Ἀνήμερα τὰ Φῶτα, τὸ δειλινὸ τῆς παραμονῆς τοῦ Ἅϊ - Γιαννιοῦ,
ἡ Μήτραινα, ὅπως ὅλες τὶς παραμονὲς τοῦ Ἅϊ - Γιαννιοῦ, ἔσφαξε μιὰ
παχειὰ καὶ μεγάλη κότα, ἀπὸ τὶς δέκα - δώδεκα κοτοῦλες ποὺ εἶχε, τὴ
ζεμάτισε, τὴ μάδησε καὶ τὴν ἔβαλε νὰ βράσῃ. Συγύρισε τὸ σπιτοκάλυβό
της, ἔστρωσε στὴ γωνιὰ τὰ νυφιάτικά της μάλλινα στρωσίδια, ἔδεσε τὴ
σκύλα καὶ περίμενε, ὅπως ὅλες τὶς παραμονές, νἄρθῃ ὁ ξενιτεμμένος της
ὁ Γιάννης, ξημερώνοντας τ’ Ἅϊ - Γιαννιοῦ.
Αὐτὴ ἡ ἱστορία ἐξακολουθοῦσε χρόνια τώρα. Ἦταν ἀκόμα νέα ἡ
Μήτραινα, ὅταν, χήρα, ξεκίνησε τὸ μονάκριβό της, ὁ Γιάννης, γιὰ τὴν
ἔρμη ξενιτειά. Δὲν εἶχε ἀκόμα ἄσπρη τρίχα στὰ κατάμαυρα μαλλιά της,
ὅταν τὸν φίλησε γιὰ ὕστερη φορὰ καὶ τὸν εἶδε ψηλὰ ἀπὸ τὴ ραχούλα μὲ
δακρυόπνιχτα μάτια νὰ χάνεται στὸ μάκρος τοῦ δρόμου καὶ νὰ γίνεται
ἄφαντος.
Χρόνια καὶ χρὸνια ἀπὸ τότε ἡ δόλια Μήτραινα περνοῦσε τὴ ζωή
της μονάχη στὸ σπιτοκάλυβό της, ἔχοντας γιὰ μόνη συντροφιὰ τοὺς
τέσσερους τοίχους, τὸ εἰκόνισμα, τὴ γωνιά, μιὰ γίδα, μιὰ γάτα καὶ
καμμιὰ δεκαριὰ κοτοῦλες μ’ ἕναν ὄμορφο πετεινό, ποὺ τῆς χρησίμευε
κάθε πρωΐ, σὰν ρολόγι, νὰ τὴν ξυπνᾷ, γιὰ ν’ ἀνὰβῃ τὴ φωτιὰ της καὶ ν’
ἀρχινᾷ τὸ ἐργόχειρό της: Ρόκα ἢ πλέξιμο ἢ μπάλωμα ἢ γιὰ νὰ πηγαίνῃ
στὸ λόγγο νὰ κουβαλᾷ ξύλα.
Τὰ νιόπαιδα τοῦ χωριοῦ πήγαιναν κι ἔρχονταν στὴν ξενινειά, ποιὸ
σὲ τρία, ποιὸ σὲ τέσσερα καὶ ποιὸ σὲ πέντε χρόνια, τὸ βαρύ, βαρύ˙ ἀλλὰ ὁ
Γιάννης τῆς Μήτραινας οὔτε φαινόταν, οὔτε ἀκουγόταν πουθενά! Ὅλος
ὁ κόσμος τὸν θεωροῦσε χαμένο καὶ ὁ προεστὸς τοῦ χωριοῦ τὸν ξέγραψε
ἀπὸ τὸ δεφτέρι του, γιὰ νὰ μὴν πληρώνῃ ἡ κακομοίρα ἡ Μήτραινα τοὺς
φόρους του. Καὶ ὅμως ἡ Μήτραινα ἔσκισε τὰ ροῦχά της, ἅμα ἔμαθε
ὅτι τῆς ξέγραψε ὁ προεστὸς τὸ παιδί της καὶ πῆγε στὸ σπίτι του νὰ
παραπονεθῇ:
- Ἀκοῦς ἐκεῖ, ἔλεγε, βγαίνοντας ἀπὸ τοῦ προεστοῦ, νὰ μοῦ σβήσῃ τὸ
παιδί μου! Τί τὸν μέλει αὐτόν, σὰν πληρώνω ἐγώ;
Εἶχε πάντα τὴν καρδιά της γεμάτη ἐλπίδα καὶ τῆς φαινόταν, ὅτι τὸ
παιδί της εἶναι γερὸ καὶ καλά, ὅτι κέρδιζε χρήματα μὲ τὸ σωρό, κι ὅτι
βρίσκεται στὸ δρόμο νἄρχεται. Ζοῦσε ἡ καημένη μὲ τὸ ἐργατικό, πότε
στ’ ἀμπέλια καὶ πότε στὰ χωράφια χωριανῶν της, κι ἐνῷ ὅλος ὁ κόσμος
τὴν συμπονοῦσε, αὐτὴ δέ τὄβανε κάτω, ἀλλὰ ἀπολογιόταν μὲ θυμό:
- Μὴ σᾶς πέρασε ἡ ἰδέα, ὅτι χάθηκε τὸ παιδί μου καὶ δὲ θὰ μοῦ ἔρθῃ;
αὐτὸ ζῇ καὶ βασιλεύει, δόξα σοι ὁ Θεός! ῎Ετσι μοῦ τὸ λέει ἡ ἐλπίδα, ποὺ
ἔχω μέσα στὴν καρδιά μου!
Κάθε δειλινό, χειμῶνα - καλοκαίρι, ὅταν ἔτρεμε ὁ ἥλιος νὰ βασιλέψῃ,
ἄφηνε τὴν ἐργασία της καὶ γνέθοντες πήγαινε ψηλὰ στὴ ραχούλα, στ’
ἀγνάντια τοῦ χωριοῦ, κι ἐκεῖ καθόταν κι ἀγνάντευε τὸ δρόμο, ὡς μιὰ ὥρα
μακριὰ - ὅσο ἔκοβε τὸ μάτι της - καὶ μὲ ἀνίκητη ἐλπίδα ἀκολουθοῦσε
τοὺς διαβάτες, ποὺ ἔρχονταν, καὶ μονολογοῦσε:
- Νά! αὐτὸς εἶναι! Αὐτὁς ὁ καβαλάρης! Κοίτα, πῶς τρέχει τὸ μουλάρι
του! Καλῶς ὥρισες, παιδί μου!
Καὶ ξεφώνιζε, κι ἄνοιγε τὴν ἀγκαλιά της μ’ ἄφατη χαρά, καὶ
ροβολοῦσε δυὸ - τρία βήματα, ἀλλὰ ὁ καβαλάρης ἐκεῖνος δὲν ἦταν ὁ
Γιάννης τῆς Μήτραινας, οὔτε κἂν χωριανός της, γιατί, ἅμα πλησίαζε
πρὸς τὸ χωριό, ἔπαιρνε τὸν ἄλλον τὸ δρόμο, τραβῶντας γιὰ ξένο χωριό. Κι
ἡ Μήτραινα χαρωπή - χαρωπή, ἔπαιρνε κοντὰ μὲ τὸ βλέμμα της ἄλλον
καβαλάρη διαβάτη γιὰ τὸ Γιάννη της, ὅσο ποὺ κι αὐτὸς ἔπαιρνε ἄλλο
δρόμο. Καὶ δὲν ἔφευγε ἀπὸ τὴ ραχούλα, παρὰ ὅταν ἄρχιζε νὰ χύνεται τὸ
σκοτάδι ἐπάνω στὴ γῆ. Τότε, γύριζε στὸ σπιτοκάλυβό της γελαστὴ καὶ
χαρωπή, ὅπως πάντα, μὲ τὴν καρδιά της γεμάτη ἐλπίδα, κουνώντας τὸ
κεφάλι της καὶ λέγοντας:
- Ποιὸς ξέρει τὸ μοναχό μου, ποῦ νὰ νυχτώθηκε! Δὲν τὸν ἄφησε ἡ
κούρασι τοῦ δρόμου νὰ φτάσῃ ἀπόψε! Κι αὔριο ἡμέρα τοῦ Θεοῦ ξημερώνει!
Αὔριο ἔρχεται.
Αὐτὴ ἡ δουλειὰ ἐξακολούθησε χρόνια καὶ χρόνια. Ἡ ἐλπίδα φώλιαζε
βαθιὰ στὰ φυλλοκάρδια τῆς Μήτραινας. Καὶ τίποτε δὲ μποροῦσε νὰ τὴν
διώξῃ ἀπὸ κεῖ μέσα. Ὅταν δούλευε μὲ τὴν ἐργατιά, αὐτὴ ἔσερνε πάντα
τὸ τραγούδι καὶ τραγουδοῦσε ὅλο τραγούδια γιὰ τὸν ξενιτεμμένο τὸ γυιὸ
της, ποὺ πάντα ἐρχὸταν καὶ ποτὲ δὲ φαινόταν!
Ὅλος ὁ κόσμος, ἄντρες καὶ γυναῖκες, τὴν ψυχοπονοῦσαν τὴν καημένη
τὴ Μήτραινα κι ἔλεγαν μέσα τους:
- Ὁ Θεὸς νὰ τῆς αὐξαίνῃ τὴν ἐλπίδα τῆς ὀρφανῆς!
῎Ετσι περνοῦσαν τὰ χρόνια καὶ ἡ Μήτραινα ἐξακολουθοῦσε νὰ
ἐλπίζῃ, κι ὅλο νὰ ἐλπίζῃ. Κάθε βράδυ περίμενε τὸ Γιάννη της καὶ κάθε
βράδυ ξενυχτοῦσε ἔρημη καὶ μοναχὴ στὸ σπιτοκάλυβό της, χωρὶς ν’
ἀδημονῇ, χωρὶς ν’ ἀπελπίζεται.
Εἶχε χάσει τὸ λογαρτασμὸ πόσα χρόνια εἶχε ὁ Γιάννης της στὰ ξένα.
Δὲ θυμόταν πόσα χρόνια τῆς βάραιναν τὴ ράχι, κι ἀπὸ τὴν ἠμέρα, ποὺ
ξεκίνησε τὸ μονάκριβό της, εἶχε σκεπάσει τὸν καθρέφτη της, ποὺ εἶχε
κρεμασμένο δεξιὰ στὴν πόρτα της, καὶ ἀπὸ τότε δὲν εἶχε δεῖ τὸ πρόσωπό
της! Τὰ μαλλιά της εἶχαν ἀσπρίσει ὅλα,τὸ πρόσωπό της εἶχε ζαρώσει, ἡ
ράχι της εἶχε κυρτώσει κι αὐτὴ δὲν τὸ γνώριζε!
Ἂν κάθε δειλινὸ ἔβγαινε στ’ ἀγνάντια ἡ Μήτραινα, γιὰ νὰ ἰδῇ τὸ
παιδί της νἄρχεται, ὅμως οὔτε φαῒ ἑτοίμαζε, οὔτε ἔστρωνε, οὔτε τὴ
σκύλα ἔδενε, γιὰ νὰ μὴν ἀλυχτᾷ τοὺς χωριανούς. Μόνο τὴν παραμονὴ
τοῦ Ἅϊ - Γιαννιοῦ ἔκανε αὐτὴ τὴ δουλειά.
Τὸ εἶχε κομποδεμένο ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ὅτι θὰ ἐρχόταν ὁ Γιάννης
της χωρὶς ἄλλο, ξημερώνοντας ἡ γιορτή του. Γι’ αὐτὸ ἀπὸ τὴν παραμονή,
χωρὶς νὰ βγῇ καθόλου στ’ ἀγνάντια, ἔσφαζε τὴν παχύτερή της κότα, τὴ
ζεματοῦσε, τὴ μαδοῦσε καὶ τὴν ἔβανε νὰ βράσῃ, σκούπιζε τὸ σπίτι καλὰ
- καλά, ἔστρωνε καθαρά, κι ἔδενε τὴ σκύλα, γιὰ νἄναι ὅλα ἕτοιμα τὸ
πρωῒ καὶ νὰ μὴν ἔχῃ ἄλλη δουλειά, παρὰ νὰ πάῃ μόνο στὴν ἐκκλησιά
κι οὐδ’ ἄλλο, κι οὐδ’ ἄλλο.
Τόσοι Ἅϊ - Γιάννηδες πέρασαν καρτέρει καὶ καρτέρει, ποὺ μποροῦσαν
νὰ κάμουν ἀκέριο μῆνα, κι ὁ Γιάννης τῆς Μήτραινας δὲ φαινόταν! Τί νὰ
εἶχε γίνει ὁ Γιάννης! Χωρὶς ἄλλο θὰ ἔλειωσαν τὰ κόκκαλά του κάτω
ἀπὸ τὸ μαῦρο μνῆμα χωρὶς κερί, χωρὶς λιβάνι, χωρὶς τρισάγιο, χωρὶς
λουλούδια, χωρὶς δάκρυα!
Ἀλλὰ ποῦ περνοῦσαν αὐτὰ ἀπὸ τὸ νοῦ τῆς Μήτραινας!
Ὅταν ἔβρασε καλὰ ἡ κότα, εἶχε βασιλέψει ὁ ἥλἰος. Τότε ἡ Μήτραινα
τὴν ἔβγαλε ἀπὸ τὴ φωτιά, τὴν ἀπόθεσε ψηλὰ, κι ὕστερα ἔκαμε τὸ
σταυρό της ἐμπρὸς στὸ εἰκόνισμα, παρακαλῶντας τὴν Παναγία καὶ τὸν
Ἅϊ - Γιάννη νὰ τῆς φέρουν τὸ παιδί της γερὸ καὶ καλὰ ἀπὸ τὰ ξένα.
Χάλασε καὶ σκέπασε τὴ φωτιά, ἔσβησε τὸ λυχνάρι καὶ πλάγιασε νὰ
κοιμηθῇ γιατὶ ἦταν περασμένη ἡ ὥρα.
Τὰ πρόσφορα τὰ εἶχε ἕτοιμα ἀπὸ τὴν ἡμέρα τοῦ Σταυροῦ. Τὸ βαθὺ
πρωΐ, νύχτα ἀκόμη, πρὶν λαλήσουν οἱ πετεινοί, ἅμα ἄκουσε τὸ σήμαντρο˙
τῆς ἐκκλησίας, σηκώθηκε, νίφτηκε, ἄναψε τὸ καντήλι στὸ εἰκόνισμα,
ἔκανε τὸ σταυρό της κι ἄναψε τὴ φωτιά. Ἔφτιασε τρία τέσσερα κεριά,
γέμισε τὸ ροΐ της λάδι, πῆρε τὸ πρόσφορό της καὶ κίνησε γιὰ τὴν
ἐκκλησία.
Ξεκινῶντας ἔκλεισε πίσω της τὴν πόρτα μόνο μὲ τὸ μάνταλο, γιὰ νὰ
μπορέσῃ νὰ μπῇ μέσα μονάχο του τὸ ξενιτεμμένο της παιδί. Ἦταν τόσο
βέβαιη, ὅτι θὰ ἐρχόταν χωρὶς ἄλλο ὁ Γιάννης της ἐκεῖνο τὸ πρωΐ! Στὴν ἐκκλησία κάθισε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς λειτουργίας ὢς τὸ τέλος
καί, ὅπως συνήθιζε πάντα, πῆγε στὴν πύλη τοῦ ἱεροῦ πρώτη - πρώτη,
γιὰ νὰ πάρῃ ἀντίδωρο πρωτύτερα ἀπ’ ὅλο τὸ ἄλλο χωριὸ καὶ νὰ πάῃ
γρήγορα στὸ σπίτι της, νὰ δεχτῇ τὸ παιδί της, ποὺ ἐρχόταν ἀπὸ τὴν
ξενιτειά.
Ἔτσι ἔκανε πάντα, κί ὁ παπᾶς, ποὺ ἤξερε αὐτὴ τὴν ἀδυναμία της,
τῆς ἔδινε ἀντίδωρο πρῶτα ἀπ’ ὅλους˙ κι αὐτὴ παίρνοντας τ’ ἀντίδωρο
βγῆκε τρεχάτη ἀπὸ τὴν ἐκκλησία κρατῶντας στὸ χέρι τὸ ἀδειανὸ ροῒ
καὶ τράβηξε ἴσια γιὰ τὸ σπιτοκάλυβό της.
Δὲν εἶχε φέξει καλά, ὅταν γύριζε, κι ἡ συννεφιὰ ἡ βαρειά, ποὺ κρεμόταν
στὸν αἰθέρα,ἔκανε τὸν οὐρανὸ μαῦρο καὶ φοβερό. Ὁ ἄνεμος φυσοῦσε δυνατὰ
κι ἡ Μήτραινα ἔτρεχε γρήγορα πατῶντας ὅπως τύχαινε μέσα
στὶς λάσπες, γιὰ νὰ φτάσῃ τὸ γρηγορώτερο στὸ σπιτοκάλυβό της καὶ νὰ
σφίξῃ στὴν ἀγκαλιά της τὸ παιδί της.
Μπαίνοντας στὴν αὐλὴ κοίταξε ὁλόγυρα, γιὰ νὰ ἰδῇ ἂν εἶναι κανένα
μουλάρι, καὶ μὴ βλέποντας τίποτε ἀπόθεσε κάπου τὸ ροΐ της, βγῆκε στὸ
δρόμο καὶ τράβηξε ἴσια κατὰ τ’ ἀγνάντια. Καὶ ἅμα ἔφτασε στὴ μεριά,
ποὺ εἶχε χωριστῆ μὲ τὸ Γιάννη της, φώναξε μὲ μεγάλη φωνή:
- Γιάννη η η η! Γιάννη, οὔουου!
- ῾Ορίστεεε! ἀπολογήθηκε μιὰ φωνὴ ἀπὸ μακριά.
- Χτύπα γρήγορα, παιδάκι μου, γιατὶ σ’ ἔφαγε τὸ κρύο. Τοῦ
ἀπολογήθηκε ἡ Μήτραινα.
Σὲ λίγο τὸ ποδοβολητὸ τοῦ μουλαριοῦ ἀκουγόταν ξαστερώτερα, ἀλλὰ
ἡ Μήτραινα δὲν τὸ κουνοῦσε ἀπὸ ἐκείνη τὴ μεριά.
Τὸν περίμενε ἐκεῖ τὸ Γιάννη της, ὣς ποὺ ἦρθε.
- Παιδάκι μου! Ψυχούλα μου!
- Μαννούλα μου! Ποιός σοῦ πῆρε τὰ συχαρίκια καὶ βγῆκες τέτοια
ὥρα ἐδῶ, νὰ μὲ καρτερῇς;
- ῾Η ἐλπίδα μου, ψυχούλα μου! ῾Η ἀνίκητη ἐλπίδα μου, ποὺ φώλιαζε
μέσα ἐδῶ, στὴν καρδιά μου βαθιά!
῾Ο Γιάννης κατέβηκε ἀπὸ τὸ μουλάρι, ἡ Μήτραινα ἄνοιξε τὴν
ἀγκαλιὰ καὶ μάννα καὶ παιδὶ ἔγιναν ἕνα ἀπὸ τὸ σφιχταγκάλιασμα.
᾽Εκεῖ, στὴν ἴδια τὴν μεριά, ποὺ ἀγκαλιάστηκαν καὶ φιλήθηκαν μάννα
καὶ παιδὶ τὸ πικρὸ ἀγκάλιασμα καὶ φίλημα τοῦ χωρισμοῦ, ἐδῶ καὶ τόσα
χρόνια, ἐκεῖ, στὴν ἴδια τὴ μεριὰ πάλι μάννα καὶ παιδὶ ξαναφιλιόνταν καὶ
ξαναγκαλιάζονταν τὸ χαρμόσυνο φίλημα κι ἀγκάλιασμα τοῦ ἐρχομοῦ.
Κι ἔτσι ἀγκαλιασμένοι ἔφτασαν στὸ σπιτοκάλυβο. Μιὰ βαρειὰ τουφεκιὰ ἔπεσε στὸν αὐλόγυρο τῆς Μήτραινας, ποὺ βρόντησε ὅλο τὸ χωριό.
Ἡ χαρὰ τῆς Μήτραινας οὔτε γράφεται οὔτε μολογιέται!
Πρώτη φορά, ἀφότου ξενιτεύτηκε ὁ Γιάννης, θρονιαζόταν ἡ χαρὰ στὸ
ταπεινὸ σπιτοκάλυβο τῆς Μήτραινας.
«Διηγήματα τῆς ξενιτειᾶς» Χρῖστος Χριστοβασίλης
(Νεοελληνικά Αναγνώσματα Β΄Γυμνασίου , Οργανισμός Εκδόσεων Σχολικών Βιβλίων, Εν Αθήναις 1957)
ἡ Μήτραινα, ὅπως ὅλες τὶς παραμονὲς τοῦ Ἅϊ - Γιαννιοῦ, ἔσφαξε μιὰ
παχειὰ καὶ μεγάλη κότα, ἀπὸ τὶς δέκα - δώδεκα κοτοῦλες ποὺ εἶχε, τὴ
ζεμάτισε, τὴ μάδησε καὶ τὴν ἔβαλε νὰ βράσῃ. Συγύρισε τὸ σπιτοκάλυβό
της, ἔστρωσε στὴ γωνιὰ τὰ νυφιάτικά της μάλλινα στρωσίδια, ἔδεσε τὴ
σκύλα καὶ περίμενε, ὅπως ὅλες τὶς παραμονές, νἄρθῃ ὁ ξενιτεμμένος της
ὁ Γιάννης, ξημερώνοντας τ’ Ἅϊ - Γιαννιοῦ.
Αὐτὴ ἡ ἱστορία ἐξακολουθοῦσε χρόνια τώρα. Ἦταν ἀκόμα νέα ἡ
Μήτραινα, ὅταν, χήρα, ξεκίνησε τὸ μονάκριβό της, ὁ Γιάννης, γιὰ τὴν
ἔρμη ξενιτειά. Δὲν εἶχε ἀκόμα ἄσπρη τρίχα στὰ κατάμαυρα μαλλιά της,
ὅταν τὸν φίλησε γιὰ ὕστερη φορὰ καὶ τὸν εἶδε ψηλὰ ἀπὸ τὴ ραχούλα μὲ
δακρυόπνιχτα μάτια νὰ χάνεται στὸ μάκρος τοῦ δρόμου καὶ νὰ γίνεται
ἄφαντος.
Χρόνια καὶ χρὸνια ἀπὸ τότε ἡ δόλια Μήτραινα περνοῦσε τὴ ζωή
της μονάχη στὸ σπιτοκάλυβό της, ἔχοντας γιὰ μόνη συντροφιὰ τοὺς
τέσσερους τοίχους, τὸ εἰκόνισμα, τὴ γωνιά, μιὰ γίδα, μιὰ γάτα καὶ
καμμιὰ δεκαριὰ κοτοῦλες μ’ ἕναν ὄμορφο πετεινό, ποὺ τῆς χρησίμευε
κάθε πρωΐ, σὰν ρολόγι, νὰ τὴν ξυπνᾷ, γιὰ ν’ ἀνὰβῃ τὴ φωτιὰ της καὶ ν’
ἀρχινᾷ τὸ ἐργόχειρό της: Ρόκα ἢ πλέξιμο ἢ μπάλωμα ἢ γιὰ νὰ πηγαίνῃ
στὸ λόγγο νὰ κουβαλᾷ ξύλα.
Τὰ νιόπαιδα τοῦ χωριοῦ πήγαιναν κι ἔρχονταν στὴν ξενινειά, ποιὸ
σὲ τρία, ποιὸ σὲ τέσσερα καὶ ποιὸ σὲ πέντε χρόνια, τὸ βαρύ, βαρύ˙ ἀλλὰ ὁ
Γιάννης τῆς Μήτραινας οὔτε φαινόταν, οὔτε ἀκουγόταν πουθενά! Ὅλος
ὁ κόσμος τὸν θεωροῦσε χαμένο καὶ ὁ προεστὸς τοῦ χωριοῦ τὸν ξέγραψε
ἀπὸ τὸ δεφτέρι του, γιὰ νὰ μὴν πληρώνῃ ἡ κακομοίρα ἡ Μήτραινα τοὺς
φόρους του. Καὶ ὅμως ἡ Μήτραινα ἔσκισε τὰ ροῦχά της, ἅμα ἔμαθε
ὅτι τῆς ξέγραψε ὁ προεστὸς τὸ παιδί της καὶ πῆγε στὸ σπίτι του νὰ
παραπονεθῇ:
- Ἀκοῦς ἐκεῖ, ἔλεγε, βγαίνοντας ἀπὸ τοῦ προεστοῦ, νὰ μοῦ σβήσῃ τὸ
παιδί μου! Τί τὸν μέλει αὐτόν, σὰν πληρώνω ἐγώ;
Εἶχε πάντα τὴν καρδιά της γεμάτη ἐλπίδα καὶ τῆς φαινόταν, ὅτι τὸ
παιδί της εἶναι γερὸ καὶ καλά, ὅτι κέρδιζε χρήματα μὲ τὸ σωρό, κι ὅτι
βρίσκεται στὸ δρόμο νἄρχεται. Ζοῦσε ἡ καημένη μὲ τὸ ἐργατικό, πότε
στ’ ἀμπέλια καὶ πότε στὰ χωράφια χωριανῶν της, κι ἐνῷ ὅλος ὁ κόσμος
τὴν συμπονοῦσε, αὐτὴ δέ τὄβανε κάτω, ἀλλὰ ἀπολογιόταν μὲ θυμό:
- Μὴ σᾶς πέρασε ἡ ἰδέα, ὅτι χάθηκε τὸ παιδί μου καὶ δὲ θὰ μοῦ ἔρθῃ;
αὐτὸ ζῇ καὶ βασιλεύει, δόξα σοι ὁ Θεός! ῎Ετσι μοῦ τὸ λέει ἡ ἐλπίδα, ποὺ
ἔχω μέσα στὴν καρδιά μου!
Κάθε δειλινό, χειμῶνα - καλοκαίρι, ὅταν ἔτρεμε ὁ ἥλιος νὰ βασιλέψῃ,
ἄφηνε τὴν ἐργασία της καὶ γνέθοντες πήγαινε ψηλὰ στὴ ραχούλα, στ’
ἀγνάντια τοῦ χωριοῦ, κι ἐκεῖ καθόταν κι ἀγνάντευε τὸ δρόμο, ὡς μιὰ ὥρα
μακριὰ - ὅσο ἔκοβε τὸ μάτι της - καὶ μὲ ἀνίκητη ἐλπίδα ἀκολουθοῦσε
τοὺς διαβάτες, ποὺ ἔρχονταν, καὶ μονολογοῦσε:
- Νά! αὐτὸς εἶναι! Αὐτὁς ὁ καβαλάρης! Κοίτα, πῶς τρέχει τὸ μουλάρι
του! Καλῶς ὥρισες, παιδί μου!
Καὶ ξεφώνιζε, κι ἄνοιγε τὴν ἀγκαλιά της μ’ ἄφατη χαρά, καὶ
ροβολοῦσε δυὸ - τρία βήματα, ἀλλὰ ὁ καβαλάρης ἐκεῖνος δὲν ἦταν ὁ
Γιάννης τῆς Μήτραινας, οὔτε κἂν χωριανός της, γιατί, ἅμα πλησίαζε
πρὸς τὸ χωριό, ἔπαιρνε τὸν ἄλλον τὸ δρόμο, τραβῶντας γιὰ ξένο χωριό. Κι
ἡ Μήτραινα χαρωπή - χαρωπή, ἔπαιρνε κοντὰ μὲ τὸ βλέμμα της ἄλλον
καβαλάρη διαβάτη γιὰ τὸ Γιάννη της, ὅσο ποὺ κι αὐτὸς ἔπαιρνε ἄλλο
δρόμο. Καὶ δὲν ἔφευγε ἀπὸ τὴ ραχούλα, παρὰ ὅταν ἄρχιζε νὰ χύνεται τὸ
σκοτάδι ἐπάνω στὴ γῆ. Τότε, γύριζε στὸ σπιτοκάλυβό της γελαστὴ καὶ
χαρωπή, ὅπως πάντα, μὲ τὴν καρδιά της γεμάτη ἐλπίδα, κουνώντας τὸ
κεφάλι της καὶ λέγοντας:
- Ποιὸς ξέρει τὸ μοναχό μου, ποῦ νὰ νυχτώθηκε! Δὲν τὸν ἄφησε ἡ
κούρασι τοῦ δρόμου νὰ φτάσῃ ἀπόψε! Κι αὔριο ἡμέρα τοῦ Θεοῦ ξημερώνει!
Αὔριο ἔρχεται.
Αὐτὴ ἡ δουλειὰ ἐξακολούθησε χρόνια καὶ χρόνια. Ἡ ἐλπίδα φώλιαζε
βαθιὰ στὰ φυλλοκάρδια τῆς Μήτραινας. Καὶ τίποτε δὲ μποροῦσε νὰ τὴν
διώξῃ ἀπὸ κεῖ μέσα. Ὅταν δούλευε μὲ τὴν ἐργατιά, αὐτὴ ἔσερνε πάντα
τὸ τραγούδι καὶ τραγουδοῦσε ὅλο τραγούδια γιὰ τὸν ξενιτεμμένο τὸ γυιὸ
της, ποὺ πάντα ἐρχὸταν καὶ ποτὲ δὲ φαινόταν!
Ὅλος ὁ κόσμος, ἄντρες καὶ γυναῖκες, τὴν ψυχοπονοῦσαν τὴν καημένη
τὴ Μήτραινα κι ἔλεγαν μέσα τους:
- Ὁ Θεὸς νὰ τῆς αὐξαίνῃ τὴν ἐλπίδα τῆς ὀρφανῆς!
῎Ετσι περνοῦσαν τὰ χρόνια καὶ ἡ Μήτραινα ἐξακολουθοῦσε νὰ
ἐλπίζῃ, κι ὅλο νὰ ἐλπίζῃ. Κάθε βράδυ περίμενε τὸ Γιάννη της καὶ κάθε
βράδυ ξενυχτοῦσε ἔρημη καὶ μοναχὴ στὸ σπιτοκάλυβό της, χωρὶς ν’
ἀδημονῇ, χωρὶς ν’ ἀπελπίζεται.
Εἶχε χάσει τὸ λογαρτασμὸ πόσα χρόνια εἶχε ὁ Γιάννης της στὰ ξένα.
Δὲ θυμόταν πόσα χρόνια τῆς βάραιναν τὴ ράχι, κι ἀπὸ τὴν ἠμέρα, ποὺ
ξεκίνησε τὸ μονάκριβό της, εἶχε σκεπάσει τὸν καθρέφτη της, ποὺ εἶχε
κρεμασμένο δεξιὰ στὴν πόρτα της, καὶ ἀπὸ τότε δὲν εἶχε δεῖ τὸ πρόσωπό
της! Τὰ μαλλιά της εἶχαν ἀσπρίσει ὅλα,τὸ πρόσωπό της εἶχε ζαρώσει, ἡ
ράχι της εἶχε κυρτώσει κι αὐτὴ δὲν τὸ γνώριζε!
Ἂν κάθε δειλινὸ ἔβγαινε στ’ ἀγνάντια ἡ Μήτραινα, γιὰ νὰ ἰδῇ τὸ
παιδί της νἄρχεται, ὅμως οὔτε φαῒ ἑτοίμαζε, οὔτε ἔστρωνε, οὔτε τὴ
σκύλα ἔδενε, γιὰ νὰ μὴν ἀλυχτᾷ τοὺς χωριανούς. Μόνο τὴν παραμονὴ
τοῦ Ἅϊ - Γιαννιοῦ ἔκανε αὐτὴ τὴ δουλειά.
Τὸ εἶχε κομποδεμένο ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ὅτι θὰ ἐρχόταν ὁ Γιάννης
της χωρὶς ἄλλο, ξημερώνοντας ἡ γιορτή του. Γι’ αὐτὸ ἀπὸ τὴν παραμονή,
χωρὶς νὰ βγῇ καθόλου στ’ ἀγνάντια, ἔσφαζε τὴν παχύτερή της κότα, τὴ
ζεματοῦσε, τὴ μαδοῦσε καὶ τὴν ἔβανε νὰ βράσῃ, σκούπιζε τὸ σπίτι καλὰ
- καλά, ἔστρωνε καθαρά, κι ἔδενε τὴ σκύλα, γιὰ νἄναι ὅλα ἕτοιμα τὸ
πρωῒ καὶ νὰ μὴν ἔχῃ ἄλλη δουλειά, παρὰ νὰ πάῃ μόνο στὴν ἐκκλησιά
κι οὐδ’ ἄλλο, κι οὐδ’ ἄλλο.
Τόσοι Ἅϊ - Γιάννηδες πέρασαν καρτέρει καὶ καρτέρει, ποὺ μποροῦσαν
νὰ κάμουν ἀκέριο μῆνα, κι ὁ Γιάννης τῆς Μήτραινας δὲ φαινόταν! Τί νὰ
εἶχε γίνει ὁ Γιάννης! Χωρὶς ἄλλο θὰ ἔλειωσαν τὰ κόκκαλά του κάτω
ἀπὸ τὸ μαῦρο μνῆμα χωρὶς κερί, χωρὶς λιβάνι, χωρὶς τρισάγιο, χωρὶς
λουλούδια, χωρὶς δάκρυα!
Ἀλλὰ ποῦ περνοῦσαν αὐτὰ ἀπὸ τὸ νοῦ τῆς Μήτραινας!
Ὅταν ἔβρασε καλὰ ἡ κότα, εἶχε βασιλέψει ὁ ἥλἰος. Τότε ἡ Μήτραινα
τὴν ἔβγαλε ἀπὸ τὴ φωτιά, τὴν ἀπόθεσε ψηλὰ, κι ὕστερα ἔκαμε τὸ
σταυρό της ἐμπρὸς στὸ εἰκόνισμα, παρακαλῶντας τὴν Παναγία καὶ τὸν
Ἅϊ - Γιάννη νὰ τῆς φέρουν τὸ παιδί της γερὸ καὶ καλὰ ἀπὸ τὰ ξένα.
Χάλασε καὶ σκέπασε τὴ φωτιά, ἔσβησε τὸ λυχνάρι καὶ πλάγιασε νὰ
κοιμηθῇ γιατὶ ἦταν περασμένη ἡ ὥρα.
Τὰ πρόσφορα τὰ εἶχε ἕτοιμα ἀπὸ τὴν ἡμέρα τοῦ Σταυροῦ. Τὸ βαθὺ
πρωΐ, νύχτα ἀκόμη, πρὶν λαλήσουν οἱ πετεινοί, ἅμα ἄκουσε τὸ σήμαντρο˙
τῆς ἐκκλησίας, σηκώθηκε, νίφτηκε, ἄναψε τὸ καντήλι στὸ εἰκόνισμα,
ἔκανε τὸ σταυρό της κι ἄναψε τὴ φωτιά. Ἔφτιασε τρία τέσσερα κεριά,
γέμισε τὸ ροΐ της λάδι, πῆρε τὸ πρόσφορό της καὶ κίνησε γιὰ τὴν
ἐκκλησία.
Ξεκινῶντας ἔκλεισε πίσω της τὴν πόρτα μόνο μὲ τὸ μάνταλο, γιὰ νὰ
μπορέσῃ νὰ μπῇ μέσα μονάχο του τὸ ξενιτεμμένο της παιδί. Ἦταν τόσο
βέβαιη, ὅτι θὰ ἐρχόταν χωρὶς ἄλλο ὁ Γιάννης της ἐκεῖνο τὸ πρωΐ! Στὴν ἐκκλησία κάθισε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς λειτουργίας ὢς τὸ τέλος
καί, ὅπως συνήθιζε πάντα, πῆγε στὴν πύλη τοῦ ἱεροῦ πρώτη - πρώτη,
γιὰ νὰ πάρῃ ἀντίδωρο πρωτύτερα ἀπ’ ὅλο τὸ ἄλλο χωριὸ καὶ νὰ πάῃ
γρήγορα στὸ σπίτι της, νὰ δεχτῇ τὸ παιδί της, ποὺ ἐρχόταν ἀπὸ τὴν
ξενιτειά.
Ἔτσι ἔκανε πάντα, κί ὁ παπᾶς, ποὺ ἤξερε αὐτὴ τὴν ἀδυναμία της,
τῆς ἔδινε ἀντίδωρο πρῶτα ἀπ’ ὅλους˙ κι αὐτὴ παίρνοντας τ’ ἀντίδωρο
βγῆκε τρεχάτη ἀπὸ τὴν ἐκκλησία κρατῶντας στὸ χέρι τὸ ἀδειανὸ ροῒ
καὶ τράβηξε ἴσια γιὰ τὸ σπιτοκάλυβό της.
Δὲν εἶχε φέξει καλά, ὅταν γύριζε, κι ἡ συννεφιὰ ἡ βαρειά, ποὺ κρεμόταν
στὸν αἰθέρα,ἔκανε τὸν οὐρανὸ μαῦρο καὶ φοβερό. Ὁ ἄνεμος φυσοῦσε δυνατὰ
κι ἡ Μήτραινα ἔτρεχε γρήγορα πατῶντας ὅπως τύχαινε μέσα
στὶς λάσπες, γιὰ νὰ φτάσῃ τὸ γρηγορώτερο στὸ σπιτοκάλυβό της καὶ νὰ
σφίξῃ στὴν ἀγκαλιά της τὸ παιδί της.
Μπαίνοντας στὴν αὐλὴ κοίταξε ὁλόγυρα, γιὰ νὰ ἰδῇ ἂν εἶναι κανένα
μουλάρι, καὶ μὴ βλέποντας τίποτε ἀπόθεσε κάπου τὸ ροΐ της, βγῆκε στὸ
δρόμο καὶ τράβηξε ἴσια κατὰ τ’ ἀγνάντια. Καὶ ἅμα ἔφτασε στὴ μεριά,
ποὺ εἶχε χωριστῆ μὲ τὸ Γιάννη της, φώναξε μὲ μεγάλη φωνή:
- Γιάννη η η η! Γιάννη, οὔουου!
- ῾Ορίστεεε! ἀπολογήθηκε μιὰ φωνὴ ἀπὸ μακριά.
- Χτύπα γρήγορα, παιδάκι μου, γιατὶ σ’ ἔφαγε τὸ κρύο. Τοῦ
ἀπολογήθηκε ἡ Μήτραινα.
Σὲ λίγο τὸ ποδοβολητὸ τοῦ μουλαριοῦ ἀκουγόταν ξαστερώτερα, ἀλλὰ
ἡ Μήτραινα δὲν τὸ κουνοῦσε ἀπὸ ἐκείνη τὴ μεριά.
Τὸν περίμενε ἐκεῖ τὸ Γιάννη της, ὣς ποὺ ἦρθε.
- Παιδάκι μου! Ψυχούλα μου!
- Μαννούλα μου! Ποιός σοῦ πῆρε τὰ συχαρίκια καὶ βγῆκες τέτοια
ὥρα ἐδῶ, νὰ μὲ καρτερῇς;
- ῾Η ἐλπίδα μου, ψυχούλα μου! ῾Η ἀνίκητη ἐλπίδα μου, ποὺ φώλιαζε
μέσα ἐδῶ, στὴν καρδιά μου βαθιά!
῾Ο Γιάννης κατέβηκε ἀπὸ τὸ μουλάρι, ἡ Μήτραινα ἄνοιξε τὴν
ἀγκαλιὰ καὶ μάννα καὶ παιδὶ ἔγιναν ἕνα ἀπὸ τὸ σφιχταγκάλιασμα.
᾽Εκεῖ, στὴν ἴδια τὴν μεριά, ποὺ ἀγκαλιάστηκαν καὶ φιλήθηκαν μάννα
καὶ παιδὶ τὸ πικρὸ ἀγκάλιασμα καὶ φίλημα τοῦ χωρισμοῦ, ἐδῶ καὶ τόσα
χρόνια, ἐκεῖ, στὴν ἴδια τὴ μεριὰ πάλι μάννα καὶ παιδὶ ξαναφιλιόνταν καὶ
ξαναγκαλιάζονταν τὸ χαρμόσυνο φίλημα κι ἀγκάλιασμα τοῦ ἐρχομοῦ.
Κι ἔτσι ἀγκαλιασμένοι ἔφτασαν στὸ σπιτοκάλυβο. Μιὰ βαρειὰ τουφεκιὰ ἔπεσε στὸν αὐλόγυρο τῆς Μήτραινας, ποὺ βρόντησε ὅλο τὸ χωριό.
Ἡ χαρὰ τῆς Μήτραινας οὔτε γράφεται οὔτε μολογιέται!
Πρώτη φορά, ἀφότου ξενιτεύτηκε ὁ Γιάννης, θρονιαζόταν ἡ χαρὰ στὸ
ταπεινὸ σπιτοκάλυβο τῆς Μήτραινας.
«Διηγήματα τῆς ξενιτειᾶς» Χρῖστος Χριστοβασίλης
(Νεοελληνικά Αναγνώσματα Β΄Γυμνασίου , Οργανισμός Εκδόσεων Σχολικών Βιβλίων, Εν Αθήναις 1957)
Τί έκανες απόψε Σοφία; Αααχ αυτή η μάνα, γεννημένη πάντα για να περιμένει! Υπομονή, κι ας λέν' οι άλλοι. Πάντα η μάνα θα στέκει εκεί, σ' ένα ξάγναντο και θα περιμένει. Το ξενιτεμένο της παιδί και τα καλύτερα που -πάντα- "θα' ρθουν"; Δεν της έπρεπε άλλο τέλος αυτής της ιστορίας. Με συγκλόνισες...
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή δύναμη!
Αχ!!! αυτές οι μανούλες...
ΑπάντησηΔιαγραφήΜε έκανες και βούρκωσα...
Έχει δίκιο αυτός που είπε:"Επειδή ο Θεός δεν μπορεί να είναι παντού, έφτιαξε την ΜΑΝΑ".
Πάω να πάρω τηλέφωνο την μανούλα μου...
Την Καληνύχτα μου!!!
Καλημέρα Σοφία
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι Καλή χρονιά νάχουμε, τόσο καλή που να μη νοσταλγήσουμε το 2011.
Πολύ συγκινητικό το διήγημα για τη Mήτραινα. Μου θύμισε το διήγημα του Καρκαβίτσα "Η Μάνα".
Νάσαι καλά μες τον βαρύ χειμώνα της Απείρου Γής (Ηπείρου)
Uan;ashw
Uan;ashw
ΑπάντησηΔιαγραφήήθελα να γρ'αψω..
Θανάσης
Χαίρομαι που σας άρεσε και σας συγκίνησε το διήγημα του Χριστοβασίλη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν είμαι ηπειρώτισσα αλλά έχω πια μια ιδιαίτερη σχέση με τους ηπειρώτες και ακόμη πιο ιδιάιτερη με την ξενιτιά, διότι κατά κάποιο τρόπο είμαι και εγώ ξενιτεμένη ( 33 χρόνια μακριά από την ιδιαίτερη πατρίδα μου)και επιπλέον είμαι και μάνα που συχνά πυκνά βλέπω τα παιδιά μου να φεύγουν και για να το πάω και πιο μακριά ακόμη, πάντα μέσα μου περιμένω και ελπίζω σε καλύτερες μέρες κόντρα στην κατήφεια των καιρών.
Να είστε όλοι καλά και να τα λέμε ακόμη και αν διαφωνούμε σε ορισμένα θέματα.
Tην αγάπη και την εκτίμησή μου Σοφία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι τη δική μου Ευρυτάνα Ιχνηλάτη. Να είσαι πάντα καλά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣοφία, είναι μεγάλη σύμπτωση αλλά ετοιμάζω κι εγώ μια ανάρτηση για τον Χρηστοβασίλη. Το διήγημα που εγώ επέλεξα ανήκει στα διηγήματα της στάνης, ενώ προς το τέλος του αφιερώματος θέλω να ασχοληθώ και με τα διηγήματα του μικρού σχολειού.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο διήγημα πάντως με τη μάνα που περιμένει τον ξενιτεμένο γιο της με συγκίνησε ιδιαίτερα και έκανες πολύ καλά που το επέλεξες. Είναι σημαντικότατος συγγραφέας ο Χρηστοβασίλης.
Προτείνω το βιβλίο Χρήστος Χρηστοβασίλης, Γιαννιώτικα Διηγήματα, εκδόσεις Ροές( Ηπειρώτες), Αθήνα 2007
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλημέρα, Σοφία μου, χαθήκαμε πάλι... Μου φέρνει βέβαια τα χαιρετίσματα ο Κώστας κι ελπίζω να σου δίνει και τα δικά μου. Έψαχνα σήμερα για Χρηστοβασίλη κι εγώ κι έπεσα πάνω στη δική σου ανάρτηση. Ενημερώνω πως θα την "κλέψω". Ως αφιέρωμα στα Ελευθέρια και στα 100 χρόνια της λευτεριάς της Ηπείρου. Ποιας λευτεριάς μη ρωτάς, ξέρεις... Είναι και η Ήπειρος μια μάνα που περιμένει και περιμένει και αγναντεύει μη φανεί στη στροφή του δρόμου το ξενιτεμένο της. Θα έρθει; Η ελπίδα, κατά το Χρηστοβασίλη τουλάχιστον, δεν πρέπει να σβήσει. Κι εμείς να γιορτάσουμε τα Ελευθέρια των Ιωαννίνων όπως η Μήτραινα τη γιορτή του Γιάννη της. Τι Γιάννης, τι Γιάννενα δηλαδή. Καλή σου μέρα και σε ευχαριστώ που υπάρχεις για να κάνεις πιο έμορφη τη ζωή μας! (όσο για μένα κατέθεσα αίτηση μετάθεσης και επιστροφής στην ιδιαίτερη άλλη μας πατρίδα, δε με σήκωσε τελικά εδώ ο τόπος - και η μάνα μου εννοείται πως πανηγυρίζει σα να βγήκε κιόλας η μετάθεση... )
ΑπάντησηΔιαγραφή