Η ταινία του Olivier Zuchuat (Ολιβιέ Ζισουά)
" Σαν πέτρινα λιοντάρια στη μπασιά της νύχτας" κυκλοφόρησε πριν ένα χρόνο περίπου. Πριν λίγες μέρες η ταινία διατέθηκε δωρεάν στο κοινό.
Ο σκηνοθέτης στήριξε την ταινία σε ποιήματα και ημερολόγια εξορίας του Γιάννη Ρίτσου, του Τάσου Λειβαδίτη και του Μενέλαου Λουντέμη. Ο θεατής κάνει ένα πνευματικό ταξίδι, μια κατάδυση στο χώρο της Μακρονήσου και στις ψυχές των εξορίστων. Ο Zuchuat συνδυάζει με τρόπο λιτό τα ποιήματα και την εικόνα, την ποίηση και τον κινηματογράφο. Με απόλυτο σεβασμό στο χώρο η εικόνα κινείται αργά , η κάμερα "ταξιδεύει" πανοραμικά στα γκρεμισμένα πέτρινα κτίρια, στα σκουριασμένα σίδερα, στο σκονισμένο τοπίο το γεμάτο πέτρες και θάμνους. Η κάθε ώρα της ημέρας, η νύχτα, το φεγγάρι, ο άνεμος δένουν με τις φωνές των ποιητών. Η θάλασσα πότε ακίνητη και πότε αφρισμένη με κύματα που σκάνε στα βράχια οδηγεί τη φαντασία σε συνειρμούς. Τι κρύβει μέσα της αυτή η γαλάζια απεραντοσύνη; Πόσα βασανισμένα και καταξεσκισμένα κορμιά! Στατικά κάδρα σαν αναμνήσεις. Κίνηση αργή που οδηγεί στην παρατήρηση και στη σκέψη, στο συλλογισμό. Τι ήταν αυτός ο τόπος;
Το τοπίο έρημο, άδειο. Κάποια γίδια τριγυρνούν στα χωματένια μονοπάτια, σκαρφαλώνουν στα ερείπια. Ένας τόπος άγονος που την ησυχία του διασπά το βουητό του αέρα που μαίνεται και δέρνει τις πέτρες, λυγίζει τα λιγοστά δέντρα, σηκώνει σκόνη. Όμως ο διαπεραστικός ήχος του μεγάφωνου με τις ανακοινώσεις , τις γεμάτες εθνοσωτήρια μηνύματα και αντικομμουνιστική προπαγάνδα μαρτυρά ότι ο τόπος αυτός, η Μακρόνησος, υπήρξε τόπος σκληρός και ανελέητος για τους εκτοπισμένους. Η επικοινωνία λειψή με τον έξω κόσμο και λογοκριμένη. Τα επίκαιρα που φτιάχνουν την άλλη εικόνα, την ψεύτικη , την τεχνητή.
Οι άνθρωποι που αντιμετωπίζονται σαν ζώα, που βασανίζονται σωματικά, ψυχικά, συναισθηματικά. Οι δηλώσεις μετανοίας, οι" ανανήψαντες", οι αμετανόητοι, οι τρελλοί, οι ανάπηροι, οι νεκροί, οι κραυγές, ο πόνος, ο αφόρητος πόνος του σώματος και της ψυχής. Το σύρμα, η χαράδρα, το κουβάλημα της πέτρας. Ο εξαναγκασμός να ακούνε τον πόνο του άλλου. Την κραυγή του, το ουρλιαχτό του. Μέσο πίεσης, ή θα υπογράψεις ή θα πεθάνεις.
Κι όμως από τον πόνο, το φόβο, τον τρόμο αναδύεται η ποίηση ως μορφή δύναμης, καταγγελίας, αντίστασης, στάσης. Οι ποιητές αποτυπώνουν τις πιο βίαιες καταστάσεις σε λέξεις , τις λέξεις τις πλέκουν σε στίχους και τους στίχους τους κάνουν ποιήματα. Είναι η προσπάθεια να μην τρελλαθούν, να μη λυγίσουν, να υπομείνουν ,να αντέξουν.
Τα ποιήματα συνιστούν την αφήγηση της ιστορίας των εξορίστων της Μακρονήσου. Κατά διαστήματα ακούγεται μια φωνή, του αφηγητή, να απευθύνεται σε δεύτερο πληθυντικό πρόσωπο στους αμετανόητους και να γράφει την ιστορία που διαδραματίστηκε στη ράχη της Μακρονήσου .
Η κάμερα μεταφέρεται και απέναντι. Καταγράφει την καθημερινότητα, ανθρώπους, σκύλους, αυτοκίνητα. Αδιαφορία; Αμεριμνησία; Άγνοια; Τι συντελείται , τι συντελέστηκε στο Μακρονήσι;
Αλλά και το τελευταίο πλάνο τι να σηματοδοτεί; Φουσκωτά, αγκυροβολημένα στο λιμανάκι, άνθρωποι με μαγιό , άλλοι περιφέρονται και άλλοι κολυμπούν .
Τελειώνοντας η ταινία η συγκίνηση κυριαρχεί, αλλά και οι προβληματισμοί για τα όρια της αποκτήνωσης και τα όρια της περηφάνειας και της αξιοπρέπειας. Πώς άντεξαν εκείνοι οι άνθρωποι; Πόσο δυνατή ήταν η σχέση τους με την ιδεολογία τους, τα ιδανικά τους, τα όνειρά τους;
Η ποίηση ήταν ένα μέσο; Κάπου μέσα στη ροή της ταινίας ακούγεται ότι:
" Οι ποιητές ήταν πολλοί στο νησί. Όταν φυσούσε τα ποιήματα καρφώνονταν στα συρματοπλέγματα"
Η ταινία εδώ
" Σαν πέτρινα λιοντάρια στη μπασιά της νύχτας" κυκλοφόρησε πριν ένα χρόνο περίπου. Πριν λίγες μέρες η ταινία διατέθηκε δωρεάν στο κοινό.
Ο σκηνοθέτης στήριξε την ταινία σε ποιήματα και ημερολόγια εξορίας του Γιάννη Ρίτσου, του Τάσου Λειβαδίτη και του Μενέλαου Λουντέμη. Ο θεατής κάνει ένα πνευματικό ταξίδι, μια κατάδυση στο χώρο της Μακρονήσου και στις ψυχές των εξορίστων. Ο Zuchuat συνδυάζει με τρόπο λιτό τα ποιήματα και την εικόνα, την ποίηση και τον κινηματογράφο. Με απόλυτο σεβασμό στο χώρο η εικόνα κινείται αργά , η κάμερα "ταξιδεύει" πανοραμικά στα γκρεμισμένα πέτρινα κτίρια, στα σκουριασμένα σίδερα, στο σκονισμένο τοπίο το γεμάτο πέτρες και θάμνους. Η κάθε ώρα της ημέρας, η νύχτα, το φεγγάρι, ο άνεμος δένουν με τις φωνές των ποιητών. Η θάλασσα πότε ακίνητη και πότε αφρισμένη με κύματα που σκάνε στα βράχια οδηγεί τη φαντασία σε συνειρμούς. Τι κρύβει μέσα της αυτή η γαλάζια απεραντοσύνη; Πόσα βασανισμένα και καταξεσκισμένα κορμιά! Στατικά κάδρα σαν αναμνήσεις. Κίνηση αργή που οδηγεί στην παρατήρηση και στη σκέψη, στο συλλογισμό. Τι ήταν αυτός ο τόπος;
Το τοπίο έρημο, άδειο. Κάποια γίδια τριγυρνούν στα χωματένια μονοπάτια, σκαρφαλώνουν στα ερείπια. Ένας τόπος άγονος που την ησυχία του διασπά το βουητό του αέρα που μαίνεται και δέρνει τις πέτρες, λυγίζει τα λιγοστά δέντρα, σηκώνει σκόνη. Όμως ο διαπεραστικός ήχος του μεγάφωνου με τις ανακοινώσεις , τις γεμάτες εθνοσωτήρια μηνύματα και αντικομμουνιστική προπαγάνδα μαρτυρά ότι ο τόπος αυτός, η Μακρόνησος, υπήρξε τόπος σκληρός και ανελέητος για τους εκτοπισμένους. Η επικοινωνία λειψή με τον έξω κόσμο και λογοκριμένη. Τα επίκαιρα που φτιάχνουν την άλλη εικόνα, την ψεύτικη , την τεχνητή.
Οι άνθρωποι που αντιμετωπίζονται σαν ζώα, που βασανίζονται σωματικά, ψυχικά, συναισθηματικά. Οι δηλώσεις μετανοίας, οι" ανανήψαντες", οι αμετανόητοι, οι τρελλοί, οι ανάπηροι, οι νεκροί, οι κραυγές, ο πόνος, ο αφόρητος πόνος του σώματος και της ψυχής. Το σύρμα, η χαράδρα, το κουβάλημα της πέτρας. Ο εξαναγκασμός να ακούνε τον πόνο του άλλου. Την κραυγή του, το ουρλιαχτό του. Μέσο πίεσης, ή θα υπογράψεις ή θα πεθάνεις.
Κι όμως από τον πόνο, το φόβο, τον τρόμο αναδύεται η ποίηση ως μορφή δύναμης, καταγγελίας, αντίστασης, στάσης. Οι ποιητές αποτυπώνουν τις πιο βίαιες καταστάσεις σε λέξεις , τις λέξεις τις πλέκουν σε στίχους και τους στίχους τους κάνουν ποιήματα. Είναι η προσπάθεια να μην τρελλαθούν, να μη λυγίσουν, να υπομείνουν ,να αντέξουν.
Τα ποιήματα συνιστούν την αφήγηση της ιστορίας των εξορίστων της Μακρονήσου. Κατά διαστήματα ακούγεται μια φωνή, του αφηγητή, να απευθύνεται σε δεύτερο πληθυντικό πρόσωπο στους αμετανόητους και να γράφει την ιστορία που διαδραματίστηκε στη ράχη της Μακρονήσου .
Η κάμερα μεταφέρεται και απέναντι. Καταγράφει την καθημερινότητα, ανθρώπους, σκύλους, αυτοκίνητα. Αδιαφορία; Αμεριμνησία; Άγνοια; Τι συντελείται , τι συντελέστηκε στο Μακρονήσι;
Αλλά και το τελευταίο πλάνο τι να σηματοδοτεί; Φουσκωτά, αγκυροβολημένα στο λιμανάκι, άνθρωποι με μαγιό , άλλοι περιφέρονται και άλλοι κολυμπούν .
Τελειώνοντας η ταινία η συγκίνηση κυριαρχεί, αλλά και οι προβληματισμοί για τα όρια της αποκτήνωσης και τα όρια της περηφάνειας και της αξιοπρέπειας. Πώς άντεξαν εκείνοι οι άνθρωποι; Πόσο δυνατή ήταν η σχέση τους με την ιδεολογία τους, τα ιδανικά τους, τα όνειρά τους;
Η ποίηση ήταν ένα μέσο; Κάπου μέσα στη ροή της ταινίας ακούγεται ότι:
" Οι ποιητές ήταν πολλοί στο νησί. Όταν φυσούσε τα ποιήματα καρφώνονταν στα συρματοπλέγματα"
Η ταινία εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου