tag:blogger.com,1999:blog-91364078016309984172024-03-21T19:12:35.882+02:00ofisofisofiahttp://www.blogger.com/profile/10629903599548963090noreply@blogger.comBlogger1994125tag:blogger.com,1999:blog-9136407801630998417.post-56120760015128411402022-09-06T11:20:00.000+03:002022-09-06T11:20:08.378+03:00Ό,τι μπορεί να φτερουγίσει δε σκλαβώνεται...<div style="text-align: left;"> <div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjN3lE-p6FcpMmmD1Z4sOwGqzO_0QBW9IybFgEKKv7B5NYBJY5mhInT6kKCRezWZnXLA83iKeFTlVznUOu7eIHHyeRo72uGVlAalad-Tu-F3JjHIIjORQ0xIuJ71Whfv36lvCLe_au71DWaI8ULx5PcS5qeL2CnwDUxH95nPaRMGVUYYoqBIq6CI8k4/s800/20191124_135025.jpg%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%B9%CE%AC.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="600" data-original-width="800" height="480" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjN3lE-p6FcpMmmD1Z4sOwGqzO_0QBW9IybFgEKKv7B5NYBJY5mhInT6kKCRezWZnXLA83iKeFTlVznUOu7eIHHyeRo72uGVlAalad-Tu-F3JjHIIjORQ0xIuJ71Whfv36lvCLe_au71DWaI8ULx5PcS5qeL2CnwDUxH95nPaRMGVUYYoqBIq6CI8k4/w640-h480/20191124_135025.jpg%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%B9%CE%AC.jpg" width="640" /></a></div><br /><b><span style="font-family: Open Sans;">Δεν ωφελεί να περιορίζεις τα πουλιά<br /></span><span style="font-family: Open Sans;">με ξόβεργες, με σκιάχτρα, με κλουβιά,</span></b></div><div style="text-align: left;"><b><span style="font-family: Open Sans;">να περιμένεις στις διαβάσεις των αποδημητικών</span></b></div><div style="text-align: left;"><b><span style="font-family: Open Sans;">μερόνυχτα, να ρίχνεις τουφεκιές.</span></b></div><div style="text-align: left;"><b><span style="font-family: Open Sans;">Ό,τι μπορεί να φτερουγίσει δε σκλαβώνεται·</span></b></div><div style="text-align: left;"><b><span style="font-family: Open Sans;">προετοιμάζεται στα θερμοκήπια των στερήσεων</span></b></div><div style="text-align: left;"><b><span style="font-family: Open Sans;">προσμένοντας αργά ή γρήγορα την ώρα του.</span></b></div><div style="text-align: left;"><b><span style="font-family: Open Sans;"><br /></span></b></div><div style="text-align: left;"><b><span style="font-family: Open Sans;">Τάσος Κόρφης, Ποιήματα, Πρόσπερος, Αθήνα 1983</span></b></div>sofiahttp://www.blogger.com/profile/10629903599548963090noreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-9136407801630998417.post-36105410052439764622022-08-22T10:53:00.001+03:002022-08-22T10:53:38.470+03:00Η ΔΩΔΩΝΗ. Ο λαός και το κλασσικό θέατρο<p style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgWlKjbmAp72P0dBlh6TY_PVgi0yve8UuqOCw9gsdRvIROVQV9Xn0hmT8QJepqk3roHkTk2Xzkm5biIAVcbeMQPXT4ifPJ0yjRkiYz5vcI90v_8CNVrMUjuugjXNDAzZm6ZOyOPGVhmGg6QMJlCwcGGzwEaAzBzzmMepcytRIsGX-Z-6qNx32FlBRyG/s740/%CE%B4%CF%89%CE%B4%CF%89%CE%BD%CE%B7%20%CE%B9.%CE%BC%20.%20%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%B3%CE%B9%CF%89%CF%84%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%82.jpg" imageanchor="1" style="clear: left; float: left; font-family: "Open Sans"; font-weight: 700; margin-bottom: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="740" data-original-width="432" height="400" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgWlKjbmAp72P0dBlh6TY_PVgi0yve8UuqOCw9gsdRvIROVQV9Xn0hmT8QJepqk3roHkTk2Xzkm5biIAVcbeMQPXT4ifPJ0yjRkiYz5vcI90v_8CNVrMUjuugjXNDAzZm6ZOyOPGVhmGg6QMJlCwcGGzwEaAzBzzmMepcytRIsGX-Z-6qNx32FlBRyG/w234-h400/%CE%B4%CF%89%CE%B4%CF%89%CE%BD%CE%B7%20%CE%B9.%CE%BC%20.%20%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%B3%CE%B9%CF%89%CF%84%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%82.jpg" width="234" /></a><span style="font-family: Open Sans; font-size: medium;"><b>Η ΔΩΔΩΝΗ</b></span></p><p style="text-align: center;"><span style="font-family: Open Sans; font-size: medium;"><b>Ο λαός και το κλασσικό θέατρο</b></span></p><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Ένιωσα πολλή ευτυχία την περασμένη Κυριακή, που βρέθηκα στη Δωδώνη. Και μολονότι καταγράφω στη στήλη τούτη τις εντυπώσεις μου κάπως πάρωρα, δεν έχω τη γνώμη, πώς μπορώ ν’ απιστήσω σε μια εσωτερική προσταγή, που αναφέρεται στα ιερώτατα και του τόπου τούτου και του ανθρώπου. Είμαστε, από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας, δύσκολος λαός και μεμψίμοιρος. Αγαπούμε με πάθος την επίκριση και προσπαθούμε να βρούμε παντού αφορμές δυσαρέσκειας. Ακόμη κι’ εκεί όπου δεν υπάρχουν. Φειδωλευόμαστε το εγκώμιο, γιατί δεν επιθυμούμε ν’ αφήσουμε να μας υποσκελίση το αντικείμενο του εγκωμίου. Κάθε μορφή προκοπής τη θεωρούμε προσωπική μείωση. Είναι και ο πνευματικός «σνομπισμός» ένας τρόπος, που επιτρέπει σε πολλούς να υπάρχουν. Αν έλειπε, η κούφια τους ύπαρξη θα ήταν ακατόρθωτη και αδιανόητη.<br /></b></span><span style="font-family: Open Sans;"><b>Η Δωδώνη αφοπλίζει. Καμμιά επιφύλαξη, καμμιά κακοπιστία δεν μπορεί να της αντισταθή. Είναι ένας θεσμός, καθώς οι παραστάσεις της Επιδαύρου, που κάθε χρονιά φανερώνει πληρέστερα τη δύναμη της ακτινοβολίας του. Δεν θα επιχειρήσω παρά μόνο μια σύγκριση. Η γοητεία της Επιδαύρου, μιλώ αυτή τη στιγμή για το τοπίο και για την ιστορική παράδοση, είναι ολωσδιόλου διαφορετικής υφής από τη γοητεία της Δωδώνης. Εκεί η πλάση διατηρεί αμόλευτο το κλασσικό πρόσωπο της. Είναι η Ελλάδα της προϊστορικής μνήμης και της κλασσικής αρμονίας. Η ελιά, το πεύκο, το κυπαρίσσι, το όραμα του γαλάζιου πελάγους στο βάθος υποβαστάζουν τη συνείδηση του μέτρου. Η Επίδαυρος αναπτύσσεται στο διάστημα σαν ένα χορικό τραγωδίας: έχει ευμέλεια, συμμετρία, ευγένεια, είναι μια αποκορύφωση του κάλλους της χρυσής εποχής. Η Δωδώνη ξεκινάει από το σκοτεινό κόσμο της πρώτης ρίζας. Το τοπίο είναι αυστηρό, αγέρωχο, επιβλητικό, η αρμονία του δεν είναι αρμονία γραμμής, είναι αρμονία όγκου.<br /></b></span><span style="font-family: Open Sans;"><b>Θυμούμαι την πρώτη στιγμή, που την αντίκρυσα, εδώ και χρόνια πολλά. Ήταν η μέρα φθινοπωρινή, ο τραχύς Τόμαρος, ο Ολύτσικας, σκεπασμένος με σταχτιά καταχνιά, ωρθωνόταν εύρωστος, με τους αρμούς του ασύντρφτα σφυρηλατημένους, με τη ραχοκοκκαλιά του χοντρή και βαρειά, σαν πανάρχαια δύναμη και ηγεμονική. Στα πόδια του και στις πλαγιές του, σε μια γύμνια κοσμογονική, που την εσκέπαζαν κάποτε σκληροτράχηλες βαλανιδιές, έζησαν σα να φύτρωσαν από τις ραγισματιές των βράχων του οι πρώτοι Έλληνες, οι Σελλοί, οι ωγύγειοι πρόγονοι, που δεν είχαν νερό να πλυθούν, οι «ανιπτόποδες», που πλάγιαζαν χάμου, στην άξεστη πέτρα, και στο σγουρό χώμα, οι «χαμαιεύναι», οι πενέστατοι, «βαλανηφάγους» τους έχει ονομάσει η Ποίηση, που κληροδότησαν σαν αρετή και κατάρα στους απογόνους την ολιγάρκεια. Κυβερνήτης του τόπου ο πρωτόγονος Δίας, ο Δωδωναίος, ο Πελασγικός και η μυστική θεότητα , η Διώνη. Και χρησμοδότισσες οι Πέλειες, που ήρθαν από την καυτερή Λιβύη. Όταν οι βοριάδες σειούσαν τα φύλλα της ιερής φηγού και τα κρόταλα γέμιζαν την ορεινή κοιλάδα με τον απόκοσμό τους αντίλαλο, ο απλοϊκός λαός πρόσμενε κατανυχτικά ν’ ακούση τα προστάγματα των θεών και να μάθη την πορεία του πεπρωμένου του. Οι βουνίσιοι, που έπαιρναν τις γιδόστρατες από χώρες γειτονικές και μακρυνότερες, οι Μολοσσοί και οι Θεσπρωτοί και οι Χάονες και οι Αθαμάνες και οι άλλοι όλοι, έβρισκαν στη Δωδώνη αντιστύλι για μια ζωή τραχύτατη κ’ ένιωθαν, για μια στιγμή, την κακοπαθημένη τους ύπαρξη να συνομιλή με τους θεούς. Η Δωδώνη δεν είναι χορικό τραγωδίας. Είναι χρησμός. Είναι η ουσία της τραγωδίας, ο άνθρωπος και η μοίρα του.<br /></b></span><span style="font-family: Open Sans;"><b>Αναφέρομαι και πάλι στο πρώτο μου αντίκρυσμα, για να πω, πόσο συγκλονιστική υπήρξε για μένα εκείνη η βίαιη κάθοδος στις πρώτες ρίζες, η αποκαλυπτική συνείδηση της καταγωγής. Πόσο κακός, εξ άλλου, ήταν ο δρόμος , που ωδηγούσε στη μυστική εκείνη Ελλάδα, πόση μοναξιά περίζωνε τον ερειπιώνα, που αξιόλογοι αρχαιολόγοι ανέβαζαν σιγά σιγά, με το πάθος της καρδιάς και της σοφίας, στο φως. Και να υπογραμμίσω τη θαυμαστή αλλαγή. Μέσα στην τραχιά και υπεράνθρωπη , όχι απάνθρωπη, ερημιά όχι μονάχα το μέγιστο θέατρο ξαναβρήκε κατά πολύ την πρώτη μορφή του, αλλά και ο γύρω χώρος έγινε προσιτός και χρησιμοποιήσιμος έτσι, που, με την πρώτη ματιά, να θυμίζη την άνεση, την προβλεπτικότητα, τον « πολιτισμό» με μια λεξη της Επιδαύρου. Όπως η Επίδαυρος, έτσι και η Δωδώνη άρχισε με το Ροντήρη. Εφέτος ήταν η Πέμπτη χρονιά της. Όχι, φυσικά, πολλές παραστάσεις. Μονάχα δύο. Ένα Σάββατο και μια Κυριακή του Αυγούστου. Δέκα πέντε χιλιάδες θεατές το Σάββατο, με τον « Ίωνα». Είκοσι χιλιάδες την Κυριακή, με την « Άλκηστη».<br /></b></span><span style="font-family: Open Sans;"><b>Χρέος τιμής μου επιβάλλει ν’ απευθύνω το θερμότερο έπαινο προς την « Εταιρία Ηπειρωτικών Μελετών», που πήρε επάνω της την ευθύνη της προετοιμασίας, με τη βοήθεια του « Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού» και ολωσδιόλου ιδιαίτερα προς τον πρόεδρό της , τον Κώστα Φρόντζο. Πολλά πρόσωπα κ’ εμόχθησαν και μοχθούν για την ολοένα καλύτερη οργάνωση των εκδηλώσεων της Δωδώνης. Αλλά για τον Κώστα Φρόντζο, άνθρωπο με ακατάβλητη δραστηριότητα, με ανέσπερο ενθουσιασμό, με αράγιστη πίστη και με επινοητικότητα ικανή να διασκελίση εμπόδια και εναντιώσεις, η υπόθεση της Δωδώνης είναι όρος ζωής. Νομίζω, πως η δικαιοσύνη επιβάλλει να τον πούμε και τούτον «Δωδωναίο», καθώς είπαμε κάποτε και το Σωτήρη το Δάκαρη, τον αρχαιολόγο. Φρόντζος ο Δωδωναίος. Μέσα στην ψυχή του βρίσκεται ολόκληρη η ψυχή της Ηπείρου. Εμπνευστής και πραγματοποιός, απλώνει και πέρ’ από τη Δωδώνη τη δράση του. Η προκοπή της « Εταιρίας Ηπειρωτικών Μελετών», η δημιουργία του « Άλσους των ποιητών», η ίδρυση του λαμπρού υπαίθριου θεάτρου και του τουριστικού περίπτερου στα Γιάννενα είναι καρποί της ακάματης πρωτοβουλίας του. Όταν τον άκουγα να μιλή, πριν από την « Άλκηστη», στο ακροατήριο, ορθός, καταμεσίς της ορχήστρας του θεάτρου, με μια ευγλωττία που γινόταν λυρικό παραλήρημα, όταν τον έβλεπα, λίγο αργότερα, ανάμεσα στο πλήθος, να διαδηλώνη με ασυγκράτητη διάχυση την ευδαιμονία του, εστοχαζόμουν, πως ο άνθρωπος αυτός, με το έντονο τοπικιστικό πνεύμα, θ’ αποτελούσε ευτύχημα για κάθε τόπο.<br /></b></span><span style="font-family: Open Sans;"><b>Αλλ’ εκείνο, που έχει να προσέξει κανείς στις παραστάσεις της Δωδώνης, δεν είναι μόνο η περίπτωση Φρόντζου. Ή η συγκινητική συμμετοχή, την κάθε χρονιά, του « Οργανισμού του Εθνικού Θεάτρου» με ολόκληρο τον εξοπλισμό του σε έμψυχο υλικό και σε βοηθητικά μέσα, αλλά και η ομόθυμη συμμετοχή του ηπειρωτικού λαού, που νιώθει, σύρριζα στην ψυχή του, τη Δωδώνη δική του και που ανεμπόδιστα αφομοιώνεται με το θέαμα, ξαναβρίσκοντας στη μοίρα της τραγωδίας τη μοίρα του.<br /></b></span><span style="font-family: Open Sans;"><b>Ξεκίνησα Κυριακή πρωΐ από την Κέρκυρα. Και, καθώς περνούσα τους δρόμους της Θεσπρωτίας και της άλλης Ηπείρου, είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω την οπισθοφυλακή του λαού, που συντροφιές συντροφιές κατηφόριζε από τις μακρυνές μοναξιές της, για να γεμίση ασφυχτικά το αρχαίο θέατρο. Δεν ήταν το ποικίλο πλήθος της Επιδαύρου, όπου ο εγχώριος πληθυσμός αποτελεί περιωρισμένο ποσοστό. Δεν έλειπαν, φυσικά, οι ξένοι. Οι αρμόδιοι τους λογάριασαν, με κάποια ίσως υπερβολή, σε τρεις χιλιάδες. Δεν έλειπαν και οι Αθηναίοι ή οι Κερκυραίοι ή οι άλλοι Έλληνες. Ας τους λογαριάσουμε, με κάποια επίσης υπερβολή, σε χίλιους. Ας προσθέσουμε κι άλλους χίλιους αστούς Γιαννιώτες. Απομένουν δέκα πέντε χιλιάδες. Αυτές οι δέκα πέντε χιλιάδες , ήταν ατόφιος λαός. Γιδοβοσκοί, ξωμάχοι, μεροκαματιάρηδες, άνθρωποι της καθημερινής χαμοζωής, της αφώτιστης, της πολύμοχθης. Πολλοί ανάμεσά τους δεν είχαν ίσως παρακολουθήσει, πριν από τη Δωδώνη, θεατρική παράσταση. Απαίδευτοι, σ’ ένα τόπο καθώς η Ήπειρος, που πρόσφερε τόσες προσωπικότητες λαμπρής παιδείας στο έθνος, αγνοούσαν και τη μορφή και το νόημα του κλασσικού θεάτρου. Και να που μέσα σε λίγα χρόνια έμαθαν να καρτερούν τις παραστάσεις της Δωδώνης σαν ένα λαϊκό πανηγύρι, όπου η συμμετοχή τους δεν αποτελεί απλή πράξη αναψυχής, αλλά πραγματική μέθεξη, ολόψυχη και ολόκαρδη. Αυτό είναι το θαυμαστό κατόρθωμα της Δωδώνης. Ξανάφερε το « κοινόν των Ηπειρωτών» στις αρχέγονες ρίζες του. Ξανάφερε και την τραγωδία στην αρχέγονη καταβολή της. Γιατί μέσ’ από τα σπλάχνα του λαού ξεκίνησε και η τραγωδία και μια λαϊκή τελετουργία, υποταγμένη σε πανάρχαια εθιμοταξία, υπήρξε ο διθύραμβος, ο πατέρας του θεάτρου. Το «κοινόν των Ηπειρωτών», στοιβαγμένο στις κερκίδες της Δωδώνης, με την ψυχή ανοιχτή, παραδινόταν στο θέαμα και το άκουσμα και ξεσπούσε σε καίρια σημεία σε θριαμβευτικές ιαχές. Αυτό, το ξέσπασμα εννοώ, μολονότι σύντομο και διακριτικό, μια θερμή επιδοκιμασία, όχι αφορμή πατάγου, οι αρμόδιοι προσπάθησαν να το αποτρέψουν με αυστηρές προειδοποιήσεις. Αλλά γιατί να το αποτρέψουν; Γιατί να φυλακίσουν τη λαϊκή ψυχή μέσα σε μια σιωπηλή ευπρέπεια, που δεν είχε τόπο.<br /><div style="text-align: right;"><b>Ι.Μ.ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ</b></div></b></span><b style="font-family: "Open Sans"; text-align: left;"> <div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><b style="text-align: left;">Δημοσιευμένο στις 23 Αυγούστου 1964. Από το αρχείο του Εθνικού Θεάτρου</b></div></b></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><div style="font-weight: bold;"><br /></div></span></div><div><br /></div>sofiahttp://www.blogger.com/profile/10629903599548963090noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-9136407801630998417.post-64171667743280289522022-08-09T15:20:00.000+03:002022-08-09T15:20:25.881+03:00«Είμαστε αστρόσκονη και κάποια μέρα θα ξαναγυρίσουμε στα άστρα…»<div style="text-align: left;"><b><span style="font-family: Open Sans;"> </span></b><b><span style="font-family: Open Sans;">Το κείμενο - βιβλιοπαρουσίαση δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό <a href="http://www.katiousa.gr/politismos/vivlio/vivlioparousiaseis/eimaste-astroskoni-kai-kapoia-mera-tha-ksanagyrisoume-sta-astra/">Κατιούσα</a> την 1η Απριλίου 2018. Αναδημοσιεύεται στη μνήμη του Διονύση Σιμόπουλου , ο οποίος από τις 7 Αυγούστου 2022 ταξιδεύει ανάμεσα στα άστρα .</span></b></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span><b><span style="font-family: Open Sans;"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://encrypted-tbn0.gstatic.com/images?q=tbn:ANd9GcTtN_mKq_RUgbjRdgBNihCK-Vw5nJFFEjsSYA&usqp=CAU" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="168" data-original-width="300" height="358" src="https://encrypted-tbn0.gstatic.com/images?q=tbn:ANd9GcTtN_mKq_RUgbjRdgBNihCK-Vw5nJFFEjsSYA&usqp=CAU" width="640" /></a></div><br /></span></b></div><div style="text-align: left;"><b><span style="font-family: Open Sans;">Τι όμορφες που είναι οι έναστρες βραδιές!</span><span style="font-family: Open Sans;"><br /></span><span style="font-family: Open Sans;">Πόσες φορές κοιτάζοντας ψηλά τον σπαρμένο με άστρα ουρανό δεν ψάξαμε να εντοπίσουμε τους αστερισμούς, να δούμε τη γαλατένια λωρίδα που απλώνεται κατά μήκος του ουρανού, τον Γαλαξία, δεν αισθανθήκαμε δέος με το μεγαλείο του και δεν αναρωτηθήκαμε για το Σύμπαν και τη θέση μας σ’ αυτό; Και πόσες φορές δεν νιώσαμε τη γαλήνη και τη μαγεία που εκπέμπει το αστρικό φως φέρνοντας στο νου τους στίχους του ποιητή «Nύχτα γεμάτη θάματα, νύχτα σπαρμένη μάγια…».</span><span style="font-family: Open Sans;"><br /></span><span style="font-family: Open Sans;">Τρισεκατομμύρια των τρισεκατομμυρίων τα άστρα που βρίσκονται στο Σύμπαν, στο Γαλαξία μας και στους άλλους Γαλαξίες γειτονικούς και πιο μακρινούς.</span><span style="font-family: Open Sans;"><br /></span><span style="font-family: Open Sans;">Κάποτε ίσως στα παιδικά χρόνια να ονειρευτήκαμε και ένα ταξίδι στα άστρα. Τότε που πιστεύαμε ότι αρκεί να ανέβουμε στην κορυφή ενός βουνού για να μπορέσουμε να τα αγγίξουμε. Ιδέα βέβαια δεν είχαμε από αστροφυσική και αστρονομία και ούτε βέβαια αποκτήσαμε στο σχολείο.</span><span style="font-family: Open Sans;"><br /></span><span style="font-family: Open Sans;">Χρόνια μετά εκλαϊκευμένα βιβλία αυτών των επιστημών κατόρθωσαν να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε περίπλοκους όρους και θεωρίες για το Σύμπαν, τα άστρα, τους πλανήτες και ό,τι αναφερόταν σε αυτά. Βοήθησαν πολύ και οι φωτογραφίες από τα τεράστια τηλεσκόπια που κατορθώνουν να διεισδύουν στις εσχατιές του Σύμπαντος και να διαπερνούν τους Γαλαξίες.</span><span style="font-family: Open Sans;"><br /></span><span style="font-family: Open Sans;">Είναι χάρισμα και μεγάλο ταλέντο να κατορθώνει ένας επιστήμονας όχι απλά να εξηγεί, να μεταδίδει γνώση, αλλά να μαγεύει με το γράψιμό του παρασύροντας τον αναγνώστη σε ένα αστρικό ταξίδι μέσα στο Σύμπαν βοηθώντας τον να το κατανοήσει και να τοποθετήσει τον εαυτό του και γενικά τον άνθρωπο μέσα σε αυτό.</span><span style="font-family: Open Sans;"><br /></span><span style="font-family: Open Sans;">Ένας τέτοιος επιστήμονας είναι ο Διονύσης Σιμόπουλος, αστροφυσικός και για χρόνια διευθυντής στο Ευγενίδειο Πλανητάριο (επίτιμος τώρα) με τεράστια συμβολή στην εκλαΐκευση της αστροφυσικής και της αστρονομίας. Το συγγραφικό του έργο πολύ μεγάλο όχι μόνο σε αυστηρά επιστημονικό επίπεδο αλλά και στη δημιουργία σεναρίων για την κατανόηση του Σύμπαντος.</span><span style="font-family: Open Sans;"><br /></span><span style="font-family: Open Sans;">Το τελευταίο βιβλίο του κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 2017 είναι το «Είμαστε αστρόσκονη. Σύμπαν, μια ιστορία χωρίς τέλος». Βιβλίο μαγευτικό που διαβάζεται ευχάριστα, με μια ανάσα και κατορθώνει να μας πάρει από το χέρι και να μας ταξιδέψει στα αστέρια. Αρχίζοντας με έναν ενδιαφέροντα πρόλογο για το κοσμικό μας νησί, περνάει στα αστρικά γεννητούρια, συνεχίζει με την αστρική εξέλιξη, τις αστρικές καταστροφές, τους ψιθύρους από το Σύμπαν και καταλήγει στη Γη και στον άνθρωπο.</span><span style="font-family: Open Sans;"><br /></span><span style="font-family: Open Sans;">Κοσμικά σύννεφα, διαστημική σκόνη, χημικά στοιχεία, νεφελώματα, πρωτοάστρα και αστρικά σμήνη ορατά και αόρατα, εντυπωσιακοί σχηματισμοί και χρώματα, κόκκινοι, γαλάζιοι γίγαντες και άσπροι νάνοι, λείψανα άστρων και αστρικοί κανίβαλοι.</span><span style="font-family: Open Sans;"><br /></span><span style="font-family: Open Sans;">Παρακολουθούμε έτσι τη γέννηση, το μεγάλωμα και το θάνατο των άστρων και μαθαίνουμε για τη σουπερνόβα και τα λείψανα των γιγάντιων εκρήξεών τους, τα πάλσαρ.</span><span style="font-family: Open Sans;"><br /></span><span style="font-family: Open Sans;">Και από κοντά η βαρύτητα, ο χωροχρόνος και ο Αϊνστάιν με τη θεωρία της Σχετικότητας, η οποία παρουσιάζεται με απλό και κατανοητό τρόπο.</span><span style="font-family: Open Sans;"><br /></span><span style="font-family: Open Sans;">Βαρυτικά κύματα και μαύρες τρύπες μάς κατεβάζουν στις Πύλες της Κόλασης και μετά μάς παίρνουν τα δαιμονικά πουλιά του Σύμπαντος και δεν αργούμε να «δούμε» τα τέρατα των γαλαξιακών κέντρων, δηλαδή τις γιγάντιες μαύρες τρύπες.</span><span style="font-family: Open Sans;"><br /></span><span style="font-family: Open Sans;">Ταξιδεύοντας στον Γαλαξία απαλλαγμένοι από το χώρο και το χρόνο αφήνουμε «πίσω μας τα νεαρά γαλαζόλευκα άστρα – που είναι τα λαμπρότερα και θερμότερα του Γαλαξία – και πλησιάζουμε τις κεντρικές του περιοχές, θα συναντούσαμε μια άλλη γενιά άστρων πολύ παλιότερη από εκείνη των σπειροειδών βραχιόνων. Γιατί καθώς εισχωρούμε βαθιά στο Γαλαξία συναντάμε όλο και λιγότερα νεφελώματα, και τα άστρα που βρίσκουμε είναι κυρίως πορτοκαλί και κόκκινα, σχετικά ψυχρά και προχωρημένης ηλικίας. Έτσι, για να φτάσουμε στο κέντρο του, διασχίζουμε τους σπειροειδείς βραχίονες, ενώ στο διάβα μας βλέπουμε τη συνεχή δημιουργία νέων άστρων. Πιο βαθιά συναντάμε κόκκινους γίγαντες, γαλάζιους γίγαντες, κοινά άστρα σαν τον Ήλιο, διπλά και πολλαπλά άστρα, άσπρους νάνους, άστρα νετρονίων και μαύρες τρύπες, καθώς προχωράμε ακάθεκτοι προς την περιοχή όπου βρίσκεται ο αστερισμός του Τοξότη. Είναι η πιο πλούσια σε αστρικές ομάδες και νεφελώματα περιοχή του Γαλαξία μας. Σ’ αυτό τον αστερισμό, και σε απόσταση 27.000 ετών φωτός από τη Γη, βρίσκεται το κέντρο του Γαλαξία μας, δίπλα σχεδόν σε μια ιδιαίτερη ενεργή πηγή ακτινοβολιών που ονομάζουμε Τοξότη Α*. Μόνο οι εξωτερικές περιοχές του είναι ορατές σ’ εμάς, ενώ το υπόλοιπο μέρος κρύβεται πίσω από τη σκόνη των σπειροειδών βραχιόνων. Παρ’ όλα αυτά, ο γαλαξιακός πυρήνας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αστρικό νεκροταφείο λόγω του ότι, κατά κάποιο τρόπο, τα άστρα «πέφτουν» σιγά σιγά προς αυτόν μέχρι να εγκλωβιστούν μέσα του, όταν θα έχουν πια γεράσει. Μερικοί μάλιστα υποθέτουν ότι ο πυρήνας περιέχει μεγάλο αριθμό από μαύρες τρύπες…»</span><span style="font-family: Open Sans;"><br /></span><span style="font-family: Open Sans;">Από τα «μονοπάτια των άστρων του γαλαξιακού πυρήνα» επιστρέφει στη Γη και στον άνθρωπο «Γιατί, όσο παράξενο και αν σας φανεί, το όνειρο της ανθρωπότητας να φτάσει τα άστρα και να τα ψηλαφίσει με τα ίδια της τα χέρια γίνεται καθημερινά </span></b><span style="font-family: Open Sans;"><b>πραγματικότητα εδώ, πάνω στον δικό μας πλανήτη».</b></span></div><div><br /></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span><b><span style="font-family: Open Sans;"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="http://www.katiousa.gr/wp-content/uploads/2018/03/astroskoni.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="567" data-original-width="397" height="567" src="http://www.katiousa.gr/wp-content/uploads/2018/03/astroskoni.jpg" width="397" /></a></div><div><br /></div><div style="text-align: center;">Διονύσης Π. Σιμόπουλος</div><div style="text-align: center;">Είμαστε αστρόσκονη. Σύμπαν, μια ιστορία χωρίς τέλος</div><div style="text-align: center;">εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2017</div></span></b></div><div style="text-align: center;"><b><span style="font-family: Open Sans;"><br /></span></b></div><div style="text-align: left;"><b><span style="font-family: Open Sans;">Αυτός ο μικρός πλανήτης, η Γη, το μεγάλο άστρο που τη φωτίζει, ο Ήλιος, όσα υπάρχουν πάνω, κάτω και γύρω της, έμψυχα και άψυχα, αλλά και ο ίδιος ο άνθρωπος δημιουργήθηκαν από τα υλικά των άστρων που εκτοξεύτηκαν δισεκατομμύρια χρόνια πριν από κάποια καταστροφική έκρηξη σουπερνόβα.</span><span style="font-family: Open Sans;"><br /></span><span style="font-family: Open Sans;">Οι θάνατοι των άστρων δημιουργούν ύλη, ζωή.</span><span style="font-family: Open Sans;"><br /></span><span style="font-family: Open Sans;">«Χωρίς τις εκρήξεις των σουπερνόβα δεν θα υπήρχαν πλανήτες και δορυφόροι. Χωρίς τις σουπερνόβα δεν θα υπήρχε γη, δεν θα υπήρχαν βράχια και βότσαλα, δεν θα υπήρχαν φυτά και ζώα. Χωρίς τις εκρήξεις των σουπερνόβα δεν θα υπήρχε ο άνθρωπος».</span><span style="font-family: Open Sans;"><br /></span><span style="font-family: Open Sans;">Όλα δημιουργήθηκαν από την αστρόσκονη.</span><span style="font-family: Open Sans;"><br /></span><span style="font-family: Open Sans;">Ο Διονύσης Σιμόπουλος παίρνει τα πράγματα με τη σειρά και παρουσιάζει θεωρητικά μοντέλα, παρατηρήσεις, περιγραφές και επιστημονικά τεκμήρια που επιβεβαιώνουν αυτά που κάποτε ήταν ενδείξεις. Υπάρχουν και άλλα πολλά που χρειάζεται να αποδειχθούν και σε αυτό βοηθούν οι έρευνες και η τεχνολογική εξέλιξη. Και όλα αυτά σε μια εξελικτική πορεία από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, διανθισμένα με ευφάνταστα παραδείγματα και λεξιλόγιο βγαλμένο από τα παραμύθια, ποιητικό πολλές φορές.</span><span style="font-family: Open Sans;"><br /></span><span style="font-family: Open Sans;">Στα αρνητικά της έκδοσης θα μπορούσε να θεωρηθεί η ανυπαρξία εικόνων. Για όλα αυτά τα καταπληκτικά που παρουσιάζει υπάρχουν πολύ όμορφες και εντυπωσιακές φωτογραφίες από τα διάφορα τηλεσκόπια, που σίγουρα θα βοηθούσαν τον αμύητο αναγνώστη να καταλάβει ό,τι ο συγγραφέας παρουσιάζει. Ευτυχώς το ίντερνετ συμπληρώνει αυτή την έλλειψη, γιατί διαβάζοντας για νεφελώματα, αστρικά σμήνη, γαλαξίες, μαύρες τρύπες, πάλσαρ κ.λ.π δεν μπορείς να μη μπεις στον πειρασμό να τα αναζητήσεις. Εκπληκτικές φωτογραφίες!</span><span style="font-family: Open Sans;"><br /></span><span style="font-family: Open Sans;">Η ανάγνωση του βιβλίου όχι μόνο ανοίγει το μυαλό και διευρύνει τους ορίζοντές του απαλλάσσοντάς το από στερεότυπα και μύθους σχετικά με τη δημιουργία του Σύμπαντος και του ανθρώπου, αλλά στέκεται στην αισιόδοξη πλευρά της ανθρώπινης παρουσίας, δράσης και εξέλιξης στη Γη, στη δημιουργική, καθώς και στο θέμα του θανάτου.</span><span style="font-family: Open Sans;"><br /></span><span style="font-family: Open Sans;">«Είμαστε όλοι μας αστρόσκονη, και κάποια μέρα θα ξαναγυρίσουμε στα άστρα. Κάποια μέρα θα υπάρξουν άλλοι κόσμοι, γεμάτοι με άλλα όντα, αστράνθρωποι σαν εμάς, που θα γεννηθούν από τις στάχτες ενός, κάποιου άλλου, πεθαμένου άστρου. Ενός άστρου που σήμερα το λέμε Ήλιο».</span></b></div><div style="text-align: left;"><b><span style="font-family: Open Sans;"><br /></span></b></div><div style="text-align: left;"><br /></div>sofiahttp://www.blogger.com/profile/10629903599548963090noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-9136407801630998417.post-91834084064422494862022-07-20T14:54:00.004+03:002022-07-20T14:54:51.481+03:00Δυνατοί άνεμοι...ακούστε τους!<p> </p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="315" src="https://www.youtube.com/embed/YOP6_ROfi_A" width="560" youtube-src-id="YOP6_ROfi_A"></iframe></div><div><span style="font-family: Roboto;"><b><br /></b></span></div><div><span style="font-family: Roboto;"><b>Ευχαριστώ πολύ την καλή φίλη, τη Μαρία Ι., που το ανακάλυψε και μου το έστειλε.</b></span></div><p></p>sofiahttp://www.blogger.com/profile/10629903599548963090noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-9136407801630998417.post-78281266881529500492022-02-25T10:05:00.001+02:002022-02-25T10:05:50.574+02:00Θα ξημερώσει ένα «πρωί»;<p><br /></p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="315" src="https://www.youtube.com/embed/JhfixrRo79U" width="560" youtube-src-id="JhfixrRo79U"></iframe></div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b>Θα ξημερώσει ένα «πρωί»;</b></span></div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b>Υπάρχει αυτό που λένε «Μέρα»;</b></span></div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b>Θα το 'βλεπα απ' τα βουνά</b></span></div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b>Αν ψήλωνα μες στον αιθέρα;</b></span></div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b>Να ’χει του Νούφαρου τα πόδια;</b></span></div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b>Να ’χει το φτέρωμα Πουλιού;</b></span></div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b>Είν’ από μέρη ξακουσμένα</b></span></div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b>Που δεν τα έχω καν στο νου;</b></span></div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b>Ε συ Σοφέ! Κι εσύ Θαλασσινέ!</b></span></div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b>Πολύμαθε απ' τους Ουρανούς, εσύ!</b></span></div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b>Πείτε σ' έναν Προσκυνητή μικρό</b></span></div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b>Πού πέφτει ο τόπος που τον λεν «πρωί»;</b></span></div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b>Ποίηση: Emily Dickinson</b></span></div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b>Μετάφραση: Ερρίκος Σοφράς</b></span></div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b>Μουσική: Γιάννης Μπαϊρακτάρης</b></span></div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b>Ερμηνεία: Ευτυχία Μητρίτσα</b></span></div><div><br /></div><p></p>sofiahttp://www.blogger.com/profile/10629903599548963090noreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-9136407801630998417.post-78241645257022672142022-02-22T11:54:00.000+02:002022-02-22T11:54:56.770+02:00Από τις αναμνήσεις του ανθυπίατρου Πέτρου Αποστολίδη στη Μικρά Ασία<div style="text-align: left;"> <div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEjLZRkbQsUCNT494tDOAML3b6nY8RZ0_Y2xv9SYhQuOXbLSELzq1vFQwEmfUwog9oFTU0oN8_nxpHWVpQb_trYEgNBDzrw9hvxSkzbaLvgJR0dWxa0Ek_tSS3l1Ha7u38h9ls-vuPeTxJnFA6CM3gxYL0tc9KUZFshXam3pYbLZrSi35NQnjOFtpHlT=s1144" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="1144" data-original-width="877" height="400" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEjLZRkbQsUCNT494tDOAML3b6nY8RZ0_Y2xv9SYhQuOXbLSELzq1vFQwEmfUwog9oFTU0oN8_nxpHWVpQb_trYEgNBDzrw9hvxSkzbaLvgJR0dWxa0Ek_tSS3l1Ha7u38h9ls-vuPeTxJnFA6CM3gxYL0tc9KUZFshXam3pYbLZrSi35NQnjOFtpHlT=w306-h400" width="306" /></a></div><br /><span style="font-family: Open Sans;"><b>Ο <a href="https://izagori.gr/people/biographies/268-%CF%80%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%BF%CF%83-%CE%B1%CF%80%CE%BF%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CE%B4%CE%B7%CF%83-1896-1988.html">Πέτρος Αποστολίδης</a> συμμετείχε ως ανθυπίατρος στη μικρασιατική εκστρατεία και αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους. Το 1981 κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Κέδρος σε ένα δίτομο έργο τα απομνημονεύματά του με τίτλο: «Όσα θυμάμαι» (Α' τόμος: Γκαρνιζόν Ουσιάκ - 1922/23 και Β' τόμος: Η συνέχεια - 1990/1922 και 1923/1969). Το βιβλίο έλαβε το «Α' Βραβείο Φιλίας και Ειρήνης Αμπντί Ιπεχτσί».</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Στην εισαγωγή του Α' τόμου γράφει ανάμεσα στα άλλα:</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i>" Εγώ χωριατόπαιδο από την Καλουτά του Ζαγοριού, μαθητούδι και γυμνασιόπαιδας συνέχεια στα Γιάννενα, έζησα μέχρι την απελευθέρωση του 12 - 13 υπό τουρκική κατοχή.</i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i>Στον ύπνο και στον ξύπνιο μας, όνειρο κι απαντοχή μας ήταν το πότε θα λευτερωθούμε. Καθημερινές σχεδόν κουβέντες μας μέσα κι έξω από το σχολειό ήταν οι δόξες των προγόνων κι η λευτεριά.</i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i>Δεν ήταν ανυπόφερτη σε μας τους αστούς η στυγνή τουρκική καταπίεση και εκμετάλλευση, πάντα με το μπαχτσίσι γίνονταν αρκετά ανεκτή η ζωή, όλο το βάρος έπεφτε στην πλάτη του δύσμοιρου αγρότη, αλλά αισθανόμασταν αφόρητη την αυθαιρεσία και τη βαναυσότητα του Τούρκου υπάλληλου και ζαπτιέ. Περιμέναμε την ώρα και τη στιγμή να ξεκουμπιστούν από πάνω μας. Μισούσαμε και περιφρονούσαμε κάθε τι το τούρκικο.</i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i>Έφτασε καμιά φορά η ευλογημένη ώρα, η Λευτεριά.</i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i>Πήγα φοιτητής της ιατρικής στην Αθήνα. Δεν ονειρευόμουν πλούτη κι αρχοντιές, όνειρο μου ήταν να σπουδάσω καλά και να μπορέσω να προσφέρω κάποια βοήθεια στους πατριώτες μου.</i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i>Κηρύχτηκε ο Α' Παγκόσμιος και μπήκα στο στρατό, πέντε χρόνια συνέχεια υπηρεσία και το τελευταίο αιχμάλωτος στους Τούρκους.</i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i>Λίγος καιρός ας πούμε ειρήνης και ξεσπάει ο Β' Παγκόσμιος, Αλβανία, Κατοχή, Εθνική Αντίσταση, ο Εμφύλιος και η γενική αναστάτωση. Από ιδιοσυγκρασία και εκλογή μου δεν ήμουνα μόνο θεατής, όλον αυτόν τον καιρό, αλλά μπλέχτηκα με τα γεγονότα και πήρα κι εγώ μέρος.</i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i>Είδα πολλά και διδάχτηκα περισσότερα. Βγήκα στο τέλος ζωντανός ευτυχώς χωρίς απώλειες δικών μου ανθρώπων και όχι ταπεινωμένος. Κάθησα κι έγραψα ό,τι θυμόμουν από την πολυτάραχη αυτή ζωή(...)</i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i>Άρχισα από την αιχμαλωσία. Η περιπέτεια αυτή σημάδεψε βαθειά τη ζωή μου, είδα κι έπαθα πολλά - και πολλά Ταμπού που είχα σωριάστηκαν ερείπια. Τίποτε πια δεν ήταν το ίδιο: εγώ, οι άλλοι, οι Τούρκοι, όλα(...)"</i></b></span></div><div style="text-align: left;"><br /></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Από τις αναμνήσεις από την Μικρά Ασία και την περίοδο της αιχμαλωσίας το απόσπασμα που ακολουθεί:</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Το στρατόπεδο Ουσιάκ</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Οι πρώτοι αιχμάλωτοι στο Ουσιάκ ήταν 5 -5.500 χιλιάδες, έφερναν δε κατά διαστήματα και άλλους. Το μεγαλύτερο μέρος το έβαλαν στα συρματοπλέγματα και τους υπόλοιπους σε εγκαταλειμένα σπίτια χριστιανών στα δύο άκρα της πόλης, το βορειοανατολικό και το νοτιοδυτικό. Ο Μπόσιακας κι ο Παπαδόπουλος ανάλαβαν τα σύρματα κι εγώ τις δυό συνοικίες.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Στα σύρματα δεν υπήρχε κανένα κτίριο, ευτυχώς όμως οι δικοί μας φεύγοντας εγκατέλειψαν εκεί σε μιαν άκρη έναν μεγάλο σωρό θολωτούς τσίγγους, απ' αυτούς που φτιάχνουν τα τολ. Αυτοί οι τσίγγοι κυριολεκτικά έσωσαν τους αιχμαλώτους μας.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Εδώ φάνηκε η μεγάλη αξία που έχει το να δίνεται στα παιδιά από το σπίτι τους η πρωτοβουλία και η συνήθεια στη δουλειά. Από την πρώτη στιγμή που τους κλείσαν στα σύρματα, οι πιο εργατικοί και με πρωτοβουλία, άρπαξαν από ένα τσίγγο και έφκιαξαν κάποιο στέγαστρο και έχωσαν το κεφάλι τους, εκείνοι δε που ήταν παιδιά πλούσιων οικογενειών, μαθημένα να τους τα ετοιμάζουν άλλοι, αυτοί έχασαν κυριολεκτικά τα νερά τους. Γι' αυτό τις πρώτες μέρες τους περισσότερους θανάτους τούς είχαμε από τα πλουσιόπαιδα και από κείνους που προέρχονταν από θερμότερες περιοχές, Κρήτη, νησιά και αλλού. </b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Στη συνέχεια συνεννοήθηκαν μεταξύ τους, ένωσαν δυό δυό τσίγγους, τους τοποθέτησαν στη γραμμή και έφκιασαν μακριά τούνελ και μπήκαν όλοι μέσα.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Τρυπωμένοι στα τούνελ αυτά, κουβαριασμένοι πάνω στα τσιουβάλια τους, πέρασαν όλο το χειμώνα, χειμώνα σκληρόν, σε υψόμετρο 800 μέτρα, όπως το Ουσιάκ. Για να μπεις στο τούνελ αυτό έπρεπε να μπεις μπουσιουλώντας, κι αν κανένας γυρίζοντας από την αγγαρία κουβαλούσε μερικά σανιδάκια που έβρισκε στο δρόμο και τα άναβε και για να ζεσταθούν, το τούνελ γέμιζε καπνό και όλοι έκλαιγαν ομαδικά. Τις δυό εισόδους τις έκλειναν με κουρέλια για να μη σχηματίζεται ρεύμα.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Εδώ σαν τρωγλοδύτες έβγαλαν το χειμώνα, οι πολλοί λίγοι που τον έβγαλαν.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEghO368KIdMiceK-TyeqzacPdmINePilLI9B9FWFygs0k8Hm_RasKPAb4LLF0vlzFCJLmLVx1zHn7ibmx4n9CmvBLDCkV36jzqoPOZ74WUobfdkpXvUznxbxX4pEsAllnkd97PbfMLUDPvMU6MBGsHMagLLCQ0J7h6vAFcBK_azrLxF6iGD5v5-l7Pa=s1032" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="743" data-original-width="1032" height="461" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEghO368KIdMiceK-TyeqzacPdmINePilLI9B9FWFygs0k8Hm_RasKPAb4LLF0vlzFCJLmLVx1zHn7ibmx4n9CmvBLDCkV36jzqoPOZ74WUobfdkpXvUznxbxX4pEsAllnkd97PbfMLUDPvMU6MBGsHMagLLCQ0J7h6vAFcBK_azrLxF6iGD5v5-l7Pa=w640-h461" width="640" /></a></div><br /><b><br /></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Ξεκινούσα πρωί πρωί. Τα σπίτια που τους είχαν βάλει, εγκαταλειμένα σπίτια Ελλήνων και Αρμένηδων, ήταν όλα λεηλατημένα, μόνον οι τέσσερες τοίχοι, με σπασμένα τζάμια στα παράθυρα, πολλά δωμάτια χωρίς πόρτες. Τους αρρώστους τούς είχαν συγκεντρώσει οι νοσοκόμοι σε ένα δυό δωμάτια, όλοι κουβαριασμένοι, ξαπλωμένοι στο πάτωμα και κουκουλωμένοι με τα τσιουβάλια τους, γδυτοί από χιτώνια και περισκελίδες και μισοκοιμόντουσαν.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>" Ένας έχει πολύν πυρετό εδώ...", μια φωνή. Βρίσκονταν στην άλλη άκρη του δωματίου και δρασκελίζω τους κουβαριασμένους στο πάτωμα για να τον πλησιάσω. Άκουγες τότε: " Το Χριστό σου, μου πάτησες τη μύτη μου" από δω, " ωχ, το χέρι μου, Την Παναγία σου", από κει.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Παίρνω κατόπιν θέση σε μια γωνιά και περνούν ένας ένας να τους εξετάσω - και ήταν πολλοί, 600 - 700 την ημέρα. Στο πλευρό μου έχω το νοσοκόμο μου να κρατάει στο χέρι του ένα μπουκάλι. Όλους σχεδόν τους θερίζει η διάρροια και τα μόνα φάρμακα που μου διέθεταν ήταν λίγα σκονάκια υπονιτρικό βισμούθιο και λίγο λαύδανο, κι αυτά ήταν λάφυρα από τα δικά μας. Καθώς δεν μ' έπαιρνε ο χρόνος να μετρώ για τον καθένα 14 - 15 σταγόνες λαύδανο, διέλυσα λαύδανο στο κονιάκ - βρέθηκε ευτυχώς κάμποσο στις δικές μας καντίνες -, ώστε να αναλογούν 15 -16 σταγόνες λαύδανο σε κάθε κουταλιά της σούπας και έδινα από μια κουταλιά της σούπας στον καθένα.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Οι τελευταίοι που έρχονταν, για να προκάνουν μη φύγω, ούτε καν μου' λεγαν τι έχουν, στέκονταν μπροστά μου, τέντωναν το σκελετωμένο λαιμό τους, άνοιγαν το στόμα τους κι ο νοσοκόμος μου έρριχνε μια κουταλιά της σούπας κονιάκ με λαύδανο στο στόμα σαν παπάς τη μετάληψη. Είχα μπροστά μου την εικόνα της οσίας Μαρίας της Αυγυπτίας με το σκελετωμένο λαιμό της να μεταλαβαίνει, από μια παλιά βυζαντινή εικόνα στο μοναστήρι μας στο χωριό μου.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Οι ψείρες δισεκατομμύρια. Σήκωνα το πάνω τσιουβάλι για να ακροασθώ την πλάτη του άρρωστου και στο από κάτω τσιουβάλι αυτές μετακινούνταν σαν τα πρόβατα στην πλαγιά του λόφου. Μετά την επίσκεψη, το βράδι που γύριζα στο δωμάτιό μου, τίναζα τα ρούχα μου να διώξω τις ψείρες. Το πρωί που πήγαινα για την επίσκεψη, η κυλόττα μου δεν είχε ψείρες και όταν γύριζα το βράδι ήταν άσπρη. Οι ψείρες είχαν ανεβεί από τις αρβύλες και τις πέτσινες μπότες μου και είχαν καταλάβει την κυλόττα μου.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Γύριζα στο κατάλυμμά μας σωματικά, αλλά περισσότερο ψυχικά εξουθενωμένος. Και αναρωτιόμουν! Μα τι κάνω εγώ εδώ; Γιατρική είναι αυτό που κάνω, ή κοροϊδεύω τους δυστυχισμένους αυτούς;</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Και όμως ήταν γιατρική. Και γρήγορα το αντιλήφτηκα. Από τη γενική συμπεριφορά τους απέναντί μου ένιωθα ότι τους ήμουν απαραίτητος. και μόνο που μ' έβλεπαν μπροστά τους σαν γιατρό τους, έπαιρναν κουράγιο και ελπίδα ότι θα γίνουν καλά και θα γυρίσουν μια μέρα στο σπίτι τους. Η παρουσία μου σαν γιατρού τους, μια συμβουλή, μια καλή κουβέντα, ένα χάδι, ένα " κάντε κουράγιο παιδιά και όπου να' ναι και υπογράφεται ανακωχή και φεύγουμε", ενεργούσε απάνω τους σαν το ισχυρότερο τονωτικό.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Ο μακαρίτης ο Μπόσιακας και μεγαλύτερος στα χρόνια από μένα και τον Παπαδόπουλο ήταν, αλλά και σωματώδης. Τον είχαμε σαν ένα είδος συντονιστή προϊστάμενο και αναλάβαμε, κυρίως εμείς οι δυό, την ιατρική δουλειά του στρατοπέδου. Και κάπως κουρασμένος φαίνονταν, αλλά και σαν μόνιμος αξιωματικός που ήταν, είχε ένα είδος στρατοκρατική νοοτροπία, εφάρμοζε στην αντιμετώπιση των προσερχόμενων αρρώστων μια μέθοδο, πώς να την εκφράσω; στρατοκρατική. Τους μιλούσε σαν διοικητής λόχου, με αυστηρότητα και επιταγή. Μερικούς που εξέτασε μια μέρα, είχαν διάρροια, τους έβαλε, πολύ σωστά, σε δίαιτα μια δυό μέρες και αυτοί δεν ήθελαν να την κρατήσουν - συνηθισμένα αυτά στο στρατό. Και τους λέει: " Μη την κρατάτε, αλλά εσείς θα πεθάνατε, δεν θα πεθάνω εγώ". Λοιπόν, τόσο άσχημα τούς χτύπησαν αυτά τα χωρίς κακία λόγια - συμβολή, που τους διέθεσαν εχθρικά απέναντί του. Μετά το θάνατό του άκουσα να μιλούν μερικοί μεταξύ τους και να λεν, με ένα είδος ειρωνείας: " σε μας έλεγε θα πεθάνουμε, κι αυτός πέθανε πριν από μας."</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Στην κατάσταση που βρισκόμαστε τότε εκεί, ούτε φάρμακα - δεν υπήρχαν άλλωστε - ούτε καμιά άλλη ιατρική φροντίδα έπαιζαν κανένα σπουδαίο ρόλο. Εκείνο που ζύγιζε πιο πολύ ήταν η ψυχοθεραπεία, ο καλός ο λόγος, ένα χάδι και η ενίσχυση της ελπίδας ότι όπου να' ναι και φεύγουμε. Το είχα νιώσει βαθιά αυτό...</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEhMXxsz9cP5lllVStA4WKzQjj9Fr8nfmEz5jUQKTUPYYGVwRCo2uMnSy05kGSm3y9QZhWq-MyOBo1RAamOSqTsUeqGzRwPPVlvN3bNvEwSdyaWj_2bFtzBIcldjLY0K6xW2ZCC14XaLcbCWoUJ36HKdjM2XZ5JZySSi1Wn4muhdsmZwc_WlT1eY_vHJ=s1607" imageanchor="1" style="clear: left; float: left; margin-bottom: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="1607" data-original-width="1098" height="320" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEhMXxsz9cP5lllVStA4WKzQjj9Fr8nfmEz5jUQKTUPYYGVwRCo2uMnSy05kGSm3y9QZhWq-MyOBo1RAamOSqTsUeqGzRwPPVlvN3bNvEwSdyaWj_2bFtzBIcldjLY0K6xW2ZCC14XaLcbCWoUJ36HKdjM2XZ5JZySSi1Wn4muhdsmZwc_WlT1eY_vHJ=s320" width="219" /></a></div><br />Πέτρος Αποστολίδης, Όσα θυμάμαι. 1900 -1969. Α' Γκαρνιζόν Ουσιάκ 1922 -1923, Κέδρος , Αθήνα 1981</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Οι φωτογραφίες από το βιβλίο</b></span></div><div style="text-align: left;"><br /></div>sofiahttp://www.blogger.com/profile/10629903599548963090noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-9136407801630998417.post-88726566050595183892022-02-13T12:41:00.002+02:002022-02-13T12:41:19.350+02:00Τσεκριέ<div style="text-align: center;"><b style="font-family: "Open Sans";"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/d/da/Ermoscharge.JPG/800px-Ermoscharge.JPG" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="627" data-original-width="800" height="502" src="https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/d/da/Ermoscharge.JPG/800px-Ermoscharge.JPG" width="640" /></a></div></b></div><div style="text-align: right;"><b style="font-family: "Open Sans";"><i>Οι Λαοί, οι Λαοί,</i></b></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i>φέρνουμε θάνατο στους Λαούς,</i></b></span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i>Οι στρατιές, οι στρατιές,</i></b></span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i>του Μεγάλου Τζένκις - Χαν.</i></b></span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i>( Παλιό Μογγολικό τραγούδι)</i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Είναι το όμορφο προάστειο της Προύσας, με τις θερμοπηγές. Τα μεγάλα ξενοδοχεία της λουτρόπολης είναι τώρα νοσοκομεία, για να στεγάσουνε τις χιλιάδες των λαβωμένων της μάχης της Άγκυρας. Όλα τα ξενοδοχεία - νοσοκομεία είναι χτισμένα στην άκρη του γκρεμού και μέσα από τα παράθυρά τους βλέπεις τον πλούσιο κάμπο και την πρωτεύουσα της Βιθυνίας, σκαρφαλωμένη στα ριζά του Μύσιου Όλυμπου.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Ανάμεσα στα σπίτια της πόλης στηλώνουνται τα παλιά τεμένη με τους διπλούς μιναρέδες. Το Γεσλί Τζαμί, το μεγάλο τζαμί του Σουλτάν Μπαγιαζίτ, οι τάφοι του Σουλτάν Οσμάν και του Ορχάν.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Στην άλλη άκρη της πολιτείας, σαν περιφρονημένος παρίας, είναι η Χριστιανική συνοικία κι' η Μητρόπολη.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Αυτή την Τούρκικη Προύσα θέλησαν να λευτερώσουνε ο Γυιός του Ψηλορείτη κι' αργότερα ο Κόμης Αχαρνών.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Μα αυτοί οι δυό τρανοί, πεθάνανε αναπαυτικά πάνω στα κρεββάτια τους, όταν χτύπησε η ασημένια καμπάνα που τους καλούσε για το μεγάλο τους ταξίδι.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Πάνω , όμως, στο Τιρνακσίζ Τεπέ του Σαγγάριου, ο Μ.Α. αντίκρυσεν αφάνταστα κι' απίστευτα πράγματα. Στην πλαγιά του Τεπέ, προς το μεγάλο ποτάμι, κοίτουνται δυό 20χρονοι άντρες, που η ξιφολόγχη του μιανού είναι μπηγμένη μέσα στα στήθεια του άλλου. Τα κοκκαλιασμένα τους χέρια ακόμα κρατάνε σφιχτά το Γαλλικό όπλο και το μάουζερ.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Η μια ξιφολόγχη είναι Γαλλικής κατασκευής κι' η άλλη είναι προϊόν των εργοστασίων του Κρουπ, πριονωτή από το πίσω μέρος και κοφτερή από το μπροστινό. Όταν τραβήξεις αυτή την ξιφολόγχη πίσω, σέρνεις μαζύ της σάρκες και κόκκαλα.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Στα βάλτα, κοντά στο ποτάμι, κοίτεται ένας άμορφος πολτός που βρωμοκοπά. Είναι τρία μεγαλόσωμα άλογα πυροβολικού και τρεις πυροβολητές. Έτσι που περνούσαν βιαστικά πλάι στη μακάβρια μάζα, ο Μ.Α. παρατήρησε το κομμένο κεφάλι ενός πυροβολητή να κοίτεται ανάμεσα στη ξαντερισμένη κοιλιά τ' αλόγου του. Τρία μέτρα παραπέρα, ακρωτηριασμένα, κοίτουνταν σταυρωτά ένα ανθρώπινο χέρι κι' ένα μπροστινό πόδι αλόγου. Το χέρι είχε ένα ασημένιο δαχτυλίδι πάνω σ' ένα δάχτυλο και το πόδι ένα γυαλιστερό, καινούργιο πέταλο.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Κι' ύστερα, λένε πως το πέταλο φέρνει γούρι και καλοτυχιά! Και το ζωγραφίζουνε με φανταχετρά χρώματα πάνω στις πρωτοχρονιάτικες κάρτες! Το ασημένιο δαχτυλίδι ίσως να ήτανε η βέρα του γάμου του ανώνυμου νεκρού.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Όρσε!! Πολιτισμέ του εικοστού αιώνα!!</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Στο Μεραρχιακό χειρουργείο, πλάι στο θολό ποτάμι κοίτουνται κατοσταριές νεκρά κορμιά παλληκαριών. Το συνεργείο ταφής δεν προφταίνει να θάβει τα νεκρά κουφάρια. Μέσα στο χειρουργείο ο Μ.Α. βλέπει ξαπλωμένο ένα παιδί του λόχου τους, που φαίνεται πως χτύπησε ύστερ' απ' αυτόν. Όταν τον πέρνανε πίσω, αυτός ο σύντροφός του ήταν γερός και έρριχνε θεριστική βολή με τ' οπλοπολυβόλο του μέσα στη νύχτα της κόλασης, πάνω στον Μέλανα Λόφο, μπροστά στο Πολατλή. Είναι βαρειά λαβωμένος στην κοιλιά. Πλάι στο φορείο του στέκεται ο μικρός τρίποδας του φυσιολογικού ορρού. Το παλληκάρι παραμιλά πάνω στην επιθανάτια πάλη του. Κατάγεται από την περιοχή της Φλώρινας. Είναι Σλαυόφωνος.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Ο Μ.Α. γονατίζει πλάι του και φωνάζει τ' όνομά του:</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>" Δαμιανέ!!"</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Ο ετοιμοθάνατος σουφρώνει για μια στιγμή τα φρύδια του, σαν να θέλει να συγκεντρωθεί. Μα απότομα, ο Μ.Α., βλέπει την ωχράδα του θανάτου να τρέχει πάνω στο πρόσωπό του, κι' η όψη του να πέρνει τη γαλήνια έκφραση του λυτρωμού.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Σκύβει και τον φιλά στο μέτωπο και του κλείνει με σταθερά δάχτυλα τα γκρίζα μάτια του. Του σταυρώνει τα χέρια και του σιάχνει τα μουσκεμένα από τον ιδρώτα της αγωνίας μαλλιά του:</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>" Έχε γεια, για πάντα, Δαμιανέ", μουρμουρίζει αδάκρυτος ο Μ.Α.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Στο χειρουργείο γνωρίστηκε τυχαία μ' ένα συνομίληκό του τραυματία. Κι' οι δυό τους ήταν ελαφρά τραυματισμένοι, ο ένας στο κεφάλι κι' ο άλλος στο μηρί, στα ψαχνά. Ο καινούργιος του φίλος, που τον έφερε κοντά του η μπόρα του πολέμου, ήταν του πυροβολικού. Καταγώτανε από τ' Αμπέλια της Χαλκίδας. Τ' όνομά του , Ορέστης Γράντζης.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Φύγανε μαζύ, με το ίδιο αυτοκίνητο για τον σιδηροδρομικό σταθμό του Σαρή Γκιόλ. Άμα φτάσανε στο σταθμό, τρίβανε κι' οι δυό τα μάτια τους: Στοίβες ολόκληρες οι κονσέρβες, τάπιες τα τσουβάλια η γαλέτα κι' απίστευτο αν δεν τώβλεπε κανείς με τα μάτια του...ένας πελώριος σωρός κουραμάνα, από χιλιάδες καρβέλια.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Κι' οι δυό τους ήταν θεονήστικοι. Για μέρες τώρα, μασούσανε στάρι που το μάζευαν μέσ' από τ' αλώνια πάνω στη γραμμή μάχης, μπροστά στο Πολατλή. Με χίλια βάσανα ο σιτιστής τους ο Χρίστος τούς έφερνε δυό καζάνια βρασμένο πλιγούρι με κρέας και 4 βαρέλια νερό, φορτωμένα στα μουλάρια, τη νύχτα. </b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>" Εδώ έχει μπόλικη μάσα", λέει ο Ορέστης στον Μ.Α., άμα αντίκρυσε την τάπια με τις κουραμάνες.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Ο Μ.Α., με τραχειά φωνή, λέει τούρκικα, κι' ύστερα εξηγεί στον φίλο του από την Εύβοια, την Τούρκικη παροιμία:</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>" Ω! ουρανέ, μήτε αμπάς απόμεινε μήτε γελέκο. Γιατί άλλους ταΐζεις με γλυκά καρπούζια κι' άλλους πικρά ξυλάγγουρα;".</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Πηδάνε σβέλτα κι' οι δυό τους από τ' αυτοκίνητο.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>" Ωχ!", ξεφωνίζει ο Ορέστης. " Ξέχασα πως έχω το μηρί μου πληγωμένο. Μα πεινώ. Νομίζω πως μπορώ να καταπιώ όλη τούτη την στοίβα τα καρβέλια".</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Πλησιάζουνε έναν ένοπλο σκοπό:</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>"Συνάδελφε", του λένε ντροπαλά σαν ζητιάνοι. " Πεινάμε. Κει πάνω βράζαμε στάρι και τρώγαμε. Δώσε μας λίγο ψωμί. Κει πάνω βράζαμε και τρώγαμε τα κόλλυβά μας ζωντανοί ακόμα".</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Ο σκοπός, μ' ένα κόμπο στο λαρύγγι, τους λέει:</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>" Πάρτε ό,τι θέλετε κι' όσα θέλετε. Κουραμάνες, κονσέρβες, γαλέτα. Η Στρατιά υποχωρεί από το Καλέ Γκρόττο. Όλα τούτα θα τα περιχύσουμε βενζίνα και θα τα βάλουμε μπουρλότο, άμα οι δικοί μας περάσουν το ποτάμι. Βλέπετε κείνη τη στοίβα; Είναι κάσες βενζίνας για το μπουρλότο, πρόχειρες".</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Ήταν κοντά μεσάνυχτα άμα φτάσανε στο Εσκή Σεχίρ, μέσα σ' ένα ανοιχτό, φορτηγό βαγόνι. Το πόδι του Ορέστη τού πονούσε πολύ και το κεφάλι του Μ.Α. το σούβλιζαν οδυνηρές μαχαιριές. Το τραίνο μπήκε στο σταθμό. Σιδηροδρομικοί δικοί τους, με στρατιωτικά ρούχα, κρατάνε κλεφτοφάναρα και φωνάζουν οδηγίες ο ένας στον άλλον, μέσα στη νύχτα.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>" Τίνας χώρους αφίγμεθ' ή τίνων ανδρών πόλιν;", καλαμπουρίζει ο Ορέστης, ρωτώντας ένα σιδηροδρομικό.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>" Η δε πόλις Φρυγίς, Δορύλαιον τούνομα, γυιέ μου Οιδίποδα", κακανίζει ο σιδηροδρομικός. Ήταν ο Σταθμάρχης.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>" Κι' εμείς ερχόμαστε από το Γόρδιον", φωνάζει ο Μ.Α. γελώντας.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>" Ναι, μα δεν μπορέσατε να λύσετε τον Γόρδιον δεσμό".</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>" Αμ, αφού δεν μπόρεσε να τον λύσει μήτ' ο Μεγ' Αλέξανδρος", φωνάζει ένας άλλος τραυματίας.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>" Ναι, μα τον έκοψε με τη σπάθα του", αποσώνει ο σταθμάρχης με γέλιο στη φωνή του.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>" Άμα σ' βαστά ισένα, κυρ - σταθμάρχι', πάρι μια γιαταγάνα σαν του μπόγι σ' κι πάνι να τουν κόψεις ισύ", φωνάζει ένας άλλος λαβωμένος από το άλλο βαγόνι.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>" Εσύ είσαι, Στράτη;", φωνάζει ξαφνιασμένος ο Μ.Α.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Η φωνή ήταν του Στράτη του Σπαρά, από το Μαραθόκαμπο της Σάμου, τρομπλονιστή του λόχου τους.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>" Βρε, ψ'χούλα μ', είσι ζωντανός στ' αλήθεια, κριάς κι κόκκαλα, για του φάντασμα σ'; Ιγώ έμαθα πους η σφαίρα σ' σκόρπισ' τα μυαλά".</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>" Ήταν ακριβώς μεσάνυχτα, Στράτη, κι' έτσι η σφαίρα, δεν μπορούσε να δει καλά. με χτύπησε ξώπετσα".</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>" Βρε αδιρφέλι μ' οι σφαίρες βλέπ' ν κι τ' νύχτα κι τ' μέρα, άμα πιρνούν απού κουντά σ' κι σφυρίζ'ν σαν όχεντρις".</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Μένουνε μια βραδυά στο Εσκή Σεχίρ, τους αλλάζουνε τους επιδέσμους τους, κι' οι ελαφρά τραυματίες μπαίνουνε μέσα σε φορτηγά βαγόνια, την άλλη μέρα το πρωί για το Καρά Κιόι. Αριστερά από τη σιδηροδρομική γραμμή , στην πλαγιά ενός λόφου, χιλιάδες πρόβατα κι' αγκυρανά κατσίκια, πηγαίνανε σιγά - σιγά προς το Καρά Κιόι και την Προύσα. Ήταν τα ΛΑΦΥΡΑ!!</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Πήγανε κι' αφίσανε άθαφτα τα Ελληνικά νηάτα, νεκρά, πάνω στα οροπέδια της Ανατολίας, και γι' αντάλλαγμα των νεκρών, κουβαλούσανε ζωντανά πρόβατα κι' αγκυρανά κατσίκια!</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Μέσ' από το βαγόνι, ο Μ.Α. δείχνει στον Ορέστη την Κοβαλίτσα, το Ακ Μπουνάρ και την καμμένη μεγάλη κωμόπολη του Μποζ Εγιούκ, που την πυρπόλησαν υποχωρώντας τον περασμένο Μάρτη.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Ως τα σήμερα ακόμα, θυμάται ο Μ.Α. την πυρπόληση του Μποζ Εγιούκ. Ήταν νύχτα όταν εγκαταλείψανε την Κοβαλίτσα και, κακήν - κακώς, υποχωρούσανε για την Προύσα. Στη μέση της πυρκαϊάς, στεκότανε η μαύρη σιλουέττα του μεγάλου τζαμιού με τον ψηλό μιναρέ. Ένας διαβολικός ήχος ακουότανε, έτσι που οι φλόγες της καταστροφής καταπίνανε αχόρταγες τα χτίρια. Τότες θυμήθηκε την πυρπόληση της Ρώμης και τον Νέρωνα.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>" Ποιος ήτανε ο Νέρωνας του Μποζ Εγιούκ;"</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>" Εσύ, αθώο μου περιστεράκι", άκουσε να του φωνάζει μέσα του μια τραχειά φωνή, γεμάτη σαρκασμό.</b></span></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">Κι' έτσι, ο Ορέστης από την Εύβοια κι' ο Μ.Α. από το νησί της Εκάτης, φτάσανε στην Προύσα και στο νοσοκομείο του Τσεκριέ. Κι' οι δυό τους κοιμούνται πλάι - πλάι μέσα στο μεγάλο δωμάτιο, κατάχαμα. Έχουνε μπόλικες κουβέρτες, μα το κορμί τους κι' οι κουβέρτες είναι γεμάτες ψείρα. Ο άνθρωπος όμως είναι ένα ζώο υπομονετικό, πιο υπομονετικό κι' από τον γάιδαρο. Μπορεί να συνηθίσει και στην ψείρα. Και τι ψείρα! Άσπρη, μεγάλη, παχειά και στρουμπουλή σαν το κουκουνάρι! Αν η Ελλάδα την έστελνε σε διεθνείς ζωοτεχνικές εκθέσεις, θα έπερνε σίγουρα το πρώτο "χρυσούν μετάλλιον".</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">Αν πάλι, η Ελλάδα είχε σήμερα όλη την ψείρα της Στρατιάς Μικρασίας στην υποχώρησή της από την Άγκυρα, και την πουλούσε στα μικροβιολογικά εργαστήρια των " Πεπολιτισμένων Χωρών" για πειράματα του μικροβιολογικού πολέμου του μέλλοντος, θα μπορούσε από τα λεφτά που θάπερνε να ξοφλήσει όλα τα ξένα δάνειά της τοις μετρητοίς, και να γλυτώσει μια για πάντα απ' όλους τους Σάυλωκς.</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";"><br /></b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">" Κοιμάσαι, Ορέστη;"</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">" Όχι, σκέφτομαι".</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">" Τι σκέφτεσαι;"</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">" Τους συντρόφους μου που φύγανε για πάντα. Μια μεγάλη οβίδα SCODA κομμάτιασε το πεδινό πυροβόλο μας, μέσα στα βάλτα, κοντά στο Τιρναξίζ Τεπέ. Τρία άλογα και τρεις σύντροφοί μου κομματιάστηκαν. Ο ένας τους ήταν αδερφικός μου φίλος. Το πρωί, την ίδια μέρα που σκοτώθηκε, το αεροπλάνο μάς έρριξε τον σάκκο του ταχυδρομείου. Είχε γράμμα από τη γυναίκα του στο Γύθειο, πως γέννησε ένα χαριτωμένο αγοράκι".</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">" Φορούσε δαχτυλίδι ο φίλος σου, Ορέστη;"</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">" Ναι, μια ασημένια βέρα του γάμου του".</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">" Μην κλαις, Ορέστη. Κι' εγώ πάνω στην Κοβαλίτσα, τον περασμένο Μάρτη, έχασα πάνω από εκατό συντρόφους μου. Μια μονάχα οβίδα βαρέως από το Ινονού, σκότωσε 21 συντρόφους μου. Τους μετρήσαμε προσεχτικά. Ήταν ακριβώς 21. Τον Χάρη τον Κίτσιο από τα Χάσια, τον γνωρίσαμε από τ' ασημένιο δαχτυλίδι που φορούσε. Το κεφάλι κι' ο λαιμός του λείπανε..."</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">Ξαπλωμένοι μέσα στις ψειριασμένες κουβέρτες, σ' ένα πρώην ξενοδοχείο πολυτελείας του Τσεκριέ της Προύσας, δυο παλληκάρια 21 χρονών, κλαίνε σιγανά, για να μη ξυπνήσουνε τους άλλους λαβωμένους συντρόφους τους που κοιμούνται.</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">Κλαίνε για τους συντρόφους τους, που δεν θα τους ξαναδούνε οι δικοί τους.</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";"><br /></b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">Πλάι στο ξενοδοχείο - νοσοκομείο του Τσεκριέ είναι ένα μεγάλο αρχαίο τζαμί με διπλόν μιναρέ. Ο Ορέστης κι' ο Μ.Α. κολυμπάνε στη μαρμαρένια δεξαμενή του ξενοδοχείου με το ζεστό νερό της θερμοπηγής. Ντύνουνται, πέρνουν το συσσίτιό τους και πάνε στον αυλόγυρο του τζαμιού. Το τζαμί είναι χτισμένο πάνω στον γκρεμνό. Ένα δυνατό, χοντρό, λίγο πλαγιαστό ντουβάρι, χτισμένο στην απόκρημνη πλαγιά, ανεβαίνει ως την αυλή του τζαμιού και κλείνει τον αυλόγυρο από το μέρος του κάμπου. Το ντουβάρι έτσι που τελειώνει, σχηματίζει μια χαμηλή πεζούλα στον αυλόγυρο.</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">Οι δυό σύντροφοι πάνε και κάθουνται στην πεζούλα. Ο καθένας ανοίγει στον άλλο αβίαστα το βιβλίο της ιστορίας του, μ' εμπιστοσύνη και μ' απλότητα:</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">Ο Ορέστης έχει ένα καλό κορίτσι που τον περιμένει στην Χαλκίδα της Εύβοιας. Εκείνη πήγαινε στο Παρθεναγωγείο και κείνος στο Γυμνάσιο όταν πρωτογνωρίστηκαν. Εκείνη σπούδαζε φιλολογία και κείνος δασοκομία. Του άρεζαν τα δέντρα και τα δάση και τα ρουμάνια:</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">" Εδώ, η Μικρασία σας, έχει τα πιο όμορφα δάση που αντίκρυσα στη ζωή μου. Τα δάη του Μύσιου Όλυμπου είναι υπέροχα. Από τούτη την πλαγιά της Προύσας, βορεινή βλάστηση. Από το μέρος της Κιουτάχιας, παρθένα δάση θεόρατων πεύκων. Όταν φτάσαμε στο Εσκή Σεχίρ, έγραψα στην Έλλη και την ρωτούσα, αν θα της άρεζε άμα απολυθώ και παντρευτούμε να έρθουμε να μείνουμε για πάντα στην Προύσα. Τα άρεσα πολύ τούτα τα μέρη. Η ζωή μου ολόκληρη έχει κολλήσει πάνω τους."</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";"><br /></b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">....................................................................................................................................................</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";"><br /></b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">Ο Μ.Α. άνοιξε και κείνος το βιβλίο των παραμυθιών της ζωής του. Τον θάνατο του πατέρα του, την προσφυγιά, το σβύσιμο των ονείρων του να γίνει εμποροπλοίαρχος σε καράβια γραμμής εξωτερικού, να δει όλον τον μεγάλο κόσμο. Στο τέλος τού μίλησε για τον ορκισμένο αδερφό του από τα βουνά του Πίνδασου.</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">" Τον ξαναντάμωσες ποτέ σου τον Σουλεϊμάν;" ρωτά ο Ορέστης συγκινημένος.</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">Ο Μ.Α. για λίγο διστάζει. Κυττά τον σύντροφό του κατάματα. Εκεί μέσα στα μάτια του καινούργιου φίλου του, είδε την άσπρη ψυχή του, σαν μια μεγάλη πέτρα, πεταμένη με πολύχρωμα φύκια, εκεί που ψάρευε λιθρίνια στη Σκάλα του Κεμέρ.</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">" Ναι, ανταμώσαμε κρυφά μέσα στο ρουμάνι πάνω από το Τζουμαλή Κιζίκ, έξω από την Προύσα, πριν λίγους μήνες. Ήρθε κρυφά μέσ' από τα βουνά επίτηδες να μ' εύρει".</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";"><br /></b></div><div style="text-align: center;"><b style="font-family: "Open Sans";">* * *</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">" Ογλούμ, γυιέ μου!"</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">Δυό αδύνατα χέρια γέρικα τον αγκαλιάζουνε από πίσω. Ο Μ.Α. σηκώνει το κεφάλι του και πετιέται ολόρθος.</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">" Μπουμπά!! Τι γίνεσαι;"</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">Ένας γέρος Χότζας αγκαλιάζει ένα αλλόπιστο παλληκάρι, ντυμένο στα μπλε, μάλλινα, ρούχα του νοσοκομείου στο Τσερκριέ. Κι' οι δυό τους φορούνε σαρίκι, ο γέρος γύρω στο κόκκινο φέσι του, κι' ο νηός το σαρίκι του άσπρου επίδεσμου γύρω στο λαβωμένο κεφάλι του.</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">" Χτύπησες βαρειά, γυιέ μου;" ρωτά ο γέρος ανήσυχα.</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">" Όχι, ελαφριά. Λαβώθηκα κει πάνω στο Σακάρια. Πώς βρέθηκες εδώ μπουμπά;"</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">" Μουατζίρ ( πρόσφυγας). Τα χωριά μας, όλα τα Κιζικλάρ, τα κάψανε οι δικοί σας", λέει ο γέρος πονεμένα, μα ήρεμα. " Τώρα μένω στην Προύσα".</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">Ένας άλλος Χότζας, κοντόχρονος, με καλοκάγαθη έκφραση, παρακολουθεί τη σκηνή. Ο Ορέστης παρακολουθεί και κείνος με συγκίνηση την απρόοπτη αυτή συνάντηση του φίλου του με το Χότζα.</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">" Είναι ο Χότζας που μούλεγες;"</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">" Ναι, αυτός είναι Ορέστη".</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">"Πατέρα, ο σύντροφός μου μού είπε πως φωνάζεις γλυκά κι' όμορφα την προσευχή σου πάνω από τον μιναρέ. Πόσο θάθελα να σ' άκουα!" λέει ο Ορέστης.</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">Ο Μ.Α. εξηγεί στον λιπόσαρκο Χότζα την παράκληση του φίλου του.</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">" Σήμερα είναι η σειρά του συντρόφου μου", λέει ο Χότζας του Τζουμαλή Κιζίκ, δείχνοντας τον κοντόχοντρο ιερωμένο που πλυνότανε στο μαρμαρένιο συντριβάνι.</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">Ο άλλος Χότζας, που παρακολουθούσε την κουβέντα τους, του φωνάζει:</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">" Κάνε το χατίρι των παιδιών και πες την εσύ την προσευχή".</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">Ο Χότζας του Τζουμαλή Κιζίκ πλένεται στο συντριβάνι κι' ανεβαίνει στον ψηλό μιναρέ. Η φωνή του ξεχύνεται πάνω από την πλαγιά του Τσεκριέ. Δεν ήτανε όμως η παλιά φωνή, γεμάτη πίστη στον Αλλάχ και στους ανθρώπους. Ήτανε μια κραυγή απελπισιάς κι' απόγνωσης, το τραχύ ξεφωνητό ενός ανθρώπου, που έχασε πια την ακλόνητη πίστη του για το θεό και για τον άνθρωπο.</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";"><br /></b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">Άμα κατέβηκε από τον μιναρέ, τους προσκάλεσε και τους δυό στο προσφυγικό καλύβι του. Τους έψησε καφέ και κουβεντιάζανε. Ο Μ.Α. εξηγούσε στον Ορέστη τι έλεγε Τούρκικα.</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">" Έμαθες τίποτα για τον αδερφό σου τον Σουλεϊμάν;"</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">" Όχι, μπουμπά".</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">" Ο Σουλεϊμάν χτύπησε βαρειά πάνω στο Καρά Μπουγιού Νταγ, μα γίνηκε ολότελα καλά. Είχα στείλει μήνυμα στον πατέρα του στο Πελήτ Κιόι , ζητώντας νέα του. Ο πατέρας του μ' απάντησε αν τύχει και σε ξανανταμώσω, να σου δώσω τα χαιρετίσματά του και να σου πω πως πρέπει να κρατήσετε τον όρκο σας ως το τέλος κι' οι δυό σας".</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">Σε λίγο οι δυό τραυματίες σηκώθηκαν να φύγουνε για το νοσοκομείο. Ο Μ.Α. πήρε το χέρι του γέρου ανάμεσα στα δυό του χέρια και το φίλησε. Ο γέρος τον αγκάλιασε και τον φίλησε στο κεφάλι.</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">" Ο Αλλάχ μαζύ σας, παιδιά μου".</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";"><br /></b></div><div style="text-align: center;"><b style="font-family: "Open Sans";">* * *</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">Οι δυό τραυματίες κάθουνται πάνω στην πεζούλα του αυλόγυρου του τζαμιού και κουβεντιάζουν. Κι' άλλοι τραυματίες παραπέρα, παρέες - παρέες , κάθουνται και μιλούν και γελάνε ή στε΄κουνται βουβοί, για ώρα, κυττώντας στον κάμπο. Είναι απομεσήμερο.</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">" Ο Μεγαλειότατός μας έστειλε το διάγγελμά του στον στρατό. Ξέρετε, παιδιά, πώς τελειώνει το Βασιλικό Διάγγελμα; " Μολών λαβέ". Μα ο Λεωνίδας προσπάθησε, μαζύ με τους τριακόσιους του, και νεκρός ακόμα, να βουλώσει την κλεισούρα στις Θερμοπύλες, με το κουφάρι του και με τα νεκρά κορμιά των παλληκαριών του. Ενώ τούτος;"</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">Ο ομιλητής μιλά χαμηλόφωνα στην παρέα του. Φαίνεται πως είναι αντιβασιλικός, ή το λάβωμα του κι' ο όλεθρος π' αντίκρυσε κει πάνω στην Άγκυρα τον κάνανε αντιδυναστειακό. Μιλά με πίκα και μίσος.</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">" Μίλα σιγότερα, Μήτρο, γιατί θα βρεις τον μπελά σου. Κύττα κείνα τα δυό αυγοτάραχα που πάνε πάντα μαζύ! Πρόσεχε άμα μιλάς πολιτικά".</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">" Ποιους; Εκείνους κει στην πεζούλα; Μωρέ, είναι χρυσά μωρά κι' οι δυό τους. Προψές τη νύχτα, μιλούσαν σιγανά για τους σκοτωμένους συντρόφους τους και στο τέλος κλαίανε σαν παιδιά κι' οι δυό τους. Κοιμάμαι κοντά τους, μέσα στον ίδιο θάλαμο. Ο ένας είναι από την Εύβοια κι' ο άλλος είναι Μικρασιάτης. Ανθρώποι που κλαίνε τη νύχτα για τους χαμένους συντρόφους τους, δεν μπορεί νάναι Βασιλικοί. Ορέστη, Μ.Α., ελάτε στην παρέα μας".</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">Οι δυό φίλοι πάνε στην παρέα του "μολών λαβέ". Έτσι η παρέα από έξη, γίνουνται οχτώ.</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">" Ο Βασιλιάς έδωκε ρητή διαταγή, όλοι οι τραυματίες να μην ξαναπάνε στο μέτωπο, παρά να τοποθετηθούν σε μετόπισθεν υπηρεσίες".</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">" Μ' αυτά μάς ξεγελάνε. Έμαθα πως ο Βασιλιάς πήγε να δει τους βαρειά πληγωμένους στα νοσοκομεία της Προύσας κι' έκλαιε σαν μωρό".</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">" Εγώ γεννήθηκα στο Ασουάν, στην Άνω Αίγυπτο, κι' έχω δει κροκόδειλους με τα μάτια μου. Οι κερατάδες, τη νύχτα κλαίνε σαν μωρά, για να ξεγελάσουν κι' ανθρώπους και ζούδια να πέσουν στα νύχια τους. Λένε πως βγάζουνε και δάκρυα από τα μάτια τους. Μα εγώ δεν τα είδα , γιατί φοβόμουνα να πάω κοντά τους. Κι' ο δικός μας κροκόδειλος, πρώτα μάς έσυρε στο μακελειό, ύστερα μάς έκλαψε ζωντανούς και πεθαμένους, πέταξε την ασπρογάλαζη ρουκέτα του "μολών λαβέ" και γεια σας - χαίρετε για το Τατόι, να κυνηγήσει ελάφια, άμα μπει ο χειμώνας".</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">" Μ' αυτά μάς ξεγελάνε πάντα. Κι' ο βασιλιάς κι' οι σύμβουλοί του. Δεν μας νοιαστήκανε άμα βγάλανε τον φετφά τους στο Συνέδριο της Κιουτάχιας. Ο ξετσίπωτος ο Πρωθυπουργός του έκανε τη δήλωση στους αντιπροσώπους του Τύπου: " Εάν δεν διαλύσωμεν τας ορδάς του Κεμάλ μέχρις Αγκύρας, εν ανάγκη θα βαδίσωμεν και μέχρι Σεβαστείας". Ξέρετε, βρε παιδιά πόσο απέχει η Άγκυρα από τη Σεβάστεια; Ρίξτε κάτω τον χάρτη και μετρήσετε μ' ένα χάρακα. Η Άγκυρα απέχει από τη Σεβάστεια όσο ακριβώς η Προύσα από την Άγκυρα".</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">" Μπας και θα περπατάνε αυτοί με τον γυλοιό στην πλάτη, ψειριασμένοι, κουρελιάρηδες, δαρμένοι από την πείνα και την δίψα; Κατουρήσανε μέσα στο κύπελλό τους και να πιούνε το κάτουρό τους το ίδιο; Εγώ τώπια πάνω στον Τραπεζοειδή λόφο, μπροστά στο Πολατλή, μα το ξέρασα και φώναξα στους συντρόφους μου: " Παιδιά, για τ' όνομα του Χριστού, μην πιήτε το κάτουρό σας, θα τελλαθήτε".</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";"><br /></b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">..........................................................................................................................................................</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";"><br /></b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">Σε λίγο φτάνει ένας τραυματίας κουτσαίνοντας.</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">" Έμαθα πως ο Βασιλιάς φεύγει σε μια ώρα για τα Μουδανιά μ' αυτοκίνητο κι' από εκεί για την ωραία Αθήνα".</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">Όλων τα μάτια, και των εννιά, καρφώθηκαν πάνω στον αμαξητό Προύσας - Μουδανιών, που στριφογύριζε σαν φίδι μέσα στον κάμπο, μα η κουβέντα εξακολούθησε.</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">" Εκεί στα Μουδανιά θα τον αναμένει η Αμφιτρίτη, η βασιλική θαλαμηγός, το αμαρτωλό σκάφος".</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">Από τον τρόπο που μιλούσε, ο Μ.Α. στοιχηματούσε το κεφάλι του πως τούτος δω, πριν καταταχτεί θα ήτανε δάσκαλος.</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">" Ο Βασιλιάς, σε κάθε πόλεμο, παραχωρεί την Αμφιτρίτη στο Έθνος, για πλωτό νοσοκομείο".</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">" Δεν μου λες, βρε συνάδελφε, μπας κι' έφερε την Αμφιτρίτη ο πατέρας του από τη Δανία; Για η μάνα του την έφερε από τη Ρωσία των Τσάρων;"</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">" Ογδόντα χιλιάδες λιποτάχτες είναι στην Ελλάδα. Δεν θέλουνε να ξαναγυρίσουν στο μέτωπο".</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">" Κι' εγώ νάμουνα στη θέση τους, το ίδιο θάκανα".</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">" Υποχωρώντας από το Καλέ Γκρόττο, δεν αφήκαμε ολόρθο ντουβάρι. Πέτρα πάνω στην πέτρα δεν αφήκαμε. Όλα τα κάναμε Γης Μαδιάμ. Και στο τέλος, αν έρτουνε ανάποδα τα πράγματα, εμείς θάχουμε τα σπίτια μας και τους δικούς μας ασφαλισμένους. Μα όλη την καταστροφή που φέραμε στην Ανατολή, θα την πληρώσουνε με αίμα και δάκρυα τούτοι οι φουκαράδες οι Μικρασιάτες".</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">Όλοι τους ρίξανε μια ματιά συμπόνοιας προς τον Μ.Α. Εκείνος έκανε πως δεν πρόσεχε τα λόγια τους και κυττούσε κατά το Ντεμιρντές.</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">" Ο " Μολών Λαβέ" φεύγει, παιδιά", ξεφωνίζει ένας από τους εννιά. </b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">Όλοι κυττάνε κατά τον κάμπο. Πάνω στον αμαξητό Προύσας - Μουδανιών, τρέχανε τρία αυτοκίνητα κρατώντας κανονική απόσταση αναμεταξύ τους. Στο μεσαίο αυτοκίνητο καθώτανε αναπαυτικά ο νεώτερος Τζένκις Χαν, αφίνοντας ρημαδαριό κι' απόγνωση στο διάβα του, χιλιάδες χωριά και κωμοπόλεις ρημαγμένα.</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">Τα Ελληνικά νηάτα, η χαρά της σήμερα κι' η ελπίδα της αύριο, τα μισά, κοιτόντουσαν νεκρά πάνω στ' αγριοβούνια της Ανατολίας ή ακρωτηριασμένα μέσα στα νοσοκομεία. Ο νεώτερος Τζένκις Χαν, πήγαινε να περάσει τον χειμώνα του στο γενέθλιό του Κερουλέν, το Κερουλέν της Δεκέλειας.</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">Οι μπαγκαντούρ του, οι μισάνθρωποι πολιτικάντηδες του, θα σεμνύνουνε τα θεωρεία του Βασιλικού Θεάτρου με την αιματοβαμμένη κορμοστασιά τους, στο ερχόμενο χειμερινό "σαιζόν". Θα πηγαίνουνε οι σαδιστές ν' ακούσουνε την τραγική μητέρα, την προδομένη Μήδεια, να μακελειάζει πίσω από τις διπλοαμπαρωμένες πόρτες τα δύστηνα τα παιδιά της.</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";"><br /></b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEiX3t2Xb1RTZa_SC_a3bxYkrosIqx4nc961HGtuSBiBeTr7GazVgeYaClQXwnnF_MangFF_jPLzfFbm7j2Uv3r5_msyBxrbu4rNCInximxH0KH1sLMXDSYNpNI_CEyFB2IpUp5_ZTLgGDYfUjnFrPNXdoShmMFLFtBHfNX-5crp6ZLi7Dmq3rQjKfHb=s320" imageanchor="1" style="clear: left; float: left; margin-bottom: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="320" data-original-width="231" height="320" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEiX3t2Xb1RTZa_SC_a3bxYkrosIqx4nc961HGtuSBiBeTr7GazVgeYaClQXwnnF_MangFF_jPLzfFbm7j2Uv3r5_msyBxrbu4rNCInximxH0KH1sLMXDSYNpNI_CEyFB2IpUp5_ZTLgGDYfUjnFrPNXdoShmMFLFtBHfNX-5crp6ZLi7Dmq3rQjKfHb=w231-h320" width="231" /></a></div><br />Αλέκου Δούκα, Στην Πάλη - Στα Νειάτα. Μελβούρνη, Αυστραλία, Νοέμβρης 1953</b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";"><a href="http://ofisofi.blogspot.com/2022/02/blog-post_9.html">Αλέκος Δούκας, Ένας ξεχασμένος συγγραφέας</a></b></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><a href="http://ofisofi.blogspot.com/2022/02/blog-post_11.html">Αλέκου Δούκα, Στην Πάλη - Στα Νειάτα</a></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><br /></span></div><div style="text-align: left;"><br /></div><div style="text-align: left;"><br /></div><div style="text-align: center;"><b style="font-family: "Open Sans";"><br /></b></div><div style="text-align: center;"><b style="font-family: "Open Sans";"><br /></b></div><div style="text-align: center;"><b style="font-family: "Open Sans";"><br /></b></div><div style="text-align: center;"><b style="font-family: "Open Sans";"><br /></b></div>sofiahttp://www.blogger.com/profile/10629903599548963090noreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-9136407801630998417.post-38866871200789983792022-02-11T11:35:00.003+02:002022-02-13T06:08:40.990+02:00Αλέκου Δούκα , Στην Πάλη - Στα Νειάτα"<div style="text-align: left;"> <div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEiX3t2Xb1RTZa_SC_a3bxYkrosIqx4nc961HGtuSBiBeTr7GazVgeYaClQXwnnF_MangFF_jPLzfFbm7j2Uv3r5_msyBxrbu4rNCInximxH0KH1sLMXDSYNpNI_CEyFB2IpUp5_ZTLgGDYfUjnFrPNXdoShmMFLFtBHfNX-5crp6ZLi7Dmq3rQjKfHb=s1414" style="clear: left; float: left; margin-bottom: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="1414" data-original-width="1021" height="320" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEiX3t2Xb1RTZa_SC_a3bxYkrosIqx4nc961HGtuSBiBeTr7GazVgeYaClQXwnnF_MangFF_jPLzfFbm7j2Uv3r5_msyBxrbu4rNCInximxH0KH1sLMXDSYNpNI_CEyFB2IpUp5_ZTLgGDYfUjnFrPNXdoShmMFLFtBHfNX-5crp6ZLi7Dmq3rQjKfHb=w231-h320" width="231" /></a></div><br /><span style="font-family: Open Sans;"><b>Το Νοέμβριο του 1953 εκδόθηκε στη Μελβούρνη το βιβλίο του <a href="http://ofisofi.blogspot.com/2022/02/blog-post_9.html">Αλέκου Δούκα</a> " Στην Πάλη - Στα Νειάτα".</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Ο Αλέκος Δούκας στην αρχή του βιβλίου του απευθύνεται στον αναγνώστη και γράφει:</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>" Κάθε βιβλίο που γράφεται, πρέπει να έχει και κάποιο σκοπό. Αλλοιώτικα, το βιβλίο αυτό είναι άχρηστο και προορίζεται για την μούχλα της ντουλάπας ή για προσάναμμα της φωτιάς της κουζίνας.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Και τούτο το βιβλίο γράφτηκε για ένα σκοπό, ένα πολύμορφο σκοπό.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Όσους Μικρασιάτες ποιητές και πεζογράφους διάβασα, δεν συμφώνησα πέρα για πέρα μαζύ τους. Μερικοί αρχίσανε τους θρήνους του Ιερεμία, χωρίς να έχουνε τη δύναμη να εγκαρδιώσουν και να δώσουνε ελπίδα, όπως μπορούσε να κάνει ένας Ιερεμίας.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Άλλοι πάλι, μπορούσανε να ιδούν το ξεκλήρισμα του Μικρασιατικού Ελληνισμού, κι' αγνοούσανε ολότελα το ρήμαγμα του Λαού της Τουρκίας. Μήτε μπορούσανε , έστω και "κατόπιν εορτής" , να αναλύσουνε αντικειμενικά το ξύπνημα της αστικής τάξης της Τουρκίας, που θα ηγούτανε του κινήματος της απελευθέρωσης του Λαού της, από τη φεουδαρχική, ιεροκρατική και ξένη πολιτικο-οικονομική του υποδούλωση.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Μια άλλη μερίδα υπάρχει ακόμα στην Ελλάδα, απομεινάριο της " Μεγάλης Ιδέας", που νομίζει πως πρέπει να πάμε πίσω στη Μικρασία, με τη σπάθα του Μεγ-Αλεξάνδρου ή με τη βαρβαρική Στρατιά Μικρασίας. Ευτυχώς, αυτή η ομάδα είναι ολιγάριθμη, μα ακόμα, αρκετά επικίνδυνη.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Γενικά, όμως, κανένας διανοούμενος Μικρασιάτης δεν δίνει μια κατευθυντήρια γραμμή, μήτε θέλει να αναγνωρίσει πως οι καιροί άλλαξαν, κι' ότι ο Τούρκικος κι' ο Ελληνικός Λαός μπορούνε να συνεργαστούν στενότατα προς το παρόν χωρίς ξένους πάτρωνες, να συζήσουν στο προσεχέστατο μέλλον, κι' ακόμα να συγχωνευθούν κάτω από μια παγκόσμια, προοδευτική και ειρηνική κοινωνία.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Επίσης θέλησα να περισώσω από τελειωτικό αφανισμό ηθογραφικό υλικό και πανάρχαιες παραδόσεις του Μοσχονησιού, καθώς και τη ζωή του Ελληνισμού των παραλίων της Μικρασίας, από την αρχή του παρόντος αιώνα, ως την τραγική μέρα του ξεκληρισμού του.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Το βιβλίο τούτο έχει γραφεί ιδίως για τη Νέα Γενηά, που την καμαρώνω έτσι που τραβά θαραλλέα και γεμάτη ελπίδα προς τα εμπρός. Φυσικά θα μας προσπεράσει και θα μας αφίσει πίσω " βραδυπορούντας", αν δεν έχουμε την τόλμη και το ψυχικό θάρρος να πάμε μαζί της, εμείς οι πρεσβύτεροι. Μήτε θ' ανεχτεί η Νέα Γενηά να θελήσουμε να την κλείσουμε μέσα στο ιδεολογικό καβούκι της εποχής μας. Εμείς οι πρεσβύτεροι, είμαστε το "ΧΘΕΣ", οι Νέοι είναι το "ΣΗΜΕΡΑ" και το "ΑΥΡΙΟ".</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Πολλοί, "διυλίζοντας τον κώνωπα την δε κάμηλον καταπίνοντες", ίσως να ρωτήσουν: " Το βιβλίο σου είναι νουβέλλα; Είναι συλλογή διηγημάτων; Γιατί τρέχεις στο γράψιμό σου; Αυτό το βιβλίο, ως φόρμα, είναι ανορθόδοξο".</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Η απάντηση μου είναι: Ναι, είναι ανορθόδοξο. Δεν είναι νουβέλλα, δεν είναι συλλογή διηγημάτων. Είναι ταχυγραφημένα χρονικά· και τα χρονικά πάντοτε είναι ταχυγραφήματα. Και σκοπός τούτων των ταχυγραφημένων χρονικών είναι να περισώσω από τη λησμοσύνη μερικές σελίδες της ιστορίας μας, που άλλοι παραλείψανε. Σελίδες ποτισμένες με το αίμα και τα δάκρυα του Λαού μας και με το αίμα και τα δάκρυα του Τούρκικου Λαού.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Η εποχή της "Κατοχής" αντιπροσωπεύεται από μια ολόκληρη πλειάδα ποιητών και πεζογράφων, που περισώσανε για τους μεταγενέστερους την Πίνδο, το Χαϊδάρι, την Ασκλάβωτη Αθήνα, τις "33 Μέρες" και...γιατί όχι;...την Μακρόνησο, τα Γιούρα και τον ΄Αη Στράτη.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Το βιβλίο μου αυτό, προσπαθεί να καλύψει τμήματα της ιστορικής μας εποχής, που άλλοι δεν έχουνε καλύψει ως τα τώρα " ( Ascot Vale, Victoria, Australia. Χριστούγεννα 1952).</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Το βιβλίο προλογίζει ο Βασίλης Στεφάνου, ο οποίος γεννήθηκε στο Καστελόριζο και μετανάστευσε στην Αυστραλία το 1927 συνταξιδεύοντας με τον Αλέκο Δούκα Ο Βασίλης Στεφάνου υπήρξε μαζί με τον Αλέκο Δούκα από τα ιδρυτικά μέλη του Συλλόγου " Δημόκριτος" και της εφημερίδας " Νέος Κόσμος", αλλά και καθοδηγητικό στέλεχος της ελληνοαυστραλιανής Αριστεράς.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Γράφει ο Βασίλης Στεφάνου για το βιβλίο " Στην Πάλη - Στα Νειάτα":</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>" Μέσα από τον αναβρασμό του τελευταίου πολέμου, μέσα από την καινούργια τάση της ρεαλιστικής διανόησης, ήταν αναπόφευκτο, η όλη αυτή εξέλιξη να κατασταλάξει μέσα σ' ένα βιβλίο, όπως " Στην Πάλη - Στα Νειάτα" του Αλέκου Δούκα.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Το βασικό θέμα, η συμφιλίωση των δύο Λαών, του Τούρκικου και του Ελληνικού, που συμβολίζει ο συγγραφέας με την ισόβια, δυνατή φιλία του Μικρού Αδερφού και του Σουλεϊμάν, είναι ένα θέμα που πηγάζει όχι από τη φαντασία ενός ιδεαλιστή, αλλά είναι ολόκληρη η πείρα των δυό Λαών, είναι η πείρα της Ανθρωπότητας, βγαλμένη από τον αγώνα της ζωής. Είναι ένα αληθινό αντικαθρέφτισμα της πραγματικότητας.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Ο συγγραφέας δεν ονειρεύεται μια γαλήνια κατάσταση, ούτε περιγράφει την εξέλιξη των δύο χαραχτήρων, σαν ένα ήσυχο ποταμάκι, που κυλά ήρεμα μέσα στη λαγκαδιά.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Ο πόθος της ειρήνης και της συμφιλίωσης, προέρχεται από τον σκληρόν αγώνα για τη Ζωή, από την πικρή πείρα των δύο Λαών.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Η γαλήνια παιδική περίοδος είναι μάλλον ηθογραφία γραμμένη σε αυτοτελή μικροδιηγήματα που περιέχουν τον σπόρο ιστορικών γεγονότων.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Το γαλήνιο όμως ποταμάκι, αλλάζει σε πολυκύμαντο χείμαρρο στο δεύτερο μέρος του βιβλίου. Η περιγραφή από τον συγγραφέα της Μικρασιατικής εκστρατείας και της Καταστροφής, που ήρθε σαν φυσικό επακόλουθο, είναι το πιο ζωντανό μέρος του βιβλίου. Ο συγγραφέας με τα πιο αδρά χρώματα ζωγραφίζει όχι μονάχα την τραγωδία και τη συμφορά των δυό Λαών σ' αυτή την ιστορική περίοδο, μα αναλύει ταυτόχρονα με ένα επιδέξιο τρόπο τις κοινωνικο - ιστορικές συνθήκες, που υπήρχαν σ' αυτή την εποχή της τραγικής ζωής των Λαών της Ελλάδας και της Τουρκίας: Ο Ελληνικός Λαός θυσιάζει το παν στο βωμό της "Μεγάλης Ιδέας", που ντόπιοι και ξένοι καιροσκόποι τού επέβαλαν, κι' ο Λαός της Τουρκίας ταυτόχρονα με την υπεράσπιση της πατρίδας του, εξέλισσε την Αστική Δημοκρατία στη Χώρα του.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Η εισβολή των Ελλήνων, η πατριωτική αντίσταση του Τούρκικου Λαού, η οπισθοχώρηση και το ξερρίζωμα του Ελληνισμού της Μικρασίας, όλα αυτά περιγράφονται με τα λόγια και τα έργα του απλού Λαού των δυό αυτών χωρών. Όλα αυτά τα προβλήματα μαζεύουνται σαν μικρά ποταμάκια, για να δημιουργήσουν το επιβλητικό ποτάμι, το μεγάλο ερώτημα: " Γιατί; Ποιος ο λόγος;"</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Την απάντηση στο ερώτημα αυτό τη βρίσκει ο αναγνώστης στην εξέλιξη του Μικρού Αδερφού και του Σουλεϊμάν. Το πρώτο μέρος, που περιγράφει την παιδική περίοδο των δυό φίλων, ίσως να είναι λεπτομερειακό, αλλά η τοπική ηθογραφία κι' η αστική προέλευση των δυό παιδιών, αποτελεί τη βάση για την κατανόηση της αλλαγής τους, ύστερα από την Μικρασιατική Εκστρατεία. Η απάντηση στο ερώτημα δίδεται στην εξέλιξη του Μικρού Αδερφού και στο ξύπνημα του Σουλεϊμάν.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Η επίθεση της αστυνομίας κατά των αναπήρων πολέμου στη Σαλονίκη, το LOCK -OUT των καπνεργατών στην Ξάνθη, που κι' αυτοί, μαζύ με τον Μικρό Αδερφό, πέσανε θύματα της "Μεγάλης Ιδέας", ήταν το φυτίλι που έβαλε φωτιά στο μπαρούτι.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Η μετανάστευση στην Αυστραλία και η συμμετοχή του Μικρού Αδερφού στους αγώνες του Αυστραλέζικου Λαού, είναι η περίοδος της διάλυσης του καπνού από την έκρηξη, κι' η ψυχική απολύτρωσή του.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Το βιβλίο του Αλέκου Δούκα δεν προσπαθεί να περικλείσει την όλη ιστορική πάλη του Ελληνικού Λαού, ούτε προσπαθεί να δικαιολογήσει το ξεγέλασμα του Τούρκικου Λαού. Περιγράφοντας την παιδική ηλικία, το άνδρωμα και το ωρίμασμα του Σουλεϊμάν και του Μικρού Αδερφού, δείχνει το δρόμο προς τα εμπρός.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Για την μεταπολεμική Ελληνο - Αυστραλέζικη πνευματική εξέλιξη, το βιβλίο " Στην Πάλη - Στα Νειάτα" δεν είναι ένας σταθμός, αλλά ένας οδηγός που δείχνει το δρόμο για τη μελλοντική εξέλιξη της πνευματικής ζωής του απόδημου Ελληνισμού.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Αυτή η ζωή θα δημιουργήσει τους νέους συγγραφείς της, που με νέους ορίζοντες μπροστά τους, θα πάρουν τον δρόμο που πρωτοπόροι, σαν τον Αλέκο Δούκα, χαράσσουνε. ( Οκτώβρης 1953, Elsternwick, Victoria, Australia.)</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>(συνεχίζεται)</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div>sofiahttp://www.blogger.com/profile/10629903599548963090noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-9136407801630998417.post-90470770490480282572022-02-10T10:29:00.002+02:002022-02-10T10:40:01.673+02:00Τρεις μεγάλες σφυριξιές και μια κοντή. Το στερνό αντίο στον Καββαδία από τη σειρήνα του πλοίου "Ποσειδωνία"<span style="font-family: Roboto;"><b><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEgZYkF1nXMelUosNGgKGtAKRrCn7VlWrGVjZIR_2iIWuCNIGpTm_ucXlc4FrAjmMQUBJ8gn2CIrWXqhxANytsKE34ze4JUnYOyKMxuV6KBLoIgeM86TD_xEECzuaW2ha0mdC8yrtOfJcXmC0M_eYTAo_OPM8Ri5y5aaQur9XNl1GXPejJfAyY_4sgOr=s1092" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="864" data-original-width="1092" height="506" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEgZYkF1nXMelUosNGgKGtAKRrCn7VlWrGVjZIR_2iIWuCNIGpTm_ucXlc4FrAjmMQUBJ8gn2CIrWXqhxANytsKE34ze4JUnYOyKMxuV6KBLoIgeM86TD_xEECzuaW2ha0mdC8yrtOfJcXmC0M_eYTAo_OPM8Ri5y5aaQur9XNl1GXPejJfAyY_4sgOr=w640-h506" width="640" /></a></div><br />Αφηγείται ο Γιώργος Γερίμογλου, απόμαχος πλοίαρχος του εμπορικού ναυτικού, στον Μήτσο Κασόλα:</b></span><div><span style="font-family: Roboto;"><b><br /></b></span></div><div><span style="font-family: Roboto;"><b>-Το θάνατο του Κόλια πού τον πληροφορήθηκες, στη στεριά ή στη θάλασσα;</b></span></div><div><span style="font-family: Roboto;"><b><br /></b></span></div><div><span style="font-family: Roboto;"><b>-Στη θάλασσα, στην Πάτρα, αναχωρώντας για το Πρίντεζι. Την επόμενη μέρα, φτάνοντας στην Κέρκυρα, τηλεφώνησα στο Προξενείο του Πρίντεζι, στο οποίο ένας παπάς, ο παπα - Γιώργης, εκτελούσε χρέη γραμματέα του Ιταλού επίτιμου προξένου και χρέη ιερέα στην εκεί ελληνορθόδοξη εκκλησία. Ο παπα - Γιώργης, με το αζημίωτο από μένα, ήταν εκ των απορρήτων μου. Σε πολλούς αντιστασιακούς - στη διάρκεια της δικτατορίας - η Ελληνική Πρεσβεία στη Ρώμη δεν ανανέωνε τα διαβατήριά τους. Ο παπα - Γιώργης το ...ρύθμιζε. Όπως ρύθμιζε να παίρνουν βίζα εισόδου στην Ελλάδα και πολλοί ξένοι που δεν την έπαιρναν για πολιτικούς λόγους. Είπα λοιπόν στον παπα - Γιώργη, που γνώριζε πολύ καλά τον Καββαδία, ότι ο Κόλιας έφυγε...Ο παπα - Γιώργης λυπήθηκε και μου είπε να του κάνουμε μνημόσυνο, εννιάμερα. " Όχι, παπα - Γιώργη, δεν θα του κάνουμε εννιάμερα αλλά ξόδι. Όχι στην εκκλησία σου αλλά στο καράβι". Φτάνοντας στο Πρίντεζι, κι αφού βγήκαν οι επιβάτες, κάναμε το ξόδι. Είχα ειδοποιήσει να παρευρεθεί και ο Σπύρος, ένας νεαρός φοιτητής της Ιατρικής που σπούδαζε στο Μπάρι. Το πλήρωμα, ντυμένο με τις επίσημες στολές του, ανέβηκε στο κατάστρωμα για να πούμε όλοι μαζί το στερνό μας αντίο στον Κόλια και το "αιωνία η μνήμη". Ήταν την ίδια ημέρα και ώρα που το άψυχο κορμί του κατέβαινε στο χώμα της αττικής γης. Συγκεντρωμένοι λοιπόν όλοι στο κατάστρωμα, μαζί και μ' ένα άγημα του λιμεναρχείου από έναν αξιωματικό, έναν υπαξιωματικό και τρεις ναύτες, που είχε κανονίσει ο πράκτοράς μας να παρευρεθούν, ψάλαμε στο τέλος της νεκρωσίμου όλοι δώδεκα φορές το "αιωνία η μνήμη". Έχοντας μπροστά μας ένα στεφάνι με κόκκινα γαρίφαλα και μέσα σε μια κορνίζα μια ασπρόμαυρη φωτογραφία του Κόλια από κάποια εφημερίδα, με ανοικτή την πόρτα του ασύρματου, για να ακούγεται το τιτίβισμά του. Τελειώνοντας, ο παπα - Γιώργης είπε για το πόσο καλός άνθρωπος ήταν ο Κόλιας και ζήτησε κι από μένα να πω δυο λόγια. Κοιτάζοντας προς τον ασύρματο και προς τα θολά νερά του λιμανιού, διάβασα το <i>Mal du depart.</i></b></span></div><div><span style="font-family: Roboto;"><b><i><br /></i></b></span></div><div><span style="font-family: Roboto;"><b><i>Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής</i></b></span></div><div><span style="font-family: Roboto;"><b><i>των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,</i></b></span></div><div><span style="font-family: Roboto;"><b><i>και θα πεθάνω μια βραδιά, σαν όλες τις βραδιές,</i></b></span></div><div><span style="font-family: Roboto;"><b><i>χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.</i></b></span></div><div><span style="font-family: Roboto;"><b><i><br /></i></b></span></div><div><span style="font-family: Roboto;"><b>Στο τέλος βάλαμε να χτυπήσει η σειρήνα του βαποριού τρεις μεγάλες σφυριξιές και μια κοντή. Κι αυτό ήταν το ηχηρό μας καλό ταξίδι στον Κόλια. Ο τελευταίος αποχαιρετισμός μας στο φίλο που χάσαμε.</b></span></div><div><span style="font-family: Roboto;"><b>Στο σαλόνι είχε σερβιριστεί καφές με κονιάκ και κουλουράκια. Και μιας και δεν είχαμε συγγενείς του Κόλια να τους συλλυπηθούμε, έλεγε ο ένας στον άλλον συλλυπητήρια και να ζήσουμε να τον θυμόμαστε.</b></span></div><div><span style="font-family: Roboto;"><b>Την άλλη μέρα, περνώντας το πλοίο μας έξω απ' την Κεφαλλονιά, έριξα στη θάλασσα το στεφάνι με τα γαρίφαλα, με την ελπίδα το βοριαδάκι που φυσούσε να το βγάλει στο νησί του.</b></span></div><div><span style="font-family: Roboto;"><b><br /></b></span></div><div><span style="font-family: Roboto;"><b><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEjFEkiZP96RiYDWCzWyNgYVATldeeFdQvto4FMpvw1ybwyKiDjCuAj9LRYNn3S1b11B9BKY_VR1hD_qsD4ehdfzGiyoV-a5DQq0KHXzlZGIZqRkINOnvdI0ZT48S68PYAAzYrqRoriGn1QveejT4JUJ5rtTK9R1Cu_McyldjMeUCoe6cqrVdnXPX0B4=s1790" imageanchor="1" style="clear: left; float: left; margin-bottom: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="1790" data-original-width="1363" height="320" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEjFEkiZP96RiYDWCzWyNgYVATldeeFdQvto4FMpvw1ybwyKiDjCuAj9LRYNn3S1b11B9BKY_VR1hD_qsD4ehdfzGiyoV-a5DQq0KHXzlZGIZqRkINOnvdI0ZT48S68PYAAzYrqRoriGn1QveejT4JUJ5rtTK9R1Cu_McyldjMeUCoe6cqrVdnXPX0B4=s320" width="244" /></a></div><br />Από το βιβλίο του Μήτσου Κασόλα, Νίκος Καββαδίας. Ο Δαίμονας χόρευε μέσα του. Καστανιώτης, Αθήνα 2010, 4η έκδοση.</b></span></div><div><span style="font-family: Roboto;"><b>Η φωτογραφία από το βιβλίο.</b></span></div>sofiahttp://www.blogger.com/profile/10629903599548963090noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-9136407801630998417.post-452405832516601562022-02-09T11:38:00.000+02:002022-02-09T11:38:40.116+02:00Αλέκος Δούκας, ένας ξεχασμένος συγγραφέας <div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><div style="text-align: center;"><span style="font-weight: 700;"><br /></span></div><span style="font-weight: bold;"><div style="text-align: left;"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEgP9a3wnC1PrKyok9XY-5pZcLUDJ7bB174lyNi7RVOJa_JLx0AxFNVn0YFgtdFdS36wBav3qCJBvQMpgUCF8CNLx6XuowROnrFPGKU30rv3SbxLzqzf0M73oDnwC2wu3Az173K3mAIpbRaXHMvmAWwCL61xpW3iRl-xTEW1f4jYQlIGBSMHo68vNouG=s421" imageanchor="1" style="clear: left; float: left; margin-bottom: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="421" data-original-width="331" height="320" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEgP9a3wnC1PrKyok9XY-5pZcLUDJ7bB174lyNi7RVOJa_JLx0AxFNVn0YFgtdFdS36wBav3qCJBvQMpgUCF8CNLx6XuowROnrFPGKU30rv3SbxLzqzf0M73oDnwC2wu3Az173K3mAIpbRaXHMvmAWwCL61xpW3iRl-xTEW1f4jYQlIGBSMHo68vNouG=s320" width="252" /></a></div><br />Αφορμή για τη "γνωριμία" με τον Μικρασιάτη Αλέκο Δούκα στάθηκε ένα άρθρο του Τάσου Κόρφη στο περιοδικό " η λέξη" , ειδικό τεύχος( Νοέμβρης - Δεκέμβρης '92) με αφιέρωμα στη Μικρά Ασία.</div></span></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Ο τίτλος του άρθρου " Ένα λησμονημένο πεζογράφημα για τις χαμένες πατρίδες". Γράφει ο Τάσος Κόρφης ότι " Δεν είναι, βέβαια, σκοπός του παρόντος να αναλύσει το πλήθος των έργων που, από το τέλος της δεκαετίας του '20 ως σήμερα, περιέγραψαν με γλαφυρότητα την ειρηνική και αμέριμνη συνύπαρξη των Ελλήνων και των Τούρκων πριν από το 1914, το κίνημα των Νεοτούρκων και τις συνέπειές του, την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου, την καταστροφή της Σμύρνης και όσα επακολούθησαν, δηλαδή την αιχμαλωσία και την προσφυγιά, αλλά να ανασύρει από τη λήθη ένα λησμονημένο πεζογράφημα: το ιστόρημα του Αλέκου Δούκα " Στην πάλη, στα νειάτα". Ένα έργο που προσπαθεί να περισώσει το ηθογραφικό υλικό και τις πανάρχαιες παραδόσεις του μικρασιατικού ελληνισμού, ενώ, παράλληλα, να αποδείξει ότι για το φανατισμό των λαών δεν είναι υπεύθυνες ούτε οι διαφορετικές ρίζες, ούτε η παιδεία, ούτε καν η θρησκεία, αλλά μόνο η απρόσωπη εξουσία."</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Ποιος ήταν όμως ο Αλέκος Δούκας;</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Μας τον παρουσιάζει ο Τάσος Κόρφης:</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>" Ο Αλέκος Δούκας, μικρότερος αδελφός του συγγραφέα Στρατή Δούκα, γεννήθηκε το 1900 στα Μοσχονήσια Κυδωνιών, Σμύρνης. Προσφυγόπουλο, στα δεκαέξι του χρόνια, σταμάτησε τις σπουδές του στα γυμνάσια Κυδωνιών και Μυτιλήνης και ρίχτηκε στη βιοπάλη.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Υπηρέτησε στη Στρατιά Μικρασίας από το Μάρτιο του 1920 ως την καταστροφή και τραυματίστηκε στην Άγκυρα και αργότερα στο Αφιόν Καρά Χισάρ. Για την πολεμική του δράση τιμήθηκε με το Διασυμμαχικό Μετάλλιο Νίκης, τον Πολεμικό Σταυρό τρίτης τάξεως και το Αργυρούν Αριστείον Ανδρείας, που του απονεμήθηκε από τον Βασιλέα Κωνσταντίνο επί του πεδίου της μάχης Εσκή Σεχήρ.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Μετανάστευσε στην Αυστραλία το 1927 και δοκίμασε όλα τα δεινά της πικρής ζωής των πρωτοπόρων ελλήνων μεταναστών. Οι αντίξοες συνθήκες δεν τον εμπόδισαν να διαβάζει και συγχρόνως να γράφει. Έτσι απέκτησε μια πλατιά μόρφωση και επιβλήθηκε στην Αυστραλία σαν γενάρχης της ελληνοαυστραλιανής λογοτεχνίας.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Το 1953 εξέδωσε το πρώτο βιβλίο του " Στην πάλη, στα νειάτα", που γνώρισε σημαντική επιτυχία, και το 1962 άρχισε να τυπώνει το δεύτερο " Κάτω από ξένους ουρανούς", που κυκλοφόρησε το 1963, μετά το θάνατό του. Παράλληλα υπήρξε μέλος της συντακτικής επιτροπής της εφημερίδας " Νέος Κόσμος" και του περιοδικού " Ελληνοαυστραλιανή Επιθεώρηση" και συνεργάστηκε με λογοτεχνικά περιοδικά της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Ένα, μάλιστα, μεγάλο μέρος από τα πεζογραφήματα των σοβιετικών συγγραφέων που μετάφρασε, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό " Ελεύθερα Γράμματα" και η μετάφραση της νουβέλας του Αλέξη Τολστόι " Η οχιά" εκδόθηκε το 1953 αυτοτελώς από τον " Κόσμο".</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα έξω από τη Μελβούρνη στις 24.10.1962, ενώ γύριζε από διαδήλωση υπέρ της Ειρήνης.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Ο Αλέκος Δούκας είχε, σε όλη τη διάρκεια της σύντομης ζωής του, μια σοβαρή πνευματική εξάρτηση από τον αδελφό του Στρατή, που μπορούμε να πούμε ότι κατεύθυνε , με την αισθητική του οξυδέρκεια και την αντικειμενική κριτική του, τα λογοτεχνικά του βήματα(...)"</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Επιπλέον η αναζήτηση στο διαδίκτυο έφερε θετικά αποτελέσματα καθώς έφερε στα χέρια μου το βιβλίο " Στην πάλη , στα νειάτα" ( τι θα γινόμασταν χωρίς τους καλούς μας παλαιοβιβλιοπώλες...) , αλλά και άρθρα και παρουσιάσεις για τον Αλέκο Δούκα από τη μακρινή Αυστραλία.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Με τον τίτλο " Ποιος ήταν ο Αλέκος Δούκας;" και υπότιτλο "Ο άνθρωπος που θεωρείται ο θεμελιωτής της ομογενειακής λογοτεχνίας στην Αυστραλία, «μιλά» 53 χρόνια μετά τον θάνατό του, μέσα από την αλληλογραφία του"</b></span><b style="font-family: "Open Sans";"> η κ.Ευγενία Παυλοπούλου έγραψε ένα εκτενές άρθρο στις 5 Νοεμβρίου 2015 στο περιοδικό "Νέος Κόσμος". </b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";"><br /></b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">Παραθέτω την αρχή του άρθρου: </b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";"><br /></b></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: "Open Sans";">"</b><span style="font-family: Open Sans;"><b>«Δικός μας» άνθρωπος ο Αλέκος Δούκας και αυτό το κτητικό που τού αποδίδουμε, έχει πολλές και διαφορετικές ερμηνείες. Ναι, ήταν ένας μετανάστης, όπως είμαστε όλοι εμείς. Ήταν ένας άνθρωπος που η ζωή του, είτε σε προσωπικό είτε σε κοινωνικό επίπεδο, είναι αλληλένδετα δεμένη με την ελληνική παροικία από τα πρώτα χρόνια της ύπαρξής της. Μία από τις θεμελιακές προσωπικότητες της ιστορίας της ελληνικής παροικίας σ’ αυτή τη χώρα, με άλλα λόγια της δικής μας ιστορίας. Ήταν βέβαια και ένας απ’ τους πρωτεργάτες του «Νέου Κόσμου», τότε που η εφημερίδα ήταν ένας θεσμός που βοηθούσε νεομετανάστες να βρουν τον… «δρόμο» τους στους Αντίποδες.</b></span></div><div><br /></div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b>Θες η κοινωνική του δράση, θες η ιδεολογική του στάση και οι ανησυχίες, θες τα οράματά του, θες η ανάμειξή του με τα κοινά, θες η πρωτοπόρα για μετανάστη, τω καιρώ εκείνω, απόφασή του να γράψει λογοτεχνία και δοκίμια, θες ο ταραγμένος του ψυχισμός ως απόρροια του ξεριζωμού του από τη Μικρά Ασία και της, εκ των υστέρων, συμμετοχής του και τραυματισμού του στον Μικρασιατικό πόλεμο, καθιστούν τον Αλέκο Δούκα μία από τις πλέον πολύπλοκες και πολυδιάστατες προσωπικότητες της ελληνικής ομογένειας της Αυστραλίας.</b></span></div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b>Παράλληλα, όμως, ο Αλέκος Δούκας, χωρίς ο ίδιος να το επιδιώκει, γίνεται μία μορφή-ιστορική και αντιπροσωπευτική πηγή των βιωμάτων μίας ολόκληρης γενιάς μεταναστών που έφτασαν στην Αυστραλία στα τέλη της δεκαετίας του 1920. Η ενεργή συμμετοχή του σε μία πολεμική σύρραξη που σημάδεψε τη σύγχρονη ελληνική ιστορία, η ζωή του στην μεσοπολεμική Ελλάδα, οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες της χώρας υποδοχής (Αυστραλία) είναι ο κοινός παρονομαστής των εμπειριών που κουβαλούσαν οι μετανάστες που έφτασαν την δεκαετία του 1920 εδώ.</b></span></div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b>Πριν «ακούσουμε» τον Αλέκο, αξίζει να αναφέρουμε ότι ο ομογενής συγγραφέας απασχόλησε, μεταξύ άλλων, λόγω της πολιτικής του δράσης, και τις μυστικές υπηρεσίες της Αυστραλίας. Το 1945 σε έκθεση του ASIO, ο Δούκας περιγραφόταν ως άτομο που αντιστεκόταν βίαια στις φιλοαγγλικές κυβερνήσεις της Ελλάδας καθώς υποστήριζε κομμουνιστική κυβέρνηση . Το 1950 τα λόγια του ASIO ήταν πιο «κολακευτικά» καθώς ανέφεραν ότι, ναι μεν, ο ίδιος αποκαλεί τον εαυτό του κομμουνιστή, αλλά στην ουσία θα περιγραφόταν καλύτερα ως… άτομο αριστερών πεποιθήσεων." </b></span></div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b>και η συνέχεια του άρθρου <a href="https://neoskosmos.com/el/2015/11/05/features/poios-itan-o-alekos-doukas/">εδώ</a>.</b></span></div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b>Πολύ ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι στη Μελβούρνη ασχολούνται με την παρουσίαση της ζωής και του έργου του Αλέκου Δούκα και υπεύθυνος γι' αυτή την προβολή είναι ο Δρ Πέτρος Αλεξίου από το Πανεπιστήμιο της Νέας Νότιας Ουαλίας, όπως μας πληροφορεί η <a href="https://www.greekcommunity.com.au/gocmv_public/index.php/el/about-us/press/233-2015-09-21-06-37-46">Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα Μελβούρνης και Βικτώριας</a>.</b></span></div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b>Τον Δρ. Πέτρο Αλεξίου μπορούμε να τον ακούσουμε να μιλάει για τον Αλέκο Δούκα και τη διάλεξή του με θέμα: "Αλέκος Δούκας, ένας πρόσφυγας μετανάστης στην Αυστραλία στα χρόνια του Μεσοπολέμο" </b></span><b style="font-family: "Open Sans";"><a href="https://www.sbs.com.au/language/greek/audio/seminar-by-petro-alexiou-for-the-immigrant-author-alekos-doukas">εδώ</a>.</b></div><div><b style="font-family: "Open Sans";">(συνεχίζεται)</b></div><div><br /></div><div><b style="font-family: "Open Sans";"><br /></b></div><div><br /></div>sofiahttp://www.blogger.com/profile/10629903599548963090noreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-9136407801630998417.post-49870788478366151622022-02-07T09:23:00.000+02:002022-02-07T09:23:14.148+02:00Αντίο ...Μαριανίνα Κριεζή<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="315" src="https://www.youtube.com/embed/lu3ibl2c1XQ" width="560" youtube-src-id="lu3ibl2c1XQ"></iframe></div><br /><div style="text-align: left;"><b><span style="font-family: Open Sans;">Πότε θα ξαναδώ το Πόρτο Λίλι<br /></span><span style="font-family: Open Sans;">και την αρχαία πόλη Παπουα-Λίλη<br /></span><span style="font-family: Open Sans;">πότε στη Λίλιτσα θα ξαναπερπατήσω,<br /></span><span style="font-family: Open Sans;">πότε αχ πότε θα ξαναγυρίσω;</span></b></div><div style="text-align: left;"><b><span style="font-family: Open Sans;"><br /></span><span style="font-family: Open Sans;">Αντίο Λιλιπούπολη, αντίο αντίο,<br /></span><span style="font-family: Open Sans;">παίρνω το πατίνι μου, το άλογο, το πλοίο,<br /></span><span style="font-family: Open Sans;">παίρνω το τρένο της γραμμής, παίρνω το αεροπλάνο<br /></span><span style="font-family: Open Sans;">και φεύγω Λιλιπούπολη τις ομορφιές σου χάνω.</span></b></div><div style="text-align: left;"><b><span style="font-family: Open Sans;"><br /></span><span style="font-family: Open Sans;">Ποτέ δε θα ξεχάσω κάποια δύση<br /></span><span style="font-family: Open Sans;">στο χρυσοκόκκινο φεγγαρονήσι,<br /></span><span style="font-family: Open Sans;">αχ Λιλιπούπολη τον κόσμο κι αν γυρίσω,<br /></span><span style="font-family: Open Sans;">άλλο νησί δε θα ξαναγαπήσω.</span></b></div><div style="text-align: left;"><b><span style="font-family: Open Sans;"><br /></span><span style="font-family: Open Sans;">Αντίο Λιλιπούπολη, αντίο αντίο,<br /></span><span style="font-family: Open Sans;">παίρνω το πατίνι μου, το άλογο, το πλοίο,<br /></span><span style="font-family: Open Sans;">παίρνω το τρένο της γραμμής, παίρνω το αεροπλάνο<br /></span><span style="font-family: Open Sans;">και φεύγω Λιλιπούπολη τις ομορφιές σου χάνω.</span></b></div><div style="text-align: left;"><b><span style="font-family: Open Sans;"><br /></span><span style="font-family: Open Sans;">Στίχοι: Μαριανίνα Κριεζή<br /></span><span style="font-family: Open Sans;">Μουσική: Δημήρης Μαραγκόπουλος<br /></span><span style="font-family: Open Sans;">Πρώτη εκτέλεση: Αντώνης Κοντογεωργίου</span></b></div><p style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></p>sofiahttp://www.blogger.com/profile/10629903599548963090noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-9136407801630998417.post-46592083354041338412022-01-30T11:24:00.001+02:002022-01-30T11:24:33.116+02:00Πάγος και κρύσταλλα...<div style="text-align: left;"> <div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEj6Wt_ThNjx8jOzzvWVH_oxLmwKbm-MUPkG7zLElZLULr8SKdMmuJ_V1F-92YbOVSdeMjuSPZ6QGHQ0nc5_fVrD9MP0VG2S7CQDyNxOFMZ7pooAT5-SlYxuN-rdgUw5EORBIQmR1vpwXKKOzK5czFkN_uSfmYiSXjDECOYh4QprIuL1VncDV6tJg3La=s1185" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="625" data-original-width="1185" height="338" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEj6Wt_ThNjx8jOzzvWVH_oxLmwKbm-MUPkG7zLElZLULr8SKdMmuJ_V1F-92YbOVSdeMjuSPZ6QGHQ0nc5_fVrD9MP0VG2S7CQDyNxOFMZ7pooAT5-SlYxuN-rdgUw5EORBIQmR1vpwXKKOzK5czFkN_uSfmYiSXjDECOYh4QprIuL1VncDV6tJg3La=w640-h338" width="640" /></a></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><br /></div></div><div style="text-align: left;"><div style="text-align: center;"><b style="font-family: "Open Sans";">Ο Γιαννιώτικος ήλιος, ασημουργός παλιός,</b></div><span style="font-family: Open Sans;"><div style="text-align: center;"><b> περίτεχνα σκάλιζε λογής λογής κοσμήματα</b></div></span><span style="font-family: Open Sans;"><div style="text-align: center;"><b> στης Παμβώτιδας λίμνης το δίσκο...( Χρυσάνθη Ζιτσαία)</b></div></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEjHIAuyxecwdJVs_mOJ8Y-rBPM4Qvvn6noMXHB-BeWmKMsH9gvXkiu0dHhBscdp3ZbK0PE1u77zJbINBlLb-oOdowBfiZelgDNfjX65_LXvdIgGEn5mPZLCveilTvIiKBSxfuEGJsNolUD6opIb7TOCMw7SNToGWfUKA1gtat4GYsGc1G7zPGkTieFi=s1286" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="625" data-original-width="1286" height="312" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEjHIAuyxecwdJVs_mOJ8Y-rBPM4Qvvn6noMXHB-BeWmKMsH9gvXkiu0dHhBscdp3ZbK0PE1u77zJbINBlLb-oOdowBfiZelgDNfjX65_LXvdIgGEn5mPZLCveilTvIiKBSxfuEGJsNolUD6opIb7TOCMw7SNToGWfUKA1gtat4GYsGc1G7zPGkTieFi=w640-h312" width="640" /></a></div><br /><b><br /></b></span></div>sofiahttp://www.blogger.com/profile/10629903599548963090noreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-9136407801630998417.post-48691342939813702782022-01-27T11:46:00.001+02:002022-01-27T12:29:46.953+02:00Το πένθος<div><br /></div><div><span style="font-family: Roboto;"><b><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://www.jewishmuseum.gr/wp-content/uploads/2018/01/%CE%B7%CE%BC%CE%AD%CF%81%CE%B1-%CE%BC%CE%BD%CE%AE%CE%BC%CE%B7%CF%82.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="614" data-original-width="800" height="491" src="https://www.jewishmuseum.gr/wp-content/uploads/2018/01/%CE%B7%CE%BC%CE%AD%CF%81%CE%B1-%CE%BC%CE%BD%CE%AE%CE%BC%CE%B7%CF%82.jpg" width="640" /></a></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: left;"><br /></div>Κατοχή ήταν. Οι μέρες περνούσαν δύσκολα, δύσκολα κι επικίνδυνα. Κάθε πρωί συνήθιζα να περνώ από το γραφείο του δικηγόρου Δανή. Καταλάβαινα πως μόλις ανέχονταν την παρουσία μου. Μετά την «καλημέρα» που έλεγε κοφτά, έσκυβε το μούτρο του στα χαρτιά, έτσι που νόμιζες πως θα τα μασήσει. Στεκόμουν λίγα λεπτά όρθιος και κοίταζα την πρωινή εφημερίδα. Πρώτα διάβαζα το Γερμανικό «ανακοινωθέν» για να βγάλω το δικό μου. Μετά περνούσα στις τοπικές ειδήσεις. Άφηνα την εφημερίδα στο τραπεζάκι, πρόσεχα λίγο την κίνηση του δρόμου, και ύστερα, «ευχαριστώ» έλεγα πάντα και ξεπόρτιζα. Θα σκεφτείς πως ήμουν αγενής, όμως είχαμε μακρινή συγγένεια που δεν την ξεχνούσα εξ αιτίας της εφημερίδας. Εκείνο το πρωί, πριν ακόμα τελειώσω το «ανακοινωθέν», μπήκε ο πουκαμισάς και πίσω του ο απόστρατος. Περασμένης κάπως ηλικίας και «ακραιφνείς» πατριώτες, αυτό να λέγεται. Πήραν από μια καρέκλα και κάθισαν κοντά στο δικηγόρο. Τι έλεγαν μεταξύ τους ούτε και μ’ ένοιαζε. Θα τελείωνα την εφημερίδα όταν άκουσα τον πουκαμισά: «Ξέρετε πόσοι άνθρωποι πέρασαν στο δρόμο με πένθος; Τί διάβολο, τόσοι πολλοί πεθαίνουν στην πόλη μας»;</b></span><span style="font-family: Roboto;"><b><br /></b></span><span style="font-family: Roboto;"><b>— Άνθρωποι είμαστε• θα γεννηθούμε, θα πεθάνουμε, είπε ο απόστρατος. Πρόσεξα έξω την κίνηση. Αλήθεια, στους τρεις που θα περνούσαν, οι δυο ή ο ένας θα είχαν πένθος Απέναντί μας κάθονταν στο σταματημένο αμάξι του ο γέρο Ραδίτσας και περίμενε πελάτη. Το άλογο, ο Εδουάρδος ο Γ΄, σαν να έτρεμε στην πρωινή ψύχρα. Ήταν άλλοτε ένα θαυμάσιο άλογο. Άλλοτε, τον καλό καιρό που του έδινα σοκολάτα. Την έπαιρνε από την παλάμη με τα χείλη κι έτριβε το κατωσάγωνό του στην πλάτη μου. Αυτή την κίνηση έκανε πάντα. Τώρα το απόφευγα. Δεν ήθελα να με παρεξηγήσει το ζώο. Πού να καταλάβει τ’ ανθρώπινα.</b></span><span style="font-family: Roboto;"><b><br /></b></span><span style="font-family: Roboto;"><b>— Μπα, και ο Ραδίτσας με πένθος! Μίλησε ο πουκαμισάς. Αυτός κάθεται στη γειτονιά μου• δεν άκουσα να έχασε κανέναν.</b></span><span style="font-family: Roboto;"><b><br /></b></span><span style="font-family: Roboto;"><b>Χτύπησε με το δαχτυλίδι το τζάμι και, όταν ο αμαξάς έστριψε το κεφάλι του, του έκανε νόημα να ρθεί. Ο γέρος κατέβηκε αργά. Σέρνοντας τα πόδια μπήκε και βγάζοντας την τραγιάσκα: «Καλημέρα αφεντικά, στους ορισμούς σας».</b></span><span style="font-family: Roboto;"><b><br /></b></span><span style="font-family: Roboto;"><b>— Γεια σου παλιόφιλε, του λέει ο πουκαμισάς. Μπρε μουρντάρη, ποια φιλενάδα έθαψες και κόλλησες το πένθος;</b></span><span style="font-family: Roboto;"><b><br /></b></span><span style="font-family: Roboto;"><b>Οι άλλοι κακάρισαν• ήταν γνωστός στην αγορά ο γέρος σαν χωρατατζής κι ερωτύλος.</b></span><span style="font-family: Roboto;"><b><br /></b></span><span style="font-family: Roboto;"><b>— Για τους Οβραίους, πέταξε το λόγο ο γέρος κι ανασήκωσε το κεφάλι προκλητικά.</b></span><span style="font-family: Roboto;"><b><br /></b></span><span style="font-family: Roboto;"><b>«Τσακ» έκανε ο χάρακας στο κρύσταλλο του γραφείου. Εγώ είχα μεσάνυχτα. Ο πουκαμισάς ξέσκισε το πένθος του αμαξά και το έριξε στο αστείο. Βγήκα με το γέρο από το γραφείο κι από αυτόν έμαθα πως οι Γερμανοί ξεσήκωσαν τη νύχτα όλους τους Εβραίους των Γιαννίνων.</b></span><span style="font-family: Roboto;"><b><br /></b></span><span style="font-family: Roboto;"><b>Ξεχνώντας ν’ αγοράσω τίποτα λάχανα για το μεσημέρι γύρισα σπίτι μου. Η μάνα είχε ριγμένο στις πλάτες το μαύρο σάλι. Έκανε κρύο. Κοντά της, στην καρέκλα με τη χαλασμένη ψάθα, κάθονταν ο τζουτζές της γειτονιάς. Κάτι της έλεγε, φαίνεται κάποια χιλιοειπωμένη ιστορία του. Γελούσε και χτυπούσε την αρβύλα στο πάτωμα. Στάθηκα στην κορνίζα της πόρτας. Η μάνα με κοίταξε βαθιά. Φαίνεται πως η όψη μου είχε τα χάλια της. Με ζύγωσε. Ο τζουτζές γελούσε ακόμα.</b></span><span style="font-family: Roboto;"><b><br /></b></span><span style="font-family: Roboto;"><b>— Τι είναι; κανένας δικός μας…</b></span><span style="font-family: Roboto;"><b><br /></b></span><span style="font-family: Roboto;"><b>— Οι Εβραίοι, είπα, όλους τους μάζεψαν… τους ταξίδεψαν τη νύχτα…</b></span><span style="font-family: Roboto;"><b><br /></b></span><span style="font-family: Roboto;"><b>— Δυστυχία τους, μουρμούρισε κι έσφιξε στις πλάτες το σάλι.</b></span><span style="font-family: Roboto;"><b><br /></b></span><span style="font-family: Roboto;"><b>— Και τον Ελιέζερ, μάνα• ρώτησα και μου είπαν πως και τον Ελιέζερ τον πήραν.</b></span><span style="font-family: Roboto;"><b><br /></b></span><span style="font-family: Roboto;"><b>Ο τζουτζές σαν κάτι να κατάλαβε, γέλασε δυνατότερα. Το φαφούτικο στόμα του πέταξε σάλια στο μαγκάλι. Χτυπούσε τα χέρια στα λιγνά μεριά του και: «Τους Οβραίους, σκότωσαν οι Γερμανοί τους Οβραίους» φώναξε. Ύστερα μαζεύτηκε στην καρέκλα σαν ξεφουσκωμένος κι άρχισε να κλαίει ανθρώπινα.</b></span><span style="font-family: Roboto;"><b><br /></b></span><span style="font-family: Roboto;"><b>Ήταν ορφανούλι ο Ελιέζερ μας. Έρχονταν τακτικά και του δίναμε φαγητό. Τον ντύναμε με τίποτα παλιά ρούχα μου. Μας αγαπούσε όσο και τη γιαγιά του. Όμως μια μέρα δεν κρατήθηκε, μου άρπαξε το χέρι κι ακούμπησε το μάγουλο με δύναμη, σαν να ήθελε να το αποτυπώσει για πάντα στην τρυφερή σάρκα του.</b></span><span style="font-family: Roboto;"><b><br /></b></span><span style="font-family: Roboto;"><b>Η μάνα μου είχε πει πως κουβέντιασε με τη γιαγιά του παιδιού. Η γριά, ανάμεσα στ’ άλλα της βάσανα, της μίλησε και για τον Ελιέζερ της: «Γυρίζει πάντα πικραμένο από τα γειτονόπουλα, ύστερα κουρνιάζει πλάι μου βουβό». Σκιάζονταν η γριά πως θα της μαράζωνε. Κι αλήθεια, το παιδί γίνονταν όλο και πιο χλωμό. Τα μάτια του ήταν γιομάτα απορία και μυστική θλίψη. Τότε σκέφτηκα να προχωρήσω πέρα από το φαγητό που του έδινα. Του έφκιασα ένα ροδάνι, παιγνίδι παλιάς εποχής, που είχε σανιδένια ρόδα. Το έβαψα με χτυπητά χρώματα. Το άλλο πρωί πήγα στο σπιτάκι του. Κοιμόταν ακόμα. Παρακάλεσα τη γριά να μην το ξυπνήσει. Ακούμπησα το παιγνίδι στον τοίχο, απέναντί του, για να είναι το πρώτο πράγμα που θ’ αντίκριζε. Περίμενε με τη γριά. Ο ήλιος φώτιζε το ροδάνι όταν ο Ελιέζερ έπαιξε με τα μάτια. Τα στήλωσε κρατώντας την ανάσα. Τα έκλεισε, τα ξανάνοιξε και σαλτάροντας το αγκάλιασε. Ύστερα με πρόσεξε. Τότε ήταν που κόλλησε το μάγουλο στο χέρι μου. Όπως κατάλαβα, δεν ήταν για το παιγνίδι αυτό καθ’ εαυτό που μου φέρθηκε έτσι, ήταν που διψούσε για στοργή. Άλλη μέρα του έφκιασα χαρταετό. Ανεβήκαμε πάνω στο φρούριο. Πριν καλά καλά ψηλώσει, μας έδιωξαν οι Γερμανοί με χουγιατά. Ο αετός κρεμάστηκε πάνω στις αγροσυκιές που φυτρώνουν στα πλευρά του κάστρου. Πήγαινε κάθε μέρα και τον έβλεπε, ώσπου έμεινε ο καλαμένιος σκελετός. Ξεχνούσε να γυρίσει στη γιαγιά. Εκείνη μου τα έλεγε. Παραμιλούσε στον ύπνο του. Φώναζε τ’ όνομά μου, με καλούσε να το γλιτώσω από κάποιον κίνδυνο. Έλεγε στη γιαγιά πως ονειρεύεται τον αετό, τον αψηλώνει, μα τον αρπάζει πάντα ο στρατιώτης που φυλάει σκοπός στην τάπια.</b></span><span style="font-family: Roboto;"><b><br /></b></span><span style="font-family: Roboto;"><b>Άφησα τον τζουτζέ να κλαίει σιγά και τη μάνα μου να χουχουλίζει τα χέρια. Κατέβηκα προς τη λίμνη περνώντας από το σοκάκι του Ελιέζερ. Στάθηκα μπροστά στο κλειστό χαμόσπιτο. Στο πρώτο σκαλί ήταν το ροδάνι του σπασμένο. Ίσως το παιδί θέλησε να το πάρει μαζί του, μα του το πέταξαν. Ύστερα γύρισα στην αγορά. Οι Γερμανοί έκλεβαν τα Εβραίικα μαγαζιά. Από το βουνό κατέβαινε ψύχρα. Εκεί θα χιόνιζε.</b></span><span style="font-family: Roboto;"><b><br /></b></span><span style="font-family: Roboto;"><b>— Θα πεθάνουν όπως τους πήραν γυμνούς; καταλαβαίνεις; Τρεις χιλιάδες άνθρωποι θα πεθάνουν…, είπε ο σιδεράς στον παραγιό του. Περνούσα και τ’ άκουσα. Ο σιδεράς κρατούσε την αλυσίδα του φυσερού και είχε πένθος στο μανίκι του. Τότε δεν κρατήθηκα. Τράβηξα για τον πουκαμισά. Ήξερα πως ήταν από τα φανατικά μέλη των Ε.Ε.Ε., μιας προπολεμικής οργάνωσης με αντισημιτικές εκδηλώσεις.</b></span><span style="font-family: Roboto;"><b><br /></b></span><span style="font-family: Roboto;"><b>— Θέλω μαύρο πουκάμισο, του είπα.</b></span><span style="font-family: Roboto;"><b><br /></b></span><span style="font-family: Roboto;"><b>Με κοίταξε εξεταστικά: «Για να σηκώνει τη λέρα;» ρώτησε ειρωνικά.</b></span><span style="font-family: Roboto;"><b><br /></b></span><span style="font-family: Roboto;"><b>— Όχι, μα για να σηκώσει όλα τα πένθη, απάντησα. Πλήρωσα και πήγα σπίτι να το φορέσω.</b></span></div><div><span style="font-family: Roboto;"><b><br /></b></span><span style="font-family: Roboto;"><b><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://assets.gy.digital/eHjdaus_n9tSabJIVzFImeNpj5I=/fit-in/500x700/filters:fill(white)/s3.gy.digital%2Fmetaixmio%2Fuploads%2Fasset%2Fdata%2F9830%2F978-960-375-270-7_1.jpg" imageanchor="1" style="clear: left; float: left; margin-bottom: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="700" data-original-width="500" height="320" src="https://assets.gy.digital/eHjdaus_n9tSabJIVzFImeNpj5I=/fit-in/500x700/filters:fill(white)/s3.gy.digital%2Fmetaixmio%2Fuploads%2Fasset%2Fdata%2F9830%2F978-960-375-270-7_1.jpg" width="229" /></a></div><br /><a href="https://www.giannena-e.gr/%CE%A0%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82/ekdiloseis/1biografiko%20Tziobas%20Frixos.aspx">Φρίξος Τζιόβας,</a> Το πένθος( συλλογή Έξοδος για πάντα) στο Μια πόλη στη λογοτεχνία. Γιάννενα, Χριστόφορος Μηλιώνης [επιλογή κειμένων],</b></span><b style="font-family: Roboto;"> Μεταίχμιο, Αθήνα 2002.</b></div><p><br /></p>sofiahttp://www.blogger.com/profile/10629903599548963090noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-9136407801630998417.post-18487308340751778612022-01-09T09:41:00.000+02:002022-01-09T09:41:25.012+02:00Τέως δέντρα (Χριστουγέννων)<div style="text-align: left;"> <div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://www.iefimerida.gr/sites/default/files/styles/medium_article_image/public/archive-files/dentro-708_5.jpg?itok=efURraST" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="400" data-original-width="800" height="320" src="https://www.iefimerida.gr/sites/default/files/styles/medium_article_image/public/archive-files/dentro-708_5.jpg?itok=efURraST" width="640" /></a></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><br /></div></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>...Τα τέως χριστουγεννιάτικα δέντρα ελλοχεύουν στα πεζοδρόμια, με τα υπολείμματα των εορταστικών μπαμπακιών απάνω τους, σε νέα διευθέτηση τώρα: χάρη στον άνεμο και στη βροχούλα, θυμίζουν έντονα την Κυρία με τας Καμελίας. ( Όχι, αυτή δεν επιδέχεται δημοτική. "Με τις Καμέλιες" θυμίζει προσβλητικά διαφημιστικό μεταπολεμικής σερβιέτας. " Με τα Καμελίας" μένει φθισικιά.) Κι αυτηνής το τέλος πρέπει να ήταν αισθητικά ταπεινωτικό, ανάμεσα σε μεταχειρισμένα μπαμπάκια, όχι πολύ καθαρές δαντέλες, άφθονες λεκάνες γύρω στο ανάκλιντρο. Ας λέει ο Δουμάς. Και, φημολογείται, ήταν φάλτσα, απρόσφορη για όπερα.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Κάτω από έναν ούτε καν χλωροφορμισμένο ουρανό, κύριε Έλιοτ, τα τέως χριστουγεννιάτικα δέντρα δεν περιμένουν απορριματοφόρο. Περιμένουν τις Απόκριες, που θα τα βρουν στην ίδια θέση, τέως δέντρα πια, με πρόσθετη διακόσμηση το πέλμα θυσιασμένης γαλοπούλας, αποτρόπαιο με το μαύρο του γάντι ως το γόνατο και τα νύχια κουλουριασμένα σε στάση επαιτείας. Ο άνεμος τούς επιθέτει και καμία ψαροκεφαλή, ή κανένα γυναικείο καλσόν, προσωρινό ένοικο που περιμένει τον επόμενο ζέφυρο για περαιτέρω ταξίδια.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Το Πάσχα, οι μούμιες πλέον των χριστουγεννιάτικων δέντρων μετατοπίζονται ελαφρά, κατά τις ανάγκες του παρκαρίσματος. Εκτός αν κάποιος Αθηναίος που έφυγε με τ' αμάξι του για το χωριό του ( Πάσχα βλέπεις) δεν θα ξαναγυρίσει ποτέ. Ευρυχωρία προσωρινή· άλλος θα καταλάβει τη θέση του, στο παρκάρισμα.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Πριν έλθει ο Αύγουστος, τα φαντάσματα πλέον των χριστουγεννιάτικων δέντρων εξαφανίζονται. Μεταμφιεσμένα τώρα σε λεπτή σκόνη. Και τα μελτέμια που, μη γνωρίζοντας γεωγραφία, αντί για το Αιγαίο ξέπεσαν πρόσφυγες στην Αθήνα, παίρνουν μαζί τους τη σκόνη που κάποτε ήταν δέντρο και, στον δρόμο τους προς αναζήτηση πελάγους, την αποθέτουν πάνω στα δάση με τα έλατα.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Έτσι η τέφρα των νεκρών επιστρέφει σπίτι της. Όπου θα λιπάνει τα νεαρά έλατα, να προλάβουν να ψηλώσουν, να' ναι έτοιμα για τα ερχόμενα Χριστούγεννα. Εκτός αν τα προλάβει καμία πυρκαγιά. Που ίσως να την επιζητούν. Ή πάντως να την προτιμούν: γιατί τότε πεθαίνουν στο σπίτι τους.(απόσπασμα)</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Παύλος Μάτεσις, Έκθεσις ιδεών, Καστανιώτης, Αθήνα 2006</b></span></div>sofiahttp://www.blogger.com/profile/10629903599548963090noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-9136407801630998417.post-110292607877041872022-01-07T10:19:00.000+02:002022-01-07T10:19:36.525+02:00Ο Κώστας Μπόσης για τον Άη Στράτη<div style="text-align: left;"> <div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgAqF_KnSUKzTEWx9rMCULoikDA129qZeWtVIS9kqUToHJFKBrWy0mybgalTY8XMO4aTqQDi2tPRqAQMXx5YFx_9WDGXXNHka8c61rw81LBHOjJgsuRhtXWKeHwUSlJZzI1j9JcRUp6DAKr/s400/AH+STRATHS.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="400" data-original-width="274" height="400" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgAqF_KnSUKzTEWx9rMCULoikDA129qZeWtVIS9kqUToHJFKBrWy0mybgalTY8XMO4aTqQDi2tPRqAQMXx5YFx_9WDGXXNHka8c61rw81LBHOjJgsuRhtXWKeHwUSlJZzI1j9JcRUp6DAKr/w274-h400/AH+STRATHS.jpg" width="274" /></a></div><br /><span style="font-family: Open Sans;"><b>Με αφορμή την επίσκεψη του Πρωθυπουργού κ. Μητσοτάκη στον Άη - Στράτη και τις δηλώσεις του, ο νους μου πήγε στο εμβληματικό , αλλά σπάνιο πλέον βιβλίο του <a href="http://kostasbosis.blogspot.com/2012/12/blog-post.html">Κώστα Μπόση</a> :<a href="http://kostasbosis.blogspot.com/2013/04/blog-post_21.html">" Αη- Στράτης, Η μάχη της πείνας των πολιτικών εξορίστων στα 1941"</a>. </b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Όταν διάβασα το βιβλίο για πρώτη φορά , είχα συγκλονιστεί με τα όσα έγραψε ο Κώστας Μπόσης , αλλά και με τον τρόπο που τα έγραψε. Είχα αναρτήσει τότε,<a href="http://ofisofi.blogspot.com/2012/12/1941.html"> Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012</a> το παρακάτω κείμενο - παρουσίαση:</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>***</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><div style="font-weight: bold;">Στα δικαιώματα του πολίτη</div><div style="font-weight: bold;">θα έπρεπε να ανήκει</div><div style="font-weight: bold;">και το δικαίωμα</div><div style="font-weight: bold;">να γνωρίζει την ιστορία του.</div><div style="font-weight: bold;">Φίλιππος Ηλιού</div><div style="font-weight: bold;"><br /></div><p style="text-align: left;"><b>Με αυτά τα λόγια καλωσορίζει τον επισκέπτη η ιστοσελίδα του Μουσείου Δημοκρατίας στον Αη – Στράτη. <br />Όταν είχα επισκεφτεί την ιστοσελίδα δεν μπορούσα να φανταστώ τι ακριβώς κρυβόταν πίσω από τις πληροφορίες και τις φωτογραφίες που παρατίθενται. Ειδικά η ενότητα που αναφέρεται στα θύματα της πείνας το χειμώνα του 1941- 1942 είναι γραμμένη πολύ τυπικά και δεν νομίζω ότι μπορεί να καταλάβει κανείς το μέγεθος του εγκλήματος που συντελέστηκε εκεί.<br /><i>«Το "τελευταίο έγκλημα της 4ης Αυγούστου" είχε τραγικές συνέπειες για τους εκτοπισμένους στον 'Αη-Στράτη. Πριν την άφιξη της Γερμανικής Φρουράς, τον Μάιο του 1941, οι εκτοπισμένοι ζήτησαν να ελευθερωθούν για να αγωνισθούν κατά του κατακτητή. Τρεις όμως από τους διαμαρτυρόμενους εκτοπισμένους βρήκαν τον θάνατο από τις σφαίρες των ανδρών της Χωροφυλακής. Μετά την παράδοση του νησιού οι χωροφύλακες περιόρισαν τους εκτοπισμένους στο Αναρρωτήριο. Τον χειμώνα του 1941-1942 πέθαναν εκεί από την πείνα τριάντα τρεις εκτοπισμένοι. Όσοι επέζησαν, απελευθερώθηκαν τον Ιούλιο του 1943 με ένα καΐκι του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Ναυτικού (ΕΛΑΝ), τμήματος του ΕΛΑΣ.»</i><br />Είχα την τύχη να διαβάσω ένα δυσεύρετο βιβλίο και να ανακαλύψω μέσα στις σελίδες του τις λεπτομέρειες και τις άγνωστες πτυχές αυτού του «τελευταίου εγκλήματος της 4ης Αυγούστου» .<br />Ο Κώστας Μπόσης , εξόριστος στον Αη – Στράτη εκείνη την περίοδο και ένας από τους λίγους που επέζησαν, καταθέτει μια συνταρακτική μαρτυρία για τη ζωή των εξορίστων και το μαρτύριο στο οποίο υπεβλήθησαν με μοναδικό στόχο την εξόντωσή τους με την εφαρμογή ενός οργανωμένου σχεδίου που προκάλεσε την πείνα .<br />Το βιβλίο « Αη- Στράτης, Η μάχη της πείνας των πολιτικών εξορίστων στα 1941» κρύβει μέσα στις 110 σελίδες του τις άγνωστες πτυχές αυτού του γεγονότος και παρουσιάζει με μοναδικά συγκλονιστικό τρόπο τη δύσκολη ζωή των εξορίστων , τις πολύπλοκες καταστάσεις που αντιμετώπιζαν από τις αρχές κράτησής τους, τον ιδεολογικό και ψυχολογικό πόλεμο που δέχονταν καθημερινά για να υπογράψουν δήλωση μετανοίας. Συγχρόνως παρουσιάζει μορφές και χαρακτήρες εξορίστων χωρίς ηρωικό πλαίσιο , αλλά στην ανθρώπινη διάστασή τους.<br />Ο Αη- Στράτης ένα όμορφο , μικρό και ειδυλλιακό νησί έγινε " ο τόπος μαρτυρίου"<br />" ο τόπος της εξορίας", " τόπος – κόλαση". Μια σειρά ζωντανών αντιθέσεων καταγράφει την απόσταση που υπήρχε ανάμεσα στην ομορφιά του τόπου και στη ζωή των εξορίστων, μια ζωή ανυπόφορη μέσα σε ένα πανέμορφο τόπο.<br />Πολλοί και διαφορετικοί άνθρωποι, απ’ όλα τα κοινωνικά στρώματα , απ’ όλη την Ελλάδα εκτοπίζονταν στον Αη – Στράτη από το 1929 και μετά. Θα συναντήσουμε ανθρώπους αγωνιστές αλλά και ανθρώπους χωρίς κάποια ιδιαίτερη δράση, χωρίς διάθεση να ταλαιπωρηθούν, που βρέθηκαν τυχαία εκεί ή αντιμετώπιζαν επιδερμικά, επιφανειακά το κίνημα. Ανάμεσα τους κινούνται πολλοί ασφαλίτες με τη μάσκα του πολιτικού εξόριστου. Αυτούς χρησιμοποιούσε η Ασφάλεια για να σπάσει το συνδετικό ιστό των εξορίστων, να διαβρώσει τις συνειδήσεις, να λυγίσει τις αντιστάσεις. Αυτοί ήταν και οι πιο επικίνδυνοι , γιατί δούλευαν ύπουλα και μεθοδικά.<br />Οι ζωντανοί διάλογοι ανάμεσα στους εξορίστους αναπαριστούν τη δυσκολία να διακρίνει κάποιος την προπαγάνδα της Ασφάλειας από τις σωστές κομματικές θέσεις και αρχές , αναδεικνύουν τις έντονες ιδεολογικές συγκρούσεις.<br />Ο Μπόσης είναι ο ίδιος εξόριστος, ζει την κάθε μέρα, βιώνει την κάθε δυσκολία και είναι σε θέση με την καθημερινή εμπειρία και επαφή να τοποθετήσει τους συνεξόριστους του στη ανάλογη θέση και να ορίσει το διαφορετικό μέγεθος του καθένα. Δεν ήταν όλοι οι εξόριστοι ίδιοι, δεν είχαν τις ίδιες αντοχές. « Υπάρχει κόσμος και κοσμάκης» που η Ασφάλεια χρησιμοποιεί σκόπιμα κυρίως για την υπογραφή δηλώσεων μετανοίας.<br />Από την άλλη περιγράφει τις προσπάθειες των εξορίστων να οργανώσουν τη ζωή τους, να καλλιεργήσουν τη γη, να εκθρέψουν ζώα, να μορφωθούν και γενικά να μπορέσουν να αντέξουν τις πολύ δύσκολες συνθήκες, να κρατηθούν όρθιοι στο μόνιμο αγώνα τους με τους δεσμώτες τους.<br />Δεν παραλείπει όμως να σκιαγραφήσει τις αυταπάτες που έτρεφαν σχετικά με την απελευθέρωσή τους. Η απομόνωση τους από τα κέντρα επιχειρήσεων δημιουργούσε λαθεμένες εντυπώσεις για τις πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις και έτσι ό καθένας έκρινε τα πράγματα ανάλογα με τις αντοχές του.<br /><i>« Η σφαίρα μας στριφογύριζε στο άπειρο. Μαζί της κι ο Αη – Στράτης που ούτε σημαδευότανε απάνω της. Κι απάνω του εμείς καρφωμένοι. Η ζωή πάντα ίδια σχεδόν κυλούσε. Οι μέρες, η μια κοντά στην άλλη, φύγανε και γεμίζανε χρόνια. Ένα...δυο...τρία...τέσσερα....πέντε...κάθε βδομάδα ερχόταν το καράβι. Κάθε βδομάδα έφευγε. Καινούριους έφερνε, παλιούς έπαιρνε. Καινούρια όνειρα, πόθους και ελπίδες κι απαντοχές ζωντάνευε, ικανοποιούσε κι έσβηνε. Η ομάδα μεσοπέλαγα πάλευε με τις φορτούνες και προχωρούσε. Κι ο καθένας πάλευε με τη φύση, τους συντρόφους, τον εαυτό του και ζούσε ή πέθαινε»</i><br />Αποκλεισμένοι στο νησί οι εξόριστοι νιώθουν τους τριγμούς που προκαλεί η κατάρρευση του μετώπου και η νίκη των Γερμανών. Ζουν τραγικές στιγμές καθώς οι ντόπιες αρχές τούς παραδίδουν στους Γερμανούς κατακτητές και αυτοί με τη σειρά τις ορίζουν φύλακές τους. Οι σκληρές συνθήκες γίνονται ακόμα σκληρότερες και ο αγώνας τους είναι αγώνας ζωής.<br />Όσο μεγαλώνουν οι αντιξοότητες και οι δυσκολίες ο συγγραφέας θίγει όλο και περισσότερο το θέμα της ενότητας των εξορίστων, οι οποίοι δεν είχαν ποτέ ενιαία συμπεριφορά . Οι πιο ώριμοι , οι πιο συνεπείς ιδεολογικά κάνουν έκκληση να <i>« σταματήσουν οι γκρίνιες, τα μίση, ο φραξιονισμός. Κάθε σκάρτο να ξεκαθαρίσει. Πρέπει να ξέρουμε πως θα’ χουμε συνοχή, ενότητα, ασφάλεια, πρέπει η ομάδα να γίνει βράχος που πάνω του θα σπάει η μανία του αντιπάλου».</i><br />Ο Μπόσης με μεγάλη ειλικρίνεια δηλώνει ότι τα πράγματα στην εξορία δεν ήταν όπως τα φαντάζεται κάποιος που δεν έκανε εξορία. Οι άνθρωποι εκεί δεν ήταν τέλειοι και υποστηρίζει ότι πολλοί θα απογοητευθούν διαβάζοντας τις σελίδες αυτού του βιβλίου. Αιτιολογεί την άποψη του τοποθετώντας την ομάδα των εξορίστων μέσα στην κοινωνία, θεωρώντας την κομμάτι της που έφερνε μαζί όλες τις αντιθέσεις – αρνητικές και θετικές. Το παλιό και το καινούριο « το μίσος και η αγάπη, η προδοσία κι η θυσία, η δειλία κι ο ηρωισμός, η λιποψυχία κι η αυτοθυσία» μαζί με πολλά άλλα συνέθεταν τους χαρακτήρες , τις προσωπικότητες και τις συμπεριφορές τους.<br />Η απογοήτευση δεν συγκαταλέγεται ανάμεσα στα συναισθήματα που μού προκαλεί η ανάγνωση του βιβλίου. Αντίθετα η τοποθέτηση των εξορίστων μέσα σε ανθρώπινα πλαίσια και διαστάσεις βοηθάει να τους δω ως ανθρώπους και όχι σαν υπερφυσικά όντα που δεν πονούσαν, δεν λύγιζαν , δεν υπέφεραν , δεν αγωνιούσαν , δεν φοβόντουσαν. Το μεγαλείο όσων άντεξαν , είτε έχασαν τη ζωή τους είτε έζησαν, βρίσκεται ακριβώς σε αυτή την οπτική. Ήταν άνθρωποι με σάρκα και οστά, με πάθη και αδυναμίες, που κατόρθωσαν να κάνουν την υπέρβαση ακόμα κι όταν αναγκάστηκαν να πέσουν πολύ χαμηλά. Όλη αυτή η τιτάνια προσπάθεια φαίνεται στον τρόπο που αντιμετώπισαν την πείνα.<br />Η πείνα ήταν το αποτέλεσμα του δόλιου σχεδίου που οργάνωσαν οι ανθρωποφύλακες. Οι εξόριστοι παρασύρθηκαν να καταναλώσουν όλες τις προμήθειές τους πιστεύοντας ότι θα απελευθερωθούν και θα φύγουν από το νησί. Αυτή η πίστη καλλιεργήθηκε από ανώτατους αξιωματούχους. Στην ουσία όμως οι αρχές έστησαν μια καλά οργανωμένη παγίδα για να τούς οδηγήσουν στην εξόντωση , στον αφανισμό αφού όμως πρώτα περάσουν όλα τα στάδια του εξευτελισμού. Δεν είναι τυχαίο ότι παράλληλα με την απειλή της πείνας που υψώνεται καθημερινά μπροστά τους αρχίζει και η διαλυτική δουλειά από τα μέσα , με τους δηλωσίες.<br />Η πείνα είναι το εμπόδιο που έχει στόχο να παραλύσει πρώτα τη σωματική δύναμη και μετά τη θέληση τους. Το νόημα βρίσκεται στη στάση και την αντίσταση τους. Η ηθική δύναμη έρχεται να υποκαταστήσει μέρα τη μέρα τη σωματική που συνεχώς αδυνατίζει. Όσο μεγαλώνει η πείνα τόσο πιο έντονος ο πειρασμός της δήλωσης που δουλεύει σαν πολιορκητικός κριός στις συνειδήσεις των εξορίστων. Πολύ έντονες οι ιδεολογικές και οι ψυχικές συγκρούσεις. Υπάρχουν άνθρωποι και άνθρωποι. Κρίνονται πιο τίμιοι εκείνοι που παραδέχονται ότι λύγισαν γιατί δεν άντεχαν παρά εκείνοι που έψαχναν προσχήματα ιδεολογικά και πολιτικά για να δικαιολογήσουν την πράξη τους.<br />Κάθε μέρα προστίθενται νέες απειλές που χτυπούν κατ’ ευθείαν στην ψυχή, στη συνείδηση. Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό της απειλούμενης εκτέλεσης κάποιων εξορίστων που συνεχώς παρατείνεται έτσι ώστε να εντείνεται ο ψυχολογικός πόλεμος, να αυξάνεται ο φόβος και η αγωνία.<br />Οι άνθρωποι διαλύονται σιγά σιγά, τα σώματα σωριάζονται , οι αντοχές εγκαταλείπουν , ο θάνατος καραδοκεί και κάποιους τους παρασέρνει σε άνιση μάχη κατορθώνοντας να αναδειχτεί νικητής.<br />Είναι θαυμαστή η ψυχογραφική δεινότητα του Μπόση καθώς με μεγάλη μαστοριά αφηγείται περιγράφοντας τις αντιδράσεις των πεινασμένων. Σκελετωμένα σώματα με αποστεωμένα πρόσωπα σέρνονται, βουλιάζουν μέσα στη λάσπη και στα περιττώματα τους, αναζητούν εναγώνια ένα ψίχουλο , τα ένστικτα της επιβίωσης φέρνουν στην επιφάνεια πονηριές και κατεργαριές , χάνουν την αξιοπρέπειά τους. Το κυριότερο είναι όμως ότι πολεμούν μεταξύ τους. Όσο θερίζει η πείνα τόσο μεγαλώνει το δίλημμα της υπογραφής ή όχι της δήλωσης.<br />Οι σκηνές αυτής της πάλης είναι συγκλονιστικές , ανατριχιαστικές γιατί οι εξόριστοι παλεύουν με όλα τα θεριά. Πείνα, χιόνι, κρύο, αέρηδες , πόνος, οδύνη, απελπισία σε κλιμακούμενη ένταση. Ζουν την κόλαση , στην κόλαση , νιώθουν την κρύα ανάσα του θανάτου που περνά δίπλα τους και ο καθένας δίνει τον προσωπικό του αγώνα για να κρατηθεί στη ζωή. Πολλοί πεθαίνουν με την αγωνία της πείνας χωρίς να ζήσουν την αγωνία του θανάτου.<br />Με πόσο ψυχικό σθένος και μεγάλη τέχνη κατορθώνει ο Μπόσης να αναπλάσει εκείνες τις στιγμές. Με μαγνητίζει η ένταση της σκηνής εκείνης που από τη μια ακούω τα κόκαλα των σκελετωμένων να τρίζουν σε κάθε τους κίνηση και από την άλλη νιώθω το φαρμακερό κρύο και το λυσσασμένο αέρα που κτυπούν ανελέητα το νησί και τους ανθρώπους. Είναι τρομακτική η αναλογία της σύγκρισης με τον διαβολόκαιρο, το εκφραστικότατο λεξιλόγιο, οι δυνατές εικόνες.<br /><i>« Μια γραμμή από σκελετούς βαδίζουμε, άλλοι μπροστά κι άλλοι πίσω από το θάνατο. Κυλούσαμε μέσα σε μια κόλαση κι απ’ τον ένα κύκλο τον άσχημο περνούσαμε στον άλλο. Το χειρότερο! έξω διαβολόκαιρος. Κρύο φαρμάκι. Οι αγέρηδες δυνατοί και τσουχτεροί πέφτανε με δύναμη πάνω στον ξερόβραχο σαν να’ θελαν να τον ξεθεμελιώσουν . Η θάλασσα ασπρογάλαζη, φοβερή μούγκριζε, έτρεχε σαν δαιμονισμένη απ’ τη Λήμνο προς τα ξερονήσια και τη Σκύρα. Χτυπούσανε με λύσσα σ’ ένα κάβο, απέναντι απ΄το χωριό, στη γωνιά του Λένιν( έτσι βγάλανε τον κάβο οι εξόριστοι) , το νερό σηκωνότανε οργιές στον αέρα. Γινότανε αχνός, έκρυβε τη γη. Νόμιζες πως το υγρό στοιχείο βάλθηκε να τον ξεριζώσει. Να σαρώσει εκείνο το εμπόδιο και ύστερα λεύτερο να παίξει, να τρέξει προς το νοτιά. Λεπτούτσικα, μολυβένια σύννεφα τρέχανε στον απέραντο ουρανό, λες και παίζανε κυνηγητό με τα κύματα. Κουβαράκια – κουβαράκια μαζεμένοι κάτω απ’ τα σκεπάσματα. Η σκέψη ξεπερνούσε την πείνα. Τρυπάνι μυτερό που έφερνε πόνο, απογοήτευση. Έτρεχε, γύριζε, έκλωθε στο ίδιο πρόβλημα. « Τι θα γίνουμε; Θα πεθάνουμε, αλλά πότε και με τι μαρτύρια;»</i><br />Ο φόβος του θανάτου , η τρέλα, μια « βαθιά λαβωματιά» , ένας ανοιχτός τάφος. Κι όμως η ζωή , η ελπίδα δεν έχουν εγκαταλείψει ακόμη τα σκελετωμένα σαρκία. Η δύναμη της αλληλεγγύης που προσπαθεί να πιαστεί από το ψωμάκι, το ψίχουλο που δίνει ο ένας πεινασμένος στον άλλο, η αγάπη για το σύντροφο , η επιθυμία να τον κρατήσει στη ζωή <i>«Δεν είναι μικρός ηρωισμός. Ρίξε μια ματιά γύρω σου , κάμε μια προσπάθεια , φεύγα από τον εαυτό σου. Λησμόνα το φαΐ».</i><br />Τεράστιο το μέγεθος της ψυχικής δύναμης, της αντοχής , της καρτερίας οδηγεί στην κατάκτηση της ηθικής ελευθερίας. Αυτοί που άντεξαν και δεν λύγισαν , δεν υπέγραψαν κατέκτησαν την Υψηλή Θέση σύμφωνα με το Σολωμό, διότι συγκρούστηκαν με αντίθετες δυνάμεις και νίκησαν ή πέθαναν ελεύθεροι.<br />Τριάντα τρεις οι νεκροί.<br />Ποιος τους γνωρίζει; Ποιος τούς τιμά; Πόσο ανάπηρη είναι η ιστορία που διδαχθήκαμε και η ιστορία που διδάσκουμε; Η μισή γνώση της ιστορίας οδηγεί στην άγνοια και αυτή με τη σειρά της ανοίγει μια μαύρη τρύπα που καταπίνει ό,τι δεν ανήκει στους νικητές. Μόνο όποιος καταδυθεί μέσα της θα μπορέσει να βρει την άκρη του νήματος και θα το τραβήξει στην επιφάνεια. Τότε θα βρουν δικαίωση οι νεκροί και συνεχιστές ο αγώνας τους. </b></p><p style="text-align: left;"><b><br />Κώστας Μπόσης , Αη –Στράτης, Η μάχη της πείνας των πολιτικών εξορίστων στα 1941, Αθήνα 1994<span style="font-family: Open Sans;"><br /></span></b></p><p style="text-align: left;"><b>Και μία ακόμη ανάρτηση για τις εκδοτικές προσεγγίσεις στο σχετικό θέμα με τίτλο:</b></p><p style="text-align: left;"><b><a href="http://ofisofi.blogspot.com/2014/03/1941.html">Ο Άη - Στράτης, η μάχη της πείνας των πολιτικών εξορίστων στα 1941 και οι εκδοτικές προσεγγίσεις τους</a></b></p><p style="text-align: left;"><b><br /></b></p></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div>sofiahttp://www.blogger.com/profile/10629903599548963090noreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-9136407801630998417.post-47804053009869503452022-01-06T09:03:00.000+02:002022-01-06T09:03:57.087+02:00Ενάμισι δευτερόλεπτο φως...<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://c.pxhere.com/photos/f4/8c/night_clouds_lighthouse_sea_evening_sky_sky_blue-1382455.jpg!d" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="533" data-original-width="800" height="426" src="https://c.pxhere.com/photos/f4/8c/night_clouds_lighthouse_sea_evening_sky_sky_blue-1382455.jpg!d" width="640" /></a></div><br /><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: left;"> <span style="font-family: Open Sans;"><b>...συγκέντρωσε τότε το βλέμμα του πάνω σε ένα διερχόμενο πλοίο που πήγαινε μαζί με τον άνεμο και με ρεύματα προς το νοτιά, ήταν λίγο πριν χαθεί ο ήλιος στον ορίζοντα για τα καλά, και το πλοίο είχε ταχύτητα μικρότερη απ' τα κύματα, το προσπερνούσε η θάλασσα· δεν είχε ξαναδεί εικόνα ποτέ του τόσο γαλήνια και πρωτότυπη ο μετεωρολόγος, να προσπερνάει το βαπόρι η θάλασσα και να είναι τόσο ήρεμη και σταθερή η πορεία και των δύο, παρέμεινε λοιπόν εκεί προσηλωμένος για ώρα, για όσο σκοτείνιαζε ο κόσμος λεπτό με το λεπτό, και περίμενε με την περιφερειακή του όραση να αντιληφθεί τον φάρο να ανάβει για πρώτη φορά, ώσπου, λίγο πριν σκοτεινιάσει εντελώς και λίγο πριν χαθεί το πλοίο από τα μάτια του, στις 20.49 ακριβώς ήρθε η πρώτη αναλαμπή, και ένα χαμόγελο γλύκας και ικανοποίησης έλαμψε στο πρόσωπο του Καιρού, που ημέρεψε αμέσως και κάθισε εκεί στη θέση του, δεν μετακινήθηκε καθόλου μέχρι να δει τον φάρο να ανάβει για δεύτερη φορά και ύστερα για τρίτη, για κάμποσες φορές, έως να συνηθίσει την περιοδικότητα και μέχρι να πέσει η νύχτα εντελώς, να απομείνει μοναχά το ενάμισι δευτερόλεπτο φως του φαναριού να φέγγει κάθε τόσο τον βραχότοπο· τότε συνειδητοποίησε για πρώτη του φορά πόσο μεγάλο διάστημα είναι τα δεκαοχτώμισι δευτερόλεπτα, ιδίως όταν κάτι περιμένεις να συμβεί και ιδίως όταν αυτό το κάτι είναι τόσο μεγαλειώδες σε αίσθηση αλλά και τόσο μικρό ταυτόχρονα σε διάρκεια όσο μια αναλαμπή μέσα στο σκοτάδι· ένιωσε πόσο γλυκιά είναι η ελπίδα που σκορπίζει το ενάμισι δευτερόλεπτο φως ανάμεσα σε διαστήματα σκότους, αλλά και ταυτόχρονα και πόσο ακριβώς υπέροχη γαλήνη είναι τα δεκαοχτώμισι δευτερόλεπτα της σκοτεινιάς ανάμεσα στις στιγμιαίες εκτυφλωτικές εκείνες· γενικώς είχε κάτι το μαγικό όλη αυτή η κατάσταση...</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Γιάννης Μακριδάκης, Ενάμισι δευτερόλεπτο φως, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2020</b></span></div>sofiahttp://www.blogger.com/profile/10629903599548963090noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-9136407801630998417.post-14723400652164161312022-01-04T16:32:00.000+02:002022-01-04T16:32:06.141+02:00Στις χαραυγές ξεχνιέμαι<p> </p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="315" src="https://www.youtube.com/embed/8i4nW4OevR0" width="560" youtube-src-id="8i4nW4OevR0"></iframe></div><br /><div class="separator" style="clear: both; text-align: left;"><div class="separator" style="clear: both;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Mάσκα δεν έχω να γυρνώ στο καρναβάλι ετούτο</b></span></div><div class="separator" style="clear: both;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>μόνο μια απόχη να τρυγώ της θάλασσας την πονηριά </b></span></div><div class="separator" style="clear: both;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>και της σιωπής τον πλούτο</b></span></div><div class="separator" style="clear: both;"><br /></div><div class="separator" style="clear: both;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Bάρα καλή, βάρα γερή, μια ντουφεκιά ζαχαρωτή</b></span></div><div class="separator" style="clear: both;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>κι άσε να νοιώσει η γαλαρία του χαρτοπόλεμου τη βία </b></span></div><div class="separator" style="clear: both;"><b style="font-family: "Open Sans";"><br /></b></div><div class="separator" style="clear: both;"><b style="font-family: "Open Sans";">Σκουπίδι η σκέψη την πετώ, τη λογική απαρνιέμαι</b></div><div class="separator" style="clear: both;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>μ' ένα σαράκι αρμένικο για δρόμους που δε θέλησα</b></span></div><div class="separator" style="clear: both;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>στις χαραυγές ξεχνιέμαι</b></span></div><div class="separator" style="clear: both;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div><div class="separator" style="clear: both;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Bάστα το νου, βάστα το νου να μην γκρινιάξει του καιρού</b></span></div><div class="separator" style="clear: both;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>πού 'φτιαξε με τον πόνο κλίκα και τσιγγουνεύεται στη γλύκα</b></span></div><div class="separator" style="clear: both;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div><div class="separator" style="clear: both;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><div class="separator" style="clear: both;">Στίχοι: Θανάσης Παπακωνσταντίνου</div><div class="separator" style="clear: both;">Μουσική: Θανάσης Παπακωνσταντίνου</div><div class="separator" style="clear: both;">Ερμηνεία: Γιώργος Μιχαήλ</div><div class="separator" style="clear: both;">Δίσκος: Αγία Νοσταλγία (1993)</div><div class="separator" style="clear: both;"><br /></div></b></span></div></div><br /><p></p>sofiahttp://www.blogger.com/profile/10629903599548963090noreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-9136407801630998417.post-67459835444302670332021-12-29T09:58:00.000+02:002021-12-29T09:58:27.886+02:00Καλή χρονιά<div style="text-align: left;"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEjfKbB8Q77ekEygubtHCnW8FHqopXCu9B-mgNKfYfpESKP03Pw4mUkMmvTBnFEqVr1Aqr3KD8JvIRy_OGkBTXyEkEEx8vGLYMKMiDsoKqOieAx-uZoRQQsqYwgw_APkAzL1aP9FglPUFn9slTnMhVFh55EwDClkyFEYzmXKBKX7czAaM2A2sxVrVVgF=s308" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="308" data-original-width="250" height="400" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEjfKbB8Q77ekEygubtHCnW8FHqopXCu9B-mgNKfYfpESKP03Pw4mUkMmvTBnFEqVr1Aqr3KD8JvIRy_OGkBTXyEkEEx8vGLYMKMiDsoKqOieAx-uZoRQQsqYwgw_APkAzL1aP9FglPUFn9slTnMhVFh55EwDClkyFEYzmXKBKX7czAaM2A2sxVrVVgF=w325-h400" width="325" /></a></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><a href="http://www.engonopoulos.gr/_homeEL/painting.oil.diplo3.html">Νίκος Εγγονόπουλος , Αργώ </a></b></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>***</b></span></div><div style="text-align: center;"><br /></div> <span style="font-family: Open Sans;"><b>Αν η νύχτα, αργή να περάση,</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Παρηγόρια μάς στέλνη τις παλιές τις σελήνες,</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Αν στου κάμπου τα πλάτη φαντασμάτων σκοτάδια</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Λυσικόμους παρθένες μ' αλυσίδες φορτώνουν,</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Ήρθ' η ώρα της νίκης, ήρθε ώρα θριάμβου.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Εις τα σκέλεθρα τ' άδεια στρατηγών πολεμάρχων</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Τρικαντά θα φορέσουν που ποτίστηκαν μ' αίμα,</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Και το κόκκινο χρώμα πούχαν πριν τη θυσία</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Θα σκεπάση μ' αχτίδες της σημαίας το θάμπος.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Νίκος Εγγονόπουλος, Μπολιβάρ, Ίκαρος , Αθήνα 1968, 3η έκδοση</b></span></div>sofiahttp://www.blogger.com/profile/10629903599548963090noreply@blogger.com2tag:blogger.com,1999:blog-9136407801630998417.post-89198041077247112792021-12-21T10:50:00.001+02:002021-12-22T11:04:28.531+02:00Χιόνια λιώνουν στον ήλιο<div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b> <div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEj1KTsb3nJ8djhdF2SnQwZ1T0Uh0z1f1250HkI2Q4nWDu4COQZLG3lc7nZqbjcmJ95q6zgbAPKmoanrbmWCvUrIuzXQMDXr3KWaPJFOLkLjbiziepNt5io-OuoJJNsLYPEcwpMYBLlzFNFquwm-AQBXoVy7Ygpf7GPm8XCh4Hm5ez6S9wAm86DtXTOV=s833" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="625" data-original-width="833" height="480" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEj1KTsb3nJ8djhdF2SnQwZ1T0Uh0z1f1250HkI2Q4nWDu4COQZLG3lc7nZqbjcmJ95q6zgbAPKmoanrbmWCvUrIuzXQMDXr3KWaPJFOLkLjbiziepNt5io-OuoJJNsLYPEcwpMYBLlzFNFquwm-AQBXoVy7Ygpf7GPm8XCh4Hm5ez6S9wAm86DtXTOV=w640-h480" width="640" /></a></div><br />Ο πρωινός αέρας παρέδωσε τα γράμματά του με γραμματόσημα που έκαιγαν.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Το χιόνι έλαμπε κι όλα τα βάρη έγιναν πιο ελαφριά - ένα κιλό ζύγιζε 700 γραμμάρια μόνο.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Ο ήλιος κρεμόταν ψηλά πάνω απ' τον πάγο, αιωρούμενος στο ίδιο σημείο, ζεστός και κρύος συγχρόνως.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Ο άνεμος φυσούσε απαλά σαν να έσπρωχνε παιδικό καροτσάκι.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Οι οικογένειες βγήκαν έξω, είχαν να δουν καθαρό ουρανό εδώ και καιρό.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Βρισκόμασταν στο πρώτο κεφάλαιο μιας πολύ συγκινητικής ιστορίας.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Η λιακάδα κόλλησε πάνω σ' όλα τα γούνινα σκουφιά σαν γύρη πάνω σε αγριομέλισσες</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>και η λιακάδα κόλλησε πάνω στη λέξη ΧΕΙΜΩΝΑΣ κι έμεινε κει ως το τέλος του χειμώνα.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Μια νεκρή φύση με ξυλεία πάνω στο χιόνι με γέμισε σκέψεις. Τη ρώτησα:</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>" Έρχεσαι να πάμε μαζί στην παιδική μου ηλικία;" Απάντησε "ναι'.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Μέσα στους θάμνους ακούστηκε μουρμουρητό από λέξεις μιας καινούργιας γλώσσας:</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>τα φωνήεντα ήταν γαλάζιος ουρανός και τα σύμφωνα μαύρα κλωνάρια,</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>και μιλούσε τόσο απαλά πάνω απ' το χιόνι.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Όμως το αεριωθούμενο που υποκλίθηκε με φούστα από βροντές</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>έκανε τη σιωπή πιο βαθιά.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div><div style="text-align: left;"><br /></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><a href="https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A4%CE%BF%CF%8D%CE%BC%CE%B1%CF%82_%CE%A4%CF%81%CE%AC%CE%BD%CF%83%CF%84%CF%81%CE%B5%CE%BC%CE%B5%CF%81">Tomas Tranströmer</a></b></span><b style="font-family: "Open Sans";"> , ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Εισαγωγή - Μετάφραση: Βασίλης Παπαγεωργίου, Εκδόσεις Printa, Αθήνα 2004 </b></div>sofiahttp://www.blogger.com/profile/10629903599548963090noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-9136407801630998417.post-52589578238066647992021-12-11T11:29:00.005+02:002021-12-11T11:29:53.576+02:00Φυσάει<p></p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="315" src="https://www.youtube.com/embed/NopBeT9HNHE" width="560" youtube-src-id="NopBeT9HNHE"></iframe></div><br /><div class="separator" style="clear: both; text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Ποίηση : Τάσος Λειβαδίτης</b></span></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Μουσική: Γιώργος Τσαγκάρης</b></span></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Ερμηνεία: Βασίλης Παπακωνσταντίνου</b></span></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Απαγγελία: Γιώργος Μιχαλακόπουλος</b></span></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Δίσκος : Φυσάει ( 1993)</b></span></div><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /> </b></span><p></p>sofiahttp://www.blogger.com/profile/10629903599548963090noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-9136407801630998417.post-67565815351262422742021-12-09T12:12:00.000+02:002021-12-09T12:12:33.638+02:00«Έχουμε χρέος να τιμήσουμε τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Τάσου Λειβαδίτη το 2022»<p style="text-align: left;"> </p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://diastixo.gr/images/images/Various/2021/livaditis2021.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="400" data-original-width="800" height="320" src="https://diastixo.gr/images/images/Various/2021/livaditis2021.jpg" width="640" /></a></div><br /><div style="text-align: left;"><div style="text-align: right;"><span style="font-family: "Open Sans";"> </span><b style="font-family: "Open Sans";">του Γιώργου Δουατζή</b></div><div style="text-align: right;"><b style="font-family: "Open Sans";"><br /></b></div><b><span style="font-family: Open Sans;">Συμπληρώνονται, το 2022, εκατό χρόνια από τη γέννηση του μεγάλου μας ποιητή Τάσου Λειβαδίτη (1922-1988). Θεώρησα χρέος μου να καλέσω αρμόδιους, υπουργό και υφυπουργό Πολιτισμού, να τιμήσουν τη μνήμη του ορίζοντας το 2022 «Έτος Τάσου Λειβαδίτη». Την πρόταση για σειρά εκδηλώσεων μέσα στο 2022 στη μνήμη του αγαπημένου ποιητή –που συντρόφεψε πολλές γενιές και θα διαβάζεται από πολλές ακόμα– έκανα στην Εταιρεία Συγγραφέων και στον Δήμο Αθηναίων, του οποίου δημότης ήταν ο Λειβαδίτης.</span><span style="font-family: Open Sans;"><br /></span><span style="font-family: Open Sans;">Για την ιστορία, θέλω να αναφέρω ότι ο Τάσος Λειβαδίτης γεννήθηκε στο Μεταξουργείο, στην οδό Λεωνίδου 74, και έζησε μέχρι τον θάνατό του στην οδό Αχαρνών 35. Το έτος 2000, ο Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων απαλλοτρίωσε τον περιβάλλοντα χώρο και το πατρικό σπίτι του ποιητή, προκειμένου να χτιστεί το 156ο Δημοτικό Σχολείο.</span><span style="font-family: Open Sans;"><br /></span><span style="font-family: Open Sans;">Με πολλές προσπάθειες καταφέραμε να μην κατεδαφιστεί το οίκημα, να διασωθεί το σπίτι και με το ΦΕΚ 484/05-11-2007 του Υπουργείου Πολιτισμού χαρακτηρίστηκαν «ως μνημεία τα κτίσματα επί της οδού Λεωνίδου με αριθμούς 70 & 74 καθώς και ο μαντρότοιχος στον αριθμό 72. Τα συγκεκριμένα κτίσματα είναι χαρακτηριστικά δείγματα κτισμάτων μικρής κλίμακας των τελών του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, ανήκουν σε μια από τις παλαιότερες γειτονιές της Αθήνας και η διατήρησή τους θα συμβάλλει στη διαφύλαξη της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας της περιοχής από πολεοδομική, ιστορική και αρχιτεκτονική άποψη». Tο σπίτι του Λειβαδίτη, έκτοτε, ανήκει στον ΟΣΚ.</span><span style="font-family: Open Sans;"><br /></span><span style="font-family: Open Sans;">Τον Απρίλιο του 2008 συγκροτήθηκε επιτροπή, η οποία πραγματοποίησε αυτοψία στον χώρο και έκρινε απαραίτητη την άμεση λήψη μέτρων ασφαλείας, για την προστασία των διερχομένων και οχημάτων, γιατί τα κτίσματα παρουσιάζουν πλέον στοιχεία επικινδυνότητας λόγω παλαιότητας.</span></b></div><div style="text-align: left;"><b><span style="font-family: Open Sans;"><br /></span><span style="font-family: Open Sans;"><i>Επίσης, ήταν πολλές οι χρονοβόρες και... ψυχοφθόρες ενέργειες για τη διάσωση του πατρικού του σπιτιού και του αρχείου του. Νομίζω πως τώρα έφτασε η σειρά των νεότερων να πάρουν τη σκυτάλη...</i></span></b></div><div style="text-align: left;"><b><span style="font-family: Open Sans;"><br /></span><span style="font-family: Open Sans;">Με δεδομένο αυτό το ιστορικό, είχα ζητήσει (χωρίς αποτέλεσμα) από τον Μάιο του 2002 με γράμμα μου στον τότε δήμαρχο Δημ. Αβραμόπουλο:</span><span style="font-family: Open Sans;"><br /></span><span style="font-family: Open Sans;">1. Την ονομασία δρόμου ή της υπό κατασκευή πλατείας στην οδό Λεωνίδου στο Μεταξουργείο, όπου κατασκεύαζε ο ΟΣΚ σχολικό κτίριο, σε Τάσου Λειβαδίτη.</span><span style="font-family: Open Sans;"><br /></span><span style="font-family: Open Sans;">2. Τη δημιουργία Μουσείου Λειβαδίτη, στον χώρο του πατρικού του ποιητή, όπου ανεγείρεται σχολικό κτίριο και θα μπορούσε μία αίθουσα να περιλαμβάνει τα προσωπικά του αντικείμενα, φωτογραφίες, χειρόγραφα, βιβλία κ.ά. με την ευθύνη του Πολιτιστικού Οργανισμού του Δήμου.</span><span style="font-family: Open Sans;"><br /></span><span style="font-family: Open Sans;">3. Την τοποθέτηση προτομής –υπάρχει το εκμαγείο του ποιητή κατασκευασμένο από τον γλύπτη Μιχάλη Κάσση– σε σημείο της πόλης.</span><span style="font-family: Open Sans;"><br /></span><span style="font-family: Open Sans;">Δυστυχώς, έκτοτε δεν έγινε καμία ενέργεια, γι’ αυτό και επανήλθα με μήνυμά μου προς τον σημερινό δήμαρχο Αθηναίων κ. Μπακογιάννη με την ελπίδα μιας ανταπόκρισης.</span><span style="font-family: Open Sans;"><br /></span><span style="font-family: Open Sans;">Ελπίζω, η πρωτοβουλία μου για να τιμηθεί όπως του αξίζει ο Τάσος Λειβαδίτης να έχει συνέχεια. Με τις μικρές μου δυνάμεις, έκανα όσα μπορούσα. Στο ενεργητικό μου υπάρχουν διοργανώσεις συνεδρίου, εκδηλώσεων σε πολλούς δήμους, δημοσιεύματα, τηλεοπτική και πολλές ραδιοφωνικές εκπομπές (Αθήνα 9.84, ΕΡΑ2, Γ’ Πρόγραμμα), έκδοση τριών βιβλίων (Κέδρος, Στίξις) για τον αγαπημένο φίλο και ποιητή. Επίσης, ήταν πολλές οι χρονοβόρες και... ψυχοφθόρες ενέργειες για τη διάσωση του πατρικού του σπιτιού και του αρχείου του. Νομίζω πως τώρα έφτασε η σειρά των νεότερων να πάρουν τη σκυτάλη...</span></b></div><div style="text-align: left;"><b><span style="font-family: Open Sans;"><br /></span></b></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Αναδημοσίευση από το ηλεκτρονικό περιοδικό <a href="https://diastixo.gr/epikaira/apopseis/17386-livaditis?utm_source=MailingList&utm_medium=email&utm_content=ofisofi2%40gmail.com&utm_campaign=Newsletter_6_11_2021_13_8">Diastixo</a></b></span></div>sofiahttp://www.blogger.com/profile/10629903599548963090noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-9136407801630998417.post-18333883573761260682021-12-05T10:38:00.000+02:002021-12-05T10:38:45.397+02:00Με τα φτερά<p> </p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://hartis-ad7b.kxcdn.com/assets/generalUploads/Tatsi30-Raphael1517-1518-Villa-Farnesina-Roma.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="418" data-original-width="800" height="334" src="https://hartis-ad7b.kxcdn.com/assets/generalUploads/Tatsi30-Raphael1517-1518-Villa-Farnesina-Roma.jpg" width="640" /></a></div><span style="font-family: Open Sans; font-size: x-small;"><div style="text-align: center;"><b>Ραφαήλ, λεπτομέρεια από την εικονογράφηση της οροφής στη Βίλα Φαρνεζίνα της Ρώμης (1517-18)</b></div></span><p></p><p style="text-align: right;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>της <i><a href="https://biblionet.gr/%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%83%CF%89%CF%80%CE%BF/?personid=72663">Γεωργίας Τάτση</a></i></b></span></p><p><span style="font-family: Open Sans;"><b>Ο γιατρός τοποθετώντας την ακτινογραφία στη φωτεινή οθόνη, τους είχε πει επί λέξει: Είναι ριζωμένο στο μεσοθωράκιο. Από εδώ απλώνει τα κλαδιά του στους δύο πνεύμονες και στους λεμφαδένες, σκιτσάροντας πάνω στους πνεύμονες του παιδιού τους το περίγραμμα του δένδρου με το δάχτυλό του.</b></span></p><p><span style="font-family: Open Sans;"><b>Το χριστουγεννιάτικο δένδρο μέσα του. Στη σκοτοδίνη τους, είδαν τα λαμπάκια του να αναβοσβήνουν. </b></span></p><p><span style="font-family: Open Sans;"><b>Ό,τι ήταν να συμβεί, συνέβη γρήγορα, μέσα σε ένα μήνα όλα είχαν τελειώσει.</b></span></p><p><span style="font-family: Open Sans;"><b>Ξεστόλισαν το δένδρο τους στο σαλόνι, το πήραν και το πέταξαν στα σκουπίδια. Με τόσο βεβαρυμμένο ιστορικό ούτε συζήτηση να το αφήσουν δίπλα στον κάδο για κάποιον που μπορεί να το χρειάζεται.</b></span></p><p><span style="font-family: Open Sans;"><b>Εκείνη κρατούσε τον κάδο ανοιχτό κι εκείνος το γύρισε ανάποδα και το έσπρωχνε λοξά να πάει στον πάτο.</b></span></p><p><span style="font-family: Open Sans;"><b>Μαζεύουν τα στολίδια, τα λαμπιόνια, τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια. Ό,τι έχει σχέση με Χριστούγεννα το τυλίγουν στο καλό τραπεζομάντηλο. Αυτός απλώνει το τραπεζομάντηλο στο πάτωμα κι εκείνη φέρνει τα στολίδια και τα ρίχνει μέσα.</b></span></p><p><span style="font-family: Open Sans;"><b>Μπάλες, αγγελάκια με ανοιχτά φτερά, αγγελάκια με κλειστά φτερά, σιντί, κορδέλες, τη φάτνη με το Χριστό, τους τρεις μάγους που ακουμπούν τα δώρα τους στα πόδια του, το χρυσό αστέρι της Βηθλεέμ.</b></span></p><p><span style="font-family: Open Sans;"><b>Εκείνος δένει κόμπο τις τέσσερις γωνίες, τα παίρνει αγκαλιά και βγαίνει να τα ρίξει στα σκουπίδια.</b></span></p><p><span style="font-family: Open Sans;"><b>Εκείνη πέφτει ξέπνοη στην πολυθρόνα.</b></span></p><p><span style="font-family: Open Sans;"><b>Τον περιμένει και μόλις τον βλέπει να μπαίνει, ορμάει και τον βουτάει απ’ το γιακά.</b></span></p><p><b style="font-family: "Open Sans";"><i>Εσύ φταις, εσύ φταις... Το κατάλαβες; Δεν είχε άλλο τρόπο να σου φωνάξει «κοίταξέ με.»</i></b></p><p><b style="font-family: "Open Sans";">Κατεβάζει τις παλάμες της στο στήθος του και τον σπρώχνει πίσω, εκείνος δεν αντιστέκεται -κατά βάθος κι αυτός το ίδιο πιστεύει για τον εαυτό του. Οπισθοχωρεί κι οπισθοχωρώντας κολλάει με την πλάτη στον τοίχο. Εκείνη κλαίει γοερά και τον ταρακουνάει από τα πέτα, εκείνος της πιάνει τα χέρια και κλαίει από μέσα του. Ησύχασε αγάπη μου, ησύχασε, της λέει, αλλά για εκείνη αυτές οι λέξεις έρχονται από μια άλλη εποχή και απευθύνονται σε άλλη, άγνωστη γυναίκα. Απορεί μάλιστα πώς τολμάει μετά από όσα έχουν συμβεί, να της λέει ησύχασε αγάπη μου, πώς τολμάει να βάζει στο στόμα του αυτές τις λέξεις;</b></p><p><span style="font-family: Open Sans;"><b>Τον αφήνει και μπαίνει στο παιδικό δωμάτιο. Γιατί τον άφησε; Γιατί έφυγε; Μήπως ξύπνησε η μνήμη των μακρινών εκείνων ημερών που ο ήλιος έκαιγε γλυκά την πλάτη τους κι αυτοί —και οι τρεις μαζί— βουτούσαν στη θάλασσα χωρίς να έχουν επίγνωση της ευτυχίας τους επειδή όλα ήταν τόσο φυσικά ώστε κανείς δεν χρειαζόταν να αναρωτηθεί τι είναι η ευτυχία; Κάθε άλλο. Αν ήταν έτσι έπρεπε τώρα να τον εκδικείται ξεριζώνοντας τρίχα τρίχα τα μαλλιά του που άσπρισαν σε μια νύχτα όταν κοιμήθηκε αυτός και ξύπνησε άλλος.</b></span></p><p><span style="font-family: Open Sans;"><b>Ίσως να τον συμπόνεσε, ίσως να αισθάνθηκε πόσο μάταιο είναι να κατεδαφίζεις το ερείπιο, πόσο ανελέητο είναι να ρίχνεις κάτω τον πεσμένο.</b></span></p><p><b style="font-family: "Open Sans";">Στο δωμάτιο του γιου τους, μπροστά στο παράθυρο, ανοίγει τη σιδερώστρα λες και δεν έχει συμβεί τίποτα και βάζει το σίδερο στην πρίζα. Τα ρούχα του παιδιού — σωρός πάνω στο κρεβάτι του, τα είχε αφήσει η ίδια εκεί όπως τα μάζεψε από το σύρμα, τότε, ήρθε τώρα η ώρα να τα σιδερώσει.</b></p><p><span style="font-family: Open Sans;"><b>Μόλις το σίδερο έκαψε καλά, παίρνει και σιδερώνει τα παντελόνια. Τα πόδια του, τι μακριά που είναι τα πόδια του, τι ψηλά για την ηλικία του τα κανιά του. Συνεχίζει με τα πουκάμισα, τελειώνει με τα μπλουζάκια. Τις κάλτσες και τα εσώρουχα δεν τα σιδερώνει. Τα διπλώνει απλώς και τα βάζει στα συρτάρια. Περνάει τα πουκάμισα στις κρεμάστρες, τα τακτοποιεί στη ντουλάπα, διπλώνει τα παντελόνια, διπλώνει τα μακριά μανίκια των μακό, σταυρώνοντας τα χέρια του μπροστά στο στήθος.</b></span></p><p><b style="font-family: "Open Sans";">Εκείνος στέκεται στην μπαλκονόπορτα και κοιτάζει το νεαρό ζευγάρι με τα δυο αγόρια στην απέναντι βεράντα.</b></p><p><span style="font-family: Open Sans;"><b>Τρώνε όλοι μαζί γύρω από το στρογγυλό τραπέζι. Ακούει τις φωνές, τις κουβέντες τους, τον ήχο από τα μαχαιροπήρουνα πάνω στα πιάτα,</b></span></p><p><span style="font-family: Open Sans;"><b>παρατηρεί το μπουκάλι με το εμφιαλωμένο νερό στη μέση,</b></span></p><p><span style="font-family: Open Sans;"><b>τα χάρτινα κουτιά με το χυμό,</b></span></p><p><span style="font-family: Open Sans;"><b>τα παιδιά να πίνουν πορτοκαλάδα.</b></span></p><p><span style="font-family: Open Sans;"><b>Τα δυο αγόρια είναι δίδυμα,</b></span></p><p><span style="font-family: Open Sans;"><b>ο ένας είναι ο καθρέφτης του άλλου,</b></span></p><p><span style="font-family: Open Sans;"><b>αλλά τώρα είναι διαφορετικά, το ένα αγόρι είναι ο γιος του,</b></span></p><p><span style="font-family: Open Sans;"><b>μα γιατί τρώει με την ξένη οικογένεια ο γιος του;</b></span></p><p><span style="font-family: Open Sans;"><b>Το παιδί καταλαβαίνει πως το κοιτάζει ο πατέρας του από απέναντι, σηκώνεται με την πορτοκαλάδα στο χέρι κι απομακρύνεται από το τραπέζι,</b></span></p><p><span style="font-family: Open Sans;"><b>στέκεται δίπλα στη γλάστρα με την ελιά, τον κοιτάζει κι αυτό, του χαμογελάει,</b></span></p><p><span style="font-family: Open Sans;"><b>τον χαιρετάει,</b></span></p><p><span style="font-family: Open Sans;"><b>του στέλνει φιλιά με το άδειο χέρι.</b></span></p><p><span style="font-family: Open Sans;"><b>Εκείνος φεύγει από την μπαλκονόπορτα και τρέχει στο παιδικό δωμάτιο, πηγαίνει σε εκείνη να της πει τα νέα.</b></span></p><p><span style="font-family: Open Sans;"><b>Τη βρίσκει μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο να μιλάει με το παιδί τους, μόλις είχε φτάσει στο μπαλκόνι τους, κρατώντας στο χέρι του το ποτήρι με την πορτοκαλάδα.</b></span></p><p><span style="font-family: Open Sans;"><b><i>Πώς κατάφερες να περάσεις το κενό αγόρι μου;</i> Το ρωτάει.</b></span></p><p><b style="font-family: "Open Sans";">Το παιδί τής απαντάει</b></p><p><b style="font-family: "Open Sans";"><i>Με τα φτερά μου.</i></b></p><p><b style="font-family: "Open Sans";"><i><br /></i></b></p><p><span style="font-family: Open Sans;"><b>Αναδημοσίευση από το περιοδικό <a href="https://www.hartismag.gr/hartis-30/poiisi-kai-pezografia/me-ta-ftera">Χάρτης </a> ( Ιούνιος 2021)</b></span></p><p><br /></p>sofiahttp://www.blogger.com/profile/10629903599548963090noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-9136407801630998417.post-9809521524503033412021-12-01T11:31:00.000+02:002021-12-01T11:31:44.641+02:00Η ζωή και ο θάνατος του Τριατατικού Άγγελου Θοδωρίκου<div style="text-align: left;"> <div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://www.ertnews.gr/wp-content/uploads/2017/04/%CF%84%CF%84%CF%84.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="440" data-original-width="800" height="352" src="https://www.ertnews.gr/wp-content/uploads/2017/04/%CF%84%CF%84%CF%84.jpg" width="640" /></a></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Η φωτογραφία από<a href="https://www.ertnews.gr/dimosio-vima/arthrografia/14-aprili-1942-megali-apergia-ton-triatatikon-enantia-stin-pina/"> εδώ</a></b></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: Open Sans;">****</span></div><span style="font-family: Open Sans;"><b><i>1309 - Τους χρειάζομαι ζωντανούς για να μπορώ να τους σκοτώσω.</i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i>1388 - μου τάξανε γήπεδο...</i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i>1447 - σιγά μη φοβηθώ...</i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i>1478 - μη φωνάζετε, το μέλλον σας θα μαντρώσουμε, όχι εσάς.</i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i>1514 - σιγά μην κλάψω...</i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i>1543 - κάποτε είχε ρείκια, είχε κουμαριές εδώ.</i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i>1677 - σε παράταξη μάχης.</i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i><br /></i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Είχε νεύρωση με την ταξινόμηση. Στο σπίτι που είχε κληρονομήσει από τη μάνα του, έριξε τους ενδιάμεσους τοίχους και το γέμισε με σειρές ράφια για να αρχειοθετεί φράσεις από συνθήματα, από λογύδρια, από ανεπίδοτα γράμματα, από εφημερίδες. Είχε ταξινομήσει και αρχειοθετήσει υλικό από τις αρχές του περασμένου αιώνα. Ο ίδιος ήθελε ακόμη δέκα χρόνια για να κλείσει έναν αιώνα ζωής. Ταξινομούσε φράσεις από τα είκοσί του.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i>Α001 - Ο γκαζιέρης που μας άναβε το φως.</i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i>Α0024 - γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελά , πατέρα.</i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i>Α180 - ΑΕΤΟ, εδώ ή υπογράφετε ή πεθαίνετε.</i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i>0182 - υγιαίνετε, το αυτό επιθυμώ και δι' εσάς.</i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i>ΒΟ123 - νυχτερίδες κι αράχνες, γλυκιά μου...</i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i><br /></i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Ήταν Τριατατικός, έτσι το' λεγε, δηλαδή Ταχυδρομικός. Για πολλά χρόνια διανομέας, μετά κενό, μετά επαναπρόσληψη και για πολλά χρόνια πίσω από το γκισέ να ταξινομεί τα γράμματα. Μια φορά τον βάλαν και υποψήφιο βουλευτή με την ΕΔΑ. Δεν παντρεύτηκε, ο μοναδικός του συγγενής ήταν μια ανιψιά, κόρη του συγχωρεμένου του αδελφού, η Λέλα.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Όταν μπήκαν σπίτι του, κάτι απελπισμένοι ήταν, για να τον κλέψουν, τον δέσαν, τον κάψαν με το σίδερο να τους πει πού κρύβει τα λεφτά. Δεν άντεξε η καρδιά του, έσβησε. Τα κλεφτρόνια, θόλωσε ο νους τους - όχι που πέθανε στα χέρια τους, ο θάνατος ήταν συνήθειο πια γι' αυτούς με τη σαπισμένη ψυχή -, θύμωσαν που δεν του πήραν λέξη για ό,τι ζητούσαν. Δεν ξέραν πως ποτέ κανείς δεν του' χε πάρει λέξη. Ρίξαν τα ράφια κάτω, σκορπίσαν τα ντοσιέ, βάλαν φωτιά και φύγαν.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Η Λέλα έπειτα από δυο μήνες παρέλαβε το σπίτι. Πριν, είχε κηδέψει τον νεκρό κι είχε ταχτοποιήσει όλη τη χαρτούρα και τα χαράτσια που της είχαν ζητήσει. Μπήκε σπίτι και περπάτησε πάνω στα αποκαΐδια λέξεων, φράσεων, πηχυαίων τίτλων, ανεπίδοτων επιστολών. Από τις σκόρπιες λέξεις, τις μισοκαμένες φράσεις και τα σπαράγματα των ανεπίδοτων επιστολών άρχισε να ανασυνθέτει την άγνωστη ζωή του θείου της, του ταχυδρομικού διανομέα Άγγελου Θοδωρίκου, ή αρχειοθέτη, ή αριθμητή, ή παρηγορητή, ή Τριατατικού όπως έλεγε και ο ίδιος.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, μαζί με την αντοχή που έπρεπε να διαθέτει τότε ένας ταχυδρομικός διανομέας για να σκαρφαλώνει στα βουνά, να διασχίζει ρεματιές, να ακροβατεί σε μαλεστράδες, γκρεμομονοπάτια, για να παραδίδει επιστολές, η δύναμη του Άγγελου Θοδωρίκου ήταν οι αριθμοί. Και να πώς φανερώθηκε και στη Λέλα αυτό.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i>...Κείνο τον Δεκέμβρη το χιόνι έκανε τη δουλειά του Αρχάγγελου...</i>Ήταν η πρώτη μισοκαμένη φράση που διάβασε η Λέλα. <i>Βγήκ' ο Χάρος να ψαρέψει με τα δίχτυα του ψυχές / ασθενείς και πεινασμένους μες στις φτωχογειτονιές...</i>ψάρεψε το δεύτερο χαρτάκι με τους στίχους κάτω από ένα μισοκαμένο ντοσιέ και πίσω του βρήκε μια σημείωση: <i>Πανυπαλληλική Επιτροπή: ο Χ. με πρότεινε να εκπροσωπήσω τους Τριατατικούς στη συνεδρίαση για την απεργία. Δεν πάει άλλο με σαράντα δράμια ψωμί την ημέρα που επιτρέπουν στον καθένα μας, κι όποιος έχει να τα αγοράσει, ο θάνατος μας χτυπάει την πόρτα, ας πολεμήσουμε για τη ζωή. Από την οργάνωση έμαθα πως εισηγητής στη συνεδρίαση θα είναι ο Κ. Νικ., ο παλιός καθηγητής μου των μαθηματικών στο γυμνάσιο στην Πάνιτσα. Ίσως γι' αυτό να με πρότεινε ο Χ.</i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Τώρα η τύχη ή μοίρα ρίξαν αυτά τα χαρτιά να διαβαστούν πρώτα και με αυτήν τη σειρά από τη Λέλα; Αυτό είναι ερώτημα που ποτέ δε θ' απαντηθεί. Κι έτσι, όπως ο σκηνοθέτης σηκώνει με τους ηθοποιούς, φράση φράση, ατάκα ατάκα, το έργο στη σκηνή, η Λέλα άρχισε να στήνει την πρώτη πράξη.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i>...Βρήκαν κι όνομα οι γιατροί, " οίδημα εκ πείνης", για τους τουμπανιασμένους νεκρούς...</i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i>"Άραγε πόσοι να πεθαίνουν την ημέρα;"</i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Η συνεδρίαση έγινε σε ένα σπίτι στον Κολωνό που ο κήπος του συνόρευε με τον κήπο του Ορφανοτροφείου. Ένας ένας οι σύνεδροι φτάναν με ένα πακέτο στα χέρια, πως τάχα μου ήταν για τα ορφανά, και μπαίναν στον κήπο του Ορφανοτροφείου. Μόλις είχε δημοσιευθεί η έκκληση του Δαμασκηνού "...προτεραιότητα στα παιδιά, να μην πεθάνει το μέλλον, ψωμί, λάδι, γάλα, κρέας για τα παιδιά..." κι έτσι τα μέτρα ασφαλείας είχαν χαλαρώσει και κανείς απ' τους φύλακες δεν τους σταμάτησε να τους ψάξει ή να τους πει να ανοίξουν τα πακέτα που κρατούσαν. Ο ένας από τους φύλακες ήταν μιλημένος. Στα δυο από τα πακέτα είχαν τις προκηρύξεις για τις αυξήσεις στους μισθούς και τη μικρή μπροσούρα " για το Ψωμί και την Ελευθερία". Μόλις βράδιασε, άνοιξαν το πλαϊνό πορτάκι που συνέδεε τους δυο κήπους και μπήκαν στο σπίτι. Μαζεύτηκαν εκπρόσωποι των δημοσίων υπαλλήλων ακόμη κι από το Υπουργείο Ασφαλείας. Κατέβηκαν στο υπόγειο να συνεδριάσουν, ντύσαν με παλιές εφημερίδες τα τζάμια για να μη φαίνεται το φως απ' τα κεριά, τα σπαρματσέτα, κι αρχίσαν να τα λένε. Τα τρία Τ [ Ταχυδρομεία - Τηλεγραφεία - Τηλέφωνα ] εκπροσώπησε ο Άγγελος Θοδωρίκος. Αγκαλιαστήκαν με τον παλιό του δάσκαλο, τον Κ. Νικ., κι είπαν για τα παλιά και για κοινούς γνωστούς στην Πάνιτσα και στο Γύθειο. Ένα δυο τούς είχαν εκτελέσει. Κι ένας υπηρετούσε στο Σώμα Εθελοντών που βοηθούσαν την Γκεστάπο. Ομόφωνα πέρασε η απόφαση για την απεργία. Έτσι κι αλλιώς ο θάνατος όχι μόνο χτυπούσε την πόρτα, είχε μπει και στο χολ των σπιτιών. Μοιράσαν και καθήκοντα για να εξασφαλιστεί η επιτυχία και περιμέναν το ξημέρωμα, τη λήξη της απαγόρευσης της κυκλοφορίας, για να βγουν να γυρίσουν στις δουλειές τους. Όμως στον Άγγελο Θοδωρίκο δεν ανέθεσαν τίποτα, δεν του' παν τι να κάνει κι ούτε προκηρύξεις του δώσαν, κι αυτός μέσα του δαγκώθηκε, ένιωσε πως τον μειώναν και πως δεν του 'χαν εμπιστοσύνη. Φύγαν όλοι κι έμεινε αυτός καθισμένος στην καρέκλα να τον τρώει η πίκρα. Σηκώθηκε να φύγει και αυτός, και τον σταμάτησε ο δάσκαλος.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>" Φύγαν όλοι; 'ντάξει! Τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους, θα κατεβάσουν το μήνυμα της απεργίας εκεί όπου δουλεύουν, θα μοιραστούν οι προκηρύξεις, θα φωνάξουν την απόφαση με τα χωνιά στις γειτονιές το βράδυ, και παρέες με το ακορντεόν θα γράψουν το σύνθημα στους τοίχους, αλλά δε φτάνουν αυτά. Έχεις ένα δυνατό όπλο, Άγγελε, θα το χρειαστούμε, ή μάλλον δύο όπλα".</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Στον Άγγελο Θοδωρίκο αμέσως έσβησε η πίκρα μέσα του. Αποκαταστάθηκε η θιγμένη του αξιοπρέπεια, σήκωσε ανάστημα και κοίταξε τον δάσκαλο με απορία.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>" Οι αριθμοί, Άγγελε, και η δουλειά σου είν' τα όπλα σου. Γνωρίζω την τρέλα σου με τους αριθμούς και τα παιχνίδια της αριθμητικής που γεννούσε η γκλάβα σου, όταν σε είχα μαθητή. Αυτή είναι η μία ικανότητά σου που θα μας χρειαστεί. Η άλλη είναι η δουλειά σου. Τριατατικός. Τι θέλω από σένα; Πόρτα πόρτα που μοιράζεις τα γράμματα, θα μοιράζεις και στα σπίτια που δεν έχουν. Φτιάξε δικές σου επιστολές προς παράδοση για να σου ανοίγουν οι πόρτες. Δε φτάνει μόνο η απεργία. Πρέπει να μετρήσουμε θανάτους, Άγγελε, τους βλέπουμε εμείς που πεθαίνουν και τρομάζουμε, πόσοι όμως; Πρέπει να ξέρουμε. Το μέγεθος, Άγγελε. Οι αριθμοί δε λένε ψέματα κι αυτοί κατηγορούν ο ένας τον άλλον για τον αποκλεισμό κι εμάς για υπερβολή που τους λέμε πως πεθαίνουν διακόσιοι άνθρωποι την ημέρα και κανείς δεν κάνει τίποτα, κι ο Θάνατος συνεχίζει ανενόχλητος τη μαύρη του δουλειά. Θέλω πόρτα πόρτα, που θα μοιράζετε τα γράμματα, να πεις και σε συναδέλφους σου που τους έχεις εμπιστοσύνη να σε βοηθήσουν, να μην αφήσετε σπίτι σε ολόκληρη την Αθήνα που να μην έχετε ρωτήσει πόσους νεκρούς έχουν απ' την πείνα κι απ' το κρύο, και να τους καταγράψετε, έναν προς έναν κατά ηλικίες, και κατά εργασία, και κατά φύλο, όπως ξέρεις κι όπως σε έμαθα. Θα τρομάξουμε κι εμείς οι ίδιοι από το μέγεθος. Και μετά θα τους τρίψουμε στη μούρη το έγκλημα, τις διαστάσεις του. Θα στείλουμε παντού τους αριθμούς, σε όλες τις ουδέτερες χώρες, σε όλους τους οργανισμούς, ακόμη και στους ίδιους τους υπαίτιους. Η ακρίβεια των αριθμών θα τους τρομάξει. Κοντά στο νου κι η γνώση, Άγγελε, για να πειστούν και συνάδελφοι που φοβούνται πιο πολύ εμάς παρά τον θάνατο που μπήκε στην αυλή τους, γιατί νομίζουν πως μόνο τους άλλους θα αγγίξουν κι ΄όχι αυτούς. Πρέπει να πετύχει η απεργία μας και να σπάσει ο αποκλεισμός. Οι δημόσιοι υπάλληλοι σε αυτές τις συνθήκες είμαστε προνομιούχοι. Έχουμε δουλειά και σταθερό τόπο εργασίας. Είναι ένα προνόμιο αυτό που άλλοι δεν το' χουν, Άγγελε. Σαν αντίδωρο σε εμάς πέφτει ο κλήρος να αγωνιστούμε για όλους".</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Τα' πε μονορούφι και πάθος ο δάσκαλος, κι είχε βαρύνει ακόμη και το υπόγειο από τη σοβαρότητα και, σπίρτο καθώς ήταν, το κατάλαβε κι έκλεισε με το γνωστό αστείο που κάναν στις συνεδριάσεις με τους νεοπροσήλυτους Τριατατικούς: " Τι είν' τα τρία Τ, συναγωνιστή;" " Τόλμη, Ταχύτης, Τακτική", του φώναξε σε στάση προσοχής ο Άγγελος γελώντας, και αγκαλιαστήκαν και δώσαν τα χέρια, και συμφωνήσαν αμέσως τα πώς και το πότε της δουλειάς ο μαθητής με τον δάσκαλο.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i>...έπειτα από ακριβείς έρευνες της Κεντρικής Πανυπαλληλικής Επιτροπής ο αριθμός των νεκρών από την πείνα και το βαρύ κρύο στο τετράμηνο Νοέμβρης - Φλεβάρης ξεπέρασε τις τριακόσιες είκοσι πέντε χιλιάδες στο σύνολό τους και τους τετρακόσιους νεκρούς την ημέρα...Χτυπήθηκαν περισσότερο οι ηλικιωμένοι άντρες άνω των πενήντα ετών και τα νεογέννητα...Τεράστιο το έγκλημα...</i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i><br /></i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i>[ ΚΟΜΕΠ, αρ. φύλλου 4-5 / Αυγ. 1942]...η μεγαλειώδικη πανελλαδική κινητοποίηση στις 25 του Μάρτη και η ηρωική πανυπαλληλική απεργία του Απρίλη των δημοσίων υπαλλήλων με μπροστάρηδες τους Τριατατικούς έκαναν τον κατακτητή να σκεφθεί πως πρέπει ν' αφήσει και κάτι για τους Έλληνες...</i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i><br /></i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i>...ήρθη ο από θαλάσσης αποκλεισμός...προσωρμίσθη η πρώτη φορτηγίς εκ Καναδά πλήρης σίτου και εριφίων...δυστυχώς το εκ Τουρκίας προερχόμενον " Κουρτουλούς " νεναυάγηκεν ανοιχτά του Μαρμαρά κατά το πέμπτον του ταξίδιον...</i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i><br /></i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i>Αγρονομική διάταξις υπ' αριθμ. 103/942 " δεσμεύεται παν εμπόρευαμ προερχόμενον εξ αλλοδαπής προελεύσεως και ευρισκόμενον εις τας τελωνειακάς αποθήκας από τούδε και εις το εξής..."</i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i><br /></i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i>Τι είχε, Γιάννη; Τ' είχα πάντα!</i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i><br /></i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Η απεργία πέτυχε, η συμμετοχή ήταν καθολική. Η πρώτη γκρούπα των απεργών ξεκίνησε στις δέκα το πρωί από το Μέγαρο Μελά, στην Πλατεία Κοτζιά, όπου στεγαζόταν το κεντρικό κατάστημα των ΤΤΤ. Μέσα στο κτίριο είχε ασανσέρ σαν μεγάλα κουτιά, που ανεβοκατεβαίναν χωρίς στάση στους ορόφους. Κινούνταν αργά κι έτσι μπορούσες να πηδήσεις χωρίς κίνδυνο στον όροφο που ήθελες. Κι έβλεπες από κάθε όροφο να αδειάζουν τα γραφεία κι ο ένας με τον άλλον να πηδούν στο κινούμενο κουτί για να βγουν κάτω, στη μεγάλη σάλα πριν από την έξοδο· ένας μόνο καθώς πηδούσε στραμπούλησε το πόδι του κι έπεσε κάτω. Στη σάλα πριν από την έξοδο ο Άγγελος Θοδωρίκος τούς εφοδίαζε με το περιβραχιόνιο της διαμαρτυρίας και μετά κατά τριάδες βγαίναν έξω στην πλατεία. Γέμισε Τριατατικούς η πλατεία, με την ελληνική σημαία μπροστά και ήπια συνθήματα, περιορισμένα στον πόλεμο κατά της πείνας και την αύξηση των μισθών, όπως τα' χαν συμφωνήσει. Μετά ήρθαν κι άλλοι από τα γύρω υπουργεία και τις υπηρεσίες , κι από το Ταμείο Νομικών που ήταν δίπλα στην οδό Σωκράτους, κι η πορεία ξεκίνησε. Μεγαλειώδης. Κι ο κόσμος στη Σταδίου έκλαιγε που' βλεπε την αξιοπρέπεια, την αντίσταση, το θάρρος. Του' χαν λείψει· η πείνα είχε γίνει ταπείνωση, απανθρωπιά, φόβος και θάνατος. Οι διανομείς από τους Τριατατικούς είχαν πάρει μαζί τους και τις παλιές μικρές χάλκινες τρομπέτες που παλιά σαλπίζαν την άφιξή τους, να μαζευτεί ο κόσμος στην πλατεία να μοιραστούν τα γράμματα, και τώρα αυτές καθώς τις φυσούσαν λάμπαν στον ανοιξιάτικο ήλιο και ηχούσαν μαζί με τα συνθήματα, κι ήταν σαν λειτουργία δοξαστική, που' χε βγει στους δρόμους. <i>"...Κι ο θάνατος δε θά' χει πια εξουσία..."</i> Κι αναθάρρησε ο κόσμος, και τον θάνατο δεν τον φοβούνταν πια και μπήκαν κι αυτοί, που πριν ήσαν θεατές, μες στην πορεία.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Απρίλιος του 1942 ήταν αυτό. Μάιο ήραν τον αποκλεισμό και τα δύο μέρη και φτάσαν τα πρώτα καράβια από τον Καναδά και τις Ηνωμένες Πολιτείες με στάρι, κρέατα κατεψυγμένα , γάλα σκόνη και ρουχισμό. Και Ιούνιο δόθηκαν οι πρώτες αυξήσεις στους μισθούς. Όμως τους μισθούς τούς έφαγε ο πληθωρισμός που' τρεχε με σπασμένα φτερά, το ψωμί από εβδομήντα δραχμές η οκά ανέβηκε στις χίλιες πεντακόσιες και τη βοήθεια, που' ρχόταν με τα καράβια, πονηροί ντογάνοι και ουαί υμίν τελώνηδες και φρούραρχοι Φαρισαίοι την πουλούσαν στους μαυραγορίτες. Αλλά κάτι έμενε και για τις γειτονιές και τις ενορίες. Έμπαινε και καλοκαίρι κι ανοίξαν οι δρόμοι με την επαρχία, κι άρχισε να τσουλάει κάπως η χαμοζωή. Βγήκαν και τα χωνιά στους δρόμους και διαλαλούσαν " αντισταθείτε" [<i> "...σε μένα ακόμα που σας ιστορώ. Αντισταθείτε..."</i> - στίχος που διασώθηκε απ' τη φωτιά από ποίημα του Μιχάλη Κατσαρού], και στο βουνό αντάρτες και μετά ήρθαν και τα καλά τα νέα πως τσακίζουν τη μούρη τους οι Γερμανοί στο Ρωσικό Μέτωπο κι άρχισε πλέον να σεργιανά στους δρόμους ξανά η ελπίδα.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>" Κι ο Άγγελος Θοδωρίκος, ο θείος σου;" ρώτησε ο Ξένος τη Λέλα.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Τους είχε μαζέψει, φίλους, στο σπίτι της να τους διαβάσει αυτά που' χε γράψει, τα βασισμένα σε αποκαΐδια φράσεων, λέξεων και ανεπίδοτων επιστολών, για τον θείο της.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>" Θα σας διαβάσω πρώτα άλλα δυο απ' τα μισοκαμένα χαρτιά και μετά θα σας πω τι έγινε ο Τριατατικός Άγγελος Θοδωρίκος. Το πρώτο είναι στίχοι, όσοι σώθηκαν από ένα σκωπτικό τραγούδι <i>"...γεια σου, ρε Παπα...ν..., χαιρετισμούς στον Φύρερ και πες του πως η κούτρα σου είναι γεμάτη ψείρες, κι από της τσέπης σου τα άκρα ένα πακέτο μάρκα..."</i>. Δυστυχώς το όνομα το' χει καταστρέψει η φωτιά, μα το δεύτερο αποκαΐδι που ήταν μαζί με τους στίχους κλασαρισμένο φωτίζει το πρώτο. Ήταν τραγούδι για αρχηγό από τα Τάγματα Εθελοντών, που μαζί με τους άντρες του και τους αξιωματικούς του είχαν στείλει τηλεγράφημα συμπαράστασης στον Χίτλερ, μετά την απόπειρα δολοφονίας του".</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>" Άσύλληπτο...τρομακτικό...στον Χίτλερ τηλεγράφημα από Έλληνες στη διάρκεια της Κατοχής;" είπε η Μαρία, η πιο μικρή της παρέας.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>" Πιο ασύλληπτο είναι το δεύτερο ντοκουμέντο που θα σας διαβάσω τώρα", τους είπε η Λέλα κι έπιασε το μισοκαμένο από τη φωτιά κομμάτι εφημερίδας:<i> "...επ' ευκαιρία της διασώσεώς του ο Φύρερ διαβιβάζει τας ευχαριστίας του προς τον Συνταγματάρχην Π...προσωπικώς και τους μαχομένους τον μ...βικι...μό εθελοντές του των Ταγμάτων Ασφαλείας...</i>Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα του Πύργου<i> Πρωΐα</i> στις 13 Αυγούστου του 1944".</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>" Ο Π. ποιος να ήταν;..." ρώτησε η Μαρία.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>"...αυτούς τους τύπους πρέπει να τους παραδίδουμε στην Ιστορία...το τηλεγράφημά τους ήταν σαν να φτύναν στον τάφο τόσων νεκρών...πρέπει να μάθουμε ποιος ήταν αυτό ο Π.", συμπλήρωσε ο Ξένος.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>" Δεν ξέρω, η φωτιά έκαψε το όνομα κι ούτε μπορώ να υποθέσω ποιος ήταν", του απάντησε η Λέλα. " Ξέρω μόνο - στις σημειώσεις του θείου μου το διάβασα αυτό, στο προσωπικό του ημερολόγιο που και αυτό μισοκάηκε - <i>πως η πείνα και ο φόβος καμιά φορά την ψυχή τη μεταστρέφουν, και το έγκλημα κι ο φόνος τότε μοιάζουν στο μυαλό αυτών των ανθρώπων δρόμος προς τη Σωτηρία</i>. Ο φονιάς εκείνη τη στιγμή πείθει τον εαυτό του πως το θύμα είναι πράγμα, εμπόδιο για τη Θέωση, απειλή, μίασμα κι όχι άνθρωπος, κι ο ίδιος νομίζει πως είναι το τιμωρό χέρι του Θεού ή του αρχηγού του...<i>ο αρχηγός σε τέτοιες ομάδες παίρνει τη θέση του Θεού, της ύψιστης Αρχής...</i>γράφει ο Άγγελος Θοδωρίκος. Όμως γιατί σας τα διάβασα αυτά τα δύο αποκαΐδια;'</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>" ' ντάξει, για να μην ξεχνάμε...το καταλάβαμε", είπε η Μαρία. " Όποιος ξεχνά αυτά που έπαθαν οι πριν από αυτόν είναι καταδικασμένος να τα ξαναζήσει".</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>" Όχι, σας τα διάβασα γιατί αυτά τα δύο ντοκουμέντα ήταν η αιτία που συλλάβαν τον θείο μου και τον κλείσαν στο Στρατόπεδο, στο Χαϊδάρι. Εκεί πηγαίναν όσοι ήταν προγραμμένοι να εκτελεσθούν..."</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>" Και πώς συνδέεται η σύλληψή του με αυτά τα δύο απίθανα τηλεγραφήματα;" ρώτησε ο Ξένος.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>" 1944 ήταν", του απάντησε αμέσως η Λέλα. " Όλοι βλέπαν πως από μέρα σε μέρα πλησίαζε η ήττα για τους Γερμανούς και θα ξεκουμπίζονταν από δω. Έτσι, πολλοί από αυτούς που' χαν συνεργαστεί μαζί τους θέλαν να σβήσουν τα ίχνη αυτής της συνεργασίας".</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>" Όταν βουλιάζει το καράβι, οι πρώτοι που τρέχουν να σωθούν είναι οι αρουραίοι", γέλασε ο Ξένος.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>" Πολλοί οι θάνατοι, πολλές οι προδοσίες που τους βαραίναν και μύριζε η ατμόσφαιρα μπαρούτι και έκτακτα δικαστήρια. Ο Άγγελος Θοδωρίκος ήταν αυτός που' χε παραλάβει το συγχαρητήριο τηλεγράφημα του Χίτλερ, είχε βάρδια εκείνο το βράδυ στον τηλέγραφο. Ρώτησαν αυτοί, έμαθαν ποιος είχε βάρδια. Κι ο Άγγελος όμως αμέσως κατάλαβε τη σημασία του τηλεγραφήματος. Ντοκουμέντο, τρανταχτή απόδειξη για όσους είχαν " προσκυνήσει " , όπως έλεγε. Έτσι το' ψαξε παραπάνω για να το τεκμηριώσει και με άλλα στοιχεία. Κι από συναδέλφους του βρήκε και το αντίγραφο του τηλεγραφήματος του συνταγματάρχη Π. και των αντρών του, προς τον Χίτλερ. Και αυτό το τηλεγράφημα περιείχε και τα ονόματα όλων όσοι το είχαν υπογράψει".</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>" Κι απ' ό,τι κατάλαβα, το μάθαν κι αυτοί κι έπρεπε να εξαφανίσουν μαζί τα τηλεγραφήματα και τον μάρτυρα".</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>" Πριν τον συλλάβουν, όμως, ο θείος μου πρόλαβε και τα ' στειλε στις εφημερίδες. Οι εφημερίδες όμως δημοσίευσαν μόνο το ευχαριστήριο τηλεγράφημα του Χίτλερ, όχι το άλλο με όλα τα ονόματα. Δύσκολη εποχή, ίσως δε θέλαν να διχάσουν".</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>" Και τα ανεπίδοτα γράμματα;" ρώτησε η Μαρία.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>" Στο Χαϊδάρι ως κρατούμενος Τριατατικός ο Άγγελος Θοδωρίκος ανέλαβε αυτός, από την ομάδα συμβίωσης, την επίδοση των επιστολών στους συγκρατούμενούς του. Σε πολλούς απ' αυτούς είχαν ξεκληριστεί οι οικογένειες τους και δεν είχαν κανέναν να τους φροντίσει ή αγνοούσαν πως δε ζούσαν πια οι δικοί τους, κι ο Άγγελος άρχισε να γράφει ο ίδιος επιστολές και να τις επιδίδει σε αυτούς που δεν περιμέναν κανένα γράμμα. Συγκρατούμενοι ήταν, τα λέγαν για τη ζωή τους ο ένας στον άλλον, κι έτσι ήξερε ποιο όνομα φίλου ή συγγενή να αναγράφει στη θέση του αποστολέα. Όμως, οι επιστολές που πήγαινε να επιδώσει συχνά μέναν στα χέρια του, γιατί ο παραλήπτης έλειπε. Ήταν άδειο το κρεβάτι του. Βαθιά μεσάνυχτα τον είχαν πάρει για εκτέλεση", απάντησε η Λέλα και σιωπή έπεσε ανάμεσά τους.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Η Μαρία σηκώθηκε. Πήγε στο παράθυρο και κοιτούσε έξω την πόλη, την Αθήνα. Πάνω από τον Υμηττό ξημέρωνε. Ούτε που το κατάλαβε πώς πέρασε η ώρα. Σαν μια ανάσα, τόσο της φάνηκε.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>" Και στο Χαϊδάρι;" γύρισε και ρώτησε τη Λέλα.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>" Είχε πάρει πια το πάνω χέρι η Αντίσταση, κι ένα βράδυ, ο παλιός του δάσκαλος το οργάνωσε, σε συνεννόηση με την ομάδα συμβίωσης, μπήκαν κρυφά απ' το σύρμα και τους βγάλαν, είκοσι θανατοποινίτες προλάβαν και σώσαν, ανάμεσά τους και τον Άγγελο. Δέκα μέρες μετά εκτελεστήκαν οι πενήντα οχτώ, ανάμεσά τους και δώδεκα γυναίκες. Μέχρι τελευταία μέρα εκτελούσαν οι Γερμανοί. Μια μηχανή που σκότωνε τους είχε κάνει ο Φύρερ κι ο φόβος. <i>Ο φόνος είναι φόβος</i>, η τελευταία σημείωση του θείου μου στο ημερολόγιο".</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Τους έδειξε την καμένη σελίδα η Λέλα.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Η Μαρία προσπάθησε να ανασυνθέσει εντός της την εικόνα του Τριατατικού Άγγελου Θοδωρίκου. Όμως, έξω απ' το παράθυρο ο ήλιος άνοιγε μάτι πάνω από τον Τρελλό.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>"Καινούργια μέρα ξημέρωσε. Να σας φτιάξω έναν καφέ;" τους ρώτησε.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>" Ναι, και συνεχίζουμε αύριο", είπε και η Λέλα, κι έκλεισε το ντοσιέ με τις καμένες φράσεις, τους τίτλους, τις σκόρπιες λέξεις.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i>...πέρασε λίμνες, πέρασε βουνά, τα' βαλε με τον δράκο του νερού...μετά γύρισε σπίτι να ξαποστάσει, και τον τσίμπησε μια σφήκα και πέθανε...</i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i><br /></i></b></span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i><a href="https://biblionet.gr/%cf%80%cf%81%ce%bf%cf%83%cf%89%cf%80%ce%bf/?personid=14897">Θανάσης Σκρούμπελος</a></i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><br /></div><br /><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjiQtHMEIDh9iD7TAEqWOsg67gtMLiuzB34Us_U6sIN-ml_tYYUa7GvqQsuJM4yrb1Gl4Ehr05IFz4xpJG9TmlmL5V6nUAPb0wDDxPMDKpAdwPeIfb7FywI62RbWJks-rdeR5s_tR8_m5Y/s376/5205344140664.jpg+%25CE%2595%25CE%259B%25CE%25A4%25CE%2591.jpg" imageanchor="1" style="clear: left; float: left; margin-bottom: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="376" data-original-width="297" height="320" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjiQtHMEIDh9iD7TAEqWOsg67gtMLiuzB34Us_U6sIN-ml_tYYUa7GvqQsuJM4yrb1Gl4Ehr05IFz4xpJG9TmlmL5V6nUAPb0wDDxPMDKpAdwPeIfb7FywI62RbWJks-rdeR5s_tR8_m5Y/s320/5205344140664.jpg+%25CE%2595%25CE%259B%25CE%25A4%25CE%2591.jpg" width="253" /></a></div><br />Από την εξαιρετική συλλογή διηγημάτων " Ιστορίες Ταχυδρομείου", που εξέδωσαν τα Ελληνικά Ταχυδρομεία τον Δεκέμβριο του 2014</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div>sofiahttp://www.blogger.com/profile/10629903599548963090noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-9136407801630998417.post-82291636418728181472021-11-15T13:58:00.000+02:002021-11-15T13:58:35.972+02:00Αυτός ο τόπος...<p> </p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="315" src="https://www.youtube.com/embed/U2mKM7mGdW8" width="560" youtube-src-id="U2mKM7mGdW8"></iframe></div><br /><p></p><div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b>Αυτός ο τόπος που μας ματώνει</b></span></div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b>κι αυτός ο αέρας που μας φαρμακώνει,</b></span></div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b>με μια σημαία μάς έχει ντύσει</b></span></div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b>μιας ξένης χώρας που έχει χρόνια σβήσει.</b></span></div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b>Αυτός ο τόπος που έχει ανοίξει</b></span></div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b>βαθειά πηγάδια και πικρά να πνίξει,</b></span></div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b>αυτός ο τόπος, αυτό το χώμα</b></span></div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b>και πεθαμένους δεν μας θέλει ακόμα.</b></span></div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b>Ποιος είμαι κι ήρθα</b></span></div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b>χωρίς ελπίδα</b></span></div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b>με μια πατρίδα</b></span></div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b>σαν την νυχτερίδα</b></span></div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b>και κυματίζω σαν μια σημαία</b></span></div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b>μπροστά στην Κίρκη</b></span></div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b>και στον Οδυσσέα;</b></span></div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b>Αυτός ο τόπος που έχει ανοίξει</b></span></div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b>βαθειά πηγάδια και πικρά να πνίξει,</b></span></div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b>αυτός ο τόπος, αυτό το χώμα</b></span></div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b>και πεθαμένους δεν μας θέλει ακόμα.</b></span></div></div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div><div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b>Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου</b></span></div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b>Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος</b></span></div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b>Ερμηνεία: Μαρία Δημητριάδη</b></span></div><div><span style="font-family: Open Sans;"><b>Δίσκος:Δελτίο Καιρού</b></span></div></div>sofiahttp://www.blogger.com/profile/10629903599548963090noreply@blogger.com2tag:blogger.com,1999:blog-9136407801630998417.post-1704720877892988212021-11-11T11:57:00.001+02:002021-11-11T16:49:24.186+02:00Πάντα σε γη αγαθή ( Η Έλλη Αλεξίου γράφει για τον Γιάννη Ρίτσο)<div style="text-align: center;"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://www.rizospastis.gr/getImage.do?size=medium&id=654454" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="218" data-original-width="350" height="399" src="https://www.rizospastis.gr/getImage.do?size=medium&id=654454" width="640" /></a></div><b><span style="font-family: Open Sans; font-size: x-small;">Η φωτογραφία από το Ριζοσπάστη</span></b><br /> <span style="font-family: Roboto;"><b>Α΄</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Σα να ήτανε προκαθορισμένο πως κάποτε, σε χρόνια μελλούμενα, θα έχει γίνει ο Ρίτσος ένας μεγάλος μας ποιητής και θα χρειαστεί να τον σκιαγραφήσουμε, κάποιος, που μεριμνά όλα να γίνουνται με πληρότητα και τάξη, μου τον έβαζε, τον Ρίτσο, κατά ποικίλα χρονικά διαστήματα, σταδιακά, μπροστά μου, για να πλουτίζει τη γνώση μου για τον άνθρωπο με άμεσες εντυπώσεις.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Ο γύρω κόσμος άλλαζε μορφές, καταστάσεις, προσανατολισμούς. Από ειρηνικός γινόταν εμπόλεμος. Από γαλήνιος, θυελλώδης. Από ψυχικά αδελφωμένος και κατανοήσιμος, εμπαθής, φανατισμένος, εχθρικός.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Ο Ρίτσος, μέσα σ' αυτά τα αναποδογυρίσματα, που παράσερναν στη δίνη τους κόσμους, φυσικούς και ανθρώπινους, έμοιαζε σαν έξω από τη θεομηνία. Έμοιαζε με τη Ντία μας. Το κρητικό πέλαγος φουρτουνιάζει. Γεμίζει "προβατάκια". Οι αφροί δέρνουνε τα μπεντένια να τα ξεθεμελιώσουν. Η γη συγκλονίζεται από τους σεισμούς, η Ντία, όπως πίσω από τον κατακάθαρο ουρανό, ίδια κι όταν αχνοφαίνεται μέσα στην ομίχλη, ή όταν άγρια η νεροποντή πάει να πνίξει τη γη, η Ντία αμέτοχη στον πανζουρλισμό των στοιχείων αγωνίζεται να μας είναι ορατή για να μας μεταδίδει τη γαλήνη της. Πολύ της έμοιαζε ο Ρίτσος· έξω κι αυτός από τις θεομηνίες. Τα Μακρονήσια και οι Γιούρες ήταν μόνο τα σχολεία που φοίτησε.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Νεαρός, παιδί εικοσάχρονο, ασυμπαράστατο κι από την ίδια την ευπρόσβλητη ιδιοσυγκρασία του, στο ημιυπόγειο του Γκοβόστη, κοντά σε εκδότη δυσμεταχείριστο, με φρουρό του στην πόρτα των εγκάτων του την αξιοπρέπεια και την ποίηση, περνούσε τις ημέρες του σκυμμένος στα δοκίμια σαν αιωρούμενος πάνω από τις μικρότητες της ζωής. Δεν τον άγγιζαν.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Δεν τον άγγιξε η μεταξική βαρβαρότητα. Το πρωί ο Δημοσθένης Ζήλος, γαμπρός του Αυγέρη από την αδερφή του, δικαστής, είχε έρθει τότε στο σπίτι τους, της οδού Πατριάρχου Ιωακείμ, και είχε διηγηθεί την εξαφάνιση ενός από τους δώδεκα συλληφθέντες της Μυτιλήνης "...ήρθε το πρωί ", έλεγε ο Ζήλος, " κάπως αλλοιωμένος...με το σακάκι του γεμάτο εμετούς...το απόγευμα δεν προσήλθε. Είπαν άλλοι πως αυτοκτόνησε κι άλλοι πως τον εξόντωσαν...". Το ίδιο απόγευμα ήρθε στη Γαλάτεια, όπου βρισκόμουν κι εγώ από το πρωί, ο Ρίτσος. Μπήκε και προχώρησε αθόρυβα στο μεγάλο δωμάτιο. Με τη συγκρατημένη βάδιση που έχει και τώρα καθώς προχωρεί ή αποχωρεί από την εξέδρα των εκδηλώσεων. Η Γαλάτεια σηκώθηκε και πήγε κοντά του. Αντάλλαξαν λίγες φράσεις ορθοί κι οι δυό με πολύ χαμηλή φωνή. Θα είπαν κάτι σημαντικό. Επικίνδυνο. Οι εκφράσεις τους είχαν τη συγκέντρωση του ταραγμένου νου. Και κείνη η έκδηλη ταραχή με γέμισε σεβασμό για τον Ρίτσο. Ήταν πλαισιωμένη από ένα καλοκαιρινό κοστούμι γκρι και από άσπρα παπούτσια ταλαιπωρημένα - η όλη εικόνα κάθε άλλο από πλούσια και εντυπωσιακή - που περιβάλανε κάτισχνο κορμί, κάτωχρο δέρμα...Το μηδέν σήκωσε το άπαν.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Σ' ένα παραθερισμό στον Πόρο τον έβλεπα καθημερινά. Η ζωή του ήταν σαν προγραμματισμένη. Όλα γίνουνταν με τάξη. Η ανθρωπιά ξεχείλιζε κι από την πιο ασήμαντη λεπτομέρεια μιας ανέμελης, μόνο για ξεκούραση, θερινής διαβίωσης.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Έτυχε όμως να συγκατοικήσουμε με τον Ρίτσο και σε μέρες φουρτουνιασμένες. Τώρα δεν είχα τις φευγαλέες εντυπώσεις από τυχαίες συναντήσεις. Από αντικρίσματα συμπτώσεων. Τώρα το πρόπλασμα, που δουλευόταν για τον Ρίτσο, το υγρό ακόμη και αδιαμόρφωτο, είχε αποκρυσταλλωθεί οριστικά στο μάρμαρο. Η συνύπαρξη εκείνη σε εποχή που το όνειδος μάς κυβερνούσε, που ο κατατρεγμός των ηρώων και η εξόντωσή τους από τους δοσίλογους ήταν το καθημερινό ψωμί μας, τότε ήτανε χαρά και αγαλλίαση να συνυπάρχεις με το Ρίτσο. Ο ποιητής μας με το μπλοκάκι και το μολύβι κολλημένα στα χέρια του κυκλοφορούσε ολοκληρωτικά δοσμένος στο έργο του. Μέσα στο σπίτι ήταν απόλυτα συναδελφωμένος με τα πεύκα , με τα γιασεμιά, με το Γκούντη, το μοναδικό επιζήσαν του λιμού γατί της περιοχής, και με τις εφησυχάζουσες χορδές του πιάνου. Σα να ζούσε κάτω από στοργικό καθεστώς, που του είχε εξασφαλίσει ανέγνοια ζωή. Στο σπίτι μου κυκλοφορούσαν τότε κι άλλοι ωραίοι άνθρωποι, δοκιμασμένοι αγωνιστές. Στα λόγια τους, στην ταραχή που συνόδευε κάθε χτύπημα της πόρτας, ή κάθε επίσκεψη αγνώστου, έβλεπες να ζωγραφίζεται στο πρόσωπό τους η υποψία, η αγωνιώδικη περιέργεια. Ο Ρίτσος σήκωνε προς στιγμή τη ματιά του από το μπλοκάκι κι αμέσως έσκυβε ξανά το κεφάλι στο " γίγνεσθαι" της κάθε στιγμής:</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i>ορθοί κ' οι δυό μας</i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i>με τη διάφανη ασπίδα του ποιήματος</i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i>στεκόμαστε μπροστά στις ξιφολόγχες.</i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Έτσι είναι. Κανένας δεν μπορεί ν' ανεβεί ψηλά, ούτε στον κοινωνικό ούτε στον καλλιτεχνικό στίβο, αν τη δράση του δεν την κυβερνάει η απόλυτη πίστη. Ο Ρίτσος αντιμετώπιζε με ακλόνητη αυτοπεποίθηση όλες τις πιθανότητες και τις πιο τραγικές. Θα ήτανε αδύνατο στη συνείδησή του να συμφιλιωθεί με την ανομία. Από καιρό, στη ζυγαριά της κρίσης, η πλάστιγγα του ηθικού χρέους είχε βαρύνει οριστικά. Λέω πως και το εκτελεστικό απόσπασμα θα το αντίκριζε με την ίδια στωικότητα. Στις ανθρώπινες κορυφές οι ιδεολογικές τοποθετήσεις μελετούνται και τακτοποιούνται έγκαιρα.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Όταν αποφάσισες να διαπλεύσεις τον ωκεανό με ακάτιο, ήξερες βέβαια πως θα συναντήσεις και " τους λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες [και] τον θυμωμένο Ποσειδώνα...".</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Έτσι, τον Ρίτσο τον αντιμετώπιζα και τον αγαπούσα άλλοτε σαν άμαθο παιδί, που η αθωότητα δεν το δίδαξε ακόμη πόσο είναι επικίνδυνο να περπατάς σε ναρκοθετημένα πεδία, κι άλλοτε σαν ήρωα κατασταλαγμένο. Στο προσκήνιο της μνήμης μου, σαν μορφές ηρώων και ηρωισμών, όταν το απαιτήσει το θέμα, ανεβαίνουν οι εικόνες του Ντοστογιέφσκη, του Μπελογιάννη και κατά περίεργο, ανεξιχνίαστο τρόπο, ακολουθεό τρίτη του Ρίτσου.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Του Ντοστογιέφσκη, όταν στο χιονισμένο ρούσικο πρωινό του φοράνε το λευκό σάβανο, όπως συνήθιζαν να κάνουν στους μελλοθάνατους την τελευταία στιγμή, για να γίνεται η σκηνή πιο μακάβρια, κι αυτός τρέμει από το κρύο. Οι άλλοι καταδικασμένοι κλαίνε, αυτός τρέμει και τον προστάζουν ν' ανεβεί στο ικρίωμα, όπου περιμένουν τους ήρωες οι θηλιές της κρεμάλας στη σειρά, και ενώ έχει βαδίσει μερικά βήματα καταφτάνει ξεψυχισμένος από το τρέξιμο ένας ιππέας πάνω στ' άλογο φέρνοντας τη χάρη στους μελλοθάνατους από τον τσάρο.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Στην περίπτωση του Μπελογιάννη αναθρώσκει από τα βάθη της μνήμης μια φράση που συνοδεύει πάντα αξεχώριστη την εκφώνηση του ονόματός του. Ήξεραν αυτοί τι είχε προηγηθεί. Όλη τη σειρά των υποχθόνιων μέσων που είχαν μπει σε ενέργεια, των ανήκουστων βασανιστηρίων, των ποικίλων μηχανημάτων που χρησιμοποίησαν οι επιστήμονες του εγκλήματος, για να κάμψουν το ηθικό του ήρωα...και δυό τρεις ημέρες πριν από την εκτέλεση τον άφησαν να διαβάσει εφημερίδα...Ο στρατοδίκης αυτό το εσκεμμένο μέτρο το εκμεταλλεύεται και λέει στην ομιλία του: "...διάβαζες και εφημερίδες και ύστερα λες πως σε τρομοκρατήσαμε , πως σε τρομοκρατούμε...". Κι ο Μπελογιάννης τον διακόπτει έντονα: " Αυτό δεν το είπα ποτέ! Γιατί εγώ δεν τρομοκρατούμαι!".</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Τρίτος στη σειρά ακολουθεί ο Ρίτσος. Δεν έχω να προσκομίσω ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία. Τον τοποθετεί εκεί ο ατομικός μου ψυχικός, συνειδησιακός κατάλογος.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Β ΄</b></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Με όσα περίπου προηγούνται, κατατεθειμένα στο μυαλό μου, έτυχε να επικοινωνήσω με τη <i>Σονάτα του σεληνόφωτος</i>.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Βρισκόμουν σε σαλόνι σπιτιού, σε οικογένεια που γνώριζα και επισκεπτόμουν για πρώτη φορά. Το απόγευμα, στην ώρα του καφέ, ο πατέρας, πολύ καλλιεργημένος, όπως και όλα τα μέλη της οικογένειας, επρότεινε: " Μήπως θα θέλατε ν' ακούσουμε το δίσκο του Ρίτσου με τη <i>Σονάτα του σεληνόφωτος;</i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i>- </i>Πολύ<i>".</i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Απλώθηκε ησυχία και άρχισε ν' ακούγεται η φωνή του Ρίτσου με υπόκρουση της μπετοβενικής μουσικής. Όταν το άκουσμα τελείωσε, βρισκόμουν σε κατάσταση έξαλλης μέθης! Δεν μπορούσα να κατασιγάσω τη συγκίνηση μου. Σηκώθηκα απότομα απάνω και σα να ήμουν μόνη σε οικείο χώρο, ΄όχι ανάμεσα σε ξένο περιβάλλον, που έβλεπα πρώτη φορά κι έπρεπε να αυτοσυγκρατούμαι, βάλθηκα να πηγαίνω πάνω κάτω, πάνω κάτω, διασχίζοντας διαγώνια τη μεγάλη αίθουσα, μονολογώντας δυνατά: " Είσαι παμμέγιστος!", " είσαι παμμέγιστος!", " είσαι παμμέγιστος!", ενώ οι γύρω μ' ενατένιζαν με βλέμματα απορίας και ανησυχίας...Από το πρωί δεν είχα δώσει την εντύπωση ούτε φωνακλά, ούτε μετακινούμενου.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Οι πολλοί αγαπούν τα πρώτα ποιητικά έργα του Ρίτσου. Δεν ανήκω σ' αυτούς. Νομίζω πως τα νεανικά έργα των ποιητών, ίσως κι όλων των δημιουργών, είναι τα πιο κατανοητά, και γι' αυτό πιο αγαπητά από τους πολλούς. Δεν παρουσιάζουν ακόμη προεκτάσεις. Η κάθε λέξη τους, η κάθε φράση τους, μόλις εκφωνηθεί, δεν αφήνει ανοίγματα. Μπορείς να της βάλεις τελεία. Με το πέρασμα του καιρού τα αποθέματα των ποιητών πολλαπλασιάζονται. Η συνείδησή τους υπερπληρούται. Συγκλονιστικές εικόνες, παθητικοί διάλογοι, πλησιάσματα κι αγωνιώδικοι χωρισμοί, εξάρσεις ευτυχίας και θανατερές καταθλίψεις συνωστίζουνται στο υποσυνείδητο, απ' όπου δεν μπορούν πια να βγουν "κατά μόνας". Θα βγουν σύμμικτα, πληθωρικά, μα ο μυημένος αναγνώστηςτα απολαμβαίνει σ' όλες τις μυστικές προεκτάσεις τους.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Σήμερο ο Ρίτσος δε θα μπορούσε πια να περιοριστεί σε στενούς χώρους. <i>Η Σονάτα του σεληνόφωτος </i>από πλευράς βασικής έμπνευσης, κυρίου θέματος, όπως συνηθίζεται να λέγεται, είναι δυσκολοκαθόριστη, αν μη και εντελώς απρόσφορη. Και μόνη η απόπειρα τέτοιου καθορισμού θα απόδειχνε το ανίδεο του ερευνητή. Εδώ πρόκειται για μια αναμόχλευση από βιωμένες, ή μόνο με τη φαντασία, χαμένες δυνατότητες. Από στιγμές που έμειναν ανεκμετάλλευτες, ή όταν ήρθαν δεν άφησαν σήμα, κι όμως φεύγοντας άφησαν ανεξίτηλα χνάρια, ή καλές, βιωμένες στιγμές, που σβήσανε ανεπανάληπτες...και τις αποζητά η συνείδηση...</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Για να γίνει τέτοια αποθησαύριση , απαιτείται η σχετική αρετή του συλλέκτη. Να ξέρει ενστικτώδικα τι αξίζει να διαφυλαχτεί. Είναι η φυσική λειτουργία του γεννημένου ποιητή. <i>Η Σονάτα</i> είναι μια ζεστή συνύπαρξη από οδυνηρά στοιχεία. Είναι σταγόνες δακρύων σε αδαμαντοκόλλητη χοάνη. Εκεί ακουμπάνε και κυλάνε τους δακρυσμένους στοχασμούς τους οι ευνοημένοι, φτασμένοι ποιητές.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Διαβάζω και βλέπω τα δάκρυα να σταλάζουν. Βλέπω ακόμη πως μέσα σ' αυτή την ηρωική εγκαρτέρηση υπάρχουν και επίκλησες διάσωσης. Πάντα και στην έσχατη, την εντελώς ακραία, στιγμή του απελπισμού υψώνεται από τα μύχια του ποιητή, σχεδόν ακούεται, η υπόκωφη γλυκύτατη φωνή. Δεν έκλεισαν οι πιθανότητες, θέλεις να σου επιτρέψει, " να σ' αφήσει να πας μαζί του " , σου το υπαγορεύει η δύναμη, η κατατεθειμένη κι αυτή στον εσωτερικό χώρο. Ακριβοφυλάγεται στο χώρο των ποιητικών εγκάτων. Είναι η επίκληση, δύναμη υπαρκτή. Δεν εκφωνείται στο κενό. Είναι σαν ανταπόκριση στο δραματικό ξετύλιγμα των βιωμάτων. Αν έλειπε αυτή η αλληλουχία των δυό δραματικών στοιχείων το ποίημα θα γινόταν ένα άσκοπο αντιπαθητικό μοιρολόι σε νεκρούς τάφους.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Μα ο Ρίτσος δεν έκαμε ποτέ νεκρή ποίηση. Πάντα κάποιος τον ακούει και συμμετέχει. Η φωνή του κινεί τους αντίλαλους. Συχνά οι αντίλαλοι είναι ομαδικοί. Αλλά και ατομικοί· όπως στη <i>Σονάτα</i>. Εδώ πρόκειται για ιερή εκμυστήρευση. Τόσο εκ βαθέων, που και η παρουσία του ετέρου προσώπου, που η ύπαρξή του κρίνεται απαραίτητη, για να έχει αληθινότατη η εκμυστήρευση, αν ήτανε παρουσία ορατή, συγκεκριμένη, πραγματική, πάλι το ποίημα θα έχανε από το πάθος που το διαπνέει. Πάλι θα μεταβαλλόταν σε στιχομυθία τέτοια, που ο τόσο γνώστης ποιητής δε θα της επέτρεπε να βγει στο φως.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Όλα στη <i>Σονάτα </i>είναι υποβλητικά, αν και με ρίζες υπαρκτές. Η μεγάλη ποίηση μιλεί, κι αυτή ακούει. Ο αναγνώστης γίνεται κοινωνός μιας εξομολόγησης παθητικής:</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i>Το ξέρω πως ο καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα,</i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i>μονάχος στη δόξα και στο θάνατο.</i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i>Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.</i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i>Άφησέ με νάρθω μαζί σου.</i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i><br /></i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i>.....</i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i><br /></i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i>ή ένα πανί ψαρόβαρκας που χάνεται στο βάθος λικνισμένο απ' την ίδια του ανάσα </i></b></span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: Open Sans; font-size: x-small;"><b><i>( Τέταρτη διάσταση, σ.46)</i></b></span></div><div style="text-align: left;"><i><br /></i></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i>κρατημένη απ' το χέρι μιας μικρής φίλης μου ροδακινιάς όλο φως και ροζ λουλούδια</i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i><br /></i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i>.....</i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i><br /></i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i>έχοντας στ' αριστερό πλευρό μου τη ζέστα απ' το τυχαίο άγγιγμα του σακκακιού σου</i></b></span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: Open Sans; font-size: x-small;"><b><i>( στο ίδιο, σ.47)</i></b></span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: Open Sans; font-size: x-small;"><b><i><br /></i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i>Κι αλήθεια δεν είναι λίγες οι φορές που ανακαλύπτω εκεί, στο βάθος του πνιγμού,</i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><i>κοράλλια και μαργαριτάρια και θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων</i></b></span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: Open Sans; font-size: x-small;"><b><i>( στο ίδιο, σ.51)</i></b></span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: Open Sans; font-size: x-small;"><b><i><br /></i></b></span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: Open Sans; font-size: x-small;"><b><i><br /></i></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Του την εμπιστεύεται με πολύ δισταγμό. Με συστολή, με ανησυχία, με φόβο και πολλή μετάνοια:" Και στι γωνιές του δωματίου οι σκιές σφίγγονται από μιαν αβάσταχτη μετάνοια, σχεδόν οργή, όχι τόσο για τη ζωή, όσο για την άχρηστη εξομολόγηση", γιατί, ενώ είναι τα μύχια της συνείδησής του, δεν είναι σίγουρος αν πέφτουν σε "γη αγαθή". Φοβάται μήπως η ποίησή του λειτουργεί με περισσότερη από όση η ίδια η ποίησή του απαιτεί ευπιστία κι εμπιστοσύνη. Ακριβώς γιατί ήσαν αποστάγματα μιας ψυχικής διεργασίας υψηλής ποιότητας. Τα συνοδεύει η αγωνία μήπως δύσκολα κατανοηθούν από τα πλήθη.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Είναι όμως τόσο διεισδυτική η ποίηση του Ρίτσου που, αβοήθητη και άοπλη η μετάγγισή της, μεταβάλλει την άγονη γη σε "γη αγαθή". <i>Η Σονάτα</i> ετοιμάζει από μόνη της τη δεκτικότητά της. Πάντα θα πέφτει σε γη αγαθή. Όπως κάθε μεγάλο έργο τέχνης.</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><br /></b></span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Έλλη Αλεξίου</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://www.ert.gr/wp-content/uploads/2020/11/%CE%A1%CE%99%CE%A4%CE%A3%CE%9F%CE%A31.jpg" style="clear: left; float: left; margin-bottom: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="531" data-original-width="800" height="212" src="https://www.ert.gr/wp-content/uploads/2020/11/%CE%A1%CE%99%CE%A4%CE%A3%CE%9F%CE%A31.jpg" width="320" /></a></div><br />Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο, Κέδρος, Αθήνα 1980</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: Open Sans;"><b>Εις μνήμην του πλέον αγαπημένου μου ποιητή , που έφυγε από τη ζωή στις 11Νοεμβρίου 1990</b></span></div>sofiahttp://www.blogger.com/profile/10629903599548963090noreply@blogger.com0