Κυριακή 18 Μαρτίου 2012

Πέτρος Πικρός, Σα θα γίνουμε άνθρωποι

"... Άλικα σα να΄ταν ματωμένα τα γαρούφαλα, κι οι ντάλιες αλλιώτικα χλομές...
 - Φανταχτερά που είν' στο φως της λάμπας τα λουλούδια! είπε με το νου της, κι ήτανε χαρούμενη.
     Σαν άλλαξε τις μάρκες της στον πάγκο, πήε κι έκατσε σε μια γωνιά` κι έβγαλε μεσ' απ' την κάλτσα της το κομπόδεμα.
     Το'λυσε, τα μέτρησε μιαν ακόμα όλα μαζί, το ξανάδεσε πάλε και το' βαλε στη θέση του. Ύστερα ίσιωσε την καλτσοδέτα της.
     Το μπογαλάκι της, με το καπέλο της μαζί, ήταν εκεί δίπλα, σ' ένα τραπεζάκι απάνου.
      Άμα κατέβασε πια τα φουστάνια της, άρχεψε να ετοιμάζεται για φευγιό, και πήε να σιαχτεί στο μεγάλο τον καθρέφτη που είχε τη λουσάτη κορνίζα τη γυαλιστερή, κι απάν' απάνου το χρυσό πουλί με τα μισάνοιχτα φτερά, έτοιμο λες κι αυτό να πετάξει, να φύγει.
       Κοιτάχτηκε.
      Έτσι της φάνηκε: σα να ξανάνιωσε, σα να ξαναπήρ' απάνου της. Γιατί, μήτε χαλκαδιασμένα δείχτανε τα μάτια της, μήτε πια είχε λακκάκι το μάγουλό της, α δεν έκανε βέβαια να γελάσει. Ακόμα ως και τις χαρακωτές γραμμές στο κούτελο , ως κι αυτές, έπρεπε να τις προσέξει καλά για να τις ξεχωρίσει.
     Κι είπε μέσα της:
  - Μα!...Για φαντάσου!...σε μια στιγμή λέει...έτσι άψε -σβήσε, να παίρνει κανείς απάνου του! ε;
    Ύστερα , σα να ήτανε τίποτα άλλο που απαντούσε πάλι μέσα της:
  - Ε...βέβαια! Έτσι θα είναι, σαν παίρνει κανείς και γίνετ' άνθρωπος...Έτσι θα είναι` δεν μπορεί!...
    Σάμπως και τότες, το ίδιο δεν ήτανε και τότες άμα τη χτύπησε κατακέφαλα η κακιά η ώρα; Δεν έλιωσε, δεν έσβησε, δε μαράθηκε μήπως έτσι άψε-σβήσε;
   Τότες ήταν η λιγοθυμιά θα πεις, και την είχε μουσκέψει κιόλας εκείνος ο κρύος ο ίδρος, σαν κλειδώσαν τα σαγόνια της, και της κόπηκε το σάλιο στο στόμα. Είχε χάσει τον κόσμο, ίσαμε που ξαναρχέψανε πάλι τα μελίγγια να χτυπόυνε, άμα τη συνεφέρανε ξανά στον εαυτό της, όσοι τρέξανε να την παρασταθούν...και είπανε κιόλας:
  -...Καλά να πάθει!...Απ' το κεφάλι της!...
  - γιατί τη σήμερον ημέρα, η κάθε γυναίκα πρέπει να το τιμά το στεφάνι  που βάζει!...- έτσι είπαν και φτύσανε κιόλας τους κόρφους τους οι πιότεροι.
   Κι ύστερα, σα βρέθηκε στα σοκάκια, έκανε σαν τρελή, και δεν ήξερε το τι έκανε. Γιατί πια δεν της είχε μείνει μυαλό στο κεφάλι, απαράλλαχτα αν έτυχες την ώρα που σφάζουνε βόδια, κι άμ' ως τα βρει του μαχαιριού η μύτη, εδώ πίσω στο σβέρκο, στον κόμπο της ζωής που λένε, τα βλέπεις και σωριάζονται χάμου, πεθαμένα πράματα. Κι ύστερα, αφού καλά καλά τους κόψουν το κεφάλι, ακόμα και μακριά να τα πάνε για να  τα γδάρουν και να τα πλύνουνε, βλέπεις και, το σωριασμένο κορμί, το δίχως μυαλό, αρχίζει άξαφνα και παραδέρνει και σπαρταρά και σειούνται χάμου οι μάλτες...Ακούς, τ' ακούς με τ' αυτιά σου, το θυμωμένο το μουγκρητό που βγαίνει απ' το κομμένο το λαρύγγι μαζί με τα πηχτά τα αίματα, και σα λάχει να βρεθούν γριές μπροστά, τις βλέπεις και σταυροκοπιούνται κειν' την ώρα.
   Έτσι τα ίδια, ύστερα, σα βρέθηκε στους πέντε δρόμους.
    Όμως τα περασμένα, ξεχασμένα!...Ψέμματα;
    Αργαναστέναξε` κι άμα ξεφούσκωσε το στήθος της, έτσι της φάνηκε: σα να' φυγε τίποτα, καμιά πλάκα.
  ...Κοιτάχτηκε κατάματα, μες στη μέση στο μαυράδι των ματιών, έτσι, και τόσο που, μέσα στις δυό εκείνες μελανές γυαλιστερές κουκκίδες που ήτανε τα μάτια της τα δυο, είδε το μούτρο της, είδε τον ίδιο τον εαυτό της, είδε τη σκοτεινή της την ψυχή αλάκερη να παραδέρνει μέσα στη μαύρη μπόρα, την μπόρα π' άρχιζε τώρα να ξεδιαλύνει, ύστερ' από τόσα και τόσα χρόνια...Κι αυτήν την είδε` και χαμογέλασε. Το είδε κι αυτό.
   Πασπάτεψε το κορμί της, σα να μην το πίστευε. Κι η άλλη μέσα στο ρηχό γυαλί, ταυτόχρονα, πασπάτεψε κι αυτή.
   -...η...Κατίνα! ε;...εσύ η Κατίνα;...χα!...χα!...η...η...
    Το αίμα της άναψε, χτύπησ' ο σφυγμός κι η καρδιά απανουτές φορές, μαζί με τα μελίγγια...Κι έτσι ξαφνικά, απρόσμενα, μες στο ζεστό μυαλό της, ξύπνησε το μουδιασμένο της εγώ .
   - Εγώ!...η!...η!...
    Και λαχάνιασε.
    Μα ποια απ' τις δυο ήτανε η σωστή Κατίνα, η...η Κατίνα...η...λεύτερη, η ξεπλυμένη απ' το βούρκο, ε;...ποια;...Αυτή; που κοίταζε μεσ' απ' το γυαλί; για η άλλη; Μα ποια απ' τις δυο ήτανε η άλλη;...Γιατί....
   - Εγώ...η!...Κατίνα!...ε...ε...γω!...
   ...Κι ύστερα σκοτείνιασαν τα πράματα, κι ακόμα λίγο να χαθούν από μπροστά της, γιατί δεν το χωράει το μυαλό, σαν έρθει η ώρα η καλή, η ώρα που γινόμαστε άνθρωποι...
     Έτσι, τα μπέρδεψε η Κατίνα μέσα στο ίδιο της το είναι, σα να της φάνηκ' όνειρο ο ίδιος ο εαυτός της, κι έβλεπε με τ' άυλα μάτια της ψυχής, σαν τίποτα υπερούσιο, το ίδιο της το εγώ...Ίσαμε που, μεσ' απ' το ξυλένιο το κλουβί, ψηλά, στο πάλκο απάνου, άρχεψε άξαφνα η γαλιάντρα το κελαηδητό: θλιμμένους ερωτιάρικους λαρυγγισμούς, έτσι γλυκά...μα γλυκά...
   - Άιντε, καληνύχτα μωρή!...της είπε φεύγοντας η Ταρσή η Πλουλπού.
     Μα τ' άκουσε, δεν τ' άκουσε; ποιος ξέρει!...
     Κι η γαλιάντρα ακόμα κελαηδούσε.
     Ήταν ο έξω κόσμος όλα αυτά, ήταν το όξου απ' το εγώ` και το πιοτό που ήπιε από νωρίς... ήτανε κι αυτό` κι ήτανε δυο οι Κατίνες.
    Κι οι δυο μαζί είδανε πάλι τη Μανιώ τη Μπαγιαντέρα που έφευγε με τον αγαπητικό της, της μυστικής αστυνομίας για τα ήθη, τον Κουραμπανά.
   - Γεια σου, μωρή Κατίνα!...
   Εκείνος είπε σβραχνά:
   -...κι αύριο με υγεία!...
   Λες να' ξερε τίποτα;
   Μπα! Το είχε συνήθειο να δίνει ευκές ο Κουραμπανάς.
   Μα καμιά απ' τις δυο Κατίνες δεν έδωσ' απόκριση, γιατί η άλλη αποχαιρετούσε τώρα με το μάτι τις παλιές της γνωριμιές εκεί μέσα, τα δυο μεγάλα πορτέτα: ....το βασιλέα τον πολυχρονεμένο και τη γυναίκα του...εκείνην που είχε το όνομα της εκκλησιάς της ξακουσμένης, όπου μες στο ιερό της μαρμαρώθηκε μαζί με τ΄αλογο του ο άλλος, που το λένε τα βιβλία, και που πάλε μια μέρα, με χρόνια πάλε και με καιρούς, θα πάει Άγγελος Κυρίου να τον ξεμαρμαρώσει, και θα πα' να' τονε προσκυνήσει ο συνονόματός του, που τις κοιτάζει τώρα και τις δυο...τότες σα θα βαρέσουνε χαρούμενα τα σαράντα σήμαντρα κι οι καμπάνες οι εξηνταδυό....Γιατί έτσι το λένε τα βιβλία[....]
                                        
[...] Ανεβαίνοντας για τελευταία φορά τα σκαλιά του υπογείου ξαναθυμήθηκε η Κατίνα τη μέρα που τα είχε πρωτοκατέβει.
     Πώς τα κατρακύλησε τότες μονοκούκι, και πόσα χρόνια χρειάστηκαν για να τ' ανέβει!
  ....Στάθηκε μια στο κεφαλόσκαλο, γύρισε κι έριξε μια στερνή ματιά στην κόλαση που την τσουρούφλισε χρόνια ολάκερα. Κοίταξε, απαράλλαχτα όπως ο φυλακισμένος άθελα γυρνά και βλεπει τη σιδερένια, τη βαριά την πόρτα που κλείνει πίσω του, σαν έχει πια μπροστά του τον αέρα και τη λευτεριά.
     Κι άκουσε τη φωνή του Ακάθαρτου που έβγαιν' απ' το βάθος.
    - Ε!...κάποτες θα γυρίσει κι ο τροχός...Και τότες πια!...Σα θα γίνουμε άνθρωποι...
    Το μάτι της έπεσε ξανά στα βαμμένα γράμματα, πάνου στη μέσα πόρτα, την τζαμένια:
       " Ο ΥΠΟΓΕΙΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ" 
   Τα είχε ζουγραφίσει ο Παντελάκης ο Ακάθαρτος με το χέρι του.
   Μα η Κατίνα είχε γλιτώσει...
   ....Κι άμα πήρε πια την ανάσα της βαθιά, άμα τη χτύπησε καταπρόσωπο ο αέρας, λες να ξεκόλλησε το πόδι της απ' το καταραμένο το κατώφλι, και ρίχθηκε μ'  όλη της τη δύναμη μπροστά, στα σκοτεινά...γιατί- κι ας το είχε πει ο Παντελάκης- ακόμα , δεν είχε ξημερώσει ακόμα...
(Πέτρος Πικρός, Σα θα γίνουμε άνθρωποι , Άγρα, 2009 ) ( απόσπασμα)


Την ιδέα για την ανάρτηση αυτή μου έδωσαν τα Κεράσια και Κρίνοι



    
 
 
    
 

3 σχόλια :

  1. Συγκινήθηκα.

    Δεν τον ξέρω αυτόν τον συγγραφέα, μόνο ακουστά τον έχω.

    Πολύ ωραίο όμως αυτό το απόσπασμα, πολύ λεπτοδουλεμένο.

    υ.γ. δεν χρειαζόταν η αναφορά στο blog μου βρε Σοφία. Ευχαριστώ πολύ πάντως!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Αγαπητά κ.κ σου προτείνω διαβάσεις τον Πικρό, νομίζω ότι θα σου αρέσει. Είναι από τους σημαντικούς αριστερούς συγγραφείς της δεκαετίας του 1920.Το έργο του προκάλεσε γιατί ανέδειξε τις σκοτεινή όψη της ζωής και έβγαλε από την αφάνεια τον κόσμο του περιθωρίου.
    Ίσως κάποια στιγμή κάνω ένα αφιέρωμα.
    Κυκλοφορεί μια τριλογία. Εγώ έχω διαβάσει τα δύο βιβλία τα "Χαμένα κορμιά" και το " Σα θα γίνουμε άνθρωποι"

    Αισθάνθηκα την ανάγκη να κάνω την αναφορά γιατί τροφοδότησες τη σκέψη μου. Είναι κακό;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Θα τον ψάξω, μου φαίνεται καλός! Και είναι και μια σημαντική περίοδος αυτή του 20!

    ΑπάντησηΔιαγραφή