Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2013

Μπλε μάγουλα


Όταν ήμουν παιδί πα­ρα­θε­ρί­ζα­με συ­νή­θως στὸ Κα­μά­ρι τῆς Σαν­το­ρί­νης, στὸ Μέ­σα βου­νό, κον­τὰ στὴ θά­λασ­σα. Κά­θε ἀ­πό­γευ­μα οἱ γο­νεῖς μου μὲ ἔ­στελ­ναν στὸ χω­ριό, ὅ­που ἦ­ταν τὸ μο­να­δι­κὸ μπα­κά­λι­κο. Ἡ ἔν­νοι­α μί­νι μάρ­κετ ἦρ­θε ἀρ­γό­τε­ρα. Μὲ τὰ με­γά­λα κα­ρά­βια ποὺ κα­τέ­βα­ζαν τοὺς του­ρί­στες ἀ­πὸ Πει­ραι­ὰ Ἀ­θη­νιὸ σὲ λι­γό­τε­ρο ἀ­πὸ δε­κα­πέν­τε ὧ­ρες. Ἐ­πα­νά­στα­ση τὸ Λῆ­μνος.
       Τὸ χω­ριὸ ἦ­ταν μα­κριὰ ἀ­π’ τὴ θά­λασ­σα, σὰν νά ’­χε πέ­σει ἀ­πό­το­μα ἡ στάθ­μη τοῦ νε­ροῦ. «Τὸ φτι­ά­ξα­με πιὸ ψη­λὰ γιὰ νὰ μὴ γί­νει τί­πο­τα…» μοῦ ἐ­ξη­γοῦ­σε μὲ ἔν­ρι­νη φω­νὴ σὰν νά ’­χε γά­ζες στὴ μύ­τη ὁ κὺρ Ἀ­νάρ­γυ­ρος. «Τί νὰ γί­νει δη­λα­δή;» ρώ­τα­γα. Ἤ­μουν παι­δί, κα­νεὶς δὲν ἀ­σχο­λι­ό­ταν.
       Ἦ­ταν ὁ μπα­κά­λης, ξά­δερ­φος τῆς θεί­ας Μα­ρου­λί­ας. Τὸ μα­γα­ζὶ που­λοῦ­σε ἀ­πὸ καρ­πού­ζια μέ­χρι κρη­τι­κὲς μί­νι μπα­νά­νες, ἀ­πὸ συ­ρια­νὰ λου­κού­μια μέ­χρι σαν­το­ρι­νιὸ κου­φέ­το μὲ μέ­λι, ἀ­πὸ φά­βα μέ­χρι φάρ­μα­κα καὶ βι­βλί­α. Ἦ­ταν παν­το­πω­λεῖ­ο. Ἀ­π’ ἔ­ξω, ἀ­πέ­ναν­τι στὰ σκα­λιὰ στὴν εἴ­σο­δο τοῦ χω­ριοῦ, κα­θό­ταν πάν­τα μιὰ γι­α­γι­ού­λα, ἔ­τσι μοῦ ’­μοια­ζε, γύ­ρω στὰ πε­νήν­τα πέν­τε ἢ ἑ­ξήν­τα, ζα­ρω­μέ­νη καὶ μό­νη, μὲ μαύ­ρη μαν­τί­λα στὸ κε­φά­λι, καὶ κα­θά­ρι­ζε ὁ­λη­με­ρὶς φι­στί­κια στὸν ἥ­λιο. Εἶ­χε ὁ­λό­κλη­ρο σα­κὶ δί­πλα της. Τὴ θυ­μᾶ­μαι πάν­τα στὸ ἴ­διο ση­μεῖ­ο, στὰ ἀ­σβε­στω­μέ­να σκα­λιά, νὰ ξε­κλει­δώ­νει τὰ φι­στί­κια καὶ νὰ ρί­χνει τὸν καρ­πὸ σ’ ἕ­να τσίγ­κι­νο πιά­το. Πο­τὲ δὲν τὴν ἄ­κου­σα νὰ μι­λά­ει. Τὴ θυ­μᾶ­μαι νὰ δι­αι­ω­νί­ζει τὴν ἴ­δια κί­νη­ση ἐ­πὶ ὧ­ρες, σὰν μη­χα­νή, καὶ ἀμ­φι­βάλ­λω ἂν ὑ­πῆρ­ξε πο­τέ. Ἡ ἀ­νά­μνη­ση αὐ­τή, ἀ­βέ­βαι­η, ἐρ­γα­τι­κὴ καὶ δι­η­νε­κής, μὲ συγ­κλο­νί­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ ἐ­κεί­νη τὴν ἀ­κό­μα πα­λι­ό­τε­ρη τοῦ Ἰσ­λαν­δοῦ ποὺ πνι­γό­ταν μπρο­στὰ στὰ μά­τια μας. Πνι­γό­ταν, ἀλ­λὰ ἔ­μοια­ζε χα­ρού­με­νος. Τὸν θυ­μᾶ­μαι μὲ μπλὲ μά­γου­λα νὰ χα­μο­γε­λά­ει ἀ­νί­κα­νος νὰ φω­νά­ξει, καὶ νὰ πι­τσι­λά­ει ὁ­λό­γυ­ρα. Ὁ πα­τέ­ρας μου τοῦ ’­χε ρί­ξει τὸ στρῶ­μα θα­λάσ­σης μου, εἶ­χε προ­λά­βει νὰ πια­στεῖ, ὄ­χι ὅ­μως νὰ ξα­πλώ­σει πρὶν τὸν πά­ρει ὁ ὕ­πνος. Ὅ­πως μοῦ ἐ­ξή­γη­σαν. Ἤ­μουν πέν­τε ἐ­τῶν καὶ συ­νέ­δε­σα τὸ θά­να­το μὲ τὴν ἀ­πώ­λεια παι­χνι­δι­ῶν.
       Ἐ­πι­στρέ­φω στὸ παν­το­πω­λεῖ­ο, μπαί­νω μὲ τὸ μυα­λό μου ἀ­π’ τὴ δί­φυλ­λη ἄ­σπρη πόρ­τα. Τὸ ἕ­να φύλ­λο ὁ κὺρ Ἀ­νάρ­γυ­ρος τό ’βγα­ζε ὅ­ταν ἦ­ταν ἀ­νοι­χτός, γιὰ νὰ μπαί­νει πε­ρισ­σό­τε­ρο φῶς. Μέ­σα τὸ μα­γα­ζὶ ἦ­ταν σπη­λαι­ῶ­δες καὶ σκο­τει­νό, χω­ρὶς πα­ρά­θυ­ρα. Ἔμ­παι­νες καὶ δὲν ἔ­βλε­πες τί­πο­τα γιὰ μι­σὸ λε­πτό. Ἔ­νι­ω­θες ἔκ­θε­τος. Ὁ κὺρ Ἀ­νάρ­γυ­ρος πί­σω ἀ­π’ τὸν πάγ­κο σοῦ μί­λα­γε ὅ­πως ὁ ἄγ­γε­λος στὸν Σα­ούλ. Με­τὰ τὰ ἀν­τι­κεί­με­να ἐμ­φα­νί­ζον­ταν ἀ­χνά. Στὸ βά­θος ὁ κὺρ Ἀ­νάρ­γυ­ρος κρα­τοῦ­σε ἕ­να μα­χαί­ρι μὲ τὴ νέ­α φέ­τα ἀ­πὸ Πε­λο­πόν­νη­σο.
       Στὸ ἀ­ρι­στε­ρὸ μέ­ρος τοῦ μα­γα­ζιοῦ ὑ­πῆρ­χε μιὰ σκά­λα οἰ­κο­δο­μῆς ποὺ ἀ­νέ­βα­ζε τὸν ἀ­γο­ρα­στὴ στὰ ρά­φια μὲ τὰ βα­ζά­κια. Ρί­γα­νη, φα­σκό­μη­λο, ξε­ρα­μέ­να σύ­κα, κα­ρα­με­λω­μέ­να φι­στί­κια μὲ βα­σι­λι­κό, ὅ­λα ντό­πια καὶ δι­α­φα­νῆ σὲ βα­ζά­κια. Σὲ ἕ­να με­γά­λο πα­ραλ­λη­λό­γραμ­μο ἐ­νυ­δρεῖ­ο εἶ­χε μι­κρὲς σαῦ­ρες ποὺ ἔ­παιρ­ναν πό­ζες πά­νω σε ξυ­λα­ρά­κια, νό­μι­ζες ὅ­τι ζοῦ­σαν. Σὲ μιὰ ψά­θι­νη πο­λυ­θρό­να δί­πλα στὴ σκά­λα κα­θό­ταν μὲ πλά­τη στὸ φῶς τῆς πόρ­τας ἕ­νας χλω­μὸς κύ­ριος σὲ λι­νὸ κου­στού­μι, γα­λά­ζιο που­κά­μι­σο, ἄ­σπρο κα­πέ­λο μὲ φαρ­διὰ πά­νι­νη ται­νί­α, καὶ πα­τε­ρί­τσες. Στὰ χέ­ρια του εἶ­χε ἕ­να τε­τρά­διο κι ἕ­να κόκ­κι­νο μο­λύ­βι, ποῦ καὶ ποῦ ση­μεί­ω­νε κά­τι, θά ’­λε­γες ὅ­τι ἔ­λυ­νε σταυ­ρό­λε­ξο. Ἦ­ταν σχε­δὸν πάν­τα στὸ μα­γα­ζὶ ὅ­ταν πή­γαι­να. Ἔ­στρε­φε γιὰ λί­γο τὸ κε­φά­λι, μοῦ χα­μο­γε­λοῦ­σε μὲ εὐ­γέ­νεια σὰν νὰ μ’ ἔ­βλε­πε γιὰ πρώ­τη φο­ρά, καὶ συ­νέ­χι­ζε νὰ λύ­νει, προ­σθέ­τον­τας κά­θε τό­σο μιὰ λέ­ξη.
       Ἤ­μουν σχε­δὸν κά­θε ἀ­πό­γευ­μα ἐ­κεῖ. Μὲ πεί­ρα­ζε ἡ αἴ­σθη­ση ὅ­τι ὁ κύ­ριος αὐ­τὸς μοῦ χα­μο­γε­λοῦ­σε ὅ­πως χα­μο­γε­λᾶ­με σ’ ἕ­να γά­το ποὺ σου­λα­τσά­ρει στὸ κάγ­κε­λο τοῦ τρί­του ὀ­ρό­φου. Γι’ αὐ­τὸν ἤ­μουν ἕ­να παι­δί. Ἕ­να παι­δὶ ποὺ μπαί­νει μὲ τι­ράν­τες καὶ φεύ­γει μὲ μιὰ μπλὲ σα­κού­λα το­μά­τες καὶ φέ­τα Πε­λο­πον­νή­σου.
       Μιὰ μέ­ρα ποὺ πε­ρί­με­να τὸν κὺρ Ἀ­νάρ­γυ­ρο νὰ ξε­φορ­τώ­σει καρ­πού­ζια ἀ­πὸ τὴν κα­ρό­τσα τοῦ ἀ­γρο­τι­κοῦ γιὰ νὰ μοῦ βά­λει κε­φα­λο­τύ­ρι, ἀ­κού­στη­κε μιὰ γυ­ναι­κεί­α φω­νὴ νὰ μὲ φω­νά­ζει ἀπ’ τὸ σο­κά­κι δί­πλα στὸ μα­γα­ζί. Ὁ κύ­ριος μὲ τὶς πα­τε­ρί­τσες ση­κώ­θη­κε, για­τὶ ἐν­νο­οῦ­σαν ἐ­κεῖ­νον, ὅ­λοι Μά­ι­νες, Κα­ρα­μο­λέγ­κοι καὶ Σι­γά­λες λε­γό­μα­σταν, ἔ­βα­λε τὶς πα­τε­ρί­τσες στὶς μα­σχά­λες τοῦ κου­στου­μιοῦ καὶ κι­νή­θη­κε πρὸς τὴν πόρ­τα. Ἐ­κεῖ στα­μά­τη­σε τὸ κου­τσό, γύ­ρι­σε, μὲ κοί­τα­ξε σὰν νὰ ὑ­πο­λο­γί­ζει κά­τι, κοί­τα­ξε καὶ τὸ σταυ­ρό­λε­ξο πά­νω στὴν ψά­θι­νη καὶ βγῆ­κε ἔ­ξω. Ἡ στιγ­μὴ εἶ­χε ἔρ­θει. Ἦ­ταν ἐ­κεῖ. Πῆ­γα στὴν πο­λυ­θρό­να, πῆ­ρα τε­τρά­διο καὶ μο­λύ­βι, τά ’­χω­σα στὴ σα­κού­λα μὲ τὸ γά­λα καὶ τοὺς γι­αρ­μά­δες καὶ βγῆ­κα ἔ­ξω, χαι­ρέ­τη­σα τὸν κὺρ Ἀ­νάρ­γυ­ρο, ποὺ δὲν πρό­λα­βε κὰν νὰ ἀ­πο­ρή­σει, κι ἐ­ξα­φα­νί­στη­κα. Κα­τέ­βη­κα στὴν πα­ρα­λί­α, θὰ γυρ­νοῦ­σα ἀ­π’ τὴν ἄμ­μο στὸ σπί­τι.
       Κά­θι­σα σὲ μιὰ βάρ­κα ποὺ εἶ­χε σχο­λά­σει καὶ τρα­βη­χτεῖ στὴν ἀ­κτὴ μὲ τὴ χει­ρο­κί­νη­τη τρο­χα­λί­α καὶ ἔ­βγα­λα τὸ τε­τρά­διο. Πά­νω ἔ­γρα­φε «Ἀγ­γε­λέ­τος». Τὸ ξε­φύλ­λι­σα. Δὲν ἦ­ταν σταυ­ρό­λε­ξα. Ἦ­ταν σχε­δὸν ὁ­λό­τε­λα λευ­κὲς σε­λί­δες μὲ λί­γες χει­ρό­γρα­φες λέ­ξεις στὴν κα­θε­μιά. Σὰν κώ­δι­κας. Ἐν μέ­ρει ἔ­βγα­ζαν νό­η­μα. Σὲ μιὰ ποὺ θυ­μᾶ­μαι ἀ­κό­μα ἔ­γρα­φε: Οἱ σαῦ­ρες κοι­μή­θη­καν / Βρεγ­μέ­να τὰ ρά­φια / Χα­μο­γε­λᾶ στὰ στε­γνὰ / Τὸ ἐ­νυ­δρεῖο.
                                                                                        Αλέξιος Μάινας


2 σχόλια :

  1. Καλημέρα αγαπημενη ofisofi!
    xristina από αμύνταιο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Καλημέρα αγαπημένο μου Χριστινάκι.
    Σου στέλνω μια θάλασσα μικρή που γνωρίζω πόσο αγαπάς.

    http://www.youtube.com/watch?v=GGVTirQazt8

    Πολλά φιλιά

    ΑπάντησηΔιαγραφή