"...Είναι , Λάμπρε, να μη σε βρει ο κατακλυσμός.
Κάθε ιστορία έχει μέσα της άλλες ιστορίες, μια ατελείωτη γραμμή, γιατί κι εμείς δεν είμαστε παρά η σημερινή ποικιλία του είδους - σου έρχεται λοιπόν κι αποκεί μέσα άλλη κατεβασιά.
Όταν σε βρουν όλα αυτά, δεν έχεις παρά να φροντίσεις για την κιβωτό. " Ποίησον σεαυτώ εκ ξύλων Γόφερ", δηλαδή να είναι σκληρό αυτό το υλικό ν' αντέξει στο νερό και στον καιρό. Πρέπει να οικοδομήσεις σωστά, να μετρήσεις, ν' αλφαδιάσεις. Απάνω ο οφθαλμός σου - όπως τον βρήκες σε κορφή, σε κορφή να τον αποθέσεις. Αποκάτω ταξινόμησε τη δημιουργία σου σε κύκλους και ζώνες από τον τρούλο ως τα θεμέλια - ό,τι υπάρχει στη γη, ό,τι στον ουρανό κι ό,τι υπεράνω του ουρανού. Άφηνε τις μπαγκατέλες και κάνε σοβαρή επιλογή στα είδη, Από τα κτήνη, τα ερπετά και τα θηρία κι από κάθε σάρκα δυό λαχνούς, θηλυκό και σερνικό - και μπάσε τα μέσα να σωθεί ό,τι μπορέσεις.
Αυτό δεν είναι κάτι που μπορείς και να μην το κάνεις` πάρτο απόφαση και κάνε το πασχίζοντας για το καλύτερο. Και σιγά - σιγά το έργο σου θα σου αποκαλύψει πολλά και ωραία και στην πορεία της δουλιάς θα το αγαπήσεις κι άλλο. Θα δεις ότι έχει μερικές αξεπέραστες χάρες η ίδια αυτή η δουλιά - και ζωντανή και επίκαιρη όσο δε γίνεται. Πρώτα η καθαρότητα που έχουν τα χρώματα, η ακιβδηλία τους - εγγύηση πως θα ζήσουν πολύ. Τα χαίρεσαι τέτοια που είναι, λαμπερά, καθαρά, χωρίς προσμίξεις, χωρίς τίποτα να σε υποχρεώνει και σένα να τα μπασταρδέψεις, να τα ψευτίσεις. Το κόκκινο να είναι κόκκινο εκεί που το βάζεις και το μαύρο μαύρο. Θ' ακούσεις κι επικρίσεις ότι εσύ τραβάς εκατονταετίες πίσω, χάνεσαι απάνω στις ερημιές και στους δρυμούς σαν τους παλαιούς παλαιόπιστους μες στα καλύβια - αλλά αυτό είναι θέμα γενικότερο τί αντίληψη έχεις για τον χώρο και τον χρόνο, από πόσο ψηλά βλέπει το μάτι σου και πόσο εμπιστεύεσαι το ίδιο σου το χέρι. Στο κάτω κάτω εδώ δε γίνεσαι τσανάκι του χρόνου, δεν τρέχεις ξοπίσω του. Ο ίδιος θα τον τραβήξεις απάνω, θα τον ζωντανέψεις , θα τον εξακοντίσεις με δύναμη εμπρός. Έτσι κι ο χώρος σου. Διαλέγεις μια κόχη, ένα μικρό θολάκο. Είναι ένα κομμάτι παγωμένη γη κι εσύ τον στεγάζεις, τον ζεσταίνεις. Πριν έρθεις εδώ, χρόνος, άνθρωποι κι άγιοι είχαν αλληλοφαγωθεί εδώ μέσα, δεν έμεινε ρουθούνι, τον τρούλο τον έδερναν απόξω οι άνεμοι, μέσα κουτσούλιζαν τα πουλιά. Εσύ έρχεσαι και σημαίνεις ανάσταση εκ νεκρών. Διώχνεις τους κόρακες, παστρεύεις τις κουτσουλιές, φυσάς με πνοή τον τοίχο και κάτω από το χάδι του χεριού σου αρχίζουν να χαράζουν χρώματα και σχήματα, προβάλλουν μάτια, χείλη. Αρχίζετε και συνομιλείτε, παίρνει τέλος η ερημιά κι αποκεί και πέρα η δουλιά σου πάει πρόσχαρα. Γεμίζεις το στερέωμα μορφές, όλοι δικοί σου άνθρωποι καλοί - κακοί, όμορφοι και παπιομύτες, τίμιοι, μπαγαπόντες, ρεμάλια του κακού καιρού, πουλιά με γαλάζια μάτια κι άλλα με γκρίζα (τα όρνια που λέμε) σπασμένοι και ντούροι άντρες, καθαρές, γλυκές γυναίκες, αμίλητα παιδιά στέκουν και σε κοιτάζουν στα μάτια. Ξέρουν ότι εσύ τους ανάστησες, τους έδωσες αίμα να πιούν να ξαναζωντανέψουν. Σου λένε κι ένα ευχαριστώ. Το δέχεσαι και το ανταποδίνεις για τη φιλία τους που σε τίμησαν τότε. Κι ακόμα γιατί σαν πεθαμένοι που είναι όλοι τους ξέρεις πως στο μέλλον δεν θα σε καρφώσουν πια - ούτε κι ο Πύθωνας, ούτε κι ο Θάνος, ζευγαράκι αξεδιάλυτο μέσα σ' όλους τους αγώνες λαμπρούς και μη, Λάμπρο μου. Και τόσες πυθίες έπειτα, τόσοι κουταλιανοί του πολέμου, τόσα λιθρίνια και δελφίνια της ομαδικής ζωής, αγαπημένοι και μη σύντροφοί σου..."
Ένα μικρό απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου, μικρό όργανο για τον επαναπατρισμό, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κέδρος το 1980. Αφιερώνεται από τον ίδιο στη γυναίκα του: Στη Σόνια .
Το μυθιστόρημα αυτό έχει ως θέμα τους πρόσφυγες, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Αφετηρία οι πολιτικοί πρόσφυγες, ένας τέτοιος υπήρξε και ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, επεκτείνεται όμως στον κάθε ένα ξενιτεμένο ή πρόσφυγα μέσα στον ίδιο του τον τόπο, στο ίδιο του το σπίτι.
Αρχίζει με επιστολές και όλο το έργο
κινείται σε δυο επίπεδα. Στο ένα ο Λάμπρος και στο άλλο ο Αντώνης. Η ιστορία
εκτυλίσσεται γύρω από την προσπάθεια του Λάμπρου να επαναπατρίσει τον Αντώνη
από τη Σοβιετική Ένωση.
Από τη
μια αφηγείται ο Λάμπρος και μαθαίνουμε τη δική του ιστορία και την ταυτότητά
του καθώς προσπαθεί να διεκπεραιώσει τη διαδικασία επαναπατρισμού του ξαδέλφου
του Αντώνη. Από την άλλη σε πλάγια γραφή και γ΄πρόσωπο παρεμβάλλεται η αφήγηση
του Αντώνη μέσα από την οποία διακρίνουμε αυτοβιογραφικά στοιχεία του
συγγραφέα.
Η αφήγηση όμως δεν ακολουθεί μέχρι το τέλος
σταθερή διαδρομή καθώς πολλές φορές οι φωνές μπερδεύονται και τότε αναδύονται
μνήμες και πρόσωπα από το παρελθόν το οποίο συχνά εναλλάσσεται με τον παρόν. Ο
λόγος σε αρκετά σημεία γίνεται συμβολικός , αλληγορικός και οδυνηρός.
Δημιουργείται η αίσθηση ότι συνειρμικά, σαν σε όνειρο περνούν οι εποχές, τα
χρόνια, οι άνθρωποι, τα γεγονότα.
« ανεμπόδιστα πετάγματα σε χώρους και
καιρούς» και « Όλα αυτά είχαν κρατηθεί καλά, μέναν αναλλοίωτα. Αλλά κάπως
περίεργα ανακατωμένα σε άλλα παλιότερα...Αυτό το ανακάτωμα...»
Το ανακάτωμα αυτό φέρνει στην επιφάνεια
πολλές και διαφορετικές σκέψεις, εμπειρίες, νοοτροπίες , αντιλήψεις και πολιτικές προκαταλήψεις. Ξεκινάει
από το πώς έβλεπε ένας έλληνας τουρίστας τη Σοβιετική Ένωση και τους ανθρώπους
της και συνεχίζει με το πώς αντιμετώπιζαν οι Σοβιετικοί και οι έλληνες
πολιτικοί πρόσφυγες όχι μόνο τη ζωή τους εκεί αλλά και τους ξένους που την
επισκέπτονταν. Ο Αλεξανδρόπουλος σχολιάζει με λεπτή ειρωνεία τη μετεμφυλιακή και
μεταπολιτευτική πραγματικότητα στην Ελλάδα και την αντίστοιχη επίδραση της στις συνειδήσεις των νεοελλήνων. Δεν
παραλείπει να εντάξει μέσα σε αυτή την πραγματικότητα τους επαναπατρισμένους
πολιτικούς πρόσφυγες, την πολιτική της Αριστεράς όπως διαμορφώθηκε με την ΕΔΑ ,
τη διάσπαση του ΚΚΕ, το μικροαστισμό, το βόλεμα.
Την ίδια ειρωνεία συνδυασμένη με
καυστικότητα και αλληγορική έκφραση χρησιμοποιεί για να ασκήσει κριτική στη
λειτουργία του Κόμματος, στις διαφορετικές ιδεολογικές προσεγγίσεις, στις
εσωκομματικές διαφωνίες, τα συντροφικά μαχαιρώματα. Όλα αυτά εκφράζονται με
την ευρηματική επινόηση του Πύθωνα, μιας φασματικής παρουσίας
με την οποία συνομιλεί ο Αντώνης. Ο Πύθωνας λειτουργεί ως σύμβολο . Πιθανόν
ψευδώνυμο συναγωνιστή του στο βουνό την περίοδο του Εμφυλίου τον εμφανίζει να
πεθαίνει μία φορά στη μάχη και αρκετές φορές στη συνέχεια στην προσπάθειά του
να ανακαλύψει την αλήθεια.
Το μυθιστόρημα είναι χωρισμένο σε κεφάλαια
– ενότητες με ξεχωριστούς τίτλους η κάθε μία χωρίς όμως να διασπάται η
ενότητα της υπόθεσης. Ιδιαίτερο σημείο αναφοράς η ικανότητα του Αλεξανδρόπουλου
να συνθέτει το κείμενο του με ένα πολύ ζωντανό και εκφραστικό λεξιλόγιο καθώς και σχήματα λόγου τα οποία χρησιμοποιεί σαν
χρωστήρα για να αποδώσει
« ζωγραφίζοντας» με πολλές και διαφορετικές πινελιές
τις εικόνες , τις ιδέες και τις σκέψεις του.
Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, μικρό όργανο για τον επαναπατρισμό, Κέδρος 1980
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου