Δευτέρα 2 Μαρτίου 2015

Η χελιδονοφωλιά

Επιμέλεια: ofisofi //atexnos

Μια συλλογή διηγημάτων έπεσε στα χέρια μου πριν λίγο καιρό, «Ο Μεγάλος Ποταμός» της Κλεαρέτης Δίπλα – Μαλάμου. Κάπου είχα διαβάσει το όνομα της συγγραφέως, αλλά δεν γνώριζα τίποτε γι’ αυτήν. Οι πληροφορίες ελάχιστες στο διαδίκτυο. Δυσεύρετα τα άρθρα που έχουν γραφτεί για την ίδια και το έργο της. Οι περισσότερες αναφορές στο όνομά της γίνονται σε σχέση με τον υποτιμητικό στίχο του Κ. Καρυωτάκη:


«Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου
και δίπλα σ” αυτό τ” όνομά μου»
(από τη Σταδιοδρομία)

KDM2Η Κλεαρέτη Δίπλα – Μαλάμου γεννήθηκε στην Πρέβεζα το 1897 ή 1898 και πέθανε το 1977 στην Αθήνα. Μεγάλωσε στη Λευκάδα, στον τόπο του πατέρα της. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών αλλά αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία. Το 1922 δημοσίευσε την ποιητική συλλογή «Στο διάβα μου» και το 1955 την συλλογή «Οι δρόμοι της ζωής». Το 1929 εκδόθηκαν διηγήματά της με τον τίτλο «Για λίγη αγάπη», για τα οποία βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών και ήταν η πρώτη Ελληνίδα που πήρε αυτό το βραβείο. Ακολούθησαν και άλλες συλλογές διηγημάτων και το 1938 τιμήθηκε από την Έκθεση Παιδικού Βιβλίου για το έργο της Ιστορίες για μεγάλα παιδιά. Εκτός από την ποίηση και την πεζογραφία ασχολήθηκε με τη λογοτεχνική μετάφραση και δημοσίευσε άρθρα και ταξιδιωτικά κείμενα. Δραστηριοποιήθηκε στην Εθνική Αντίσταση ενταγμένη στο ΕΑΜ Λογοτεχνών, στο γυναικείο κίνημα και στο κίνημα ειρήνης.

«Ο Μεγάλος Ποταμός (πριν και μετά το 1940)» εκδόθηκε το 1952, κατ’ άλλους το 1955.

«Ο Μεγάλος Ποταμός, πότε γαλήνιος, σιωπηλός, αινιγματικός, πότε οργισμένος, ματωμένος, πορεύεται προς τη θάλασσα. Δέντρα ανθισμένα σκύβουν πάνω του, σύννεφα καθρεφτίζουν τις σκυθρωπές τους μορφές, ήλιοι ακοντίζουν σπάταλα τα διαμάντια τους, φεγγάρια ωχριάζουν τα μαραμένα τους όνειρα, άνθρωποι ξεδιψούν εκεί, μηχανές τρέφονται με τη δύναμή του, ερωτευμένοι ρεμβάζουν με τα τραγούδια του. Ο Μεγάλος Ποταμός πορεύεται προς τη θάλασσα. Να, ένα ανθοπέταλο στροβιλίζεται για λίγο και χάνεται, ένα μερμήγκι στη σχεδία ενός άχυρου ποντοπορεί, μια πεταλούδα ναρκισσεύεται κοιτώντας τη μικρογραφημένη άνθινη πολιτεία των φτερών της, και, να, πάλι ξερριζωμένοι κορμοί δέντρων λαχανιάζοντας στο ρεύμα του, τυμπανισμένα πτώματα μαχών, δοκοί καψαλισμένοι και σημαίες – βόγγοι και γέλια, θάνατος και ζωή. Κει μέσα ο ουρανός χαμογελάει στον εαυτό του. Όλα ραγίζονται εκεί μέσα, συντρίβονται, πιο κάτω ξαναφαίνονται – φεύγουν, αλλάζουν, χάνονται. Ο Μεγάλος Ποταμός, ήρεμος, βέβαιος, αδυσώπητος, πορεύεται προς την Αιώνια Θάλασσα, αλλάζοντας όλους τους θρήνους σ’ ένα τραγούδι – στο τραγούδι της κίνησης – στο ακατανίκητο, θριαμβευτικό Τραγούδι της Ζωής». [1]

KDM1Από αυτή τη συλλογή διάλεξα το διήγημα « Η χελιδονοφωλιά».
Ένα ζευγάρι νέων ανθρώπων οι πρωταγωνιστές του, που μάχονται για τη ζωή τους, για το δικαίωμά τους στον έρωτα και την ευτυχία, για ό,τι αγαπούν. Δυο άνθρωποι που επέλεξαν να πορεύονται μαζί στη ζωή, προσπαθώντας να ξεπεράσουν τις δυσκολίες και τα εμπόδια με μόνα εφόδια την αγάπη τους και τη δουλειά τους. Απέναντί τους όμως ορθώνονται η σκληρότητα και η αναλγησία της οικογένειας της κοπέλας και ένα κράτος ψυχρό και άδικο εκφρασμένο στο πρόσωπο ενός χωροφύλακα και στις αδυσώπητες υπηρεσιακές αποφάσεις που έρχονται να συνθλίψουν τη ζωή και τα όνειρα των ηρώων…
Αξίζει να προσεχτούν η ψυχογραφική ικανότητα της συγγραφέως κυρίως στην απόδοση των συναισθημάτων και των αντιδράσεων της νεαρής κοπέλας και η διάθεση της ηρωίδας όχι απλά να εναντιωθεί στα οικογενειακά και κοινωνικά στερεότυπα για τη γυναίκα αλλά να αντισταθεί στην επιβολή τους, προβάλλοντας την εικόνα μιας γυναίκας μαχόμενης που αρνείται να αποδεχθεί τη μοίρα που της έχουν προετοιμάσει.
Απλό στο περιεχόμενό του και στην αφήγησή του, αλλά βαθιά ανθρώπινο εμπνευσμένο από την ίδια τη ζωή, προκαλεί έντονα συναισθήματα , αγγίζει την καρδιά και είναι γραμμένο σε ζωντανή και εκφραστική δημοτική γλώσσα.


Η χελιδονοφωλιά
Φασαρεμένη πάντα η μέρα με τις έγνοιες, τις δουλειές της, τους ανθρώπους. Κ’ η Βγενούλα έχανε τον εαυτό της. Εκείνον τον κρυφό εαυτό της που τόσο ήθελε να κουβεντιάζουνε μαζί. Έψαχνε, έψαχνε, μα όλο της ξέφευγε. Μονάχα όταν τα χέρια τα σκοτεινά της νύχτας φτιάχνανε γύρω της ένα στεφάνι, κι’ αυτή ζάρωνε στο στρώμα της σε μια κώχη του σπιτιού, μονάχα τότε τον ξανάβρισκε. Τότες, συγνεφάκια ανάλαφρα ταξίδευαν οι συλλογές της, κ’ η καρδιά της τόσο φουσκωμένη από αγάπη, αναγάλιαζε μυστικά, τριαντάφυλλο που αναδίνει ανοιχτό τους μόσκους του: Γιάννο μου!..Γιάννο μου…
Όμως με την αυγή του Θεού μια στενοχώρια την έπνιγε. Το ξαίρει. Πάλι θ’ αρχίσουν οι δικοί της, γονιοί κι αδέρφια, το τροπάρι της γκρίνιας: Τι όνειρο είδε απόψε; Άλλαξε γνώμη; Τι θα τον κάνει τον ξυπόλητο; Εκείνος ο άλλος που τη γύρευε είτανε γαμπρός. Καρτερεί την απάντηση.
Η κοπέλα είχε βαρεθεί πια να λέει τα δικά της και ν’ αντιμιλεί. Έπειτα κατάλαβε πως έτσι τους αγριεύει όλους περισσότερο. Γιαυτό τώρα ύστερα σαν άρχιζε η γκρίνια, αυτή βούλωνε το στόμα. Χαμήλωνε τα μάτια τα πλατιά, και σαραντακλείδωνε στο χωριάτικο μυαλό της τη θεμελιωμένη απόφαση: Το Γιάννο εγώ θα πάρω. Θα τον πάρω!
Οι δικοί της ευχαριστημένοι που τη βλέπανε δίχως μιλιά, λέγανε αναμεταξύ τους: Βάνει μυαλό· θα τ’ αποφασίσει για τον άλλον. Ας κάνει κι αλλοιώς.
Το σπιτάκι του πατέρα της είτανε κοντά στον πευκιά, κάμποσο όξω από τη μικρή πολιτεία κ’ η Βγενούλα είχε την ευκολία ν’ ανταμώνει το Γιάννο της. Ξαμολιούνταν τα πρωινά για τις δουλιές τους και κάπου θα τον λάχαινε να του πει αρπαχτά την καλημέρα της. Και τα βράδια, πίσω από τις χοντρές φραγκοσυκιές που μάντρωναν το χτήμα των γονιών της, εκείνος την περίμενε: Κυρά μου, εσύ! Βγενίτσα μ’ αχ! θα με ζουρλάνεις τον έρμο.
Τρώγονταν οι δυο τους στα φιλιά και γύριζε η κοπέλα στο σπίτι με μπαμπουλωμένα τα σαγόνια. Το κίτρινο μαντήλι έκρυβε τα σημάδια που στραπατσάριζαν το στόμα της το φραουλένιο. Κι αξεθύμαστος μόσκος πάντα η λαχτάρα τους: Αγκαλιασμένους να τους βρίσκει ο ήλιος, η μέρα να κερνάει το ξανθό της μέλι στη διπλή χαρά τους, κ’ η νύχτα να τους γνέφει με μισόκλειστα μάτια γελαστά: Ελάτε!
Μα πώς να παντρευτούνε; Πού είναι το σπιτάκι τους; Οι οικονομίες του Γιάννου δε φτάνανε ακόμα να νοικιάσουνε μια καμαρούλα. Μια καμαρούλα μοναχή. Τίποτες άλλο δε θέλουνε. Τα λούσα, τα προικιά και τα σεντούκια, είναι για κείνους που δεν έχουνε προικιό τους την αγάπη. Μονάχα μια κλειστή φωλιά τούς χρειάζεται για να μη ζηλεύει ο κόσμος.
Στο μεταξύ ο Γιάννος άρπαζε όποια δουλειά του παρουσιαζόταν. Εργάτης, περιβολάρης, χτίστης, μανάβης. Δουλειά μοναχά να βρίσκεται για να φουσκώνει από λίγο λίγο το κομπόδεμα. Και τα βράδια τα κουβέντιαζε κρυφά με τη Βγενούλα. Αποφάσισαν όμως, για νάχουν την ησυχία τους, όταν ανταμώνονται καμμιά φορά όξω, μπροστά στον άλλον κόσμο, στους δρόμους, στην εκκλησιά, να καμώνονται τον αδιάφορο. Κατάφεραν και κρύφτηκαν τόσο καλά που στο σπιτικό της Βγενιάς ξαφνιάστηκαν όταν είδανε πως το κορίτσι δε γύρισε στο σπίτι μια βραδιά.
Το ζευγάρι είχε στεφανωθεί τ’ απόγιομα σ’ ένα ρημοκλήσι του βουνού. Και σαν τράβηξαν πια ο παπάς και ο κουμπάρος, αυτοί κατέβηκαν τρεχάτοι την κατηφόρα γιατί βιάζονταν να φτάσουν στο φτωχικό μονοκάμαρο σπιτάκι που ο Γιάννος είχε νοικιάσει εκεί όξω στην πλαγιά.
Είτανε αρχές του χινόπωρου με νοτερές ανάσες κι ολόκληρος ο πευκώνας σουσούριζε ίδια θάλασσα. Κ’ έτσι κυλώντας απαλά τα πράσινα κύματά του, έβγανε το άσπρο σπιτόπουλο εκεί δα στο μονοπάτι σαν ένα κομμάτι αφρό. Ένα γύρο τους οι μπουμπουκιασμένες κυκλαμιές είδανε στ’ όνειρό τους τους νιόπαντρους να χάνονται μέσα στο σπιτάκι και την παράλλη μέρα την αυγή μ’ ανοιγμένα καλά τα νωπά ματάκια τους, τους ξαναείδανε να βγαίνουν από την κάμαρα αγκαλιασμένοι. Δυο μέρες και δυο νύχτες είχανε ρουφήξει την αγάπη δίχως ανασασμό σαν διψασμένοι που είτανε.
Εκεί δα στο κατώφλι φίλησε ο Γιάννος τη γυναίκα του, πήρε την τσάπα στον ώμο και τράβηξε για τη δουλειά.
Οι γονιοί της Βγενιάς δεν είχανε μάτια να την ιδούνε. Κι όπως γίνηκε ο γάμος δίχως το θέλημά τους, γλύτωσαν και τα προικιά. Ούτε την καλημέρα δεν ήθελαν της θυγατέρας τους, λέγανε. Μα ο Γιάννος, ο Γιάννος ο λεβέντης με το ψηλό κορμί και τα μάτια τα γλυκά, στέκονταν κολώνα στη γυναίκα του: Ας τους να λένε. Τι σε γνοιάζει; εγώ είμαι για σένα!
Τα πολλά τα λόγια αυτός δεν τάξαιρε. Αυτός ήξαιρε να πράττει. Το σκέδιό του το πρώτο το πέτυχε κ’ η κοπέλα γίνηκε δικιά του. Τώρα είχε άλλο σκέδιο στο κεφάλι του. Ο διάολος να σκάσει, αυτός θα χτίσει ένα δικό τους καμαράκι. Θα το χτίσει στον μικρό τόπο που του είχε αφήσει ο πατέρας του απάνω στο βουνό. Είτανε ένας χερσότοπος κακομαντρωμένος με ξερολιθιά. Μ’ αυτό το σκέδιό τους στο νου, η Βγενιά έβλεπε συχνά στον ύπνο της πως έβρισκε στο δρόμο ένα κομπόδεμα. Κοίταζε ολόγυρα μη την είδανε, και το τσέπωνε. Ονειρεύονταν και ξυπνητή πως ένας μπάρμπας της απ’ την Αμερική της έστελνε, λέει, λεφτά, πολλά λεφτά: Για τη Βγενιά, έλεε η γραφή του. Για να χτίσει ένα σπιτάκι.
Με την ελπίδα του σπιτιού κουβαλούσανε τώρα κ’ οι δυό τους σαν τα χελιδόνια ό,τι μπορούσανε για τη φωλιά τους. Μάζευαν την πέτρα σιγά – σιγά κι όταν τους τύχαιναν τίποτε οικονομικά υλικά από παλιές οικοδομές, ο Γιάννος τ’ αγόραζε με τη δουλειά του.
Ο χειμώνας κόντευε να βγει κι αυτός όταν είχε καιρό πήγαινε και δούλευε στο χτήμα τους. Ξεχορτιάριαζε, πάστρευε τον τόπο από τις πέτρες, μέτραγε και χάραζε το θεμέλιο του σπιτιού. Δούλευε κοντά του κ’ η Βγενιά και δούλευε αψά σα νάτανε να τελειώσει αμέσως και το σπίτι. Μα τώρα ύστερα ο άντρας τη σταμάταγε ανήσυχος: Άσε τώρα, παράτα τα εσύ. Από κάμποσες μέρες μια χαρά ξεχείλιζε στις καρδιές τους: Το παιδί! έρχεται το παιδί τους. Κ’ έπρεπε να βρεθεί έτοιμο το σπιτόπουλο να τους συμμαζέψει τον άλλο χειμώνα.
Το βράδυ, πλάι στη χαμηλή γωνιά που καίγανε τα κούτσουρα πολεμώντας το στερνό μαρτιάτικο κρύο, κάνανε τους λογαριασμούς τους για το χτίσιμο. Έχουμε τούτο, μας λείπει εκείνο. Ας τ’ αρχίσουμε κ’ έχει ο Θεός. Θα τα καταφέρουμε. Να μπούμε κάτω από δικό μας κεραμίδι. Αυτό είναι ούλο το παν. Δεν θα μας τρώει η έγνοια, το νοίκι, το ξεσπίτωμα.
Όξω λύσσαγε η μάνητα του αγέρα, η καμινάδα της γωνιάς τον σβούριζε μέσα της σαν τρομπόνα και μαζεμένοι οι δυο τους με το αγέννητο σαν γεννημένο κοντά τους, χαμογελούσαν στ’ όραμα του μελλούμενου σπιτιού.
Κ’ ήρθε η άνοιξη με τα όλα της. Μέσα στο χτηματάκι στέκονταν η πέτρα, ένας σωρός καφετής κι άσπρος και χρυσός κάτω απ’ τον ήλιο, υπάκουο σταλιασμένο κοπάδι που θα ξυπηρετούσε τ’ αφεντικό. Έτοιμο το κόκκινο, το κοσκινισμένο χώμα, στο λάκκο του ο ασβέστης ο γαλατερός.
Κ’ είπε ο άντρας μια μέρα: Έσωσε. Από αύριο, γυναίκα, θα βάλουμε θεμέλιο!… Με το λόγο τούτον, η ψυχή της γυναίκας χόρτασε από σιγουριά: Θα βάλουμε θεμέλιο!…

Δεν καλοκοιμήθηκε εκείνο το βράδυ η Βγενιά με τις συλλογές που τη φουντώναν! Α, ναι. Τώρα πια δε θάχει ανάγκη κανέναν. Ας της κρεμάνε τα μούτρα οι δικοί της. Τι λες εκεί; Ο Γιάννος της νάναι καλά. Γύριζε και κοίταζε στο πλευρό της τον κοιμισμένον άντρα, και πάνω στα στέρεα σουσούμια της ειδής του αναπαύονταν σα σε λιμάνι απάνεμο η ψυχή της. Και την άλλη μέρα που είτανε σκόλη, ξεκίνησαν με την ευχή του Θεού.
Τα γυρίσματα του μονοπατιού απάνω στην πλαγιά του βουνού χάνονταν φαγωμένα απ’ το βιαστικό τους περπάτημα. Σκουντημένα στο διάβα τους, ξέχυναν την ευωδιά τους η αλυγαριά και το μελισσόχορτο. Νάτο και το χτήμα τους! Το βρήκανε να τους καρτερεί σαν ένα πράμα ζωντανό. Γύρω του όλο το δάσος ανάσαινε πλατειά, γερό κ’ ευτυχισμένο.
Μέσα στ’ ανοιγμένο θεμέλιο έσφαξε ο νοικοκύρης τον κόκορα τον καμαρωτό με τα μαύρα φτερά. Και το ζευγάρι έκανε ατέλειωτους σταυρούς την ώρα που ο παπά Γιώργης άγιαζε το θεμέλιο. Ένας τσέλιγκας και δυό περαστικοί παραστάθηκαν και φχήθηκαν καλορίζικο το σπίτι.
Η Βγενιά δε μιλούσε, δεν έλεγε ούτε ένα φχαριστώ, τόσο ένας κόμπος τής έσφιγγε το λαιμό. Της φαινόταν πως θα την πάρουν τα κλάμματα απ’ τη χαρά. Οι ξένοι φύγανε κι ο Γιάννος βάλθηκε μ’ όρεξη στη δουλειά.
Το σπίτι μας, το σπιτάκι μας, ο Γιάννος μου! έλεγε από μέσα της η γυναίκα και τόσο περισσότερο κολλιούνταν στον καινούργιο κόσμο που μπήκε με το θέλει της. Και κάθε βράδυ, ύστερα απ’ την ξενοδουλειά του αντρός της και τις Κυριακάδες ταχτικά, έρχονταν οι δυό τους και δουλεύανε. Εκείνος έχτιζε, εκείνη κουβαλούσε το πηλοφόρι. Μην το παραφορτώνεις, την ορμήνευε.
Άντε άντε φύτρωνε ο τοίχος απ’ τη γης, σηκώνονταν και κοίταζε τα γύρω του με περιέργεια. Χώρισαν κάποια ώρα και τα κουφώματα, η πόρτα, το παραθύρι. Τώρα φάνηκε πια το σκέδιο της κάμαρας απλωτό κ’ ευχάριστο, βουτηγμένο στο δάσος. Τα κλαριά το φύλαγαν ένα γύρο, μεγάλες πράσινες ανοιχτές φτερούγες. Από πέρα, από μακρυά έρχονταν το ξάγναντο κ’ έφερνε ως το κατώφλι της πόρτας τις ανηφοριές του βουνού τις βελουδένιες.
Τώρα η Βγενούλα γύριζε μέσα στο ξέσκεπο σπίτι και λογάριαζε. Λογάριαζε πού θα στήσει το κρεβάτι τους, πού θα βάλει την κασέλα. Θ΄αγοράσει με την ώρα και καρέκλες. Θα κρεμάσει στον τοίχο κ’ έναν καθρέφτη. Από κείνους τους καθρέφτες με τη χρυσή κορνίζα που αστραποβολάνε εκεί που τους πουλάνε στα μαγαζιά στη χώρα. Μα είναι ακριβοί. Δε θα γίνει κανένα θάμα; Δε θα την αξιώσει ο Θεός;
Θε μου, γιατί όλοι να περιμένουμε από τη χάρη σου; ποιον να πρωτοπάρει από μας το μάτι σου και ποιον να πρωτοπροφτάσεις ; Γιατί ένας άλλος εδώ κάτω, ένας μικρός θεός, ένας πλούσιος, να μην πει: Βγενιά! να κορίτσι μου, πάρε τούτον τον καθρέφτη που περισσεύει από το σπίτι μου. Μα δε βαρυέσαι, ας μένουν κ’ οι καθρέφτες και τα λούσα τους. Η Βγενιά θα βάλει την κούνια του παιδιού της για στολίδι. Θα την σιγουρέψει από δώθε μεριά για να μην το του φυσάει το παραθύρι και πάρει κανένα κρύωμα. Θα κάνει κ’ ένα κοτέτσι από πίσω από το σπίτι για τις κοτούλες. Δεν πρέπει νάχουνε πιο ύστερα και το φρέσκο τ’ αυγό για το παιδί;
Όλα τούτα τα σκέδια τάλεγε στο Γιάννο το βράδυ, σα στρώνονταν να δειπνήσουν. Και τα σκέδια αυτά, θαρρείς κ’ είτανε μαγεμένα και με τα μάγια τους του ξεγελούσαν τις έγνοιες και την κούραση. Έτσι η άλλη μέρα έβρισκε το Γιάννο ορεξάτο κ’ έτοιμον για κόπους. Μα κ’ η γυναίκα του δεν κάθονταν. Ξενοδούλευε κ’ εκείνη όπου έβρισκε κι όσο της είτανε μπορετό για να προοδεύσει το χτίσιμο.
Πότε – πότε όμως αναγκάζονταν να σταματήσουν γιατί σώνονταν τα υλικά. Τότε κάνανε πιο μαύρες οικονομίες, δεν τρώγανε όσο έπρεπε, μετράγανε το έχει τους δραχμή τη δραχμή και κάποτε πάλι ξαναρχίζανε απομοναχιασμένοι μέσα στο δάσος, ίδιοι πρωτόπλαστοι.
Μα ήρθε μέρα που δυσκολότερα παρουσιάστηκαν τα πράματα. Τώρα έχουμε τις μεγάλες σκοτούρες, έλεγε ο Γιάννος, γιατί βλέπεις είναι τα παράθυρα , είναι η σκεπή. Αυτά δε φτιάνονται με πέτρα και με χώμα που τα μαζώνεις από τα βουνά του Θεού. Χρειάζεται ξυλεία, χρειάζονται μαστόροι, πα να πει όλο παράδες.
Την ώρα που τα ντουβάρια στέκονταν έτοιμα πια μ’ όλο το μπόι τους, η δουλειά ξανασταμάτησε. Πέρασε κάμποσος καιρός μέσα στο καλοκαίρι ως που οι νοικοκυραίοι να βρεθούνε με δύναμη να ξαναβάλουν μπροστά. Έπειτα, με το έμπα του Αλωνάρη, ο Γιάννος αποφάσισε να ρίξει τη σκεπή.
– Τι να σου πω, γυναίκα, δεν παίρνει άλλο αναβολή. Θα τα μαζώξω τα χρειαζούμενα όπως μπορώ και θα σκεπάσω. Μονάχα τότε θάμαι ξέγνοιαστος.

Η Βγενιά σ’ όλα συμφωνούσε.
– Ό,τι ξαίρεις εσύ θα κάνεις.
– Κ’ εσύ θα γεννήσεις, και χειμώνας έρχεται με τις βροχές. Αν μείνει ξέσκεπο το γιαπί δεν είναι για καλό του. Τι να κάνουμε; Δεν τα θέλω τα χρέγια, μα τ’ αποφάσισα. Λέω να πάρω λίγα δανεικά από τον κουμπάρο μας. Αλλοιώς δε γίνεται.

Είχαν αρχίσει κιόλας οι πρώτες χινοπωριάτικες συγνεφιές κ’ έπεσε το πρωτοβρόχι. Βιαστικός ο Γιάννος να σκεπάσει, παράτησε τις ξένες δουλειές και κίνησε για το δικό του γιαπί. Από κοντά η γυναίκα του με τα τσανάκια με το μεσημεριανό τους φαγητό δεμένα στη μπόλια. Ο Γιάννος είχε πάρει σήμερα κι άλλον έναν εργάτη. Μπήκαμε, θα χορέψουμε, εξήγησε στη γυναίκα του.
Ως τα τώρα η δουλειά γίνονταν ήσυχα ήσυχα εκεί απάνω, μέσα στο δάσος, γιατί οι πέτρες καθώς χτίζονταν δεν ακούγονταν. Όμως με το σκάρωμα της σκεπής, καθώς καρφώνονταν τα καδρόνια, το δάσος γιόμισε αντίλαλους: γκάπα! γκούπα!…
Τι να μαστορεύουν, είπε μοναχός του ο καινούργιος χωροφύλακας που είχε ξανοιχτεί στο σουλάτσο σήμερα χασομέρικα. Πήρε λοιπόν σιγά – σιγά το δρόμο κι ανηφόριζε κι ανηφόριζε με τα χέρια μπλεγμένα από πίσω του. Οι βρόντοι όλο του δείχνανε το δρόμο το σωστό. Κάπου πέρα, ανάμεσα από τα πράσινα κλαριά του πευκώνα ανακάλυψε το γιαπί.
Ζύγωσε, στάθηκε και καλημέρισε. Οι νοικοκυραίοι απάντησαν πρόσχαρα στην καλημέρα του. Περίμεναν μάλιστα ν’ ακούσουν και τη γνώμη του για το σπίτι που μαστόρευαν. Στάθηκε, στάθηκε ο χωροφύλακας δίχως άλλο λόγο να πει, κ’ ύστερα ρώτησε:
– Έχετε άδεια;
– Άδεια! ξαφνιάστηκε ο Γιάννος.
– Ναι, άδεια.
– Ο τόπος είναι δικός μου. Τον κλερονόμησα απ’ τον πατέρα μου. Τι άδεια; Τα χαρτιά του εν τάξει. Εδώ κάθε χρόνο στοιβάζω και τους τενεκέδες για το ρετσίνι σαν χτυπάω τα πεύκα. Κανένας δε μόκανε παρατήρηση.
– Καλά αυτό, μα άδεια οικοδομής λέμε.
– Δεν ήξαιρα πως εδώ όξω…
– Παράτα τα και πήγαινε να κανονιστείς.
– Να στήσουμε πρώτα τη σκεπή.
– Ούτε ένα καρφί! Απαγορεύεται.

Ο Γιάννος κιτρίνισε. Ποιος ξαίρει τι άργητες θα του παρουσιαστούνε τώρα. Αμ τα ξαίρει δα τα χαρτιά τους και τα γραφεία τους που να τους πάρει ο διάολος τον πατέρα! δεν τα ξαίρει; Ο κουμπάρος του που είχε μπλέξει με δαύτα, χτίκιασε ο άνθρωπος. Κ’ έρχεται και χειμώνας, κατάλαβες; Πρέπει το γρηγορότερο να σκεπαστεί το σπίτι. Τι θα γίνει;
Η Βγενιά συγχισμένη έκατσε σε μια πέτρα. Το πέτο της κ’ η φουσκωμένη κοιλιά της ανεβοκατέβαιναν, τα ρουθούνια της πεταρούδιζαν. Ε μωρέ, πώς αρχίνησε τούτη η μέρα και πώς φασκελώθηκε υστερώτερα.
Κατέβηκε ο Γιάννος από το γιαπί, κατέβηκε κι ο άλλος εργάτης. Μαζέψανε τα σύνεργά τους, μάζεψε κ’ η Βγενιά με βρόντους τα τσανάκια της, και πιάσανε τον κατήφορο. Μπροστά – μπροστά πήγαινε ο χωροφύλακας με τα χέρια μπλεγμένα πίσω του, με το σβέρκο το χοντρό ξεχειλισμένο στο περιλαίμιο, αδιάφορος, αλύγιστος, αντιπαθητικός. Η Βγενιά έβραζε, ο Γιάννος φυσομανούσε, μα ο άλλος ο εργάτης τους έδινε κουράγιο: Δεν είναι τίποτε, μια δυό μέρες άργητα όλο – όλο. Αυτό είναι.
Οι δυο μέρες γένηκαν τέσσερις, γέννηκαν μια βδομάδα, μήνας ολάκερος. Η υπόθεση του Γιάννου βαλμένη σε χαρτιά με υπογραφές, με βούλες και με χαρτοσήματα, σέρνονταν οκνά σαν σερπετό από χέρι σε χέρι υπαλληλικό, από γραφείο σε γραφείο. Είχε γίνει στοιχειό, σωστό στοιχειό που έτρωγε αόρατο τις μέρες και τις νύχτες του ζευγαριού, γιατί η ίδια η άργητα τους έβανε σ’ ανησυχία. Κάτι δυσκολίες, λέει, παρουσιάζονταν.
Ο Γιάννος έχανε τη δουλειά του κ’ έτρεχε. Τίποτα δεν ωφέλησαν τα τρεχάματα, τα παρακάλια, οι μετάνοιες του. «Απαγορεύεται η οικοδόμησις του γηπέδου διότι κατά το εγκεκριμένον σχέδιον πόλεως ο δημόσιος δρόμος πρόκειται να διέλθη δια μέσου αυτού.»
Και τώρα; Τι θα γίνει με το σπίτι μου; ρώτησε ο Γιάννος σα χαμένος.
– Θα το γκρεμίσεις.

Είτανε ένα βροχερό πρωινό όταν ο ίδιος ο χωροφύλακας και δυο εργάτες ήρθανε στο χτηματάκι του Γιάννου. Από κοντά πρόβαλε κ’ εκείνος με τη γυναίκα του. Κατακίτρινοι κ’ οι δυό τους, στάθηκαν παράμερα σα νάτανε τώρα πιο ξένοι μέσα σ’ αυτήν την ιστορία του σπιτιού τους που πέρναγε σ’ άλλα χέρια. Μέσα τους όμως ακόμα παρακαλάγανε το Θεό να κάνει κανένα θάμα.
Οι άλλοι, κάτι ρετσινάδες κ’ οι εργάτες, τριγύρισαν το γιαπί και το κοιτάζανε βουβοί και συγχισμένοι. Κ’ είτανε σα να μέλλονταν να γίνει επί τόπου καμμιά βάρβαρη πράξη, καμμιά απάνθρωπη καθαίρεση.
Σκάλωσαν οι εργάτες στο γιαπί κι αρχίσανε να γκρεμίζουνε. Γκάπα! γκούπα! ακούγονταν μέσα στον πευκώνα καθώς ξηλώνονταν η αρχινισμένη σκεπή.
Ο Γιάννος δε βάσταξε. Πήρε το δρόμο κ’ έφευγε για να μη βλέπουν τα μάτια του τη συμφορά τους. Ένας σωρός κουβάρι η γυναίκα του σε μια γωνιά, έκλαιγε μ’ αναφυλλητά, λαβωμένο ζώο στην κώχη του.
Όμως εκεί που δεν το περίμενε κανένας, πετάχτηκε ολόρθη η Βγενιά κ’ έμπηξε στριγγλιές φωνές που καταξέσκισαν την καρδιά του πευκώνα: Χαΐρι και προκοπή να μη δεις ποτέ σου, παλιόσκυλο! Κακούργε! Άτιμε! Άτιμε! Άρπαξε μια πέτρα χοντρή και την πέταξε κατ’ απάνω στο χωροφύλακα. Οι άντρες την κράτησαν και την τραβούσανε.
Το δάσος σπάραζε, βογγούσε κ’ έκλαιγε απάνω από τη συμμάζωξη, απάνω από τη χαλασμένη χελιδονοφωλιά, στον τόπο που διάλεξαν να σιγουρέψουν τις αγάπες τους τα χελιδόνια.

Κλεαρέτη Δίπλα – Μαλάμου , Ο Μεγάλος Ποταμός, διηγήματα( πριν και μετά το 1940), εκδόσεις Γκοβόστη ( αχρονολόγητο)
[1] Η εισαγωγή της συλλογής διηγημάτων Ο Μεγάλος Ποταμός

2 σχόλια :