Ανάμεσα τους βρήκα ένα δημοσίευμα - μαρτυρία για τα παιδιά των Ελλήνων μεταναστών στη Γερμανία. Είναι από το περιοδικό" Ταχυδρόμος" , το έχει γράψει η Ελένη Τορόση και έχει τον τίτλο
" Μετανάστες στη Γερμανία. Τα παιδιά - βαλίτσες" . Δεν είχα σημειώσει την χρονολογία , ούτε το τεύχος.
Αναφέρεται στα μικρά παιδιά που οι γονείς τους τα άφησαν πίσω σε παππούδες και γιαγιάδες μέχρι να τα πάρουν κάποια στιγμή μαζί τους, αν τους δινόταν βεβαίως αυτή η ευκαιρία και πιο πολύ η δυνατότητα. Από τη μαρτυρία ενός κοριτσιού, της Χρυσούλας, το παρακάτω απόσπασμα:
" Νοέμβρης του 1965 στο Χέρσο Σερρών. Η στάση του λεωφορείου είναι στην άκρη του χωριού. Στο χώμα είναι ριγμένες βαλίτσες, χαρτοκιβώτια δεμένα σταυρωτά με σπάγκο, σακούλια, καλάθια με πάνινο σκέπασμα ραμμένο πάνω στο καλάμι. Άνθρωποι αγκαλιάζονται , φιλιούνται ," καλό ταξίδι" , " γράψε μας μόλις φτάσεις"...Το λεωφορείο ξεκινάει αγκομαχώντας κι εξαφανίζεται μέσα σ' ένα σύννεφο σκόνης. Κατεύθυνση Θεσσαλονίκη, σιδηροδρομικός σταθμός κι απο εκεί αμαξοστοιχία " Ελλάς Εξπρές" για Γερμανία. Στη στάση φυσάει κρύος αέρας. Οι συγγενείς τραβούν βιαστικά για το σπίτι , η θεία πιάνει το μεγάλο κορίτσι από το μανίκι. Το μεγάλο κορίτσι διστάζει, από το χέρι του κρέμεται η μικρή αδερφή του που δεν θέλει ακόμη να ξεκολλήσει, κοιτάζει προς τη σκονισμένη στροφή όπου χάθηκε το λεωφορείο. Το μικρό κορίτσι, η Χρυσούλα, σπρώχνει πέρα -δώθε με τη μύτη του παπουτσιού ένα σπασμένο γυαλί στο χώμα. Η θεία είναι ανυπόμονη. " Ελάτε, κουνηθείτε επιτέλους!"
Η Χρυσούλα είναι σήμερα μεγάλη γυναίκα . Ζει από δώδεκα χρονών στο Μόναχο, όπου σπούδασε, παντρεύτηκε, έκανε δυο παιδιά. Τον πατέρα της, που εγκατέλειψε τότε την οικογένειά του, τον συνάντησε κάποιες λιγοστές φορές. Τη μια φορά, όμως, δεν μπορεί να τη σβήσει από το μυαλό της: " Χρυσούλα , ήρθε ο πατέρας σου από τη Γερμανία", μου φώναξε ξαφνικά μια γειτόνισσα, " κοίτα , έχει παρκάρει απέναντι το αυτοκίνητό του". Αισθάνθηκα παράξενα , ο πατέρας μου; Παρ΄όλ΄αυτά έτρεξα , δυστυχώς με καθυστέρηση , γιατί ο πατέρας μου είχε ανοίξει ήδη τις βαλίτσες και είχε μοιράσει όλα τα δώρα στα ξαδέλφια μου. Πήγα κοντά του, ήθελα να προλάβω τουλάχιστον μια γερμανική σοκολάτα , και ξαφνικά αυτός μου ρίχνει μια ματιά και λέει: " Α, είσαι και εσύ εδώ; Δεν έχω πια σοκολάτα, τη μοίρασα στις ξαδέλφες σου. Πήγαινε να αγοράσεις σοκολάτα", είπε και μου έδωσε ένα τάλιρο. Πήρα το νόμισμα και το' βαλα στα πόδια κι έτρεχα και σκεφτόμουν " μα γιατί δεν μπορούσε να κρατήσει μια γερμανική σοκολάτα για μένα; " Αυτή τη σκηνή την κουβαλούσα χρόνια. Δεν θυμάμαι τίποτε άλλο. Ούτε καν αν τον ξαναείδα εκεί και πότε.".
Την παιδική της ηλικία η Χρυσούλα Αμπατζίδη την έχει σβήσει από τη μνήμη της." Η παιδική μας ηλικία είναι η πατρίδα μας" , λέει ένα ποίημα του ξενιτεμένου Πέρση ποιητή Σαΐντ. Η Χρυσούλα, που τα΄χει ξεχάσει όλα αγωνίζεται ακόμη να βρει πατρίδα. Χρειάστηκαν πολλές συζητήσεις μαζί της για να θυμηθεί λιγοστές λεπτομέρειες από τη ζωή της στην Ελλάδα. Με ποιον μεγάλωσε, πού ήταν τον περισσότερο καιρό. Η μητέρα της δούλευε στα καπνά. Όταν την εγκατέλειψε ο άντρας της , κατάλαβε πολύ γρήγορα ότι δεν θα τα βγάλει πέρα με δυο κορίτσια. Σύντομα αποφάσισε να ξενιτευτεί κι αυτή.
" Αρχικά η μάνα μου μας άφησε στον παππού μου, τον πατέρα της", λέει η Χρυσούλα. " Αυτός ο παππούς είχε ξαναβρεί μια γυναίκα αρκετά νεότερη του και συζούσε μαζί της. Αυτή ήταν καλή με μας τα παιδιά, αλλά οι συγγενείς και οι γείτονες ήταν ανένδοτοι: μια ανύπαντρη γυναίκα που συζεί με έναν γέρο δεν γίνεται να μεγαλώνει παιδιά. Ρεζιλεύει την οικογένεια! Ειδοποίησαν τη μάνα μου και ήρθε και μας πήρε από εκεί. Μας έδωσε στην οικογένεια μιας θείας. Ήταν όλα μελαγχολικά και σκοτεινά σ' εκείνο το σπίτι, δεν ξέρω γιατί. Απέναντι ήταν ένα νεκροταφείο και φοβόμουν όταν περνούσα. Ήμουν διαρκώς λυπημένη , ήθελα τη μητέρα μου. Μαζί μου ήταν η αδελφή μου, επτά χρόνια μεγαλύτερη αλλά δεν τη θυμάμαι καθόλου.
Ξαφνικά μας πήγαν στη γιαγιά μου, τη μητέρα του πατέρα μου. Μέσα σε δυο - τρία χρόνια η τρίτη αλλαγή. Η αδελφή μου λέει ότι η γιαγιά μας ήταν πολύ καλή γυναίκα και ότι μας φρόντισε, αλλά εγώ ήμουν πια πεισματάρα, ανυπάκουη και δύστροπη. Αισθανόμουν πολύ μόνη. Το χωριό μας ήταν γεμάτο μικρά παιδιά , όλα με την ίδια μοίρα. Και ξέραμε ότι υπήρχαν παιδιά που ήταν σε χειρότερη θέση , εκείνα τα είχαν αφήσει τελείως μόνα, ούτε καν σε συγγενείς , αλλά σε γείτονες. Ένα ολόκληρο χωριό με γέρους και παιδιά. Κι ευτυχώς τα παιδιά παίζαμε με τις ώρες στους δρόμους. Πιστεύω ότι αυτό το παιχνίδι μας έσωσε. Ξεχνιόμασταν".
Πολλά από τα παιδιά αυτά τα καλούσαν οι γονείς στη Γερμανία για επίσκεψη, γιατί εκείνοι τα πρώτα χρόνια δεν ήθελαν να πάνε στις πατρίδες τους. Πώς να πάνε; Έπρεπε να έχουν να επιδείξουν αυτοκίνητο, να φέρουν δώρα για τους συγγενείς. Όμως στη Γερμανία η ζωή ήταν ακριβή, οι μισθοί χαμηλοί, τα λεφτά δεν έτρεχαν στους δρόμους. Λοιπόν , όχι, αποφάσισε η μητέρα της Χρυσούλας, καλύτερα να έρθει το παιδί εδώ. Το ταξί στα χωριά της Βόρειας Ελλάδας ήταν μια πρακτική λύση, πιο γρήγορη και πιο φτηνή από το τρένο. Πέντε μοιράζονταν τα χρήματα της κούρσας.
" Ήταν ένα τρομερό ταξίδι" λέει η Χρυσούλα. " Ήταν αποπνικτικά και σκοτεινά γιατί ταξιδεύαμε ολόκληρη τη νύχτα. Ο δρόμος μού φαινόταν ατελείωτος. Ήμασταν όλοι σφιγμένοι κι αμίλητοι".
Μια ολόκληρη νύχτα και μια ημέρα. Επιτέλους το παιδί έφτανε στο Μόναχο - μια μεγάλη πόλη , μακριά από τη σκόνη του χωριού, γεμάτη μαγαζιά, βιτρίνες, κόσμο. Αλλά κυρίως ήταν η μητέρα του εκεί.
" Η μητέρα μου ήταν απούσα, δεν υπήρχε μητέρα" ανακαλεί τη μνήμη της σήμερα η Χρυσούλα. " Η μητέρα μου δούλευε στη Μέτζελερ, εργοστάσιο ελαστικών. Η φίρμα είχε εργατικές κατοικίες για τους εργαζόμενους. Σε ένα δωμάτιο κοιμόντουσαν τρεις- τρεις οι γυναίκες και μπορούσαν να φέρουν κατ΄εξαίρεση το παιδί τους να κοιμηθεί εκεί για λίγες εβδομάδες. Η μητέρα μου όμως δεν ήταν ποτέ εκεί. Εργαζόταν όλη την ημέρα. Ερχόταν από τη νυχτερινή βάρδια το πρωί, ξεκουραζόταν λιγάκι και μετά πήγαινε σε κάτι γραφεία γαι καθάρισμα. Είχε δυο δουλειές. Είχε στο μυαλό της να μαζέψει γρήγορα λεφτά για να αγοράσει κάτι στην Ελλάδα. Όλοι δούλευαν τότε σε δυο δουλειές. Θυμάμαι πως εμένα με άφηναν να βλέπω τηλεόραση. Δεν επιτρεπόταν όμως να ανεβάσω τον ήχο γιατί στο δωμάτιο κοιμόταν πάντα κάποια γυναίκα μετά τη νυχτερινή βάρδια. Από τις επισκέψεις μου στο Μόναχο θυμάμαι σκόρπιες εικόνες. Ήταν πάλι εικόνες από παιχνίδι με άλλα παιδιά στο δρόμο, μπροστά στο χάιμ αυτή τη φορά, έτσι έλεγαν τα εργατικά καταλύματα για τους εργάτες με σύμβαση".
Οι Έλληνες γκασταρμπάιτερ που ζούσαν στη Γερμανία από το 1960 ως το 1976 έφτασαν τις 623.000. Τα παιδιά - βαλίτσες προσπαθούσαν απεγνωσμένα να βρουν τη θέση τους, να καταλάβουν πού ανήκουν." Δεν θυμάμαι τίποτα, μου λείπει η μισή μου ζωή", λέει η Χρυσούλα. Στην πορεία, προσπάθησε συνειδητά να τα ξεχάσει όλα: " Όταν έφυγα από το χωριό μου, ήθελα να τα αφήσω όλα πίσω μου. Αποχαιρέτησα φίλους και συγγενείς και είπα, πάω για πάντα στη Γερμανία. Αργότερα προσπαθούσα να θυμηθώ και ξαφνικά έφτασα στα 40 μου και τρόμαξα. Τι έγινε; Πού πήγαν τα πρώτα είκοσι χρόνια; Θυμάμαι μόνο τα τελευταία είκοσι. Δεν δέχομαι να έχω ζήσει μια τόσο σύντομη ζωή. Άρχισα να παλεύω για να θυμηθώ, να ξανακερδίσω πίσω τα χρόνια που έχασα..."
Δυνατό κείμενο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίμαι σίγουρος πως σ' αυτά τα κουτιά έχεις υλικό για δυο και τρία blogs!
Πράγματι, κείμενο γροθιά στο στομάχι αλλά άκρως ρεαλιστικό. Πόσοι και πόσοι δεν βίωσαν αυτές τις καταστάσεις, πόσοι και πόσοι δε νοιώθουν ακόμα και σήμερα έτσι! Πόσοι και πόσοι Μαξίμ, Αχμέτ, Ελίας και άλλα τόσα ονόματα δεν βιώνουν παρόμοιες καταστάσεις στον τόπο μας τώρα πια! Έγινε άραγε μάθημα σε κάποιους;
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ ιστορία ενός ανθρώπου. Κάποιας Χρυσούλας. Όπως ιστορία ενός ανθρώπου διηγείται και η Καλύβα του μπαρμπα - Θωμά. Ποιος ξέρει; Ίσως κάποτε ένας λογοτέχνης να κάνει βιβλίο και τη ζωή ενός σκλάβου του 20ου αιώνα. Του αιώνα ανόδου της Γερμανικής αυτοκρατορίας... Για την Αμέρικα κουβαλούσαν τους σκλάβους σαν σαρδέλες στα αμπάρια των πλοίων, για το Ντόιτσλαντ σαρδελοειδώς σε ταξί. Η ουσία η ίδια. Η αφαίμαξη του ανθρώπινου δυναμικού μιας χώρας. Της δικής μας χώρας στη δεύτερη περίπτωση, της ίδιας δηλαδή χώρας που ο λαϊκός της ήρωας έγραψε: "Παλαιόθεν και ως τώρα όλα τα θηρία πολεμούν να μας φάνε και δε μπορούνε τρώνε από εμάς και μένει και μαγιά." Αναρωτιέμαι όμως, ζώντας στη Θεσπρωτία και βλέποντας νέες φουρνιές ανθρώπων να φεύγουν για τη Γερμανία, αν θα μείνει μαγιά ή πια ξοδεύουμε από την ίδια τη μαγιά...
ΑπάντησηΔιαγραφήΈνα μη ευκαταφρόνητο τμήμα του λαού, όμως, ξεχνάει τα συλλογικά βάσανα που κάποτε έζησε και ξεσπαθώνει πια εναντίον των άλλων μεταναστών. Δυστυχώς...
ΑπάντησηΔιαγραφήπαιδια δεν υπαρχει χωριο Χερσο στις Σερρες.Προφανως η συντακτρια εκανε λαθος.Χερσο υπαρχει μονο στο Κιλκις
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι να σου πω Ανώνυμε/η, Ετσι αναφερόταν το κείμενο. Δεν μπορώ να το ελέγξω.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλημέρα
Ποσο οικείο... Θα θελα περισσότερο να διαβάσω μαρτυρίες των παιδιών αυτών και άρθρα ίσως αν υπάρχουν.
ΑπάντησηΔιαγραφή