" Εκείνος ο χειμώνας ήταν ο πιο δύσκολος.
Πάντα είναι δύσκολος ο χειμώνας στα Γιάννενα, με τις παγωνιές που κατεβαίνουν απ' την Πίνδο, τους βοριάδες να σαρώνουν στις στέγες τις άδειες φωλιές των πελαργών, τη βροχή να χτυπάει μέρα νύχτα στο διπλανό λούκι, όλο το ίδιο τέμπο μήνες ολάκερους, κι έναν ουρανό τόσο χαμηλό και σκουντούφλη που λες και δεν πρόκειται να δεις ξανά το πρόσωπο του ήλιου. Γι' αυτό λέω πως όσοι εξηγούν αλληγορικά το παλιό δίστιχο
τάχα πως θέλει να πει για τη σκλαβιά - παρόλο που δεν έλειψε κι αυτή ποτέ - φαίνεται πως δεν την ξέρουν καλά αυτή την πόλη.
Όμως εκείνο το χειμώνα πραγματικά αγκομαχήσαμε. Στις επαρχίες έβραζε ο εμφύλιος κι είχαν κουβαληθεί μέσα λεφούσια οι ανταρτόπληκτοι, από Πωγώνι και Κόνιτσα μέχρι Ζαγοροχώρια, Τσαμουριά και Λάκα-Σούλι.
Φτάσαμε κι εμείς με μια στρατιωτική φάλαγγα, χωριάτες και φαντάροι στοιβαγμένοι στην καρότσα του τζαίημς....
...Όταν φτάσαμε στα Γιάννενα, κόντευαν πια μεσάνυχτα κι έβρεχε για τα καλά.
Πήραμε τα χάνια με τη σειρά, διαλέγοντας πεζοδρόμια στεγασμένα , αλλά συχνά πάνω στη βιασύνη μας πέφταμε στα λούκια και τρώγαμε μαζεμένο όλο το νερό που είχαμε γλιτώσει. Δεν βρίσκαμε πουθενά να μείνουμε...Στεγαστήκαμε τελικά σ' ένα δωμάτιο του κυρ Γιάννη του Πλιάτσικα, που βγήκε πως ήταν νεκροθάφτης στην Περίβλεφτη. Το ασυνήθιστο επάγγελμα του δεν μας άρεσε βέβαια, ήταν σα να κοιμόμαστε δίπλα-δίπλα με το χάρο, αλλά δεν ήταν καιρός για πολυτέλειες....Τον συνηθίσαμε κι εμείς - κι αυτόν και τη δουλειά του.
....βολευτήκαμε σ' εκείνο το κουτούκι και το προσωρινό - όπως λογαριάζαμε στην αρχή - έγινε μόνιμο....Τέλος πάντων σπρώχτηκε ο χειμώνας κι ας ήταν κι ο πιο δύσκολος.
Κατά τις αποκριές καλοσύνεψε ο καιρός. Έκανε βέβαια κρύο ακόμα, συχνά το γύριζε στην παγωνιά, αλλά κόψανε εκείνες οι ατέλειωτες βροχές κι οι άνθρωποι άρχισαν να ξεχύνονται τα βράδια στην πλατεία και να σουλατσάρουν πάνω κάτω με αληθινή μανία. Κι οι φαντάροι να παίρνουν το κατόπι τις ανταρτόπληκτες που περπατούσαν πολλές μαζί πιασμένες αλαμπράτσο, ή να χαζεύουν μπροστά στους κινηματογράφους τις φωτογραφίες της Ντιάνα Ντάρμπιν και της Μαρίας Μοντέζ και ν' ακούν απ' το μεγάφωνο τα τραγούδια της Στέλλας Γκρέκα:
Πάντα είναι δύσκολος ο χειμώνας στα Γιάννενα, με τις παγωνιές που κατεβαίνουν απ' την Πίνδο, τους βοριάδες να σαρώνουν στις στέγες τις άδειες φωλιές των πελαργών, τη βροχή να χτυπάει μέρα νύχτα στο διπλανό λούκι, όλο το ίδιο τέμπο μήνες ολάκερους, κι έναν ουρανό τόσο χαμηλό και σκουντούφλη που λες και δεν πρόκειται να δεις ξανά το πρόσωπο του ήλιου. Γι' αυτό λέω πως όσοι εξηγούν αλληγορικά το παλιό δίστιχο
σ' ούλο τον κόσμο ξαστεριά σ' ούλο τον κόσμο ήλιος
και στα καημένα Γιάννενα μαύρη βροχή κι αντάρα
Όμως εκείνο το χειμώνα πραγματικά αγκομαχήσαμε. Στις επαρχίες έβραζε ο εμφύλιος κι είχαν κουβαληθεί μέσα λεφούσια οι ανταρτόπληκτοι, από Πωγώνι και Κόνιτσα μέχρι Ζαγοροχώρια, Τσαμουριά και Λάκα-Σούλι.
Φτάσαμε κι εμείς με μια στρατιωτική φάλαγγα, χωριάτες και φαντάροι στοιβαγμένοι στην καρότσα του τζαίημς....
...Όταν φτάσαμε στα Γιάννενα, κόντευαν πια μεσάνυχτα κι έβρεχε για τα καλά.
Πήραμε τα χάνια με τη σειρά, διαλέγοντας πεζοδρόμια στεγασμένα , αλλά συχνά πάνω στη βιασύνη μας πέφταμε στα λούκια και τρώγαμε μαζεμένο όλο το νερό που είχαμε γλιτώσει. Δεν βρίσκαμε πουθενά να μείνουμε...Στεγαστήκαμε τελικά σ' ένα δωμάτιο του κυρ Γιάννη του Πλιάτσικα, που βγήκε πως ήταν νεκροθάφτης στην Περίβλεφτη. Το ασυνήθιστο επάγγελμα του δεν μας άρεσε βέβαια, ήταν σα να κοιμόμαστε δίπλα-δίπλα με το χάρο, αλλά δεν ήταν καιρός για πολυτέλειες....Τον συνηθίσαμε κι εμείς - κι αυτόν και τη δουλειά του.
....βολευτήκαμε σ' εκείνο το κουτούκι και το προσωρινό - όπως λογαριάζαμε στην αρχή - έγινε μόνιμο....Τέλος πάντων σπρώχτηκε ο χειμώνας κι ας ήταν κι ο πιο δύσκολος.
Κατά τις αποκριές καλοσύνεψε ο καιρός. Έκανε βέβαια κρύο ακόμα, συχνά το γύριζε στην παγωνιά, αλλά κόψανε εκείνες οι ατέλειωτες βροχές κι οι άνθρωποι άρχισαν να ξεχύνονται τα βράδια στην πλατεία και να σουλατσάρουν πάνω κάτω με αληθινή μανία. Κι οι φαντάροι να παίρνουν το κατόπι τις ανταρτόπληκτες που περπατούσαν πολλές μαζί πιασμένες αλαμπράτσο, ή να χαζεύουν μπροστά στους κινηματογράφους τις φωτογραφίες της Ντιάνα Ντάρμπιν και της Μαρίας Μοντέζ και ν' ακούν απ' το μεγάφωνο τα τραγούδια της Στέλλας Γκρέκα:
το μικρό το βαλσάκι
που στο ρολόι αντηχεί
Στις δέκα περνούσε η "Θοδώρα", τρεις σαλπιχτές που σαλπίζανε το ανακλητικό, κι οι φαντάροι παρέες -παρέες ξεκόβανε απ' τις ταβέρνες, τον " Κήπο του Αλλάχ", τα " Πέντε Φ." και του " Αλέξη", και τραβούσαν για τους στρατώνες του Ακραίου και του Κάστρου τραγουδώντας αγκαλιασμένοι ρεμπέτικα, με το μπερέ περασμένον στην επωμίδα, όλο πρόκληση για τους στρατονόμους:
κάποια μέρα μες στη στράτα
ξαπλωμένον θα με βρουν
Κι ο κόσμος σκόρπιζε απ' την πλατεία.
Το βράδι της αποκριάς έγινε σωστό ξεφάντωμα.
Στα πεζοδρόμια της πλατείας είχαν στηθεί πάγκοι με χάρτινα καπέλα, σερμπντίνες και χαρτπόλεμο, κι οι νεαροί δεν είχαν αφήσει ούτε μια κοπέλα που να μη τη στολίσουν με τις μικρές πολύχρωμες πεταλουδίτσες, ακόμα και κάτι σταφιδιασμένες ανταρτόπληκτες από το παρα-Σούλι που φορούσαν τις μαύρες φορεσιές της επαρχίας τους. Κοντά τα μεσάνυχτα οι σουλατσαδόροι παίρνανε κατάκοποι το δρόμο για τα σπίτια. Τότε βγήκαν απ' τις κοντινές ταβέρνες δυο - τρεις συντροφιές, αγόρια και κορίτσια, με χάρτινα καπέλα και ψεύτικες αποκριάτικες μύτες, και τραγουδώντας παράφωνα άρχισαν να χορεύουν σάμπα στη μέση της πλατείας.Μαζεύτηκε κόσμος γύρω τους και στην αρχή δισταχτικά, ύστερα όλο και περισσότεροι, σχημάτιζαν ζευγάρια και μπαίνανε στο χορό. Το κέφι φούντωσε όταν ξεφύτρωσαν δύο κορνετίστες που συντονίσανε το ρυθμό κι έτσι μέσα σε λίγη ώρα όλη η κάτω πλατεία είχε γίνει μια μεγάλη πίστα χορού. Οι πιο πολλοί βέβαια ήταν ανίδεοι, ιδιαίτερα απ' το χορό της σάμπας που τότε είχε αρχίσει να γίνεται της μόδας, προσπαθούσαν όμως να μιμηθούν με άγαρμπες κινήσεις εκείνους που φαίνονταν πως κάτι ήξεραν.
Άξαφνα έγινε μεγάλη ταραχή.Πολλοί παρατούσαν το χορό και τρέχανε προς το Φρουραρχείο, ρωτούσαν αυτούς που είχαν φτάσει και σηκώνονταν στις μύτες των ποδιών. Οι κορνετίστες σταμάτησαν κι ο χορός διαλύθηκε. Το πλήθος που μαζεύτηκε έκανε δρόμο να περάσει μια αποκριάτικη συνοδεία, δυο φαντάροι καβάλα σ'ένα ξεσαμάρωτο γαϊδούρι, που λύγιζε τη μέση και τρέκλιζε από το βάρος.Κρατούσαν από ένα μπουκάλι και τραγουδούσαν βραχνά, τύφλα στο μεθύσι, τινάζοντας κωμικά τα πόδια τους που σβαρνίζονταν.Πίσω τους ένα τσούρμο δαιμονισμένα παιδιά τσιγκλούσαν με ξύλα το γάιδαρο και ξεφώνιζαν. Η πομπή σταμάτησε μπροστά στο Φρουραρχείο κι οι δυο καβαλάρηδες χτυπούσαν το ζώο να περάσει την πύλη....
Στο μπαλκόνι του Φρουραρχείου πρόβαλε ο Φρούραρχος με αξιωματικούς του επιτελείου κι ένας αξιωματικός κατέβηκε τρεχάτος την εξωτερική σκάλα.....Οι δυο μεθυσμένοι ακολουθώντας τον αξιωματικό ανέβηκαν στη σκάλα και πριν μπουν σταμάτησαν μια στιγμή και χαιρέτησαν θριαμβευτικά το πλήθος που χειροκροτούσε και ζητωκραύγαζε. Κι άξαφνα ο ένας απ' τους δύο έχωσε το χέρι στο σακίδιο που είχε κρεμασμένο στην πλάτη και σήκωσε ψηλά ένα ανθρώπινο κεφάλι κρατώντας το απ' τα μακριά μαλλιά του. Οι άνθρωποι κάτω παγώσανε κι η βουή κόπηκε με το μαχαίρι. ...
Στόμα το στόμα μαθεύτηκε πως οι δυο μεθυσμένοι , φαντάρος και δεκανέας, ήταν ενέδρα την περασμένη νύχτα. Πήγε μια ομάδα αντάρτες να βάλουν νάρκες στο δρόμο και χτυπήθηκαν. Οι άλλοι πρόλαβαν και χάθηκαν στο σκοτάδι. Απόμεινε ο αρχηγός τους ξαπλωμένος στον όχτο και φώναζε πως παραδίνεται και να πάνε να τον πάρουν, γιατί είναι χτυπημένος. Ο δεκανέας είπε να σταματήσουν, πήρε το φαντάρο κι ένας από δω άλλος από κει ζυγώσανε εκεί που ακούγανε τη φωνή. Μια ριπή από αυτόματο χύθηκε πάνω απ' τα κεφάλια τους. Μόλις που πρόλαβαν να πέσουν χάμου κι ο δεκανέας τίναξε τη χειροβομβίδα. " Το ρουφιάνο , είπε, παραλίγο, να μας φάει". Του πήρε το κεφάλι να το φέρει ο ίδιος στο Φρουραρχείο και μπαίνοντας το πρωί στην πόλη μαζί με το σύντροφό του στρώθηκαν στην πρώτη ταβέρνα ως το βράδι. Βάλανε και τα όργανα και χορεύανε. Ύστερα βρήκαν το γάιδαρο και στοιχημάτιζαν να μπουν καβάλα στο Φρουραρχείο, ξέροντας πως οι στρατονόμοι θα' καναν στραβά μάτια , γιατί καθώς αυτοί ήταν βολεμένοι στην ασφάλεια της πόλης , δεν τολμούσαν να τα βάλουν με αυτούς που έρχονταν απ' έξω και παίζανε το κεφάλι τους κάθε λεφτό. Αυτά λέγανε στην πλατεία και σκορπίζανε. Και μερικοί δεν έλεγαν τίποτε, μόνο γυρίζανε με το κεφάλι σκυμμένο.
Την ίδια νύχτα , κοντά να φέξει, ακούσαμε που χτυπούσαν δυνατά την εξώπορτα του νοικοκύρη μας. ...'Τώρα, τώρα" φώναζε ο κυρ Γιάννης....."Το Φρουραρχείο " είπε όταν γύρισε. " Με ζητούν να πάω". Κι η φωνή έτρεμε. Πάλι ακούστηκαν ψιθυρίσματα , αυτή τη φορά με αναφυλλητά, κι ύστερα έκλεισε η πόρτα κι έγινε ησυχία.....Όταν όμως ξημέρωσε , δε φάνηκε κανένας, μήτε στο πλυσταριό μήτε στην κουζίνα. Το σπίτι ήταν σιωπηλό όλη μέραα, τόσο που υποθέσαμε πως οι νοικοκυραίοι μας λείπανε, πως ίσως είχαν πάει σε τίποτε συγγενείς για την Καθαρή Δευτέρα. Μόνο κατά το βράδι ακούστηκε απ' το γωνιακό δωμάτιο, κάτι σαν κλάμα σιγανό, σαν πνιχτό παράπονο....
Την Τρίτη το μεσημέρι έπεσα πάνω σε μια γειτόνισσα που είχε σηκωθεί στις μύτες των ποδιών της και προσπαθούσε να ιδεί μέσα από το παράθυρο του δρόμου. Τη ρώτησα ποιον ζητούσε." Δεν πήρατε είδηση εσείς;" με ρώτησε ψιθυριστά. " Ή κάνεις πώς δεν ξέρεις;" Της είπα πως δεν ξέραμε τίποτε. Ήρθε τότε πιο κοντά : " Χτες τα χαράματα καλέσανε το γέρο να γνωρίσει το κεφάλι του γιου του που ήταν αντάρτης, καπετάνιος, και σκοτώθηκε την παραμονή της αποκριάς. Του το δώσανε να το θάψει και κανείς μη μάθει τίποτε..." Κι έκλεισε την κουβέντα της μονολογώντας: " Τι τά' θελαν τα πολιτικά, φτωχοί άνθρωποι..."
Την άλλη μέρα οι νοικοκυραίοι μας ξαναφάνηκαν στις συνηθισμένες δουλειές τους....Αυτή τη φορά δεν ανοίξανε το στόμα τους μήτε για ν' απαντήσουν στην καλημέρα μας. Τα μάτια τους ήταν κόκκινα κι εμείς κάναμε πως δεν καταλάβαμε....
( Χριστόφορος Μηλιώνης, Ακροκεραύνια, Κέδρος, 1976, τρίτη έκδοση ,αποσπάσματα)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου