"...O Διομήδης Κομνηνός, βγήκε ξαφνικά στη μέση του δρόμου, σήκωσε τα χέρια, βλέποντας προς τη μεριά των αστυνομικών, που βρίσκονταν σε απόσταση σαράντα περίπου μέτρων και είπε: " Αν είσαστε άντρες, ελάτε να μας χτυπήσετε από κοντά" . Κι αμέσως ακούστηκε καταιγισμός πυροβολισμών. Κι ο Διομήδης έπεσε κάτω".
Το ακροατήριο , βουβό, κρατάει την ανάσα και δύσκολα τη συγκίνησή του, όταν ο μάρτυρας , συνεχίζει:
" Μαζί μ' έναν άλλον, βγήκαμε έρποντας από την πολυκατοικία που είχαμε καταφύγει. Κινηθήκαμε προς το σημείο που είχε πέσει ο Κομνηνός. Οι πυροβολισμοί δεν σταματούσαν. Κατορθώσαμε και τον στήσαμε στον τοίχο όρθιο. Το κορμί του έγειρε λίγο δεξιά. Δεν μιλούσε. Στα μάτια του είχανε μπει μικρά θραύσματα από τα τζάμια ενός αυτοκινήτου. Είχα λίγο βαμβάκι στην τσέπη μου. Ήρθε μια γυναίκα με νερό. Κι εγώ με βαμβάκι προσπάθησα να του αφαιρέσω τα τζαμάκια από τα μάτια. Τότε έκανε μια κίνηση με το χέρι του, προσπαθώντας να σηκώσει το πουλόβερ που φορούσε.
Σήκωσα το πουλόβερ και είδα το αίμα να τρέχει από τη δεξιά στην αριστερή κοιλιακή χώρα. Κατάλαβα ότι είχε χτυπηθεί άσκημα.
Τότε άκουσα τη σειρήνα ενός ασθενοφόρου. Σκυφτός και με ζιγκ-ζαγκ για ν' αποφύγω τις σφαίρες, κινηθήκα προς τα εκεί , να φέρω το φορείο. Τρέχοντας όμως γλίστρησα, έπεσα και χτύπησα στα χέρια και στα πόδια. Δεν μπορούσα να κινηθώ, έτρεξαν φοιτητές να με βάλουν στο ασθενοφόρο . Τους είπε: δεν χρειάζομαι εγώ, αλλά ο Κομνηνός..."
Η φωνή σπάει. Και ο Άλκης που παρακολουθεί με τη ψυχή στα δόντια, όπως όλο το ακροατήριο θυμάται μιαν άλλη ραγισμένη φωνή. Του πατέρα Κομνηνού. Στο μνημόσυνο του παιδιού του, πριν ένα χρόνο...
"Με οδηγούν στον ψυκτικό θάλαμο. Σέρνουν ένα συρτάρι. Ο Διομήδης μου νεκρός. Ο μονάκριβός μου γιος. Προσπαθώ να κρατηθώ. Τι όμορφος...Ω γλυκύ μου , έαρ...έχει μια τρύπα στην καρδιά. Προσπαθώ να κρατηθώ. Του μιλώ: " Διομήδη, βοήθησέ με να φανώ άξιός σου!". Του φιλώ τα μαλλιά. Τι όμορφος! Ίδιο καθαρόαιμο άτι. Τα μάτια του μισάνοιχτα. Γεμάτα απορία. Προσπαθώ, προσπαθώ να κρατήσω ζωντανή τη μορφή του".
Η φωνή του τρέμει:
" Έπειτα φέρνω βόλτα το συρτάρι. Σκύβω απάνω του. Φιλώ το τραύμα του στην καρδιά. Τον προσκυνώ..."
Η φωνή σπάει.
" Είτανε δέκα εφτά χρονώ"
(Μικρό απόσπασμα από το μυθιστόρημα της Έφης Πανσελήνου , Καταχτημένη χώρα, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1978, 2η έκδοση)
Το ακροατήριο , βουβό, κρατάει την ανάσα και δύσκολα τη συγκίνησή του, όταν ο μάρτυρας , συνεχίζει:
" Μαζί μ' έναν άλλον, βγήκαμε έρποντας από την πολυκατοικία που είχαμε καταφύγει. Κινηθήκαμε προς το σημείο που είχε πέσει ο Κομνηνός. Οι πυροβολισμοί δεν σταματούσαν. Κατορθώσαμε και τον στήσαμε στον τοίχο όρθιο. Το κορμί του έγειρε λίγο δεξιά. Δεν μιλούσε. Στα μάτια του είχανε μπει μικρά θραύσματα από τα τζάμια ενός αυτοκινήτου. Είχα λίγο βαμβάκι στην τσέπη μου. Ήρθε μια γυναίκα με νερό. Κι εγώ με βαμβάκι προσπάθησα να του αφαιρέσω τα τζαμάκια από τα μάτια. Τότε έκανε μια κίνηση με το χέρι του, προσπαθώντας να σηκώσει το πουλόβερ που φορούσε.
Σήκωσα το πουλόβερ και είδα το αίμα να τρέχει από τη δεξιά στην αριστερή κοιλιακή χώρα. Κατάλαβα ότι είχε χτυπηθεί άσκημα.
Τότε άκουσα τη σειρήνα ενός ασθενοφόρου. Σκυφτός και με ζιγκ-ζαγκ για ν' αποφύγω τις σφαίρες, κινηθήκα προς τα εκεί , να φέρω το φορείο. Τρέχοντας όμως γλίστρησα, έπεσα και χτύπησα στα χέρια και στα πόδια. Δεν μπορούσα να κινηθώ, έτρεξαν φοιτητές να με βάλουν στο ασθενοφόρο . Τους είπε: δεν χρειάζομαι εγώ, αλλά ο Κομνηνός..."
Η φωνή σπάει. Και ο Άλκης που παρακολουθεί με τη ψυχή στα δόντια, όπως όλο το ακροατήριο θυμάται μιαν άλλη ραγισμένη φωνή. Του πατέρα Κομνηνού. Στο μνημόσυνο του παιδιού του, πριν ένα χρόνο...
"Με οδηγούν στον ψυκτικό θάλαμο. Σέρνουν ένα συρτάρι. Ο Διομήδης μου νεκρός. Ο μονάκριβός μου γιος. Προσπαθώ να κρατηθώ. Τι όμορφος...Ω γλυκύ μου , έαρ...έχει μια τρύπα στην καρδιά. Προσπαθώ να κρατηθώ. Του μιλώ: " Διομήδη, βοήθησέ με να φανώ άξιός σου!". Του φιλώ τα μαλλιά. Τι όμορφος! Ίδιο καθαρόαιμο άτι. Τα μάτια του μισάνοιχτα. Γεμάτα απορία. Προσπαθώ, προσπαθώ να κρατήσω ζωντανή τη μορφή του".
Η φωνή του τρέμει:
" Έπειτα φέρνω βόλτα το συρτάρι. Σκύβω απάνω του. Φιλώ το τραύμα του στην καρδιά. Τον προσκυνώ..."
Η φωνή σπάει.
" Είτανε δέκα εφτά χρονώ"
(Μικρό απόσπασμα από το μυθιστόρημα της Έφης Πανσελήνου , Καταχτημένη χώρα, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1978, 2η έκδοση)
Καλησπέρα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυγκλονιστική ανάρτηση!
Για να μαθαίνουν οι νεώτεροι, εμείς, όλοι.
Καλή δύναμη!
Ευχαριστούμε για την ανάρτηση. Κρίμα που δεν το είδα λιγες μέρες νωρίτερα να το εντάξω στην αυριανή γιορτή. Σίγουρα θα άγγιζε της ψυχές των παιδιών . Αξίζει πραγματικά να το ακούσουν!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣπαρακτικό, Σοφία. Ευχαριστούμε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο αντιγράφω για μελλοντική χρήση στο σχολείο.
Το απόσπασμα αυτό είναι για μένα κλασικό. Χρόνια τώρα το χρησιμοποιώ , όποτε αναλαμβάνω τη γιορτή του Πολυτεχνείου και εξακολουθεί να με συγκλονίζει όπως την πρώτη φορά που διάβασα το βιβλίο το 1978. Και αμέσως μετά έβαζα το μελοποιημένο " Γιε μου σπλάχνο των σπλάχνων μου..." από τον Επιτάφιο του Ρίτσου . Ομολογώ πως η αντίδραση του ακροατηρίου ήταν συγκινητική.Δυστυχώς το βιβλίο δεν κυκλοφορεί πια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΆγνωστες σελίδες από μια εποχή που ο λαός μας αγωνιζόταν με βαρύ τίμημα, αλλά και με εκείνη τη σκληρή υπερηφάνεια που του προσέδιδε η ίδια η υφή του δίκαιου αγώνα του. Ευχαριστούμε που έβγαλες από την αφάνεια αυτή τη συγκλονιστική μαρτυρία και μακάρι το συγκεκριμένο βιβλίο να επανεκδοθεί.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜε τόση παρακμή που βιώνουμε σε όλους τους τομείς μάλλον θα βγάλω κι άλλα από την αφάνεια.
ΑπάντησηΔιαγραφή