Απ' τα μετόπισθεν
Ωραίοι
καβαλάρηδες
πέρασαν
με τα κόκκινα άλογά τους,
ο
πιο ωραίος μ' ένα μαύρο,
ο
ακόμη πιο ωραίος μ' ένα λευκό.
Κορίτσια
στα μπαλκόνια
τους
πέταξαν λουλούδια.
Ωραίες
γυναίκες ξεπλέξαν τα μαλλιά τους.
Μέσα
στα σπίτια λάμψαν οι καθρέφτες.
Οι
οπλές των αλόγων δοξάσαν τον ανήφορο.
Η
σκόνη στο βάθος του ηλιογέρματος
έπλασε
ένα Άγγελο. Εγώ, απαρατήρητος,
μάδησα
ένα φτερό του Αγγέλου
και
σας γράφω χαρούμενος τη λύπη μου.
Αναδρομή
Σαπουνόνερα,
λάσπη, αγριόχορτα,
σημαδεμένοι
τοίχοι –
πόσοι
εκτελεσμένοι.
Τα
κουμπιά απ’ τα σακάκια τους,
απ’
τα πουκάμισά τους,
μαζεμένα
σ’
ένα κουτί σιδερένιο,
κουδουνίζουν
τις νύχτες.
Ράβω,
ξεράβω στίχους
να
τους κουμπώνω ως το λαιμό
μη
μου κρυώσουν,
μη
και μου ξεχαστούνε,
μην
ξεχαστώ μαζί κι εγώ.
Κρίση
Καιρός
ναυτίας, - έλεγε –
δηλώσεις,
τυμπανοκρουσίες, μετέωρα επίθετα,
νύχτες
βαθιές, ξαγρυπνισμένες
μπροστά
σ’ έναν τεράστιον ουρανό, απόρθητον
από
έλλειψη ενδιαφέροντος.
Έχω
– είπε –
ένα
χρυσό μαχαίρι. Δεν ξέρω
σε
ποιον να το χαρίσω,
δεν
ξέρω πού να το καρφώσω.
Τ’
άφησε στο τραπέζι.
Ύστερα,
αφηρημένος, άρχισε να κόβει
τα
φύλλα ενός βιβλίου, ακούγοντας έξω
τα
βήματα των δυο πλανόδιων μουσικών.
Παραπλανητικό
Η
σιωπηλή αθωότητα της άγνοιας. Πόσες
διαδοχικές αναιρέσεις, σφαλερές διαισθήσεις.
Κοιτούσες
το βουνό, το ποτάμι, το σύννεφο.
Τα
ωραία κορίτσια χάθηκαν στον κήπο
πίσω
από πανύψηλα χρυσάνθεμα. Η νύχτα
διαστέλλονταν
πάνω απ’ την πόλη. Κι εσύ
απόμεινες
ασάλευτος μέσα στο διχασμό σου,
έχοντας
μόνο σου άλλοθι ένα άστρο.
Τ’
άσπρα βότσαλα
Ετούτα
τ’ άσπρα βότσαλα στο γυμνό σου τραπέζι
λάμπουν
στον ήλιο. Κανένας δε μαντεύει
από
ποιους βυθούς ανασύρθηκαν. Κανένας
δεν
υποπτεύεται με τι ριψοκίνδυνες
καταδύσεις
τ’ ανέβασες` με τι
στερήσεις
κι αρνήσεις τ’ απέσπασες
από
τα νύχια κοραλλόδεντρων και βράχων. Γι’ αυτό
λαμποκοπούν
τόσο λευκά με τη σεμνή τους περηφάνια
ν’
αποσκεπάζουν το σκοτάδι της καταγωγής τους και ποτέ
να
μη σε μαρτυρήσουνε την ώρα της Μεγάλης Δίκης.
Γιάννης
Ρίτσος, Υπερώον, Κέδρος 2013
Η Έρη Ρίτσου σημειώνει:
Υπερώον. Μια ανέκδοτη συλλογή του Γιάννη
Ρίτσου. Μία απ’ τις πολλές, σχεδόν
πενήντα, που άφησε πίσω μετά το θάνατό του, ολοκληρωμένες, έτοιμες για
έκδοση. Ορισμένες από αυτές εκδόθηκαν αμέσως μετά στον τόμο Αργά, πολύ αργά
μέσα στη νύχτα και κάποιες άλλες συμπεριλήφθηκαν αργότερα στους τόμους Ποιήματα
που ακολούθησαν, με καθαρά χρονολογικά κριτήρια.
Στο
διάστημα που προηγήθηκε, μετά την ανακοίνωση αυτής της έκδοσης, δέχτηκα διάφορα
ερωτήματα σχετικά. Δύο είναι τα κυρίαρχα: Γιατί αυτή η συλλογή – ή και πολλές
άλλες – δεν είχε εκδοθεί στη διάρκεια της ζωής του Ρίτσου; Γιατί η αυτόνομη
έκδοση αυτής της συγκεκριμένης συλλογής τώρα;
Είναι
γνωστό - ή τουλάχιστον εγώ το έχω
ξαναπεί – πως ο Γιάννης Ρίτσος θεωρούσε την ποίηση τόσο απαραίτητα για την
ύπαρξή του, όσο και την αναπνοή του. Έγραφε λοιπόν καθημερινά, ώρες πολλές, κι αυτό
είχε σαν αποτέλεσμα μια τεράστια ποιητική παραγωγή. Τρεις και τέσσερις και
πέντε ή και περισσότερες ποιητικές συλλογές μέσα σ’ ένα χρόνο είναι λογικό πως
για λόγους πρακτικούς δεν θα μπορούσαν να εκδοθούν στη διάρκεια του έτους
γραφής τους. Ούτε οι εκδότες του μα ούτε και το αναγνωστικό κοινό θα μπορούσαν
να παρακολουθήσουν μια τέτοια παραγωγή. Αναγκαστικά λοιπόν έπρεπε να επιλέξει
τι θα εκδοθεί και τι όχι.
Οι
επιλογές του δεν είχαν χαρακτήρα « αυτολογοκρισίας», όπως έχω ακούσει να
λέγεται, αλλά εξαρτιόταν από τη διάθεσή του την εκάστοτε περίοδο και από τη
συγκυρία.
Η
συλλογή Υπερώον, γραμμένη στα μέσα της δεκαετίας του 1980, αποτελείται από
ποιήματα αυτοβιογραφικά, που ταυτόχρονα αντανακλούν το κοινωνικό περιβάλλον
μέσα στο οποίο δημιουργήθηκαν. Εποχή κρίσης ηθικής τα χρόνια εκείνα, δεν μπορεί
παρά να έχει συνάφεια με την κρίση την οικονομική που βιώνουμε ως συνέπεια και του ηθικού εκείνου ελλέιμματος που,
ανάμεσα σε άλλα, προετοίμασε το έδαφος για το σήμερα. Τα ποιήματα αυτά είναι,
νομίζω, με τον τρόπο τους επίκαιρα, και για τούτο θεώρησα πως θα άξιζε να
αποδοθούν στο κοινό σε μια αυτόνομη έκδοση.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου