Wassily Kandinsky, Der Blaue Reiter, 1903
Τις Κυριακές, που ο μπάρμπα - Νικόλας δε δούλευε, φεύγαμε ολήμερα για μέρη πολύ μακρινά. Κάτι που γίνηκε μια τέτοια γιορτή, στένεψε πιο πολύ τη φιλία μας. Στην αρχή με κατάπληξη, με δέος θα έλεγα, ύστερα όμως πίστεψα στο αστέρι της τύχης μου και ζούσα τα πράγματα ως να ήμουν μεγάλος. Ανταποκρινόμουνα στη φιλία του, ένιωθα σαν ίσος προς ίσο.
Σηκωθήκαμε νύχτα. Τ' αστέρια μαρμαίρανε σαν τσαμπιά στο νοτιά. Το τριζόνι στροβίλιζε τον ψαλμό του ψηλά. Οι λεύκες αλώνιζαν με τις ψηλές τους κορφές τη χαμηλωμένη μαρμαρυγή της αστροφεγγιάς. Καβαλήσαμε το άλογο και τραβήξαμε για τη θάλασσα. Τα δέντρα μαύριζαν ακίνητα, καθώς κατεβαίναμε να βγούμε στον κάμπο, τρεισήμισι ώρες μακριά.
Αυτός στο σαμάρι και γω στα καπούλια. Δεν έβρισκα λόγια να ειπώ για τη νύχτα. Η σιωπή της περνούσε στις φλέβες μου. Με κρυμμένο το πρόσωπό μου πίσω απ' τις πλάτες του, τον άφηνα εκείνον να μιλήσει αν ήθελε` μα μόνον τα πέταλα αντηχούσανε στα φρύδια των λόφων κι ο αχός τους πλατάγιζε κάτω στα ρέματα που ψιλόβρεχε πάχνη.
Ο κάμπος ανοίχτηκε μπροστά μας. Το άλογο βούλιαζε μέσα στο χώμα. Σε κείνα τα μέρη τα γεννήματα στοίχειωναν. Πηγές που δε στερέβαν ποτε, ποτάμια με ακίνητα φωτισμένα νερά που νέσα τους βλέπαμε το άλογο, όταν περνούσαμε πάνω στους όχτους τους, να περπατάει ανάποδα στον καθρεφτισμένο γαλάζιο ουρανό.
Πιο κάτω ψαθιά και καλάμια, μερηχιές, και στις άκρες του πανύψηλες λεύκες. Λοξέψαμε στο βάλτο, να περάσουμε στην άκρη της θάλασσας, εκεί που τέλειωνε ο κάμπος κι αρχινούσαν βράχοι απότομοι, γυμνοί, όλο πέτρα.
Περάσαμε πάνω στην άμμο, βαδίσαμε λίγο δεξιότερα και πηδήσαμε από το άλογο στη ρίζα του βράχου, όπου δυο γέρικοι φοίνικες ρίχνανε τη σκιά τους. Μια φλέβα νερού, ξεπετιόταν χοχλάζοντας και τρυπώνοντας μέσα στην άμμο φιδογλίστραε στη θάλασσα. Ο ήλιος ανοίγοντας τη χρυσή του βεντάγια, μόλις ξεμύτιζε απ' το βουνό. Δέσαμε το άλογο και καθίσαμε λίγο στη λευκή χαλικία, εκεί που έσβηνε η άσπρη ταντέλα του καθαρού νερού. Εκείνος χάιδεψε τα άσπρα μαλλιά του και μίλησε πρώτος.
- Αξίζει παναθεμάτη αυτή η παλιοζωή. Να αναπνέεις και να χαίρεσαι, ξεχνώντας πως έχεις σάρκα και οστά. Νομίζεις πως έχεις τη θάλασσα μέσα σου, τον ήλιο, τον κόσμο ολόκληρο. Τι άλλο θέλεις καλύτερο για να ζεις σε τούτο τον κόσμο χωρίς να μισείς;
Τα χείλη του ίδρωναν. Η φωνή του γινόταν ουσία σαν την ουσία όλου του κόσμου που ξετυλίγονταν γύρω μας. Δεν ήταν βαριά, συνταιριάζονταν αρμονικά με τη γύρω σιωπή.
Προσπάθησα κάτι να ειπώ. Τον κοίταξα, βύθισα τα δάχτυλά μου στην άμμο και είπα:
- Αλήθεια! μονάχα να νιώθεις!(απόσπασμα)
Νικηφόρος Βρεττάκος , Το Γυμνό παιδί , Τρία φύλλα Αθήνα 1983
" Το Γυμνό παιδί" τυπώθηκε το 1939 από τις εκδόσεις
" Νεοελληνική Λογοτεχνία" και δεν ξανατυπώθηκε ως τα σήμερα, όπως έγινε και με άλλα πεζογραφήματα του Νικηφόρου Βρεττάκου.
Το " Γυμνό παιδί" παρά τα πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, δεν είναι ένα καθαρά αυτοβιογραφικό έργο. Θέλοντας να εξομολογηθεί τις αντιδράσεις και τα συναισθήματα του σε μια ωρισμένη χρονική περίοδο - την περίοδο της παιδικής ηλικίας - μέσα σ' ένα ωρισμένο περιβάλλον, ανάπλασε μυθιστορηματικά το σύνολο του υλικού του. Οι δυο κεντρικοί ήρωες, αποτελούν τη συνισταμένη πολλών προσώπων, που αντιπροσωπεύουν το καλό και το κακό στα χρόνια της πρώτης γνωριμίας του με τον κόσμο. Τελικός σκοπός του υπήρξε το να δώσει την οδυνηρή πραγματικότητα των πληγμάτων που δέχτηκε η ευαισθησία του, άσχετα προς το πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα, τα οποία δημιούργησαν τις ψυχολογικές καταστάσεις τις οποίες περιγράφει σε αυτή τη νουβέλλα." ( οι πληροφορίες από το εσώφυλλο του βιβλίου)
Τις Κυριακές, που ο μπάρμπα - Νικόλας δε δούλευε, φεύγαμε ολήμερα για μέρη πολύ μακρινά. Κάτι που γίνηκε μια τέτοια γιορτή, στένεψε πιο πολύ τη φιλία μας. Στην αρχή με κατάπληξη, με δέος θα έλεγα, ύστερα όμως πίστεψα στο αστέρι της τύχης μου και ζούσα τα πράγματα ως να ήμουν μεγάλος. Ανταποκρινόμουνα στη φιλία του, ένιωθα σαν ίσος προς ίσο.
Σηκωθήκαμε νύχτα. Τ' αστέρια μαρμαίρανε σαν τσαμπιά στο νοτιά. Το τριζόνι στροβίλιζε τον ψαλμό του ψηλά. Οι λεύκες αλώνιζαν με τις ψηλές τους κορφές τη χαμηλωμένη μαρμαρυγή της αστροφεγγιάς. Καβαλήσαμε το άλογο και τραβήξαμε για τη θάλασσα. Τα δέντρα μαύριζαν ακίνητα, καθώς κατεβαίναμε να βγούμε στον κάμπο, τρεισήμισι ώρες μακριά.
Αυτός στο σαμάρι και γω στα καπούλια. Δεν έβρισκα λόγια να ειπώ για τη νύχτα. Η σιωπή της περνούσε στις φλέβες μου. Με κρυμμένο το πρόσωπό μου πίσω απ' τις πλάτες του, τον άφηνα εκείνον να μιλήσει αν ήθελε` μα μόνον τα πέταλα αντηχούσανε στα φρύδια των λόφων κι ο αχός τους πλατάγιζε κάτω στα ρέματα που ψιλόβρεχε πάχνη.
Ο κάμπος ανοίχτηκε μπροστά μας. Το άλογο βούλιαζε μέσα στο χώμα. Σε κείνα τα μέρη τα γεννήματα στοίχειωναν. Πηγές που δε στερέβαν ποτε, ποτάμια με ακίνητα φωτισμένα νερά που νέσα τους βλέπαμε το άλογο, όταν περνούσαμε πάνω στους όχτους τους, να περπατάει ανάποδα στον καθρεφτισμένο γαλάζιο ουρανό.
Πιο κάτω ψαθιά και καλάμια, μερηχιές, και στις άκρες του πανύψηλες λεύκες. Λοξέψαμε στο βάλτο, να περάσουμε στην άκρη της θάλασσας, εκεί που τέλειωνε ο κάμπος κι αρχινούσαν βράχοι απότομοι, γυμνοί, όλο πέτρα.
Περάσαμε πάνω στην άμμο, βαδίσαμε λίγο δεξιότερα και πηδήσαμε από το άλογο στη ρίζα του βράχου, όπου δυο γέρικοι φοίνικες ρίχνανε τη σκιά τους. Μια φλέβα νερού, ξεπετιόταν χοχλάζοντας και τρυπώνοντας μέσα στην άμμο φιδογλίστραε στη θάλασσα. Ο ήλιος ανοίγοντας τη χρυσή του βεντάγια, μόλις ξεμύτιζε απ' το βουνό. Δέσαμε το άλογο και καθίσαμε λίγο στη λευκή χαλικία, εκεί που έσβηνε η άσπρη ταντέλα του καθαρού νερού. Εκείνος χάιδεψε τα άσπρα μαλλιά του και μίλησε πρώτος.
- Αξίζει παναθεμάτη αυτή η παλιοζωή. Να αναπνέεις και να χαίρεσαι, ξεχνώντας πως έχεις σάρκα και οστά. Νομίζεις πως έχεις τη θάλασσα μέσα σου, τον ήλιο, τον κόσμο ολόκληρο. Τι άλλο θέλεις καλύτερο για να ζεις σε τούτο τον κόσμο χωρίς να μισείς;
Τα χείλη του ίδρωναν. Η φωνή του γινόταν ουσία σαν την ουσία όλου του κόσμου που ξετυλίγονταν γύρω μας. Δεν ήταν βαριά, συνταιριάζονταν αρμονικά με τη γύρω σιωπή.
Προσπάθησα κάτι να ειπώ. Τον κοίταξα, βύθισα τα δάχτυλά μου στην άμμο και είπα:
- Αλήθεια! μονάχα να νιώθεις!(απόσπασμα)
Νικηφόρος Βρεττάκος , Το Γυμνό παιδί , Τρία φύλλα Αθήνα 1983
" Το Γυμνό παιδί" τυπώθηκε το 1939 από τις εκδόσεις
" Νεοελληνική Λογοτεχνία" και δεν ξανατυπώθηκε ως τα σήμερα, όπως έγινε και με άλλα πεζογραφήματα του Νικηφόρου Βρεττάκου.
Το " Γυμνό παιδί" παρά τα πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, δεν είναι ένα καθαρά αυτοβιογραφικό έργο. Θέλοντας να εξομολογηθεί τις αντιδράσεις και τα συναισθήματα του σε μια ωρισμένη χρονική περίοδο - την περίοδο της παιδικής ηλικίας - μέσα σ' ένα ωρισμένο περιβάλλον, ανάπλασε μυθιστορηματικά το σύνολο του υλικού του. Οι δυο κεντρικοί ήρωες, αποτελούν τη συνισταμένη πολλών προσώπων, που αντιπροσωπεύουν το καλό και το κακό στα χρόνια της πρώτης γνωριμίας του με τον κόσμο. Τελικός σκοπός του υπήρξε το να δώσει την οδυνηρή πραγματικότητα των πληγμάτων που δέχτηκε η ευαισθησία του, άσχετα προς το πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα, τα οποία δημιούργησαν τις ψυχολογικές καταστάσεις τις οποίες περιγράφει σε αυτή τη νουβέλλα." ( οι πληροφορίες από το εσώφυλλο του βιβλίου)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου