Παιδιά
μου, σας έχασα πρίν ἀπό πάμπολλα ἔτη, σέ τόπο πού ἔχω
λησμονήσει. Σκορπιστήκατε σάν πετεινά τοῦ οὐρανοῦ σέ ὁλόκληρη τήν γῆ. Σᾶς ἀναζητοῦσα
μέ μιά ἄγρια ἐνοχἠ, γιατί ἐγώ ἤμουν
ἡ
ἠθική
αὐτουργός
τῶν
κακουργημάτων σας. Ἕνας ἀπό σᾶς μάλιστα τό εἶπε « λήστεψα ἕνα
ταχυδρομεῖο, γιατί δέν εἶχα οὔτε
παιδεία, οὔτε ἐργασία.»
Σᾶς
ξαναβρῆκα μία ἡμέρα πού ἔβρεχε καταρρακτωδῶς, ἦρθα
μέ βρεγμένα ἐνδύματα καί μαλλιά, μέ τίς μπότες γεμάτες
νερά. Σᾶς εἶχαν μαζέψει σέ ἕνα
τεράστιο σάν κτίριο κιβώτιο μέ τρύπες στίς πλευρές γιά νά ἀναπνέετε.
Βρεθήκατε μαζί, σᾶς ἕνωσε
τό έγκλημα, ἡ ληστεία, ἡ ἀπάτη
καί τά ναρκωτικά.
Μερικοί
ἀπό
τούς γιούς μου, τήν ὥρα τοῦ ἐθελοντικοῦ μαθήματος πού τούς
πρόσφερα, ἔφευγαν αἰφνιδίως μέχρι πού ἔμαθα
πώς πήγαιναν στήν διπλανή αἴθουσα
γιά ἀπεξάρτηση. Ἀρκετές φορές μοῦ
κάνατε παράπονα, τό κελλί εἶναι μικρό καί ζοῦμε
πέντε ἄνθρωποι, τό φαγητό ἄνοστο, δέν τρώγεται, κρυώνουμε, δέν ὑπάρχει
ζεστό νερό γιά πλύσιμο καί πολλά παρόμοια.
Μέ
τόν καιρό ἔμαθα τά ὀνόματά σας, ἄλλα
ἐλληνικά
καί ἄλλα προερχόμενα ἀπό
διαφορες χῶρες, ὅμως δέν ἔκανα διάκριση σέ
τίποτα, ἤσασταν ὅλοι τέκνα μου πού εἶχα ἐγκαταλείψει
σέ ἔτη προσωπικῆς περισυλλογῆς καί δημιουργίας.
Ὅλοι τέκνα μου: Λαρέλ, Γιῶργο, Κώστα , Ἀρμάντ, Ἀριάν, Μιχάλη, Χριστοφόρ, Κεμάλ, Ἀνάι, Δημήτριε, Κλωντιάν, Λεονάρδε, Ἀλμπάνο, Νικόλαε, Βασίλη, Χρόνη καί ἄλλοι.
Δέν
σᾶς
ἀγκάλιασα
μικρά, δέν σᾶς μεγάλωσα, δέν σᾶς
ξενύχτησα. Πέρασα ὅμως
νύχτες ὁλόκληρες γράφοντας ἤ
μελετώντας φιλοσοφία. Δέν σᾶς νανούρισα ποτέ, δέν ξέρω ἐγώ ἀπό
βρέφη καί τέκνα. Ἐσεῖς τότε μέ εἴχατε ἀνάγκη.
Μέ ἐφόδιο τίς σπουδές μου θά μποροῦσα νά διδάξω σέ σχολεῖα καί πανεπιστήμια, νά σᾶς ἔχω
μαθητές ἤ φοιτητές. Τότε πού εἶχα νεότητα καί δύναμη. Δέν τό ἔκανα
ὅμως
ἐξαιτίας
τῆς
προσωπικῆς δημιουργίας.
Τώρα
γιά νά σᾶς συναντῶ
περιμένω στήν ἐξώθυρα, περνῶ ἀπό
μηχανήματα πού ἐντοπίζουν μεταλλικά ἀντικείμενα,
δείχνω τήν ταυτότητά μου καί ἀφήνω στό θυρωρεῖο
τό κινητό μου. Δέν ἐπιτρέπεται στόν χῶρο
σας καμιά ἐπαφή μέ τόν ἔξω κόσμο. Τώρα ἀνεβαίνω
ἀγκομαχώντας
τά σκαλοπάτια λόγω ἡλικίας καί ἀσθενείας, γιά νά σᾶς
μεταδώσω ἀφιλοκερδῶς μερικές γνώσεις.
Τήν
δεύτερη φορά τῆς συνάντησής μας ἔκανε
κρύο περονιαστό. Χιόνιζε μάλιστα πολύ. Μόλις μέ εἴδατε, κάποιος ἀναφώνησε
χαρούμενος « ἤρθατε καί φέρατε τό χιόνι. Νά δοῦμε
κι ἐμεῖς μιά ἄσπρη μέρα.» Γελάσαμε ὅλοι.
Μαζευόμασταν
στήν αἴθουσα πού διέθετε ὑπολογιστή γιά προβολές, διότι τούς δίδασκα
λογοτεχνία προβάλλοντας καί τήν ταινία πού ἀναφερόταν στό ἔργο.
Ἔπρεπε
νά κυνηγήσουμε τόν σπαταλημένο χρόνο, κι ἔτσι βλέποντας τό φίλμ μαθαίνατε πρῶτα
τήν ἱστορία τοῦ μυθιστορήματος καί κατόπιν σᾶς
διἀβαζα τά ἐπίμαχα κεφάλαια, ἐνῶ
στό τέλος συζητούσαμε τίς ἰδέες τοῦ ἔργου. Σᾶς μάθαινα ὅ,τι περισσότερα ἀγαποῦσα:
τά ἔργα τοῦ Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Συζητήσαμε γιά τά ὅρια,
κι ὅταν ρώτησα ποιοί τά ξεπερνοῦν, ἕνας
γιός μου εἶπε μέ παρρησία, ἐμεῖς, ἐμεῖς ἐδῶ
μέσα ξεπεράσαμε τά ὅρια.
Ναί
γιά τό κακό, τοῦ ἀπάντησα. Καί ποιοί ἄλλοι;
Χάρηκαν ὅταν τούς εἶπα πώς καί οἱ μοναχοί, ξεπερνοῦν
τά ὅρια καί πώς κοινό σύμβολο εἶναι τό κελλί. Μιλήσαμε
γιά τά ἠθικά, νομικά καί ὀντολογικά ὅρια. Παρακολουθοῦσαν
διψασμένοι καί ἦταν σέ ἐγρήγορση. Ἐντυπωσιάσθηκαν ἀπό
τήν σκέψη τοῦ συγγραφέως «πώς ἄν
δέν ὑπάρχει Θεός, ὅλα ἐπιτρέπονται.»
Ὅλοι πίστευαν πώς ὑπάρχει
θεός ἤ κάποια πρώτη ἀρχή, ἀνεξαρτήτως τοῦ θρησκεὐματός
τους. Μέ τίς συναντήσεις ἔφτασε ἡ ἐξοικείωση, στήν αἴθουσα
διαχεόταν ἀγάπη καί ἐμπιστοσύνη. Ὁ
πάτερ Ζωσιμᾶς τῶν ἀδελφῶν Καραμάζωφ ἄνοιξε νέο θέμα
συζητήσεων. Εἴπαμε γιά τόν ἅγιο Πορφύριο (κάποιος ἀπό
τούς Ἕλληνες τόν ἤξερε) καί γιά τούς δαιμονισμένους τῆς
Κεφαλληνίας. ‘Αρκετοί γνώριζαν ἀνάλογες περιπτώσεις, φαίνεται πώς ὁ
δαιμονισμός ἦταν κοινό κτῆμα τῆς οἰκουμένης.
Δέν
εἶχα
μπροστά μου δολοφόνους, ληστές καί ναρκομανεῖς ἀλλά
παιδιά, νέους ἀπό εἴκοσι πέντε μέχρι σαράντα χρονῶν
πού σέ κάποια κακή ὥρα ἤ παρόρμηση τῆς στιγμῆς ἔφτασαν
στίς φυλακές. Δεχόμουν τίς ἐκμηστηρεύσεις τους στοργικά λές καί ἄκουγα
ἀγόρια
πού ἔσπασαν τό πατίνι τοῦ φίλου τους. Ὁ Γιῶργος
ἦταν
δολοφόνος, σκότωσε ἕναν συγχωριανό του μέ μαχαίρι γιά λίγα
στρέμματα γῆς. «Ἤμουν σέ ἄμυνα», εἶπε,
«ἄν
δέν τόν σκότωνα ἐγώ, θά μέ σκότωνε αὐτός.
Ἄλλωστε
ἦταν
σκοτάδι, δέν ἔβλεπα καλά.» «Τό μαχαίρι ὅμως
γιατί τό εἶχες μαζί σου;» ρώτησα. «Ἦταν
σέ ἄμυνα, σέ ἄμυνα φώναξαν σχεδόν ὅλοι
σέ ἔνδειξη συμπαράστασης. Οἱ κρατούμενοι γιοί μου εἶχαν
ἀντιφατική
συμπεριφορά ὡς πρός τίς παραβατικότητες τῶν ἄλλων,
ἀλλά
συνήθως τίς δικαιολογοῦσαν. Ἔγιναν ὅλοι μιά ἀσπίδα γιά τόν Γιῶργο.
Λόγω μεγάλης έκτασης του κειμένου , ο blogger αρνείται να το ανεβάσει παρά τις προσπάθειες. Διαβάστε τη συνέχεια στον Οικοδόμο, απ' όπου και η αναδημοσίευση
Λόγω μεγάλης έκτασης του κειμένου , ο blogger αρνείται να το ανεβάσει παρά τις προσπάθειες. Διαβάστε τη συνέχεια στον Οικοδόμο, απ' όπου και η αναδημοσίευση
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου