Στην οθόνη της τηλεόρασης δύο πρόσωπα, ο Γκορμπατσώφ και ο Γέλτσιν, αναγγέλλουν την νέα ονομασία του κράτους, Ένωση κυρίαρχων κρατών. Η Σοβιετική Ένωση δεν υπάρχει πια.
Η μνήμη πίσω στο 1949. «Καραβοτσακισμένοι» μετά την ήττα στο μακρινό ταξίδι της προσφυγιάς στις εσχατιές της Σοβιετικής Ένωσης. Η μορφή και η προσωπικότητα του Στάλιν κυρίαρχη και παντοδύναμη. «Το όνομά του, η δόξα και η δύναμη» δεν μπορούσε να μετρηθεί ούτε να συγκριθεί με τίποτε άλλο. Ο Στάλιν ένωσε κάτω από το όνομά του εκατομμύρια ανθρώπους και σε στιγμές ιστορικές δημιούργησε μεγάλους πόθους στην ψυχή τους.
«Αναμφισβήτητα υπήρξαν διαστάσεις κοσμοϊστορικές σ’ αυτό το αίσθημα κι έτσι μεταξύ των άλλων πρέπει να εξηγηθεί και η μεγάλη του αγνότητα και αφέλεια».
Άραγε ο Στάλιν είχε ανησυχήσει για το μέλλον;
Ο Στάλιν τα γνώριζε όλα και τι ακριβώς συμβαίνει με τα καθεστώτα και τις ανατροπές τους . Φαινόταν παντοδύναμος, αλλά η προσωπική του ανασφάλεια επηρέαζε τις αποφάσεις του. Μέσα του είχε την αίσθηση κινδύνων που μπορούσαν να τον οδηγήσουν στην καταστροφή και αυτό υπήρξε καθοριστικός παράγοντας στη συμπεριφορά του, τόσο μεγάλος που ούτε το νικηφόρο αποτέλεσμα του πολέμου μπόρεσε να καθησυχάσει.
Ένας πίνακας του Μπρέιγκελ, Η πτώση του Ίκαρου, οδηγεί σε σκέψεις και διαπιστώσεις για ό,τι μένει από στιγμές στην ιστορία «που μόνες τους μας βάζουν σε σκέψη με τον ιδιαίτερο πυρετό τους, την ιδιαίτερη δική τους έξαψη που μας την μεταδίνουν κι εμάς και αρκετά πράγματα τότε μπορούμε να δούμε κι εμείς με τα μάτια μας καθώς το δράμα παίζεται από την πρώτη ως την τελευταία στιγμή, από την ελπίδα στη διάψευση. Η εποχή που ζήσαμε εμείς τέτοια ήταν, τα είχε μέσα όλα και τώρα όλες οι λέξεις της είναι βαμμένες στο πικρό σύνολο».
Οι παιδικές αναμνήσεις του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου «φωτίζονται» από τις φωτιές που έκαιγαν τα σπίτια και τα μαγαζιά στην γενέτειρά του την Αμαλιάδα, οι αυτοκτονίες εμπόρων της πόλης συνδέονται με την οικονομική κρίση των χρόνων πριν τον δεύτερο μεγάλο πόλεμο και αυτή με τη σειρά της οδηγεί στην αναζήτηση του ενόχου, στο άρρωστο καπιταλιστικό σύστημα. Τότε είναι που νέοι αυτοί είδαν το σοσιαλισμό σαν τη θεραπεία κάθε οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής παθογένειας, στρατεύτηκαν σ’ αυτό το όραμα και πορεύτηκαν σ΄ένα δρόμο που το περπάτημά του κράτησε μια ολόκληρη ζωή και τώρα βλέπει τη διαδρομή σε αντίστροφη πορεία από τον σοσιαλισμό στον καπιταλισμό. Είναι η εποχή που η Σοβιετική Ένωση μοιάζει σαν τα κλειστά σπίτια της Αμαλιάδας.
«Υπάρχει στο βάθος μια μεγάλη ομοιότητα, γιατί τι άλλο ήταν ο σοσιαλισμός ο δικός μας από μια παράταση της παιδικής μας ηλικίας, και τόσο κράτησε χωρίς να μπορέσει τελικά να εκθρέψει γερές βιώσιμες μορφές και οργανισμούς, ικανούς ν’ αντέξουν στην αμείλικτη δοκιμασία της ωριμότητας, στις ζώνες της ζωής από κει και πέρα… Παράξενα πράγματα, αν το σκεφτείς φυσιολογικά: γερνά κανείς δίχως να ενηλικιωθεί, επειδή φορτώθηκε πολλά η παιδικότητά του. Επειδή τη ζούλιξαν και στράβωσε, όπως στο κλήμα πάνω στραβώνει και ακινητοποιείται το καινούργιο μάτι. Κρατήσαμε για τον εαυτό μας αυτό το προνόμιο. Και συνεχίσαμε να παίζουμε κάποτε τα πιο σκληρά παιχνίδια. Τόσο σκληρά, που έξω από τη χώρα της παιδικότητας, όπου όλα μπορούν και γίνονται κι όλα πιστεύονται, έξω από εκείνη την περιοχή μένουν αδιανόητα κι απίστευτα, γιατί είναι ανθρωπίνως αδύνατα. …Και να δώσει ο θεός να μην αρχίσουν τώρα εκεί πάνω να παίζουν και τις πυρκαγιές…»
Μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού μεγάλος αριθμός μαχητών από αυτούς που πέρασαν στις Λαϊκές Δημοκρατίες, ανάμεσά τους και ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, οδηγήθηκαν στη Σοβιετική Ένωση. Η προσωπολατρία είχε διαποτίσει τους πάντες και τα πάντα και το πρόσωπο που λατρευόταν ήταν ο Στάλιν. Όσοι διαφωνούσαν, αμφισβητούσαν, αντιτέθηκαν στην προσωπολατρία, στον Στάλιν, θεωρούνταν αντίθετοι με τον σοσιαλισμό, τις ιδέες, τα ιδανικά του, αλλά και την ίδια την πατρίδα τους. Αυτοί οι άνθρωποι «Φοβούνταν βέβαια, αλλά δεν ήταν μόνο ο φόβος. Έξω από αυτούς, εχθρικά απέναντί τους είχε σχηματισθεί ένα γενικό αίσθημα που ένωνε όλους τους άλλους κι ήταν παντοδύναμο».
Για να καταλάβει κανείς τι συνέβαινε εκείνη την εποχή θα πρέπει να το δει σε συνδυασμό με το πνεύμα της νίκης που επικρατούσε μετά τον πόλεμο και την προβολή όλων των θετικών πλευρών της. Επιπλέον εκείνη την εποχή, το 1949, η Σοβιετική Ένωση ξεπερνούσε πολύ σημαντικά οικονομικά προβλήματα και μια νέα εποχή φαινόταν να ανατέλλει μέσα από τα ερείπια του πολέμου. Ο Στάλιν ήταν εκείνος που διαχειρίστηκε όλη αυτή την πραγματικότητα.
Η άφιξη των μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού στη Σοβιετική Ένωση, στο Ουζμπεκιστάν συγκεκριμένα, συνέπεσε με τις γιορτές για την επανάσταση και τα εβδομήντα χρόνια του Στάλιν. Οι μαχητές, πρόσφυγες τώρα πια, παρακολουθούσαν κατανυκτικά ό,τι συνέβαινε γύρω τους, μπροστά τους. Τα συναισθήματα ήταν πρωτόγνωρα «όλοι οι ζώντες ήρωες της μυθολογίας μας». Εντυπωσιασμένοι και χωρίς να απορούν, αντιμετώπιζαν τις διάφορες εκδηλώσεις με κατανόηση και συμπάθεια «ήταν ένα άλλο κλίμα πολιτισμού, ψυχολογίας και σκέψης». Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος σκεπτόμενος αργότερα εκείνες τις καταστάσεις υποστηρίζει ότι ήταν αδύνατο να καταλάβει κάποιος όλα εκείνα που είχαν αρχίσει να σχηματοποιούνται και που ενσωμάτωναν και αυτούς τους ίδιους τους πολιτικούς πρόσφυγες . «Κι εμείναμε για χρόνια περιχαρακωμένοι. Αποστασιοποιηθήκαμε από τ’ άλλα, τα πραγματικά δικά τους προβλήματα, εκείνα ακριβώς που μπορούσαν να θέτουν ερωτήματα, να προκαλούν δικές σου απορίες.
Εμείς καλά καλά, για ένα μεγάλο διάστημα, δεν ξέραμε τι ακριβώς γίνεται έξω από τα όρια της κλειστής ζωής μας. Οι πολιτικοί πρόσφυγες κουβαλούν εκεί που πάνε τα δικά τους. Μόνο τα δικά τους` κι όλα τα δικά τους – omnia mea…»
Η περιχαράκωση συνοδευόταν και από το αίσθημα της ήττας και αυτό τροφοδοτούσε άλλα προβλήματα ενώ συγχρόνως δεν τους άφηνε να δουν τι πραγματικά συνέβαινε γύρω τους. «Και σκέφτομαι τώρα ότι το έτος εκείνο, το 1949, ήταν ένα από τα πιο σκληρά ορόσημα ενός αληθινά συνταρακτικού χρονικού. Ήταν η εποχή που θα έμενε στη μνήμη των ανθρώπων με τα έκτακτα μέτρα κατά του κοσμοπολιτισμού κι εμείς δεν αντιληφθήκαμε απευθείας τίποτα, θα τα μαθαίναμε μετά – θα τα έλεγε όλα μαζί ο Χρουσώφ.»
Με τον Χρουσώφ πολλά γεγονότα πήραν διαφορετική όψη, δόθηκαν άλλες ερμηνείες, γνωστά γεγονότα φωτίστηκαν με άλλο φωτισμό. Η προσωπικότητα και η πολιτική του Στάλιν αντιμετωπίστηκαν από άλλη οπτική γωνία. Ο καθένας έλεγε διάφορα είτε για να απολογηθεί είτε για να δικαιωθεί. Όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ο Στάλιν έζησε και έδρασε σε μια «εποχή με τελείως άγνωστους, ανεξερεύνητους κι απερπάτητους τους δρόμους της». Χρειαζόταν ένας άνθρωπος τολμηρός, γενναίος, με πρακτικό μυαλό, με δυναμισμό, θετικό πνεύμα και σταθερότητα για να μπορέσει να περπατήσει αυτούς τους δρόμους. Με αυτά τα χαρακτηριστικά και τη γνωστή του φυσιογνωμία μπήκε στις καρδιές εκατομμυρίων ανθρώπων. Επομένως οι άνθρωποι δημιούργησαν την εικόνα του Στάλιν και λιγότερο εκείνος τη δική του. Και το πιο σπουδαίο ήταν
«η προσωπική συμμετοχή σ’ όλη εκείνη την προσπάθεια, για την οποία είχες κάνει κι ο ίδιος πολλά. Είχες συνδέσει μ’ αυτήν τα πάντα, όλα τα όνειρα και τις ελπίδες. Και βέβαια, απέναντι σ’ αυτή την υπόθεση ήταν ακέραιο το αίσθημά σου, χωρίς κενά, ραγίσματα, χωρίς δεύτερες και τρίτες σκέψεις. Εκεί, σ’ αυτό το αίσθημα, ανακάλυπτες κι εσύ ο ίδιος τον εαυτό σου, δενόταν μ’ αυτό όλο σου το νόημα. Και δεν μπορούσε παρά να είσαι απολύτως βέβαιος για τη γνησιότητα των αισθημάτων σου, για την ίδια την προσωπική σου εντιμότητα – αυτά προβάλλονταν στο είδωλο του Στάλιν. Για έναν άνθρωπο, που μπορούσε λιγάκι να σκέφτεται μόνος του, ο Στάλιν ήταν μια σύμβαση, απαραίτητη σ’ εκείνον τον αγώνα, που θα ήταν αδιανόητος, τελείως αδύνατος, χωρίς μια τέτοια πεποίθηση και συσπείρωση. Πιστέψαμε λοιπόν στον εαυτό μας, στην ίδια τη δική μας τιμιότητα και ειλικρίνεια κι ο Στάλιν έγινε ο κοινός αποδέκτης του συλλογικού μας αισθήματος».
Ήταν λοιπόν πολύ δύσκολο να δουν διαφορετικά όλα όσα διέψευδαν αυτό με το οποίο είχαν ταυτιστεί, ακριβώς επειδή είχαν ταυτιστεί.
Ο ίδιος ο Στάλιν όμως γνώριζε τι συνέβαινε και γνώριζε πώς αυτό το γνώριζαν και οι άλλοι. Ήταν ένας άνθρωπος που τον ενδιέφερε το αποτέλεσμα. Δεν έμενε στη λεπτομέρεια, δεν είχε μεράκι, δεν ήταν καλός διανοητής . Ήταν όμως πολιτικός εκλαϊκευτής «που ήξερε, είχε ασκηθεί το χέρι του, να παίρνει μια σκέψη, να τη στρίβει και να τη μυτώνει, περνώντας από πάνω και την απαραίτητη μαντέκα να δέσει και να στιλβώσει.» Κάπως έτσι λοιπόν μεταχειρίστηκε τη μαρξιστική φιλοσοφία, μια φιλοσοφία που ταυτίζεται με τη σκέψη και τη μετέτρεψε σε «έτοιμα χαπάκια, με όλα τα συμπεράσματα προς ανάγνωση και εκτέλεση» και μετά τη μοίρασε σε εκατομμύρια ανθρώπους έτοιμους για όλα. Η τακτική του ήταν δημιουργική και καταστροφική συγχρόνως.
Ανάλογα χρησιμοποίησε και τις λέξεις με τις οποίες εφάρμοζε την πολιτική του . Μέσα από το περιεχόμενό τους συνάρπαζε και διαμόρφωνε ανθρώπους. Τους ανθρώπους τους θεωρούσε πολύ σημαντικούς αλλά όταν θα τους έφτιαχνε όπως ήθελε αυτός «εδώ ήταν όλη η δική του σύλληψη, η απαρέγκλιτη εμμονή του…»
Κρίνοντας όμως κανείς σήμερα την προσωπικότητα, την πολιτική και τις πράξεις του Στάλιν αλλά και τη συμπεριφορά των ανθρώπων καθώς και την ποιότητά τους θα πρέπει να τους εντάξει στο περιβάλλον της εποχής τους. Οι άνθρωποι πίστευαν τότε ότι όλα ξαναρχίζουν.
«Και ήταν μια εποχή με κυρίαρχη τη συνείδηση ότι ο κόσμος αρχίζει από την αρχή, όλη η ιστορία. Πως ό,τι έγινε ως τώρα ήταν μόνο η προϊστορία κι όσα ειπώθηκαν μια πλάνη που κράτησε τον άνθρωπο αιχμάλωτο και ήρθε τώρα η απελευθέρωση.»
Καλλιεργήθηκε μια άρνηση στο παλιό που επεκτάθηκε και στην πνευματική δημιουργία και σκέψη «με δυο λόγια η αντίληψη που κυριάρχησε έλεγε πως η δημιουργική σύνθεση με όσα άξιζαν να ζήσουν από τα παλιά, είχε ήδη γίνει μες στον μαρξισμό και με το σχήμα αυτό, μέσα από μια τέτοια αλαζονεία, ο μαρξισμός έπαυε να είναι ζωντανή δύναμη έρευνας, αναζήτησης και διαλόγου.» Αυτή η αντίληψη οδήγησε με τη σειρά της στην υιοθέτηση κάθε νέου και στην απόρριψη κάθε τι που ερχόταν από το παρελθόν. Επικράτησε η απλούστευση και η εντυπωσιακή επιφάνεια των πραγμάτων και οι λέξεις χρησιμοποιούνταν με την κυριολεκτική τους σημασία. Κάπως έτσι συνέβη με τον μαρξισμό και τον Στάλιν και τη σχέση της απλότητας που αναπτύχθηκε ανάμεσά τους και υπήρξαν πάρα πολλοί – είτε απλοί άνθρωποι είτε διανοούμενοι – που ενστερνίστηκαν αυτή την απλότητα. Όμως στην πορεία το πραγματικό, αυτό που φαινόταν, γινόταν εικονικό και τα πράγματα από μέσα άλλαζαν, αλλοιώνονταν και σχηματίζονταν πλάνες, δύσκολα αντιληπτές.
Ο Στάλιν διαμόρφωσε ο ίδιος και παρέδωσε τον τύπο του ηγέτη που περπατούσε με το ένα πόδι αν έτσι μπορεί να αποδοθεί η μονομέρεια και μονολιθικότητά του.
«Εκεί μέσα, σ’ αυτόν τον τύπο, είχε τοποθετηθεί η βόμβα, που στο τέλος τα τίναξε όλα στον αέρα, πράγμα για το οποίο, όπως είπα από την αρχή, ο Στάλιν πρέπει να είχε μια δική του βαθιά, κρυφή απ’ όλους τους άλλους, επίγνωση. Ναι, ο Στάλιν σήμερα, αν μπορούσε – δεμένος σε κανένα κατάρτι – να δει από κάπου τι απέγινε, μπορεί να μην ξαφνιαζόταν. Μπορεί να ένιωθε, μεταξύ των άλλων, και την προσωπική ικανοποίηση μιας επιβεβαίωσης.
Όλοι περπάτησαν με τον ίδιο τρόπο. Αλίμονο. Τώρα η σοβιετική ιστορία από πλευράς ηγεσίας μετά τον Στάλιν δίνει μια πολύ τυπική εικόνα πώς η τραγωδία εξελίσσεται σε φάρσα. Ό,τι και να’ παν αυτοί οι άνθρωποι, ακόμα κι όταν αναθεμάτιζαν, τρομερά συγχισμένοι, τον Στάλιν, ό,τι και να θέλησαν να πουν, η περπατησιά ήταν ίδια κι απαράλλαχτη – επήγαιναν στα τυφλά και με το ένα πόδι. Κι από το ‘85 με λύπη ψυχής παρακολουθούσα και τον Γκορμπατσώφ να τρεκλίζει, όπως ο άνθρωπος που καταλαβαίνει, αισθάνεται την ανάγκη να πατήσει και με το άλλο πόδι, αλλά δεν ξέρει πώς γίνεται αυτό, πού είναι το άλλο πόδι και αν είναι, αν πράγματι το έχει ένα δεύτερο πόδι.
Σ’ αυτόν τον άνθρωπο μαζεύτηκαν όλα. Μ’ εκείνον έσκασε η βόμβα, αφημένη εκεί από τα χρόνια τότε που τους ανθρώπους τους μάθαιναν να βλέπουν εκείνο μόνο που τους έδειχναν. Δεν μπορεί όλη εκείνη η ιστορία να κλειστεί σ’ έναν ορισμό, όμως, ως προς τη βιολογική της μοίρα, ήταν τελικά ένα παράξενο παιδί – γέρασε και πέθανε χωρίς να ενηλικιωθεί».
Ο Αλεξανδρόπουλος επικαλείται τα λόγια του Λένιν για τη σκληρότητα του Στάλιν και υποστηρίζει ότι αυτή τη σκληρότητα την φρόντισε περισσότερο απ’ όλα γιατί ήταν το μεγάλο του όπλο στην ψυχική χειραγώγηση των ανθρώπων.
« Σκληρή ψυχή. Και πιο σκληρή από κείνον η Εποχή. Για να ξεπεράσει κανείς τον Στάλιν, να τον βγάλει από μέσα του, έπρεπε να κάνει μια δική του προσπάθεια με την Εποχή. Αλλιώς δεν γινόταν τίποτα. Και ήταν κάτι που δεν αφορούσε μόνο εκείνον, δεν αφορούσε μόνο εμάς. Έπρεπε ν’ άλλαζε η Εποχή. Ν’ άλλαζαν κι οι άλλοι. Πολλά έπρεπε ν’ άλλαζαν. Περπατάμε πάνω σε κύκλους και όσο απομακρυνόμαστε, τόσο πλησιάζουμε – κάπου μας περιμένει η αρχή του άλλου κύκλου. Έπρεπε μόνοι μας να μιλήσουμε με την Εποχή.»
Η Σοβιετική Ένωση και η πραγματοποίηση του ονείρου. Τι έγινε και αναποδογύρισαν όλα σε μια στιγμή; Αν ψάξει κάποιος την παγκόσμια ιστορία ίσως να μην βρει άλλον λαό σαν το ρωσικό, τόσο πολύ έτοιμο ψυχικά «να δεχτεί τον κομμουνισμό, στην πλέον ριζική και ορθόδοξη έννοια.» Εκείνα τα χρόνια μέσα στη δίνη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου μέσα στην καταστροφή ο ρωσικός λαός πίστεψε ότι είχε έρθει η ώρα να ξεριζώσουν το κακό και να φυτέψουν κάτι νέο και επαναστατικό που όμοιό του δεν είχε ξανασυμβεί στην ανθρωπότητα. Όλα ήταν έτοιμα για την πραγματοποίηση του Ονείρου, όμως η Ρωσία ήταν απροετοίμαστη σε βασικούς άξονες της οργάνωσης της ζωής όπως η οικονομία, η παιδεία, ο πολιτισμός και κυρίως ως προς την κατανόηση της έννοιας της πολιτικής και ατομικής ελευθερίας που θα της επέτρεπαν να κάνει πράξη αυτό το Όνειρο. Παρ’ όλα αυτά όμως ο ρωσικός λαός κατόρθωσε και ανέβηκε πολύ ψηλά και σε αυτό συνετέλεσε η λογοτεχνική του παράδοση και η επανάσταση «μια μέγιστη επανάσταση.» Αυτό δεν ήταν μικρή υπόθεση, είναι αυτό που μένει από την προσπάθεια αυτού του λαού. Ό,τι και να λέγεται τώρα ή θα λεχθεί στο μέλλον ή ειπώθηκε στο παρελθόν δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι:
«Εβδομήντα χρόνια στη Σοβιετική Ένωση γινόταν μια γιγαντομαχία. Μόνο το ότι κράτησε εβδομήντα χρόνια δείχνει τι θηρία πάλευαν…Εβδομήντα χρόνια! Την πάσα μέρα, την πάσαν ώρα! Η πιο σκληρή γιγαντομαχία. Ιδέα και Πραγματικότητα, το Όνειρο με την Παλιοζωή… Κάποιος στο τέλος θα νίκαγε. Κάθετα, ολοκληρωτικά, αφού συγκρούστηκαν όπως συγκρούστηκαν».
Στη Σοβιετική Ένωση όλα έδειχναν ότι κάτι δεν πάει καλά, ότι ερχόταν η μοιραία κατάληξη. Η διάβρωση είχε αρχίσει από μέσα και ωρίμαζε σιγά σιγά συμπαρασέρνοντας τα πάντα. Ψυχορραγούσε και όσοι διαδέχθηκαν τον Στάλιν τα ήξεραν όλα από πρώτο χέρι. Και ο Χρουσώφ και ο Μπρέζνιεφ και οι άλλοι. Ο Χρουσώφ γνώριζε τα πάντα αλλά τ’ άφησε να εξελιχθούν. Έπεσε οικειοθελώς, αλλά και να παρέμενε δεν θα άλλαζε τίποτε. Ο Μπρέζνιεφ πάλιν ξεκίνησε δυναμικά αλλά «τελείωσε όπως τελείωσε, ένας μπόγος ρούχα. Όταν το πράγμα φτάνει εκεί, έχει καμιά σημασία τι ονόματα είναι στο μπόγο;»
Στη Σοβιετική Ένωση είχε δημιουργηθεί ένα αδιέξοδο γέννημα όλων εκείνων των καταστάσεων και των σχέσεων που στηρίζονταν στο ψέμα και στην προσπάθεια που γινόταν για να διατηρηθεί αυτό το ψέμα. Πίστεψαν ότι η διέξοδος βρισκόταν στο πρόσωπο του Γκορμπατσώφ, αλλά η ζωή απέδειξε με τραγικό τρόπο ότι και αυτός ξεπήδησε μέσα από τα σπλάχνα του άρρωστου από καιρό συστήματος, άρρωστος και αυτός.
«Έτσι αποκρυσταλλώθηκε στο τέλος η παράδοση που άφησε ο Στάλιν με τους λειψούς ανθρώπους που τόσο στανικά έφτιαξε. Εκεί ήταν οι ρίζες και μέσα απ’ όλα αυτά περνούσε ο θάνατος.»
(συνεχίζεται)
Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Αυτά που μένουν. Β. Οι άλλοι πόλεμοι. Ο αδελφός μου ο Βάσια με λουλούδια, εκδόσεις Δελφίνι, Αθήνα 1994
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου