Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2012

Ιχνογραφία



Α'
Τυχαίο να 'ναι λες
Που μόνο ο Κανένας γύρισε στην Ιθάκη;

Γιατί δεν είναι ο νους για να θυμάται
Ούτε η μνήμη που κλοτσάει τον πεθαμένο
Μέχρι μετέωρα να κινείται το σκουλήκι
Άλλο μη βρίσκοντας τροφή από κρέας
Ούτε έχει ο θάνατος ποδάρια να στεριώσει
Και δε θυμάται ακόμα το όνομά του
Που έχουν συνήθειο και του δίνουν οι άνθρωποι
Φτέρνα για να κατέχει δρόμους
Μάτια να κρίνει το σωστό και το άδικο.

Β'
Γι' αυτό ρωτάω να πεις για το σκυλί
από χαρά να πέθανε ή πίκρα
χρόνια που πρόσμενε και πήγανε χαράμι
να φτάσει ο Ξένος απ' την Τροία
κι όμως που γνώριζε τους δρόμους του σπιτιού του
σημάδια απ' το κορμί της Πηνελόπης.

Γ'
Πες τους μη ρίξουν φόλα στο σκυλί δε θα κερδίσουν
φτάνει ν' ανοίξεις τα παντζούρια το πρωί
κι ακούς των πεθαμένων το έγια μόλα
ή ακούς την πολιτεία να σηκώνεται
αφήνοντας
κενό ένα σχήμα στο σεντόνι
και χύνεται το γάλα ή ο καφές
γιατί η μητέρα παγιδεύτηκε στο κάδρο.

Θα φορεθεί πολύ το σάβανο εφέτος.


Δ'
Γνωρίζω τώρα το φόβο, όχι
τον ήχο του νομίσματος στο ξύλινο τραπέζι
την τρέλα της σταλαγματιάς στο νεροχύτη την περιττή μελαγχολία καθώς
ανοίγεις και διαβάζεις γράμματα παλιά
μα έχεις ξεχάσει τη γραφή και την ανάγνωση
και σε ζαλίζει το άπειρο κενό του όμικρον
και ο ρηχός βυθός του ωμέγα.





Δ'
Τώρα
δεν έχει χέρια να μαζέψουν την ελιά
δεν είναι χέρια να τρυγήσουν το αμπέλι
έχει όμως χέρια επιδέξια στο βίδωμα
ξεβίδωμα της μηχανής
δάχτυλα που γνωρίζουνε τα μυστικά της
όπως ποτέ δε γνώρισαν το σώμα της γυναίκας
σπαρμένο ρίζα από τριχίτσα
κι ελιά χρωματισμένη από κάστανο.

Μα το μηχανισμό ποιος τον κατέχει;

Γιατί σαν τ' άλογα που χλιμιντρίζουν
τον κίνδυνο να φτάνει νιώθοντας
όμοια της κάμαράς μου τα έπιπλα
μετακινούνται αλαφιασμένα
και παίρνουν θέσεις ασυνάρτητες.

Ε'
Όνειρο πρώτο

Ξάπλα στο φαλακρό τοπίο του έρωτα
με την αιχμή του μαχαιριού μου τραβηγμένη
απ' την αιχμή του
καθώς ο ήλιος στάζει στο μυαλό
κι η τρέλα χασμουριέται
πίσω απ' την πρόφαση της σκέψης
κι ο ίσκιος γίνεται κηλίδα κάτω από το πέλμα
και βαριανασαίνει.

Βλέπω το μάτι του νεκρού
κόκκινο απ' την αγρύπνια του ύπνου
και τ' όνειρο με οσμή καμένης σάρκας.

ΣΤ'
Όνειρο δεύτερο

Κι άντρας λεβέντης ανέβηκε στον άμβωνα πως θα μιλήσει και διάκρινες στο στόμα του μπαμπάκι· αυτό που βάζουνε στους πεθαμένους κίτρινο από τσιγάρο κι επάνω και στις άκρες στο μπαμπάκι στάλες αίμα που έζεχνε σκουλήκι και φλέβα μαύρη που έλεγες βαλσαμωμένη το σκοτάδι. Λοιπόν και άρχισε

η φλόγα
σάρκα της φωτιάς
άμα αποχτήσει συνείδηση
του οστού της
θα λυπηθεί το ξύλο

Θα παγώσει.

Ζ'
Κι ο ποιητής
κολλάει στη λαβωμένη λέξη
ρουφάει το σκοτωμένο αίμα

βδέλλα.

Η'
Καθένα κι άλλο φως τον δυναστεύει

Κι ένας από το πλήθος που άκουγε του σβούριξε μαχαίρι μεθυσμένο

όχι αίμα
μ' από τον ίλιγγο του άδειου
διασχίζοντας
να βρει το σπλάχνο.

Και το πουλί που ήτανε στον άμβωνα με ανοιγμένα τα φτερά για ν' ακουμπάει το ευαγγέλιο πέταξε ξαφνικά και είπαν μερικοί είναι η ψυχή του σκοτωμένου. Κι αυτός με το μαχαίρι στο λαιμό και με πληγές που άνοιξαν παλιές της Αλβανίας κι ακόμα πιο παλιές θαλασσινές και σιγά μουγκρίζοντας διέσχισε το πλήθος κι επάνω στον αϊτό αργά ξεψύχησε. Κι αφού τον σπάραξαν βρήκανε την καρδιά του σκουριασμένη αγάπη τα χείλια σάπια από σιωπή και πήραν να τον θάψουνε και φτιάξανε πομπή κι ενώ όλοι πήγαιναν στον ίδιο τάφο καθένας άλλον είχε για νεκρό του.



Ποίηση: Κώστα Παπαγεωργίου, Συλλογή "Ιχνογραφία" (1975)
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Δίσκος: Ο Γέρος της Αλεξάνδρειας - Ιχνογραφία
Ερμηνεία: Γιώργος Μεράντζας, Σάκης Μπουλάς


2 σχόλια :