[...] με ξύπνησε το κουδούνι της πόρτας . Άνοιξα, ήταν η Ματθίλδη ναι, όμως αγνώριστη. Κάτασπρη σαν πανί, αχτένιστη, με ασάλευτα μάτια έκανε μερικά βήματα, στάθηκε και είπε δισταχτικά:
- Σκότωσαν το Σωτήρη.
Την πήρα στην αγκαλιά μου, την κάθισα στο κρεβάτι. Έφερα βρεγμένη πετσέτα και της σκούπισα το πρόσωπο από τις καπνιές και τον ιδρώτα, της έστρωσα τα μαλλιά, της έδωσα να πιεί νερό.
- Ποιο Σωτήρη; ρώτησα
- Τον Πέτρουλα. Πάει το παλικάρι, το φάγανε οι δήμιοι. Μια συμμαθήτρια της Χρύσας λέει πως άκουσε τον αξιωματικό, πάνω στο θωρακισμένο, να διατάζει τον πυροβολητή που σκόπευε με το κανονάκι των δακρυγόνων: " Κατέβασέ μου αυτόν τον ψηλό με το πράσινο". Ο Σωτήρης είχε σκαρφαλώσει στο σηματοδότη της διασταύρωσης Σταδίου και Λαδά κι απ' εκεί πάνω φώναζε συνθήματα. Τώρα, πάει.
- Φαντάσου, κι εγώ να είμαι λίγα μέτρα πιο κάτω. Μα αυτό είναι σκέτη δολοφονία. Ήταν τίποτε στέλεχος ο Πέτρουλας;
Τότε μόνο άρχισε τους λυγμούς. Πώς ξέχασα, μου παραπονέθηκε, αφού στο διαμέρισμά της τον γνώρισα την Κυριακή το βράδυ[...]
- Τον πήγαν στο Νεκροτομείο. Οι μπάτσοι έχουν ζώσει την περιοχή και δεν αφήνουν κανένα να πλησιάσει, μήτε τους γονείς του, μήτε τους βουλευτές της ΕΔΑ, που τρέξανε. Ο Μίκης χαλάει τον κόσμο, μα έχουν διαταγές από τον Τούμπα και φυσικά τούτος εξαφανίστηκε[...]
[...] Ποιος εκεί; Εσύ' σαι Αντρέα; Πέτρος εδώ. Άκουσε , φίλε: Ειδοποίησαν από το Υπουργείο Δημόσιας Τάξεως τους γονείς του Σωτήρη πως η ταφή θα γίνει στις οχτώ και τριάντα το πρωί στο Γ' Νεκροταφείο Κοκκινιάς. Επιτρέπεται να παραστούν μόνο οι πολύ στενοί συγγενείς. Απαγορεύονται λουλούδια και στεφάνια. Ο Μίκης όμως, μαζί με Μπριλλάκη, Νεφελούδη, Ηλιόπουλο και Κύρκο, κινούνται δραστήρια για να σταματήσουν την ταφή και να γίνει νεκροψία με την παρουσία γιατρών της οικογένειας. Διότι, λένε, υπάρχουν πληροφορίες πως ο Σωτήρης στραγγαλίστηκε. Όλοι στο νεκροταφείο της Κοκκινιάς! [...]
[...] Ο ταξιτζής [...] , θα άκουε, δε γίνεται, μα έκανε τον αδιάφορο. Κι όταν φτάσαμε μπρος στο Νεκροταφείο κι είδε τα μηχανοκίνητα και τους χωροφύλακες με πολεμική εξάρτηση, κράνη, παλάσκες και μακρύκαννα τουφέκια, μας ξεφόρτωσε στα βουβά και εξαφανίστηκε. Προχωρήσαμε, κανείς δε μας εμπόδισε, θέλαμε να φτάσουμε όσο κοντά γινόταν στο νεκροθάλαμο, μα οι διάδρομοι ήταν όλοι μπλοκαρισμένοι από μηχανοκίνητα και χωροφύλακες με κάτι πελώρια ραβδιά. Κόψαμε μέσα από τους τάφους και τις πικροδάφνες. Εδώ κι εκεί , μικρές ομάδες από νέους και μαυροντυμένες γυναίκες σιγανοκουβέντιαζαν. Από μακριά [...] μια γυναίκα μοιρολογούσε. [...]
Ένας φοιτητής σίμωσε και της είπε πως ο Πέτρος την περιμένει πιο κάτω.
- Δεν παραδίνουν το νεκρό, της είπε. Είναι εδώ η μάνα, ο πατέρας, η αδελφή κι ο αδελφός, κατασυντριμμένοι από την αγωνία, ράκη. Ήρθαν και οι βουλευτές μας, ο δήμαρχος κι ο αντιδήμαρχος Νίκαιας, οι δικηγόροι της οικογένειας κι ο εισαγγελέας. Αυτός λέει πως η νεκροψία έγινε, τι χρειάζεται δεύτερη κι όλοι οι άλλοι πολεμούν να τον πείσουν να τηλεφωνήσει στο Υπουργείο, για να επιστρέψει το πτώμα στο Νεκροτομείο. Αυτοί όμως φοβούνται πως όσο περνά η ώρα θα μαζεύεται κι άλλος κόσμος γι' αυτό ζήτησαν διακόσιους χωροφυλάκους ενίσχυση από τον Πειραιά.
[...] Μέσα από τις πικροδάφνες μια καθαρή φωνή, γεμάτη οργή και σπαραγμό, έπιασε το μοιρολόι:
Αχ και δεν τους έδωνες μιλιά,
τι δεν εμπόρας καψερό,
είχες τη σφαίρα στο λαιμό,
κι αδέρφι, ω αδέρφι, αδέρφι
[...] - Εκείνη με τ' άσπρα μέσα στις μαυροντυμένες, είναι η κοπέλα του Σωτήρη.
Τότε φάνηκε η Χρύσα πίσω από τις πικροδάφνες. Έτρεξε και ρίχτηκε στην αγκαλιά της κοπέλας. Ύστερα λύγισε, και της τύλιξε με τα μπράτσα τα γόνατα.
- Νυφούλα εσύ, χαροκαμένη, αγάπη μου, φώναζε.
Η άλλη στάθηκε ίσια, με το δεξί χάιδευε τα μαλλιά της φίλης της, και δίχως να σαλεύει καθόλου τα βλέφαρα, κοίταζε μακριά. Πού να ταξίδευε ο νους της, ποια να κοίταζε κατάματα; Την Παναγιώτα Σταθοπούλου, την Κούλα Λίλη, τη Μάρω Μάστρακα, την Ηλέκτρα Αποστόλου, τη Θύελλα, την Ισμήνη Σιδηροπούλου, την Αλίκη Τσουκαλά, τη Γεωργία Πολυγένους, την Κατερίνα μου; Σε λίγο τα μηχανοκίνητα της Χωροφυλακής έβαλαν μπρος και φεύγαν. Ελευθερώθηκαν οι διάδρομοι. Ήρθε η νεκροφόρα, πήρε το φέρετρο και δίχως να περιμένει συνοδεία ξεκίνησε.[...]
Χύθηκε ο κόσμος στην έξοδο[...] ο πολύς κόσμος έτρεχε πίσω από τη νεκροφόρα φωνάζοντας:
Αθάνατος
Κάτω οι δολοφόνοι
Ο Σωτήρης ζει.
[..] Είχαν τοποθετήσει χάμω το λείψανο μέσα σε φέρετρο με κρυστάλλινες πλευρές: ένα ξανθό παλικάρι ψηλό ένα μέτρο και ογδόντα, είκοσι τριώ χρονώ λεβέντης πάνω στην καλύτερή ώρα του. Από πάνω του, ορθοί με σφιγμένα δόντια, ο πατέρας, ο αδερφός και δυο άλλοι συγγενείς ή χωριανοί. Ολοτρόγυρα στο θάλαμο που μύριζε βαριά βασιλικό και μαντζουράνα γυναίκες καθισμένες ανακλαδιστά, η μάνα, η αδελφή του, ίσως άλλες συγγένισες, με τα μαύρα τσεμπέρια τους γύρω στο λαιμό και τις άκρες ριγμένες μπρος , με τα μαλλιά χωρισμένα στα δυο, χουφτιάζοντας την κάθε άκρη και σηκώνοντας πότε το δεξί πότε τ' αριστερό ξεφώνιζαν όλες μαζί πένθιμα και μονότονα: " ω αδέρφι, αδέρφι!"[...]
[...] Κι όταν μπήκε για καλά το πρωινό κι ο ήλιος έπιασε να καίει, ο Σωτήρης ετοιμάστηκε για την τελευταία του κατοικία. Το μοιρολόι της μάνας ακούστηκε πιο γοερό κι οργισμένο. Η μνηστή του , ντυμένη πάντοτε στ' άσπρα, έκλαιε τώρα σπαραχτικά. Είκοσι πέντε χιλιάδες συγκεντρωμένες από νωρίς στον Κολωνό, ξέσπασαν σ'ένα πανδαιμόνιο από ζητωκραυγές, χειροκροτήματα, ιαχές και κατάρες, όταν φάνηκε στο κατώφλι το λείψανο. Σημαίες και λάβαρα υψώνονται , γέρνουν απ' εδώ κι απ'εκεί, μπρος και πίσω, πάνω απ΄τα κεφάλια του ξέφρενου πλήθους.
- Ο Σωτήρης ζει!
[...] Επιτέλους σχηματίζεται η πομπή.
Προπορεύεται η σημαία του 114, το Κεντρικό Συμβούλιο των Λαμπράκηδων με τον Μίκη Θεοδωράκη επικεφαλής, αντιπροσωπείες της νεολαίας, πολιτικοί. Πίσω από το νεκρό οι συγγενείς του κι ύστερα η Αθήνα ολόκληρη...Άξαφνα μια μεγάλη ομάδα από νέους και νέες, αγκαλιασμένοι μέσα στο πλήθος αρχίζει να τραγουδά. [...]
Σωτήρη Πέτρουλα
αηδόνι και λιοντάρι, βουνό και ξαστεριά.
Σωτήρη Πέτρουλα
σε πήρε ο Λαμπράκης, σε πήρε η Λευτεριά
[...] Η πομπή περνάει από την οδό Λένορμαν, από την πλατεία Μεταξουργείου, τη λεωφόρο Αχιλλέως, την Αγίου Κωνσταντίνου:
Σωτήρη Πέτρουλα
οδήγα το Λαό σου, οδήγα μας μπροστά.
Είδα χιλιάδες, εκατοντάδες χιλιάδες Λαού, να στριμώχνονται στα πεζοδρόμια, στα παράθυρα και στους εξώστες, και τα λουλούδια να πέφτουν βροχή κι είδα τη λαοθάλασσα που ακολουθούσε κι άκουσα τα συνθήματα και κατάλαβα πως αυτή δεν ήταν κηδεία, ήταν μια γιγάντια διαδήλωση, σε πάθος και σε όγκο,
Μάρτυρες, ήρωες οδηγούνε
τα γαλάζια μάτια σου
μας καλούνε.
Κι όταν είδα στην πλατεία Ομονοίας τους οικοδόμους με ξεγυμνωμένα στήθη να σταματούν τη νεκροφόρα και να σηκώνουν στα χέρια τους το φέρετρο, είπα μέσα μου πως απ' εδώ αρχίζει πια η αποθέωση. Κι όταν είδα τον πατέρα του ήρωα , που τον είχαν σηκώσει στα χέρια οι φίλοι του παιδιού του, να βαστάει στ' αριστερό ένα μπουκέτο κόκκινες γλαδιόλες και στο δεξί μια τσαλακωμένη φωτογραφία, να τη σφίγγει πάνω στο στήθος του και να τη δείχνει στα πλήθη, που χεοροκροτούσαν και ζητοκραύγαζαν, όχι δεν έκλαιγαν και δεν θρηνούσαν, και τον άκουσα να λέει:
" Αδέρφια του παιδιού μου...Ο Σωτήρης ζει...Αγωνισθείτε για το ξερίζωμα του φασισμού...Ο Σωτήρης μου γι' αυτό θυσιάστηκε...Δε θέλω να κλαίτε...Εμπρός στον Αγώνα για τη Δημοκρατία..."
[...] Ο Σωτήρης ζει. Ο παλμός της ζωής του μεταπλάστηκε σ'ενέργεια, γίνηκε κινητήρια δύναμη, που εμψυχώνει κι ενθουσιάζει κι εμπνέει και οδηγεί. Ευλογημένοι όσοι στα μαραμαρένια αλώνια νικούν το Χάρο, όπως ο Σωτήρης Πέτρουλας. "
Στρατής Τσίρκας, Η Χαμένη Άνοιξη, Κέδρος , Αθήνα 1978, στ΄έκδοση(αποσπάσματα)
Με σκότωσαν γιατί χαμογελούσα
γιατί μιλούσα στα παιδιά
Με σκότωσαν γιατί δεν μαρτυρούσα
ποιος έχει μέσα του καρδιά
Νύχτα έπεσε βαθιά
άστρο άστρο ανάβει
ξεγυμνώστε τα σπαθιά
οι φτωχοί κι οι σκλάβοι
Με σκότωσαν απάνω στο τραγούδι
όπως σκοτώνουν τα πουλιά
τους τρόμαξε το φως κι ένα λουλούδι
πού΄χα καρφώσει στα μαλλιά
Μέρα έρχεται ξανθιά
άστρο άστρο σβήνει
Ξεγυμνώστε τα σπαθιά
κι ό,τι γίνει, ας γίνει
Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Πρώτη εκτέλεση: Γιάννης Πουλόπουλος
* Γιάννης Ρίτσος , Επιτύμβιο, από τα Δεκαοχτώ Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας
Εξαιρετικό, Σοφία!
ΑπάντησηΔιαγραφή:-)
Ευχαριστώ Δημήτρη,
ΑπάντησηΔιαγραφήτην καλημέρα μου