Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Κυριακή 30 Αυγούστου 2020

Πάει λοιπόν κι αυτό το καλοκαίρι...


Πάει λοιπόν κι αυτό το καλοκαίρι
τ' αφήσαμε κι αυτό στην αμμουδιά,
τ' αφήσαμε κι αυτό να πάρει
το δρόμο που τραβάνε τα πουλιά.

Από Αύγουστο σε Μάη
θα γεράσουμε,
σαν το κύμα στ' ακρογιάλι
θα περάσουμε.

Πάνε λοιπόν και φέτος οι αγάπες
που βρήκαν μια ζωή στην αμμουδιά,
τις πήρε στα βαθιά όλες το κύμα

κι αφήσαν το τραγούδι στην καρδιά.

Μουσική: Γιώργος Ζαμπέτας
Στίχοι: Δημήτρης Χριστοδούλου
Ερμηνεία: Χρήστος Εμμανουήλ

Σάββατο 29 Αυγούστου 2020

Η βάβω μου η Θόδω

Έν’ απ’ τα πρώτα πρόσωπα που μαθαίνουν τα χωριατόπουλα, μαζί με την μάνα και τον τάτα, είναι κι η βάβω: έτσι λεν στα χωριά μας τη γιαγιά.
Η δική μου η βάβω είταν ψηλή και λιγόσαρκη, με πρόσωπο άσπρο σαν της λειτουργιάς, με μάτια πονετικά όπως στις εικόνες. Οι χειρονομίες της είχαν κάτι το σοβαρό και ήσυχο μαζί, τα λόγια της ανάδιναν ατάραχη πείρα και το βλέμμα της μέρευε την καρδιά σου, όσο κι αν είταν ταραγμένη. Με τον καιρό η πέτσα της φτένευε και φωτιζόταν, έτσι που χωρίς να χάσει τίποτε από τη φυσική της ζωντάνια έγινε στο τέλος σαν την όψη πόχουν οι άγιες ζωγραφιές. Και σήμερα που τη θυμάμαι, αχνή και σβησμένη στο πέρασμα των χρόνων, δεν την παραλλάζω σε τίποτε  από τα γλυκά πονεμένα θώρια που κατοικούν σε παλιά ξωκλήσια, κρυμμένα σε παράμερες πλαγιές ή φουντωτές ραχούλες.
Εγώ έτυχε να’ μαι το πρώτο της αγγόνι και γι’ αυτό μ’ αγαπούσε πολύ. Με μεγάλωσε η ίδια περσότερο παρά η μάνα μου – είν’ αμαρτία τάχα να το πω; - καλύτερα από κείνη που μ’ έφερε στον κόσμο.
Οι γυναίκες στα χωριά το’ χουν σε καλό να’ ναι το πρωτογέννητο αγόρι, «παιδί» όπως το λεν. Κι εγώ γεννήθηκα Δευτέρα της Λαμπρής, άλλο χαϊρλίτικο.
- Αυτό κάτι θα γίνει μια μέρα, να με θυμάστε!, προφήτεψε απ’ την καλοσημαδιά η Γιάνναινα του Χρίστου, γειτόνισσα και συγγένισσά μας.
Είμουν άτυχος όμως, αυτό φάνηκε απ’ τα πρώτα μου χρόνια. Μπορεί όμως να’ μουν και τυχερός, αφού γλύτωνα απ’ τα κίντυνα· δεν ξέρω.
Μια μέρα που οι δικοί μου λείπανε στο πότισμα, στα ποτιστικά χωράφια που είταν γύρω απ’ το σπίτι, κι εμένα μ’ είχαν αφήσει να με κουνάει στη σαρμανίτσα η Λάμπρω του Γιάννη, κόρη της γειτόνισσας που ανάφερα πιο πριν, αυτή, κοπελίτσα μικρή, βαρέθηκε φαίνεται το ζαγκάνισμα και το σκούξιμο το δικό μου, μπορεί να μου’ δωσε καμία δυνατώτερη με το ποδάρι ή ν’ αναποδογύρισε από μόνη της η κούνια, όπως και να’ ναι, μ’ απαράτησε μπρούμυτα κι έγινε άφαντη απ’ το φόβο της. Όταν με βρήκαν ύστερα, κόντευα να σκάσω.
- Τη θερμιάρα, την κοψόχρονη! φοβέρισε η βάβω μου. Κόντεψε να μας χάσει το παιδί. Αν τη λάβω στα χέρια μου, θα την κρεμάσω απ’ το κλιτσί!
Αυτά είταν λόγια μονάχα, χωρίς κακία από μέσα, γιατί η Λάμπρω ήρθε και ξαναήρθε στο σπίτι μας, χωρίς να την πειράξει κανένας. Και ποιος θα την πείραζε, αφού η βάβω μου την είχε κόρη του αδερφού της;
Άλλη μια φορά μ’ είχανε πάρει οι δικοί μου κοντά τους σε κάτι χωράφια όπου σκάφταν ή σκαλίζαν. Και σε μια στιγμή που δε με πρόσεχαν, πήρα από καταγής πουρναρόφυλλα και τα’ βαλα στο στόμα μου. Σκάλωσαν στο λαιμό και τρόμαξαν να μου τα βγάλουν ακούγοντας το ρέψιμό μου.
Μα το χειρότερο είταν κάτι που μου παρουσιάστηκε στα πέντε χρόνια, κάτι σπειριά στο κεφάλι. Το σπίτι μας είταν από πάντα ανοιχτό και περνοδιάβαιναν μουσαφιραίοι. Μια βραδιά πέρασε κάποιος ξένος και γι’ ανταπόδοση της φιλοξενίας σύστησε στον πατέρα μου ένα γιατρικό, μια αλοιφή. Μου αλέιψαν τα σπειριά και πέρασαν μ’ εκείνη. Αλλά ύστερα με χτύπησε στ’ αφτί· με πονούσε και μάζευε.
- Δεν έπρεπε να κλείσουν τα σπεριά, είπε η βάβω. Αυτά είχαν το λογαριασμό τους, να βγει το χαλασμένο αίμα. Τώρα το φούντωσαν μέσα το κακό. Θεός να φυλάξει από χειρότερα. Το είπα γω, αλλά δε μ’ άκουσαν...
Αυτό το πλάγιο παράπονο είταν για τον πατέρα μου, που δεν άκουγε κανέναν, έκανε ό,τι του κατάβαζε, αγύριγο κεφάλι, αρβανίτικο.
- Είναι φάρα τριγιανταίικη, μου’ λεγε αργότερα η ίδια. Ένας Τριαντάτης, απ’ αυτούς που κάθονται πέρα στη Δάφνη, το’ χω ακουστά αφόντας είμουν μικρή, κάποτε πείσμωσε με τη γυναίκα του, δεν ξέρω σε τι, εκεί πόκαναν χωράφι, και χωρίς να χασομερήσει, έτσι που είταν καπνισμένος, λύνει απ’ τη ζέβλα το’ να καματερό και ζέφτει ο τρισκατάρατος τη νοικοκυρά του – αν έχει ακουστεί τέτιο ανάθεμα πουθενά!
- Κι όργωσε η γυναίκα του, βάβω ; ρώτησα με φρίκη.
- Μπόρειε να κάμει αλλιώς, παιδάκι μου; Θα την έθαφτε αδεκεί ζωντανή! Άπονοι άνθρωποι, καρδιά από στουρνάρι.
Κι η βάβω κουνούσε το κεφάλι της, καθώς θυμόταν εκείνα τα σκληρά χρόνια.
Είμουν αρκετά μεγάλος πια και καταλάβαινα τις ιστορίες που μου’ λεγε.
- Έχει καιρό που πέθανε η μάνα σου; τη ρώτησα μια μέρα.
- Δεν πέθανε, τη σκότωσαν.
- Τη σκότωσαν!, είπα με τρεμούλα και περιέργεια. Ποιος;
- Θέλεις να το μάθεις κι αυτό; Άκουσε.
Και μου διηγήθηκε πως μια μέρα, εκεί που σκάλιζαν η μάνα της κι οι αδερφάδες της, σε κάτι χωράφια όξω απ’ το χωριό, απάνω στο τραγούδι και την ξεγνιασιά τους, φανερώθηκε μπρος τους άντρας οργισμένος, μ’ άρματα στο χέρι, και δίχως να τις χαιρετίσει, δίχως να βγάλει άχνα, ξεκρεμάει το ντουφέκι του κι αρχινάει την παταριά...
- Τις σκότωσε όλες;
- Άφησε στον τόπο δυό και γλύτωσαν οι άλλες δυό. Μπορεί νάημουν κι εγώ θρακιασμένη εκείνη τη ημέρα, μα είχα δουλιές εδώ και δεν πήγα να τις βοηθήσω.
- Και τι του έφταιγαν του γρουσούζη;
Η βάβω κούνησε αλαφρά το κεφάλι της, μην ξέροντας πώς να το πει.
- Να ήθελε να πάρει την αδελφή μου και δεν του τη δίναν. Έβγαλε πως τον ξόμπλιαζαν τάχα, πως τον παραγκώμιαζαν και δε μπορούσε να σταθεί στο χωριό. Μ’ αυτά και μ’ αυτά ξεμπέρδεψε  τη μάνα μου και την αδερφή μου, εκείνη που δεν τον ήθελε γι’ άντρα της, διάβηκε την ίδια μέρα το ποτάμι και τρύπωσε στο ελληνικό.
- Και τι απόγινε ύστερα;
- Αλιά σ’ εκείνες που τις σκέπασε η μαύρη πλάκα. Αυτός έζησε και πρόκοψε πέρα στο Βραχώρι, αν έχεις ακουστά. Εκεί παντρεύτηκε , έκαμε και παιδιά.
Κοίταζα να ιδώ στο πρόσωπο της βάβως μου φλόγα οργής για το φονιά, μα δε φαινόταν τίποτ’ άλλο από ένα βουβό παράπονο για τις αδικοσκοτωμένες. Τα χρόνια πέρασαν και το απάλυναν, το’ καμαν πια καρτερία. Είταν γραφτό της τύχης, θέλημα Θεού. Ξαναπαίρνει ποτέ ψυχή ο πεθαμένος;...( απόσπασμα, τρισάγιο στον Γιώργο Κοτζιούλα, 29 Αυγούστου 1956)

Γιώργος Κοτζιούλας , Η βάβω η Θόδω, Διηγήματα και άλλα πεζά, Άπαντα τομ. 2, Δίφρος, Αθήνα 2013 , 2η έκδοση

Η βάβω η Θόδω, η γιαγιά του ποιητή, ήταν το πιο αγαπημένο πρόσωπο του από τα πρόσωπα του συγγενικού του κύκλου. Τη χαρακτηριστική προσωπικότητα και τ’ όνομά της τα συναντάμε συχνότατα στην ποίηση και στην πεζογραφία του Γ. Κοτζιούλα. Συγκινητική είναι η αφιέρωση της ποιητικής συλλογής « Σιγανή Φωτιά» ( Αθήνα 1938):
Στη βάβω μου τη Θόδω,
το πιο αγαπημένο μου πρόσωπο στον κόσμο,
τη γυναίκα που μ’ άξηνε στα χέρια της
και που δεν ήξερε άλλο από το « Πάτερ ημών»,
αφιερώνω με σέβας αυτό το βιβλίο μου
που δεν επρόφτασε να τ’ ακούσει ζωντανή,
αναπαμένη από τα πρόπερσι,
τέλη του Χαμένου.

Το πεζογράφημα αυτό βρέθηκε στα κατάλοιπα του Γ. Κοτζιούλα. Γραμμένο με μολύβι σε 43 χειρόγραφες σελίδες, έχει ένα σχέδιο εξωφύλλου με τοποχρονολογία Αθήνα 1952 και μια λευκή σελίδα με την αφιέρωση Τρισάγιο στην ψυχή της. Το αφήγημα σταματάει απότομα στη σελίδα 43 είτε γιατί δεν συνεχίστηκε είτε γιατί δε βρέθηκε το χειρόγραφο μετά από αυτή τη σελίδα.

Η φωτογραφία του Κώστα Μπαλάφα

Τετάρτη 26 Αυγούστου 2020

Τζουντ ο αφανής


Κάποιες φορές μία απλή αναφορά ενός βιβλίου μέσα σε ένα άλλο βιβλίο οδηγεί σε μια συγκλονιστική αναγνωστική εμπειρία. Αυτό συνέβη με το μυθιστόρημα του Τόμας Χάρντυ, Τζουντ ο αφανής, το οποίο μεταφράστηκε από τη Λητώ Σεϊζάνη και εκδόθηκε από τη Νεφέλη το 1997. Δεν θυμάμαι σε ποιο βιβλίο το συνάντησα, πάει καιρός, αλλά ευτυχώς που μπόρεσα να το βρω, καθώς είναι εξαντλημένη η έκδοση,  και να το διαβάσω. 

Η ιστορία ξεκίνησε να δημοσιεύεται σε συνέχειες το 1894 στο περιοδικό Χάρπερς. Πρόκειται για μια συγκλονιστική ιστορία που αρχίζει από την παιδική ηλικία του Τζουντ και τελειώνει με το θάνατό του. 
Ένα παιδί που ονειρεύεται να κατακτήσει τη γνώση και να μπει σε εκείνες τις μεγάλες αίθουσες ,όπου αυτή διδάσκεται. Ένας νέος που ερωτεύεται, παντρεύεται και απογοητεύεται σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, αλλά που δεν αργεί να συναντήσει τη γυναίκα της ζωής του και να την ερωτευτεί απελπισμένα  χωρίς να μπορεί να την προσεγγίσει, παρά μόνο φιλικά καθώς γνωρίζει ότι η κοπέλα αυτή είναι εξαδέλφη του. Ένας έρωτας  αμοιβαίος στην πορεία, ο οποίος όμως περνάει του λιναριού τα πάθη και δεν κατορθώνει να φέρει την ευτυχία ακόμη και όταν το ζευγάρι ζει μαζί μετά από πολλές περιπέτειες. 
Ο Τζουντ είναι ο άνθρωπος εκείνος που όλα τα σχέδια της ζωής του βγήκαν πλάνα, που δεν μπόρεσε να κατακτήσει ουσιαστικά τίποτε από όσα ήθελε: δεν φοίτησε στις σχολές που ήθελε, δεν έκανε τη δουλειά που ήθελε, δεν έζησε τον έρωτα όπως τον ήθελε.
Η Σου, μια νέα κοπέλα, δεν ζει και δεν συμπεριφέρεται όπως η κοινωνία της εποχής της το απαιτεί και γιαυτό καταδικάζεται από αυτήν και γίνεται ο αποδιοπομπαίος τράγος. Οι πολλές ψυχολογικές διακυμάνσεις και η κυκλοθυμική συμπεριφορά  της φανερώνουν ένα σύνθετο χαρακτήρα που μάχεται να σταθεί στα πόδια του και να νικήσει τα εμπόδια χωρίς επιτυχές αποτέλεσμα. 
Η ιστορία ξεδιπλώνεται σε ομιχλώδη τοπία της αγγλικής φύσης και μικρών πόλεων με πολλές περιγραφικές λεπτομέρειες.
Τολμηρό και πολύ προοδευτικό ως προς τις ιδέες που εκφράζει για τις ερωτικές σχέσεις, το γάμο, τα παιδιά, τη μόρφωση σε μια εποχή αυστηρά πουριτανική. Σκληρό στις περιγραφές του, όσον αφορά τις ανθρώπινες σχέσεις, με ένα πέπλο μυστηρίου να καλύπτει τις πράξεις των ανθρώπων. Τραγικό στο τρόπο που διαχειρίζεται τη λύση των προβλημάτων των πρωταγωνιστών σε σημείο να νιώθεις τη καρδιά σου να χτυπά γρήγορα και με αγωνία για την εξέλιξη της ιστορίας. Μια εξέλιξη οδυνηρή και με πολλές ανατροπές, ενίοτε σπαρακτικές.
Δίπλα στους δύο βασικούς ήρωες, αρκετοί άλλοι που με τη συμπεριφορά τους και τις απόψεις τους επηρεάζουν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό τις ζωές του Τζουντ και της Σου, αναδεικνύοντας συγχρόνως μια κοινωνία βαθιά συντηρητική , ταξική και ρατσιστική αλλά με μικρές χαραμάδες φωτός που όμως δεν οδηγούν στο αίσιο τέλος. 

Πολύ ενδιαφέρουσα η παρουσίαση του βιβλίου από τη μεταφράστρια του μυθιστορήματος Λητώ Σεϊζάνη εδώ.

Η ιστορία έγινε ταινία το 1996 με τους Κρίστοφερ Εκλεστον, Κέιτ Γουίνσλετ σε σκηνοθεσία Μάικλ Γουιντερμπότομ. Ολόκληρη η ταινία με αγγλικούς υπότιτλους:





Δευτέρα 24 Αυγούστου 2020

Αν πεθάνω άσε το μπαλκόνι ανοιχτό...


Και τώρα τι να πει και τι να γράψει κανείς για τον Γιάννη Πουλόπουλο; Αγέραστος μέσα από τα τόσα πολλά και καλά τραγούδια που συντρόφευσαν τη νεότητά μας και εξακολουθούν να μας γοητεύουν, να μας συγκινούν  και να τα σιγοτραγουδάμε σαν και την πρώτη μέρα που τα ακούσαμε. Με τη φωνή του συνδέσαμε τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, τις χαρές, τις απογοητεύσεις, τους χωρισμούς και τους αποχωρισμούς. Σχηματίσαμε τον κόσμο μας στα τέλη της δεκαετίας του 60 και τη δεκαετία του 70. Μικρά παιδιά που γίναμε έφηβοι. Αυτή η φωνή με την μοναδικά βελούδινη αίσθηση που άγγιζε - αγγίζει ακόμη - τις χορδές της καρδιάς μας.
Από το ραδιόφωνο όλα τα ακούσματα σε εποχές που όλα τα άλλα μέσα ήταν πολυτέλεια. Θυμάμαι που τσακωνόμασταν με τις φίλες μου γιατί είχαμε χωριστεί στις Πουλοπουλικές και στις άλλες που άκουγαν άλλους τραγουδιστές εκείνη την εποχή. Μέχρι και με τη φωνή του Νίκου Ξανθόπουλου, που την ακούγαμε στις ελληνικές ταινίες, συγκρίναμε τη φωνή του και προσπαθούσαμε να επιχειρηματολογήσουμε την προτίμησή μας στη φωνή του Πουλόπουλου. Τι να πρωτοθυμηθώ; Υπήρχε πάρτι που να μην τελειώνει με τον Πουλόπουλο; Υπήρχε μαθητική ή φοιτητική παρέα που να μην " πιάσει" έστω και ένα τραγούδι με τον Πουλόπουλο; 
Νιώθω σαν  κάτι να κατέρρευσε μέσα μου στην είδηση του θανάτου του Γιάννη Πουλόπουλου. Ίσως γιατί σιγά σιγά φεύγει μια ολόκληρη εποχή μαζί με ό,τι έχουμε αγαπήσει. Οι παλιές γειτονιές, τα σπίτια με τις αυλές και τα λουλούδια,οι δρόμοι και οι πλατείες, οι παρέες, το ραδιοφωνάκι , οι φίλοι, οι εικόνες, τα συναισθήματα.

Έπεφτε βαθιά σιωπή 

Στη φτωχιά μας την αυλή
Το δάκρυ μας σταλιά σταλιά

Μαύρο πουλάρι
πού πας τον νεκρό σου καβαλάρη;

Παιδί μου, ώρα σου καλή!


Κυριακή 23 Αυγούστου 2020

Πάμε να βρούμε λίγη θάλασσα


Πάμε να βρούμε λίγη θάλασσα 
Ταξίδια να ονειρευτούμε
Κι ίσως αλλάξουν και τα λόγια μας 
Μ’ αυτά που θέλαμε να πούμε
Πάμε να βρούμε λίγη θάλασσα 
Που κάτι υπάρχει και πιο πέρα 
Μήπως μας δείξει άλλα πράγματα 
Σ αυτό το φως κι αυτή τη μέρα

Πάμε να βρούμε άλλη θάλασσα 
Εκεί που δεν κρατάει θεμέλιο
Κι είναι αλλιώς όλα τα πράγματα
και ας μην ξέρουν κι από γέλιο
Πάμε να βρούμε άλλη θάλασσα 
Κι ας είναι πάντα θυμωμένη 
Σαν προσευχή για όσα χάθηκαν 

Να μην τα βρουν οι κολασμένοι

Μουσική: Δημήτρης Παπαδημητρίου
Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου

Ερμηνεία: Βερόνικα Δαβάκη

Παρασκευή 21 Αυγούστου 2020

Το γράφουν στους τοίχους, το λένε στους δρόμους, το τραγουδούν στους κάμπους

...Λόγια που ακούγαμε στους δρόμους, στον κάμπο, στα ορυχεία, ιστορίες της ζωής   λαϊκά άσματα:
Οι Ινδιάνοι στον ποταμό Παρανά, περικυκλωμένοι από έναν πολιτισμό που τους μετατρέπει σε σκλάβους ή τους εξοντώνει για να τους πάρει τη γη, τραγουδούν τα βάσανά τους:

Εσύ προστάτεψε την πηγή της νεφέλης απ' όπου προέρχονται τα σοφά λόγια. Προστάτεψε αυτό που εγώ ανακάλυψα στη μοναξιά μου, και πες στα παιδιά σου, τους Χακάιρα, με τη μεγάλη καρδιά, να το διαφυλάξουν. Αυτοί θα εξουσιάζουν τη νεφέλη με τα σοφά λόγια.

Οι πολιτικοί κρατούμενοι γράφουν γράμματα:

Θα σου διηγηθώ ιστορίες με γλάρους, και δεν θα τις συγκρίνεις ξανά με τη λύπη.

Ανώνυμα χέρια γράφουν σε κάποιον τοίχο στις αποβάθρες του Μαρ ντελ Πλάτα:

Αναζητώ τον Χριστό και δεν τον βρίσκω
Αναζητώ τον εαυτό μου και δεν τον βρίσκω
Βρήκα όμως τον πλησίον μου,
και μαζί πορευόμαστε και οι τρεις.

Από το τρελοκομείο, ο ποιητής ταξιδεύει σε μυστικούς τόπους:

Ήμουν ξαπλωμένος στη θάλασσα. Περπατούσα πάνω στα κύματα και τον κάλεσα: Λοτρεαμόν, του είπα. Κι εκείνος μου απάντησε ότι μ, αγαπούσε. Ότι θα ήμασταν στο εξής φίλοι στη θάλασσα, αφού και οι δυο μας είχαμε υποφέρει στην ξηρά.

Τα παιδιά στα σχολεία, στις φτωχογειτονιές του Μοντεβιδέο, αφηγούνται την κατάκτηση της Αμερικής:

" Έρχομαι να εκπολιτίσω. Κοίτα τι όμορφο καράβι που έχω."
" Εγώ, δεν θέλει. Εγώ έχει σπίτι, οικογένεια, καλό μισθό."
" Ναι, αλλά είναι καλύτερα έτσι όπως σου λέω εγώ, θα μιλάς όπως εγώ."
" Παράτα βλακείες, παράτα με ήσυχο."

Ο εργάτης ενός εργοστασίου εξηγεί τη σχέση του με τον ήλιο:

Όταν μπαίνεις να δουλέψεις είναι νύχτα, και όταν βγαίνεις, ο ήλιος δύει. Γι' αυτό, το μεσημέρι όλοι καταφέρνουμε να ξεκλέψουμε πέντε λεπτά για να δούμε τον ήλιο στον δρόμο ή στην αυλή του εργοστασίου, γιατί στο υπόγειο δεν τον βλέπουμε. Το φως μπαίνει, αλλά τον ήλιο δεν το βλέπεις ποτέ.

Eduardo Galeano, Μέρες και νύχτες αγάπης και πολέμου, μετφρ. Ισμήνη Κανσή, Πάπυρος, Αθήνα 2018

Πέμπτη 20 Αυγούστου 2020

Federico Garcia Lorca

Ας ήμουν μία ημέρα στη Γρανάδα
Στο χώμα που πατούσες Φεντερίκο
Κι ας ήμουν μια σταλίτσα πρασινάδα
Στης νιότης σου τον ρημαγμένο κήπο

Ας ήμουν μια ελιά στο όνειρό σου
Φτερούγισμα στην πρωινή γαλήνη
Σύντροφος που σφουγγάει το μέτωπό σου
Και μοιρολόι στη νεκρική σου κλίνη

Ας ήμουν Φεντερίκο μια κιθάρα
Που τραγουδάει το φίλιωμα του κόσμου
Αυτό μονάχα να 'μουν μια κιθάρα
Βουίζει το τραγούδι σου εντός μου

Στίχοι, Μουσική, Ερμηνεία: Πάνος Μπούσαλης

Τετάρτη 19 Αυγούστου 2020

Στις πέντε την αυγή

Άγαλμα προς τιμή του Λόρκα, στην πλατεία Santa Ana της Μαδρίτης
Στη μνήμη του 
Φ.ΓΚ.Λ.
" Ξύπνα, φίλε, τα βουνά ακόμα δεν ανασαίνουν. Ετοίμασε το σκελετό σου για το θάνατο..."
Πάνω από το χτίριο της " Διοίκησης", άστραψε φλόγα, ανάσα ψυχής...( Για όσους θα μπορούσαν να τη δουν ή καλύτερα να τη φανταστούν). Στους δρόμους και στο κτίριο άντρες με στολές, με σήματα και διακριτικά, με όπλα. Μπροστά στα όπλα στημένοι άνθρωποι διαμαρτύρονται, παραπονιούνται, βρίζουν, βλαστημούν, προκαλούν. Αποτέλεσμα: Τα όπλα εκτελούν το σκοπό που γι' αυτόν έγιναν.
Στριμωγμένοι, πατείσμε, πατώσε, μέσα σ' ένα δωμάτιο της " Διοίκησης" οι " ανεπιθύμητοι", οι " ύποπτοι", οι συλληφθέντες περιμένουν. Ένας όγκος από σφυγμούς και αίμα κυκλοφορεί αλαφιασμένο μέσα στις φλέβες των ανθρώπων που δε γίνεται να μετακινηθούν ούτε τρίχα. Και είναι τούτοι οι άνθρωποι καθηγητές και δάσκαλοι, εργάτες και νοικοκυραίοι, τσιγγάνοι, γεωργοί, ταυρομάχοι. Κι' ο ποιητής. Πανόραμα απαράδεκτο τούτη η στρίμωξη, " πανόραμα από ορθάνοιχτα μάτια, από πικρές φλογισμένες ψυχές..."
Καμιόνια κάθε τόσο φεύγουν από τη διοίκηση φορτωμένα ανθρώπους από αυτούς που κιόλας είπαμε. Ανθρώπους ορθούς για να χωρούν περισσότεροι, σφιγμένους μέσα στον κλοιό των φρουρών με τα όπλα που τους πάνε για τον "περίπατο". Που τους πάνε για τον " καφέ".
- Δώσε του τον "καφέ" και να μη με ξαναρωτήσεις για δαύτον. 
'Ετσι θ' αποκριθεί από την άλλη μεριά του σύρματος αργότερα, ο στρατηγός στον αξιωματικό της " Διοίκησης". Ε, μα πια! Τον σκότισαν με τον ποιητή. Τον πράχτορα της Μόσχας. Κι' αυτό δεν το' βγαλε από το κεφάλι του, του το είπαν. Και είναι η πιο αποτελεσματική κατηγορία. Άσε το ποίημά του που μας είπαν από το ραδιόφωνό τους...Γιατί τέτοιους προδότες...Καφές! Να τελειώνουμε. Γιατί, μεγαλύτερο κακό κάνει αυτός με την πέννα του παρά οι άλλοι με τα ντουφέκια. Κλειδωμένος τώρα μέσα σ' ένα άλλο δωμάτιο της " Διοίκησης", μπροστά σ' ένα τραπέζι, ο ποιητής μόνος, ολομόναχος κάτι γράφει βιαστικά.
Η σκέψη του, σκοντάφτοντας στα γεγονότα, προσπαθεί να βρει την άκρη. Κι' όσο δεν τα καταφέρνει τόσο πιο αβάσταχτη γίνεται η λαχτάρα να ξεφύγει. Να ελευτερωθεί από τη λογική του. Να ξεφύγει από το κορμί του. Από το κορμί που τόσο μεγάλος είναι ο πόνος του ώστε: " να μη δέχεται μέσα του άλλο από τον ίσκιο της πιο μαύρης νύχτας. Σκοτάδι. Σκοτάδι και κρύο. Σκοτάδι παγερό σαν του ποταμού το νερό...". Μόνο η φλόγα. Ο παλμός της φλόγας θα μπορέσει να διαπεράσει το σκοτάδι...
Άλλο τσιγάρο ανάβει ο ποιητής από του προηγούμενου την κάφτρα. Ετούτο το άχρηστο το ρίχνει στα πόδια του. Το τρίβει με τη σόλα του παπουτσιού του. Το βαθύ, καστανό του βλέμμα μένει εκεί. Στα παπούτσια του. Στ' ακίνητα πόδια του. Ποτέ δεν μπόρεσε να τα υποφέρει έτσι ακίνητα. Μέσα στα παπούτσια τα πόδια του είναι νεκρά. Έτοιμα να χωθούν στη γη. Να ρίξουν ρίζες. Να γίνουν ένα με το χώμα.
Από καιρό, από πολύν καιρό, ούτε πια θυμάται από πότε, η σκέψη αυτή τον βασανίζει. Ακόμα και μέσα σε κόσμο σαν βρισκόταν, ακόμα και με τους φίλους. " Μην πας, Φεντερίκο, στη Γρανάδα. Έτσι που είναι τα πράματα, καλύτερα να μην πας..." Και  το συλλογίστηκε, το συλλογίστηκε πολύ. Κι' όσο το συλλογιζόταν τόσο πιο επιτακτικά ένιωθε εκείνο το " κάλεσμα...". Αυτό που συχνά τον έκανε ν' ανατριχιάζει, κι' ακριβώς αυτή η αλλιώτικη ανατριχίλα τον τραβούσε σ' ένα θαμπωτικό βάραθρο που δεν ήταν δυνατόν ν' αποφύγει.
Τη φορά αυτή το " κάλεσμα" παρουσιάστηκε καμουφλαρισμένο με θύμησες από χρόνια με χαρές κι' ευχές, και φορτωμένο τραπέζι, με δικούς, με φίλους, με κιθάρες και κρασί, 18 Ιουλίου, του Αγίου Φεντερίκο. Τ' όνομα του πατέρα και το δικό του. Έπρεπε να γιορτάσει μαζί του, όπως πάντα. 18 Ιουλίου( 1936) μέρα σημαδιακή. Το κίνημα του στρατού στην Αφρική. Η κατάληψη της Σεβίλλιας από τους αντάρτες της Φάλαγγας. Το στρατηγείο τους εκεί.
" Μην πας, Φεντερίκο, στη Γρανάδα".
Όμως η Γρανάδα τον καλούσε ανένδοτη. Η Γρανάδα με τους δύο ποταμούς, ο ένας αίμα ο άλλος δάκρυα.
Η φλόγα, ανάσα ψυχής, στέλνει τους παλμούς της, παράκληση, να φτάσει στον ουρανό. Ο άνθρωπος μόνος, κλειδωμένος στο δωμάτιο της " Διοίκησης" σκέφτεται: Ποια η κατηγορία; Κι' αν είναι αυτή που άκουσε, εύκολα θ' αποδείξει το αντίθετο, με μάρτυρες, με πολλούς μάρτυρες. Όλοι οι φίλοι θα τρέξουν να τον σώσουν...Άσε που γι' αυτό θα φροντίσει οπωσδήποτε ο Λουίς. Και τ' αδέρφια του, ο Μιγέλ, ο Χοσέ. Τι ανώτεροι αξιωματικοί της Φάλαγγας είναι; Κι' ο Λουίς, έστω και απλός φαλαγγίτης, σίγουρα τώρα θα τρέχι. Δε θα τον αφήσει έτσι. Εξάλλου να, που κάποιος κιόλας θα μίλησε αφού τον έβγαλαν από τους πολλούς, τον έφεραν εδώ. Αν και ένιωθε πιο ζεστή, πιο υποφερτή την αγωνία του εκεί, μαζί με τους πολλούς που ήταν τόσο κοντά του, που αισθανόταν τις καρδιές τους να σφυροκοπούν μέσα στο δικό του αίμα. Εδώ τώρα, μόνος, κρυώνει. Κρυώνει αφόρητα. Τρέμει. Σα να του έβγαλαν τα ρούχα μαζί με το δέρμα του, κ' είναι όλος μια ανοιχτή πληγή και τρέμει απ' το κρύο ενώ είναι μήνας Αύγουστος.
Ωστόσο, όταν βοηθάει η λογική μπορεί κανείς να πει ότι: Αυτή η "ειδική μεταχείριση" κάτι σημαίνει. Στη χειρότερη περίπτωση ότι θα πάει για δίκη. Κι' εκεί θ' αποδείξει πως δεν έχει καμιά σχέση με τη Μόσχα, πως δεν έδωσε στο ραδιόφωνο κανένα του ποίημα. Θα το αποδείξει με μάρτυρες αξιόπιστους που θα έρθουν γι' αυτόν κι' από τους άλλους κι' από δικούς τους. Ίσως θα είναι φρόνιμο μόνο από δικούς τους, έτσι θα πεισθούν ευκολώτερα. Άνθρωποι σαν τον Λουίς, όχι ποιητές σαν κι' αυτόν, αλλά άνθρωποι κανονικοί σαν τον Μιγέλ, σαν τον Χοσέ, σαν και τόσους φίλους που αγαπάει.
Ένας άσκημος θόρυβος κόβει, μαχαίρι, ετούτους τους λογισμούς: Το καμιόνι. Τσίριγμα αφόρητο τα φρένα του. Κι' έπειτα κουβέντες, πατήματα, πόρτες, φασαρία...Κλείνει τ' αυτιά του. Μένει με το τσιγάρο κάμποσο να τρέμει ανάμεσα στα χείλια του. Ώσπου το φτήνει. Μηχανικά το πόδι του κάνει την κίνηση, το τσαλαπατάει.
Το καμιόνι...Αν δεν προλάβουν; Πρέπει να βιαστούν οι φίλοι. Να βιαστούν. Γιατί, " τα όνειρα σπαράζουν μπρος στον άσπρο τοίχο της πατρίδας". Γιατί," το αίμα των αδερφιών, κρύα, σκοτεινή, θλιβερή γλώσσα σχηματίζει λασπόλακκο αγωνίας..."
Μέσα σ' αυτό το λασπόλακκο κυλάει το καμιόνι. Κυλάει. Ώσπου ο κρότος της μηχανής του να πάψει ν' ακούγεται...Ξεβούλωσε τ' αυτιά του. Ανάβει άλλο τσιγάρο. Κοιτάζει τη φλόγα της φωτιάς πριν σβήσει. Την αφήνει κάμποσο να του ζεστάνει το βλέμμα. Να τον θαμπώσει, να τον κάνει να δακρύσει καθώς ένας τίτλος τινάχτηκε άξαφνα στο νου του: " Εισαγωγή στο θάνατο". Οι στίχοι της Νέας Υόρκης. Και ακολούθησαν λέξεις. Λέξεις πολλές που συνωστίζονται, που παρουσιάζουν έναν κόσμο αλλοπρόσαλλο, ένα συρφετό από ανθρώπους και χτυπητά ονόματα: Χιούδσον, Μπρούκλιν, Χάρλεμ..." Αχ, Χάρλεμ δεν υπάρχει αγωνία χειρότερη από τα καταπονημένα σου μάτια, από το φυλακισμένο βασιλιά σου μέσα στη στολή του θυρωρού...". Νέγροι, λευκοί, κ' οι " Αμερικάνες κοπέλες με παιδιά και μονέδες στην κοιλιά...Και τ' αγόρια ρουφούν το ουΐσκυ και καταπίνουν σπασμένα κομμάτια από καρδιές...". Και όλοι τρέχουν, τρέχουν, δούλοι των ντόλαρς...Συμφέροντα, πάθη. Πάθη αποκρουστικά μέσα στους τσιμεντένιους ουρανοξύστες, κάτω από τις σιδερένιες γέφυρες...
Λέξεις. Όλα τούτα λέξεις...Άλλο τσιγάρο. Κι' άλλο...Και τώρα; Τώρα ο συνωστισμός πήρε να διαλύεται, ο συρφετός να κατασταλάζει για ν' αφήσει καρφωμένες στην καρδιά του με πύρινα καρφιά ετούτες μονάχα τις λέξεις: " Βούρκος. Τσιμέντο. Σύρματα. Θάνατος.". Κρότος από σιδερικά στην πόρτα. Ο φρουρός ξεκλειδώνει. Με τ' όπλο στο χέρι.
- Έγραψες το χαρτί; Γι' αυτό έρχομαι...
Κάτι σαν οίκτος γυάλισε στο μάτι του, Το πρόσεξε, ενώ αμίλητος απλώνει το χαρτί που τον πρόσταξαν να γράψει όταν τον έφεραν εδώ. Το χαρτί λέει: " Αγαπητέ πατέρα, δώσε σε παρακαλώ χίλιες πεσέτες. Σε ασπάζομαι, Φεντερίκο".
Ο φρουρός παίρνει το χαρτί και δίχως πια να κοιτάξει τον κρατούμενο, βγήκε, κλείδωσε την πόρτα.
Και να, λίγη ελπίδα: Κάτι θα γίνει. Οι Ροσάλες, ο Μιγέλ, ο Χοσέ, ο Λουίς, ο αγαπημένος του ο Λουίς, δεν μπορεί, θα κάνει ό,τι είναι δυνατόν. Ό,τι; Κι' ως πού άραγε να φτάνει αυτό το "ό,τι";
Ορίστε όμως που τον βοήθησαν ως εδώ. Το ό,τι θα φτάσει εκεί που πρέπει. Αχ, ανόητε, πολύ ανόητε άνθρωπε. Όταν σου είπαν πως μπορούσαν να σε βοηθήσουν να περάσεις στη ζώνη των άλλων, γιατί δεν τον θέλησες; Λίγα χιλιόμετρα κατά το βοριά βρίσκονται οι "άλλοι". Τώρα θα ήσουνα ελεύθερος. Ωστόσο, αφού βρίσκονται λίγα χιλιόμετρα από δω, τότε δεν αποκλείεται να έρθουν, ίσως και πολύ σύντομα. Γιατί όχι; Αφού κιόλας μας στέλνουν τις βόμβες τους...Μόνο που για κάθε βομβαρδισμό έχουμε από τούτη τη μεριά τ' αντίποινα. Και τ' αντίποινα αυτά είναι που οδηγούν τα καμιόνια στον άσπρο τοίχο του νεκροταφείου. Στον άσπρο τοίχο της πατρίδας. " Το αίμα των αδερφιών, κρύα, σκοτεινή γλώσσα σχηματίζει λασπόλακκο αγωνίας. Λασπόλακκο αγωνίας...Λασπόλακκο...". Όμως  οι φίλοι; Πιστεύει στους φίλους. Αν δεν ήταν για τους φίλους, το έχει κιόλας πει πολλές φορές, ίσως δεν θα έγραφε, ίσως δε θα χαιρόταν τα χειροκροτήματα στις παραστάσεις των έργων του. " Έλα στο Μπουένος Άϋρες, Φεντερίκο. Πώς θα κάνω πρεμιέρα στο Σπίτι της Μπερνάντα δίχως εσένα;"
Σα να την ακούει τη ζεστή, λίγο βαρειά φωνή της πρωταγωνίστριας του της Μαργαρίτας: " Έλα μαζί μας...Έλα...Εδώ θα γίνει πόλεμος...Δεν έχουν θέση τα θέατρα...Έλα..."
Από παντού τον καλούσαν: Έλα. Όμως αυτός δεν μπόρεσε παρά να υπακούσει στο άλλο, ανώτατο κάλεσμα. " Φωνές θανάτου ηχήσαν δίπλα στο Γουαδαλκιβίρ...".
Κι' έφτασε στη Γρανάδα. Σε λίγες μέρες έγινε η πρώτη επιδρομή των φαλαγγιτών στο σπίτι. Έρευνα. Ανακάτωσαν τα χαρτιά του, τα μαγάρισαν με τα χέρια τους. Ως και μέσα στο πιάνο γύρευαν να βρουν "ενοχοποιητικά στοιχεία". Δε βρήκαν. Έφυγαν. Δεν τον πείραξαν. Είχαν όμως πιάσει το γαμπρό του, το δήμαρχο. Και δεν μπορούσε να μείνει κοντά στην Κόντσα, στα παιδιά, έπρεπε να φύγει. Να φύγει από το σπίτι το ταχύτερο. Όλοι του το είπαν. Την άλλη φορά που θα έρθουν δεν θα τον αφήσουν. Κ' η άλλη φορά μπορεί να είναι γρήγορα, πολύ γρήγορα. Πιο γρήγορα απ' ό,τι φαντάζονται.
Τότε σκέφτηκε τον Λουίς. Το φίλο του, τον ποιητή...Εκεί. Μόνο εκεί, στο σπίτι των Ροσάλες θα ήταν σίγουρος.
Μέρες αγωνίας. Μέρες ζεστασιάς. Εκεί στο πάνω πάτωμα, της θείας τους της Λουΐζας. Εκεί, μόνος με τη γλυκειά του δεσμοφυλακίνα, έτσι την είπε τη θεία Λουΐζα. Εκεί το καταφύγιο του, με την κουνιστή πολυθρόνα, την κονσόλα, το πιάνο, τα κουρτινάκια τα κολλαριστά να σκεπάζουν τα τζάμια. Δεν έβλεπε τον ουρανό της Γρανάδας, δεν ήταν η περίσταση ν' αντικρύσει τον ήλιο της που έτσι μέσ' από τα κουρτινάκια έριχνε ένα φως κιτρινόασπρο...Όχι, κίτρινο. Κίτρινο χολής...Και σαν έφευγε ο ήλιος τότε έμεναν άσπρα τα κουρτινάκια. Άσπρα. " Άσπρος ο τοίχος της πατρίδας..."
Διάβαζε τις εφημερίδες που του έφερναν. Εκεί, είδε πως σκότωσαν το γαμπρό του.
- Ω θεία Λουΐζα! Η Κόντσα...Τα παιδιά...
Ήθελε να κλάψει και τα δάκρυα στέγνωναν από την πύρα της αναστατωμένης του καρδιάς. Έκαναν τα πάντα η θεία Λουΐζα, η Εσπαράνθα, η αδελφή των Ροσάλες, για να τον παρηγορήσουν. Η Εσπαράνθα ερχόταν συχνά απάνω, του έφερνε φαγητό, λιχουδιές, κουβέντιαζε μαζί του. Τον παρακάλεσε κάποια μέρα κι' αυτή και η θεία Λουΐζα να παίξει πιάνο. Όχι. Δεν μπορούσε. Αργότερα. Άλλη φορά.
Τους άντρες σχεδόν δεν τους έβλεπε. Ο Μιγέλ, ο Χοσέ έλειπαν σ' επιχειρήσεις. Ο Λουίς πού και πού ανέβαινε. Αισιόδοξος ο Λουίς, μπόρα είναι, θα περάσει. Και γύριζε αλλού την κουβέντα. Στα έργα του, στο θέατρο, στις μεγάλες του επιτυχίες, στους κριτικούς. Θυμάται πως του είχε πει ακόμα και για το " χαμένο Παράδεισο", για το έπος που σχεδίαζε με ήρωα τον Αδάμ. Ο χαμένος Παράδεισος...Ύστερα από λίγες μέρες, ανέβηκε η Εσπεράνθα απάνω άσπρη, ίδια νεκρή.
- Σε γυρεύουν, Φεντερίκο.
Δε μίλησε. Την κοίταξε, αυτή αποκρίθηκε:
- Όχι. Δεν είναι κάτω ο Λουίς. Κάπου πήγε. Μα θα τον βρω. Έννοια σου. Θα τον βρω το ταχύτερο. Θα έρθει...Θα...
Τότε η θεία Λουΐζα τον έπιασε με το παγωμένο, τρεμάμενο χέρι της, τον τράβηξε εκεί δίπλα στο πιάνο μπροστά στο αγαλματάκι της Παναγιάς του Πόνου, γονάτισε. Γονάτισε κι' αυτός, προσευχήθηκαν. Κατόπι τον αγκάλιασε, τον φίλησε:
- Σύντομα θα ιδωθούμε πάλι, Φεντερίκο, αγάπη μου. Σύντομα...
Φόρεσε το σακκάκι του, έβαλε και γραβάτα, πήρε τσιγάρα, κατέβηκε με την Εσπαράνθα. Ο φαλαγγίτης:
- Έλα, σενιόρ Λόρκα. Θα πάμε μια στιγμή ως τη " Διοίκηση". Έχω κάτω τ' αυτοκίνητο.
Ψύχραιμος αποκρίθηκε:
- Και δεν πάμε με τα πόδια;
- Όχι. Όχι. Καλύτερα με τ' αυτοκίνητο.
Στη σύντομη διαδρομή, έτσι σα μέσα σε αστραπή, είδε φρουρούς στις γωνιές, στα πεζοδρόμια, είδε και κάτι πολίτες σταματημένους να κοιτάν τ' αυτοκίνητο. Ύστερα εκεί με τους πολλούς. Με την αγωνία και τη ζεστασιά τους...
Ένα καμιόνι έφυγε κιόλας. Θα φύγουν κι' άλλα. Θεέ, τι κάνουν οι Ροσάλες; Πού είναι ο Λουίς; Γιατί αργούν; Πέρασε μια μέρα...Μια νύχτα...Άλλη μέρα, κι' άλλη νύχτα γεμάτη κι' αυτή γρύλλους. Μα όχι. Απόψε δεν είναι πια γρύλλοι. Είναι σφυρίχτρες. Σφυρίχτρες που όσο πάνε πληθαίνουν, αφηνιάζουν στα σφυρίγματα. Του σκίζουν τ' αυτιά. Του σημαδεύουν την καρδιά, φαρμακερές σαΐτες, με το ανατριχοαστικό τους κάλεσμα.
Η νύχτα προχωρεί. Πέρα, βαθειά από τον ορίζοντα έρχεται ένα γαυγητό, κι' άλλο, κι' άλλο. Ώσπου ξεχείλισε ο ορίζοντας από παράπονο που υψώθηκε να καταγκρεμίσει τα ουράνια καθώς ανακατεύτηκε με τον πάταγο από το καμιόνι που πάλι έρχεται. Ζυγώνει. Τσιρίζουν τα φρένα του μπροστά στη "Διοίκηση". Βουλώνει τ' αυτιά του. Μένει έτσι ώσπου χάραξε. άλλη μια αυγή. Πρωί. Η πόρτα. Ο φρουρός.
- Ορίστε. Εδώ είναι.
Ανέλπιστη χαρά. Η Αγγελίνα, βαστάει καλαθάκι σκεπασμένο με λινή κεντητή πετσέτα.
- Σου έφερα αφέντη κάτι να φας.
- Είναι καλά όλοι στο σπίτι;
- Καλά είναι. Έλαβαν το σημείωμά σου. Μη φοβάσαι όλα θα διορθωθούν. Όλα...
Ο φρουρός πλησιάζει:
- Άνοιξε το καλάθι.
- Μα...
- Άνοιξέ το.Προτείνει τ' όπλο στη γυναίκα. Εξετάζει το καλάθι. Ανασκαλεύει με τα βρωμόχερά του το φαγητό. Κοτόπουλο. Ομελέτα. Τυρί. Ψωμί. Τσιγάρα.
- Επιτρέπεις; Ρωτάει μαλακά ο κρατούμενος.
Απλώνει το χέρι και παίρνει τα τσιγάρα.
- Άντε τώρα. Δίνε του.
Ο φρουρός σπρώχνει βάναυσα με τον υποκόπανο τη γυναίκα κι' αυτή φεύγει παραπατώντας σα μεθυσμένη. Η πόρτα έκλεισε. Έτριξε το κλειδί απ' έξω.
Καλός οιωνός. Καλός οιωνός. Η Αγγελίνα. Για να την αφήσουν να έρθει θα πει πως...Κοιτάζει το καλάθι με τα φαγητά. Σηκώνεται από την καρέκλα του, πιάνει την πετσέτα που ήταν πεταμένη πιο κει τη βαστά κάμποσο στα χέρια του, σαν κάτι πολύτιμο, κάτι ζωντανό. Τη φέρνει στο μάγουλό του, τη σφίγγει εκεί να προλάβει ένα δάκρυ. Τα χέρια του τρέμουν καθώς την απλώνει πάνω στο καλάθι, καθώς σκεπάζει προσεκτικά τα φαγητά. Έπειτα βγάζει τσιγάρο από το καινούργιο πακέτο, ενώ μια σκέψη που τώρα μόλις πλήγωσε το νου του, του ακινήτησε το χέρι με το τσιγάρο: Πώς έμαθαν ετούτοι ότι βρισκόμουν στους Ροσάλες;
Ερωτηματικό ύπουλο, ίδιο φίδι ζώνει το κορμί του. Όχι. Όχι οι φίλοι. Όχι. Γιατί αν παραδεχτούμε ακόμα και το χειρότερο, δε θα ήταν δυνατόν να ήθελαν οι Ροσάλες να εκτεθούν πως με έκρυβαν σπίτι τους. Δε γίνεται. Όχι, δε γίνεται. Τότε πώς; Πώς το έμαθαν; Ίσως φοβέρισαν κανέναν από τους δικούς μου; Ω, Θεέ...Όχι αυτό. Όχι. Πρέπει να ηρεμήσει. Ας έχει λίγη υπομονή. Κάποιος θα έρθει. Θα έρθουν. Θα μάθει...Να κιόλας που ήρθε η Αγγελίνα. Θα έρθουν...Και ήρθε. Λασπόλακκος αγωνίας. Λασπόλακκος αγωνίας. Ήρθε το καμιόνι.
Ο κάμπος με τις ελιές. Το καμιόνι στο δρόμο της Μεγάλης Πηγής. Αϊντάμαρ, έτσι την είπαν οι άραβες πριν από αιώνες: Πηγή των δακρύων.
Πέρ' από τις ελιές, πέρ' από τα δεντροπερίβολα, τα βουνά. Η Σιέρρα. Εδώ το Βίθναρ. Τα κτίρια της " Αποικίας" " Λα Κολώνια", όπως έλεγαν τα χτίρια από τότε που τα έπιασε ο στρατός. Τα χτίρια που άλλοτε ήταν παιδικές εξοχές. Ήταν εκεί κι' ο περίπατος των ήσυχων ανθρώπων. Τ' ακούσατε; " Ο περίπατος...!" Οι διαταγές εκτελούνται έστω και με καθυστέρηση. Την καθυστέρηση της αμφιβολίας, καθώς οι φίλοι τρέχουν, προσπαθούν, παρακαλούν: Μην το κάνετε αυτό. Σε βάρος σας θα είναι. Μη...
- Ε, πια μας σκότισαν με τον ποιητή τους! Δώστου τον καφέ το ταχύτερο. να ξεμπερδεύουμε. Ήρθε η φωνή από την άλλη άκρη του σύρματος. Γιατί αν δεν το αποφάσιζαν στα γρήγορα, κι' αρκετά μάλιστα χασομέρησαν, μπορεί να προλάβαιναν τίποτα φίλοι, κι' έχει πολλούς...
Και τότε..." Στις πέντε την αυγή...Ήταν ακριβώς πέντε την αυγή όταν ήρθε ο παγωμένος ίδρος", εκεί, στον τάφο του Βίθναρ. Εκεί στο λάκκο που διατάχθηκε να σκάψει για τον εαυτό του ο ποιητής. " Δε θέλω...Δε θέλω να βλέπω χυμένο αίμα...". Ήταν πέντε ακριβώς σε όλα τα ρολόγια, όταν τα ντουφέκια εκτελέσανε τον προορισμό τους. Όταν η καμπύλη μιας κραυγής, ανάσα ψυχής, που λευτερώθηκε, τινάχτηκε από τις ελιές, πάνω από κήπους και δεντροπερίβολα και βουνοκορφές, για να υψωθεί στον κόσμο, φλόγα αλήθειας, με των λέξεων τον παλμό. Φλόγα θαμπωτική, ακόμα κι' αν κάποτε ο ήλιος γίνεται χολή, ακόμα κι' αν από τον τάφρο του Βίθναρ, ή όποιου Βίθναρ, πιάνει " μαύρο ουρανοδόξαρο" για ν' απλώσει τη φοβέρα τους στους ανθρώπους.


Ιουλίας Ιατρίδη, Στις πέντε την αυγή, Βιβλιοπωλείον της " Εστίας", Αθήνα 1981

Δευτέρα 17 Αυγούστου 2020

Της Κοκκινιάς το μπλόκο γεννάει την ιστορία







Μουσική: Βασίλης Αρχιτεκτονίδης
Στίχοι: Γιάννης Κακουλίδης
Αφήγηση: Μάνος Κατράκης
Ερμηνεία: Αλέξης Μιχελουδάκης, Ελένη Τσαγκαράκη
Δίσκος: 1980, Το μπλόκο

Σάββατο 15 Αυγούστου 2020

Η Παναγιά η Γοργόνα

Κατάμπροστα στο ψαραδολίμανο, μέσα στο μάτι του μπουνέντη, ορθώνεται πάνω σε θεόρατη θαλασσοβραχιά το ξωκλήσι της Παναγιάς της Γοργόνας. Τούτο τον όγκο της πέτρας τόνε κράζουν οι χωριανοί «της Παναγιάς τα Ράχτα». Ο βράχος είναι ριζωμένος στον πάτο. Σηκώνει την χήτη του μες από τα νερά σα θεριό που ξενέρισε το μισό και εκεί πέτρωσε. Οι ανθρώποι ρίξανε ριχτίμι στην προέχταση του βράχου. Έτσι έκαναν εύκολα το μόλο του λιμανιού, και το διαφεντεύουν από τις αγριοκαιριές της Ανατολής. Όσο γέρνει η μέρα σκουραίνουν οι ίσκιοι μέσα στα νερά και τα ράχτα ροδίζουνε στον ήλιο με το χρώμα του ξερού τριαντάφυλλου. Τη νύχτα ο όγκος τους ξεκόβει ψηλός και σκοτεινός μες από την ισάδα της ακρογιαλιάς και του νερού. Στέκεται σα δραγάτης και ξαγρυπνά πάνω από τα μαγαζάκια και τα λίγα σπίτια της Σκάλας. Οι περαστικοί τρατάρηδες ανεβαίνουν και ανάβουν φωτιές εκεί πάνω, στις γούφες και στα σπηλάδια, να βράσουν την κακαβιά. Οι μεγάλοι ίσκιοι τους κουνιούνται με την αντιλαμπή στ’ ασβεστωμένα ντουβάρια της Παναγιάς και πάλι χάνουνται. Το ξωκλήσι δεν είναι να πεις τίποτα παλαιικό χτίσμα, απ’ αυτά τα μικρά αριστουργήματα που μαστόρεψε η βυζαντινή αρχιτεχτονική σ’ όλη την Ελλάδα. Είναι τετράγωνο και γερό, χτισμένο με πολλή ευλάβεια και λίγο γούστο από κάτι θεοφοβούμενους μαστόρους και ναύτες, πάνε τώρα εβδομήντα ή ογδόντα χρόνια.
Περνούσαν με μια μπρατσέρα, κι ο εργολάβος τους μαζί, συμφωνημένοι στα βορεινά του νησιού, σ' ένα κεφαλοχώρι, να χτίσουν κάποιο σαπουνάδικο. Στο δρόμο τους πήρε αλακάπα ένα άγριο μπουρίνι. Πήγαν να μπατάρουν εκεί απέξω στον κάβο - Κόρακα, σαν αντίκρισαν ξάφνου της Παναγιάς τα ράχτα. Γλίτωσε μας, τάχτηκε ο εργολάβος, και μεις θα σου χτίσουμε ένα ξωκλήσι. Μεμιάς καταλάγιασε ο καιρός, οι μαστόροι και το τσούρμο απάγγιασαν στο μικρό λιμάνι της Παναγιάς. Δέσανε πρυμάτσα και κάμαν το τάμα τους. Γι' αυτό το κλησάκι τούτο μοιάζει τόσο πολύ με μικρό λαδομάγαζο.
Έχει ένα καμπανάκι κρεμασμένο από σιδερένια καμάρα. Από σκέτο σίδερο είναι κι ο διπλός σταυρός πάνω στη σκεπή. Έχει ακόμα κ’ ένα ψηλό κατάρτι για τη σημαία, σιδεροδεμένο με χυτό μολύβι στο βράχο και στις γωνιόπετρες, εκεί πίσω στη ράχη της αχιβάδας. Αυτό το ξύλο είναι λάφυρο από τη ναυμαχία της «Έλλης» και το παρακύλησε το κύμα ως εδώ γύρω. Το περιμάζεψαν οι χωριανοί, και σα λευτέρωσε ο «Αβέρωφ» το νησί, το σήκωσαν εκεί και ισάρισαν μια μεγάλη γαλανόλευκη να παίζει χαρωπά με τον αγέρα κάθε Κυριακή, να τη βλέπουν και να καμαρώνουν.
Όμως κατόπι πλάκωσαν δίσεχτα χρόνια. Οι αγέρηδες κομμάτιασαν σιγά - σιγά τη σημαία, οι πολέμοι, η φτώχεια και οι πολιτικάντηδες μάραναν τον ενθουσιασμό των ανθρώπων, και κανένας πια δεν είχε την όρεξη να γνιαστεί για μια καινούργια σημαία. Έτσι το ψηλό κατάρτι απόμεινε να σκεβρώνει και να ξεβάφει μέσα στον ήλιο και στις φουρτούνες.
Τα πρωτινά χρόνια, πριν αρχίσουν οι πολέμοι, άναβε ακοίμητη μιαν ασημένια καντήλα μπροστά στο ξυλένιο τέμπλο. Το φωσάκι της φαινόταν κάθε νύχτα ν’ αγρυπνά πίσ' από το γαλάζιο τζάμι του στρογγυλού φεγγίτη. Ήταν το ήμερο μάτι της μικρής εκκλησιάς. Κοίταζε με έγνια μες απ' το σκοτάδι τα κύματα να ξεδιπλώνουνται με τάξη, τα σπιτόπουλα και τις βάρκες να κοιμούνται, τον απέραντον ελιώνα να σαλεύει και να ψιθυρίζει με πολλές μικρές και μυστηριώδικες φωνές κάτω από τ' αμέτρητα άστρα.
Αυτό γινόταν όσο κατοικούσε μέσα στο κλησάκι ο καπτα - Λιάς, που τον παρανόμιαζαν και dεdέ, γιατί ζούσε κει μέσα ολομόναχος, σα μουσουλμάνος καλόγερος στον « τεκέ » του. Αυτός φρόντιζε νάναι όλα παστρικά και γυαλισμένα, οι μαλτεζόπετρες χάμου, τα τζάμια και οι μπρούντζοι, κ' η καντήλα, να μην της λείπει το λάδι και το φρέσκο καφτούρι στη μικρή σημαδούρα.
Εκεί μέσα είχε τα σύνεργα και το γιατάκι του, μια παλιά γούνα αϊβαλιώτικη, που τυλιγόταν μέσα στις προβιές της το χειμώνα. Το καλοκαίρι και τις χειμωνιάτικες μέρες πούκανε λιακάδες, σα δεν είχε δουλειά, καθότανε ξαπλωμένος στα ράχτα και λιαζόταν. Χουζούρευε ανάσκελος, με το πρόσωπο κατάφατσα στον ουρανό, συλλογιόταν και κάπνιζε μια πίπα από μαύρο γιούσουρο. Τις καλοκαιριάτικες νύχτες κρέμαζε τα πόδια του απ' το γκρεμό και χάζευε ώρες κατ’ από τ’ άστρα. Τότες ακουγόταν να ξεκουκίζει το κομπολόι του από κερασόχρωμες κοκαλένιες χάντρες.
Κανένας δε θυμόταν πούθε τάχα να ξενέρισε κείνος ο άνθρωπος πάνω σε τούτο το βράχο. Οι γέροι Μουριανοί που πρόφτασαν και τόνε γνώρισαν, άλλος από τον Τσεσμέ τον κάνει, άλλος από τ' Αλάτσατα. Ό ίδιος δεν τόστρεξε ποτές ν' ανοίξει το στόμα πάνω στη ζωή του. Και μια φορά που τόνε ρώτησε ένας αστόχαστα από πού είναι, σώπασε κάμποσο, ύστερα του απάντησε κοιτάζοντας μακριά: «Από τούτο τον κόσμο είμαι και γω, γιε μου. Πατριωτάκια είμαστε, βλέπεις». Τώρα, είναι χρόνια που σηκώθηκε κ’ έφυγε (κανένας δεν έμαθε πού πήγε και πότε πέθανε), ακόμα κι ακόμα η κουβέντα του γυρίζει από στόμα σε στόμα, σαν παραμύθι και σαν παροιμία: «Από τούτο τον κόσμο είμαι κ’ έλόγου μου, πατριωτάκια. είμαστε, γιε μου».
Οι πιο παλιοί που τον θυμούνται λεν πως τον έφτασαν ένα γέρικο, γεροδεμένο σκαρί. Παστρικός στα ρούχα του, με άσπρη γενειάδα απλωμένη στο φαρδύ στέρνο, πάνω στη μαβιά ναυτική φανέλα, σκορπούσε γύρω έναν αγέρα από καλοσύνη και σέβαση. Σα στεκότανε μπροστά στο μικρό ξωκλήσι, έτσι μεγαλόκορμος, με τα μπράτσα στις δυο πετρένιες παραστάτες της πόρτας, έδινε την εντύπωση πως φορούσε το κλησάκι στη ράχη όπως ο κόχυλας το καβούκι του.
Μόλις ξεχώριζε μακριά νάρχεται κανένα καΐκι με ρότα για το λιμάνι, το παρακολουθούσε με τα καθάρια μαβιά μάτια του ώσπου κόντευε. Τότες πετιόταν απάνω σβέλτος κι αλαφρύς, κ' έτρεχε στο μόλο ν' αρπάξει στα πεταχτά και να θελιάσει κάβο στη δέστρα. Σαν ήταν άβολος ο καιρός και δεν του άρεζε η μανούβρα, έβαζε τα χέρια χουνί κ' έδινε από την άκρα του μόλου τα όρντινα στον καπετάνιο που δεν ήξερε τα νερά και ρεζιγάριζε να καθίσει σε καμιά ρηχοπατιά. Κάθε επέμβαση τέτοιας λογής σκυλιάζει τους ναυτικούς, όμως με τον καπτα-Λιά ποτές κανένας δε θύμωσε. Τόσο σωστός ήταν ο λόγος του και με τόσο καλοσυνάτον τρόπο έκανε το κάθε τι. 
Μέσα στο κλησάκι φύλαγε μια μικρή σανιδόκασα. Εκεί μέσα είχε τα σύνεργα του. Ντενεκεδάκια με λαδομπογιές, νερομπογιές και πινέλα. Μια ματσόλα, μια σφήνα, κάτι στουπιά, πίσσες και τέτοια, όλα χρειαζούμενα για το καλαφάτισμα και τα μερεμέτια του σκαριού. Ήτανε την πάσαν ώραν έτοιμος να δώσει ένα χέρι στο παλάμισμα, στο πάστρεμα, στο φόρτωμα της σαβούρας. Όμως η χαρά και το μεγάλο μεράκι του ήταν να ζουγραφίζει γοργόνες και λουλούδια στις μάσκες των καϊκιών που τούδιναν να μπογιαντίσει. Όλες οι γοργόνες του χαμογελούσανε σαν τα αρχαϊκά είδωλα. Και στο δικό του πρόσωπο ήταν το ίδιο το χαμόγελο. Έξαλλου κι όλα τα λουλούδια του είχανε χρώματα αφύσικα. Έβαφε τα τριαντάφυλλά του γαλάζια, πράσινα ή ασημιά, έκανε τα φύλλα βυσσινιά ή μαβιά, ανάλογα με τη μπογιά που του χτυπούσε στο μάτι κατά το κέφι της στιγμής.
Τούλεγαν οι ναυτικοί :
— Κόκκινα, μαθές, είναι τα τριαντάφυλλα, καπτά - Λιά. Πώς γίνεται και τα δικά σου είναι πράσινα σαν τα τσάγαλα!
— Έδετσι είναι τα δικά μου, απαντούσε κείνος και χαμογελούσε δίχως να σηκώνει κεφάλι. Κόκκινα κι άσπρα τριαντάφυλλα βρίσκεις σ' όλα τα περβόλια, γιε μου. Γαλάζια και πράσινα μόνο ετούτα είναι σ' όλο το ντουνιά.
Τόνε πλέρωναν οι καπεταναίοι κ' οι καραβοκύρηδες με οκαδιάρικα πακέτα καπνό, από το κοντραμπάντο της Ανατολής, τυλιγμένα σε μενεξελί χοντροχάρτι. Του γέμιζαν τα πανεράκια με ξερά σύκα, αλατισμένες ελιές και γαλέτα, τούδιναν καρπούζια και κουκιά, ό,τι είχανε στ' αμπάρι. Καμιά φορά τούβαζαν στο χέρι και ασημένια μετζίτια. Όμως και τίποτα να μην έπαιρνε πάλι δεν κακοκάρδιζε. Μάζευε τα σύνεργα σαν τέλειωνε η δουλειά κι ανέβαινε στα ράχτα γελαζούμενος. Μόνο, πριν ξεμακρύνει, κοντόστεκε, σταματούσε τρεις δρασκελιές από το καΐκι που ζωγράφιζε. Έγερνε έτσι - δα λίγο κατά τον ώμο το κεφάλι, ακουμπούσε ανοιχτή την απαλάμη πάνω στη γενειάδα και καμάρωνε με μισόκλειστα ματόφυλλα τα πλουμιά και τις γοργόνες του. Έκανε μια μικρή κίνηση με το χέρι.

— Άιντε και συ, έλεγε σα να το ξεπροβοδούσε. Άιντε στο καλό !

Στο πλεούμενο τόλεγε για στη γοργόνα, ποιος ξέρει. Θα τάβλεπε, λέγω, μες -στη φαντασία του και τα δυο ν' αρμενίζουν τις μεγάλες θάλασσες, να πλευρίζουν τις μακρινές στεριές που τις λαχταρούσε η καρδιά του και που αυτός ποτές πια δε θα τις ξαναχαιρόταν.
Απ' όλα τούτα τα φερσίματά του, οι χωριανοί έβγαζαν πως ο μπάρμπα - Λιάς ο dεdές θάτανε, δε γίνεται, κανένας ξεπεσμένος καπετάνιος, αποπαίδι της θάλασσας. Κανένα από κείνα τα βασανισμένα κορμιά, που παραπετά το πέλαγο αψήφιστα στη μια και στην άλλη, σαν τα γλειμμένα κούτσουρα που κατεβάζει ο καιρός ως εδώ, συνεπαρμένα, ποιος ξέρει από ποιες στεριές, κατεβασμένα από ποιες νεροποντές της Μικρασίας.
Εκεί αντίκρυ, βλέπεις, όλα είναι μεγάλα. Σαν τη στεριά της Ανατολής είναι μεγάλα. Και τα καλά της κ' οι φουρτούνες που τη δέρνουν. Έτσι οι ποταμοί κουβαλούν κάτι θεόρατα ξεριζωμένα δρυά, παλαιικά δέντρα, κατοχρονίτικα και βάλε. Οι κατεβασιές τα παραδίνουν στη θάλασσα ύστερ' από πολύν παραδαρμό. Κ' η θάλασσα πάλι τα παίρνει και τα βασανίζει από τη μια στεριά ως την άλλη, τα γδέρνει από το πετσί τους, τα γλείφει, τα ποτίζει άρμη και τα στρογγυλεύει. Τα γυαλίζει από παντού.
Λοιπόν, ύστερ' από μια γερή τραμουντάνα, τα βρίσκεις μισοχωμένα στην αμμουδιά, ν' ασπρολογούν στον ήλιο, θεόρατα κατακλυσμικά σκέλεθρα. Τίποτα πια δε θυμίζουν από το βουνό κι από το ξύλο, έτσι που ξεβγαίνουν μες από το νερό. Πιάνουν γλιστερό μούσκλι, οι κουφάλες τους γιομίζουν μικρά φαγάνικα καβούρια και σαλιγκάκια, όμως δε σαπίζουν. Απομένουν και μουσκεύουν στον ίδιον τόπο βδομάδες και μήνες, γίνουνται ένα με το τοπίο, δένουν με το περίγυρο. Όπου πηγαίνεις ξάφνου ένα πρωί να σεργιανίσεις τ' αμμογιάλι και απορείς που δεν τα βρίσκεις πια. Ο αγέρας πούβγαλε τη νύχτα η στεριά τα ξερίζωσε, τα σήκωσε και τα παράδωσε πάλι της θάλασσας. Ατέλειωτα να παραδέρνουν στα χέρια της Μοίρας, που κυβερνά τα πράματα με τον ακατανόητο νόμο της, το ίδιο σαν τους ανθρώπους. Ψάχνεις και δε βρίσκεις μηδέ το γιατάκι τους για σημάδι μέσα στον άμμο.
'Έτσι έρημος, άσπρος κι ακατέλυτος ήταν κι ο καπτα -Λιάς, έτσι και χάθηκε πάν' από της Παναγιάς τα ράχτα ο dεdές ένα πρωινό. Σ' όλο το χωριό απάνω, και στο λιμάνι κάτω,, παραξενοφάνηκε τότες το πώς γίνεται νάφυγε αυτός και ν' απόμειναν πίσω τα ράχτα και το ξωκλήσι, τ' αδειανό θολάμι του. Αμ' πώς αλλιώς. Τον ξεσήκωσε και τον πήρε ακόμα μια φορά τα παραδείρι της αλήτισσας ζωής του σαν ήρθε η ώρα να τον καλέσει. Χάθηκε ένα πρωί, μεσοκαλόκαιρα του 1914, και την άλλη μέρα άραξαν στο νησί οι πρώτοι πρόσφυγες της Ανατολής. Κανένας δεν έμαθε για που τράβηξε ο dεdές και γιατί άφησε ξαφνικά το καυκί του. Όμως γύρισε ένας λόγος από στόμα σε στόμα, πώς μπορεί νάταν κανένα πρόσωπο από την Ανατολή, που ο καπτα - Λιάς δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να το ξαναντικρίσει στη ζωή του. Τόσο μόνο. Καμιά γυναίκα; Κανένα αχάριστο παιδί; Ποιος μπορεί να ξέρει πόσων ειδών είναι το σαράκι που δαγκάνει την ανθρώπινη καρδιά. Όσοι είναι οι άνθρωποι τόσω λογιών είναι και τα μεράκια που τους παιδεύουν. Ο καπτα - Λιάς ο ίδιος έλεγε μια σημαδιακή κουβέντα, που ως τα σήμερα απόμεινε ν' ακούγεται στο στόμα των χωριανών. «Καθένας κι ο νους του, έλεγε. Καθένας κι ο Θεός του». Λέω πως πολύ θα συλλογίστηκε πάνω στα βάσανα της ζωής και τα φυσικά των ανθρώπων αυτός ο γέρος, για να κατασταλάξει σε τούτον το βαθυστόχαστο λόγο.
Τώρα ο dεdές δεν είναι πια εδώ. Θεός ξέρει πού λιώνουν τα κόκαλά του. Όμως στο λιμάνι της Παναγιάς, κι απάνω στο χωριό, ζει ως τα σήμερα το παραμύθι της ζωής του, κ' οι ψαράδες ξαναλένε τις αξέχαστες κουβέντες του σαν τα βαγγέλια.
Σαν ακούστηκε τότες, ύστερ' από τον πόλεμο του 12-13, πως οι Τούρκοι θα διώξουν από την Ανατολή το χριστιανόκοσμο, είπε στους ταραγμένους χωριανούς: «Μην κάνετε δα έτσι. Όλοι για προσώρας είμαστε όπου και να πάμε. Μόνο, το νου μας, νάχουμε τον μπόγο δεμένο για παρτέντζα την πάσαν ώρα. Κ' ένα μαχαίρι, να κόψουμε γρήγορα την πρυμάτσα ...»
Έτσι έγινε και μ' ελόγου του.
Σαν ήρθε η ώρα της παρτέντζας, πήρε στη ράχη το μπογαλάκι με τα σύνεργα του, έκοψε με αλύγιστη καρδιά την πρυμάτσα της αραξιάς του και χάθηκε. Όμως απόμεινε πίσω τ' όνομά του, απόμεινε ακόμα, αυτή πάνω απ' όλα, μια παράξενη ζουγραφιά, που την άφησε στορισμένη πάνω στον τοίχο της μικρής εκκλησιάς. Στέκεται κει ως τα σήμερα, μισοσβησμένη από τον αγέρα και τ' αλάτι της θάλασσας, και είναι μια Παναγιά, η πιο αλλόκοτη μέσα στην Ελλάδα και σ' όλο τον κόσμο της χριστιανοσύνης.
Το κεφάλι της είναι έτσι όπως το ξέρουμε από τις τοιχογραφίες της Πλατυτέρας. Πρόσωπο μελαχρινό, ψιλοσήμαδο, συσταζούμενο στην έκφρασή του. Έχει στρογγυλό πηγούνι, μυγδαλωτά μάτια και μικρό στόμα. Έχει βυσσινί μαφόρι ως το κούτελο, έχει και το κίτρινο τ' αγιοστέφανο γύρω στο κεφάλι, όπως όλα τα κονίσματα. Μόνο που τα μάτια της είναι πράσινα και υπερφυσικά πλατιά. Όμως από τη μέση και πέρα είναι ψάρι με γαλάζια λέπια και στα χέρια της βαστά ένα καράβι από τη μια, κι από την άλλη ένα τρικάνι, σαν κι αυτό που κρατά στο χέρι ο αρχαίος θεός της θάλασσας, ο Ποσειδώνας, έτσι όπως τον ζουγραφίζουν στα κάδρα και στα βιβλία του σκολειού.
Σαν πρωτόδαν τούτη τη ζουγραφιά οι ψαράδες κ' οι χωριανοί στάθηκαν και τη θάμαζαν, ωστόσο καθόλου δεν τους παραξενοφάνηκε. Οι γυναίκες που ανέβηκαν να προσκυνήσουν, της έκαμαν τις μετάνοιες τους, τη θέμιασαν σαν όλα τα κονίσματα.
Τόπανε " η Παναγιά η Γοργόνα", και σήμερα έτσι το λένε, κι από τότες πήρε τ' όνομα κ' η εκκλησιά και το πόρτο. Και κανένας δεν το στοχάστηκε πως κείνη τη μέρα μέσα από το κεφάλι του γέρου κοσμοκαλόγερου, όπως μέσα από το κεφάλι του Δία, πήδηξε και στηλώθηκε πάνω στο μοναδικό θαλασσόβραχο του αιγαιοπελαγίτικου νησιού μια καινούργια ελληνική θεότητα, που έδεσε με τον πιο θαυμαστό τρόπο όλες τις εποχές και όλο το νόημα της φυλής. Μια φυλής που ζει και αγωνίζεται με τα στοιχειά και με τις φουρτούνες του κόσμου, η μισή στη στεριά κ' η μισή στη θάλασσα, με το ινί και με την καρίνα, πάντοτε κάτω από μια θεότητα πολεμική, θηλυκιά και παρθένα.
Πέρασε μια φορά από το πόρτο ένας ζωγράφος της Αθήνας, είδε τη ζωγραφιά στον τοίχο της εκκλησιάς κι απόμεινε μ' ανοιχτό στόμα. Φώναξε τους χωριανούς και τους είπε: " Το νου σας μη χαθεί τούτο το σκέδιο με τίποτα ασβεστώματα γιατί έχει σπουδαίο νόημα." Κατόπι έστησε το τριπόδι και το ξεσήκωσε στο χαρτόνι με τις μπογιές του, έτσι όπως ήταν, πολύ προσεχτικά. Είναι αυτή η ζωγραφιά που έβαλα για στολίδι και για θύμηση στην αρχή του βιβλίου και γω που γράφω τούτη την ιστορία.
Οι ντόπιοι ωστόσο, οι ψαράδες και οι καραβοκύρηδες, κι όλοι οι περαστικοί καπεταναίοι βλέπουν την Παναγιά τη Γοργόνα χωρίς απορία. Γιατί μέσα στην ψυχή τους ήταν, από κει βούτηξε και την έβγαλε ο καπτα - Λιας και την ξέραν ακόμα πριν να τους τη δώσει στορισμένη στον τοίχο...

Στρατή Μυριβήλη, Η Παναγιά η Γοργόνα. Μυθιστόρημα. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1999, 20η έκδοση

Δευτέρα 10 Αυγούστου 2020

Ἅ γ ο ς καί ἄ γ ο ς


Ἅ γ ο ς καί ἄ γ ο ς

Τό δεύτερο ἀντιθέτου σημασίας πρός τό πρῶτο

καί διά τοῦτο ἀκριβῶς συνεφύρθη γραφικῶς πρός ἐκεῖνο,

ὅθεν πολλάκις ἐδασύνθη μέν καί τοῦτο, ἐψιλώθη δέ καί ἐκεῖνο

καί ἐθεωρήθησαν μία καί ἡ αὐτή λέξις...



Γιά τούς λεξικογράφους τέτοιες διακρίσεις

ὄχι γιά μᾶς πού κύλησε ἡ ζωή μας ὅλο συμφυρμούς

πού ἐδασύνθημεν καί ἐψιλώθημεν ἀμέτρητες φορές

πού ὅποιες σημασίες κι ἄν πήραμε καμμιά τους δέ μᾶς ταίριαζε



Καί διά τοῦτο ἀκριβῶς

γιά μᾶς

καί ἅγος καί ἄγος

καί ἁγίασμα κι ἀγιάζι

καί ἀγώνας καί ἀγωνία

τό ἴδιο ἄγχος καί Ἄουσβιτς τοῦ λόγου καί τῆς ὕπαρξης


ΒΥΡΩΝ ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ, ενότητα Στιχομαντεία, συλλογή Εν γη αλμυρά, Έρασμος , Αθήνα 1996

Ευχαριστώ την καλή φίλη που μου το έστειλε και έτσι θυμήθηκα και το θάνατο του Βύρωνα Λεοντάρη  τον  Αύγουστο του 2014.
Ο Βύρων Λεοντάρης ήταν ποιητής και κριτικός δοκιμιογράφος της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς. Άρχισε να δημοσιεύει τα γραπτά του το 1954. Το 1997 βραβεύτηκε με  το Κρατικό Βραβείο ποίησης για το έργο του «Εν γη αλμυρά». Μια σημαντική λυρική φωνή, της ελληνικής λογοτεχνίας.

Σάββατο 8 Αυγούστου 2020

Ένα τραγούδι για τη Βηρυτό

Η μεγάλη Λιβανέζα ερμηνεύτρια Fairouz σε ένα διαχρονικό τραγούδι για τη Βηρυτό.


"Για τη Βηρυτό – ειρήνη στη Βηρυτό με όλη την καρδιά μου. 
 Και φιλιά – στην πόλη και τα σύννεφα. 
 Στον βράχο μιας πόλης που μοιάζει με το πρόσωπο γέρου ναύτη.
 Από την ψυχή των ανθρώπων της φτιάχνει κρασί. 
 Από τον ιδρώτα τους, φτιάχνει ψωμί και γιασεμί.

Πώς έφτασε λοιπόν να' χει γεύση καπνού και πυρκαγιάς;" 

Η μετάφραση από εδώ

Παρασκευή 7 Αυγούστου 2020

Σεμπρεβίβα


Κρατάμε την ανάσα μας το βράδυ, όπως κρυφά ο πόθος μας ανάβει
Μας σεργιανά του Αύγουστου καράβι κι είναι η θάλασσά μας λάδι
Φυσάει αγέρας και μοσχοβολά, θυμάρι και λιβάνι το κατάρτι
Κι έχουμε αστέρια κι άλλα κρεμαστά φυλαχτά τριγύρω στο λαιμό του μπάτη

Παίζουν δελφίνια πάνω στον αφρό και της καρδιάς μας σπάει το ρόδι
στων γλάρων τον τρελό χορό που στέκουν πάνω στο ένα πόδι
Μας ξενυχτάει ο τραγουδιστής που χει στα μάτια δυο φεγγάρια
και μας κερνάει ο μαρκονιστής με κρασί που βράζει μες στ αμπάρια.
Κι έτσι θα βγαίνει πάντα ζωντανή του ήλιου η χρυσή αχτίδα
Για να κεντάει πάνω σε πανί, όσα μέσα στ’ όνειρό μου είδα

Φεύγουν τα χρόνια μα ξαναγυρνάν στιγμές που ζήσαμε στ' αλήθεια
κι είναι η ζωή σαν ψέμα που κυλά, που γυρνά ξανά στα παραμύθια
Έχω πολλά τραγούδια να σου πω και άλλα που δεν τραγουδιούνται
σήματα από φάρο αλαργινό γι αυτούς που θέλουν να θυμούνται, 
γι αυτούς που ξέρουν να θυμούνται.
Απόψε θα σε πάρω μακριά κι έχω δυο ναι για κάθε όχι 

Να δεις πως βγαίνουνε αληθινά, στεριανά καράβια στ’ ουρανού την όχθη

Σέμπρεβίβα. Στίχοι Μουσική: Πάνος Μπούσαλης.
Πάνος Μπούσαλης, Αναστασία Μουτσάτσου. CD Σεμπρεβίβα: Μετρονόμος 2016
Χορωδία: Διαμάντη, Βέρα, Ισαβέλλα, Νίκος, Πάνος.
Νταούλι: Αντρέας Νικόλης,  Κοντραμπάσο: Θεόδωρος Κουέλης, 

Γκάιντα : Γιώργος Μακρής,  Ακουστική Κιθάρα: Γιάννης Χίνος, Ευγένιος Ζαρκάδας, Λαούτο: Γιάννης Χίνος 

Πέμπτη 6 Αυγούστου 2020

Προσέξτε με, είμαι αυτός που επέζησε, φίλε Οπενχάιμερ!

                                                   
...Είμαι
ένας δραπέτης απ' όλα τα βασίλεια της γης.
Έχω μέσα μου την πατρίδα μου. Κι έχω μες στην καρδιά μου
τους ανθρώπους απ' όλα τα έθνη της γης. Σας τους έφερα!
Εγώ σας τους έφερα, φίλε Οπενχάιμερ!
                                                      Στριγγλίζοντας
οι φωνές τους γυρίζουνε πάνω απ' τον ύπνο σας
και μέσα στον ύπνο σας κρέμονται σαν
κλωστές κεραυνού στ' απροστάτευτα τζάμια σας,
κόβονται απότομα σε σήματα μορς και σκορπίζονται
στο στερέωμα
σπαθίζοντας μέσα στα μάτια σας το παράπονο του αδελφού σας.
Χτυπάμε την πόρτα σας και περνάμε ένας - ένας
και πάλι γυρίζουμε και πάλι χτυπάμε και πάλι και πάλι, 
ουρές ατελείωτες, 
μετρείστε μας, φίλε Οπενχάιμερ, μετρείστε, να ξέρετε πόσες 
είναι περίπου οι στρατιές που προορίσατε για το θάνατο.

Προσέξτε με, είμαι αυτός που επέζησε, φίλε Οπενχάιμερ!
Τα χέρια μου και τα πόδια μου τάχω ξεθάψει απ' τη Χιροσίμα.
Τα χείλη μου γίνηκαν σκόνη και πέσανε.
Μόνο το στόμα μου έμεινε ν' ανοιγοκλείνει.
Τ' άσπρο μου σαν ασβεστωμένο πρόσωπο, 
δεν μπορεί πια να κλάψει, να γελάσει, νάχει ένα όνομα.
Δε μπορεί πια Ρομπέρτ! Κοίταξέ με καλύτερα.
Δυσκολεύεσαι ακόμη; Ρομπέρτ, δε με γνώρισες; Ο αδελφός σας Ρομπέρτ!
Είμαι εγώ, ο αδελφός σας,
που σας ζύμωσα το ψωμί και το ξέρατε.
Που σας ύφανα και το ξέρατε, που σας τάδωσα όλα,
που σας έχτισα τ' αργαστήρι σας με παράθυρα στον ουρανό,
να μελετάτε τον ήλιο, να ψάχνετε
το βάθος του κόσμου, να στοχάζεστε άνετα.
Κ' εσείς αντί να παρακάμψετε τη νύχτα,
να φυλαχτείτε από τη Σκύλα κι απ' τη Χάρυβδη,
που καιροφυλαχτούν ανάμεσα στις μεταμφιεσμένες συμπληγάδες, 
αφήσατε ανοιχτές τις πόρτες του εργαστηρίου σας
και μπήκε μέσα αυτό το μαύρο σκυλί ο Μεφιστοφελής
κ' έκατσε δίπλα σας
κι αφήσατε τα χέρια σας μες στα δικά του
και ψαλιδίζατε το φως
και μαστορεύατε το σκοτάδι.

Τι θέλετε, φίλε Οπενχάιμερ. Τι γυρεύετε τώρα; Δεν έχει, δεν έχει!
Τα μάθαμε όλα: πως φτιάξατε ένα κελί από τύψεις
και κλειστήκατε μέσα,
πως περνάτε τις μέρες σας κλαίγοντας.
Πως το κορμί σας ταράζεται τώρα, σαν ένας
μικρός χωματόλοφος σε ώρα σεισμού. Τα μάθαμε όλα.
Αδιάφορο. Εμείς ήρθαμε να χορέψουμε.
Σαν από χρέος θεϊκό ήρθαμε να σας βασανίσουμε,
γιατί ο κόσμος είναι όμορφος, ο ουρανός στάζει φως,
και σεις, σημαδέψατε στην καρδιά την ημέρα του κόσμου ( απόσπασμα)

Νικηφόρος Βρεττάκος, Στον Ρομπέρτ Οπενχάιμερ.Τα Ποιήματα, τ.α, Τρία Φύλλα, Αθήνα 1984, 2η έκδοση