Πέμπτη 26 Ιουνίου 2014

Το έκτο δάχτυλο



...Είναι μια λεπτομέρεια στην ιστορία του Μάξιμου και δεν την είδαν οι ιστορικοί. Καταχωνιασμένη μέσα σε πάρα πολλά που μάζεψαν τόσοι αιώνες, δεν μπορούσε να την δει άλλος από το μυθιστοριογράφο.
Γυρίζουμε λοιπόν πίσω στη μονή του Σίμωνος, τη σκοτεινή νύχτα που πήγαν οι στρατιώτες του πρίγκηπα και πιάσαν τον καλόγερο. Ο Αποσπασματάρχης, αφού είπε να του δέσουν τα χέρια με το λυτάρι, που προνόησε να πάρει από το στρατώνα, βάλθηκε να ψάχνει προσεχτικά το κελί. Τα κοίταξε όλα μόνος του. Αναποδογύρισε το κρεβάτι, τίναξε τα στρωσίδια, έχωσε το χέρι του στην κασέλα του καλόγερου, ψαχούλεψε και το ράσο του. Έπειτα πήρε και τα βιβλία, τ' άνοιξε , τα τίναξε ένα - ένα. Τίποτα! Ήθελε να βρει το Σατανά, με τον οποίο συνομιλούσε εδώ μέσα ο καλόγερος. Έμπειρος στρατιωτικός, από τους άριστους υπαξιωματικούς της σωματοφρουράς του Βασιλείου, ο επιλοχίας δεν αποθαρρύνθηκε. " Το παράθυρο είναι κλειστό - σκέφτηκε - κι από την πόρτα δε μπορεί να' φυγε, γιατί αποκεί μπήκαμε εμείς. Λοιπόν, αφού δεν είναι πουθενά, είναι μέσα του! και διάταξε τους ανθρώπους του:
- Κοπανάτε τον όσο το λέει η περδικούλα σας!
Κι ο ίδιος στάθηκε παράμερα με το σπαθί γυμνό, Μιχαήλ αρχάγγελος. Το μάτι του το κάρφωσε στο στόμα του καλόγερου - με το που θα πεταγόταν από μέσα ο Σατανάς, εκείνη ακριβώς τη στιγμή θα χυνόταν αστραπή απάνω του ο Αποσπασματάρχης, θα τον έκοβε στα δυο.
Έτσι άρχισαν τα μεγάλα βάσανα του Μάξιμου του Γραικού στη Ρωσία. Ο Σατανάς τη νύχτα εκείνη δε βγήκε. Τα ξημερώματα, μόλις λάλησε το πρώτο κοκόρι, ο Αποσπασματάρχης αναστενάζοντας έβαλε το σπαθί στη θήκη.
- Καλόγερε, είπε, ο Σατανάς είναι βαθιά μπασμένος μέσα σου και θα παιδευτείς πολύ, δε θα βγει δια μιας αλλά σιγά - σιγά μαζί με την ψυχή σου.
Έτσι κι έγινε. Ο Μάξιμος έζησε άλλα τριάντα δύο χρόνια στη Ρωσία, πέρασε πολλά, πρώτα χτισμένος στα πέτρινα θηκάρια του Κρεμλίνου, έπειτα στα βαθιά υπόγεια της μονής του Ιωσήφ, όπου ο ηγούμενος Νήφων το πήρε απάνω του μαζί με δυο άλλους φιλότιμους γέροντες να βγάνουν από λίγο - λίγο το Σατανά από μέσα του. Τα ίδια κατόπιν στη μονή Ότροτς στην πόλη Τβιέρη. Εκεί έμεινε είκοσι χρόνια, τα πρώτα δέκα σ' ένα βαθύ λάκο, όπου οι καλόγεροι τον μπούκωσαν με φωτιές και καπνούς, τον ετοίμαζαν για τα χειρότερα που είχε να τραβήξει κατόπιν στην Κόλαση, αν δεν κατάφερναν οι ίδιοι να τον εξαγνίσου μέχρι τότε.
Μα το κατάφεραν. Όταν ένα δειλινό του 1556 ο καλόγερος έκλεισε τα μάτια στη Μεγάλη Λαύρα της Αγίας Τριάδας, η μανία είχε ξεθυμάνει κι ο εξαγνισμός τελειωθεί - η εκκλησία τον απάλλαξε σιωπηρά από τις κατηγορίες, κατόπιν με τον καιρό έγινε κι άγιος. Finis coronat opus. Μες στο ευτυχισμένο της τέλος η ιστορία του Μάξιμου κρατάει για τον καθένα μια δικαίωση. Όλα χρειάζονταν για να γίνει αυτό που έγινε. Δεν πήγαν άδικα κι όσα πάσχιζαν με όρεξη και καρδιά επί τόσα χρόνια αυτοί που συνέχισαν το έργο του Αποσπασματάρχη.
Να τώρα η αξιομνημόνευτη λεπτομέρεια:
Ενώ δέκα και πλέον καλοταϊσμένοι άντρες της ανακτορικής φρουράς τον είχαν από κάτω και του τραβούσαν με χέρια και πόδια το πρώτο εκείνο χειροτόνημα στην τάξι των αγίων, ο καλόγερος δε σκέφτηκε να φωνάξει, ούτε να εκλιπαρήσει κανέναν, ούτε να κλάψει. Δε σκέφτηκε ούτε να προσευχηθεί - ποιος να τον άκουγε τέτοια ώρα; Παλιός θαλασσοπόρος, σκέφτηκες το κουπί του. Άμα κατόρθωνε να γλιτώσει το κουπί, τα γλίτωνε όλα. Ας του κάμουν ό,τι θέλουν απόψε τα διαμόνια. Οι σίφουνες κι οι θαλασσοκολώνες ας σηκώνονται αδιαπέραστο δάσος γύρω του κι ας ακουμπίσουν μακάρι στον ουρανό - δεν τον μέλλει. Όλα τα μαρτύρια θα μπορούσε να τα σηκώσει, φτάνει να μη χάσει το έκτο δάκτυλό του. Μέσα στο έκτο δάκτυλο ήταν το παν - το κουπί, η βάρκα και το πανί, ο ζέφυρος που θα ψυχώνει το σκάφος, το κοντάρι που θα γκρεμίζει κάτω τα θηρία, το άστρο που θα του φέγγει, το μπαστούνι του να περπατεί τις στράτες, μ' ένα λόγο τα πάντα για τη σωτηρία του βρίσκονταν εκεί. Αν μες στη σύγχυση χαθεί το έκτο δάκτυλο του, τα έχασε τότε όλα αυτά...
Κι ενώ λοιπόν οι στρατιώτες - μαζί με τους στρατιώτες φιλοτιμήθηκαν και μερικοί καλόγεροι - τον δέρναν όπως μπορούσαν, ο καλόγερος τέντωνε την όρασή του. Δυσκολευόταν να βλέπει , τον εμπόδιζαν τα αίματα, τα πριξίματα, τα πόδια των στρατιωτών.
Τελοσπάντων το είδε. Ήταν δίπλα στο πόδι του τραπεζιού. Εκατό φορές είχε κοιτάξει κι εκεί, δεν το είχε δει. Τώρα το έβλεπε, ήταν εκεί! Κάποια κλωτσιά θα το πέταξε δω πέρα, όπως τον πετούσαν και τον ίδιον, μια εδώ και άλλη εκεί. Βλέποντάς το αναθάρρεψε, αγάλλιασε η ψυχή του. " Τώρα χτυπάτε όσο θέτε, δε με μέλλει..." - είπε και σφίγγοντας τα σπασμένα του δόντια, γλίστρισε χέλι μες στο σωρό τα ποδάρια, άπλωσε, το πήρε! Το σφήνωσε γερά εκεί που ήταν η θέση του, ανάμεσα στ' άλλα του δάχτυλα. Και το μεγαλύτερο κατόρθωμα της ζωής του, αν έκανε κι αυτός ένα κατόρθωμα, ήταν τούτο ακριβώς, ότι έτσι σφηνωμένο μπόρεσε να το κρατήσει παντού όπου τον πήγαν, μέσα σε όλα που έπαθε. Εκείνοι τον δέρναν κι αυτός συλλογιζόταν την ελπίδα του, το έκτο δάκτυλό του. Το αίμα που έρεε από τις πληγές, το έκανε μελάνη. Τις κάπνες από τις φωτιές που άναβαν να τον πνίξουν , τις ανακάτευε με το σάλιο του και - τι νάκανε; - με το βρώμικο ζουμί του. Χαρτί είχε τις απαλάμες του, τους τοίχους, τα πατώματα, τις οροφές. Βρέθηκαν και πονετικοί καλόγεροι, τον προμήθευαν φυλλάδια και γνήσια μελάνη.
Δεν είχε όμως αξία πού έγραφε κάθε φορά, αρκεί ότι έγραφε. 
Ένιωθε μεγάλη ανάγκη κάτι να βγάζει από μέσα του - όχι το σατανά, όπως του έλεγαν οι κακοί και κοντά σ' αυτούς οι ανίδεοι.
Ήταν ο Πόνος και η Σκέψη. Πόνος και Σκέψη χόχλαζαν, όπως το νερό στο αναμμένο κακάβι. Και γνώριζε ο καλόγερος πως ο μόνος τρόπος ν' απολύτρώνεται από αυτά ήταν να μπορέσει να τα πλάθει σε άλλες μορφές, να τα μεταμορφώνει σε γράμματα και φράσεις  και να τ' απιθώνει κάπου, δεν έχει σημασία πού...
Έτσι έγραφε πολλά και διάφορα, πλήθος επιστολές, πραγματείες και νουθεσίες. Ο ίδιος ήταν στη φυλακή, μα οι γραφές του περπατούσαν στην ελευθερία. Διάφοροι καλόγεροι τις μάζευαν πολλές μαζί, τις ράβαν με δυο κλωστές και τις έκαναν ματσάκια - βιβλία πες. Τα χώναν στο σακκούλι τους  κι από ένα μοναστήρι τα κουβαλούσαν σ' άλλο, από έναν αιώνα σ' άλλον αιώνα, όπως οι μέλισσες τη γκαστρόσκονη. Φυλακή ήταν ακόμα, όταν κι η ίδια η εκκλησία μάζεψε κάμποσες επιστολές του σ' ένα σεβαστό ματσάκι 25 κεφάλαια, το μοίρασε στις ενορίες και στα μοναστήρια πνευματική δωρεά. Αυτό έγινε το 1547 τη χρονιά που ανακηρύχτηκε τσάρος κι αυτοκράτορας ο Ιβάν ο Τρομερός, γιος του Βασιλείου και της Ελένης. Τέσσερα χρόνια μετά φτιάξαν άλλη μια συλλογή με 46 κεφάλαια. Το 1555, ένα χρόνο πριν πεθάνει, τα κεφάλαια έγιναν 52. Έτσι από χρόνο σε χρόνο κι αφού πέθανε πια ο καλόγερος πήραν ν' αυξάνουν τα κεφάλαιά του. Κι αποδείχτηκε ότι τέσσερες  και πέντε αιώνες από τη φοβερή  εκείνη νύχτα στη μονή του Σίμωνος, ο Μάξιμος ο Γραικός ζούσε. Στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν οι Ρώσοι λόγιοι, οι ιστορικοί των γραμμάτων, άρχισαν να ταχτοποιούν τις μελέτες της κληρονομιάς, που άφησαν οι προκάτοχοί τους, σκύψαν και είδαν μέσα στ' άλλα πως το κεράκι του καλόγερου εξακολουθούσε να καίει.
- Για ιδέστε τι ζωντανό πνεύμα μέσα σε μια τόσο σκοτεινή εποχή, είπαν σχεδόν με ομοφωνία. Καλόγερος βέβαια ήταν, καλογερικά σύνταξε τις γραφές του, αλλά σκύψτε και ιδέστε τες καλά. Η μελάνη του έχει μια λαμπρότητα που δίνει στα κείμενα αυτά σπάνια αξία. Α, είχε ένα δικό του τρόπο να γράφει ο βασανισμένος αυτός γραφιάς. Χωρίς άλλο, ακέραιος χαρακτήρας!
Κοιτάξτε με τι φρόνημα στιγματίζει τις ατασθαλίες των αρχών, τι θερμά λόγια βρήκε να πει για τους φτωχούς, για τις έρημες τις χήρες των σκοτωμένων στρατιωτών, για τα ορφανά και τους άλλους πάσχοντες. Κοιτάξτε πώς μαστιγώνει τις παραλυσίες του κλήρου και των αρχόντων - α, κοντά στ' άλλα είναι και επικαιρότατος!... Μα και τι πλούτος γνώσεων για εκείνο τον καιρό! Ο καλόγερος αυτός δεν ανήκει στους καλογέρους και στα μοναστήρια , κι ας ήταν καλόγερος. Ας ήταν επίσης από ξένα μέρη φερμένος στα μέρη μας, είναι εκτός πάσης αμφιβολίας ότι με γνώση χειρίστηκε τη γλώσσα μας , σωστά μελέτησε  τα του εθνικού μας βίου, ειλικρινώς πόνεσε για τον τόπο - ανήκει , λοιπόν, στην εθνική μας γραμματεία! Γραφιάς δεινός, από τούδε και στο εξής τον παίρνουμε κάτω από το ιδικό μας μονύελο, του ανάβουμε δικά μας μανουάλια και τον τοποθετούμε εδώ σε μια αρκετά καλή θέση του δικού μας τέμπλου.
Κι αυτή τώρα είναι η άλλη αγιοποίηση του Μάξιμου του Γραικού. Μα όπως και να το πάρει κανείς, τη φοβερή εκείνη νύχτα στη μονή του Σίμωνος, όπου πρωτόφαγε το ξύλο της χρονιάς του από τους σταρτιώτες του Μεγάλου Πρίγκηπα, άρχισε η χειροτόνηση στην τάξι των αγίων. Γιατί μέσα στην τρομερή του ζάλη , μουρλός από τους πόνους δεν αμέλησε να μαζέψει από χάμω το έκτο δάκτυλό του. Και το κράτησε φυλαχτό, κόρη του ματιού του, να μην το δουν και του το πάρουν. Και δεν έπαυε να του πλέκει εγκώμια, τροπάρια, παρακλητικούς κανόνες.
- Τι κάνει εκεί κάτω αυτός; ρώτησε ο Νήφων τους καλόγερους του.
- Άγιεγούμενε, γράφει! Εμείς τον δέρνουμε κι ελόγου του γράφει. Μπουκώνουμε το κελί καπνούς και πάλι γράφει, τον τσιγκλάμε με τα δαυλιά, του ρίχνουμε καφτό νερό, κάνουμε τελοσπάντων ό,τι μπορούμε οι μαύροι, τζάμπα οι κόποι, τα ίδια πάλι - γρα΄φει!
- Αμέσως μετά το ζεματιστό νερό, ρίχτε του παγωμένο από τη στέρνα.
- Του ρίξαμε.
- Ε, και;
- Γράφει!
- Μα και τι στο διάτανο γράφει; - έχανε την υπομονή του κι ο Νήφων. Πώς και με τι;
- Γράφει στις απλάμες του. Ανοίγει τη μια του απαλάμη σα να κρατάει σκριζάλιο, με το δάχτυλό του κάτι γράφει εκεί μέσα. Άμα του ζουλάμε το ένα δάχτυλο, γράφει μ' άλλο, του το ζουλάμε κι εκείνο, γράφει μ' άλλο. Του τα ζουλάμε τότε και τα πέντε , αλλά εξακολουθεί και γράφει, άγιε πάτερ, και με τι δεν δεν καταλαβαίνουμε!  Όλο κοιτάει εκεί, κάτι λένε τα χείλια του και γράφει, όλο γράφει...
- Μαγγανείες! Ανάφτε μπροστά στη μπούκα του κελιού διαμιάς δώδεκα χερόβολα χλωρό χορτάρι και δώδεκα κοφίνες γκαβαλίνα!
Έτσι γινόταν πολλά χρόνια. Τον καίγαν, τον τσιγαρίζαν, τον ψάχναν, του τα παίρναν όλα, όμως το έκτο δάκτυλο δεν το βρήκαν, δεν το πήραν. Το κράτησε.

"Εσύ είσαι - έσκυφτε και του ψιθύριζε - η μόνη καταφυγή μου, 
η βάρκα μου, το ιστίο μου και το κουπί μου.
Εσύ' σαι η φτερούγα μου που πάει στους αιθέρες,
ο ήλιος ο γλυκός τις μαύρες τούτες μέρες.
Με σένα , κοφτερό υνί, σκίζω το χώμα,
το που μου δίνει το ψωμί και ζω ακόμα.
Χαίρε το που θραύουν και δε θραύεσαι,
Χαίρε το που σε καίνε και δεν καίγεσαι.
Χαίρε το που ξαναγεννάς τους συλληφθέντας αισχρώς,
Χαίρε η θεία άκρη σου που σκάει το πρώτο φως.
Αν, Θε μου, απομακρύνθηκα από τον αφαλό μου
ο Ύμνος κι η Ωδή στο έκτο δάχτυλο μου.
Χαίρε το αήττητο, Χαίρε το ακάματο
Καλάμι μου , αθάνατο..."

Γιατί, αλήθεια το έκτο δάχτυλο , που μάζεψε από χάμω εκείνη τη νύχτα ο καλόγερος, δεν ήταν παρά το φτωχό του καλάμι, η πένα του από φτερούγα κύκνου.



Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Σκηνές από το βίο του Μάξιμου του Γραικού, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1982, 2η έκδοση.
Το έργο «Σκηνές απ’ το βίο του Μάξιμου Γραικού» γράφτηκε το 1967-69 στα ελληνικά κι εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1976 απ’ τις εκδόσεις «Δίφρος» και το 1982 από τη «Σύγχρονη Εποχή».
Το 1980 μεταφράστηκε στα ρώσικα, όπου κι εκδόθηκε.   

" Αλλά βέβαια εγώ δεν δοκίμασα να περιγράψω το βίο του Μάξιμου του Γραικού. Δεν είναι βιογραφία το μυθιστόρημά μου. Η ιστορία μ' ενδιαφέρει ως εκεί που μπορεί να με βοηθήσει να πλησιάσω το ανθρώπινο φαινόμενο, δημιουργώντας μια καλλιτεχνική μορφή. Ο ιστορικός μπορεί να μένει ικανοποιημένος αν μπορέσει να λύσει αυτό ή το άλλο πρόβλημα, ένα από τα πολλά που σχετίζονται συνήθως με τις μεγάλες ιστορικές μορφές και σε κάποια στιγμή αποχτά ιδιαίτερη σημασία για την επιστήμη του ή παρουσιάζει γενικότερο ενδιαφέρον. Για έναν συγγραφέα αυτό δεν αρκεί. Δουλιά δική του είναι να μπορέσει να ζωντανέψει τον άνθρωπο μαζί με την εποχή του, να δώσει όλα εκείνα  τα πολυφωνικά πράγματα που διαμόρφωσαν το χαρακτήρα του, μια ζωντανή αλυσίδα από περιστατικά που μέσα στην ανάπτυξή τους ξαναγιεννιέται ο ανθρώπινος χαρακτήρας...(Μήτσος Αλεξανδρόπουλος )( Από το σημείωμα του συγγραφέα στη ρωσική έκδοση του 1980)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου