Η πρώτη κραυγή του ανθρώπου είναι κλάμα. Αποκεί και πέρα οι άνθρωποι ή παραμένουν άνθρωποι και κλαίνε, ή γίνονται τέρατα και κάνουν τους άλλους να κλαίνε.
Κάτι τέτοιες απελπισμένες ιδέες κυλούν μαζί μου απ' την ώρα που άφησα πίσω μου την πρωτεύουσα. Γιατί μέσα στο κοιμισμένο κορμί ο νους μάχεται σκληρά, χτυπιέται. Είναι το μόνο που δεν εμούδιασε μέσα μου. Γιατί όλα χαμήλωσαν, όλα. Σαν τη φλόγα που λιγοστεύει, που καταπίνεται απ' τους ίσκιους.
Έζησα με χαμηλωμένη λάμπα για να μην κάψω τις ψυχές που φτερούγιζαν γύρω μου. Μα γελάστηκα. Ήταν μια ψυχή που δε θα τη γλίτωνα, γιατί ήταν μες στην ίδια τη φωτιά. Ήταν αυτή η ίδια η φωτιά: η δική μου...
Το τρένο πριν από λίγο πέρασε από μια γραφική παραθαλάσσια πόλη που τη ρήμαξαν οι σεισμοί. Τώρα είναι ξύλινη. Έαν τέτοιο πρόχειρο ξύλινο κόσμο έφτιαξα κι εγώ για να στεγάσω τα όνειρά μου.
Η μέρα τελείωσε μακριά απ' την ξύλινη πολιτεία. Οι κώνοι της βουνοσειράς είχαν καταποντιστεί μες στο βράδυ. Έβλεπα με άδεια μάτια τη σιγανή πτώση της νύχτας. Ήταν κατάφορτη από αρώματα και πνοές. Η μηχανή ανέβηκε με άσθμα τον ανήφορο, κουλουριάστηκε σε ατέλειωτες καμπές γύρω γύρω στο λόφο και κατόπιν εκτοξεύτηκε με φυσομανητά στον κάμπο.
Εκεί, στη μέση κοντά του κάμπου, με δέχτηκε ένα ανίδεο σπιτάκι. Ένα σπιτάκι χτισμένο με πλιθιά, που, σαν να ντρεπότανε απ' το κάτασπρο αρχοντικό που χτίστηκε απέναντί του, κρύφτηκε μες στα δέντρα. Δύση...
Η κυρά - Καλλιώ καθάριζε στο κατώφλι της ραδίκια. Ξεσηκώθηκε από μακριά, καθώς μπήκα στο δρομάκι που σερνότανε ανάμεσα στα χόρτα. Βγάζει τη μπόλια της για να με γνωρίσει κι είναι να σκάσει που δεν τα καταφέρνει.
- Είσαι η κυρά - καλλιώ; τη ρωτώ, σκουπίζοντας τον ιδρώτα μου.
- Ναι, παλικαράκι μου, καλώς ορίζεις! Μα ποιος είσαι;
- Ήταν για να' ρθω πρωτύτερα. Δε σου' γραψε ο ανιψιός σου;
- Ο Βγενιός; Ναι, μάτια μου! Μα, άργησες.
- Άργησα...
- Έμπα στο φτωχικό μου. Το στρώνω, το ξεστρώνω κι εσύ δε φαίνεσαι...Καλώς όρισες! Να σ' ανάψω φωτίτσα; Να σου φουσκώσω λίγο γαλατάκι; Να σου βράσω φλισκούνι; Τι τραβάει η καρδιά σου, μανάρι μου;
- Να μου στρώσεις.
- Στρωμένα σου' χω. Έλα! Να σ' τ' αναφουφουλίσω κομμάτι. Ανεπάψου. Ταχιά τα λέμε. Μη βάνεις στο νου σου καημό. Κοιμήσου. Οι αγγέλοι, μαζί σου!
Ο αέρας αυτός ο σπιτικός, ο γεμάτος στοργή, χύνεται μέσα μου σαν χλιαρό βότανο. Πέφτω απάνω στα λουλακιασμένα ρούχα και κλαίω. Κλαίω σαν το πλανταγμένο παιδί που κανένας δεν ξαίρει γιατί κλαίει, ούτε και το ίδιο...
Ξυπνώ το πρωί από ένα βουερό θυμωμένο αέρα. Δεν καλοκαίριασε ακόμα, δεν καλοκαίριασε. Οι κουβέρτες της κυρα- Καλλιώς με κοιμίζουν όμορφα. Είναι ζεστές και μαλακές. Έχουν πάρει κάτι απ' την καλοσύνη της και κάτι απ' τη στοργή της. Κοιμούμαι διαρκώς, αδιάκοπα, μέρα και νύχτα. Ξυπνώ λίγο, ακούω καμιά μακρινή φωνή ζώου, βλέπω τον αέρα να σουρομαδάει τη λεύκα της αυλής, δοκιμάζω το γάλα, και ξανά παραδίνομαι σ' αυτόν το λήθαργο, στην πρόσκαιρη αποξένωση απ' τη ζωή, στο χλιαρό αυτό διάλειμμα του θανάτου...
Αυτό καμιά επιστήμη δε θα μου το ξεκαθαρίσει εμένα. Η ζωή αποσύρθηκε στην εστία της καρδιάς μου και μόνο εκεί υπάρχει. Τα άκρα μου είχαν αδειάσει. Ναρκώθηκαν τα νεύρα μου, τα κύτταρά μου, ακόμα και το αίμα μου είχε αραιώσει. Τα μάτια μου δεν έβλεπαν πια μακρύτερα από πέντε μέτρα. Πέρα απ' αυτή την ακτίνα με περιτριγύριζε ένας κόσμος θολός, με σπασμένες γραμμές και θαμπά χρώματα. Η στάθμη της ζωής μου είχε χαμηλώσει.
Η γριούλα περιφέρεται γύρω μου σαν μυροφόρα ακαταπόνητη, καρτερική, μια γριά mater dolorosa. Περίμενε μαζί μου την καλυτέρεψη κι η καλυτέρεψη αργούσε. Έτσι πέρασαν, χέρι με χέρι, νυχοπατώντας πνιχτά οι είκοσι μέρες. Και απάνω στις είκοσι...
Πώς έγινε; Ξημερώματα θα' ταν. Η κοιλάδα νανουριζότανε μέσα στην κούνια του πρωινού. Έπνεε θωπευτικά απ' τη θάλασσα. Γαλανή μέρα Μαρτιού.
Κειτόμουν ασάλευτος στο μεντέρι. Μπορεί και να κοιμόμουνα. Δε θυμούμαι πια. Κάτι κυματιστές νότες διασκίζανε τα δέντρα, το τζάμι, ζώνανε την περιοχή και πεθαίνανε απάνω στα κρόσσια του μαξιλαριού μου, εκεί, μια κλωστίτσα απόσταση απ' το αυτί μου.
Έλεγα πως ήταν όνειρο κι έσφιγγα τα βλέφαρά μου και παρακαλούσα τον ύπνο να μη μ' απαρνηθεί. Μα πάλι ούτε όνειρο μπορούσε να είναι. Γιατί τόσο γλυκά ούτε και τα όνειρα είναι! Μα σιγά σιγά κάτι το ανέκφραστο, το θαυματουργό μού συνέβαινε. Ένα ξεμούδιασμα, ένα φρίκιασμα ηδονικό. Όμοιο με κείνο που παθαίνει η γη στις πρώτες κλαγγές της άνοιξης. Η ζωή απλωνότανε στα μέλη με υπόκωφο ταραγμό.
Ξύπνησα. Μα είναι μουσική. Μουσική! Μια μελωδία κοσμαγάπητη, γνώριμη. Άκουα - δε γελιόμουν πια - άκουα εκείνα τα μοσκοβολημένα άνθη της Μαγιόρκας, τα "πρελούντια" του λεπτοκαμωμένου μάγου, του Σοπέν!
Όταν τελείωσαν, άρχισα να φωνάζω με φωνή τόσο γερή που ξάφνιασα την καλότροπη γριούλα.
- Τι σου έτρεξε, ματάκια μου; Τι;
- Ακούς τίποτα, κυρα- Καλλιώ; Παίζουν πουθενά πιάνο; Είμαι ξύπνιος; Πε μου! Ή...
- Χριστός και Παναγιά! Ξύπνιος και γερός. Ναι, παίζουν - και ποιοι παίζουν!
- Ποιοι;...Ποιοι;
- Το καμάρι του τόπου. Ξανάρτανε πάλι` ψε ήρταν. Αγιασμένα χέρια το κορίτσι...
Ανασηκώθηκα, για πρώτη φορά, στο μεντέρι μου. Ναι, καταντικρύ μας, ένα παλάτι και - τι ήταν αυτό; Ο κάμπος νυφοστόλιστος!
Οι κερασιές! Περβόλια απέραντα με γιορτινές κερασιές. Η άνοιξη άρχισε να χορεύει μες στον κάμπο το χορό των πέπλων...
Μενέλαος Λουντέμης, Οι κερασιές θ' ανθίσουν και φέτος, Ελληνικα Γράμματα , Αθήνα 2000
Κάτι τέτοιες απελπισμένες ιδέες κυλούν μαζί μου απ' την ώρα που άφησα πίσω μου την πρωτεύουσα. Γιατί μέσα στο κοιμισμένο κορμί ο νους μάχεται σκληρά, χτυπιέται. Είναι το μόνο που δεν εμούδιασε μέσα μου. Γιατί όλα χαμήλωσαν, όλα. Σαν τη φλόγα που λιγοστεύει, που καταπίνεται απ' τους ίσκιους.
Έζησα με χαμηλωμένη λάμπα για να μην κάψω τις ψυχές που φτερούγιζαν γύρω μου. Μα γελάστηκα. Ήταν μια ψυχή που δε θα τη γλίτωνα, γιατί ήταν μες στην ίδια τη φωτιά. Ήταν αυτή η ίδια η φωτιά: η δική μου...
Το τρένο πριν από λίγο πέρασε από μια γραφική παραθαλάσσια πόλη που τη ρήμαξαν οι σεισμοί. Τώρα είναι ξύλινη. Έαν τέτοιο πρόχειρο ξύλινο κόσμο έφτιαξα κι εγώ για να στεγάσω τα όνειρά μου.
Η μέρα τελείωσε μακριά απ' την ξύλινη πολιτεία. Οι κώνοι της βουνοσειράς είχαν καταποντιστεί μες στο βράδυ. Έβλεπα με άδεια μάτια τη σιγανή πτώση της νύχτας. Ήταν κατάφορτη από αρώματα και πνοές. Η μηχανή ανέβηκε με άσθμα τον ανήφορο, κουλουριάστηκε σε ατέλειωτες καμπές γύρω γύρω στο λόφο και κατόπιν εκτοξεύτηκε με φυσομανητά στον κάμπο.
Εκεί, στη μέση κοντά του κάμπου, με δέχτηκε ένα ανίδεο σπιτάκι. Ένα σπιτάκι χτισμένο με πλιθιά, που, σαν να ντρεπότανε απ' το κάτασπρο αρχοντικό που χτίστηκε απέναντί του, κρύφτηκε μες στα δέντρα. Δύση...
Η κυρά - Καλλιώ καθάριζε στο κατώφλι της ραδίκια. Ξεσηκώθηκε από μακριά, καθώς μπήκα στο δρομάκι που σερνότανε ανάμεσα στα χόρτα. Βγάζει τη μπόλια της για να με γνωρίσει κι είναι να σκάσει που δεν τα καταφέρνει.
- Είσαι η κυρά - καλλιώ; τη ρωτώ, σκουπίζοντας τον ιδρώτα μου.
- Ναι, παλικαράκι μου, καλώς ορίζεις! Μα ποιος είσαι;
- Ήταν για να' ρθω πρωτύτερα. Δε σου' γραψε ο ανιψιός σου;
- Ο Βγενιός; Ναι, μάτια μου! Μα, άργησες.
- Άργησα...
- Έμπα στο φτωχικό μου. Το στρώνω, το ξεστρώνω κι εσύ δε φαίνεσαι...Καλώς όρισες! Να σ' ανάψω φωτίτσα; Να σου φουσκώσω λίγο γαλατάκι; Να σου βράσω φλισκούνι; Τι τραβάει η καρδιά σου, μανάρι μου;
- Να μου στρώσεις.
- Στρωμένα σου' χω. Έλα! Να σ' τ' αναφουφουλίσω κομμάτι. Ανεπάψου. Ταχιά τα λέμε. Μη βάνεις στο νου σου καημό. Κοιμήσου. Οι αγγέλοι, μαζί σου!
Ο αέρας αυτός ο σπιτικός, ο γεμάτος στοργή, χύνεται μέσα μου σαν χλιαρό βότανο. Πέφτω απάνω στα λουλακιασμένα ρούχα και κλαίω. Κλαίω σαν το πλανταγμένο παιδί που κανένας δεν ξαίρει γιατί κλαίει, ούτε και το ίδιο...
Ξυπνώ το πρωί από ένα βουερό θυμωμένο αέρα. Δεν καλοκαίριασε ακόμα, δεν καλοκαίριασε. Οι κουβέρτες της κυρα- Καλλιώς με κοιμίζουν όμορφα. Είναι ζεστές και μαλακές. Έχουν πάρει κάτι απ' την καλοσύνη της και κάτι απ' τη στοργή της. Κοιμούμαι διαρκώς, αδιάκοπα, μέρα και νύχτα. Ξυπνώ λίγο, ακούω καμιά μακρινή φωνή ζώου, βλέπω τον αέρα να σουρομαδάει τη λεύκα της αυλής, δοκιμάζω το γάλα, και ξανά παραδίνομαι σ' αυτόν το λήθαργο, στην πρόσκαιρη αποξένωση απ' τη ζωή, στο χλιαρό αυτό διάλειμμα του θανάτου...
Αυτό καμιά επιστήμη δε θα μου το ξεκαθαρίσει εμένα. Η ζωή αποσύρθηκε στην εστία της καρδιάς μου και μόνο εκεί υπάρχει. Τα άκρα μου είχαν αδειάσει. Ναρκώθηκαν τα νεύρα μου, τα κύτταρά μου, ακόμα και το αίμα μου είχε αραιώσει. Τα μάτια μου δεν έβλεπαν πια μακρύτερα από πέντε μέτρα. Πέρα απ' αυτή την ακτίνα με περιτριγύριζε ένας κόσμος θολός, με σπασμένες γραμμές και θαμπά χρώματα. Η στάθμη της ζωής μου είχε χαμηλώσει.
Η γριούλα περιφέρεται γύρω μου σαν μυροφόρα ακαταπόνητη, καρτερική, μια γριά mater dolorosa. Περίμενε μαζί μου την καλυτέρεψη κι η καλυτέρεψη αργούσε. Έτσι πέρασαν, χέρι με χέρι, νυχοπατώντας πνιχτά οι είκοσι μέρες. Και απάνω στις είκοσι...
Πώς έγινε; Ξημερώματα θα' ταν. Η κοιλάδα νανουριζότανε μέσα στην κούνια του πρωινού. Έπνεε θωπευτικά απ' τη θάλασσα. Γαλανή μέρα Μαρτιού.
Κειτόμουν ασάλευτος στο μεντέρι. Μπορεί και να κοιμόμουνα. Δε θυμούμαι πια. Κάτι κυματιστές νότες διασκίζανε τα δέντρα, το τζάμι, ζώνανε την περιοχή και πεθαίνανε απάνω στα κρόσσια του μαξιλαριού μου, εκεί, μια κλωστίτσα απόσταση απ' το αυτί μου.
Έλεγα πως ήταν όνειρο κι έσφιγγα τα βλέφαρά μου και παρακαλούσα τον ύπνο να μη μ' απαρνηθεί. Μα πάλι ούτε όνειρο μπορούσε να είναι. Γιατί τόσο γλυκά ούτε και τα όνειρα είναι! Μα σιγά σιγά κάτι το ανέκφραστο, το θαυματουργό μού συνέβαινε. Ένα ξεμούδιασμα, ένα φρίκιασμα ηδονικό. Όμοιο με κείνο που παθαίνει η γη στις πρώτες κλαγγές της άνοιξης. Η ζωή απλωνότανε στα μέλη με υπόκωφο ταραγμό.
Ξύπνησα. Μα είναι μουσική. Μουσική! Μια μελωδία κοσμαγάπητη, γνώριμη. Άκουα - δε γελιόμουν πια - άκουα εκείνα τα μοσκοβολημένα άνθη της Μαγιόρκας, τα "πρελούντια" του λεπτοκαμωμένου μάγου, του Σοπέν!
Όταν τελείωσαν, άρχισα να φωνάζω με φωνή τόσο γερή που ξάφνιασα την καλότροπη γριούλα.
- Τι σου έτρεξε, ματάκια μου; Τι;
- Ακούς τίποτα, κυρα- Καλλιώ; Παίζουν πουθενά πιάνο; Είμαι ξύπνιος; Πε μου! Ή...
- Χριστός και Παναγιά! Ξύπνιος και γερός. Ναι, παίζουν - και ποιοι παίζουν!
- Ποιοι;...Ποιοι;
- Το καμάρι του τόπου. Ξανάρτανε πάλι` ψε ήρταν. Αγιασμένα χέρια το κορίτσι...
Ανασηκώθηκα, για πρώτη φορά, στο μεντέρι μου. Ναι, καταντικρύ μας, ένα παλάτι και - τι ήταν αυτό; Ο κάμπος νυφοστόλιστος!
Οι κερασιές! Περβόλια απέραντα με γιορτινές κερασιές. Η άνοιξη άρχισε να χορεύει μες στον κάμπο το χορό των πέπλων...
Μενέλαος Λουντέμης, Οι κερασιές θ' ανθίσουν και φέτος, Ελληνικα Γράμματα , Αθήνα 2000
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου