Δευτέρα 1 Απριλίου 2013

Αχ, η ζωή ' ναι ένας έρωτας κι ας έχει μέσα του και το θάνατο...

 
Και την καρδιά σου δεν τήνε χώραγε
μήτε στ΄αριστερά του ο κόρφος σου,
μήτε στην απαλάμη μου ο καημός.

Χάνα Χάιμ

    Μερικοί άνθρωποι γεννιούνται ολότελα λυτρωμένοι από το φόβο, κι αισθάνονται σαν χαϊδεμένα παιδιά. Γεννημένοι πριν την ώρα τους, είναι αδύνατο να εγκλιματιστούν σ' έναν κόσμο που τον έχουν ξεπεράσει. Μάταια αναζητούν κάτι να τους τρομάξει, ανοίγοντας τη μια πόρτα ύστερα από την άλλη. Παίζουν με τα σκοτάδια, με τους τρόμους των άλλων, με τις επιφυλάξεις ή τις αδυναμίες τους, αναζητώντας τη μεγάλη, "υποσχεμένη" έκπληξη. Ζούνε σε μέρες και μήνες τις συγκινήσεις που θα χρειαστούν, οι πολλοί , χρόνια να τις αγγίσουν και καταλυούνται γρήγορα και σπάταλα, χωρίς να τρομάζουν, και φτάνουν στο θάνατο πεινασμένοι.

    Η Μαρία Πολυδούρη ήταν απ' αυτούς. Τίποτα δεν την τρόμαζε` ούτε ο θάνατος, ούτε η ξενητιά, ούτε η θάλασσα. Αχ, η ζωή ' ναι ένας έρωτας κι ας έχει μέσα του και το θάνατο.

     Αστραποβολούσα από ομορφιά, γλιστρούσε σα φως, τραγουδούσε μαγευτικά και σε καθήλωνε όσο μιλούσε, καθώς η φωνή της διατηρούσε τη μελωδικότητα μιας σβήνουσας νότας. Οι τέλειες γραμμές του προσώπου της καταλήγανε σ' ένα μεγάλο φωτεινό μέτωπο και στον πιο ωραίο, τον πιο εκφραστικό λαιμό. Τα χέρια της τελειώνανε σε ολόλευκα και ήρεμα μακριά δάχτυλα. Το βάδισμα της δεν τ' ακουες. Δεν ήξερε το θόρυβο . Και τα χείλη της είχανε μια ανάγλυφη προέχταση , πάντα διαψασμένη. Ένας παναισθησιακός τύπος, να τι ήταν η Μαρία Πολυδούρη. Αγαπούσε όλα τα στοιχεία, όλες τις εκδηλώσεις της ζωής, απ' τις πιο χαρούμενες και θορυβώδεις ως τις πιο μυστικιστικές και ανείπωτες.

    Τίποτα δεν πρέπει να γίνηκε πάνω σε τούτη τη γη έτσι τυχαία και άσκοπα` όλα είχανε τον προορισμό τους. Η θάλασσα! Γίνηκε για να τη χαρεί, να ευφρανθεί μεσ' στα κύματά της. Μα ήταν στη Σωτηρία! Το' σκαγε και πήγαινε να κολυμπήσει. Δική της κι η νύχτα - κι οι αμμουδιές - κι ο χορός - κι η πεζοπορία- τα δάση κι ο έρωτας. Για όλα είχε τον εαυτό της να δώσει και ενθουσιασμό, για να τα χαρεί. Αγαπούσε να υπάρχει, λες κι ήτανε πρεσβευτής της ζωντανής ζωής. Γιατί η Μαρία πέθανε ζώντας. Πολύ λίγοι άνθρωποι πεθαίνουμε από ζωή. Συνήθως φοβούνται το θάνατο και ζούνε νεκρά, καθηλωμένοι σε μια αδράνεια πολύ λίγο καταλυτική. Δεν διανοούνται ποτέ πως η θάλασσα είναι ένα μερτικό ζωής. Κι άλλο μερτικό το δάσος` κι άλλο ένα το δέντρο, και πως μπορείς να σπαταληθείς πολύ αγαπώντας ένα δέντρο. Να περπατήσεις πέντε χιλιόμετρα, έτσι ασυλλόγιστα για να πας να το δεις. Και πως μπορείς να νιώσεις το ίδιο έντονα, σύρριζα  ευτυχισμένος και γαλήνιος, καθώς τα μάτια σου θα δέχονται τις βελονιές της λάμψης του ήλιου ή των άστρων να διαπερνούν το φύλλωμά του.

     Λίγοι άνθρωποι φθείρονται από αγιάτρευτη νοσταλγία για το φως το άπλετο, εκείνο το λευκό φως του ήλιου μας, που είναι ένας άλλος έρωτας. Κι ο ήλιος, όταν τρυπώνει και καψαλιάζει την επιδερμίδα σου, κι η θάλασσα, όταν γλιστράς μεσ' στην πυκνότητά της είναι μια άλλη κατάκτηση, εξουσία και ηδονή.

    Κι ακόμα πως, το ερωτικό πάθος, δεν είναι ένας μοναδικός άντρας ή μια μοναδική γυναίκα. Δεν είναι μια αιώνια τάξη μέσα σε ξεσκονισμένα έπιπλα, σαν αμετακίνητα και καθηλωμένα κάντρα. Ούτε κι η βεβαιότητα ότι μας αγαπούν. Έρωτας είναι η αβεβαιότητα η δική μας, και η λαχτάρα να λυτρωθούμε κάποτε από την ανεξαρτησία μας και να εξουσιαστούμε μέχρι την εξουθένωση, με την ελπίδα πως θα γλιτώσουμε έτσι από τη μοναξιά μας. Ο έρωτας δε έχει πρόσωπα ούτε και πίστη, μια και μεις που ερωτευόμαστε δεν έχουμε μια μόνη μορφή. Γιατί αν ο άνθρωπος , ζώντας, δεν μένει νεκρός, με το μοναδικό σκοπό να παρατείνει αριθμητικά την παρουσία του στη ζωή, είναι αδύνατο να μείνει αμετάλλαγος και αμετάβλητος. Κι αυτή η μεταβολή, η διαφοροποίησή του , έχουνε σα συνέπεια την απιστία του στον έρωτα.

    Ζωή, δεν είναι η επιβεβαίωση της ύπαρξης μας από τα ληξιαρχικά χαρτιά της γέννησης, της βάφτισης και του θανάτου. Αλλά μια ακατασίγαστη περιέργεια, κι ένα πάθος για όλους και όλα, μια πίστη ( ή αναζήτηση μιας πίστης) για κάποιο ιδανικό, που μας κρατά άγρυπνους σε κάθε μήνυμα και μας καταλύει. Κι αν δεν έχει για όλους αυτή τη σημασία η ζωή, η Μαρία Πολυδούρη έτσι την ένιωσε. Καμιά προδοσία δε θα τη σταματά. Θα επιμένει να πιστεύει και να αναζητά στηρίγματα, αν και η ζωή της θα' ναι μια διαρκής φυγή. Μια ασυνείδητα περίεργη, που πρόσφερε τον εαυτό της σ' όλες τις συγκινήσεις, υποβάλλοντας την ευαισθησία της σ' όλων των λογιών τους ερεθισμούς.

    Η Πολυδούρη ανήκει σε μια κατηγορία καλλιτεχνών που ζήσανε σε διάφορες εποχές, με ολότελα διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες και που μια απροσδιόριστη αφθονία βάραινε μέσα τους και απαιτούσε την κατάλυσή τους. Ο Βαν Γκογκ, ο Βερλαίν, ο Μπάυρον, ο Ρεμπώ, ο Περ.Γιαννόπουλος, ο Καρυωτάκης. Ο καθένας απ' αυτούς  αυτοκαταλύθηκε με τον τρόπο. Μάταια θ΄αναζητήσουμε μια λογική εξήγηση γι' αυτήν την αυτοκατάλυση, με όσα κι αν πούμε κι αν ερευνήσουμε. Από τους απίθανους θρύλους που ακολουθούνε τον καθένα τους, δεν κερδίζουμε ούτε γινόμαστε σοφώτεροι, μόνο που αισθανόμαστε το δέος μας να μεγαλώνει γι΄αυτή τη μυστηριακή δύναμη, τη γεμάτη εκπλήξεις, που λέγεται Άνθρωπος.

Ο Ποιητής Τάσος Λειβαδίτης, μας δίνει στην "Καντάτα" του, μια ποιητικά δικαιωμένη απάντηση  σ' αυτή την αγωνία που σπρώχνει ως την τρέλα και το χαμό.

Από ποιο, λοιπόν, παιδικό ξεχασμένο όνειρο,
από ποιον μεγάλο απραγματοποίητο έρωτα,
από ποια βαθιά, προαιώνια νοσταλγία
κουβαλάμε αυτήν την αόριστη ανάμνηση της τελειότητας
που συντρίβει ό,τι αγγίζουμε και μας κάνει να 
ξαναρχίζουμε αιώνια. Από ποια αμείλιχτη ευλογία;

Λιλή Ζωγράφου, Κώστας Καρυωτάκης - Μαρία Πολυδούρη και η αρχή της αμφισβήτησης, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα  1990 , 2η έκδοση

2 σχόλια :