Όταν ήμουν παιδί παραθερίζαμε συνήθως στὸ Καμάρι τῆς Σαντορίνης, στὸ Μέσα βουνό, κοντὰ στὴ θάλασσα. Κάθε ἀπόγευμα οἱ γονεῖς μου μὲ ἔστελναν στὸ χωριό, ὅπου ἦταν τὸ μοναδικὸ μπακάλικο. Ἡ ἔννοια μίνι μάρκετ ἦρθε ἀργότερα. Μὲ τὰ μεγάλα καράβια ποὺ κατέβαζαν τοὺς τουρίστες ἀπὸ Πειραιὰ Ἀθηνιὸ σὲ λιγότερο ἀπὸ δεκαπέντε ὧρες. Ἐπανάσταση τὸ Λῆμνος.
Τὸ χωριὸ ἦταν μακριὰ ἀπ’ τὴ θάλασσα, σὰν νά ’χε πέσει ἀπότομα ἡ στάθμη τοῦ νεροῦ. «Τὸ φτιάξαμε πιὸ ψηλὰ γιὰ νὰ μὴ γίνει τίποτα…» μοῦ ἐξηγοῦσε μὲ ἔνρινη φωνὴ σὰν νά ’χε γάζες στὴ μύτη ὁ κὺρ Ἀνάργυρος. «Τί νὰ γίνει δηλαδή;» ρώταγα. Ἤμουν παιδί, κανεὶς δὲν ἀσχολιόταν.
Ἦταν ὁ μπακάλης, ξάδερφος τῆς θείας Μαρουλίας. Τὸ μαγαζὶ πουλοῦσε ἀπὸ καρπούζια μέχρι κρητικὲς μίνι μπανάνες, ἀπὸ συριανὰ λουκούμια μέχρι σαντορινιὸ κουφέτο μὲ μέλι, ἀπὸ φάβα μέχρι φάρμακα καὶ βιβλία. Ἦταν παντοπωλεῖο. Ἀπ’ ἔξω, ἀπέναντι στὰ σκαλιὰ στὴν εἴσοδο τοῦ χωριοῦ, καθόταν πάντα μιὰ γιαγιούλα, ἔτσι μοῦ ’μοιαζε, γύρω στὰ πενήντα πέντε ἢ ἑξήντα, ζαρωμένη καὶ μόνη, μὲ μαύρη μαντίλα στὸ κεφάλι, καὶ καθάριζε ὁλημερὶς φιστίκια στὸν ἥλιο. Εἶχε ὁλόκληρο σακὶ δίπλα της. Τὴ θυμᾶμαι πάντα στὸ ἴδιο σημεῖο, στὰ ἀσβεστωμένα σκαλιά, νὰ ξεκλειδώνει τὰ φιστίκια καὶ νὰ ρίχνει τὸν καρπὸ σ’ ἕνα τσίγκινο πιάτο. Ποτὲ δὲν τὴν ἄκουσα νὰ μιλάει. Τὴ θυμᾶμαι νὰ διαιωνίζει τὴν ἴδια κίνηση ἐπὶ ὧρες, σὰν μηχανή, καὶ ἀμφιβάλλω ἂν ὑπῆρξε ποτέ. Ἡ ἀνάμνηση αὐτή, ἀβέβαιη, ἐργατικὴ καὶ διηνεκής, μὲ συγκλονίζει περισσότερο ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἀκόμα παλιότερη τοῦ Ἰσλανδοῦ ποὺ πνιγόταν μπροστὰ στὰ μάτια μας. Πνιγόταν, ἀλλὰ ἔμοιαζε χαρούμενος. Τὸν θυμᾶμαι μὲ μπλὲ μάγουλα νὰ χαμογελάει ἀνίκανος νὰ φωνάξει, καὶ νὰ πιτσιλάει ὁλόγυρα. Ὁ πατέρας μου τοῦ ’χε ρίξει τὸ στρῶμα θαλάσσης μου, εἶχε προλάβει νὰ πιαστεῖ, ὄχι ὅμως νὰ ξαπλώσει πρὶν τὸν πάρει ὁ ὕπνος. Ὅπως μοῦ ἐξήγησαν. Ἤμουν πέντε ἐτῶν καὶ συνέδεσα τὸ θάνατο μὲ τὴν ἀπώλεια παιχνιδιῶν.
Ἐπιστρέφω στὸ παντοπωλεῖο, μπαίνω μὲ τὸ μυαλό μου ἀπ’ τὴ δίφυλλη ἄσπρη πόρτα. Τὸ ἕνα φύλλο ὁ κὺρ Ἀνάργυρος τό ’βγαζε ὅταν ἦταν ἀνοιχτός, γιὰ νὰ μπαίνει περισσότερο φῶς. Μέσα τὸ μαγαζὶ ἦταν σπηλαιῶδες καὶ σκοτεινό, χωρὶς παράθυρα. Ἔμπαινες καὶ δὲν ἔβλεπες τίποτα γιὰ μισὸ λεπτό. Ἔνιωθες ἔκθετος. Ὁ κὺρ Ἀνάργυρος πίσω ἀπ’ τὸν πάγκο σοῦ μίλαγε ὅπως ὁ ἄγγελος στὸν Σαούλ. Μετὰ τὰ ἀντικείμενα ἐμφανίζονταν ἀχνά. Στὸ βάθος ὁ κὺρ Ἀνάργυρος κρατοῦσε ἕνα μαχαίρι μὲ τὴ νέα φέτα ἀπὸ Πελοπόννησο.
Στὸ ἀριστερὸ μέρος τοῦ μαγαζιοῦ ὑπῆρχε μιὰ σκάλα οἰκοδομῆς ποὺ ἀνέβαζε τὸν ἀγοραστὴ στὰ ράφια μὲ τὰ βαζάκια. Ρίγανη, φασκόμηλο, ξεραμένα σύκα, καραμελωμένα φιστίκια μὲ βασιλικό, ὅλα ντόπια καὶ διαφανῆ σὲ βαζάκια. Σὲ ἕνα μεγάλο παραλληλόγραμμο ἐνυδρεῖο εἶχε μικρὲς σαῦρες ποὺ ἔπαιρναν πόζες πάνω σε ξυλαράκια, νόμιζες ὅτι ζοῦσαν. Σὲ μιὰ ψάθινη πολυθρόνα δίπλα στὴ σκάλα καθόταν μὲ πλάτη στὸ φῶς τῆς πόρτας ἕνας χλωμὸς κύριος σὲ λινὸ κουστούμι, γαλάζιο πουκάμισο, ἄσπρο καπέλο μὲ φαρδιὰ πάνινη ταινία, καὶ πατερίτσες. Στὰ χέρια του εἶχε ἕνα τετράδιο κι ἕνα κόκκινο μολύβι, ποῦ καὶ ποῦ σημείωνε κάτι, θά ’λεγες ὅτι ἔλυνε σταυρόλεξο. Ἦταν σχεδὸν πάντα στὸ μαγαζὶ ὅταν πήγαινα. Ἔστρεφε γιὰ λίγο τὸ κεφάλι, μοῦ χαμογελοῦσε μὲ εὐγένεια σὰν νὰ μ’ ἔβλεπε γιὰ πρώτη φορά, καὶ συνέχιζε νὰ λύνει, προσθέτοντας κάθε τόσο μιὰ λέξη.
Ἤμουν σχεδὸν κάθε ἀπόγευμα ἐκεῖ. Μὲ πείραζε ἡ αἴσθηση ὅτι ὁ κύριος αὐτὸς μοῦ χαμογελοῦσε ὅπως χαμογελᾶμε σ’ ἕνα γάτο ποὺ σουλατσάρει στὸ κάγκελο τοῦ τρίτου ὀρόφου. Γι’ αὐτὸν ἤμουν ἕνα παιδί. Ἕνα παιδὶ ποὺ μπαίνει μὲ τιράντες καὶ φεύγει μὲ μιὰ μπλὲ σακούλα τομάτες καὶ φέτα Πελοποννήσου.
Μιὰ μέρα ποὺ περίμενα τὸν κὺρ Ἀνάργυρο νὰ ξεφορτώσει καρπούζια ἀπὸ τὴν καρότσα τοῦ ἀγροτικοῦ γιὰ νὰ μοῦ βάλει κεφαλοτύρι, ἀκούστηκε μιὰ γυναικεία φωνὴ νὰ μὲ φωνάζει ἀπ’ τὸ σοκάκι δίπλα στὸ μαγαζί. Ὁ κύριος μὲ τὶς πατερίτσες σηκώθηκε, γιατὶ ἐννοοῦσαν ἐκεῖνον, ὅλοι Μάινες, Καραμολέγκοι καὶ Σιγάλες λεγόμασταν, ἔβαλε τὶς πατερίτσες στὶς μασχάλες τοῦ κουστουμιοῦ καὶ κινήθηκε πρὸς τὴν πόρτα. Ἐκεῖ σταμάτησε τὸ κουτσό, γύρισε, μὲ κοίταξε σὰν νὰ ὑπολογίζει κάτι, κοίταξε καὶ τὸ σταυρόλεξο πάνω στὴν ψάθινη καὶ βγῆκε ἔξω. Ἡ στιγμὴ εἶχε ἔρθει. Ἦταν ἐκεῖ. Πῆγα στὴν πολυθρόνα, πῆρα τετράδιο καὶ μολύβι, τά ’χωσα στὴ σακούλα μὲ τὸ γάλα καὶ τοὺς γιαρμάδες καὶ βγῆκα ἔξω, χαιρέτησα τὸν κὺρ Ἀνάργυρο, ποὺ δὲν πρόλαβε κὰν νὰ ἀπορήσει, κι ἐξαφανίστηκα. Κατέβηκα στὴν παραλία, θὰ γυρνοῦσα ἀπ’ τὴν ἄμμο στὸ σπίτι.
Κάθισα σὲ μιὰ βάρκα ποὺ εἶχε σχολάσει καὶ τραβηχτεῖ στὴν ἀκτὴ μὲ τὴ χειροκίνητη τροχαλία καὶ ἔβγαλα τὸ τετράδιο. Πάνω ἔγραφε «Ἀγγελέτος». Τὸ ξεφύλλισα. Δὲν ἦταν σταυρόλεξα. Ἦταν σχεδὸν ὁλότελα λευκὲς σελίδες μὲ λίγες χειρόγραφες λέξεις στὴν καθεμιά. Σὰν κώδικας. Ἐν μέρει ἔβγαζαν νόημα. Σὲ μιὰ ποὺ θυμᾶμαι ἀκόμα ἔγραφε: Οἱ σαῦρες κοιμήθηκαν / Βρεγμένα τὰ ράφια / Χαμογελᾶ στὰ στεγνὰ / Τὸ ἐνυδρεῖο.
Αλέξιος Μάινας
Πηγή: Ιστορίες Μπονζάι
Καλημέρα αγαπημενη ofisofi!
ΑπάντησηΔιαγραφήxristina από αμύνταιο.
Καλημέρα αγαπημένο μου Χριστινάκι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣου στέλνω μια θάλασσα μικρή που γνωρίζω πόσο αγαπάς.
http://www.youtube.com/watch?v=GGVTirQazt8
Πολλά φιλιά