Παρασκευή 20 Φεβρουαρίου 2015

Γιάννενα

Έξω απ' το κάστρο και μέσα σ' αυτό έτρεμε πάλι των μικρών ανθρώπων το φυλλοκάρδι, αυτοί μαρτυρούσαν κ' οι αθώες ψυχούλες χανόνταν αμέτρητες. Και τ' αγιασμένο το χέρι του χρονογράφου που τα' βλεπε, έγραφε τότε τρεμάμενο, " δάκρυσι δε ταύτα γέγραφα, ου μέλανι " - δεν τα' γραφα με μελάνι, με τα δάκρυά μου τα' γραψα τούτα που γράφω...
Και γράφω τώρα κ' εγώ τα δικά  μου - συνέχεια στο παλιό κουβάρι των χρονικών, εκείνο τ' άναρχο και δίχως τέλος βιβλίο τους.
 ***
...Έτσι πήγε κάποτε ο πρώτος ταμπάκος, στάθηκε στο παζάρι και πούλησε το κυνήγι του - ύστερα πήγανε κι άλλοι. Πίσω  του εκείνη τη μέρα οι σάλπιγγες των νέων καιρών γκρέμιζαν από θεμέλια τα τείχη της ταμπάκικης Ιεριχώς μέσα σε πανδαιμόνιο απ' ουρλιαχτά μηχανών.
***
 Με σίγουρο χέρι ο Σαμπεθάι Καμπιλής ξερίζωσε τ' άγριο φύτρο. Δεν ήταν και δύσκολο. Ο Γιοσέφ διώχτηκε σε λίγο απ' το σκολειό της " Αλλιάνς Φρανσαίζ". Οι πόρτες του κλείστηκαν όλες, στην αρχή οι οβρέικες, ύστερα κι όλες οι άλλες. Κάτι λίγα μαθήματα που τ' απόμειναν κοπήκαν και κείνα - τα παιδιά αρρωστήσανε ξαφνικά ή τα οικονομικά των γονέων έτυχε πάνω στην ώρα και στένεψαν, δε μπορούσανε πια να πληρώσουν. Ζώστηκε ολούθες από τη φτώχεια, κυνηγήθηκε με κείνον τον τρόπο που ξέρουν στην επαρχία να κυνηγούμε - διώχτηκε. Και λίγο πιο ύστερα πέθανε, πολύ νέος ακόμα, κάπου μακριά εκεί στη Μακεδονία. Η μικρή Ιερουσαλήμ για μια ακόμα φορά απέκτεινε τον προφήτη της.
***
Όταν  ύστερα γινήκαν οι μεγάλες φασαρίες στην Ελλάδα, το έκτακτο στρατοδικείο σ' αυτή την πόλη καταδίκασε τρεις φορές σε θάνατο τον πρώτο καθηγητή που' χε σπουδάσει με το κληροδότημα του Ραλλίδη κ' είχε πάρει τη θέση του στο γυμνάσιο. Η κατηγορία είταν πως μαζί με άλλους επιβουλεύτηκε την τάξη, την τιμή και την αρετή αυτής της πόλης. Ο νέος δάσκαλος σηκώθηκε κ' είπε πως ήθελε να' ναι δάσκαλος κι άντρας μαζί, όπως οριζόταν στη διαθήκη και γι' αυτό, στ' αλήθεια την επιβουλεύτηκε μια τέτοια τάξη, μια τέτοια τιμή και μια  τέτοια αρετή.
 ***
Γι' αυτήν όλα τέλειωσαν πολύ - πολύ γρήγορα - τα μαρτύρια, οι ανακρίσεις, η δίκη. Είχε, λέει, ένα χαμόγελο στα χείλια όλον αυτόν τον καιρό, ένα φως μέσα στα μάτια και τα' κανε μεγαλύτερα ακόμα - ομορφότερα ακόμα. Είταν όμορφα τα μάτια - σου, Μαργαρίτα!...
Την τελευταία στιγμή, μπροστά στο απόσπασμα, γύρισε τα μάτια κατά την πόλη που τη σκέπαζε ακόμα η καταχνιά. Ένας κόσμος από τρελούς, υστερικούς, εκφυλισμένους και ληστές γκρεμιζόταν, μαζί με τα σαράβαλα σπίτια τους - όλη η πολιτεία της παρακμής που τη γέννησε. Το πικρό χαμόγελο της οικογένειας ανέβηκε στα χείλια της κ' έκανε με το χέρι της εκείνη την αόριστη χειρονομία που είπε ο παπάς σα ν' απόδιωχνε την εικόνα:
- Καληνύχτα ντε!...
- Φώυερ!...                              
***
Πίσω από τις μεγάλες κορφές της Πίνδου ανεβαίνει ο ήλιος. Ξημέρωσε σε λίγο. Ο Νικόλας κ' η Αγγελικούλα, ο καινούργιος κόσμος! Σε σας γυρίζει η τελευταία σκέψη όσο κρατάει ακόμα μέσα στ' ανοιγμένο κρανίο ο τελευταίος σπασμός της ζωής!
-- Φκιάξτε τον, έναν καλύτερο κόσμο!...
                                                                                             Δημήτρης Χατζής 

 Αποσπάσματα από "Το τέλος της Μικρής μας Πόλης" όπως δημοσιεύτηκαν στην εισαγωγή του αφιερώματος του περιοδικού Αντί (Παρασκευή 5 Ιουνίου 1981, τεύχος 179) με τίτλο Γιάννενα - Αφιέρωμα.
 




Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου