Έχω συλλάβει τη μορφή μου κάπου ανάμεσα σε μια θάλασσα, που ξεπροβάλλει από το ασβεστοχρισμένο τοιχάκι μιας εκκλησιάς, και σ' ένα κορίτσι ξιπόλητο, που του σηκώνει ο άνεμος το ρούχο, μια στιγμή τύχης που αγωνίζομαι να αιχαμαλωτίσω και της στήνω καρτέρι με λόγια ελληνικά.
Να τι είδους είναι ο ελάχιστος καμβάς όπου μπορεί επάνω του να κεντηθεί το ιδεόγραμμα της ζωής μου` που, ωστόσο, αν έβρισκε κανείς ότι αξίζει τον κόπο να το αναλύσει, θα' φτανε να σχηματίσει ένα χώρο, που η σημασία του δε βρίσκεται στα στοιχεία τα φυσικά που τον απαρτίζουν, αλλά στις προεκτάσεις και στις αντιστοιχίες τους μέσα μας , ως τις απώτατες άκριες, έτσι, σε τελικήν ανάλυση, ολόκληρο το νόημα του οράματος να συγκεντρώνεται στην καθαρότητα ψυχής που προϋποθέτει, για να γίνει ευανάγνωστο και κατανοητό. Πρέπει να' χει , φοβούμαι, πεισθεί κανένας προηγουμένως ότι η ψυχική διεργασία που απαιτείται για να συλλάβει έναν άγγελο είναι πολύ πιο επώδυνη και τρομαχτική από την άλλη, που κατορθώνει να εκμαιεύει δαιμόνους και τέρατα, για να μπορέσει να καταλάβει τι θέλω να πω[...]
[...] Αν εμίλησα στην αρχή για κορίτσι και για εκκλησάκι με κίνδυνο να φανώ ελάχιστα σοβαρός είχα το λόγο μου. Θά' θελα να τραβήξω το πρώτο μέσα στο δεύτερο και να το κάνω δικό μου, όχι διόλου για να σκανδαλίσω, αλλά για να ομολογήσω πως ο έρωτας είναι ένας` και, μαζί , για να κάνω πιο πυκνό το ποίημα, που θέλω, με τις ημέρες του βίου μου, ν' αποτελώ.
Κλωνάρια ροδιάς θα' βλεπα τότε να ξεφυτρώνουν από το τέμπλο κι ο άνεμος να ψέλνει στο παραθυράκι με το κύμα όταν ο νοτιάς, πιο δυνατός, θα το βοηθούσε να καβαλήσει το πεζούλι. Σ' ένα τέτοιο πεζούλι αγγίχτηκα γυμνός κάποτε, κι ένιωσα να καθαρίζουνε τα σωθικά μου, σάμπως ο ασβέστης να 'χε διαπεράσει φύλλο - φύλλο με τις απολυμαντικές του ιδιότητες την καρδιά μου. Γι' αυτό δε φοβήθηκα ποτέ μου το βλέμμα το άγριο των Αγίων, το άγριο, βέβαια, όπως καθετί που φτάνει τ' Άφταστα. Ήξερα ότι έφτανε ίσα - ίσα ν' αποκρυπτογραφεί τους Νόμους της φανταστικής μου πολιτείας και ν' αποκαλύπτει ότι είναι αυτή η έδρα της αθωότητας. Μην το πάρει κανένας για έπαρση` δε μιλώ για τον εαυτό μου ` μιλώ για όποιον νιώθει σαν τον εαυτό μου και δεν έχει αρκετή αφέλεια να το ομολογεί.
Αν υπάρχει, συλλογίζομαι, για τον καθένα μας ένας διαφορετικός, προσωπικός Παράδεισος, ανεπανόρθωτα ο δικός μου θα πρέπει να' ναι σπαρμένος με δέντρα λέξεων που τ' ασημώνει ο άνεμος καθώς λεύκες, από ανθρώπους που βλέπουν να επαναστρέφει επάνω τους το δίκιο που τους έχει αφαιρεθεί, από πουλιά που ακόμα και μέσα στην αλήθεια του θανάτου επιμένουν να κελαηδούν ελληνικά, και να λεν " έρωτας", " έρωτας", " έρωτας", " έρωτας".....
Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά [ Πρώτα - Πρώτα, ζ ], Κέδρος 1987 , 3η έκδοση οριστική
Ο Οδυσσέας Ελύτης ταξίδεψε για τον Παράδεισο μια μέρα σαν και τη σημερινή, το 1996
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου