Ήταν έξι το πρωί όταν ο ντελάλης φώναξε: " Όλοι οι Αρμεναίοι στην πλατεία!". Τρέμοντας και κλαίγοντας έντυσα τα παιδιά, γρήγορα - γρήγορα, απανωτά ρούχα. Όταν ετοιμαστήκαμε, αγκαλιαστήκαμε, γίναμε ένα κουβάρι μ' ενωμένα τα κεφάλια μας και κλάψαμε - άντρες, γυναίκες, παιδιά. Όχου λαχτάρες!...
" Ελάτε, πάμε, να μην περάσει η ώρα και έρθουν να μας κατασπαράξουνε".
" Και τι ελπίζουμε φεύγοντας;"
" Δεν ξέρεις. Πολλά μπορούνε να γίνουν".
Πήγαμε στην πλατεία. Κόσμος χιλιάδες. Μάτια στεγνά, χείλη σφαλισμένα. Άλλοι να ουρλιάζουν, άλλοι να σουρομαδιούνται και οι Τούρκοι να διασκεδάζουν.
Είχαμε μαζευτεί αρκετοί, γνωστοί και συγγενείς, και δεν αισθανόμουν μόνη. Είδα τους Τούρκους που ορμήσανε μόλις βγήκαμε από το σπίτι. Τώρα θα ξεπουπούλιαζαν το παλατάκι μου. Έσφιγγα τα παιδιά μου. Τουλάχιστον αυτά να μην πάθαιναν τίποτα...
Ακούστηκε ένας ντελάλης. " Όσοι δεν έχετε στρατιώτες προχωρείτε στο δημόσιο δρόμο". Κάτι άγριοι Τούρκοι, με καμτσιά στο χέρι, άρχισαν να φωνάζουν " cabuk, cabuk" - " γρήγορα, γρήγορα", και βάραγαν στο ψαχνό. Ξεκίνησε ο κόσμος να βαδίζει και μέναμε μόνο όσοι είχαμε στρατευμένο. Φιληθήκαμε στα γρήγορα, η συντροφιά μου πήρε το δρόμο της εξορίας, εγώ πάλι ανάμεσα σε άγνωστους, μόνη με τα παιδιά μου.
"Εσείς οι άλλοι από δω" μας είπανε.
Πήρα την Ανζέλ αγκαλιά και στο άλλο χέρι τον μπόγο. Είχα δώσει και στην Κουήν ένα καλάθι με τρόφιμα. Ακολούθησα τον κόσμο όπου πήγαινε. Μας περίμενε μια σειρά από βοϊδάμαξες.
" Cabuk, cabuk, itler gavular" - " γρήγορα, άπιστα γαϊδούρια", φώναζαν οι Τούρκοι και άφριζε το στόμα τους. Τρομαγμένη έτρεχα όσο μπορούσα. Σαν άδεια σακιά μας πέταγαν επάνω. Στριμωχτήκαμε όπως οι σαρδέλες. Δεν είχαμε πού να βάλουμε τα πόδια μας. Αλλά πάλι δόξασα το Θεό. Αυτό ήταν σωτηρία για μας.
Όταν κάπως τακτοποιήθηκα κοίταξα σαστισμένη τον κόσμο που ήτανε κάτω . Θεέ μου, τι συφορά, τι ταπείνωση! Όσοι Τούρκοι δεν είχανε πάει για πλιάτσικο, ήρθαν εδώ για να κάνουνε χάζι. Κορόιδευαν, χλεύαζαν, κάτι αλάνηδες φώναζαν διάφορα τέτοια: " Ματμαζέλ, ξεχάσατε την πούδρα σας! Ω, μαντάμ, το καπέλο σας! Να πάω να σας το φέρω; Μα δίχως ομπρελίνο δεν είναι σωστό , πού πάτε;" Έκλαιγε ο κόσμος που έπαιρνε το δρόμο, δίχως να ξέρει πού πάει, πού τραβάει...Γέροι, γριές, ανάπηροι, άρρωστοι, παιδιά, γυναίκες έγκυες. Πού πήγαιναν και πόσο θα μπορούσαν να περπατήσουν...
Περιμέναμε κάμποσο, μέχρι που άδειασε σχεδόν η πλατεία, όταν ξεκίνησαν τα βοϊδάμαξα. Έκανα κρυφά - κρυφά το σταυρό μου. Σώσον, Κύριε, τον λαόν σου...Ήμαρτον, Παναγία μου , σε τι φταίξαμε; Ξεκίνησε και το δικό μας αμάξι, βγάζοντας κι αυτό μια στριγκιά φωνή. Όλα τ' αμάξια ήταν καταφορτωμένα σε σημείο να μην μπορείς να τραβήξεις ή ν΄απλώσεις το πόδι σου. Αλλά πάλι δοξάζαμε το Θεό που δεν πηγαίναμε με τα πόδια. Ο κόσμος που βάδιζε δίπλα μας, σχεδόν μας κοίταζε με κακία και ζήλευε. Προπάντων οι ανήμποροι. Αυτοί, πριν βγούμε από την Προύσα είχαν αρχίσει ήδη να πέφτουν. Δεν έμαθαν ποτέ πού πήγαιναν κι ίσως να ήτανε πιο τυχεροί από πολλούς άλλους...Οι Τούρκοι με τ' άλογα διάταζαν τον κόσμο να τρέχει. Τα καμτσιά κατέβαιναν αλύπητα στα κεφάλια και στα πρόσωπα. Τουρκόκοσμος έτρεχε να δει και να απολαύσει το θέαμα - απ' όπου κι αν περνούσε το θλιβερό καραβάνι μας. Κάτι χωριάτες με τις βράκες, κάτι γιουρούκια, χαχάνιζαν. Όσους πέφτανε από εξάντληση και κούραση, τους έπιαναν από τα πόδια και τους πέταγαν στα πλάγια του δρόμου, στα χαντάκια. Αν οι δικοί τους φώναζαν και παρακαλούσαν, έτρωγαν καμτσικιές μέχρι να πέσουν κι αυτοί. Και τα χαντάκια γέμιζαν με νεκρούς και μισοπεθαμένους. Τα αμάξια μας είχαν περάσει πια τον ταλαίπωρο κόσμο, που βάδιζε θλιβερός, σούρνοντας τα πόδια μέσα σε σύννεφο σκόνης.
Κατά το μεσημέρι σταμάτησαν για να ξεκουραστούνε τα βόδια. Τα τράβηξαν παράμερα για να μην εμποδίζουν τα άλογα των Τούρκων και τον κόσμο που βάδιζε στο δρόμο. Τα τάισαν και τα πότισαν.
Έβγαλα κι έδωσα στα παιδιά μου να φάνε κάτι, όπως κάνανε και οι άλλοι. Εγώ είχα τρεις μέρες που δεν ήθελα να βάλω μπουκιά στο στόμα μου, πριν φύγουμε όμως ο θείος με έβαλε με το ζόρι να φάω κάτι. " Τρελάθηκες;" μου έλεγε, " τα παιδιά σου δεν τα σκέφτεσαι;" Πρέπει να' χεις αντοχή". Αλλά και να μην είχα τσιμπήσει, δε νομίζω πως θα κατέβαινε τίποτα από το λαιμό μου. Στο μεταξύ ο κόσμος περνούσε πάλι. Κι όπως είχαν σταθεί ψηλά τα βοϊδάμαξα, τους βλέπαμε σαν ένα γκριζόμαυρο φίδι, που ούτε ουρά είχε ούτε κεφάλι, σε όλο το μήκος του δρόμου που ανέβαινε στο λόφο.
Ξεκινήσαμε πάλι μέσα στις στριγκιές των κάρων, το σούρσιμο των ποδιών των εξορίστων, τις αγριφωνάρες των Τούρκων και τις καμτσικιές που κατέβαιναν με μανία. Οι νεκροί στα πλάγια, βουνά. Όσοι είμαστε πάνω σε αμάξια νιώθαμε άσκημα. Λυπόμαστε τον κόσμο και μερικοί θέλησαν αν κατέβουν για ν' ανεβάσουν άλλους ανήμπορους. Μα ένας Τούρκος τους φώναξε " yasak" -
" απαγορεύεται", και κούρνιασαν πάλι στη θέση τους φοβισμένοι.
Σαν θεαταί πια, βλέπαμε τον κόσμο να πέφτει. Σκεφτόμουν πως κι εγώ, αν ήμουν στη θέση τους, δε θα είχα φτάσει μέχρις εδώ. Δεν θα άντεχα με την Ανζέλ αγκαλιά, ούτε κι η Ρόζα μου θα μπορούσε να περπατήσει τόσην ώρα. Προσευχόμουν και παρακαλούσα το Θεό. Εμείς είχαμε μουδιάσει, στριμωγμένοι στα κάρα, κι ο κόσμος έπεφτε από την κούραση. Είναι άδικο, άδικο! Τα χαντάκια όλο και γέμιζαν. Σκυμμένη μπροστά μου, σκεφτόμουν πού τάχα μας πάνε.
" Μαμά, μαμά, κοιτάξτε", μου λέει η Κουήν.
Σηκώνω το κεφάλι, τι να δω. Μια κοπέλα νεκρή, πεταμένη ανάσκελα , στο σωρό. Τα στήθια της έξω, και ένα μωράκι παχουλό, μέχρι έξι μηνών, βύζαινε με μανία, πότε το ένα στήθος και πότε το άλλο. Όλοι στο αμάξι κλάψαμε. Τσιμπιόμουν μήπως έβλεπα όνειρο, δυστυχώς όμως ήταν η αλήθεια. Και πού είσαι ακόμα...
Πολλοί πέταγαν τους μπόγους που κρατούσαν για να μπορέσουν να βαδίζουν πιο ελεύθερα . Έκλεινα τα μάτια μου για να μη βλέπω τη δυστυχία του κόσμου. Ας ήταν δυνατόν σε όλους αυτούς τους δρόμους ν' αναφτούν καντήλια για τις ψυχές αυτών που χάθηκαν! Χάθηκαν εξ αιτίας των Τούρκων, μόνο και μόνο για ν' αρπάξουν τα πλούτη τους, με την αδιαφορία των Μεγάλων Δυνάμεων. Εκατοντάδες εδώ, χιλιάδες εκεί, εκατομμύρια ψυχές αθώων...(απόσπασμα)
Τα τετράδια της Ανζέλ Κουρτιάν ( μνήμες από τη Μικρά Ασία, 1915- 1924). Πλέθρον, Μαρτυρίες, Αθήνα 1980 , 2η έκδοση
Η Ανζέλ Κουρτιάν γεννήθηκε στην Προύσα το 1912. Από τριών χρόνων ζει τους διωγμούς των Αρμενίων. Ακολουθεί την οικογένειά της στο Αφιόν Καραχισάρ και με την πρώτη υποχώρηση του ελληνικού στρατού έρχεται στη Μαγνησία και μετά στη Σμύρνη, όπου γίνεται μάρτυς της καταστροφής της πόλης. Μαζί με τους πρόσσφυγες πηγαίνει στη Μυτιλήνη, στην Κρήτη( 1922 -1931) και στη συνέχεια εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα. Από το 1948 αρχίζει να γράφει την αυτοβιογραφία της, που την ολοκληρώνει το 1978.
Το βιβλίο της είναι μια μαρτυρία που αναφέρεται σε μια κρίσιμη δεκαετία της ιστορίας του αρμενικού λαού και του ελληνισμού της Μικράς Ασίας και είναι αποτέλεσμα της συνείδησης που είχε ότι οι μνήμες που έφερνε μαζί της έπρεπε να διασωθούν, γιατί δεν αφορούσαν μόνο την ίδια αλλά και όποιον ήθελε να μάθει " τι έγινε τότε" ( οι πληροφορίες από το βιβλίο)
Και ένα αρμένικο λαϊκό τραγούδι σε μια σπαρακτική ερμηνεία
* Οι στίχοι του τίτλου από το ποίημα του Γιώργου Σεφέρη , Τελευταίος Σταθμός
Σοφία αγαπώ ιδιαίτερα αυτούς τους στίχους του Σεφέρη.Τον ακούω να τους απαγγέλλει μες την θεϊκή του μοναξιά.Κάθε μέρα, άν κάτι με απογοητεύσει,εσύ με τις αναρτήσεις σου με ξαναβάζεις στον δρόμο μου, στους στόχους μου, που εύκολα χάνω πολλές φορές μέσα στην καθημερινότητα...Αθηνά
ΑπάντησηΔιαγραφή