Σάββατο 5 Απριλίου 2014

Κώστα Μπόση, ΕΜΕΙΣ ΘΑ ΝΙΚΗΣΟΥΜΕ

 Χαρακτικό Βάσως Κατράκη
Έχω αναφέρει σε προηγούμενες αναρτήσεις ότι η πεζογραφία των πολιτικών προσφύγων σχεδόν μονοπωλεί τα δυο τελευταία χρόνια τα αναγνωστικά ενδιαφέροντα μου. Είναι ένα πεδίο ανεξερεύνητο στο μεγαλύτερο μέρος του. Ένας λόγος είναι ότι αρκετά από τα έργα των πεζογράφων που έζησαν και δημιούργησαν στην πολιτική προσφυγιά δεν κυκλοφορούν στα βιβλιοπωλεία. Ορισμένα δεν κυκλοφόρησαν καθόλου στην Ελλάδα. Ένα από αυτά είναι το ΕΜΕΙΣ ΘΑ ΝΙΚΗΣΟΥΜΕ του Κώστα Μπόση. Για το βιβλίο αυτό είχα διαβάσει στη μελέτη των Άννας Ματθαίου και της Πόπης Πολέμη  " Η εκδοτική περιπέτεια των κομμουνιστών..." και σε εκείνη της Βενετίας Αποστολίδου " Η πεζογραφία των πολιτικών προσφύγων".
Το βιβλίο δεν κυκλοφόρησε ποτέ στην Ελλάδα. Πριν λίγες μέρες όμως το ιστολόγιο Κώστας Μπόσης  ανέβασε σε ηλεκτρονική μορφή αυτό το σπάνιο βιβλίο. 
Έτσι μετά τον Κραβαρίτη, τον Άη -Στράτη και τη μάχη της πείνας των πολιτικών εξορίστων στα 1941, το Θωμά τον Καρατζά και τις Αναμνήσεις  ένα ακόμη βιβλίο έρχεται να συμπληρώσει την εικόνα του έργου του Κώστα Μπόση. 
Η βιβλιοπαρουσίαση που ακολουθεί είναι μια μικρή προσπάθεια προσέγγισης και προβολής ενός λογοτεχνικού έργου άγνωστου στους σύγχρονους αναγνώστες. 
Αφιερώνεται στη μνήμη του Κώστα Μπόση . Στις 2 Απριλίου συμπληρώθηκαν 20 χρόνια από το θάνατό του.

                Ο Κώστας Πουρναράς (Μπόσης) πολιτικός επίτροπος του ΔΣΕ στις κορφές του Γράμμου Η φωτογραφία από το ιστολόγιο Κώστας Μπόσης
Ήρεμο, ειδυλλιακό τοπίο σε μια πολιτειούλα κάποιας Λαϊκής Δημοκρατίας. Μια πλαγιά με σπίτια και κάτω η απεραντοσύνη της θάλασσας. Σ’ αυτή την πολιτεία ο αφηγητής συναντά και συνδέεται φιλικά με τον Θανάση Καρατζά. Μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού, πολιτικοί πρόσφυγες.
 Μια βραδιά καλοκαιρινή, γλυκιά, ήσυχη, πάνω σ’ έναν κάβο αρχίζει ο Θανάσης την ιστορία του. Αναδρομική αφήγηση στα χρόνια πριν από τον πόλεμο ,η οποία ανασυστήνει τον τόπο, τα πρόσωπα, τα γεγονότα και παρουσιάζει τον βασικό ήρωα της υπόθεσης και την εξέλιξη του. Η αφήγηση του Θανάση Καρατζά αποτελεί το πρώτο μέρος της νουβέλας του Κώστα Μπόση , ΕΜΕΙΣ ΘΑ ΝΙΚΗΣΟΥΜΕ.

 Φωτογραφία Σπύρου Μελετζή
Αητοφωλιά Αγράφων, μήνας Γενάρης, καρδιά του χειμώνα, στο σπίτι του Στρατή Πάντου. Σ’ ένα δωμάτιο όλο κι όλο μαζεμένη η οικογένεια, ο πατέρας και τα τρία παιδιά, δύο αγόρια και ένα κορίτσι. Η μάνα αεικίνητη φιγούρα. Εκεί μαζί με αυτούς και τα ζώα και ανάμεσά τους τα εργαλεία του σπιτιού.
             Χαρακτικό Άννας Μαυρουδή- Κινδύνη
Φτωχοί άνθρωποι, ελάχιστη περιουσία, δύσκολη ζωή, αγώνας για την επιβίωση. Έννοια τους όχι μόνο η φροντίδα των παιδιών αλλά και των ζώων. Η εστίαση στη σκληρή καθημερινότητα αποτυπώνει  την αγωνία, την κούραση, την εξάντληση από την πείνα και το κρύο κυρίως των παιδιών
Κοφτές φράσεις, σχεδόν λαχανιαστές,  ζωντανεύουν τον αγώνα του πατέρα να ξεπεράσει τις δύσκολες καιρικές συνθήκες και το δύσβατο τόπο για να προλάβει να επιστρέψει έγκαιρα στο σπίτι που τον περιμένουν τα δυο μικρά αγόρια. Ο θάνατος φτάνει πριν από αυτόν και παίρνει το ένα αγόρι. Βαθιά σπαρακτικές οι εικόνες που ακολουθούν και ακατανόητες για το άλλο, το μικρότερο ηλικιακά αγόρι που με αυτό το σκληρό τρόπο μπαίνει στον κόσμο των μεγάλων. Το όνομα του, Αντώνης Πάντος.
Ο Αντώνης Πάντος είναι ο βασικός ήρωας της ιστορίας. Παρακολουθούμε τη ζωή του σε διαφορετικές χρονικές στιγμές.
 Πέντε χρονών βίωσε με τραγικό τρόπο τη φτώχεια της οικογένειας χάνοντας τον αδελφό του από το κρύο.
Στα δέκα του χρόνια μαθητής στο σχολείο ζει τη βιαιότητα του ξυλοδαρμού μέσα στη σχολική τάξη, νιώθει την αδικία και τις διακρίσεις σε βάρος του. 
« ο πόνος και το σκοτωμένο αίμα γινότανε δάκρυα».
Ο Αντώνης αργότερα κατάλαβε πώς το ξύλο του δάσκαλου ήταν ίδιο με αυτό στη φυλακή και στην εξορία. Ο Μπόσης ανάμεσα στην αφήγηση του Θανάση παρεμβάλλει μελλοντικά γεγονότα και σχόλια.
Στα δεκατρία του χρόνια ο Αντώνης απασχολεί τους γονείς του. Συζητούν για το μέλλον του. Η έγνοια τους να γίνει ο Αντώνης άνθρωπος να ξεφύγει από την καταδίκη της αγροτικής ζωής.
Ο Αντώνης, οι γονείς του , το μέλλον του και ανάμεσά τους προβάλλει η μορφή της παιδικής του φίλης της Ελένης. Μια σχέση που μετατρέπεται με το πέρασμα των χρόνων, γίνεται έρωτας, αγάπη.
Όλα αυτά εκτυλίσσονται μια αυγουστιάτικη νύχτα με φεγγάρι στο αλώνι με τους ήχους της φύσης να κυριαρχούν, τριζόνια, κουδούνια ζώων , βελάσματα, γαυγίσματα και το παραπονιάρικο παίξιμο μιας φλογέρας. Μια σκηνή ποιμενική που όμως οι άνθρωποι που την συνθέτουν δεν είναι αμέριμνοι να την απολαύσουν
Όσο περνάει ο καιρός και μεγαλώνει ο Αντώνης τόσο μεγαλώνουν οι στερήσεις, τα προβλήματα και οι πόνοι που όλα αυτά του προκαλούν. Συνεχώς διαπιστώνει ότι υπάρχει αντίθεση ανάμεσα σε αυτά που επιθυμεί και σε αυτά που ζει, ανάμεσα στο όνειρο και στην πραγματικότητα. 
Αυτή η αντίθεση γίνεται ακόμη πιο έντονη όταν πηγαίνει σχολείο στη μεγάλη πόλη. Οι κοινωνικές  διακρίσεις και η σκληρότητα των ανθρώπων, ακόμη και των παιδιών, σημαδεύουν την ψυχή του που
 « σπαρταράει στον πάγο της κοινωνίας».
Παντού « ερημιά γεμάτη ανθρώπους για το φτωχό χωριατόπουλο» .
Παραμονές Χριστουγέννων και τα παιδιά νηστικά ξεροσταλιάζουν έξω από το φούρνο
« Χρατς έκανε η φκιαριά του φούρναρη πάνω στο χέρι του παιδιού και η πέτσα έπεσε καταγής μ’ ένα δάκρυ που κύλησε μαζί»
και σχολιάζει ο συγγραφέας
 « όποιος δεν είδε νηστικό παιδί μπροστά σε φούρνο, κι όποιος δεν ένιωσε τη λαχτάρα του ψωμιού τίποτα δεν ένιωσε απ’ τους καϋμούς του φτωχόκοσμου»
 Αυτές οι λεπτομέρειες δεν είναι μελοδραματικές και δεν έχουν στόχο να προκαλέσουν τον οίκτο και την ευσπλαχνία αλλά να τονίσουν την απονιά, την  αδικία και την υποκρισία της κοινωνίας που ανέχεται αδιαμαρτύρητα να πεινούν παιδιά.
 Η συμπεριφορά του δάσκαλου, το διώξιμο του από το νοικιασμένο σπίτι, οι άθλιες συνθήκες διαμονής στην τρώγλη πνίγουν τον Αντώνη
« ένας κόμπος στο λαιμό – τα δάκρυα που δε βγαίνουν – ο πόνος της ψυχής.
- Πέτρο , νά’ βαζα φωτιά στην πόλη;
Αυτή ήταν η γέννηση μιας καινούριας ιδέας στο παιδί»
Χαρακτικό Βάσως Κατράκη
Στο χωριό ζώντας τον αγώνα της οικογένειάς του στο χωράφι και τη φτώχεια τους αρχίζει να ψάχνει τα αίτια. Ποιος φταίει γι’ αυτή την κατάντια;
 Η σύλληψη του πατέρα του τον ωθεί στην ανάληψη πρωτοβουλιών μαζί με την αδελφή του Αγγελική. Αναλαμβάνουν τα ζώα , το σπίτι, το όργωμα. Όλα αυτά φέρνουν μια βαθιά αλλαγή στο παιδί το οποίο όμως συνεχίζει να διαβάζει με πείσμα.
Επιστρέφει στην πόλη και στο σχολείο αλλαγμένος. Έχει θάρρος, μιλάει άφοβα, ατάραχα και δεν ντρέπεται για τους γονείς του, για τη φτώχεια, για τη δουλειά στα χωράφια. Κατορθώνει να αλλάξει και τη συμπεριφορά του καθηγητή απέναντί του. Μπαίνει μπροστά και προβάλλει το αίτημα για τα βιβλία. Ο Αντώνης έχει αλλάξει. Δύο ερωτήματα εξακολουθούν να τον βασανίζουν: 1) Θα δουλέψει ή θα πάει σχολείο; 2) Ποιος φταίει για την κατάντια του;
  Στο χωριό, στο μαγαζί του προέδρου η εικόνα είναι η γνωστή. Ο τρόπος άσκησης της εξουσίας, τα ρουσφέτια, οι εξυπηρετήσεις, οι μπερδεμένες σχέσεις, η εξαγορά των συνειδήσεων. Ο Μπόσης παρεμβάλλεται  στην αφήγηση και σχολιάζει το τρίπτυχο πρόεδρος, παπάς και δάσκαλος. Αυτοί καλλιεργούσαν την αντίληψη ότι οι χωριάτες έφταιγαν για όλα τα δεινά τους και στηρίζονταν στον εκφοβισμό. Κανένα νέο πρόσωπο δεν μπορούσε να στεριώσει , καμιά διαφορετική ιδέα.
Αυτό είναι το κλίμα όταν ένα νέο πρόσωπο έρχεται να ταράξει τα νερά. Ο Αλέξης Μπαλάφας. Παρεμβαίνει στις συζητήσεις και συγκρούεται με την εξουσία του χωριού καταγγέλλοντας την τοκογλυφία, τα ενέχυρα, τις υποθήκες. Τους αποκαλεί κλέφτες που κερδίζουν από τον ιδρώτα των φτωχών και τους κατηγορεί ότι ασκούν διασπαστική πολιτική στους φτωχούς χωρικούς και ότι διασπείρουν δεισιδαιμονίες , προκαταλήψεις , φόβους για να τους κρατούν καθηλωμένους και ακίνδυνους.
Τα λόγια του Μπαλάφα ασκούν θετική επίδραση στον Αντώνη , ο οποίος καταλαβαίνει για πρώτη φορά ποιοι ευθύνονται για τη φτώχεια και τη δυστυχία των χωρικών.
Ο Μπαλάφας στηρίζει την απόφαση του Αντώνη να φύγει στην Αθήνα και τον βοηθάει. Παρένθετοι σχολιασμοί του συγγραφέα θίγουν τον ξεριζωμό του αγρότη από τη γη του, του παιδιού από τη μάνα αλλά συγχρόνως τη γέννηση του νέου μέσα από το παλιό. Με αυτό τον τρόπο μας προετοιμάζει για την αλλαγή στη συνείδηση του Αντώνη.
Κάπου εδώ η αφήγηση στρέφεται στο συγγενή του Αντώνη, το Θανάση Πάντο. Το πρόσωπο αυτό με τη συμπεριφορά του καθώς και όλης της οικογένειας του στάθηκε καθοριστικό για τη διαμόρφωση του Αντώνη. Ζώντας με την οικογένεια του Θανάση Πάντου και δουλεύοντας στο μαγαζί του είδε τη ζωή του να γίνεται ανυπόφορη.
Μίσος γεννιέται μέσα του και επιθυμία εκδίκησης. Η μόνη διέξοδος ο μπάρμπα – Στέλιος, ο άνθρωπος που του σύστησε ο Μπαλάφας. Η συνάντησή μαζί του τού δημιουργεί χαρούμενα συναισθήματα, νιώθει ότι η ζωή του χαμογελά. Οι σχέσεις με την οικογένεια του Θανάση Πάντου οδηγούνται σε οριστική ρήξη και ο Αντώνης φεύγει μια για πάντα.
Σε μια πρόδρομη αφήγηση ο Αντώνης θυμάται τα περιστατικά αυτά και ορισμένες θέσεις του που καθόρισαν τη ζωή του αργότερα ( θα βγούμε από τη φτώχεια με τα χέρια μας, η στάση του για τη Σοβιετική Ένωση).
Ο ίδιος αναλογίζεται ποιοι επέδρασαν πάνω του και διαμόρφωσαν τη συνείδησή του
« Το πνεύμα της εποχής, η κοινωνία δηλαδή ο Αλέξης, ο μπάρμπα – Στέλιος, οι γονιοί, οι υπάλληλοι, τα κεφάλια του χωριού, ο αντιδραστικός καθηγητής, η Ελεονώρα, ο Θανάσης Πάντος, επίδρασαν πάνω σου και σου έδειξαν το δρόμο. Μόνος σου μια τρύπα στο νερό θα έκανες»
Ο μπάρμπα – Στέλιος δουλεύει σε μηχανουργείο και παίρνει μαθητευόμενο τον Αντώνη. Ο Αντώνης δουλεύει , ηρεμεί και αφού χόρτασε  με ψωμί , του έρχεται η όρεξη για διάβασμα.
Αγοράζει βιβλία και περιοδικά. Ο μπάρμπα Στέλιος φροντίζει και για τον εφοδιασμό του με διαφορετικά βιβλία, για εργάτες και κεφαλαιοκράτες, για το Λένιν και τη Ρωσία.
 Ο Αντώνης οργανώνεται στην ΟΚΝΕ και αργότερα στο ΚΚΕ. Ακούμε τον μπάρμπα _ Στέλιο να του μιλάει για το ρόλο και την προσωπικότητα του κομμουνιστή.
Ο Αλέξης Μπαλάφας στο μεταξύ και η αδελφή του Αντώνη γίνονται ζευγάρι και ζουν στην Αθήνα. Ο Αντώνης επισκέπτεται την αδελφή του και από τη συζήτηση μαθαίνουμε τις νέες ιδέες του Αντώνη για τη θέση της γυναίκας και την οικονομική της ανεξαρτησία με την εργασία της.
                                             Χαρακτικό Βάσως Κατράκη
Η αναδρομή του Καρατζά στο παρελθόν διακόπτεται για μια στιγμή. Ενημερώνει το φίλο του ότι ο Αντώνης και αυτός ήταν φίλοι και συνεχίζοντας την αφήγηση δίνει την πληροφορία ότι ο Αντώνης συνελήφθη από τη δικτατορία του Μεταξά και εξορίστηκε. Συναντήθηκαν ξανά στη γερμανική κατοχή και συνεργάστηκαν. Ο Αντώνης στην Κατοχή ήταν 23 ετών.
Η δουλειά του Αντώνη στην οργάνωση  ήταν υποδειγματική, ξεχώριζε για την προσήλωσή του στους σκοπούς του Κόμματος.
Χαρισματικός άνθρωπος που επιβαλλόταν  με την προσωπική του δουλειά χωρίς όμως  να δίνει τη δυνατότητα σε όλα τα στελέχη να αναπτύξουν δημιουργικά τη δική τους δουλειά . Όσο αυτός ήταν δίπλα τους όλα πήγαιναν καλά όταν όμως έλειπε τότε υπήρχε αποδιοργάνωση και αυτό ο Θανάσης Καρατζάς ομολογεί ότι το ήξερε καλά.

Η ιστορία του Καρατζά φθάνει στο τέλος της με την προδοσία που οδήγησε στη σύλληψη του πατέρα του Αντώνη και της Ελένης όταν αυτοί ήρθαν στην Αθήνα. Ο Αντώνης ψάχνει τον προδότη και όταν τον ανακαλύπτει,  τον σκοτώνει υποδεικνύοντας τον ως Πράχτορα της Γκεσταπό.
Από τότε πέρασαν χρόνια πολλά.
Η αφήγηση περνάει σε άλλο τόπο και χρόνο. Το δεύτερο μέρος της ιστορίας μας μεταφέρει στο Γράμμο, το 1947. Ο αφηγητής συνεχίζει σε α’ πληθυντικό πρόσωπο. Δεν είναι μόνος του, είναι μέρος του συνόλου, των μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού.
Εντυπωσιακά όμορφο φυσικό τοπίο που συνδέεται με τον αγώνα των μαχητών του ΔΣ. Ο Μπόσης αντιπαραβάλλει με εκπληκτικά δυνατό τρόπο το φυσικό τοπίο με το πολεμικό – αγωνιστικό. Εκεί που
«αχολογούσαν κουδούνια – κυπριά, γαυγίσματα , βελάσματα, φλογέρες , αχολογάνε τώρα η θύελλα του πολέμου και τα τραγούδια του αγώνα».
Οι μαχητές ατενίζουν τη σκλαβωμένη Ελλάδα από τις κορφές ψηλά αλλά νιώθουν το φύσημα του αέρα της λευτεριάς που έρχεται σαν μήνυμα ελπίδας αλλά και σαν προσκλητήριο αγώνα.
Με  πολύ παραστατικό τρόπο γεμάτο συμβολισμούς εικονογραφεί το δύσκολο αγώνα και τους αγωνιστές, που δίνουν συνεχείς μάχες στα βουνά , αλλά όσο περνάει ο καιρός τα πράγματα δυσκολεύουν καθώς οι υλικές δυνάμεις λιγοστεύουν.
Σ’ αυτό εδώ τον τόπο ξανασυναντούμε τον Αντώνη Πάντο. Έρχεται στο Γράμμο μαζί με μια ομάδα νέων ανταρτών από την Αθήνα και τον Πειραιά. Η μορφή του Αντώνη συνδέει το πρώτο μέρος της ιστορίας με το δεύτερο και το τρίτο. Είναι ο ήρωας που θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις. Μαζί του ο Ηλίας Τσουμάνης, ο Γρηγόρης Σακάς. Πρόσωπα με τη δική τους δράση και συμβολή στον αγώνα.
Άλλα δυο πρόσωπα επίσης θα παίξουν το δικό τους ρόλο σε άμεση συνάρτηση με τα παραπάνω. Είναι ο Πίδας και ο Νταλιάνης που αναλαμβάνουν να βοηθήσουν τους νεοσύλλεχτους να προσαρμοσθούν.
Την Πρωτοχρονιά του 1948 ο ένας από τους νέους , ο Ηλίας Τσουμάνης, φυλάει σκοπιά σ’ ένα υψωματάκι. Μικρές λεπτομέρειες συνθέτουν το τοπίο γύρω και επισημαίνεται η έλλειψη πυροβολικού που επιτρέπει στον αντίπαλο να κυκλοφορεί ανενόχλητος. Στη διπλανή σκοπιά μια κοπέλα με φουστάνι μέσα στο κρύο.
 Πρωτόγνωρη εμπειρία για τον Ηλία. Σκέφτεται την καινούρια ζωή που θα φέρει ο αγώνας, αλλά και τα γεγονότα που μεσολάβησαν τις τελευταίες τρεις εβδομάδες. Προσπαθεί να τα βάλει σε μια σειρά, να τα αναλύσει και να τα κρίνει. Στο νου του έρχεται η πρώτη επαφή με τους άλλους μαχητές και ο Μπόσης αφήνεται σε μια εκπληκτική περιγραφή του τόπου στηριγμένη στη λεπτομέρεια
 « στα κλαδιά κρέμονταν κρούσταλλα και το φως του ήλιου περνώντας απ’ αυτά σχιζόταν σε κόκκινο, πράσινο, γαλάζιο...»
Σκηνές μάχες περνούν από μπροστά του. Αποτυπώνεται η κάθε κίνηση, η κάθε στιγμή.
Θυμάται το ατάραχο και ανέκφραστο πρόσωπο του Αντώνη, το αινιγματικό χαμόγελο του Πίδα και τις απόψεις του Αντώνη για τη μάχη και το μαχητή. Ο Ηλίας σκέφτεται ότι σωστά ο μαχητής κρίνεται στη μάχη , αλλά ο μαχητής του ΔΣΕ πρέπει να έχει και γερό πολυβολείο και ραμμένο παντελόνι και να χορεύει λεβέντικα. Μέσα από τις αναμνήσεις των προηγούμενων ημερών έρχονται στην επιφάνεια διάφορα περιστατικά για τη λιποταξία, το ψωμί, τις στερήσεις. Αναστατώνεται και μπερδεύεται γιατί δεν μπορεί να καταλάβει ορισμένα θέματα όπως αυτό της λιποταξίας και της προδοσίας.
Κάποια στιγμή μέσα στην παγωμένη νύχτα ο Αντώνης συναντά τον Ηλία στη σκοπιά και συζητούν για όλα. Ο Ηλίας βγάζει τα σώψυχα του στον Αντώνη που είναι ομαδάρχης, φίλος , σύντροφος.
Η συζήτηση επιδρά ευεργετικά στον Ηλία και κυρίως όταν ακούει τον Αντώνη να του λέει με ήρεμο και νηφάλιο τρόπο:
«Ηλία, απάντησε αργά ο Αντώνης. Απ’ την πόλη βλέπαμε το ΔΣ όπως τον θέλαμε, εξιδανικευμένα. Εδώ στις αρχές είδαμε την επιφάνεια, τη λεπτομέρεια, κι όχι το βάθος, την ουσία, και κάπως τα χάσαμε. Είδαμε την καθημερινή ζωή, και κάθε μέρα ηρωισμοί δε γίνονται, αν και κάτω απ’ το καθημερινό, τ’ απλό και συνηθισμένο αν προσέξεις θα βρεις το δυνατό, το ηρωικό στοιχείο. Οι μαχητές του ΔΣ κάνουν θανάσιμη πάλη κι όσο πιο όμορφο και μεγάλο θάναι αυτό που θα κάνουνε τόσο πιο σκληρή, αδυσώπητη θάναι. Πολεμάνε με μπόρες και μπόρες, όχι μονάχα με τον εχτρό στη μάχη. Και η ουσία είναι πως νικάνε αυτές τις μπόρες , κάνουν ένα βήμα μπροστά και γίνονται καλύτεροι, έτοιμοι ν’ αντικρύσουν πιο σκληρή μπόρα. Και σ’ αυτή τη σκληρή πάλη επόμενο είναι ο παλιός κόσμος που μάχεται τον καινούργιο, οι δυσκολίες του αγώνα νάχουν επίδραση, επόμενο είναι να παρουσιάζονται κι οι ανάποδες πλευρές. Ηλία τέτια είναι η ζωή και πρέπει να τη βλέπουμε μ’ ανοιχτά μάτια. Δίπλα στον ήρωα κοιμάται κι ο προδότης. Ανάμεσα στους μαχητές που είναι έτοιμοι να τα δόσουν όλα και τα δίνουν καθημερινά και παντού ( όχι μόνο στη μάχη) ζει και ο λιποτάχτης».
Η ομάδα των νεοσύλλεχτων με αρχηγό τον Αντώνη βγάζει σε πέρας με επιτυχία την πρώτη της αποστολή. Το νέο διαδίδεται.
Μια ζωηρή συζήτηση στο πολυβολείο ανάμεσα στα αγόρια και τα κορίτσια δίνει την αφορμή να θιχτούν οι σχέσεις των δύο φύλων στο βουνό. Ένα ζήτημα λεπτό αλλά και ανθρώπινο. Ο Μπόσης με θάρρος και τόλμη αναφέρεται στους έρωτες και τις επιθυμίες  αυτών των ανθρώπων και την ανάγκη τους να αστειεύονται, να γελάνε , να πειράζονται σε στιγμές ανάπαυλας και χαλάρωσης από τη μάχη.
Η αποστολή της ομάδας του Αντώνη στα μετόπισθεν του εχθρού μέσα στην άνοιξη έχει τις συμβολικές της προεκτάσεις. Η άνοιξη δεν είναι όμορφη χωρίς τους ανθρώπους και τη δουλειά τους, χωρίς τη ζωντάνια των χωριών, τη σπαρμένη γη, τις φωνές των ανθρώπων, των ζώων, τα γέλια και τα τραγούδια. Η άνοιξη δολοφονήθηκε, η φύση είναι νεκρή.
Μέσα στο νεκρό τοπίο μόνες ζωντανές παρουσίες η γριά Σωτήραινα , τα δύο εγγονάκια της και οι τρεις γίδες της.
Η συνάντηση της ομάδας με τα παιδιά. Η εμφάνιση του Γρηγόρη Σακά με εγγλέζικη στολή τρομάζει τα παιδιά ενώ η τρυφερότητα του Ηλία δρα καταπραϋντικά.
Ακολουθούν σκληρές μάχες. Οι περιγραφές των μαχών γίνονται πάντα σε αντίθεση με την ομορφιά της φύσης που τραντάζεται από τα κανόνια, τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς και τα πυρά του πεζικού. Μέσα στο φλεγόμενο τόπο γίνονται προσπάθειες να κρατηθεί το ηθικό των νέων και άπειρων ψηλά . Εικόνες ζωντανές, παραστατικές, δραματικές γεμάτες ένταση βγαλμένες κυριολεκτικά από το πεδίο της μάχης στην πρώτη γραμμή και στα μετόπισθεν. Οι μαχητές πολεμούν με νύχια και με δόντια προσπαθούν να κρατήσουν τις θέσεις τους, τραυματίζονται αλλά δεν εγκαταλείπουν, ο ένας προσπαθεί να εμψυχώσει τον άλλον. Γυναίκες και άντρες με τη ψυχή στο στόμα, ο φόβος, το λύγισμα, η ενθάρρυνση. Άνθρωποι ήταν τρωτοί και εκεί βρίσκεται το μεγαλείο τους , στις  σωματικές και ψυχικές αντοχές τους
 Τα συναισθήματα ανάλογα της πορείας της μάχης, της άμυνας, της αντεπίθεσης.  Αγαλλίαση, συγκίνηση και χαρά όταν η μάχη διευθύνεται από χέρι έμπειρο, στιβαρό και ψύχραιμο και μοιάζει πανηγύρι. Αγωνία και τεντωμένα νεύρα όταν το χέρι είναι άπειρο, άστοχο και νευρικό. Η μάχη τότε δεν μοιάζει πανηγύρι.
Καταιγιστική δράση , σχεδόν κινηματογραφική τεχνική. 
Πολύ συγκινητική η ατμόσφαιρα. Οι μαχητές δεν ξεκουράζονται καθόλου. Το πρωί πολεμούν με τις υπέρτερες δυνάμεις του εχθρού και το βράδυ οχυρώνουν τις θέσεις τους. Συγκλονιστική η στιγμή που
 « από κάποιο βράχο μια γλυκιά πλούσια φωνή κοριτσιού σκορπάει κύματα – κύματα το τραγούδι: Στη βρύση τη βουνήσια κοντά είν’ η φλαμουριά. Ο λόγγος και τ’ αγρίμια, εμείς κι οι μπουραντάδες, απολαμβάνουμε το τραγούδι. Από κάποιο τσουγγάρι ο τηλεβόας κηρύχνει τη συναδέλφωση.
Τούτοι οι άνθρωποι όλη μέρα πολεμούσαν και τώρα δουλεύουν και τραγουδάνε. Τούτοι οι άνθρωποι στέλνουν μήνυμα συναδέλφωσης σε κείνους που τους στέλνουν το θάνατο. Η κοπέλα με την υπέροχη φωνή  αύριο ίσως να μη ζει. Και τούτη η όμορφη νύχτα ήρθε ύστερα από μια κολασμένη μέρα»
Πολύ ζωντανές οι εικόνες και στα μετόπισθεν. Μάχη για το ψωμί, το νερό, για τους τραυματίες και τα πυρομαχικά, για τις εφεδρείες και τα τουφέκια. Οι γυναίκες τραυματιοφορείς, οι μεταγωγικοί. Ένταση, κίνηση, παλμός .
Τιτανομαχία. Ζέστη, δίψα, χωρίς ανάσα, επίθεση, αντεπίθεση, έφοδοι και κυνηγητό.
Ακούμε τον αχό της μάχης, το βόμβο των αεροπλάνων , το σφύριγμα των οβίδων, το κροτάλισμα των πολυβόλων, το αγκομαχητό, την αγωνία, το σούρσιμο πάνω στο χώμα.
Στο μεταξύ θίγονται, σχολιάζονται οι παραφουσκωμένες πληροφορίες για τον αριθμό των νεκρών , το αποτέλεσμα της μάχης διότι «  σκοτώνουν την αμοιβαία εμπιστοσύνη και προκαλούν σύγχυση»
« Να σκοτώνετε με σφαίρες όχι με το μολύβι».
Μέσα σε αυτό τον ορυμαγδό ρίγος προκαλεί το σημείωμα του Ηλία που κυκλοφορεί χέρι το χέρι και μιλάει για το αύριο και προβληματισμό η  εμπάθεια στο πρόσωπο του Αντώνη από ορισμένους μαχητές.
Σκληρές μάχες σε όλα τα μέτωπα. Ελλείψεις όπλων και ανδρών κάνουν την κατάσταση δραματική.
Ο θάνατος του Ηλία γίνεται η αφορμή για ένα μονόλογο – υπόσχεση  για συνέχιση και εκδίκηση από τον Πίδα
«...Αδελφέ μου Λιάκο, κοιμήσου ήσυχα και μεις θα εκδικηθούμε!»
Η αγριάδα της μάχης , ο θάνατος των συντρόφων γίνονται ακόμη πιο οδυνηρά όταν στη γειτονική Λαϊκή Δημοκρατία η ζωή ακολουθεί άλλους ρυθμούς και οι άνθρωποι ελεύθεροι κτίζουν τη νέα κοινωνία.
Ένας νέος εχθρός κάνει την εμφάνισή του, η κούραση και η αϋπνία. Ύπουλος και αδυσώπητος παραλύει με τη δύναμη του τη θέληση των μαχητών
Στο Γράμμο δεν ήταν όλα και όλοι όπως φαίνονταν. Πράχτορες του εθνικού στρατού δρούσαν ανάμεσα στους αντάρτες και σύνδεσμοι των ανταρτών μέσα στον εθνικό στρατό. Η δράση τους αποκαλύπτεται με τη σύλληψη του Γρηγόρη Σακά.
Ο Σακάς μπροστά στο διοικητή και το χαφιέ υπερασπίζεται το Κόμμα, τη Σοβιετική Ένωση, την Ελλάδα , την ειρήνη. Αναλύει μάλιστα τις δυο μορφές πάλης για την ειρήνη, εκείνη που επιβάλλουν οι αμερικάνοι, και την άλλη που προσπαθούν να επιβάλλουν οι λαοί. Υμνεί το Στάλιν ως υπερασπιστή της ειρήνης και του σοσιαλισμού. Οι άλλοι τον χλευάζουν και τον κατηγορούν για προπαγάνδα. Εκείνος ανυποχώρητος απαντάει.
Τον βασανίζουν, του ζητούν να υπογράψει . Υπαγορεύει ένα κείμενο για το Στάλιν, τους κομμουνιστές, την υπόθεση του κομμουνισμού και υπογράφει με το αίμα του. Τον ξαναβασανίζουν και για μια τελευταία φορά του ζητούν να γίνει δικός τους. Αυτή τη φορά προβάλλοντας του τον πειρασμό της άνοιξης, την ομορφιά της ζωής και της νιότης. Ο Σακάς διακηρύττει πίστη στον αγώνα και στο κομματικό καθήκον. Τον πιέζει συναισθηματικά αναφερόμενος στον πόνο της μάνας  και των αδελφών του. Αντιτείνει την περηφάνια τους.
Τελικά τον εκτελούν .Απέναντι του ο σύνδεσμος – σύντροφος στο στρατό. Επικοινωνούν με τα μάτια.
Ίσως το περιστατικό αυτό να έχει υπερβολή ως προς την αντίδραση και τη μαχητικότητα του Σακά μπροστά στους βασανιστές. Νομίζω όμως ότι ο Μπόσης κτίζει το χαρακτήρα του Σακά με αυτό τον τρόπο γιατί θέλει να προβάλει τον ηρωισμό, τη δύναμη, τη θέληση και την αυτοθυσία για τα ιδανικά του κομμουνισμού που ταυτίζει με την ελευθερία της πατρίδας και τον αγώνα για καλύτερες μέρες. Δίνει την εικόνα του αγωνιστή που δεν προδίνει τον αγώνα του, την ιδεολογία του, το Κόμμα, τους συντρόφους του. Δεν πουλάει τη συνείδησή του για να σώσει τη ζωή του. Με τόλμη υπερασπίζει τις ιδέες του, αρνείται θαρραλέα να συνεργαστεί με τους αντίπαλους γιατί
 « Άμα  ο κομμουνιστής πάψει να παλαίβει τότε πεθαίνει».
 Γι’ αυτό λειτουργεί σαν σύμβολο και ξεφεύγει από τα όρια της  ρεαλιστικής αποτύπωσης.
Αυτό το επεισόδιο με το Σακά σφηνώνεται, εγκιβωτίζεται κατά κάποιο τρόπο μέσα στην ιστορία, γιατί παρεμβάλλεται ενώ είναι σε εξέλιξη η συνάντηση του Αντώνη με τον σύνδεσμο και τον Πίδα στη σκηνή.
Με την αποκάλυψη του πράχτορα  και το διάλογο που ακολουθεί θίγεται το ζήτημα της ιδεολογικής δουλειάς , της μόρφωσης.
Ο Μπόσης με αυτό τον τρόπο θέτει τα ζητήματα της ποιότητας της ιδεολογικής δουλειάς που ο στόχος πρέπει να είναι η διαμόρφωση της συνείδησης , η συνειδητή πειθαρχία , η αλλαγή του ανθρώπου στο καλύτερο.
 « Δίπλα στο ντουφέκι να υπάρχει το βιβλίο»
Παράλληλα γίνονται συζητήσεις για την έκκληση συναδέλφωσης προς τους φαντάρους.
Σχολιάζονται οι σχέσεις των αντίπαλων στρατών, οι φαντάροι του μοναρχοφασιστικού στρατού και το μίσος που νιώθουν οι μαχητές γι’ αυτούς από τη στιγμή που εξυπηρετούν  τα αμερικανικά συμφέροντα.
Έτσι ο αγώνας ξεφεύγει από τα στενά εθνικά όρια και αναφέρεται στην  ηρωική πάλη των λαών . Όμως ο ομαδικός ηρωισμός των λαών εξαρτάται από τη συνειδητοποίηση και την ιστορική αναγκαιότητα. Ο στόχος είναι το κτίσιμο του νέου κόσμου  με ειρήνη, δημοκρατία και σοσιαλισμό.
« Οι σταλαματιές του εθνικισμού πέφτουν στο κρασί του διεθνισμού και το ξυνίζουν»
Οι επιθέσεις του εθνικού στρατού και το ξεκλήρισμα , ο αφανισμός ολόκληρων χωριών φέρνει στο προσκήνιο το θέμα του παιδομαζώματος. Η τακτική αυτή του στρατού και του κράτους οδηγεί στην « εξόντωση του παιδιού» . Για την επίτευξη αυτού του στόχου ενεργοποιούνται όλα τα μέσα: η Φρειδερίκη, οι βόμβες, τα στρατόπεδα, οι ομαδικές σφαγές, τα ναρκοπέδια, η πείνα.
Στο περιστατικό με το αετόπουλο, τον Γιαννάκη,  τονίζεται η θυσία των παιδιών, η προσφορά τους και η σκληρότητα με την οποία αντιμετωπίζονταν.
Επανέρχεται στη δράση η Σωτήραινα που παρουσιάζεται να φροντίζει τα παιδιά που μάζεψε από κατεστραμμένα χωριά και αποφασίζει να τα πάει μόνη της στους αντάρτες. Η Σωτήραινα θυσιάζεται για να σώσει τα παιδιά.
Ο Μπόσης δεν παραλείπει να αναφερθεί με την παρένθετη  ιστορία του φαντάρου – τραυματία στα μετόπισθεν των μαχών και το δράμα των οικογενειών των στρατευμένων στον κυβερνητικό στρατό.
« Ήρωες – δειλοί» χαρακτηρίζονται από το στόμα δικών τους ανθρώπων, που πολεμούν «ηρωικά» ανθρώπους που δεν έκαναν τίποτα αλλά δεν έχουν τη δύναμη να πολεμήσουν εκείνους που κατέστρεψαν τις οικογένειες τους και τις βούτηξαν στη φτώχεια.
Μπροστά στο ξεκληρισμένο χωριό σκέψεις και συναισθήματα δοσμένα με τη δύναμη αντιθετικών περιγραφών. Το χωριό σε ειρηνικές μέρες με τη ζωντάνια του, την καθημερινότητα των ανθρώπων και το χωριό ερειπωμένο από τον πόλεμο και τις επιθέσεις.
Σε κάθε στιγμή ο αφηγητής προσπαθεί να αναδείξει το διαφορετικό πρόσωπο των μαχητών, την ανθρώπινη συμπεριφορά. Η συμπεριφορά στους αιχμαλώτους πρέπει να είναι υποδειγματική
 « ξέρω πώς είσαι άνθρωπος χαζός μα άνθρωπος χωρίς τουφέκι και λαβωμένος»
και επιπλέον
 « έχουμε ο καθένας μας τους δικούς μας πόνους απ’ τα χέρια των μοναρχοφασιστών. Μα πάνω απ’ αυτούς φέρνουμε στις πλάτες μας τους καϋμούς και τους πόνους του λαού μας, τα συμφέροντα του έθνους. Και μπροστά σ’ αυτούς οι δικοί μας πρέπει να παραμερίζονται. Νερό εμείς στο μύλο της μοναρχοφασιστικής προπαγάνδας δεν θα ρίξουμε».
Η οχύρωση πήγαινε καλά. Οι μαχητές χαίρονται. Νιώθουν έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τον εχθρό. Υπήρχαν όμως ελλείψεις.
Ο εχθρός είχε μελετήσει τα προβλήματα διάταξης, οχύρωσης και εφεδρειών.
Αρχές Αυγούστου αρχίζουν οι σκληρές μάχες.  Οι τελευταίες μάχες στο Γράμμο. Λεπτομερείς και πάλι οι περιγραφές. Μετωπική επίθεση του εθνικού στρατού. Αεροπορία και πυροβολικό καίνε τον τόπο.
« Κείνο που έγινε σε κείνα τα υψώματα ήταν βαθιά συγκινητικό, δυνατό, απίστευτο. Πρόχωμα στη φωτιά και στο σίδερο, γυμνά στήθια. Λίγοι αντίκρυ σε κοπάδια»
« να’ χεις στο νου σου ένα: να κρατήσεις όσο μπορείς περισσότερο και να μην πιαστείς ζωντανός»
«Με σπαραγμό και πόνο κι αγανάκτηση οι μαχητές αφήνουν τα οχυρά. Η εξέλιξη κρίθηκε βασικά από την καταπληκτική υπεροχή των δυνάμεων του εχθρού.
20 Αυγούστου. Έστω κι ένας να μείνει ο εχθρός δεν πρέπει να περάσει. Η διαταγή έλεγε: Να μην περάσει ο εχτρός. Κρατήστε με κάθε θυσία. Οι μαχητές τόμαθαν κι αποφάσισαν.
Απ’ το πρωί μάχη. Μάχη φοβερή, αιματηρή. Σωστή κόλαση. Μάχη και στην πρώτη γραμμή και πίσω. Μάχη μ’ όλα τα μέσα.»
Φοβερές ακουστικές και οπτικές εικόνες.
« Νομίζω πως ανέβηκαν σκαλοπάτι σκαλοπάτι και φτάσαν σήμερα σε κείνο το σημείο που ο άνθρωπος και ζωντανός γίνεται σύμβολο.»
« Δυο άνθρωποι πολεμάνε δυο αεροπλάνα»
« Ας πολεμήσουμε έτσι που αύριο, όποιος θα περνάει από τούτη την κορφή να λέει; Εδώ πολέμησαν μαχητές του ΔΣ και πολέμησαν σαν άξια παιδιά της Ελλάδας, σαν καλοί κομμουνιστές
Και με το χαλασμό της μάχης ανακατεύτηκε το τραγούδι
« Εμπρός της γης οι κολασμένοι»
« Όλοι τους παιδιά που δεν πρόφτασαν να χαρούν τη ζωή. Άνθρωποι που σε κανέναν δεν έκαναν κακό. Μόνο που θέλαν να χαίρονται τις ομορφιές και τ’ αγαθά της γης , τον ήλιο , τον αέρα.»
«Σ’ ένα χωριό της γειτονικής Λ. Δημοκρατίας ανάψαν τα φώτα. Κάποιος τραγουδούσε στην καλή του. Χαιρέτησε στρατιωτικά. Και στην ήσυχη νύχτα απλώθηκε απαλά « Επέσατε θύματα αδέρφια εσείς...»
Έπειτα ανατίναξε το πολυβολείο.»
Με λόγια λιτά, γεμάτα ψυχικό σθένος αλλά και πόνο προβάλλει η ηρωική μορφή του μαχητή που κρατάει με κάθε θυσία τη θέση του , γαντζωμένος μεταξύ ζωής και θανάτου, φθοράς και αφθαρσίας , θανάτου και αθανασίας.

«Στην ψηλότερη κορφή ο Πίδας κάθεται δίπλα στον Αντώνη.
Τα τελευταία λόγια του Αντώνη στον Πίδα. Τα δακρυσμένα μάτια του Πίδα. Ο ΔΣ κάνει τον ελιγμό για το Βίτσι. Ο Πίδας με σπαραγμό για το διοικητή που πέθνησκε , για το Γράμμο που πατήθηκε
-Αντώνη ανέβηκαν στο Γράμμο
- Ας ανέβηκαν Πίδα
ΕΜΕΙΣ ΘΑ ΝΙΚΗΣΟΥΜΕ!»
Ο Κώστας Μπόσης έγραψε το ΕΜΕΙΣ ΘΑ ΝΙΚΗΣΟΥΜΕ το 1953 και ενώ βρισκόταν στην πολιτική προσφυγιά. Μαχητής ο ίδιος του Δημοκρατικού Στρατού στο Γράμμο είχε προσωπική εμπειρία των σκληρών μαχών και της αυτοθυσίας των μαχητών μπροστά σε υπέρτερες δυνάμεις. Το Εμείς θα νικήσουμε δεν είναι ένα χρονικό. Είναι  μια νουβέλα χωρισμένη σε τρία μέρη , τα οποία αρχικά μπορεί να φαίνονται ασύνδετα μεταξύ τους όμως όσο προχωρεί η ανάγνωση καταλαβαίνουμε ότι τα συνδέει μεταξύ τους η ζωή και η δράση του βασικού ήρωα, Αντώνη Πάντου.
Ο ίδιος υποστηρίζει ότι τα  πρόσωπα και τα γεγονότα είναι αληθινά όμως η χρονολογική σειρά και μερικές τοποθεσίες είναι κάπως αλλαγμένες. Στήνει ουσιαστικά μια ιστορία που έχει στόχο να προβάλει τον ηρωικό αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού και μέσα από το πλάσιμο των χαρακτήρων να προβληματίσει αλλά και να επισημάνει τα τεράστια προβλήματα που αντιμετώπισαν αυτοί και τις αντίξοοες συνθήκες μέσα στις οποίες πολέμησαν χωρίς να λείπουν οι προσωπικές και ιδεολογικές συγκρούσεις.
Δεν παραθέτει τα γεγονότα σε μια επίπεδη σειρά ούτε με αυστηρή χρονολογική προσέγγιση. Η κύρια αφήγηση περιέχει και άλλες αφηγήσεις οι οποίες εγκιβωτίζονται με τη αναδρομική ή πρόδρομη μορφή. Αυτό σημαίνει ότι μια αφήγηση ξεκινά και λίγο μετά διακόπτεται για να συνεχίσει μια άλλη. Με αυτό τον τρόπο πολλές μικρές ιστορίες πλαισιώνουν τη βασική ιστορία σε παράλληλες ή διασταυρούμενες σειρές. Αυτή η τεχνική εμπλουτίζει το κείμενο και επιπλέον ο αναγνώστης παίρνει τις πληροφορίες του για το χώρο και το χρόνο, τα πρόσωπα και τα γεγονότα. Όσο προχωρά η αφήγηση παρακολουθούμε τα περιστατικά εκείνα που οδηγούν σε ανατροπή τη ζωή του βασικού ήρωα και των άλλων προσώπων και κατευθύνουν τη δράση του. Αρκετές είναι οι φορές που ο συγγραφέας – αφηγητής παρεμβαίνει και σχολιάζει διάφορα κοινωνικά και πολιτικά γεγονότα, ιδέες και πρακτικές είτε θέλοντας να μας προβληματίσει είτε για να εκφράσει ό ίδιος την άποψη του.
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του έργου είναι οι περιγραφές. Ο Μπόσης χειρίζεται με μεγάλη μαστοριά τις περιγραφές του. Θα έλεγε κανείς ότι λεπτουργεί.  Επιμένει στη λεπτομέρεια και με πολύ μεγάλη δεξιοτεχνία, επενδύει στις αντιθέσεις με κυρίαρχη εκείνη ανάμεσα στο φυσικό τοπίο και το πολεμικό. Παρεμβάλλει τις περιγραφές ανάμεσα στα αφηγηματικά μέρη και μας βοηθάει να φανταστούμε το σκηνικό μέσα στο οποίο δρουν οι ήρωες του. Ορισμένες φορές οδηγούν από τη μία αφήγηση στην άλλη και ορισμένες φορές πάλι επιβραδύνουν την δράση κάνοντας μας να αναμένουμε αυτό που πρόκειται να συμβεί.
Ανάμεσα στα αφηγηματικά μέρη και τις περιγραφές σε μεγάλη έκταση χρησιμοποιεί  τους διαλόγους αλλά και τους μονολόγους. Αυτές οι δύο οι τεχνικές όχι απλά φωτίζουν τις ιστορίες και τους χαρακτήρες των ηρώων αλλά ζωντανεύουν στην κυριολεξία το κείμενο και προκαλούν συγκίνηση και δυνατά συναισθήματα.

Ένα έργο που κατορθώνει να αποτυπώσει με τη δύναμη του γραπτού λόγου στιγμές από το μεγαλείο του Γράμμου και να μεταδώσει ένα αίσθημα  αισιοδοξίας μέσα από τα τελευταία λόγια του ετοιμοθάνατου Αντώνη «ΕΜΕΙΣ ΘΑ ΝΙΚΗΣΟΥΜΕ!».Οι μάχες χάνονται, οι άνθρωποι σκοτώνονται, αλλά οι ιδέες  και τα όνειρα για τα οποία αγωνίστηκαν αυτοί οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν. Εξακολουθούν να ζουν και να οδηγούν τα όνειρά μας. 



Κώστας Πουρναράς ( Μπόσης), ΕΜΕΙΣ ΘΑ ΝΙΚΗΣΟΥΜΕ , Εκδοτικό" Νέα Ελλάδα" 1953

Το βιβλίο σε ηλεκτρονική μορφή εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου