Γεννήθηκα
στη Θεσσαλονίκη το 1925, το Μάρτιο, στις 9 Μαρτίου. Η οικογένειά μου κατάγεται
από την Κρήτη και ήρθαν μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Ο πατέρας μου ήταν
γιατρός. Τα παιδικά μου χρόνια υπήρξαν καλά, αρκετά καλά. Τα πρώτα βιβλία που
διάβασα, πολύ μικρός, ήταν τα παιδικά του Δημητράκου και του Ελευθερουδάκη –
περίφημα βιβλία της εποχής.
Μεγάλωσα
όπως μεγαλώνουν όλα τα παιδιά στις αστικές οικογένειες. Η Θεσσαλονίκη τότε ήταν
διαφορετική. Μικρότερη βέβαια, απλωμένη όμως, απλωμένη με πολλούς ανθρώπους
διαφόρων κατηγοριών. Έλληνες, Εβραίοι, Τούρκοι, Βούλγαροι, Αρμένιοι – πολλοί.
Ήταν συνονθύλευμα η Θεσσαλονίκη την εποχή εκείνη. Ζούσαμε σε μια συνοικία
Εβραίων. Θυμάμαι πως δεν με παίζαν, δεν με παίζαν γιατί δεν ήμουν Εβραίος –
είναι μια μορφή ρατσισμού κι αυτή.
Ο
πατέρας μου ήταν γιατρός. Δεν ήταν διανοούμενος, είχε όμως μανία με το
διάβασμα, μανία μεγάλη. Και ήθελε να μορφωθώ πολύ καλά, εγώ κι οι αδελφές μου.
Μας έφερνε πολλά βιβλία στο σπίτι, παιδικά βέβαια. Σιγά σιγά άρχισα να διαβάζω.
Περισσότερο μετά από τον πόλεμο, σε ηλικία δεκατεσσάρων, δεκαπέντε χρονών.
Τότε
έγραψα και τα πρώτα μου ποιήματα. Δεν μπορώ να πω ότι με επηρέασε κανένας. Σ’
έναν θείο μου βρήκα πολλά βιβλία. Κυρίως όμως βρήκα τη Νέα Εστία. Μάλιστα, όταν
αποφοίτησα από το γυμνάσιο , το ΄42, μου
χάρισε το περιοδικό δεμένο, κάτι πολύ σημαντικό για μένα. Έμενα μέρες ολόκληρες
διαβάζοντας. Και μπορώ να πω ότι την ξέρω απ’ έξω τη Νέα Εστία εκείνης της
εποχής` ως το ΄40, την ξέρω απ’ έξω. Ποιήματα, διηγήματα, δοκίμια, διάβαζα τα πάντα,
την ξεκοκάλιζα.
Εκείνη
την εποχή ασχολιόμουν με το ποδόσφαιρο πολύ, πάρα πολύ, ήμουν μανιώδης
φίλαθλος. Πήγαινα τις Κυριακές, καθόμουν όλη μέρα και παρακολουθούσα. Τις
προπονήσεις, τους φιλικούς αγώνες. Βοηθούσε και η νεολαία του Μεταξά τότε, η
οποία μάς έδινε εισιτήρια δωρεάν και πηγαίναμε.
Έπειτα
ήρθαν τα δίσεκτα χρόνια, τα χρόνια του ΄40. Το ΄40 ήμουν δεκαπεντέμισι χρονών
και πήγαινα στο γυμνάσιο. Από τότε έπαψε να υπάρχει κάθε χαλινός, κάθε επίβλεψη
οικογενειακή. Ήμουν όλη μέρα στους δρόμους. Όλη μέρα έτρεχα φωνάζοντας κατά της
εξουσίας, γράφοντας ποιήματα συνέχεια, χαρτοπαίζοντας με τους φίλους μου. Ζούσα
σε μια κατάσταση ευφορίας, ως τη μέρα που μπήκαν οι Γερμανοί. Η εποχή, δηλαδή,
του ιταλικού πολέμου ήταν μια εποχή ευφορίας για μένα.
Τότε
μάλιστα έγραψα και το πρώτο μου ποίημα, το οποίο έστειλα στα Νεοελληνικά
Γράμματα του Φωτιάδη, το περίφημο αυτό περιοδικό της εποχής. Ο ίδιος παράλληλα
ήταν υπεύθυνος σε μια εφημερίδα και το δημοσίευσε εκεί. Ήταν το «Μολών Λαβέ»,
το ΄40.
Αλλά
το πρώτο μου ποίημα σε λογοτεχνικό περιοδικό ήταν το «1870-1942». Δημοσιεύτηκε
το ΄42, όταν ήμουν ακόμη μαθητής, στα Πειραϊκά Γράμματα. Το΄βλεπα στην τάξη και
καμάρωνα, ένιωθα ποιητής. Γιατί στο ίδιο τεύχος υπήρχαν ποιήματα του Παλαμά,
του Ρήγα Γκόλφη, του Τέλλου Άγρα. Θεωρούσα τον εαυτό μου ποιητή.
Μπήκα
στην ΕΠΟΝ τέλη του ΄42, τότε τελείωσα το
γυμνάσιο. Το γυμνάσιο, το τελείωσα μικρός γιατί πήγα πρόωρα στο σχολείο. Τότε ,
για έναν χρόνο, στο Πειραματικό, είχα καθηγητή τον Θέμελη. Όλ’ αυτά τα γράφω
στο βιβλίο που τύπωσα ως Μανούσος Φάσσης.
Τα
πρώτα χρόνια της Κατοχής ήταν πολύ δύσκολα. Πέρασα πολύ άσχημα. Μετά το ΄42 , η
πείνα μεγάλη. Τον χειμώνα του ΄42 μπήκα στο πανεπιστήμιο, και μάλιστα γράφτηκα
στα Φυσικά. Τότε άρχισα να ανακατεύομαι με τις φοιτητικές οργανώσεις. Δόθηκα
πραγματικά ψυχή τε και σώματι στην ΕΠΟΝ
και στο ΕΑΜ, που ήταν νεοσύστατο τότε. Εκεί άνοιξαν οι ορίζοντές μου.
Έκανα φίλους, τους περισσότερους φίλους τούς γνώρισα εκεί, χωρίς να χάνονται οι
παλιοί, ο Τάσης Κύρου, ο Φωτιάδης – όλοι εκείνης της εποχής.
Ήταν
τα ωραιότερα χρόνια της ζωής μου. Αυτό το λέω τώρα και απορούνε μερικοί. Τα
ωραιότερα χρόνια, τα πιο έντονα, τα πιο δημιουργικά. Ουσιαστικά ήταν τρία
χρόνια μόνο. Ήταν τα ωραιότερα όμως. Με τους κινδύνους, με τις διασκεδάσεις.
Δεν ήξερες το βράδυ τι θα σου τύχει. Κι αυτό το ρίσκο μ’ άρεσε πάρα πολύ.
Τότε
ήταν μια πολύ έντονη εποχή. Με όλα τα προβλήματά της. Τέλη του ΄43 θέλησα να
φύγω στο βουνό. Είχα ετοιμαστεί, τα είχα όλα έτοιμα. Ο σύνδεσμος ήταν έτοιμος.
Την τελευταία, όμως, στιγμή κάποιος με κράτησε, να μη φύγω, διότι με προόριζε
για διευθυντή του περιοδικού Ξεκίνημα. Καθώς ήμουν πολύ ψηλός και δεν μπορούσα
να μπω εύκολα στην παρανομία, με θεώρησαν κατάλληλο για το περιοδικό αυτό.
Ήμουν
δεκαοχτώ χρονών κι έγραφα.
Με
θεωρούσαν καλό. Και βγάλαν το Ξεκίνημα. Δώδεκα, δεκατέσσερα τεύχη, νομίζω, ως
το τέλος της Κατοχής, ως Σεπτέμβριο, Οκτώβριο και Νοέμβριο. Εκεί ήμουν
αρχισυντάκτης. Συνεργάστηκα με πάρα πολλούς. Ήταν ένα πολύ ωραίο περιοδικό. Και
σήμερα ακόμα, παραμένει. Είχε κυρίως λογοτεχνία. Αυτά που συνέβαιναν στο
πανεπιστήμιο, αυτά που συνέβαιναν στη λέσχη, όλα αυτά. με λογοκρισία.
Θέλω
να πω ότι στην Κατοχή δεν ήταν όπως ήταν στη Δικτατορία. Αυτό πρέπει οι νέοι να
το ξέρουν. Στη Δικτατορία αποφεύγαμε να γράψουμε διότι υπήρχε η Δικτατορία.
Στην Κατοχή γράφαμε. Οτιδήποτε ειπωνόταν, οτιδήποτε ακουγόταν, οτιδήποτε είχε
μια φωνή ελληνική, ήταν αντιστασιακό. Ενώ στη Δικτατορία, αν έβγαινε κάτι,
έβγαινε με τη συνεργασία της Δικτατορίας. Ήταν διαφορετικά. Στην Κατοχή κάναμε
ό,τι μπορούσαμε να κάνουμε και εντέλει ήρθε η Απελευθέρωση. Το Δεκέμβρη του ΄44
σταμάτησε το Ξεκίνημα και βγήκαν δύο τεύχη τα οποία ήταν αφιερωμένα στην
Απελευθέρωση. Μετά βγάλαμε άλλο ένα περιοδικό, τον περίφημο Φοιτητή, ωραίο
περιοδικό, συνδικαλιστικό, αλλά είχε πολύ λογοτεχνία` εγώ είχα αναλάβει τη
λογοτεχνία, άλλοι το συνδικαλιστικό. Αυτό βγήκε τον Μάιο του ΄45 περίπου.
Βγήκαν τέσσερα, πέντε τεύχη.
Το
΄45, τον Μάιο, Ιούνιο, ήρθα στην Αθήνα.
Δεν μπορούσα να μείνω στη Θεσσαλονίκη. Δεν μπορούσα, γιατί είχαν σφίξει τα
πράγματα. Αλλά και εδώ τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Έκατσα πέντε, έξι μήνες,
εφτά, και ξαναπήρα μεταγραφή για Θεσσαλονίκη.
Το
΄46 διαγράφτηκα από το Κόμμα. Είναι μεγάλη ιστορία αυτή. Το ΄45 που ήρθε ο
Ζαχαριάδης εδώ από το Νταχάου – μεγάλο πράγμα
για μας –
έγινε
ένα συνέδριο τον Οκτώβρη του ΄45, το όγδοο συνέδριο του Κόμματος. Εκεί πήρε μια
απόφαση ο Ζαχαριάδης ότι η ΕΠΟΝ παύει να είναι κομματική οργάνωση, είναι
οργάνωση πλατιά νεολαιίστικη στην οποία δεν πρέπει να συμμετέχει κανείς
κομματικός. Μόνο αν υπάρχουν ειδικοί λόγοι θα είναι κανένας νεολαίος στο Κόμμα,
αλλιώς δεν μπορεί να μετέχει στην ΕΠΟΝ. Εγώ παρακάλεσα πολύ, θέλησα να μπω στο
Κόμμα, με βάλανε, έμεινα. Έχω γράψει την ιστορία αυτή πολλές φορές, σε τρίτο
πρόσωπο.
Μπήκα
στο Κόμμα. Δούλεψα πολύ, κι άρχισα το ΄46 να θέτω μερικά ερωτήματα τα οποία δεν
τα σήκωνε η ηγεσία τότε. Μερικά ερωτήματα, περίεργα λίγο. Κατάσχεση της
Επιτροπής στη Βουλγαρία, κάτι συνέδρια σλαβικά που γίνονταν, κάποια πράγματα που ήταν αιρετικά κατά κάποιον
τρόπο. Και ξαφνικά κάποια μέρα έμαθα ότι με διέγραψαν. Και με διέγραψαν οι
άνθρωποι αυτοί που, μετά από τριάντα πέντε , σαράντα χρόνια, θα ήταν στο ΚΚΕ
εσωτερικού, οι οποίοι τότε ήταν καθοδηγητές μου. Το ΄46 λοιπόν διαγράφηκα από
το Κόμμα, εγώ όμως παρέμεινα στην ΕΠΟΝ, παρέμεινα ως μέλος. Πέρασα μια πολύ
μεγάλη κρίση τότε, μέχρι αυτοκτονίας, γιατί όλοι με απέφευγαν.
Και
φτάνουμε στην άσχημη , στη φοβερή εποχή του Εμφυλίου, μια εποχή αντίθετη από
αυτήν της Κατοχής. Στην Κατοχή, παρ’
όλους τους σκοτωμούς, υπήρχε αισιοδοξία, στον Εμφύλιο ήταν όλα ζοφερά.
Στο
πανεπιστήμιο είχαμε μείνει ελάχιστοι άνθρωποι. Τυπώναμε προκηρύξεις,
κάναμε κάτι συναντήσεις και τον Αύγουστο
του ΄48 συνελήφθην. Πιάστηκα, καταδικάστηκα σε θάνατο τον Ιανουάριο του ΄49.
Έμεινα κρατούμενος μόνο τρία χρόνια, και λέω μόνο γιατί άλλοι είχαν μείνει
πολλά περισσότερα, ήμουν και νεότερος, ήμουν είκοσι τριών χρονών, και μετά
βγήκα. Κατάφερα τσάτρα πάτρα, να τελειώσω το πανεπιστήμιο και ήρθα στην Αθήνα
όπου έμεινα από τότε.
Λοιπόν,
το ΄52 ήμουν στην Αθήνα. Έκατσα στην
Αθήνα ενάμιση χρόνο. Ήμουν γιατρός στο Νοσηλευτικό Ίδρυμα του Μετοχικού Ταμείου
Στρατού. Εκεί με πήραν σαν γιατρό ειδικευόμενο, γιατί τα άλλα νοσοκομεία δεν
είχαν ειδικευόμενους, δεν είχαν άδεια γι’ αυτό – δεν μου ζήτησαν χαρτί, φοβερά
πράγματα...
Στην
Αθήνα έκανα φίλους, τότε γνώρισα τη γυναίκα μου. Συναντηθήκαμε, και το ‘ 54
πήγα στρατιώτης. Υπηρέτησα στα Γιάννενα. Ήμουν γιατρός εκεί. Οι συνθήκες δεν
ήταν καλές. Τέλος πάντων, όταν γύρισα στην Αθήνα, σχεδόν είχα τελειώσει την
ειδικότητα. Το ‘ 56 παντρεύτηκα και έφυγα κατευθείαν για το εξωτερικό. Για τη
Βιέννη, με μια δήλωση προφορική, την έκανα σ’ έναν φίλο αξιωματικό, ότι δεν θα
περάσω στο παραπέτασμα από τη Βιέννη, ότι θέλω μόνο να σπουδάσω. Πήγα. Έκανα
στη Βιέννη περίπου έναν χρόνο και από εκεί πήγα στη Γερμανία και μετά στη
Σουηδία.
Το
΄57 γύρισα στη Θεσσαλονίκη. Από τότε ασκώ την ιατρική. Δεν ήμουν στο Κόμμα
τότε, δεν μετείχα πουθενά.
Το
΄59 στη Θεσσαλονίκη έβγαλα το περιοδικό Κριτική , το οποίο πιστεύω ότι είναι
άξιο μνείας. Οι καλύτεροι της γενιάς μου συνεργάστηκαν. Ένα περιοδικό που
νομίζω πως έμεινε. Τρία χρόνια βάσταξε . Με πολύ ενδιαφέροντα κείμενα.
Τότε
είχα αρχίσει να γράφω περισσότερο. Μετά ήρθε η Δικτατορία. Από το ΄65 ως το 67
ήταν καλή εποχή, ήταν η εποχή που πραγματικά υπήρχε μια άνοιξη στα πολιτιστικά.
Και εμείς οι αριστεροί μετείχαμε πιο πολύ από όλους, η Αριστερά ήταν κυρίαρχη
στα πολιτιστικά. Μετά ήρθε το΄67. Μετά βγάλαμε τα Δεκαοχτώ Κείμενα, το ΄70, και
μετά τρία χρόνια τη Συνέχεια. Τέλος πάντων. ( απόσπασμα)
Είμαι
Αριστερόχειρ ουσιαστικά. Μονόλογος του Μανόλη Αναγνωστάκη, Πατάκης, 2012, 5η
έκδοση
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου