Θέλω να διασώσω κάπως μια παλιά διαδήλωση, που θα χαθεί ολότελα κι αυτή και θα σβήσει. Ένα ανοιξιάτικο, μουντό όμως, μεσημέρι στην κατεχόμενη Θεσσαλονίκη του '43. Να καταθέσω κι αυτή τη φτωχή μαρτυρία μου, που ύστερα από τόσες σιωπές, αποσιωπήσεις, περιφρονήσεις, θανάτους και αραιώματα, πήρε θαρρώ να αποκτάει κάποια αξία.
Τις μέρες εκείνες υπήρχε μέγας αναβρασμός για την πολιτική επιστράτευση. Οι επιγραφές στους τοίχους κραύγαζαν ότι έπρεπε με κάθε τρόπο να γίνει ματαίωσή της. Διαδιδόταν πως τους επιστρατευόμενους θα τους πάρουν για το μέτωπο της Ρωσίας, τα εργοστάσια της Γερμανίας ή και κατά της Ανταρσίας, να τους βάζουν μπροστά για ασπίδα ή για δόλωμα. Αυτό το τελευταίο ήταν και το πιθανότερο. Δεν ήθελε συζήτηση πως επρόκειτο για ομηρία παρά για επιστράτευση.
Κι ένα πρωινό, κατά τις δέκα, καθώς είχαμε διάλειμμα στο Γ' Αρρένων, ξεπατάχτηκαν ανάμεσά μας δυο τρεις νεαροί, αρκετά μεγαλύτεροί μας, καλοντυμένοι κάπως μα νευρικοί και ωχρότατοι. Ο ένας τους ανέβηκε σε μια μικρή χωματένια τούμπα της αυλής, σήκωσε τα χέρια, κι έκανε γρήγορο νόημα να πλησιάσουμε να μας μιλήσει: " Το μεσημέρι στις δώδεκα θα γινόταν διαδήλωση ενάντια στην πολιτική επιστράτευση κι έπρεπε να πάμε". Απάνω, στο γραφείο, οι καθηγητές πήραν είδηση. Η θέση τους δύσκολη πολύ. Κάτι ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν, να δείξουν έστω πως τους κυνηγάνε. Ακούγοντας εμείς τους φλογερούς φοιτητές, κοιτούσαμε και κατά το γραφείο. Μερικοί καθηγητές μας ήταν στο ΕΑΜ, κι αυτό αποδείχτηκε αργότερα , όταν τους πέταξαν απ' τη δουλειά τους. Πάνω σ' αυτά, εμφανίστηκε στο κεφαλόσκαλο ο διευθυντής μας, Τσόλης ονόματι, μαζί με άλλους αγριεμένους. Τράβηξε με ορμή προς τους φοιτητές, οι οποίοι πισωπλάτησαν, ακόμα πιο δυνατά μιλώντας. Η τουρκόφωνη επιστάτρια, κυρία Ευθυμία, που μόλις την πειράζαμε, έλεγε απειλητικά " πού Τσό - λης, πού Τσό -λης", δηλαδή πόυ είναι ο Τσόλης να τον φωνάξω και θα δείτε εσείς, και φυσικά εμείς την πειράζαμε για να το επαναλαμβάνει, βαρούσε κιόλας με δύναμη το κουδούνι. Μας έμπασαν, χωρίς γραμμή, στα γρήγορα μέσα.
Κάναμε μάθημα στο ισόγειο, σε μια αίθουσα βαθιά και σκιερή, με κάθετα κάγκελα στα παράθυρα. Οι παλιότεροι τους κακοποιούς και τους κλέφτες τους φοβούνταν πιο πολύ κι από τη φωτιά. Έλεγαν πως και ο Κεμάλ, που το σπίτι του ήταν λίγο πιο εκεί, είχε φοιτήσει σ' αυτό το σχολείο. Ξαφνικά, στα τρία ανοιχτά παράθυρα βλέπουμε τρεις σκιές κρεμασμένες. Είχαν σαλτάρει, πιαστεί από τα κάγκελα , και πάλι φώναζαν: " Όλοι στη Γενική Διοίκηση στις δώδεκα". Η Γενική Διοίκηση, με τον προδότη, βέβαια, Γενικό Διοικητή, βρισκόταν στην Τσιμισκή, στο κτίριο όπου είναι σήμερα το βιβλιοπωλείο " Μόλχο ". Ο καθηγητής μας εκείνης της ώρας, Ξύδης, χημικός - όνομα και πράμα - ρίχτηκε σαν αγριόγατος να τους διώξει. Σκαρφάλωσε απάνω στα θρανία και προσπαθούσε να κλείσει το παράθυρο. Επειδή όμως οι φοιτητές είχαν τα πόδια τους και δεν μπορούσε, τους κλωτσούσε με μανία στα καλάμια και στα σκέλια, από τα κάγκελα ανάμεσα. Εμείς είμασταν μικρά, βλέποντας την κλωτσοπατινάδα εκείνη , είχαμε ζαρώσει. Περισσότερο μας είχε πληγώσει η συμπεριφορά του καθηγητή, ο τρόπος του, οι αναξιοπρεπείς κινήσεις του, οι κλωτσιές του, και όχι το ότι έδιωχνε τους φοιτητές. Άδικα όμως έγινε όλη αυτή η φασαρία, ήταν η τελευταία μας ώρα εκείνη, μετά σχολούσαμε. Το κατοχικό πρόγραμμα δεν πήγαινε πάνω από τρεις ώρες. Βγαίνοντας είδαμε χωροφύλακες να περιπολούν με νωχέλεια στην αυλή, καθώς και στην Αγίου Δημητρίου. Τους ειδοποίησαν για να' ναι τυπικά εντάξει. Μα, αυτοί φαίνονταν λιγότερο χέστηδες από τους καθηγητές μας.
Αντί για το συσσίτιο, τραβήξαμε προς τη Γενική Διοίκηση. Εκεί έστριβε το τραμ, παίρνοντας τη στροφή μπροστά σ' ένα κατάστημα που πουλούσε καφέδες. Δεν είχαν περάσει πολλά χρόνια, που ερχόμασταν να παίξουμε και να σφυρίξουμε με τον παπαγάλο του Λουμίδη. Μέσα στις φθαρμένες πια τσάντες μας είχαμε τα πιάτα και τα κουτάλια - πιρούνια δεν χρειάζονταν - τυλιγμένα σε μια πετσέτα. Εμείς δεν είχαμε τσινένια ούτε τσίγκινα πιάτα στο σπίτιμ κι έτσι κουβαλούσα γυαλένιο. Το τοποθετούσα πάντοτε στο πίσω μέρος της τσάντας, μετά τα βιβλία και τα τετράδια. Κι ουδέποτε το έσπασα. Τι παιδί πια ήμουν κι εγώ; αλλά και τι αψυχολόγητα πράγματα που μου έκαμναν οι μεγάλοι, να μη μ' αφήνουν στιγμή ξεγνοιασιάς, φορτώνοντας με με τη διατήρηση αυτού του γυαλένιου πιάτου;τι να πει κανείς; Όλο μαχαίρια στην πλάτη μου, ώστε να μην ξενοιάσω ποτέ μου. Πάντως, με το βαθύ πιάτο η τσάντα πίσω σχημάτιζε μια ξεγδαρμένη καμπούρα. Ήταν από το φούσκωμα που επί χρόνια δημιουργούσε εκείνο το πιάτο. Για την καμπούρα της ράχης μάς έδιναν μουρουνόλαδο. Μπάινοντας στο συσσίτιο, κάποιος εκεί στην είσοδο, μας το έβαζε στο κουτάλι, που κρατούσαμε όλοι στο χέρι. Έπρεπε να το καταπιούμε αμέσως. Μ' αυτό το ίδιο κουτάλι τρώγαμε στη συνέχεια το φαΐ μας. Παρόλα αυτά όμως ούτε ευσταλείς γίναμε ούτε ευθυτενείς. Μείναμε μόνο αιώνιοι θαυμστές και μελετητές των ευσταλών, έχοντας συχνά την παρηγοριά ότι εμείς είμασταν απείρως πιο ευσταλείς στην ψυχή από κείνους κι ας νομίζει ο κόσμος.
Είχε αρκετό κόσμο στη Γενική Διοίκηση και πολλούς χωροφύλακες στις γωνιές με τα τουφέκια αναρτημένα. Οι χωροφύλακες στην Κατοχή, μα και στον εμφύλιο, φορούσαν χακί ρούχα, αλλά καπέλα πάντοτε πλατύγυρα. Στεκόμουνα στην άκρη, εκέι που είναι σήμερα - ελπίζω να είναι - το βιβλιοπωλείο του Ζαχαρόπουλου στην Τσιμισκή. Καταπώς βλέπω, όλο με βιβλιοπωλεία επισημάινω τους τόπους...Σε κάποια στιγμή , όταν ο μουντός - θυμάμαι - ο κακοντυμένος κοσμάκης , πήρε να φωνάζει ρυθμικά μα αδύναμα " Όχι επιστράτευση, όχι επιστράτευση, όχι επιστράτευση!", οι χωροφύλακες αμέσως έφραξαν κατά πλάτος τον δρόμο, κράτησαν τα τουφέκια με τις κάννες προς τον ουρανό, σαν να παρουσίαζαν όπλα, και άρχισαν να ρίχνουν. Είδα αυτό για μια στιγμή, είδα τον κόσμο να παραμερίζει στις άκρες , αλλά μετά δεν ξέρω τι έγινε, γιατί το έβαλα στα πόδια. Εξακολούθησα να τρέχω ακόμα και σε δρόμους με διαβάτες ανύποπτους , που πήγαιναν με όλο τους το πάσο. Ούτε καν είχαν ακούσει τους πυροβολισμούς. Νόμιζα πως οι χωροφύλακες με τα τουφέκια θα χυμήξουν από κάποια γωνιά και θα σαρώσουν πυροβολώντας την πόλη. Αλλά αυτά, τότε, οι Γερμανοί μόνο μπορούσαν να τα κάνουν.
Πάντως, σε μερικές μέρες συνέβη κάτι το αναπάντεχο , που είχε γνήσια τη σφραγίδα της στρατιωτικής κακότητας. Μαζί με μυστικούς δικούς μας, μπλοκάρισαν οι Γερμανοί από τα χαράματα την πλατεία Δικαστηρίων, αφήνοντας, φαινομενικά ανοιχτούς μόνο τους επάνω δρόμους, που οδηγούσαν σ' αυτήν. Οι εργαζόμενοι που περνούσαν κοπαδιαστά αποκεί πρωί πρωί έπεσαν στη φάκα. Φτάνοντας κάτω μεριά τους σταματούσαν με τα πολυβόλα. Μάζεψαν έτσι χιλιάδες άντρες. Μετά άρχισαν, με όλη τους την άνεση, την ταχτοποίηση και τη διαλογή. Ήταν ένα λαμπρό πρωινό του Μαΐου, και του Ιουνίου ίσως. Τους έβαλαν σε σειρές, ξεχωρίζοντας τους πιο νέους. Σ' αυτούς έκαμναν, συνέχεια, έλεγχο χαρτιών. Μόλις είχαν περάσει ένας δυο μήνες που είχαν μαζέψει τους Εβραίους κι έτσι οι εχθροί ένιωθαν πιο άνεση. Προηγουμένως, ποτέ δεν θα το έκαμναν αυτό, από το φόβο πως μπορούσαν να ανακατευτούν ανυποψίαστοι με Εβραίους και να μιανθούν. Από μακριά έβλεπες ξαφνικά σπρωξίματα, κλωτσιές, και άκουγες το κτηνώδες γερμανικό βρισίδι. Κατά το μεσημέρι άφησαν, πρώτα, τους παπάδες. Είχαν πιάσει αρκετούς κι απ' αυτούς, καθώς θα πήγαιναν για τον Όρθρο. Πρέπει να είχαν ανάψει τα ράσα τους μες στο λιοπύρι. Είχαν πιάσει και τον πατέρα Λεωνίδα, τον μετέπειτα αντικανονικό μητροπολίτη , καθώς κατέβαινε λοξά από το Διοικητήριο, όπου καθόντουσαν όλοι μαζί οι Ζωικοί, σ' ένα σπίτι με διαμπερή στοά αποκάτω, μα αυτόνα, μετά από διάφορα σούρτα - φέρτα, τον είχαν αφήσει να φύγει από το πρωί, προς μεγάλη συγκίνηση των γυναικών που κοίταζαν. Ύστερα από τους παπάδες, απέλυσαν τους γέρους, και σε λιγάκι τους μεσόκοπους. Τους νέους τους ξεδιάλεγαν σιγά - σιγά , αυτοί ήταν από το ιδιόκτητο κοπάδι τους. Άφηναν εκείνους μόνο, που μπορούσαν να αποδείξουν με χαρτιά ότι δούλευαν σε υπηρεσίες δημόσιες ή χρήσιμες για το Γ' Ράιχ. Τελικά απόμειναν αρκετές εκατοντάδες - οι πιο νέοι και εύρωστοι. Σκαφτιάδες, χτίστες, θαλασσινοί...Όλοι όσοι δεν είχαν πρόσωπα να τρέξουν εκείνες τις ώρες να τους ελευθερώσουν. Τους κατέγραψαν, τους δέσμευσαν και τους έκλεισαν σ'ένα σχολείο, εκεί στην Αγίας Σοφίας, από το Πειραματικό απέναντι. Διψασμένους και νηστικούς. Και ολότελα παραζαλισμένους. Φώναζαν σαν πουλιά από τα παράθυρα, ρίχναν χαρτάκια με μηνύματα. Τους παίρναμε τσιγάρα, πετώντας τα πακέτα ψηλά προς τα παράθυρα. Τα καημένα τα παιδιά, παρά το αναπάντεχο που τους βρήκε, διατηρούσαν αρκετό κουράγιο και κέφι. Ακόμα και χαμόγελο. Οι νέοι, τότε, οι φτωχοί μάλιστα, θεωρούνταν κάπως σαν υποψήφιοι μελλοθάνατοι, σαν ιδιαίτερα ανθεκτικά τομάρια, και τα ' παιρναν αψήφιστα κάτι τέτοια.
Σε λίγον καιρό μάθαμε πως τους διασκόρπισαν στις γραμμές του τραίνου. Τους χώρισαν σε ομάδες, τους οργάνωσαν, τους μοίρασαν κατά τμήματα τη γραμμή, και τους έβαλαν να ψάχνουν συνεχώς τις ράγες μ' ένα μακρύ ξύλο. Για ό,τι συνέβαινε στο κομμάτι τους, ήταν υπόλογοι με τη ζωή τους. Αυτό ξανάγινε , αργότερα, στον εμφύλιο με τους γιεχωβάδες. Μια και δεν εννοούσαν να πιάσουν όπλο, τους έδωσαν από ένα κοντάρι να ψά;χνουν τις γραμμές για νάρκες, δυναμίτη και τέτοια. Αν με το ανασκάλισμα οι εκρηκτικές ύλες έσκαγαν, το κέρδος ήταν όλο δικό τους. Αν πάλι δεν τις έβρισκαν και έσκαγαν καθώς περνούσε το τραίνο, το κέρδος το εισέπρατταν λίγο αργότερα. Οι Γερμανοί είχαν επινοήσει και κάτι άλλο: βάζαν κρατούμενου ή επιστρατεμεύνους σ' ένα βαγόνι ανοιχτό και κουκουλωμένο με συρματοπλέγματα, σαν κλούβα, μπροστά από την ατμομηχανή, για να κάνουν έτσι εκβιασμό στους αντάρτες που υπονομεύαν τις γραμμές. Αν ανατίναζαν την αμαξοστοιχία, θα σκοτώναν πρώτα τους δικούς τους ή θα γίνονταν αιτία να εκτελεστούν. Δεν είμαι βέβαιος , αλλά νομίζω ότι αυτό το κόλπο χρησιμοποιήθηκε και και στον ανταρτοπόλεμο. Πάντως, γιεχωβάδες τουφέκισαν πολλούς, γιατί επέμεναν στις αρχές τους. Και μολονότι οι ιδέες αυτές είναι παλαβές και φαιδρές για μένα, εντούτοις ομολογώ ότι αποκαλύπτομαι μπροστά στην εμμονή τη μέχρι θανάτου θυσίας.
Δεν ξέρω πώς γλιτώσαν εκείνα τα παιδιά της πλατείας, θα διέρρευσαν μάλλον στους αντάρτες. Σήμερα δεν πρέπει να' ναι και πολύ μεγάλοι, εκεί γύρω στα εξήντα τους θα βρίσκονται. Και όμως κανένας τους δεν μας εξιστόρησε όλα αυτά. Φοβόντουσαν κιόλας οι άνθρωποι τόσα χρόνια. Πονάνε τα μέσα μου, όταν κάθε τόσο διαπιστώνω πως στην Αθήνα, την Κρήτη, και ιδίως στο Μοριά, δεν έχουν αφήσει το παραμικρό αντιστασιακό επεισόδιο, και το πιο ασήμαντο ακόμα, που να μην το έχουν αποθησαυρίσει, διαλαλήσει και προπάντων μεγαλοποιήσει. Κι εμείς με τα τόσα σπουδαία γεγονότα, τη βαριά σιωπηλή ζωή, όπου η Κατοχή ήταν δεκάδες φορές αυστηρότερη, και οι εκτελέσεις πολύ πιο πολλές, δεν βγάζουμε άχνα. Αλλά μήπως μόνο η Κατοχή ήταν έτσι στα δικά μας μέρης; Όλες οι εποχές ήταν πιεστικότερες. Στην Αθήνα εφευρίσκονται οι νόμοι και οι διαταγές και σε μας επάνω εφαρμόζονται, σε όλη τους τη μεγαλοπρέπεια. Πόυ είναι οι τόσοι εκτελεσμένοι μας, τα ονόματά τους, τα σημειώματά τους, οι τελευταίες τους στιγμές; Εκείνοι που όταν τους περνούσαν για πάντα από τους ακραίους συνοικισμούς έψελναν, έστω και λαθεμένα , τον εθνικό ύμνο και ο κόσμος έκλαιγε στα παράθυρα; Θεληματικά ή όχι, έχουμε παρατήσει τους ανθρώπους μας, που έφυγαν κρατημένοι και από μιαν άλλη ελπίδα. Φοβάμαι πως πολλών έχουν χαθεί ακόμα και τα ονόματα. Ξέρουμε - και πολύ σωστά - τις συνθήκες στο Χαϊδάρι, τις εκτελέσεις στην Καισαριανή, τις διαδηλώσεις στους δρόμους της Αθήνας, τους ηρωισμούς μπροστά στο ιταλικό ιππικό, την απελευθέρωση, τους λόγους και τα μπαλκόνια , τα δεκεμβριανά. Ξέρουμε ακόμα για την πρωτομαγιά του Σικάγου, για το θωρηκτό "Ποτέμκιν", τη Ρωσία του 1905, το Πόρτ - Άρθουρ, τη Ρωσία του '17 - Χειμερινά ανάκτορα, θωρηκτό 'Αυγή", στόλος Βαλτικής, μεταμφιέσεις, και συνελέυσεις - αλλά δεν ξέρουμε τίποτε σχεδόν για το στρατόπεδο Παύλου Μελά, το Γεντί - Κουλέ, που θα' πρεπε να είχε γίνει μουσείο φρίκης, τις εκτελέσεις στο Κόκκινο Σπίτι, τις εκτελέσεις στο Χατζή - Μπαχτσέ, το κάψιμο του Χορτιάτη, το Τμήμα Μεταγωγών, που έχει παραδοθεί σε φροντιστήρια και βιοτεχνίες, τις άλλες, τις πολλές εκτελέσεις του εμφυλίου πίσω από το Εφταπύργιο. Ποιος θα τα καταγράψει αυτά και πότε επιτέλους θα τα κάνει; Ποιος θα πάρει τις προσωπικές καταθέσεις όσων ακόμα κρατιούνται στη ζωή; Θα χαθούν, θα αλλοιωθούν - κάθε μέρα αλλοιώνονται και πεθαίνουν. Εγώ αυτό δεν είμαι σε θέση να το κάνω, πρέπει να βρεθούν άλλοι, μάλλον νεώτεροι. Είναι αλήθεια πως τους λόγιους της Θεσσαλονίκης τους τρομοκρατούν και κάτι φριχτά εντόπια οντάρια, κατώτατης υποστάθμης κριτικοί και λογοτέχνες , που αποθαρρύνουν τις προσπάθειες αυτές, και που έχουν αναγάγει τον χαντουμισμό τους σε υψηλό καλλιτεχνικό δόγμα.
Αυτοί είναι οι δεύτεροι φονιάδες, οι πνευματικόι συνεχιστές. Μόνο με την εξάλειψή τους η πόλη μας θα πάρει ανάσα.
Γιώργος Ιωάννου, Το δικό μας αίμα, Πεζογραφήματα, Κέδρος 1986 , 6η έκδοση
Για τα 30 χρόνια από το θάνατό του( 16 Φλεβάρη 1985)
Τις μέρες εκείνες υπήρχε μέγας αναβρασμός για την πολιτική επιστράτευση. Οι επιγραφές στους τοίχους κραύγαζαν ότι έπρεπε με κάθε τρόπο να γίνει ματαίωσή της. Διαδιδόταν πως τους επιστρατευόμενους θα τους πάρουν για το μέτωπο της Ρωσίας, τα εργοστάσια της Γερμανίας ή και κατά της Ανταρσίας, να τους βάζουν μπροστά για ασπίδα ή για δόλωμα. Αυτό το τελευταίο ήταν και το πιθανότερο. Δεν ήθελε συζήτηση πως επρόκειτο για ομηρία παρά για επιστράτευση.
Κι ένα πρωινό, κατά τις δέκα, καθώς είχαμε διάλειμμα στο Γ' Αρρένων, ξεπατάχτηκαν ανάμεσά μας δυο τρεις νεαροί, αρκετά μεγαλύτεροί μας, καλοντυμένοι κάπως μα νευρικοί και ωχρότατοι. Ο ένας τους ανέβηκε σε μια μικρή χωματένια τούμπα της αυλής, σήκωσε τα χέρια, κι έκανε γρήγορο νόημα να πλησιάσουμε να μας μιλήσει: " Το μεσημέρι στις δώδεκα θα γινόταν διαδήλωση ενάντια στην πολιτική επιστράτευση κι έπρεπε να πάμε". Απάνω, στο γραφείο, οι καθηγητές πήραν είδηση. Η θέση τους δύσκολη πολύ. Κάτι ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν, να δείξουν έστω πως τους κυνηγάνε. Ακούγοντας εμείς τους φλογερούς φοιτητές, κοιτούσαμε και κατά το γραφείο. Μερικοί καθηγητές μας ήταν στο ΕΑΜ, κι αυτό αποδείχτηκε αργότερα , όταν τους πέταξαν απ' τη δουλειά τους. Πάνω σ' αυτά, εμφανίστηκε στο κεφαλόσκαλο ο διευθυντής μας, Τσόλης ονόματι, μαζί με άλλους αγριεμένους. Τράβηξε με ορμή προς τους φοιτητές, οι οποίοι πισωπλάτησαν, ακόμα πιο δυνατά μιλώντας. Η τουρκόφωνη επιστάτρια, κυρία Ευθυμία, που μόλις την πειράζαμε, έλεγε απειλητικά " πού Τσό - λης, πού Τσό -λης", δηλαδή πόυ είναι ο Τσόλης να τον φωνάξω και θα δείτε εσείς, και φυσικά εμείς την πειράζαμε για να το επαναλαμβάνει, βαρούσε κιόλας με δύναμη το κουδούνι. Μας έμπασαν, χωρίς γραμμή, στα γρήγορα μέσα.
Κάναμε μάθημα στο ισόγειο, σε μια αίθουσα βαθιά και σκιερή, με κάθετα κάγκελα στα παράθυρα. Οι παλιότεροι τους κακοποιούς και τους κλέφτες τους φοβούνταν πιο πολύ κι από τη φωτιά. Έλεγαν πως και ο Κεμάλ, που το σπίτι του ήταν λίγο πιο εκεί, είχε φοιτήσει σ' αυτό το σχολείο. Ξαφνικά, στα τρία ανοιχτά παράθυρα βλέπουμε τρεις σκιές κρεμασμένες. Είχαν σαλτάρει, πιαστεί από τα κάγκελα , και πάλι φώναζαν: " Όλοι στη Γενική Διοίκηση στις δώδεκα". Η Γενική Διοίκηση, με τον προδότη, βέβαια, Γενικό Διοικητή, βρισκόταν στην Τσιμισκή, στο κτίριο όπου είναι σήμερα το βιβλιοπωλείο " Μόλχο ". Ο καθηγητής μας εκείνης της ώρας, Ξύδης, χημικός - όνομα και πράμα - ρίχτηκε σαν αγριόγατος να τους διώξει. Σκαρφάλωσε απάνω στα θρανία και προσπαθούσε να κλείσει το παράθυρο. Επειδή όμως οι φοιτητές είχαν τα πόδια τους και δεν μπορούσε, τους κλωτσούσε με μανία στα καλάμια και στα σκέλια, από τα κάγκελα ανάμεσα. Εμείς είμασταν μικρά, βλέποντας την κλωτσοπατινάδα εκείνη , είχαμε ζαρώσει. Περισσότερο μας είχε πληγώσει η συμπεριφορά του καθηγητή, ο τρόπος του, οι αναξιοπρεπείς κινήσεις του, οι κλωτσιές του, και όχι το ότι έδιωχνε τους φοιτητές. Άδικα όμως έγινε όλη αυτή η φασαρία, ήταν η τελευταία μας ώρα εκείνη, μετά σχολούσαμε. Το κατοχικό πρόγραμμα δεν πήγαινε πάνω από τρεις ώρες. Βγαίνοντας είδαμε χωροφύλακες να περιπολούν με νωχέλεια στην αυλή, καθώς και στην Αγίου Δημητρίου. Τους ειδοποίησαν για να' ναι τυπικά εντάξει. Μα, αυτοί φαίνονταν λιγότερο χέστηδες από τους καθηγητές μας.
Αντί για το συσσίτιο, τραβήξαμε προς τη Γενική Διοίκηση. Εκεί έστριβε το τραμ, παίρνοντας τη στροφή μπροστά σ' ένα κατάστημα που πουλούσε καφέδες. Δεν είχαν περάσει πολλά χρόνια, που ερχόμασταν να παίξουμε και να σφυρίξουμε με τον παπαγάλο του Λουμίδη. Μέσα στις φθαρμένες πια τσάντες μας είχαμε τα πιάτα και τα κουτάλια - πιρούνια δεν χρειάζονταν - τυλιγμένα σε μια πετσέτα. Εμείς δεν είχαμε τσινένια ούτε τσίγκινα πιάτα στο σπίτιμ κι έτσι κουβαλούσα γυαλένιο. Το τοποθετούσα πάντοτε στο πίσω μέρος της τσάντας, μετά τα βιβλία και τα τετράδια. Κι ουδέποτε το έσπασα. Τι παιδί πια ήμουν κι εγώ; αλλά και τι αψυχολόγητα πράγματα που μου έκαμναν οι μεγάλοι, να μη μ' αφήνουν στιγμή ξεγνοιασιάς, φορτώνοντας με με τη διατήρηση αυτού του γυαλένιου πιάτου;τι να πει κανείς; Όλο μαχαίρια στην πλάτη μου, ώστε να μην ξενοιάσω ποτέ μου. Πάντως, με το βαθύ πιάτο η τσάντα πίσω σχημάτιζε μια ξεγδαρμένη καμπούρα. Ήταν από το φούσκωμα που επί χρόνια δημιουργούσε εκείνο το πιάτο. Για την καμπούρα της ράχης μάς έδιναν μουρουνόλαδο. Μπάινοντας στο συσσίτιο, κάποιος εκεί στην είσοδο, μας το έβαζε στο κουτάλι, που κρατούσαμε όλοι στο χέρι. Έπρεπε να το καταπιούμε αμέσως. Μ' αυτό το ίδιο κουτάλι τρώγαμε στη συνέχεια το φαΐ μας. Παρόλα αυτά όμως ούτε ευσταλείς γίναμε ούτε ευθυτενείς. Μείναμε μόνο αιώνιοι θαυμστές και μελετητές των ευσταλών, έχοντας συχνά την παρηγοριά ότι εμείς είμασταν απείρως πιο ευσταλείς στην ψυχή από κείνους κι ας νομίζει ο κόσμος.
Είχε αρκετό κόσμο στη Γενική Διοίκηση και πολλούς χωροφύλακες στις γωνιές με τα τουφέκια αναρτημένα. Οι χωροφύλακες στην Κατοχή, μα και στον εμφύλιο, φορούσαν χακί ρούχα, αλλά καπέλα πάντοτε πλατύγυρα. Στεκόμουνα στην άκρη, εκέι που είναι σήμερα - ελπίζω να είναι - το βιβλιοπωλείο του Ζαχαρόπουλου στην Τσιμισκή. Καταπώς βλέπω, όλο με βιβλιοπωλεία επισημάινω τους τόπους...Σε κάποια στιγμή , όταν ο μουντός - θυμάμαι - ο κακοντυμένος κοσμάκης , πήρε να φωνάζει ρυθμικά μα αδύναμα " Όχι επιστράτευση, όχι επιστράτευση, όχι επιστράτευση!", οι χωροφύλακες αμέσως έφραξαν κατά πλάτος τον δρόμο, κράτησαν τα τουφέκια με τις κάννες προς τον ουρανό, σαν να παρουσίαζαν όπλα, και άρχισαν να ρίχνουν. Είδα αυτό για μια στιγμή, είδα τον κόσμο να παραμερίζει στις άκρες , αλλά μετά δεν ξέρω τι έγινε, γιατί το έβαλα στα πόδια. Εξακολούθησα να τρέχω ακόμα και σε δρόμους με διαβάτες ανύποπτους , που πήγαιναν με όλο τους το πάσο. Ούτε καν είχαν ακούσει τους πυροβολισμούς. Νόμιζα πως οι χωροφύλακες με τα τουφέκια θα χυμήξουν από κάποια γωνιά και θα σαρώσουν πυροβολώντας την πόλη. Αλλά αυτά, τότε, οι Γερμανοί μόνο μπορούσαν να τα κάνουν.
Πάντως, σε μερικές μέρες συνέβη κάτι το αναπάντεχο , που είχε γνήσια τη σφραγίδα της στρατιωτικής κακότητας. Μαζί με μυστικούς δικούς μας, μπλοκάρισαν οι Γερμανοί από τα χαράματα την πλατεία Δικαστηρίων, αφήνοντας, φαινομενικά ανοιχτούς μόνο τους επάνω δρόμους, που οδηγούσαν σ' αυτήν. Οι εργαζόμενοι που περνούσαν κοπαδιαστά αποκεί πρωί πρωί έπεσαν στη φάκα. Φτάνοντας κάτω μεριά τους σταματούσαν με τα πολυβόλα. Μάζεψαν έτσι χιλιάδες άντρες. Μετά άρχισαν, με όλη τους την άνεση, την ταχτοποίηση και τη διαλογή. Ήταν ένα λαμπρό πρωινό του Μαΐου, και του Ιουνίου ίσως. Τους έβαλαν σε σειρές, ξεχωρίζοντας τους πιο νέους. Σ' αυτούς έκαμναν, συνέχεια, έλεγχο χαρτιών. Μόλις είχαν περάσει ένας δυο μήνες που είχαν μαζέψει τους Εβραίους κι έτσι οι εχθροί ένιωθαν πιο άνεση. Προηγουμένως, ποτέ δεν θα το έκαμναν αυτό, από το φόβο πως μπορούσαν να ανακατευτούν ανυποψίαστοι με Εβραίους και να μιανθούν. Από μακριά έβλεπες ξαφνικά σπρωξίματα, κλωτσιές, και άκουγες το κτηνώδες γερμανικό βρισίδι. Κατά το μεσημέρι άφησαν, πρώτα, τους παπάδες. Είχαν πιάσει αρκετούς κι απ' αυτούς, καθώς θα πήγαιναν για τον Όρθρο. Πρέπει να είχαν ανάψει τα ράσα τους μες στο λιοπύρι. Είχαν πιάσει και τον πατέρα Λεωνίδα, τον μετέπειτα αντικανονικό μητροπολίτη , καθώς κατέβαινε λοξά από το Διοικητήριο, όπου καθόντουσαν όλοι μαζί οι Ζωικοί, σ' ένα σπίτι με διαμπερή στοά αποκάτω, μα αυτόνα, μετά από διάφορα σούρτα - φέρτα, τον είχαν αφήσει να φύγει από το πρωί, προς μεγάλη συγκίνηση των γυναικών που κοίταζαν. Ύστερα από τους παπάδες, απέλυσαν τους γέρους, και σε λιγάκι τους μεσόκοπους. Τους νέους τους ξεδιάλεγαν σιγά - σιγά , αυτοί ήταν από το ιδιόκτητο κοπάδι τους. Άφηναν εκείνους μόνο, που μπορούσαν να αποδείξουν με χαρτιά ότι δούλευαν σε υπηρεσίες δημόσιες ή χρήσιμες για το Γ' Ράιχ. Τελικά απόμειναν αρκετές εκατοντάδες - οι πιο νέοι και εύρωστοι. Σκαφτιάδες, χτίστες, θαλασσινοί...Όλοι όσοι δεν είχαν πρόσωπα να τρέξουν εκείνες τις ώρες να τους ελευθερώσουν. Τους κατέγραψαν, τους δέσμευσαν και τους έκλεισαν σ'ένα σχολείο, εκεί στην Αγίας Σοφίας, από το Πειραματικό απέναντι. Διψασμένους και νηστικούς. Και ολότελα παραζαλισμένους. Φώναζαν σαν πουλιά από τα παράθυρα, ρίχναν χαρτάκια με μηνύματα. Τους παίρναμε τσιγάρα, πετώντας τα πακέτα ψηλά προς τα παράθυρα. Τα καημένα τα παιδιά, παρά το αναπάντεχο που τους βρήκε, διατηρούσαν αρκετό κουράγιο και κέφι. Ακόμα και χαμόγελο. Οι νέοι, τότε, οι φτωχοί μάλιστα, θεωρούνταν κάπως σαν υποψήφιοι μελλοθάνατοι, σαν ιδιαίτερα ανθεκτικά τομάρια, και τα ' παιρναν αψήφιστα κάτι τέτοια.
Σε λίγον καιρό μάθαμε πως τους διασκόρπισαν στις γραμμές του τραίνου. Τους χώρισαν σε ομάδες, τους οργάνωσαν, τους μοίρασαν κατά τμήματα τη γραμμή, και τους έβαλαν να ψάχνουν συνεχώς τις ράγες μ' ένα μακρύ ξύλο. Για ό,τι συνέβαινε στο κομμάτι τους, ήταν υπόλογοι με τη ζωή τους. Αυτό ξανάγινε , αργότερα, στον εμφύλιο με τους γιεχωβάδες. Μια και δεν εννοούσαν να πιάσουν όπλο, τους έδωσαν από ένα κοντάρι να ψά;χνουν τις γραμμές για νάρκες, δυναμίτη και τέτοια. Αν με το ανασκάλισμα οι εκρηκτικές ύλες έσκαγαν, το κέρδος ήταν όλο δικό τους. Αν πάλι δεν τις έβρισκαν και έσκαγαν καθώς περνούσε το τραίνο, το κέρδος το εισέπρατταν λίγο αργότερα. Οι Γερμανοί είχαν επινοήσει και κάτι άλλο: βάζαν κρατούμενου ή επιστρατεμεύνους σ' ένα βαγόνι ανοιχτό και κουκουλωμένο με συρματοπλέγματα, σαν κλούβα, μπροστά από την ατμομηχανή, για να κάνουν έτσι εκβιασμό στους αντάρτες που υπονομεύαν τις γραμμές. Αν ανατίναζαν την αμαξοστοιχία, θα σκοτώναν πρώτα τους δικούς τους ή θα γίνονταν αιτία να εκτελεστούν. Δεν είμαι βέβαιος , αλλά νομίζω ότι αυτό το κόλπο χρησιμοποιήθηκε και και στον ανταρτοπόλεμο. Πάντως, γιεχωβάδες τουφέκισαν πολλούς, γιατί επέμεναν στις αρχές τους. Και μολονότι οι ιδέες αυτές είναι παλαβές και φαιδρές για μένα, εντούτοις ομολογώ ότι αποκαλύπτομαι μπροστά στην εμμονή τη μέχρι θανάτου θυσίας.
Δεν ξέρω πώς γλιτώσαν εκείνα τα παιδιά της πλατείας, θα διέρρευσαν μάλλον στους αντάρτες. Σήμερα δεν πρέπει να' ναι και πολύ μεγάλοι, εκεί γύρω στα εξήντα τους θα βρίσκονται. Και όμως κανένας τους δεν μας εξιστόρησε όλα αυτά. Φοβόντουσαν κιόλας οι άνθρωποι τόσα χρόνια. Πονάνε τα μέσα μου, όταν κάθε τόσο διαπιστώνω πως στην Αθήνα, την Κρήτη, και ιδίως στο Μοριά, δεν έχουν αφήσει το παραμικρό αντιστασιακό επεισόδιο, και το πιο ασήμαντο ακόμα, που να μην το έχουν αποθησαυρίσει, διαλαλήσει και προπάντων μεγαλοποιήσει. Κι εμείς με τα τόσα σπουδαία γεγονότα, τη βαριά σιωπηλή ζωή, όπου η Κατοχή ήταν δεκάδες φορές αυστηρότερη, και οι εκτελέσεις πολύ πιο πολλές, δεν βγάζουμε άχνα. Αλλά μήπως μόνο η Κατοχή ήταν έτσι στα δικά μας μέρης; Όλες οι εποχές ήταν πιεστικότερες. Στην Αθήνα εφευρίσκονται οι νόμοι και οι διαταγές και σε μας επάνω εφαρμόζονται, σε όλη τους τη μεγαλοπρέπεια. Πόυ είναι οι τόσοι εκτελεσμένοι μας, τα ονόματά τους, τα σημειώματά τους, οι τελευταίες τους στιγμές; Εκείνοι που όταν τους περνούσαν για πάντα από τους ακραίους συνοικισμούς έψελναν, έστω και λαθεμένα , τον εθνικό ύμνο και ο κόσμος έκλαιγε στα παράθυρα; Θεληματικά ή όχι, έχουμε παρατήσει τους ανθρώπους μας, που έφυγαν κρατημένοι και από μιαν άλλη ελπίδα. Φοβάμαι πως πολλών έχουν χαθεί ακόμα και τα ονόματα. Ξέρουμε - και πολύ σωστά - τις συνθήκες στο Χαϊδάρι, τις εκτελέσεις στην Καισαριανή, τις διαδηλώσεις στους δρόμους της Αθήνας, τους ηρωισμούς μπροστά στο ιταλικό ιππικό, την απελευθέρωση, τους λόγους και τα μπαλκόνια , τα δεκεμβριανά. Ξέρουμε ακόμα για την πρωτομαγιά του Σικάγου, για το θωρηκτό "Ποτέμκιν", τη Ρωσία του 1905, το Πόρτ - Άρθουρ, τη Ρωσία του '17 - Χειμερινά ανάκτορα, θωρηκτό 'Αυγή", στόλος Βαλτικής, μεταμφιέσεις, και συνελέυσεις - αλλά δεν ξέρουμε τίποτε σχεδόν για το στρατόπεδο Παύλου Μελά, το Γεντί - Κουλέ, που θα' πρεπε να είχε γίνει μουσείο φρίκης, τις εκτελέσεις στο Κόκκινο Σπίτι, τις εκτελέσεις στο Χατζή - Μπαχτσέ, το κάψιμο του Χορτιάτη, το Τμήμα Μεταγωγών, που έχει παραδοθεί σε φροντιστήρια και βιοτεχνίες, τις άλλες, τις πολλές εκτελέσεις του εμφυλίου πίσω από το Εφταπύργιο. Ποιος θα τα καταγράψει αυτά και πότε επιτέλους θα τα κάνει; Ποιος θα πάρει τις προσωπικές καταθέσεις όσων ακόμα κρατιούνται στη ζωή; Θα χαθούν, θα αλλοιωθούν - κάθε μέρα αλλοιώνονται και πεθαίνουν. Εγώ αυτό δεν είμαι σε θέση να το κάνω, πρέπει να βρεθούν άλλοι, μάλλον νεώτεροι. Είναι αλήθεια πως τους λόγιους της Θεσσαλονίκης τους τρομοκρατούν και κάτι φριχτά εντόπια οντάρια, κατώτατης υποστάθμης κριτικοί και λογοτέχνες , που αποθαρρύνουν τις προσπάθειες αυτές, και που έχουν αναγάγει τον χαντουμισμό τους σε υψηλό καλλιτεχνικό δόγμα.
Αυτοί είναι οι δεύτεροι φονιάδες, οι πνευματικόι συνεχιστές. Μόνο με την εξάλειψή τους η πόλη μας θα πάρει ανάσα.
Γιώργος Ιωάννου, Το δικό μας αίμα, Πεζογραφήματα, Κέδρος 1986 , 6η έκδοση
Για τα 30 χρόνια από το θάνατό του( 16 Φλεβάρη 1985)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου