Κυριακή 23 Μαρτίου 2014

Νικόλαος Σκουφάς



Τρία είναι τα κυριώτερα πολιτικά πρόσωπα που θεμελίωσαν στην αρχή, μεγάλωσαν κατοπινά και ύστερα κράτησαν στους ώμους τους ως το τέλος τον οργανισμό της Φιλικής: ο Σκουφάς, ο Ξάνθος κι' ο Αναγνωστόπουλος. Όλοι οι άλλοι που πήρανε μέρος στα μυστικά και στη δράση της και παίξανε το ρόλο τους, είτε καθαρά πολιτικό είτε απλόν οργανωτικό, δεν είναι παρά δεύτεροι και τρίτοι παράγοντες, με αξιόλογη κι' αυτοί δράση, μα χωρίς τη μεγάλη και ξεχωριστή προσφορά που έκαμαν οι τρεις πρώτοι στο έργο της.

Ανάμεσα τους ξεχωρίζει η επιβλητική φυσιογνωμία του Νικόλα Σκουφά, πρώτου μέσα στους πρώτους, που ο βαρύς όγκος της θετικής εργασίας του στα πρώτα χρόνια που άρχισε να στεριώνεται η Φιλική, αποσκεπάζει τους ρόλους και τη δράση των άλλων. Είναι αυτός που έσκαψε κ' έρριξε τα θεμέλια, γερά κι' ασάλευτα. 
Από το δικό του το λαγαρό στοχασμό ξεκαθάρισαν οι πολιτικοί ορίζοντες στους πρώτους κύκλους των Φιλικών με τις αναμένες συζητήσεις μέσα στ' απόμερα καφενεδάκια της Οντέσσας και της Πόλης. Αυτός έδειξε την ανάγκη του δρόμου της Κοινής Βαλκανικής πάλης κατά του κοινού εχθρού - αναγκαίου όρου για τον Ελληνικό λυτρωμό. Στο δικό του μυαλό χώνεψαν καλά τα ξένα δασκαλέματα μαζύ με την εθνική πείρα και μπόρεσε να χαράξει, μ' ευκολία και σιγουριά, τους τρόπους που θα λειτουργούσε ο πελώριος εσωτερικός μηχανισμός της κρυφής Εταιρείας. Μ' αυτόν, τέλος, σοφό δάσκαλο κι' οδηγό φωτεινό, καθορίστηκαν οι σκοποί της πάλης στα εθνικά της όρια με όλες τις άξιες δυνάμεις της σκλαβωμένης Ρωμιοσύνης με βάση το λαό, λύθηκαν έτσι τα μεγάλα και βασικά προβλήματα του κινήματος και με την οδηγία του πρωτοξεκίνησε και βάδισε, παρ' όλα τα λάθη της, η πολυάνθρωπη  οργάνωση της Φιλικής, στους ορθούς επαναστατικούς δρόμους ως την επιτυχία του σκοπού της[...]
Η ζωή του Σκουφά έχει τυλιχτεί μέσα στην άγνοια της επίσημης ιστορίας. Η προσπάθεια του κοτζαμπασισμού, αμέσως ύστερ' από την Επανάσταση, να σβύσει το έργο της Φιλικής , τόνομά της και τα σημάδια της , έφερε ως τη μοιραία συνέπεια να χαντακωθούν και οι άνθρωποί της, σαν πολιτικοί παράγοντες και σαν ιστορικά πρόσωπα. Οι Έλληνες ιστορικοί δεν έκριναν φρόνιμο να τιμήσουν στην πρεπούμενη θέση, την πρώτη κι' όχι την τελευταία, τους θεμελιωτές της Ελληνικής λευτεριάς κ' ένα πλήθος άλλοι μικρότεροι που γεμίζουν με τα γραφτά τους τις σελίδες της νεοελληνικής ιστοριογραφίας υμνολόγησαν με περισσή δουλοφροσύνη δοξασμένους πολέμαρχους και τρανούς κοτζαμπάσηδες, χωρίς κανείς να μας αφίσει μερικά σιβαρά στοιχεία από τη ζωή και τη δράση του δημιουργού και του πρωτεργάτη της Ελληνικής Επανάστασης.
Ο Σκουφάς γεννήθηκε σ' ένα χωριό, το Κομπότι, έξω από την Άρτα, στα 1779. Εκεί μεγάλωσε κ' έμαθε τα πρώτα γράμματα. Φτωχός φαμελίτης ο πατέρας του δεν είχε τα μέσα ούτε πλούσιον έμπορα να τον κάνει ούτε τα πολλά γράμματα να του μάθει. Ο Νικόλας έπρεπε να δουλέψει από μικρός σκληρά για το ψωμί του. Πήγε ύστερα στην Άρτα να βρει τύχη και, μεγαλωμένος πια, ανοίγει μικρομάγαζο και φτιάνει σκούφιες. Αυτό τούδωσε και τόνομά του. Αλλά το κλείνει σε λίγα χρόνια από την άγρια τρομοκρατία του Αλή πασά και ακολουθώντας το ρεύμα της εποχής του και του τόπου του, ξενιτεύεται.[...]
Ξεκίνησε από το λαό ο Σκουφάς, το ραγιά και το δουλευτή, ραγιάς ο ίδιος, κι' απόμεινε στο λαό, χωρίς να ξεπεράσει την κοινωνική του θέση προς τους εμπόρους είτε τους κοτζαμπάσηδες. Έζησε τη  φτώχεια και πόνεσε το διπλό καϋμό : του ξενητεμένου και του σκλάβου.

Η εποχή του είναι ποτισμένη από τα θούρια του Ρήγα, τα κηρύγματά του και τον ηρωικό του θάνατο. Τα τραγούδια του κυκλοφορούνε από στόμα σε στόμα κρυφά κι' απόκρυφα φλογίζοντας τις καρδιές των ραγιάδων, το κήρυγμά του δείχνει καθαρά στο διπλοσκλαβωμένο λαό τι θάπρεπε να γυρεύει με μιαν εθνική επανάσταση για τη ζωή του, ο μαρτυρικός του θάνατος διώχνει το φόβο κι' ανοίγει τη σκέψη στην πάλη και τη θυσία[...]
Όταν ξενιτεύτηκε ο Σκουφάς πήρε μαζύ στην ψυχή του τη μυριόστομη βουή του λαού του για το λυτρωμό, την έκλεισε μέσα του σαν ένα πόθο μυστικό, κι' άφισε το μυαλό του ανοιχτό σ' όλους τους θερμούς ανέμους της ταραγμένης Ευρώπης να δέχεται το κάθε νέο μήνυμα. Στα κέντρα του εξωτερικού κάθε λογής Ρωμιοί πραματευτάδες και βιοτέχνες και δάσκαλοι κ' εργατικός κόσμος, ακόμα κ' έμποροι καλοστεκούμενοι συζητάνε κι' αλλάζουνε γνώμες για την ανάσταση του γένους. Άλλοι θέλουν να περιμένουν τη μεγάλη ξένη Δύναμη που θα χτυπήσει τον Τούρκο για να χαρίσει τη λευτεριά στους Ελληνικούς τόπους, άλλοι ζητάνε πρώτα την πνευματική καλλιέργεια κι' άλλοι φλογίζονται από τη λαϊκή λυτρωτική κίνηση της Ευρώπης[...] Ο Τούρκος όλο και ξεφτίζει, χάνει δυνάμεις, αρχίζει η σαπίλα να του περουνιάζει σιγά - σιγά το πελώριο κορμί του. Δεν είναι η ώρα να δασκαλευτούν κ' οι Έλληνες κάτι ωφέλιμο και θετικό από την πείρα των λαών;
Ο Σκουφάς ζει κι' ανασαίνει όλον αυτό το θερμόν αέρα. Και πρώτη του φορά στη Μόσχα, στα 1812, κάποιο βράδυ  σ' έναν κύκλο Ελλήνων ακούει τον Κωνσταντίνο Ράδο να μιλάει για εθνικόν αγώνα. Ο Ράδος ήτανε χρόνια στην Ιταλία, είχε κάνει με τους Καρμπονάρους, έζησε τους λυτρωτικούς αγώνες του Ιταλικού λαού κ' είχε την πείρα τους[...] 
Ο Σκουφάς τ' ακούει όλα, τα ζυγιάζει όλα, τα χωνεύει κι' αφήνει το μυαλό του λεύτερο να δουλεύει και να πλάθει[...]
Στα 1814 ανταμώνεται στην Οντέσσα με τον Ξάνθο και τον Τσακάλωφ. Είχανε κ' οι τρεις τους την ίδια θερμή καρδιά με τους ίδιους πόθους αλλά είχε κι' ο καθένας ξεχωριστά να προσφέρει από κάτι δικό του. Ο Τσακάλωφ την πείρα του από το " Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον" και τη φλογερή κίνηση του Παρισιού, ο Ξάνθος τρόπους οργάνωσης από τις Τεκτονικές Στοές[...] Στο μυαλό του Σκουφά πέρασαν όλα σα χωνευτήρι κ' ήταν αυτός ο πρώτος που έρριξε στο χαρτί, μέσα στις νέες ώριμες συνθήκες, το σχέδιο για μιαν Εταιρεία που θα οργάνωνε σε στέρεες βάσεις την εθνική πάλη. Δεν έπρεπε να διστάσουν στην άμεση δημιουργία της. Πρώτος καρπός, ώριμος να κοπεί από το δέντρο του ομαδικού στοχασμού τους, ήταν η Φιλική Εταιρεία.
Οι αρχικές σκέψεις που παίδεψαν το μυαλό του Σκουφά και των δύο συνεργατών του με την ίδρυση της Εταιρείας ήτανε με τι δυνάμεις, με ποιους ανθρώπους θα πήγαινε μπροστά ο σκοπός. Χωρίς αμφιβολία, μια και ο αγώνας ήτανε πρώτ' απ' όλα εθνικός, όλο το έθνος - όλες οι τάξεις του - θάπρεπε να χωρέσουν μέσα. Ο εχθρός ήταν ένας, κοινός για όλο το έθνος και κάθε τάξη, κάθε άξια εθνική δύναμη φρόνιμο ήταν να γίνει δεχτή και να βάλει τον κόπο της. Δεν έβλεπαν όλοι, βέβαια, με το ίδιο μάτι την εθνικήν υπόθεση κι' ούτε πρόσμεναν τα ίδια ωφελήματα από μιαν εθνικήν αποκατάσταση. Οι κοτζαμπάσηδες καλά και περίκαλα είχαν βολευτεί πλάι στους Τούρκους μπέηδες, οι μεγάλοι έμποροι στο εξωτερικό, σιγουρεμένοι και χορτάτοι, κύτταζαν πίσω από τον ολόγιομο μπεζαχτά τους τη σκλαβιά του γένους και μονάχα ο ραγιάς σάλευε κάτω από τη φτέρνα του δυνάστη βροντολογώντας τις αλυσίαδες του, περιμένοντας την ώρα την καλή να τιναχτεί απάνω ολόρθος. Αυτός ήταν, έπρεπε να είναι η ραχοκοκκαλιά του εθνικού κινήματος. Αλλά μόνος του, ολομόναχος , θ' αναγκαζόταν ν' ανοίξει διπλό μέτωπο: με τον ξένο τύραννο και με την εσωτερική αντίδραση[...]
Έτσι η Εταιρεία με τις πλάτες στηριγμένες στο λαό, θα δεχότανε μέσα της και κάθε άλλη εθνική δύναμη. Έπρεπε όμως να είναι μυστική , συνωμοτική, να οργανώνει τις εθνικές δυνάμεις σ' όλο το μάκρος και το πλάτος της Ελληνικής γης, ακόμα και στο εξωτερικό, με προσοχή και φρόνηση, μακρυά από τους δειλούς και τους αδιάφορους, με ανθρώπους μπιστεμένους και τολμηρούς και νάναι ετοιμασμένες στην κρίσιμη ώρα για να τις ρίξει στην πάλη[...]
Πρόσωπα σημαντικά από τους εμπόρους και τους λογίους του εξωτερικού δε θέλαν να συζητήσουν για εθνικό κίνημα των Ελλήνων, με μυστικές κιόλας Εταιρείες, κι' ακόμη με επαναστάσεις[...] Η ώρα δε σηκώνει κινήματα και κρυφές Εταιρείες και μυστική δράση και προπάντων ανώφελες θυσίες. Έπειτα ποιοι ναν' αυτοί που έρχονται ακάλεστοι, χωρίς όνομα και θέση στην ιστορία, να ορμηνέψουν ανθρώπους που στέκονται αψηλά, στον πλούτο και στη γνώση και θαρρούν τους ώμους τους γερούς για να σηκώσουν το βάρος της εθνικής λευτεριάς; Με εμποράκια και υπαλληλάκια, άνεργα και χρεωκοπημένα, χωρίς παρά και μόρφωση, δε μπορεί κανένας νοικοκύρης πατριώτης με όνομα και βιός, να σμίξει τις τύχες του[...] 
Ο Σκουφάς είχε νιώσει πώς μόνο σε τέτοιους ανθρώπους, παιδιά του λαού , θα μπορούσε να στηρίξει το έργο της Εταιρείας, να ξαπλώσει το σκοπό της[...]


Το Σκουφά οι Έλληνες ιστορικοί τον είπαν έμπορο, τον είπαν θερμό πατριώτη και ησύχασαν. Με το πρώτο έμενε η συνείδησή τους αναπαμένη πως δεν ήταν ταπεινός χωριάτης, ασήμαντος ναυτικός ή καταραμένος κλέφτης, με το δεύτερο ξοφλούσαν ένα χρέος απέναντι στον πρώτο αγωνιστή μ' ένα γενικό χαρακτηρισμό, κοινό τόπο για όλον τον κόσμο, αφού δε μπορούσαν και ν' αρνηθούν το έργο του. Ήτανε μια επίσημη απόρριψη στις ιστορικές εξετάσεις μετά πολλών επαίνων. Άλλοι ήσανε οι τρανοί που μονοπώλησαν την ιστορική δόξα. Ποιος να προσέξει το Σκουφά μέσα σ' έναν αιώνα νεοελληνικής ζωής που δε μπόρεσε να γνωρίσει τον αληθινό εαυτό της και πελαγοδρόμησε στους κούφιους μεγαλοϊδεατισμούς ενώ τα ζωντανά ρεύματα κυλούσαν κι' έφευγαν κάτω από τα πόδια της;
Υπάρχει ένα ομαδικό έργο: η Φιλική, κι' ένα πρόσωπο: ο Σκουφάς. Ούτε το ένα ούτε το άλλο μπορεί να σταθούν χωριστά[...]
Με το έργο του μπαίνουν τα θεμέλια της Ελληνικής εθνικής λευτεριάς[...]
Ήτανε πλέριο το έργο του Σκουφά; Όχι. Από το Ρήγα είχε προχωρήσει, άφισε όμως κι αυτός τα δικά του κενά. Το σπουδαιότερο πολιτικό σφάλμα του είναι η θεληματική σιωπή του απάνω στους μεταπολεμικούς πολιτικούς σκοπούς. Η Επανάσταση θα γινόταν, μ' αν πετύχαινε πού θα οδηγούσε; 
Ανάθεμα στη λευτεριά αν έφευγαν οι Τούρκοι για να καβαλλήσουν στη ράχη του λαού οι κοτζαμπάσηδες. Ο ραγιάς βούιζε απ' άκρη σ' άκρη πως γύρευε διπλό λυτρωμό[...] Όμως ο Σκουφάς πιεζόμενος από την ανάγκη δημιουργίας ενός μετώπου εθνικού δε θέλησε να το βάλει για όρο από την αρχή. Λάθος του.[...]
Μ' όλα τα λάθη , το οικοδόμημα της Φιλικής που μας έφερε  στην Επανάσταση κι' αυτή μας χάρισε τη μίζερη λευτεριά είναι δικό του έργο, που στέκει ακλόνητο μέσα στη νέα Ελληνική ιστορία, καλώντας τις νέες γενεές στην ολοκλήρωσή του. Ο Σκουφάς δεν ήταν ο πολέμαρχος του μεγάλου Αγώνα, αλλά κάτι σημαντικότερο και πολυτιμότερο: ο πολιτικός κι' ο οργανωτής του. Σ' αυτόν χρωστάμε τα πάντα, σ' αυτόν και στο έργο του βλέπουμε τις πηγές της νεοελληνικής ζωής. Δεν ήταν ξένος, ούτε τρανός, μα δικός, καταδικός του λαού και με λαχτάρα έσκυψε κι' αφουγκράστηκε  τους πόνους και τους καϋμούς της σκλαβωμένης Ρωμιοσύνης. Από κει πήγασε η ορμή του. Και το τετράγωνο μυαλό του τούδωσε το στέρεο χώμα που απάνω του πάτησε κ' έχτισε το πελώριο οικοδόμημα της Φιλικής.
Ο Σκουφάς, αυτός, το έργο του, η εποχή του, είναι σταθμός στη νεοελληνική ιστορία, αλλά μισοτελειωμένος. Στις νέες Ελληνικές γενιές άφισε τη βαρειά κληρονομιά να βάλουν τη στέγη στο οικοδόμημα της Ελληνικής Λευτεριάς, που έμεινε ξέσκεπο.
Μήπως το χρέος αυτό απόμεινε για τη δική μας γενιά;

Τα αποσπάσματα είναι από τη μονογραφία Νικόλαος Σκουφάς που βρίσκεται στη σειρά με ιστορικές μονογραφίες Μορφές του Εικοσιένα του Γιώργη Λαμπρινού. Σε αυτή ο συγγραφέας παρουσιάζει έντεκα πρόσωπα λαϊκών αγωνιστών που " ήρθαν , πέρασαν κ' έφυγαν, σιωπηλοί και μαρτυρικοί, ταπεινοί και ξεχασμένοι, αφού έκαναν πρώτα το μεγάλο τους χρέος στο λαό της πατρίδας τους.Είναι οι αληθινοί δουλευτάδες του ξεσηκωμού και της λευτεριάς..."
  Η σειρά κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το Νοέμβριο του 1941 σε συνθήκες αυστηρής λογοκρισίας.
Τα αποσπάσματα είναι από την τέταρτη έκδοση του 1956 που κυκλοφόρησε στην Αθήνα από τις εκδόσεις Τοξότης.
Το βιβλίο επανακυκλοφόρησε το 2002 από τις εκδόσεις Καστανιώτη με πρωτοβουλία του γιού του Φώτη Λαμπρινού
Και λίγα λόγια για τον Γιώργη Λαμπρινό:
 Ο Γ. Λαμπρινός (ψευδώνυμο του Γ. Μπαστουνόπουλου) γεννήθηκε το 1909 στην Αλαγωνία Μεσσηνίας. Γιος δικαστικού, πέρασε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στις πόλεις Καλαμάτα, Σπάρτη, Τρίπολη, Λαμία. Το 1926 οργανώθηκε στο ΚΚΕ, συνελήφθη στο Γύθειο, καταδικάστηκε σε φυλάκιση ενός μηνός και εκτοπίστηκε στη Σπάρτη. Το 1927 γράφτηκε στη Νομική σχολή αλλά μετά από ένα χρόνο αποβλήθηκε και κρατήθηκε στη φυλακή για ενάμιση μήνα ύστερα από επεισόδιο. Παντρεύτηκε το 1936, εξορίστηκε από το μεταξικό καθεστώς στη Σίκινο και αργότερα νοσηλεύθηκε με φυματίωση. Ήταν ήδη μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ. Δημοσίευσε κείμενά του στο περιοδικό Νεοελληνικά γράμματα και στις στήλες της φιλολογικής Καθημερινής. Στην Κατοχή ήταν μέλος του ΕΑΜ και, μαζί με τη Μέλπω Αξιώτη, υπεύθυνος για το παράνομο περιοδικό Νέοι πρωτοπόροι. Το 1944 συνελήφθη και βασανίστηκε από τους Γερμανούς. Από το 1945 ήταν υπεύθυνος της καλλιτεχνικής σελίδας του Ριζοσπάστη και του Ρίζου της Δευτέρας όπου συνέχισε να αρθρογραφεί και μετά από τη διαγραφή του, για ένα διάστημα, από τον Ν. Ζαχαριάδη. Με την έναρξη του εμφυλίου έφυγε στη Γαλλία και από εκεί επέστρεψε  στο βουνό, σαν ανταποκριτής της εφημερίδας του Δημοκρατικού Στρατού. Το 1949 συνελήφθη και εκτελέστηκε, παγιδευμένος, σύμφωνα με μαρτυρίες, σ’ ένα καταφύγιο, όταν η φυματίωση δεν του επέτρεπε να προχωρήσει άλλο με τον ΔΣΕ.( οι πληροφορίες από το Ε.Λ.Ι.Α )


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου