Τετάρτη 11 Απριλίου 2012

Κ.Γ.Καρυωτάκης , Ένας πρακτικός θάνατος

Κ.Γ. Κα­ρυ­ω­τά­κης

Ἕ­νας πρα­κτι­κὸς θά­να­τος


ΕΝ ΞΕΡΩ τί φο­ροῦ­σε στὸ κε­φά­λι. Τὰ ροῦ­χα της δὲν εἶ­χαν οὔ­τε σχῆ­μα οὔ­τε χρῶ­μα. Ἐμ­πῆ­κε στὸ γρα­φεῖ­ο κρα­τών­τας στὴν ἀγ­κα­λιὰ δυ­ὸ παι­διὰ καὶ σέρ­νον­τας τέσ­σε­ρα. Ἄλ­λο τρα­βοῦ­σε τὸ φου­στά­νι της, ἄλ­λο τὰ μαλ­λιά της. Ἕ­να ἀ­γό­ρι ὣς τρι­ῶν χρο­νῶν ἔ­τρε­με μὲ κά­τι πα­ρά­ξε­να ἀ­να­φι­λη­τά, χω­ρὶς νὰ κλαί­ει. Ὅ­λα μα­ζὶ —φρι­χτὴ συμ­φω­νί­α— ἐκοί­τα­ζαν τὴ μη­τέ­ρα τους ὅ­πως οἱ μου­σι­κοὶ τὸ μα­έ­στρο. Αὐ­τὴ ὅ­μως εἶ­χε ξε­χά­σει τὴν παρ­τι­τού­ρα της σ’ ἕ­να κομ­ψὸ γρα­φειά­κι ἀ­πὸ acajou.
       Στά­θη­κε μπρο­στά μας μὲ ὀρ­θά­νοι­χτα μά­τια. Κά­τι σὰν ψεύ­τι­κο γέ­λιο, μιὰ γκρι­μά­τσα οἴ­κτου πρὸς τὸν ἑ­αυ­τό της, ἐ­ξη­γοῦ­σε τὰ λό­για της. Ἦ­ταν Ἀρ­μέ­νισ­σα. Ὁ ἄν­τρας της ἐ­πέ­θα­νε σ’ ἕ­να χω­ριό, κι ἦρ­θε ἀ­πὸ κεῖ ζη­τών­τας ψω­μὶ γιὰ τὰ παι­διά της. Τώ­ρα πα­ρα­κα­λοῦ­σε νὰ στε­γα­σθεῖ. Κά­ποι­ος ποὺ ἤ­ξε­ρε τὴ γλώσ­σα της τῆς εἶ­πε ὅ­τι δὲν ὑ­πῆρ­χε που­θε­νὰ θέ­σις. Καὶ κα­θὼς δὲν ἤ­θε­λε νὰ κα­τα­λά­βει, τὴν ἔ­βγα­λαν ἔ­ξω στὸ δι­ά­δρο­μο. Ἔ­μει­νε ξα­πλω­μέ­νη μὲ τὰ παι­διά της ὣς τὸ με­ση­μέ­ρι. Τὴν ἄλ­λη μέ­ρα, ἡ ἴ­δια ἱ­στο­ρί­α. Ἦρ­θε πολ­λὲς φο­ρὲς ἀ­κό­μη.
       Ἐ­πι­τέ­λους τὴν ἔ­ρι­ξαν σὲ μιὰ ἀ­πο­θή­κη. Τριά­ντα οἰ­κο­γέ­νει­ες προ­σφύ­γων ποὺ ἔ­με­ναν ἐ­κει­μέ­σα εἶ­χαν χω­ρί­σει τὰ νοι­κο­κυ­ριά τους πρό­χει­ρα, μὲ φαν­τα­στι­κοὺς τοί­χους. Μπό­γοι, κα­σέ­λες, κου­βέρ­τες ἁπλω­μέ­νες, ξύ­λα βαλ­μέ­να στὴ γραμ­μή, ἐ­σχη­μά­τι­ζαν τε­τρά­γω­να, τὰ μα­χη­τι­κὰ τε­τρά­γω­να τῆς τε­λευ­ταί­ας ἀ­μύ­νης. Σ’ αὐ­τὲς τὶς φω­λι­ὲς ἀ­κι­νη­τοῦ­σαν ἢ ἐ­σά­λευ­αν πέν­θι­μα σκι­ὲς ἀν­θρώ­πων. Τρεῖς-τρεῖς, πέν­τε-πέν­τε, σκορ­πι­σμέ­νοι ἀ­νά­με­σα σὲ ρυ­πα­ρὰ ροῦ­χα καὶ ὑ­πο­λείμ­μα­τα ἐ­πί­πλων, ἦ­ταν σὰ νὰ ψι­θύ­ρι­ζαν πα­ρα­μύ­θια ἢ νὰ προ­σπα­θοῦ­σαν σι­γὰ ν’ ἀ­πο­τι­νά­ξουν τὸ σκο­τά­δι.
       Τώ­ρα ἡ ἀ­πο­θή­κη φω­τί­ζε­ται ἀ­πὸ ἕ­να κε­ρί. Κά­ποι­ο δέ­μα τυ­λιγ­μέ­νο μὲ κα­θα­ρὸ ἄ­σπρο πα­νὶ ἔ­χει το­πο­θε­τη­θεῖ προ­σε­κτι­κά, κά­θε­τα πρὸς τὸν τοῖ­χο, χά­μου. Εἶ­ναι τὸ μι­κρό­τε­ρο ἀ­πὸ τὰ ἕ­ξι παι­διά τῆς Ἀρ­μέ­νισ­σας, ποὺ πέ­θα­νε λί­γες ὧ­ρες με­τὰ τὴν ἐγ­κα­τά­στα­σή τους. Τ’ ἀδέλ­φια του παί­ζουν ἔ­ξω στὸν ἥ­λιο. Ἡ μη­τέ­ρα, ξα­λα­φρω­μέ­νη, πα­ρα­στέ­κει γιὰ τε­λευ­ταί­α φο­ρὰ τὸ μω­ρό της. Οἱ ἄλ­λες γυ­ναῖ­κες τὴ μα­κα­ρί­ζουν, για­τὶ θὰ μπο­ρέ­σει ἀ­πὸ αὔ­ριο νὰ πιά­σει δου­λειά. Εἶ­ναι σχε­δὸν εὐ­τυ­χής. Καί ὁ νε­κρὸς ἀ­κό­μη πε­ρι­μέ­νει μὲ τό­ση ἀ­ξι­ο­πρέ­πεια…

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου