Nίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Ιούλιος 1974, λάδι, 1975
Ανομβρία και πάλι στον τόπο μου
τρέχουν στους δρόμους οι επίγονοι κι οι μεταπράτες
για τις δημοπρασίες και τις εκπτώσεις
όπου πουλιούνται παράσημα και θέσεις κι αξιώματα
κι όπου ξεπουλιούνται κι ανταλλάσσονται όνειρα
κι επιχρυσώνονται χάπια για να ταριχευτούν
όσο οι μη εξασκημένες μύτες και τα μη εξασκημένα αυτιά
να παραδεχτούν
πως πάμε καλά από υπόκλιση
και το καινούργιο όνομα της Κίρκης
πως δεν πάει κόντρα στην Ιθάκη
Κι εγώ ιδιωτεύω και ασκούμαι φιλέρημη
λέω πως λιμνάζω
μα μετακινούμαι άποδη κι άναυδη
σαν το μελάνι ή σαν την αμοιβάδα
να μη με βρει η ξαφνική η καλοπέραση
Κι οσμίζομαι σαν το σκυλί
και λιώνω στις ολονυχτίες κερί
και δεν τα καρτερώ τα κατανυκτικά τα χελιδόνια
Γιατί τα χέρια των ποιητών ξεράθηκαν
και δεν αφήνουν οι φωνές κλαδιά
για να καθίσουν τα πουλιά να κελαδήσουν
Ανομβρία και ο σημαφόρος δάσκαλος να ξεδιψά με ξύδι
Βγήκαν τότε φίδια ανάμεσα σε χόρτα ξερά
φίδια βασιλικά σηκώσαν κεφαλή,
χοντρά μιας άλλης εποχής
φίδια, που σφυρίζουν
σέρνουν μαζί τον ψίθυρο
και πάνε κατά κει που οι καταθέσεις των υπομνημάτων
φιλοξενία κι άνοδο υπόσχονται
χάνονται ψίθυροι και μπαίνουν στις διόδους χιαστί
κι όλο σταυρώνουν
Γιατί την Πέμπτη όλα ασπρίζουν κι όλα κοκκινίζουνε
όλα σταυρώνονται και όλα σταυρώνουν
κι ανηφορίζουν την Παρασκευή
και κείτονται το Σάββατο στη σκοτεινιά εξαντλημένα
Γιατί η Κυριακή των ποιητών λέγεται ερημιά
κι έρχονται με τη δοκό
να τα ξεπουπουλιάσουν τα κοκόρια
για Τρίτη αποφράδα ημέρα
υστέρα από τον γάμο
Ξανά του γάμου χάχανα
όταν το ’74 έγινε μ’ ένα τρόπο ανεξήγητο
το πολλαπλάσιο του ’22
Πίτσα Γαλάζη, Σηματωροί (1983)
Η Πίτσα Γαλάζη (λογοτεχνικό ψευδώνυμο της Καλλιόπης Μόρτη-Σωτηρίου, Λεμεσός, 1940) σπούδασε πολιτικές και κοινωνικές επιστήμες στην Πάντειο Σχολή (1960-1964), όπου αργότερα (1969-1970) παρακολούθησε μαθήματα δημοσίων σχέσεων. Εργάστηκε στο ΡΙΚ (1966-1969) ως παραγωγός ραδιοφωνικών προγραμμάτων και στη συνέχεια ως δημοσιογράφος σε εφημερίδες και περιοδικά.
Η πρώτη της ποιητική συλλογή (Στιγμές εφηβείας, 1963) είναι εμπνευσμένη από τα προσωπικά της βιώματα και τη συμμετοχή της στον Αντιαποικιακό Αγώνα. Στη συνέχεια (Στα περιθώρια των καιρών, 1968· Άσπρη πολιτεία, 1969· Δέντρα και θάλασσα, 1969· Ψηφιδωτό, 1973· Η αδερφή του Αλέξαντρου, 1973· Υπνοπαιδεία, 1978· Σηματωροί, 1983 κ.ά.), θα στραφεί σε κατά κανόνα πολύστιχες συνθέσεις. Αυτές οι δημιουργίες διακρίνονται για τη λυρική τους ευφορία, συνταιριασμένη όμως με το δραματικό βάθος και τη συγκρατημένη, στοχαστική συγκίνηση. Θα εκφράσει, έτσι, τη διάψευση της γενιάς της, η οποία δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στη σύγχρονή της πραγματικότητα, καθώς αυτή απομακρύνεται διαρκώς από το προηγούμενο κλίμα των προσδοκιών και της ανάτασης. Εξέδωσε τη μονογραφία Οδός Αιμίλιου Χουρμούζιου (Αθήνα, 2005).
Πηγή: Κείμενα Κυπριακής Λογοτεχνίας, τ.Β
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου