Το Κάστρο της Νεράιδας
(Παλιά ιστορία σε καινούργιο παραμύθι)
Μια φορά κι έναν καιρό, τον παλιόν καιρό, ζούσαν μέσα στες θάλασσες, στες λίμνες και στα ποτάμια κάτι πανώριες κορασιές χωρίς νάχουν μάννα και πατέρα ή κι' αδέρφια που δεν γέραζαν ποτέ, όσα χρόνια κι' αν περνούσαν από τα πάνω τους, κι' αυτές οι κορασιές λέγονταν Νεράιδες.
Σ' εκείνα τα μακρυνά χρόνια, που ζούσαν οι Νεράιδες στα διάφορα στεκούμενα νερά, ζούσαν κι άλλες πανώριες κορασιές, μέσα στ' απάτητα λόγγα, στα λαγκάδια και γύρα στες κρουσταλλένιες και καθαρογάργαρες βρύσες και στες νεροσυρμές, οι Ξωτικές, κι αυτές χωρίς μάννα και πατέρα κι αδέρφια, που δεν γνώριζαν ποτέ τα γεράματα κι είχαν απάνω-κάτω τα ίδια ιδιώματα με τες Νεράιδες.
Καμμιά φορά Νεράιδες και Ξωτικές, που θεωριώνταν συναμεταξύ τους ως πρωτοξαδέρφες, ανταμόνονταν, όπως τες έφερναν οι άνεμοι: ή στη θάλασσα και στες λίμνες, αν ο άνεμος είταν βουνίσιος, ή στους λόγγους αν ο άνεμος είταν θαλασσινός. Τότε γένονταν μεγάλο πανηγύρι και μεγάλη χαροκοπιά[....]
Τον καιρό εκείνο, που είχαν τα ποτάμια, οι λίμνες κι οι θάλασσες Νεράιδες, και τα λόγγα, οι λαγκαδιές, οι νεροσυρμές κι οι βρύσες Ξωτικιές, υπήρχαν κι εδώ στη λίμνη μας τέτοιες Νεράιδες και στα λόγγα μας, στα λαγκάδια μας, στες νεροσυρμές μας και στες βρύσες μας τέτοιες Ξωτικές....
Τον καιρό εκείνο, που υπήρχαν οι Νεράιδες κι οι Ξωτικιές στα νερά και στα λόγγα, δεν είταν ακόμα χτισμένα τα Γιάννινά μας αυτού, που βρίσκονται σήμερα. Δεν υπήρχε καθόλου πολιτεία με τέτοιο όνομα. Υπήρχε όμως μια παλιά πολιτεία, κάτω από το Κάστρο των Ελλήνων, που λέγεται σήμερα Καστρίτσα και τώχε γκρεμίσει η Μονοβύζα πριν από πολλά - πολλά χρόνια. Αυτή η πολιτεία λέγονταν Εροιβιά. Την ώριζε ένα πανέμορφο βασιλόπουλο, μ' όλον τον τόπο: βουνά και κάμπους, που βρίσκονταν ολόγυρα. Αυτό το βασιλόπουλο, ενώ είχε όλα τα καλά του και τ' αγαθά του ως βασιλειάς, στέρνες γεμάτες φλωριά, αμέτρητα κοπάδια γιδιπρόβατα, χιλιάδες αλογοφοράδια, μουλάρια και βώδια, δεν γνώριζε καλή μέρα. Τώτρωγε μέρα-νύχτα η πίκρα την καρδιά. Δεν γελούσε, δεν τραγουδούσε, δεν χαίρονταν τα νειάτα του και δεν παντρεύονταν, γιατί δεν μπορούσε να βρη γυναίκα της αρεσιάς του, τη γυναίκα, πώβλεπε κάθε νύχτα στον ύπνο του. Περβάτησε Ανατολές και Δύσες γυρεύοντας την , αλλά δεν την απαντούσε πουθενά, όπου κι αν πήγαινε όπου κι αν γύριζε.[ ..]
Ένας παλιός δούλος του παλατιού του, εκατοχρονιάρης, βλέποντας το βασιλόπουλο να μαραίνεται μέρα με την ημέρα, τον πόνεσε η καρδιά του και τον ρώτησε:
[.....]- Γιατί δεν γελάς και δεν χαίρεσαι, μον στέκεις πάντα μελαγχολικός και μαραίνεσαι;. Πες μου τον καϋμό σου, γιατ' είμαι εκατό χρονών γέροντας κι έχουν ιδεί πολλά τα μάτια μου στη ζωή μου και ξέρω πολλά πράγματα...Ίσως μπορέσω να σου δώκω καμμιάν ορμήνεια....
- Αγαπώ μια πανέμορφη κορασιά, πλειό ώμορφη κι απ' τον αυγερινό, και τον αποσπερίτη, πλειό ώμορφη κι απ' τη χρυσαυγή...Μια κορασιά, που την βλέπω κάθε νύχτα στον ύπνο μου, κι έχω γυρίσει όλον τον κόσμο, Ανατολή και Δύση, και δεν μπόρεσα, ούτε μπορώ να την βρω!... Τι τα θέλω, λοιπόν, τα καλά , πώχω; Τι την θέλω τη ζωή, αφού δεν μπορώ να βρω και ν' αποχτήσω εκείνη, που κάνη την καρδιά μου να ματόνη; Καλύτερα να πεθάνω , μια για πάντα, παρά να πεθαίνω κάθε μέρα και να ζω έτσι που ζω, πεθαμένος κι άθαφτος!
Τότε του απάντησε ο γέρος:
- Αφού δεν σου αρέσει καμμιά γυναίκα στον Κόσμο, τότε να προσπαθήσης και να μπορέσης να πάρης καμμιά Νεράιδα για γυναίκα σου. Δύσκολο πράγμα αυτό, αλλά δεν υπάρχει άλλος τρόπος να βρης και να πάρης την γυναίκα που εινορεύεσαι. Για να το κατορθώσεις αυτό, πρέπει να πας μια νύχτα, πριν τα μεσάνυχτα σε μιαν ακρολιμνιά της Λίμνης μας, πριν βγουν οι Νεράιδες να στήσουν το χορό τους και να κρυφτής σ' έναν καλαμιώνα, έτσι που να μην μπορεί να σε ιδή μάτι και να περιμένης εκεί ως που να βγούν, κατά τη συνήθειά τους από την Λίμνη, να ρίχνουν τους πέπλους τους απάνω στα καλάμια και ν' αρχίζουν να χορεύουν, και τες ακούσης να τραγουδούν, να πεταχτής απ' την κρυψώνα σου, σαν γεράκι γλήγορος και ν' αρπάξης έναν πέπλο, όποιο κι αν είναι, από τ' απλωμένα στα καλάμια και να φύγης προς το παλάτι σου[...]Φτάνοντας στο παλάτι να πετάξης αμέσως τον πέπλο στη φωτιά να γένη στάχτη...Τότες η Νεράιδα εκείνη θα γένη γυναίκα σου!
Ακούοντας αυτά τα λόγια το βασιλόπουλο, πήγε την ίδια νύχτα σε μια ακρολιμνιά[...] την ώρα που βγήκαν οι Νεράιδες από τη Λίμνη[...] κι άπλωσαν τους πέπλους[...] αυτό πετάχτηκε[...]άρπαξε έναν πέπλο[...] και δρόμο , σαν αλάφι, για το παλάτι του.
Βλέποντας αυτό η Νεράιδα[...]έτρεξε σαν τρελλή, από κοντά του, παρακαλώντας και κλαίγοντας, να της τον δώκη, αλλά πού της τώδινε αυτός, και τη στιγμή , που μπήκε στην αυλή του παλατιού του, αυτός μπροστά κι εκείνη πίσω, βρήκε τους ζυμωτάδες να ζυμώνουν ψωμί και τους φούρνους αναμμένους κι έρριξε τον πέπλο της Νεράιδας σ' έναν από τους αναμμένους φούρνους, κι έγεινε στάχτη.
Τότε η Νεράιδα έπαψε τες παρακάλιες και τα κλάματα, έπεσε στα γόνατα του, κι ώμωσε ότι γένονταν γυναίκα του. Το βασιλόπουλο την κύτταξε τότε κατάματα την Νεράιδα στο πρόσωπό της, την γνώρισε ότι είταν εκείνη, πώβλεπε τόσον καιρό στα είνορά του, και, μαγεμένος από την άρρητη ωμορφιά της, διαλάλησε την άλλη μέρα σ' όλο το Βασίλειο του, ότι βρήκε την γυναίκα, που γύρευε, κάλεσε στον γάμο όλη την αρχοντολογιά άντρες , γυναίκες και παιδιά, κι έγεινε ο γάμος κι χαρά που βάσταξαν βδομάδες....
[...] Γενόμενη βασίλισσα η Νεράιδα , βαφτίστηκε Χριστιανή Ορθόδοξη κι ωνομάστηκε Γιάννω[...]
Η Νεραϊδοβασίλισσα Γιάννω, είταν, κατά το φαινόμενον μόνον ευτυχισμένη κι ευχαριστημένη με τη νέαν κατάσταση της ζωής της[...]
[...] Μια μέρα την έπιασε ο Βασιλειάς ν' αγναντεύη την Λίμνη, να κλαίγη και να μοιρολογάη και να τρέχουν τα δάκρυα της , σαν βρύσες, απάνω στα κάτασπρα μάγουλά της.
- Δεν μ' αγαπάς, Βασίλισσα γυναίκα μου, της είπε. Δεν μ' αγαπάς...
- Σ' αγαπώ, άντρα μου Βασιλειά, του απάντησε εκείνη, σ' αγαπάω και σε λατρεύω, αλλά με τρώει κι ο πόνος των τριάντα εννιά αδελφάδων μου, που τες ξεχωρίστηκα και τες έχασα έτσι έξαφνα κι αναπάντεχα...
- Αλλ' αφο'υ κάηκε ο πέπλος σου και δεν μπορείς να ζήσης πλειό μαζή τους , μέσα στα νερά της Λίμνης, όπως ζούσες έναν καιρό, γιατί κλαις στα χαμένα;
- Αλήθεια λές, άντρα μου Βασιλειά, θα μπορούσα όμως να παρηγορηθώ λίγο , αν μώχτιζες ένα παλάτι απάνω σ' εκείνον τον μεγάλο βράχο, που βρίσκεται ψηλά από την λίμνη κι αντίκρυ στο Νησί. Έτσι θα μπορούσα να βλέπω και ν'ακούω τες αδελφές μου τα μεσάνυχτα με το φεγγάρι, ή με την αστροφεγγιά και τα μεσημέρια το καλοκαίρι, κα΄τω από το ηλιοστάλαμμα.
- Μετά χαράς σου, Βασίλισσα γυναίκα μου! Θα γένη το θέλημά σου...
Της απάντησε ο βασιλειάς κι αμέσως διαλάλησε σ'όλα τα μαστοροχώρια και μαζεύτηκαν στην Εροιβιά χίλιοι μαστόροι και σε τριά χρόνια έχτισαν το Κάστρο της Νεραϊδοβασίλισσας Γιάννως, που σώζεται ως τα σήμερα, και στην άκρη του Κάστρου, ψηλά από τη Λίμνη, όπου είναι σήμερα το Τζιαμί του Ασλάν -Πασιά, της έχτισαν κι ένα πανώριο παλάτι με γυάλινον εξώστη, για να κάθεται αυτή μέσα, με σαράντα δούλες, ν' αγναντεύη τες τριάντα εννιά αδελφές της τες ώρες που βγαίνουν, νύχταή μέρα , από το νερό....
Από τ' όνομα λοιπόν, της νεραϊδοβασίλισσας Γιάννως, ωνομάστηκε το Κάστρο " Κάστρο της Νεράιδας" κι η πολιτεία που χτίστηκε αργότερα , Γιάννινα[...]( απόσπασμα)
Η ιστορία αυτή δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην επιθ. Ελλοπία , Ιωάννινα, Δεκ. 1930, ετ. Α΄αρ 5, σελ 113-115. Αναδημοσιεύτηκε στη συλλογή διηγημάτων : Χρήστος Χρηστοβασίλης, Γιαννιώτικα Διηγήματα ,εκδόσεις Ροές- Οι Ηπειρώτες, Αθήνα 2007.
Γεύση από τα παλιά παραμύθια των γερόντων μας. Όλο εικόνες...
ΑπάντησηΔιαγραφή