Γιάννης Ρίτσος, έργο σε πέτρα
Ποιος λέει πως δεν αξίζει η ζωή; Τυφλοί, τυφλοί, θεόστραβοι. Ποιος απειλεί τη ζωή; Φονιάδες, φονιάδες. Μια μέρα θα τα πούμε απ' την καλή. Θα τα πούμε. Όσο περνάν τα χρόνια πολλά πράματα ξεχνάμε, πολλά ουσιαστικότερα μαθαίνουμε ως την απέραντη άγνοια της αθωότητας. Ένα σπασμένο τζάμι λάμπει, σού μιλάει . Βγάζουν φύλλα τα παλιά δέντρα. Τις νύχτες πάλι τα μικρά συνομήλικά μας άστρα μάς λένε αλλιώς τις κοινές μας ιστορίες, παίζουν σαν συμμαθητές μας του δημοτικού σχολείου, κάνουν σκανταλιές, σοβαρεύονται, μάς κοιτάνε στα μάτια, μάς μελετούν, τα μελετάμε, και ξαφνικά μάς βάζουνε τρικλοποδιές, πέφτουμε μπρούμυτα στο χώμα, αφουγκραζόμαστε τις ρίζες της βλάστησης και τ' άστρα μάς τρίβουν την πλάτη μητρικά με τα δάχτυλά τους. Μια μεθυσμένη θλίψη μάς ανασηκώνει. Κοιτάμε πάνω, κάτω, ολόγυρα. Κατάφωτο άδειο. Κι εκεί που λες "αδειάζω" κι η ελευθερία του κενού σε παίρνει, μονομιάς νιώθεις το εξαίσιο βάρος μιας τρομερής ανεξάντλητης πληρότητας. Κι αρχίζεις πάλι να δουλεύεις (πότε σταμάτησες;), να γράφεις 10, 15, 20 ώρες την ημέρα, μη και χαθεί τίποτα, κι είσαι μονάχα στην αρχή, και δεν υπάρχει τέλος, δεν μπορείς ν' αδειάσεις, να δώσεις το όλα, να δοθείς. Νέες μορφές αναδύονται σκιώδεις απ' τα βάθη της μνήμης πριν, μέσα και μετά την ιστορία, και σου ζητούν να υπάρξουν, να υπάρξεις μαζί τους, ν' αγιάσεις μαζί τους, όπως άγιασε προχτές ο Βαγγέλης. Και δεν είναι μονάχα οι Μάρτυρες που αγιάσαν με τις ίδιες τους τις πράξεις - η Ηλέκτρα, ο Τατάκης, ο Μπελογιάννης, ο Πλουμπίδης, ο Λαμπράκης, ο Πέτρουλας, ο Διομήδης - αλλά και οι άλλοι, οι ανώνυμοι, οι αφανείς, οι ταπεινόφρονες, οι σπιτίσιοι, με μικρές θυσίες σιωπής, εγκαρτέρησης ή και υποταγής, ή και μοναχικής εξαγρίωσης, και μού είναι ανάγκη να τους εικονίσω, να τους τοποθετήσω στο εικονοστάσιο των ταπεινών ανωνύμων Αγίων μαζί με τη μητέρα μου, τη θεία Όλγα, τη θεία Ευγενία, τον Πέτρο, τη Μάρθα, τη Μαρία, το Λευτέρη, τον Τέλη, τον Αλέκο, τον κυρ Κώστα, το θείο Αναξαγόρα, τον Πανούση, την κυρα- Σμαράγδω, το Βαγγέλη, την Ανθούλα, να καίω ακοίμητη μπροστά τους την καντήλα του λαδιού, να τους ονοματίζω μ' ευλάβεια έναν έναν στην προσευχή μου, κι έχω κι άλλα εικονίσματα πλήθος να κρεμάσω κατάντικρυ στη ματαιότητα. Κι αν μ' αξιώσει , όπως λένε ο Θεός, κι η ζωή μού χαρίσει ακόμα λίγους χρόνους, λέω να συνεχίσω ( όχι να συμπληρώσω και να ολοκληρώσω), να συνεχίσω το Εικονοστάσιό μου των Ανωνύμων Αγίων. Η ακοή μου, κάποτε απελπισμένη, ψάχνει τον αέρα, τη σιωπή, τους κανονιοβολισμούς, ψάχνει για μια κ α τ ά φ α σ η. Το στόμα μου ψάχνει για ένα γνήσιο μεγάλο ε υ χ α ρ ι σ τ ώ. Κάθουμαι, λοιπόν, εδώ, άντικρυ στην μπαλκονόπορτα, ανοιχτή προς την Πάρνηθα, μ' ένα σανίδι στα γόνατά μου, και πάνω στο σανίδι τ' άσπρα χαρτιά, ένας γέροντας με τους χαρταϊτούς, και θυμάμαι, ονειρεύουμαι, στοχάζομαι, φαντάζομαι, μαντεύω, προφητεύω (ναι, προφητεύω, κι ας είναι φουσκωμένη απ΄την κακοπάθια τούτη η λέξη), σωπαίνω και γράφω, γράφω, ό χ ι μ ο ν ά χ α γ ι α σ έ ν α και για μένα, κι ούτε ξέρω για ποιους και πόσους ανθρώπους, για ποιους και πόσους αιώνες,, γράφω, καλλιγραφώ με προσοχή και κατάνυξη παλιού ερημίτη, γράφω ο "πολυγράφος", ο ακόρεστος που μόλις τώρα προφέρει τις πρώτες του λέξεις και τις ακούει και θαυμάζει τι κόσμοι κρύβονται πίσω τους, τι θησαυρούς τού ανοίγουν, - κι αχ, με πονάει η γλώσσα μου απ' την ευτυχία της γ λ ώ σ σ α ς, μελώνει το πικρό μου σάλιο, το καταπίνω, τρέφομαι, μα ποτέ ποτέ δε χορταίνω. Ε υ χ α ρ ι σ τ ώ, είπα.ΑΘΗΝΑ, 5.IV.84
Γιάννης Ρίτσος, Όχι μονάχα για σένα, Μυθιστόρημα, Κέδρος 1985, 2η έκδοση
Ο Γιάννης Ρίτσος πέρασε στην αιωνιότητα στις 11 του Νοέμβρη του 1990
Beautiful how you paint these stones. Have a great week.
ΑπάντησηΔιαγραφήGreetings, Heidi
Hello Heidi ,
ΑπάντησηΔιαγραφήThe paintings on the stones aren't mine .. It's the work of the famous greek writer and poet, Giannis Ritsos
Have a great week , too.