Είμαστε στο 1944, έβγα χειμώνα, στα ριζά των Τζουμέρκων. Η έδρα του κλιμακίου ΕΛΑΣ Ηπείρου - Δυτ. Στερεάς βρίσκεται στο Βουργαρέλι. Το Βουργαρέλι ήταν άλλοτε απ' τα καλύτερα χωριά, το πιο πολιτισμένο της περιοχής[...] το ελατόφυτο μεγαλοχώρι, το θαυμάσιο για παραθερισμό, μεταβλήθηκε σε πένθιμα χαλάσματα κι αποκαΐδια. Λίγα σπίτια μένουν ορθά[...]
Ήταν μια χειμωνιά διαβολεμένη. Αν κ' έμπαινε η άνοιξη πια, η βροχή και το χιόνι δεν εννοούσαν να κόψουν. Το νερόχιονο έμπαινε ως τα κόκκαλα, οι δρόμοι του χωριού ήταν παγωμένοι. Η γρίππη έδινε κ' έπαιρνε μες στους αντάρτες. Δεν είχαν ούτε ζάχαρη να κάμουν ένα ζεστό. Έβραζαν τσάι του βουνού με χαρουπόμελο, άμα βρίσκαν.
Εκείνες τις μέρες, έπειτ' απ' τη συμφωνία της Πλάκας, διαλύθηκε το Κλιμάκιο κ' έφυγε ο Άρης με τη συντροφιά του. Άφησαν εκεί την ΥΙΙΙ Μεραρχία με το στρατηγό Αυγερόπουλο, που είχε λάβει μέρος και στις χειμερινές επιχειρήσεις. Θάμενε για ενίσχυση στα σύνορα του Αράχθου κ' ένα σύνταγμα θεσσαλικό. Απ' τη Θεσσαλία είχαν στείλει και τον καινούργιο καπετάνιο της Μεραρχίας τον Κόζιακα. Ήταν πανύψηλος, με ρούσα γένια, θεαματικός.
Πλησιάζε η 25 Μαρτίου κι οι αντάρτες ετοιμάζονταν για την εθνική εορτή. Θα γίνονταν επίσημη δοξολογία στην καμμένη εκκλησία, τον πανηγυρικό θα εκφωνούσε ο υπασπιστής της Μεραρχίας. Το απόγεμα θ' ακολουθούσε παράσταση με το "Να ζει το Μεσολόγγι" του Ρώτα. Το ετοίμαζαν οι νέοι του χωριού. Θα λάβαιναν και κοπέλλες, που ήταν αρκετά ξεβγαλμένες εκεί. Ξανάχαν παίξει, μού φαίνεται.
Λίγες μέρες πριν απ' του Ευαγγελισμού οι αντάρτες μού ζήτησαν κ' εμένα κάτι.
- Θ' απαγγείλω ένα ποίημα, τους είπα.
Τό ξέραν, αλλά δεν αρκούσε. Αυτοί θέλαν κάτι άλλο, που να βαστάει πιο πολύ.
- Έχουμε και το δράμα, τούς λέω.
Αυτού ζητούσαν να καταλήξουν κι αυτοί. Μού ζητούσαν να γράψω κ' εγώ ένα ανάλογο. Εκείνο ήταν παλιό, για το Εικοσιένα. Το δικό μου θα μιλούσε για τα σημερινά. Όσο θέλαν ας κράταγαν και τα δυο, αυτοί δε βαριόνταν να τα παρακολουθήσουν.
Ήταν τόση η δίψα τους , τέτοια η απαίτησή τους, ώστε έπρεπε να υποχωρήσω. Και άρχισα να σκέφτομαι πώς να τα βγάλω πέρα, εγώ που ως τότε δεν είχα καταπιαστεί με το θέατρο, που δε θάχα δει ούτε είκοσι παραστάσεις σ' όλη τη ζωή μου. Αλλά κ' οι σύντροφοί μου είχαν δίκιο. Ποιος άλλος θα τους έγραφε αν όχι εγώ;
Κάθισα λοιπόν μ' εκείνον τον διαβολόκαιρο στην άκρη απ' τη γωνιά και συμπώντας τα ξύλα που έβγαζαν καπνό, σκάρωσα στα γρήγορα ένα θεατρικό διάλογο με τρία τέσσερα πρόσωπα, χωρίς δράση σχεδόν. Τού έβαλα και τίτλο: " Το καινούργιο Εικοσιένα".
Το διάβασα σε καναδυο και τούς άρεσε. Ανάλαβαν κιόλας να το παίξουν. Ακόμα έβγαλαν με καρμπόν και τρία τέσσερα αντίγραφα. Το ένα ήθελα να το πάρει μαζί του ο καπετάν Ερμής, του Ανεξαρτήτου συντάγματος, που βιαζόταν να φύγει την προπαραμονή της γιορτής.
Απάνω σ' αυτό ακούω μια φωνή, πολλές φωνές:
- Το συγγραφέα!... Το συγγραφέα!...
Ποιος δαίμονας τούς είχε σφυρίξει αυτήν τη λέξη στ' αυτί; Πού ήξεραν αυτοί οι ορεσίβιοι από πρεμιέρες θεάτρων ! Μού φαινόταν άπρεπο, μα την αλήθεια, να γίνεται λόγος για κάτι που εγώ το είχα γράψει παίζοντας, σχεδόν για να τους ξεφορτωθώ. Κ' είναι ζήτημα αν είχαν γίνει δυο ή τρεις πρόβες.
Ωστόσο οι φωνές όλο μεγάλωναν. Ακούγονταν κι από δίπλα μου πια, όπου με βλέπαν. Τι να κάμω, ανέβηκα στη σκηνή! Κι' από κάτω βροντούσαν τα παλαμάκια, φώναζαν, σφύριζαν, (όχι βέβαια για ν' αποδοκιμάσουν), αξιωματικοί, καπεταναίοι, αντάρτες. Έπειτα ήθελαν και λόγο.
Είχα συγκινηθεί πολύ απ' την υποδοχή τους, τόσο που αμφιβάλλω αν θα με συγκινήσει άλλη μου επιτυχία. Έβλεπα πως εργαζόμουν στη λογοτεχνία τόσα χρόνια χωρίς κάποια, έστω και ηθική ανταμοιβή. Το μόνο που κέρδιζε κανείς ήταν τα διφορούμενα των καλοθελητών. Και τώρα βρισκόσουν μπροστά σε μια γενική αναγνώριση, σε μια ατμόσφαιρα που πάλλονταν από ζωή. Έτσι αμοίβει το θέατρο τους εκλεχτούς του, άμεσα και ζωντανά. Ήταν να ντρέπομαι αλήθεια που υποτίμησα τόσο πολύ την αντίληψη του κοινού, που έδωσα τόσο λίγη σημασία στο γράψιμό μου. Θα έπρεπε να τούς αποζημιώσω το ταχύτερο με καλύτερη εργασία.
Αυτά περίπου τούς είπα, τέτοια υπόσχεση τούς έδωσα πάνω απ' τη σκηνή.
Και όλοι εκείνο το βράδι έμειναν ικανοποιημένοι.
Η «Λαϊκή Σκηνή» του θιάσου της VIII Μεραρχίας του ΕΛΑΣ σε περιοδεία στο Αγρίνιο (1945)
Την άλλη μέρα με κάλεσε ο νέος καπετάνιος μας στα γραφεία της Μεραρχίας. Μού ζήτησε πληροφορίες για να μάθει ποιος είμαι. Ήταν φοιτητής της νομικής, αλλά δεν παρακολουθούσε τα γράμματα. Δουλειά του είχε να μαζεύει αντάρτες και να πολεμάει.
- Άκουσε, μού λέει ο Κόζακας. Εγώ δεν ξέρω πολλά λόγια. Απ' αυτό που είδα φαίνεται πως κάτι έχεις μέσα σου. Εμείς τους τίμιους τεχνίτες, εκείνους που βοηθάν το λαό, ξέρουμε να τους εχτιμάμε. Δούλεψε λοιπόν, γράψε κι άλλα, εδώ είμαστ' εμείς.
Με παρακινούσε κι αυτός να συνεχίσω.
Αλλά πιο επίμονος ήταν ένας άλλος, περαστικός από κει, φιλοξενούμενος μας. Τον έβλεπα για πρώτη φορά, λεγόταν Δημήτρης Καλλιτέχνης. Το δεύτερο ήταν ψευδώνυμο του, αργότερα έμαθα το πραγματικό του. Αυτός μ' έναν άλλο, το Γιάννη Νισύριο, περιόδευαν τα τμήματά μας και τα χωριά παίρνοντας αράδα φωτογραφίες με κάτι ειδικές μηχανές. Ανήκαν στο κινηματογραφικό συνεργείο του Γενικού Στρατηγείου. Είχαν συγκεντρώσει αμέτρητο υλικό, από τα έμψυχα και άψυχα του αγώνα, μα δεν ξέρω αν διασώθηκαν από τόσες καταστροφές. Τέτοιες αυθεντικές μαρτυρίες θάταν διδάγματα και για τις μέλλουσες γενιές.
Ο Δημήτρης λοιπόν, που κοντά στην άλλη του εργασία έπαιρνε και ωραία σκίτσα των αγωνιστών, κυνηγώντας από δω κι από κει γιατί δεν ευκαιρούσαν, όταν χωριζόμασταν μού είπε:
- Από σένα απαιτώ να μην αφήσεις το θέατρο. Δεν ξέρω τί άλλα κάνεις, αλλά έχουμε ανάγκη από θέατρο. Είδες πόσο τούς άρεσε, πόσο σε χειροκρότησαν προχτές;
Με την ευκαιρία μού αποκάλυψε πως εκείνο το ανέβασμά μου στη σκηνή το είχε προκαλέσει ο ίδιος. Υπολόγιζε στην εντύπωση που θα μούκανε και κοίταζε, λέει, να με γλυκάνει. Ήξερε κι αυτός από τέτοια, ήξερε πόσο κολακεύονται οι καλλιτέχνες. Ήθελε να με δέσει, να μού κάμει συμβόλαιο με το κοινό. Γι' αυτό είχε δώσει ο ίδιος το σύνθημα για τα χειροκροτήματα.
Έφυγε με τη βεβαίωση πως δε θα σταματούσε τη δουλειά μου.
Πραγματικά μες στον Απρίλη έγραψα δυο τρία μονόπραχτα, πιο επιμελημένα πια, με θέματα απ' τον αγώνα. Ένα απ' αυτά, " Ο υπεύθυνος", που είχε και στοιχεία κωμωδίας το έπαιξε η ίδια ομάδα ερασιτεχνών στο Βουργαρέλι. Παίχτηκε την ημέρα τ' Αηγιωργιού, ενώ εγώ έλειπα σε περιοδεία, με το γιατρό της Μεραρχίας. Έμαθα όμως αργότερα πως είχε κι αυτό επιτυχία. Όλοι απ' το χωριό γέλασαν με την καρδιά τους. Ο λόγος ήταν πως το θέμα το είχα πάρει από κει, με ήρωες γνωστά πρόσωπα, με υπαινιγμούς που εύκολα τούς νιώθαν.
- Τί να τού κάμω που δεν είναι εδώ! φοβέριζε κατόπι στ' αστεία η κυρά Θυμία, η γερόντισσα πού κοιμόμουν στο σπίτι της. Τού άναβα τη φωτιά και πυρωνόταν κι αυτός συνομπόλιαζε τόνα και τ' άλλο. Ακόμα και τον Ιταλό που έχω στο κατώι, κι αυτόν τόν έβαλε μέσα. Κ' εκείνος ο αχαΐρευτος ο Γιώργο Μιχαλάκης που με το μαντήλι στο κεφάλι και με τα γυαλιά στα μάτια σκούπαγε τάχα απάνω στα σανίδια κι όλο μελέταε τη φωτιά και σωμό δεν είχε! Κ' οι άλλοι γέλαγαν από γύρω κ' εγώ δεν είχα τόπο να σταθώ. Αχ, δεν θα ματάρθει ποτέ στην πόρτα μου, θα του δείξω εγώ! ψευτομάλωνε η αξέχαστη κυρά Θυμία.
Κατά βάθος όμως ήταν ευχαριστημένη κι αυτή κι όλοι οι χωριανοί. Όταν ξαναπέρασα από κει μού ζητούσαν θέατρο πάλι.
Πρέπει όμως να σημειωθεί και κάτι άλλο. Το μισό της επιτυχίας οφειλόταν στους ηθοποιούς, σε δυο τρεις απ' αυτούς. Κι αν είχε σταθεί εκείνο το πρώτο κομμάτι , χρωστούσα την επιτυχία του σ'ένα απ' τα πρόσωπα του διαλόγου, τον αμίμητο Δημήτρη Γούλα, χωριάτη 50 περίπου χρονώ. Μόλις άνοιγε εκείνος το στόμα του, ξεραίνονταν όλοι στα γέλια. Τόσο έμφυτη, αβίαστη τού ήταν η ηθοποιΐα. Ήταν εξασκημένος όμως κι από παλιότερες παραστάσεις , στο Ρωτόκριτο και άλλα.
Έβλεπα τώρα με τα μάτια μου πως στο θέατρο το ένα σκέλος είναι ο συγγραφέας, το άλλο ο ηθοποιός. Και για να καλοπιάσω το μουστακάτο Δήμο Γούλα, που είχε αδυναμία στις λιχουδιές, τον κρυφοφίλεψα, κάμποσες χούφτες σύκα και σταφίδα απ' τη φτωχή μας επιμελητεία.
* Αυτός είν' ο τίτλος των αφηγήσεων του για τη "Λαϊκή Σκηνή" θέατρο που έφτιαξε ο ίδιος κατά την περίοδο της κατοχής στην Ήπειρο και έδινε παραστάσεις ως τη Δυτική Στερεά Ελλάδα και τα νησιά του Ιονίου. Τα έργα που έπαιζε η "Λαϊκή Σκηνή" της ΥΙΙΙ Μεραρχίας του ΕΛΑΣ γράφτηκαν από το Γιώργο Κοτζιούλα και είναι αρκετά.
Η αφήγηση είναι δημοσιευμένη στην Επιθεώρηση Τέχνης του Μαρτίου - Απριλίου 1962 ,στο τεύχος 87-88, που είναι αφιερωμένο στην Αντίσταση.
Καλησπέρα Σοφία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤιμάς την επέτειο με πολύ σημαντικές αναρτήσεις.
Ευκαιρία να μάθουν, όσοι για διάφορους λόγους δεν το ήξεραν, πως αυτός ο λαός πολέμησε κρατώντας το τουφέκι, μαζί και διαβαζοντας, τραγουδώντας, χορεύοντας, κοινωνώντας Πολιτισμό.
Ο ποιητής Γιώργος Κοτζιούλας, ακούραστος εργάτης σε αυτήν την πορεία.
Καλή δύναμη!
Read more: http://ofisofi.blogspot.com/2012/10/2.html#ixzz2AWVC9G6W
Πολύ σημαντική ανάρτηση.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑς κρατήσουμε, τουλάχιστον, ότι μας τιμά σαν λαό σε τούτους τους δίσεκτους καιρούς...
Καλησπέρα.
O πιο μεγάλος πόλεμος είναι αυτός που γίνεται για να κατακτηθεί ο νους και η συνείδηση του ανθρώπου. Από αυτόν τον πόλεμο εξαρτώνται όλοι οι άλλοι. Υπάρχουν εκείνοι που με τα έργα τους προσπαθούν να πάνε τον άνθρωπο ένα βήμα πίσω. Ο Γιώργος Κοτζιούλας ανήκει σε εκείνους που προσπάθησαν να τον πάνε ένα βήμα μπροστά. Του πρέπει μια τιμή.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλημέρα Οικοδόμε.
Για να κρατήσουμε αυτά που μάς τιμούν ως λαό , είναι υποχρεώση μας να τα γνωρίσουμε πρώτα εμείς και μετά να τα διαδώσουμε και στους άλλους.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλημέρα Ευρυτάνα Ιχνηλάτη.