέργουν να τις δείρουν ή να κλωτσήσουν ( όπως συμβαίνει υπερβολικά συχνά), από τον φόβο της αποβολής.
Πολλά άλλα πλεονεκτήματα μπορούν να απαριθμηθούν. Για παράδειγμα, η αύξηση κατά μερικές χιλιάδες των εξαγόμενων βαρελιών μας με βοδινό· η διάδοση του χοιρινού, και η βελτίωση της τέχνης της κατασκευής του καλού μπέικον, που τόσο τα έχουμε ανάγκη εξ αιτίας της εξολόθρευσης των γουρουνιών, πολύ συχνής στα τραπέζια μας, και τα οποία σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να συγκριθούν σε γεύση ή όψη με ένα καλοφτιαγμένο παχύ παιδί ενός έτους, που ψητό θα κάνει μεγάλη εντύπωση στην εορτή του Λόρδου Δημάρχου, ή κάθε άλλη δημόσια διασκέδαση. Αλλά αυτό, και πολλά ακόμη, τα παραλείπω, χάριν συντομίας.
Υποθέτοντας ότι χίλιες οικογένειες σε αυτή την πόλη θα ήταν τακτικοί αγοραστές παιδικού κρέατος, εκτός εκείνων που θα θελήσουν να το αγοράσουν για ευχάριστες συγκεντρώσεις, ιδιαίτερα σε γάμους και βαφτίσια, υπολογίζω ότι το Δουβλίνο θα κατανάλωνε ετησίως περίπου είκοσι χιλιάδες κομμάτια· και το υπόλοιπο του βασιλείου ( όπου πιθανότατα θα πωλείται κάπως φτηνότερα) τις υπόλοιπες ογδόντα χιλιάδες.
Δεν μπορώ να σκεφθώ καμία άλλη αντίρρηση, που να μπορεί να έχει κανείς σε αυτή την πρόταση, εκτός από το ότι ο αριθμός των ανθρώπων θα μειωθεί κατά πολύ, με αυτό τον τρόπο, στο βασίλειο. Αυτό το παραδέχομαι αμέσως, και ήταν πράγματι μία κύρια παράμετρος της πρότασής μου, πριν την προτείνω στο κοινό. Ελπίζω ότι ο αναγνώστης θα παρατηρήσει, πως υπολογίζω την θεραπεία μου για το συγκεκριμένο Βασίλειο της Ιρλανδίας, και για κανένα από όσα υπήρξαν, υπάρχουν, ή, πιστεύω, θα υπάρξουν ποτέ πάνω στη Γη. Γι' αυτό ας μην μου μιλήσει κανείς για άλλα μέσα: την φορολόγηση των εξαγωγών μας με πέντε σελίνια ανά λίβρα· να μην χρησιμοποιούνται ούτε ενδύματα, ούτε οικιακά έπιπλα, εκτός αυτά που παράγουμε και κατασκευάζουμε εμείς· την απόρριψη των υλικών και οργάνων που προάγουν την ξενόφερτη πολυτέλεια· την θεραπεία της ακριβής υπερηφάνειας, υπεροψίας, οκνηρίας και της χαρτοπαιξίας των γυναικών μας · την καλλιέργεια της οικονομίας, της φρόνησης και της εγκράτειας· να μάθουμε να αγαπάμε την χώρα μας, τομέας στον οποίο διαφέρουμε ακόμη και από τους Λάπωνες και τους κατοίκους του Τοπιναμπού· να αφήσουμε τα μίση και τις φατρίες μας, και να μην φερόμαστε σαν τους Ιουδαίους, οι οποίοι δολοφονούσαν ο ένας  τον άλλον τη στιγμή που η πόλη τους κυριευόταν· να προσέχουμε λίγο να μην πουλάμε την χώρα και τις συνειδήσεις μας για το τίποτα· να διδάξουμε τους γαιοκτήμονες να δείχνουν τουλάχιστον λίγο έλεος απέναντι στους καλλιεργητές τους. Και τέλος την ενστάλαξη πνεύματος τιμιότητας, εργατικότητας και ικανότητας στους εμπόρους μας, οι οποίοι, αν ληφθεί τώρα μια απόφαση να αγοράζουν μόνο τα προϊόντα της χώρας μας, αμέσως θα ενώνονταν για να μας εξαπατήσουν και να μας κλέψουν στην τιμή, την ποσότητα και την ποιότητα, και δεν θα μπορούσαν ποτέ να κάνουν μια τίμια πρόταση δίκαιης συναλλαγής, αν και προσκαλούνται σε τέτοια συχνά και ειλικρινώς.
Για τον λόγο αυτόν επαναλαμβάνω, ας μην μου μιλήσει κανείς γι' αυτά και παρόμοια μέτρα, αν δεν έχει πρώτα έστω μιαν αμυδρή ελπίδα, ότι κάποτε θα υπάρξει αληθινή και ειλικρινής διάθεση να εφαρμοστούν.
Αλλά, όσον αφορά εμένα, αφού για πολλά χρόνια κουράστηκα προτείνοντας μάταιες, ανώφελες, ανεφάρμοστες σκέψεις, και όντας εντελώς απελπισμένος για την επιτυχία τους, τελικά κατέληξα ευτυχώς στην παρούσα πρόταση, η οποία, εκτός από το ότι είναι εντελώς νέα, έχει επίσης κάτι το στέρεο και αληθινό, δεν έχει κόστος και απαιτεί μικρή προσπάθεια, και εξαρτάται πλήρως από εμάς, ώστε δεν δημιουργεί καθόλου κίνδυνο να δυσαρεστήσει την Αγγλία, επειδή αυτό το αγαθό δεν θα εξάγεται, και άλλωστε το κρέας θα είναι πολύ λεπτό, για να μπορεί να συντηρηθεί επί μακρόν στο αλάτι, αν και ίσως θα μπορούσα να ονομάσω μια χώρα, που ευχαρίστως θα έτρωγε ολόκληρο το έθνος μας και χωρίς αυτό.
Σε τελική ανάλυση, δεν είμαι τόσο ισχυρά προσκολημμένος στην άποψή μου, ώστε να απορρίπτω κάθε πρόταση, από σοφούς άνδρες, που θα βρεθεί εξ ίσου αθώα, φθηνή, εύκολη και αποτελεσματική. Αλλά πριν κάτι τέτοιο προταθεί σε αντίκρουση του δικού μου, ως καλύτερο σχέδιο, παρακαλώ αυτόν ή αυτούς που θα το προτείνουν να σκεφθούν σοβαρά δύο ζητήματα. Πρώτον, όπως έχουν τα πράγματα τώρα, πώς θα είναι σε θέση να βρουν τροφή και ένδυση για εκατό χιλιάδες άχρηστα στόματα και πλάτες. Και δεύτερον, επειδή υπάρχουν περίπου ένα εκατομμύριο πλάσματα με ανθρώπινη μορφή σε όλο το βασίλειο αυτό, των οποίων η συνολική περιουσία ανέρχεται σε χρέος δύο εκατομμυρίων λιρών στερλινών, προσθέτοντας στους επαγγελματίες επαίτες το σώμα των αγροτών, των καλλιεργητών και των εργατών, με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, που είναι επαίτες κατ' ουσίαν, ζητώ από τους πολιτικούς στους οποίους δεν αρέσει η κίνησή μου, και ίσως είναι τόσο τολμηροί ώστε να προτείνουν μιαν απάντηση, να ρωτήσουν πρώτα τους γονείς των θνητών αυτών, εάν σήμερα δεν θα το εύρισκαν μεγάλη ευτυχία να έχουν πουληθεί ως τροφή σε ηλικία ενός έτους, με τον τρόπο που περιγράφω, και να έχουν αποφύγει έτσι μια τέτοια συνεχή διαδοχή δυστυχιών, σαν αυτή που έχουν ζήσει έκτοτε, από την καταπίεση των γαιοκτημόνων, την αδυναμία να καταβάλουν ενοίκια χωρίς χρήματα ή αγαθά, την έλλειψη στοιχειώδους διατροφής, χωρίς ούτε σπίτι ούτε ρούχα για να να τους προστατεύουν από τις επιθέσεις του καιρού, και από την αναπόφευκτη προοπτική να κληροδοτήσουν τις ίδιες, ή μεγαλύτερες δυστυχίες, στους απογόνους τους για πάντα.
Δηλώνω, με όλη την ειλικρίνεια της καρδιάς μου, ότι δεν έχω ούτε το ελάχιστο προσωπικό όφελος από την προσπάθεια να προωθηθεί το απαραίτητο αυτό έργο, επειδή δεν έχω κανένα άλλο κίνητρο παρά το γενικό καλό της χώρας μου, με την πρόοδο του εμπορίου, φροντίζοντας  για τα παιδιά, ανακουφίζοντας τους φτωχούς, και δίνοντας κάποια ευχαρίστηση στους πλούσιους. Δεν έχω παιδιά, από τα οποία μπορώ να κερδίσω έστω μία πέννα, αφού το μικρότερο είναι εννέα ετών, και η σύζυγός μου δεν μπορεί πλέον να συλλάβει.


Ένα σκληρό, έντονα σαρκαστικό και δηλητηριώδες σατιρικό δοκίμιο του Jonathan Swift, το οποίο με την υπερβολή του χλευάζει και καταγγέλλει συγχρόνως την απανθρωπιά και την αγριότητα των πλουσίων στην αντιμετώπιση των φτωχών και εξαθλιωμένων καθώς και την βρετανική πολιτική στην Ιρλανδία του 18ου αι. Ο Jonathan Swift, γνωστός από τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ, έγραψε αυτό το δοκίμιο το καλοκαίρι του 1729. Απογοητευμένος από την αποτυχία των κοινωνικών και πολιτικών του παρεμβάσεων καταλήγει σε αυτό το πολύ αιχμηρό κείμενο για να ταρακουνήσει τις υπνωτισμένες συνειδήσεις και τις υποκριτικές συμπεριφορές των πολιτών και αναγνωστών της εποχής του που συνήθισαν να "καταπίνουν" αδιαμαρτύρητα τις άγριες οικονομικές πολιτικές που έφερναν  φτώχεια, εξαθλίωση, πείνα,θάνατο. 
Ένα κείμενο - γροθιά στα τροφαντά στομάχια της εφησυχασμένης κοινωνίας κάθε εποχής  που εξακολουθεί να ανέχεται τις ίδιες πολιτικές και θυμάται να μεταμορφώνεται σε "φιλάνθρωπη" μερικές μόνο μέρες το χρόνο.