Οι ταξιδιώτες που τυχαίνει να μπουν για πρώτη φορά σε ξένη πόλη, βλέπουν πάντα αυτά που φαίνονται με την πρώτη ματιά και πάντοτε απέξω.Τους δρόμους βλέπουν και τα σπίτια` το πώς είναι καμωμένα, τις ιδιομορφίες που έχουν και τα τέτοια.
Παρατηρούν και τους ανθρώπους: να μπαινοβγαίνουν στα μαγαζιά ή να περπατούν, έξω, στους δρόμους. Τους ακούνε κιόλας να μιλούν, να λένε τα δικά τους` γιατί η κάθε πόλη έχει το δικό της το ρυθμό, το ιδιαίτερό της ύφος κι αυτό είναι που τραβάει τον ταξιδιώτη. Αυτό είναι κιόλας που τον μελαγχολεί. Τη θέλει όμως, όπως φαίνεται, αυτού του είδους τη μελαγχολία γιατί είναι κάτι που έρχεται απέξω, κι όσο νά' ναι, δεν πρόκειται να κρατήσει για πάντα. Σε δυό - τρεις μέρες θα' χει φύγει από κει και στα δικά του θα γυρίσει πάλι` στο σπίτι του και στις συνήθειες τις δικές του` σε κείνη την καθημερινότητα που τον κρατάει σε κάποια ισορροπία.
Παρόλο όμως που οι ταξιδιώτες, όταν βρίσκονται σε ξένη πόλη, παρατηρούν τα πάντα, τους διαφεύγει κάθε φορά πως αυτό που βλέπουν δεν είναι άλλο παρά μονάχα το σκηνικό. Ένα σκηνικό όπου παίζεται μια παράσταση στα δικά τους τα μέτρα και με τη δική τους τη συμμετοχή, ενώ η πόλη παίζει αλλού και πάντα πίσω απ' τις κουρτίνες: μια άλλη παράσταση δίνεται εκεί, που δεν πρόκειται ποτέ τους να τη δουν, αφού, έτσι κι αλλιώς, αυτοί δε βρίσκονται μέσα στα πρόσωπα του δράματος. Απέξω πάντα θα' ναι , μιας κι είναι μόνο θεατές: οι θεατές ενός μεγάλου σκηνικού, όσο μια πόλη ολόκληρη, με τις χιλιάδες της ψυχές: ψυχές που ξετυλίγουν μπρος στα μάτια τους ένα θέαμα ένα θέαμα όμοιο με κείνο που θα' βλεπαν και σ' οποιαδήποτε άλλη πόλη, γιατί στην εξωτερική εικόνα μόνο θα σταθούν κι αυτή είναι που θα κρατήσουν όταν φύγουν.
Οι άνθρωποι, όμως, της πόλης θα μείνουν εκεί, όπως και πριν` για μια ολόκληρη ζωή θα μείνουν κι εκεί θα συνεχίσουν. Το ρόλο που τους έταξε η μοίρα θα συνεχίσουν να παίζουν και το βάρος του θα σηκώνουν, κάθε μέρα, μέχρι να πέσει η αυλαία, για τον καθένα χωριστά - κι όσο να γίνει αυτό, σκοινάκια αδιόρατα θα τους ενώνουν: δικτυωτό περίπλοκο, όπου η ζωή, σαν μια τεράστια αράχνη - σκοτεινή και ραδιούργα - θ' απλώνεται συνέχεια. Θα τους κρατάει δεμένους μεταξύ τους και λίγο λίγο θα τους φθείρει, μέσα σ' αυτή την καθημερινότητα των συναλλαγών των συμφερόντων και των ενοχών - σ' αυτό, τέλος πάντων, το πανάρχαιο παιχνίδι που δεν έχει τέλος.
Τα Γιάννενα, αυτή η πόλη, που' ναι χτισμένη ψηλά στο οροπέδιο κι εκατοντάδες χρόνια τώρα ζει με το βραχνά του γρανιτένιου όγκου που της κλείνει τη θέα, δεν αποτελεί εξαίρεση του κανόνα που λέγαμε πιο πριν. Έχει κι αυτή τους κατοίκους τους δικούς της, έχει και τους επισκέπτες: ανθρώπους, ταξιδιώτες, δηλαδή, που έρχονται σ' αυτήν από διάφορα μέρη και σε διαφορετικές εποχές.
Αυτοί οι άνθρωποι, λοιπόν, μπαίνουν στην πόλη από δυό μεριές. Δυό πύλες έχουν τα Γιάννενα. Τη μια στα βόρεια και την άλλη στη νότιά τους την πλευρά.
Εκείνη που βρίσκεται στη βορεινή πλευρά είναι κοντά στο φόρο τον παλιό, λίγο πιο πάνω απ' τη Λιμνοπούλα. Από κει μπαίνουν στην πόλη όσοι κατεβαίνουν ψηλά από το Δρίσκο αφού περάσουν πρώτα την Κατάρα. Είναι αυτοί που έρχονται με αυτοκίνητα απ' τη μεριά της Θεσσαλίας, απ' τη Θεσσαλονίκη και γενικά από τα βόρεια.
Από την ίδια πύλη, όμως, θα περάσουν κι αυτοί που έρχονται απ' τη μεριά του Ιονίου, όπως κι άλλοι που ταξιδεύουν αεροπορικώς. Θα κατεβούν εκεί πιο έξω, δίπλα στα θεόρατα βουνά - στο αεροδρόμιο θα κατεβούν, που γράφει, στη στενή την πεδιάδα, σαν μια γκρίζα κοντυλιά. Ένας διάδρομος στενός που τον ορίζουν μια σειρά χρωματιστά μπαλόνια: κάτι μπαλόνια φουσκωτά που δείχνουν ολοένα προς τα βόρεια` εκεί, κατά τα μέρη τα άγρια που τρέχει ο μεγάλος ποταμός με τα πολλά γεφύρια: στα δυτικά χωριά του Ζαγοριού και στα μαστοροχώρια που σκεπάζονται από τον ίσκιο το βαρύ της γρανιτένιας ραχοκοκαλιάς του Πίνδου.
Από κει πάνω ήταν που κατέβηκε, για πρώτη φορά, στην πόλη των Ιωαννίνων κι ο Βύρωνας ο Ζήνδρος: αυτός που μετά από χρόνια πολλά θα γινόταν γνωστός στην περιοχή με το όνομα Βύρωνας ο κατάσκοπος.
Παιδί είχε έρθει τότε, με τον πατέρα του. Την εποχή του εμφυλίου ήρθε, κι αυτό που ζήλεψε, απ' τα πολλά τα πράγματα που είχε τότε η πόλη, ήταν ένα ποδήλατο` ένα μαύρο Μπίσμαρκ που το' δε να γυαλίζει, πίσω απ' τα τζάμια μιας βιτρίνας, κοντά στο Αρχιμαντρειό, τη μέρα κιόλας που' φευγε πίσω για το χωριό του.
Δεν το πήρε τότε εκείνο το ποδήλατο ο Βύρωνας ο Ζήνδρος ούτε και ξαναγύρισε στην πόλη` για χρόνια ολόκληρα. Έφυγε απ' το πρακτορείο μ' ένα σαράβαλο λεωφορείο που, αφού έκανε στάση, έξω στο φόρο, για έλεγχο, πήρε το δρόμο για τα βόρεια, αφήνοντας πίσω του μια μακριά ουρά μαύρου καπνού που διαλύθηκε, λίγο πιο κάτω, στα μποστάνια της Λιμνοπούλας` εκεί κοντά, στη βορεινή την έξοδο της πόλης.
Τότε τα πράγματα, βέβαια, ήταν ζόρικα και λιγοστοί ήταν αυτοί που πέρναγαν, από κει. Γινόταν έλεγχος αυστηρός. Χρειαζόταν ταυτότητες και άδειες ειδικές, αφού, λίγο πιο πάνω, στα βουνά, γίνονταν μάχες άγριες και αίμα χυνόταν πολύ κι από τις δυό τις παρατάξεις.
Τα χρόνια, όμως, πέρασαν και πέρασαν γρήγορα. Γίναν πολλά μέσα σ' αυτά τα χρόνια και πολλά ξεχάστηκαν. Ο δρόμος άνοιξε πια από κει για όλους και δρόμοι άλλοι φτιάχτηκαν. Διακλαδώσεις πολλές. Κόσμος πολύς περνάει τώρα από την πύλη αυτή όπως περνάει κι απ' την άλλη: αυτήν που έχει η πόλη στη νότια της πλευρά.
Από κει το έμπα γίνεται από δυό μεριές. Από τον πάνω δρόμο το φαρδύ με τα πολλά τα βενζινάδικα και το πανεπιστήμιο κι από τον κάτω, το στενό` το δρόμο της Ανατολής, όπου και ο συνοικισμός Βιετνάμ, με τις παράγκες των φτωχών, καθώς και ο Ακραίος, το στρατόπεδο, που βγάζει στην Καλούτσιανη.
Οι δρόμοι αυτοί φέρνουν στην πόλη όσους έρχονται από τα νότια` κι είναι πολλοί. Μέρα και νύχτα μπαίνουν από κει οι οδηγοί των φορτηγών - με το τσιγάρο, αναμμένο, στο χέρι που κρέμεται μόνιμα έξω απ' το παράθυρο και με το κασετόφωνο στη διαπασών, να εκπέμπει τραγούδια βάρβαρα και νταλκαδιάρικα στη σκοτεινή την πεδιάδα, αλλά κι οι επιβάτες των λεωφορείων γέρνοντας από τη νύστα στα καθίσματα σαν πεθαμένοι μέχρι να πιάσουν τη Μπάφρα, γιατί, μετά, ξυπνάνε ξαφνικά όλοι μαζί κι αρχίζουν να μαζεύουν τις σακούλες.
Εκεί πάνω - κάτω, βρίσκεται το όριο κι από τη θέση αυτή αρχίζει κι η ετοιμασία για την είσοδο στην πόλη.
Αυτοί οι ταξιδιώτες είναι συνήθως ντόπιοι. Μικρέμποροι και φοιτητές από τα Γιάννενα, παιδιά που σπουδάζουν στην Αθήνα, μετανάστες από τη Γερμανία ή και χωριάτες απ' τα κοντινά χωριά, που αρρώστιες ή δουλειές τους τράβηξαν, θέλαν δε θέλαν, στην πρωτεύουσα.
Μαζί μ' αυτούς μπαίνουν στην πόλη από κει κι εκείνοι που έρχονται με τα δικά τους τα αυτοκίνητα. Ντόπιοι κι αυτοί, πιασμένοι: χοντρέμποροι, μεσίτες κι εργολάβοι` γιατροί, καθηγητές κι αεριτζήδες ή και παιδιά πλουσίων, που πετάγονται, δίχως σκοπό, ως τα περίχωρα κι όλο μαρσάρουν, μες στη νύχτα, τρέχοντας με εκατόν πενήντα.
Από τον ίδιο δρόμο, όμως, περνάνε και οι άλλοι. Οι ξένοι, δηλαδή, που έρχονται στην πόλη για διακοπές. Είναι αυτοί που κόβουν βόλτες, ύστερα, κάτω στη λίμνη και στο Κάστρο` που πηγαίνουν, όλοι μαζί, στη μεγάλη σπηλιά ή στο νησί. Αυτοί που περιεργάζονται, όλη μέρα, τις βιτρίνες με τ' ασημικά και ψάχνουν για μπουγάτσες στην πλατεία.
Είναι οι θεατές που λέγαμε και στην αρχή. Αυτοί που βλέπουν μοναχά το σκηνικό μιας κι είναι αδύνατο να πάρουν μέρος στην παράσταση που δίνει η πόλη, πίσω απ' τις κουρτίνες, κάθε μέρα. Γι' αυτό και κατεβαίνουν στο Κριθαροπάζαρο, να πούμε. Στέκονται εκεί, για ώρα, και κοιτούν. Τα μαγαζιά, κοιτάζουνε, με τα μαντζούνια και τις περίεργες στοές , με τα παλιά ποτοποιεία. Τα πανδοχεία τα ετοιμόρροπα περιεργάζονται και την αρχιτεκτονική τους σχολιάζουν μεγαλόφωνα.
Τα βλέπουν όλα αυτά, λοιπόν, λες κι είναι μόνο μέρος κάποιου σκηνικού: γκρεμίσματα ωραία και χτίσματα νεκρά. Στοιχεία διακόσμησης - μιας άλλης, έντρομης ζωής - άξια να κρατηθούν στο σκοτεινό το θάλαμο της φωτογραφικής τους μηχανής, χωρίς καθόλου να υποψιάζονται πως λίγο πάνω απ' το κεφάλι τους, εκεί, στο πανδοχείο του Μπαλάνου, στο τρίτο παράθυρο ακριβώς κι αριστερά της πόρτας με τα χρωματιστά τα τζαμιλίκια, βρίσκεται το δωμάτιο όπου είναι κλεισμένος, από ώρες, μόνος του ο Βύρωνας ο Ζήνδρος και υποφέρει.
Μιλάμε βέβαια, για κείνο το παιδί, που πριν σαράντα χρόνια είχε μπει στην πόλη όπως κι αυτοί` σαν ξένος. Από τα βόρεια είχε κατεβεί με τον πατέρα του, μονάχα για μια μέρα και με το κανονικό του το επίθετο. Για το Βύρωνα το Ζήνδρο μιλάμε που στα 1947 είδε την πόλη ολόκληρη κλεισμένη σε μια λάμψη. Στη λάμψη που εξέπεμπε το μαύρο Μπίσμαρκ: εκείνο το ποδήλατο που είχε δει - χαράματα της μέρας κιόλας που έφευγε - πίσω απ' το τζάμι της βιτρίνας αλλά ποτέ του δεν κατόρθωσε να αποχτήσει.
Πέρασαν από τότε σαράντα χρόνια ολόκληρα, αλλά δεν είναι αυτός ο λόγος που τον κάνει τώρα να υποφέρει. Ο λόγος είναι πως τα χρόνια αυτά, συγκεντρωμένα και καταγραμμένα σε τρία τετράδια εκατόφυλλα, γεμάτα με λέξεις, με ζωγραφιές και με σχεδιάγραμματα περίτεχνα - καμωμένα από το χέρι του Βύρωνα - χάθηκαν ανεπιστρεπτί και κανένας δεν ξέρει πια, σε ποιο από τα απορριματοφόρα που έχει η πόλη χοροπήδαγαν το προηγούμενο βραδυ, ανάμεσα σε χιλιάδες άχρηστα αντικείμενα: σε τι αποφάγια και σακούλες με βρωμιές ανακατεύτηκαν κι ύστερα θάφτηκαν μαζί κατατρακυλώντας απ' το θλιβερό τον καταρράχτη - μακριά από την πόλη - μέσα σε κείνα τα βουνά των σκουπιδιών που αχνίζουνε σαν ζώα ψόφια από καιρό κι όλο στέλνουν μηνύματα, με τον καπνό, στα κοντινά χωριά πως ο οργανισμός της πόλης λειτουργεί ακόμα καλά` τρώει και χωνεύει κανονικά και τ' απορρίματά του - σαν ζώο κατοικίδιο που είναι, εκπαιδευμένο πια και καθαρό - πάει και τ' αφήνει μακριά και έξω, τέλος πάντων, απ' το σπίτι το δικό του.
Κι είναι γνωστό - πολύ συνηθισμένο είναι - ο οργανισμός αυτός, μες στ' απορρίματά του, μαζί με τ' άχρηστα αντικείμενα, τα αποφάγια κι όλες τις βρωμιές, να βάζει - όταν χρειάζεται - και μερικούς απ' τους ανθρώπους του. Κάτι αγκάθια ενοχλητικά, πλάσματα έρημα και μόνα - που δεν ευθυγραμμίζονται,ας πούμε, με το σύνολο - πάει και τα φτύνει στις γωνιές. Τα αποδιώχνει, σαν τσιμπούρια, από πάνω του κι όλο τα σπρώχνει - όπως το Βύρωνα το Ζήνδρο - σε κάτι πανδοχεία άθλια, με δωμάτια σαν κι αυτό που κάθεται τώρα, έτοιμα απ' ώρα σε ώρα να σωριαστούν στο δρόμο μ' όλον εκείνο τον απερίγραπτο εξοπλισμό τους - τον χρησιμοποιημένο για δεκάδες χρόνια από χιλιάδες μοναχούς ανθρώπους: το τσακισμένο λαβομάνο με την τσιγκούνα τενεκεδένια βρύση, τα κάποτε λευκά και σιδερένια τους κρεβάτια με το περιεχόμενο του στρώματος χυμένο σπάταλα κι από τις δυό πλευρές, τις κάποτε ευέλικτες σούστες του σωμιέ - αράχνες, τώρα, όλο σκουριά - να χάσκουν άναυδες λίγο πιο πάνω απ' το ξεδοντιασμένο πάτωμα, και τα κουτσά τους ξύλινα τραπέζια με την προβιά της βρώμας και του χρόνου στο τραπεζομάντηλο.
Μέσα σ' ένα τέτοιο δωμάτιο λοιπόν - δωμάτιο στο πίσω μέρος του σκηνικού - που οι ταξιδιώτες, κάτω απ' το δρόμο, δεν το βλέπουν, ο Βύρωνας ο Ζήνδρος - για τρία ολόκληρα χρόνια - έγραφε, τις νύχτες, μέχρι που χάραζε. Πάνω σε κάτι βρώμικα τετράδια, έγραφε, δίχως κανένας να το ξέρει.
Με γραμματάκια πλάγια και καλλιγραφικά εξιστορούσε εκεί μέσα ο Βύρωνας τη ζωή του. Μια ζωή σκληρή κι απίστευτη. Γεμάτη περιπέτειες και αναπάντεχα, λες κι ήταν ξεσηκωμένη από κάποιο μυθιστόρημα φοβερό, σαν κι αυτά που τυπώνονται κάθε τόσο σε βιβλία που τα διαβάζουν οι άνθρωποι τις νύχτες ξαπλωμένοι στο κρεβάτι κι όλο απορούν. Πού πήγε, τάχα, και τα βρήκε όλ' αυτά ο συγγραφέας και τι φαντασία έχει ο άνθρωπος, να πούμε.
Τέτοια πράγματα, θαυμαστά, που να σου φεύγει ο νους, έγραφε μέσα σε κείνα τα τετράδια ο Βύρωνας, γιατί τέτοια ήταν κι η ζωή του. Τέτοια και καλύτερη - ή και χειρότερη, ανάλογα πώς θα το πάρεις
( απόσπασμα)
Νίκος Χουλιαράς, Μια ιστορία του μακρύ χειμώνα, Νεφέλη 1990
Παρατηρούν και τους ανθρώπους: να μπαινοβγαίνουν στα μαγαζιά ή να περπατούν, έξω, στους δρόμους. Τους ακούνε κιόλας να μιλούν, να λένε τα δικά τους` γιατί η κάθε πόλη έχει το δικό της το ρυθμό, το ιδιαίτερό της ύφος κι αυτό είναι που τραβάει τον ταξιδιώτη. Αυτό είναι κιόλας που τον μελαγχολεί. Τη θέλει όμως, όπως φαίνεται, αυτού του είδους τη μελαγχολία γιατί είναι κάτι που έρχεται απέξω, κι όσο νά' ναι, δεν πρόκειται να κρατήσει για πάντα. Σε δυό - τρεις μέρες θα' χει φύγει από κει και στα δικά του θα γυρίσει πάλι` στο σπίτι του και στις συνήθειες τις δικές του` σε κείνη την καθημερινότητα που τον κρατάει σε κάποια ισορροπία.
Παρόλο όμως που οι ταξιδιώτες, όταν βρίσκονται σε ξένη πόλη, παρατηρούν τα πάντα, τους διαφεύγει κάθε φορά πως αυτό που βλέπουν δεν είναι άλλο παρά μονάχα το σκηνικό. Ένα σκηνικό όπου παίζεται μια παράσταση στα δικά τους τα μέτρα και με τη δική τους τη συμμετοχή, ενώ η πόλη παίζει αλλού και πάντα πίσω απ' τις κουρτίνες: μια άλλη παράσταση δίνεται εκεί, που δεν πρόκειται ποτέ τους να τη δουν, αφού, έτσι κι αλλιώς, αυτοί δε βρίσκονται μέσα στα πρόσωπα του δράματος. Απέξω πάντα θα' ναι , μιας κι είναι μόνο θεατές: οι θεατές ενός μεγάλου σκηνικού, όσο μια πόλη ολόκληρη, με τις χιλιάδες της ψυχές: ψυχές που ξετυλίγουν μπρος στα μάτια τους ένα θέαμα ένα θέαμα όμοιο με κείνο που θα' βλεπαν και σ' οποιαδήποτε άλλη πόλη, γιατί στην εξωτερική εικόνα μόνο θα σταθούν κι αυτή είναι που θα κρατήσουν όταν φύγουν.
Οι άνθρωποι, όμως, της πόλης θα μείνουν εκεί, όπως και πριν` για μια ολόκληρη ζωή θα μείνουν κι εκεί θα συνεχίσουν. Το ρόλο που τους έταξε η μοίρα θα συνεχίσουν να παίζουν και το βάρος του θα σηκώνουν, κάθε μέρα, μέχρι να πέσει η αυλαία, για τον καθένα χωριστά - κι όσο να γίνει αυτό, σκοινάκια αδιόρατα θα τους ενώνουν: δικτυωτό περίπλοκο, όπου η ζωή, σαν μια τεράστια αράχνη - σκοτεινή και ραδιούργα - θ' απλώνεται συνέχεια. Θα τους κρατάει δεμένους μεταξύ τους και λίγο λίγο θα τους φθείρει, μέσα σ' αυτή την καθημερινότητα των συναλλαγών των συμφερόντων και των ενοχών - σ' αυτό, τέλος πάντων, το πανάρχαιο παιχνίδι που δεν έχει τέλος.
Τα Γιάννενα, αυτή η πόλη, που' ναι χτισμένη ψηλά στο οροπέδιο κι εκατοντάδες χρόνια τώρα ζει με το βραχνά του γρανιτένιου όγκου που της κλείνει τη θέα, δεν αποτελεί εξαίρεση του κανόνα που λέγαμε πιο πριν. Έχει κι αυτή τους κατοίκους τους δικούς της, έχει και τους επισκέπτες: ανθρώπους, ταξιδιώτες, δηλαδή, που έρχονται σ' αυτήν από διάφορα μέρη και σε διαφορετικές εποχές.
Αυτοί οι άνθρωποι, λοιπόν, μπαίνουν στην πόλη από δυό μεριές. Δυό πύλες έχουν τα Γιάννενα. Τη μια στα βόρεια και την άλλη στη νότιά τους την πλευρά.
Εκείνη που βρίσκεται στη βορεινή πλευρά είναι κοντά στο φόρο τον παλιό, λίγο πιο πάνω απ' τη Λιμνοπούλα. Από κει μπαίνουν στην πόλη όσοι κατεβαίνουν ψηλά από το Δρίσκο αφού περάσουν πρώτα την Κατάρα. Είναι αυτοί που έρχονται με αυτοκίνητα απ' τη μεριά της Θεσσαλίας, απ' τη Θεσσαλονίκη και γενικά από τα βόρεια.
Από την ίδια πύλη, όμως, θα περάσουν κι αυτοί που έρχονται απ' τη μεριά του Ιονίου, όπως κι άλλοι που ταξιδεύουν αεροπορικώς. Θα κατεβούν εκεί πιο έξω, δίπλα στα θεόρατα βουνά - στο αεροδρόμιο θα κατεβούν, που γράφει, στη στενή την πεδιάδα, σαν μια γκρίζα κοντυλιά. Ένας διάδρομος στενός που τον ορίζουν μια σειρά χρωματιστά μπαλόνια: κάτι μπαλόνια φουσκωτά που δείχνουν ολοένα προς τα βόρεια` εκεί, κατά τα μέρη τα άγρια που τρέχει ο μεγάλος ποταμός με τα πολλά γεφύρια: στα δυτικά χωριά του Ζαγοριού και στα μαστοροχώρια που σκεπάζονται από τον ίσκιο το βαρύ της γρανιτένιας ραχοκοκαλιάς του Πίνδου.
Από κει πάνω ήταν που κατέβηκε, για πρώτη φορά, στην πόλη των Ιωαννίνων κι ο Βύρωνας ο Ζήνδρος: αυτός που μετά από χρόνια πολλά θα γινόταν γνωστός στην περιοχή με το όνομα Βύρωνας ο κατάσκοπος.
Παιδί είχε έρθει τότε, με τον πατέρα του. Την εποχή του εμφυλίου ήρθε, κι αυτό που ζήλεψε, απ' τα πολλά τα πράγματα που είχε τότε η πόλη, ήταν ένα ποδήλατο` ένα μαύρο Μπίσμαρκ που το' δε να γυαλίζει, πίσω απ' τα τζάμια μιας βιτρίνας, κοντά στο Αρχιμαντρειό, τη μέρα κιόλας που' φευγε πίσω για το χωριό του.
Δεν το πήρε τότε εκείνο το ποδήλατο ο Βύρωνας ο Ζήνδρος ούτε και ξαναγύρισε στην πόλη` για χρόνια ολόκληρα. Έφυγε απ' το πρακτορείο μ' ένα σαράβαλο λεωφορείο που, αφού έκανε στάση, έξω στο φόρο, για έλεγχο, πήρε το δρόμο για τα βόρεια, αφήνοντας πίσω του μια μακριά ουρά μαύρου καπνού που διαλύθηκε, λίγο πιο κάτω, στα μποστάνια της Λιμνοπούλας` εκεί κοντά, στη βορεινή την έξοδο της πόλης.
Τότε τα πράγματα, βέβαια, ήταν ζόρικα και λιγοστοί ήταν αυτοί που πέρναγαν, από κει. Γινόταν έλεγχος αυστηρός. Χρειαζόταν ταυτότητες και άδειες ειδικές, αφού, λίγο πιο πάνω, στα βουνά, γίνονταν μάχες άγριες και αίμα χυνόταν πολύ κι από τις δυό τις παρατάξεις.
Τα χρόνια, όμως, πέρασαν και πέρασαν γρήγορα. Γίναν πολλά μέσα σ' αυτά τα χρόνια και πολλά ξεχάστηκαν. Ο δρόμος άνοιξε πια από κει για όλους και δρόμοι άλλοι φτιάχτηκαν. Διακλαδώσεις πολλές. Κόσμος πολύς περνάει τώρα από την πύλη αυτή όπως περνάει κι απ' την άλλη: αυτήν που έχει η πόλη στη νότια της πλευρά.
Από κει το έμπα γίνεται από δυό μεριές. Από τον πάνω δρόμο το φαρδύ με τα πολλά τα βενζινάδικα και το πανεπιστήμιο κι από τον κάτω, το στενό` το δρόμο της Ανατολής, όπου και ο συνοικισμός Βιετνάμ, με τις παράγκες των φτωχών, καθώς και ο Ακραίος, το στρατόπεδο, που βγάζει στην Καλούτσιανη.
Οι δρόμοι αυτοί φέρνουν στην πόλη όσους έρχονται από τα νότια` κι είναι πολλοί. Μέρα και νύχτα μπαίνουν από κει οι οδηγοί των φορτηγών - με το τσιγάρο, αναμμένο, στο χέρι που κρέμεται μόνιμα έξω απ' το παράθυρο και με το κασετόφωνο στη διαπασών, να εκπέμπει τραγούδια βάρβαρα και νταλκαδιάρικα στη σκοτεινή την πεδιάδα, αλλά κι οι επιβάτες των λεωφορείων γέρνοντας από τη νύστα στα καθίσματα σαν πεθαμένοι μέχρι να πιάσουν τη Μπάφρα, γιατί, μετά, ξυπνάνε ξαφνικά όλοι μαζί κι αρχίζουν να μαζεύουν τις σακούλες.
Εκεί πάνω - κάτω, βρίσκεται το όριο κι από τη θέση αυτή αρχίζει κι η ετοιμασία για την είσοδο στην πόλη.
Αυτοί οι ταξιδιώτες είναι συνήθως ντόπιοι. Μικρέμποροι και φοιτητές από τα Γιάννενα, παιδιά που σπουδάζουν στην Αθήνα, μετανάστες από τη Γερμανία ή και χωριάτες απ' τα κοντινά χωριά, που αρρώστιες ή δουλειές τους τράβηξαν, θέλαν δε θέλαν, στην πρωτεύουσα.
Μαζί μ' αυτούς μπαίνουν στην πόλη από κει κι εκείνοι που έρχονται με τα δικά τους τα αυτοκίνητα. Ντόπιοι κι αυτοί, πιασμένοι: χοντρέμποροι, μεσίτες κι εργολάβοι` γιατροί, καθηγητές κι αεριτζήδες ή και παιδιά πλουσίων, που πετάγονται, δίχως σκοπό, ως τα περίχωρα κι όλο μαρσάρουν, μες στη νύχτα, τρέχοντας με εκατόν πενήντα.
Από τον ίδιο δρόμο, όμως, περνάνε και οι άλλοι. Οι ξένοι, δηλαδή, που έρχονται στην πόλη για διακοπές. Είναι αυτοί που κόβουν βόλτες, ύστερα, κάτω στη λίμνη και στο Κάστρο` που πηγαίνουν, όλοι μαζί, στη μεγάλη σπηλιά ή στο νησί. Αυτοί που περιεργάζονται, όλη μέρα, τις βιτρίνες με τ' ασημικά και ψάχνουν για μπουγάτσες στην πλατεία.
Είναι οι θεατές που λέγαμε και στην αρχή. Αυτοί που βλέπουν μοναχά το σκηνικό μιας κι είναι αδύνατο να πάρουν μέρος στην παράσταση που δίνει η πόλη, πίσω απ' τις κουρτίνες, κάθε μέρα. Γι' αυτό και κατεβαίνουν στο Κριθαροπάζαρο, να πούμε. Στέκονται εκεί, για ώρα, και κοιτούν. Τα μαγαζιά, κοιτάζουνε, με τα μαντζούνια και τις περίεργες στοές , με τα παλιά ποτοποιεία. Τα πανδοχεία τα ετοιμόρροπα περιεργάζονται και την αρχιτεκτονική τους σχολιάζουν μεγαλόφωνα.
Τα βλέπουν όλα αυτά, λοιπόν, λες κι είναι μόνο μέρος κάποιου σκηνικού: γκρεμίσματα ωραία και χτίσματα νεκρά. Στοιχεία διακόσμησης - μιας άλλης, έντρομης ζωής - άξια να κρατηθούν στο σκοτεινό το θάλαμο της φωτογραφικής τους μηχανής, χωρίς καθόλου να υποψιάζονται πως λίγο πάνω απ' το κεφάλι τους, εκεί, στο πανδοχείο του Μπαλάνου, στο τρίτο παράθυρο ακριβώς κι αριστερά της πόρτας με τα χρωματιστά τα τζαμιλίκια, βρίσκεται το δωμάτιο όπου είναι κλεισμένος, από ώρες, μόνος του ο Βύρωνας ο Ζήνδρος και υποφέρει.
Μιλάμε βέβαια, για κείνο το παιδί, που πριν σαράντα χρόνια είχε μπει στην πόλη όπως κι αυτοί` σαν ξένος. Από τα βόρεια είχε κατεβεί με τον πατέρα του, μονάχα για μια μέρα και με το κανονικό του το επίθετο. Για το Βύρωνα το Ζήνδρο μιλάμε που στα 1947 είδε την πόλη ολόκληρη κλεισμένη σε μια λάμψη. Στη λάμψη που εξέπεμπε το μαύρο Μπίσμαρκ: εκείνο το ποδήλατο που είχε δει - χαράματα της μέρας κιόλας που έφευγε - πίσω απ' το τζάμι της βιτρίνας αλλά ποτέ του δεν κατόρθωσε να αποχτήσει.
Πέρασαν από τότε σαράντα χρόνια ολόκληρα, αλλά δεν είναι αυτός ο λόγος που τον κάνει τώρα να υποφέρει. Ο λόγος είναι πως τα χρόνια αυτά, συγκεντρωμένα και καταγραμμένα σε τρία τετράδια εκατόφυλλα, γεμάτα με λέξεις, με ζωγραφιές και με σχεδιάγραμματα περίτεχνα - καμωμένα από το χέρι του Βύρωνα - χάθηκαν ανεπιστρεπτί και κανένας δεν ξέρει πια, σε ποιο από τα απορριματοφόρα που έχει η πόλη χοροπήδαγαν το προηγούμενο βραδυ, ανάμεσα σε χιλιάδες άχρηστα αντικείμενα: σε τι αποφάγια και σακούλες με βρωμιές ανακατεύτηκαν κι ύστερα θάφτηκαν μαζί κατατρακυλώντας απ' το θλιβερό τον καταρράχτη - μακριά από την πόλη - μέσα σε κείνα τα βουνά των σκουπιδιών που αχνίζουνε σαν ζώα ψόφια από καιρό κι όλο στέλνουν μηνύματα, με τον καπνό, στα κοντινά χωριά πως ο οργανισμός της πόλης λειτουργεί ακόμα καλά` τρώει και χωνεύει κανονικά και τ' απορρίματά του - σαν ζώο κατοικίδιο που είναι, εκπαιδευμένο πια και καθαρό - πάει και τ' αφήνει μακριά και έξω, τέλος πάντων, απ' το σπίτι το δικό του.
Κι είναι γνωστό - πολύ συνηθισμένο είναι - ο οργανισμός αυτός, μες στ' απορρίματά του, μαζί με τ' άχρηστα αντικείμενα, τα αποφάγια κι όλες τις βρωμιές, να βάζει - όταν χρειάζεται - και μερικούς απ' τους ανθρώπους του. Κάτι αγκάθια ενοχλητικά, πλάσματα έρημα και μόνα - που δεν ευθυγραμμίζονται,ας πούμε, με το σύνολο - πάει και τα φτύνει στις γωνιές. Τα αποδιώχνει, σαν τσιμπούρια, από πάνω του κι όλο τα σπρώχνει - όπως το Βύρωνα το Ζήνδρο - σε κάτι πανδοχεία άθλια, με δωμάτια σαν κι αυτό που κάθεται τώρα, έτοιμα απ' ώρα σε ώρα να σωριαστούν στο δρόμο μ' όλον εκείνο τον απερίγραπτο εξοπλισμό τους - τον χρησιμοποιημένο για δεκάδες χρόνια από χιλιάδες μοναχούς ανθρώπους: το τσακισμένο λαβομάνο με την τσιγκούνα τενεκεδένια βρύση, τα κάποτε λευκά και σιδερένια τους κρεβάτια με το περιεχόμενο του στρώματος χυμένο σπάταλα κι από τις δυό πλευρές, τις κάποτε ευέλικτες σούστες του σωμιέ - αράχνες, τώρα, όλο σκουριά - να χάσκουν άναυδες λίγο πιο πάνω απ' το ξεδοντιασμένο πάτωμα, και τα κουτσά τους ξύλινα τραπέζια με την προβιά της βρώμας και του χρόνου στο τραπεζομάντηλο.
Μέσα σ' ένα τέτοιο δωμάτιο λοιπόν - δωμάτιο στο πίσω μέρος του σκηνικού - που οι ταξιδιώτες, κάτω απ' το δρόμο, δεν το βλέπουν, ο Βύρωνας ο Ζήνδρος - για τρία ολόκληρα χρόνια - έγραφε, τις νύχτες, μέχρι που χάραζε. Πάνω σε κάτι βρώμικα τετράδια, έγραφε, δίχως κανένας να το ξέρει.
Με γραμματάκια πλάγια και καλλιγραφικά εξιστορούσε εκεί μέσα ο Βύρωνας τη ζωή του. Μια ζωή σκληρή κι απίστευτη. Γεμάτη περιπέτειες και αναπάντεχα, λες κι ήταν ξεσηκωμένη από κάποιο μυθιστόρημα φοβερό, σαν κι αυτά που τυπώνονται κάθε τόσο σε βιβλία που τα διαβάζουν οι άνθρωποι τις νύχτες ξαπλωμένοι στο κρεβάτι κι όλο απορούν. Πού πήγε, τάχα, και τα βρήκε όλ' αυτά ο συγγραφέας και τι φαντασία έχει ο άνθρωπος, να πούμε.
Τέτοια πράγματα, θαυμαστά, που να σου φεύγει ο νους, έγραφε μέσα σε κείνα τα τετράδια ο Βύρωνας, γιατί τέτοια ήταν κι η ζωή του. Τέτοια και καλύτερη - ή και χειρότερη, ανάλογα πώς θα το πάρεις
( απόσπασμα)
Νίκος Χουλιαράς, Μια ιστορία του μακρύ χειμώνα, Νεφέλη 1990
Αγαπάμε Νίκο Χουλιαρά. Από το Λούσια του έως Τα ποιήματα στο δρόμο. Και βάλε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΈχει κάτι γήινο και χειροπιαστό. Και ταυτόχρονα βλέπει προς τον ουρανό. Κοινώς, σε απογειώνει.
Α, να μην ξεχάσω: Τον γνώρισα έφηβη, όταν τα μεσημέρια της Κυριακής, περίμενα τη ραδιοφωνική εκπομπή της Λύρας.
ΘΑ ΣΟΥ ΤΟ ΠΩ ΜΕ "Α"
https://www.youtube.com/watch?v=dlNyNnCeGKs
“Την αληθινή μου ιστορία
δεν θα τη διαβάσετε πουθενά.
Είναι γραμμένη έξω, στον αέρα.
Στην ερημιά των δρόμων
των σπιτιών και των ανθρώπων
που αγάπησα
Στη γη και στον ουρανό. Στο
πιο μεγάλο ανοιχτό βιβλίο
αυτού του κόσμου”
Νίκος Χουλιαράς
(Εικόνες στο ύψος της ζωής)
Καλησπέρα Rosa Mund
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ αγαπημένος μου συγγραφέας.
Εγώ πάλι μέσω αυτού αγάπησα την ηπειρώτικη μουσική και λάτρεψα τα Γιάννενα.
Θυμάμαι,όταν ήμουν μικρή και δεν ήξερα ούτε πού πέφτουν τα Γιάννενα, μου άρεσε να ακούω το τραγούδι
" Χαλασιά μου"
https://www.youtube.com/watch?v=ftcPiqUu1M0
Διάβασα αρκετά βιβλία του Χουλιαρά. Εκείνο όμως που μου αρέσει ιδιαίτερα είναι το " Ζωή, την άλλη φορά"
Πάνε πολλά χρόνια που έχω διαβάσει το βιβλίο αλλά ακόμη λέω μια φράση που έλεγε η ηρωίδα , η μάνα νομίζω ,δεν θυμάμαι και καλά , " Εμείς πότε θα ζήσουμε ;" τη ρωτούσαν, " Ζωή, την άλλη φορά" και έχει τόση μελαγχολία μέσα της . Γενικά νομίζω ότι τα έργα του Χουλιάρα εκπέμπουν μια μελαγχολία, όπως και ο τρόπος που τραγουδά.
Πολλά φιλιά
Να' σαι καλά
Δεν έχω διαβάσει το "Ζωή, την άλλη φορά", αλλά μου αρέσει η περιρρέουσα μελαγχολία της γραφής του στα 5-6 βιβλία του που έχω διαβάσει.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕννοείται ότι ξέρω τη "Χαλασιά" και μου αρέσει πολύ. Σου παραθέτω ένα λιγότερο γνωστό, πλην εξαιρετικό:
Νίκος Χουλιαράς - Της τρέλας η ζητιανιά
https://www.youtube.com/watch?v=nVvwACmB1LY