Μουργκάνα
Γράφει η ofisofi // atexnos
«Στον ανήφορο να γελάς, σκέψου την άλλη μεριά τον κατήφορο» γράφει για το Γράμμο ένα βουνό πάνω στο οποίο παίχτηκαν ηρωικές αλλά και τραγικές πράξεις που οδήγησαν σε ανώμαλες και οδυνηρές προσγειώσεις στην πραγματικότητα.
Από την μια μεριά η Μουργκάνα. Ο δρόμος προς αυτό το βουνό είχε τη δική του οδύσσεια και συνδέεται με άλλες τραγικές πράξεις. Ο Αλεξανδρόπουλος καταφεύγει στη Μουργκάνα αυτομολώντας από τον εθνικό στρατό. Η ιστορία αυτή φέρνει στην επιφάνεια τον τρίτο Νίκο, τον Πλουμπίδη, «ο ήπιος, συζητητικός, γλυκύτατος Πλουμπίδης». Η μορφή του Νίκου Πλουμπίδη από τις πιο τυπικές μιας εποχής με δυο πρόσωπα. Σκληρότητα, αυταρχικότητα, απανθρωπιά η μία όψη, καρτερικότητα, ψυχική γαλήνη, υπακοή , πίστη και αφοσίωση μέχρι θανάτου η άλλη. Ανάμεσα τους ο χώρος μέσα στον οποίο έδρασαν άνθρωποι με όνειρα και ελπίδες που ταλαιπωρήθηκαν και ταλαιπώρησαν. Για τον Αλεξανδρόπουλο ο Πλουμπίδης ήταν η τελειότερη ενσάρκωση της σύγχυσης της ηγεσίας για τις επερχόμενες εξελίξεις.
«Να πάτε, γιατί έτσι θ’ αλλοιωθεί η σύνθεση του στρατεύματος» αυτά τα λόγια του Πλουμπίδη «λειτούργησαν στο μυαλό μας σαν μια αποκάλυψη, τόσο έγκυρη, τόσο διαφωτιστική, που με μιας λύθηκαν οι απορίες και τα ταραγμένα πράγματα εμπήκαν όλα στη θέση τους..»
Υπήρχε ενθουσιασμός και πίστευαν ότι η κατάταξη στον εθνικό στρατό μπορούσε αληθινά να αλλάξει τα πράγματα. Και όταν είναι νέος κανείς αισθάνεται ότι έτσι πρέπει να κάνει, διότι το μεγαλύτερο μέρος των νέων που εντάχθηκαν και αγωνίστηκαν μέσα από τις τάξεις του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, του ΚΚΕ και του ΔΣΕ συνέχιζαν μια στάση ζωής και όλα τα άλλα ακολουθούσαν.
Έτσι λοιπόν βρέθηκαν αντιμέτωποι με το δίλημμα να πάνε ή να μην πάνε στο στρατό. Η απόφαση ήταν να πάνε και σε αυτή οδήγησε η τραγική άγνοια που στη συνέχεια μορφοποιήθηκε σε ακόμα πιο τραγική γνώση.
Η στράτευση ήταν μία παγίδα και πολύ γρήγορα έγινε αντιληπτό ότι όχι μόνο δεν ήταν σε θέση να αλλοιώσουν το στράτευμα αλλά το στράτευμα είχε όλες τις δυνάμεις όχι απλά να τους αλλοιώσει αλλά να τους λιώσει. Αιχμαλωτισμένοι προσπαθούν να βρουν μια τρύπα να ξεφύγουν. Από μια εύνοια της τύχης που το χέρι της καθοδηγούσε κυρίως η ικανότητα στο γράψιμο γλυτώνει τη Μακρόνησο και κάποια στιγμή βρίσκεται στα Γιάννενα.
Από εκεί αυτομόλησε για τη Μουργκάνα, για το Δημοκρατικό Στρατό.
Σκέψεις και εκτιμήσεις για τους στρατιώτες του εθνικού στρατού, για την ψυχική τους κατάσταση και την περίοδο αναμονής και για το πώς θα μπορούσε να την αξιοποιήσει το αντάρτικο αναπτύσσονται. Και από εκεί ο προβληματισμός πηγαίνει στην ηγεσία, στις ατελείωτες συζητήσεις, στις κακές επιλογές, στην αναποφασιστικότητα, στη σύγχυση, στην αβεβαιότητα που οδήγησαν σε αδιανόητους χειρισμούς. « Τα πιο παλαβά πράγματα έγιναν τότε.»
Και ο Δημοκρατικός Στρατός;
« …υπήρξε μια στιγμή πολύ υψηλή με το ακατάβλητο πείσμα του, με την απίστευτη πολεμική του αντοχή, αλλά ήταν και μία πλάνη από τις μεγαλύτερες, ιδέα και εκτέλεση. Οι άνθρωποι πολέμησαν, όπως πολεμούν μόνο οι μεγάλοι απελπισμένοι. Και το καταπληκτικό ήταν ότι μέσα σε κάθε προσπάθεια, σε κάθε πράξη, επί τρία σκληρότατα χρόνια, ήταν παρούσα αυτή ακριβώς η υπερένταση, η ψυχολογία του παιχνιδιού με τον θάνατο, που συνήθως ο άνθρωπος το ζει και το παίζει μόνο σε κάποιες στιγμές, σε κάποιες ώρες, περισσότερο δεν αντέχει. Κι όμως εδώ τρία χρόνια κρατούσε χωρίς το ηθικό των ανθρώπων να σπάει κι οι δυνάμεις να τους εγκαταλείπουν. Μα τα μέτρησε όλα ο χρόνος. Εκείνος έδωσε τη λύση – το 1949 άλλαξαν πολλά…»
Οι διαπιστώσεις του πικρές και οδυνηρές γιατί μεγαλύτερη σημασία και από την ήττα είχαν «οι αλλαγές που φέρνει μέσα στους ανθρώπους το αίσθημα του τέλους – και το ίδιο το γεγονός του τέλους. Ενός τέλους που ήρθε να δικαιώσει όλους τους άλλους, όχι όμως κι εσένα…»
«Με την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού τελείωσε ο κύκλος. Ό,τι ανθρώπινα σπουδαίο κι αληθινό έπεσε στη δική μας μοίρα ν’ αγγίξουμε, έφευγε τώρα από τα χέρια μας κι ό,τι μπορούσες να κρατήσεις ήταν η ανάμνησή του. Η λειτουργία έληξε, αλλά θα χρειαζόταν να περάσει ακόμη πολύς καιρός για να το κατανοήσουμε…»
Η Μουργκάνα λοιπόν και ο εμφύλιος. Μια ιστορία δύσκολη να λησμονηθεί, να την αφηγηθεί «με ηρεμία ψυχής» καθώς «οι ουλές» είναι πολλές και οι στιγμές που επανέρχονται μεγάλες και αναρίθμητες.
Η μνήμη ζωντανεύει εκείνη τη νύχτα που δραπετεύει από τον ένα στρατό και ο σκοπός του είναι να περάσει στον άλλο, το δημοκρατικό, στη Μουργκάνα. Τα επεισόδια της διαδρομής, οι κίνδυνοι, η άγνοια τους, το άγνωστο, η περιπέτεια έρχονται και σμίγουν με τις υστερότερες σκέψεις για την αίσθηση όλων αυτών των περιστατικών πάνω του.
Ο εμφύλιος πόλεμος – γράφει – δεν είναι κάτι που γίνεται κάθε μέρα και σκιαγραφεί ανάμεσα στα άλλα και τις ψυχολογικές καταβολές του. Μετά την απελευθέρωση οι μάχιμοι αντίπαλοι του ΕΑΜ δεν υπήρχαν ή ήταν ασήμαντοι. Όμως η αντιπαλότητα ανάμεσα στους ηγέτες των δεξιών δυνάμεων που έτρεμαν στην ιδέα της επικράτησης του ΕΑΜ–ΕΛΑΣ και προσέτρεξαν για βοήθεια στις ξένες δυνάμεις και στους ΕΑΜίτες που ωθούνταν από την τακτική των άλλων να ξαναπάρουν τα όπλα προετοίμασε το έδαφος για τον πόλεμο που «εμείς τον λέμε εμφύλιο, οι άλλοι συμμοριτοπόλεμο και στην πραγματικότητα ήταν η συνέχεια και η τραγική κατάληξη του εθνικού απελευθερωτικού πολέμου στα χρόνια της κατοχής. Ένα δεύτερο αντάρτικο ακριβώς έτσι που το είπαν.»
Ο εμφύλιος πόλεμος ή καλύτερα το δεύτερο αντάρτικο καταλαμβάνει σημαντικό κομμάτι στη μνήμη του.
Η εμφύλια διαμάχη είχε διαφορετικά χαρακτηριστικά από την αντίσταση εναντίον των Γερμανών. Ήταν οι ιδέες που έμεναν «αρραγείς, άτρωτες». Οι ιδέες έβγαιναν δυνατότερες μέσα από τις πιέσεις και τις δυσκολίες. Φορέας τους ήταν ο τύπος του ιδεολόγου αγωνιστή που πρωταγωνιστούσε σε όλα τα γεγονότα. Πολλές ιδεολογικές γνώσεις δεν είχε αλλά είχε ζήλο και ψυχή. Η ιδεολογία ήταν στην καλύτερή της ώρα και συνέβαινε να αναγνωρίζεται όχι ο βαθμός των γνώσεων αλλά ο ρόλος που έπαιξε το Κομμουνιστικό Κόμμα και τα παλιά στελέχη του στην Αντίσταση. «Η συνεισφορά των κομμουνιστών ήταν αναμφισβήτητη, παρόλο που καλλιεργήθηκαν του κόσμου οι υπερβολές». Η αντίσταση θα γινόταν και χωρίς τους κομμουνιστές, αλλά αυτοί έφεραν πολλά καινούρια πράγματα όπως φρέσκιες δυνάμεις, πολύ καλύτερη οργάνωση, συνοχή και αποτελεσματικότητα και κυρίως νέες ιδέες. Κυρίαρχη ήταν η ιδέα της κοινωνικής δικαιοσύνης και της λαϊκής κυριαρχίας. Αυτές μαζί με άλλες ένωσαν τις όποιες διαμοιρασμένες δυνάμεις σε ενιαίο μέτωπο και δημιούργησε το έπος της εθνικής αντίστασης. Σημαντικότατο ρόλο έπαιξαν σε αυτό τα μέλη και τα στελέχη του κόμματος που γύρισαν από τις φυλακές και τις εξορίες με εμπειρίες και γνώσεις θεωρητικές. Έτσι ανέλαβαν ηγετικές θέσεις και καθοδήγησαν τον αγώνα με επιτυχία μέχρι λίγο πριν από την ολοκλήρωσή του.
Στο Δημοκρατικό Στρατό όμως η κατάσταση ήταν διαφορετική, γιατί ακολουθήθηκε μια διαφορετική γραμμή που οδήγησε τους ιδεολόγους στο περιθώριο, «γκρεμίσματα αναπάντεχα, ορμητικά και οδυνηρά, καθώς από την προηγούμενη περίοδο είχε καλλιεργηθεί και μια έπαρση που πρόλαβε να ριζώσει αρκετά βαθιά στην ψυχολογία του παλιού, του προπολεμικού του δικού μας κομμουνιστή».
Ο εμφύλιος πόλεμος ήταν σκληρός, μακρόχρονος και κατά τη διάρκειά του δοκιμάστηκαν όχι μόνο οι αντοχές των ανθρώπων αλλά και των ιδεών. Μέσα στον πόλεμο άρχιζε ένας άλλος πόλεμος, αυτός των ιδεών, ένας εμφύλιος μέσα στον εμφύλιο με εσωκομματικές συγκρούσεις και συντροφικούς διαπληκτισμούς που προετοίμαζαν το έδαφος για ό,τι ακολούθησε, από την ήττα μέχρι τη διάσπαση με τις ανάλογες συνέπειες. Σημαντική συμβολή σε όλα αυτά είχε η φθορά, «η κρυφή εσωτερική φθορά και πολλές φορές η καταστροφή όλων εκείνων με τα οποία κάποτε αρχίζαμε» και κυρίως «η φθορά που παθαίνει μια προσπάθεια όχι όταν ο αγώνας έχει κριθεί έτσι ή αλλιώς, αλλά όσο ακόμα γίνεται».
Διαφωνεί λοιπόν με την άποψη που έχει καλλιεργηθεί ότι οι δύο υπερδυνάμεις έσπρωξαν τους Έλληνες στον εμφύλιο. Αυτή η άποψη ταιριάζει πολύ στο καλλιεργούμενο πνεύμα της εθνικής αλληλεγγύης καθώς μεταθέτει τις ευθύνες από τους εμπλεκόμενους στους άλλους, τους ξένους, στους Ρώσους και στους Αμερικάνους. Μόνο που τα πράγματα δεν έγιναν έτσι.
Λίγο πολύ η πολιτική των Άγγλων και των Αμερικάνων με τις επεμβάσεις τους είναι γνωστή τόσο το Δεκέμβρη του 1944 όσο και στον εμφύλιο. Εκείνο που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι η πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης και του Στάλιν.
Ο Αλεξανδρόπουλος επικαλούμενος τόσο την εμπειρία του και τη συμμετοχή του στο κίνημα όσο και την παραμονή του στη Σοβιετική Ένωση για πάνω από τριάντα χρόνια καθώς και τις επαφές και συζητήσεις με σοβιετικούς διπλωμάτες υποστηρίζει ότι δεν υπήρχε καμία βοήθεια από τη σοβιετική πλευρά. Θα πρέπει πρώτα πρώτα να λάβει κανείς υπόψη του τις τραγικές οικονομικές συνθήκες και τα τεράστια προβλήματα της Σοβιετικής Ένωσης για να μπορέσει να εξηγήσει κάποια γεγονότα που διαφορετικά θεωρούνται αδιανόητα. Οι Σοβιετικοί δεν επικροτούσαν τον εμφύλιο, η συμπαράστασή τους ήταν υποτονική και εκδήλωναν απροθυμία να βοηθήσουν. «Και ούτε κανόνια ούτε αεροπλάνα…και ούτε ένα καΐκι», «Του Στάλιν ο εμφύλιος τότε στην Ελλάδα του χρειαζόταν όσο κι ένας πονόδοντος».
Σε μια προσπάθεια ερμηνείας της πολιτικής του Στάλιν αναφέρει ότι υπήρχε μια σταθερά διαμορφωμένη αντίληψη του Στάλιν πριν από τον πόλεμο ακόμη σύμφωνα με την οποία δεν τον ενδιέφερε τίποτε έξω από τα σύνορα της χώρας του. Ήταν μια αρχή πάνω στην οποία στήριξε την εξωτερική του πολιτική και ειδικά η Ελλάδα δεν τον απασχόλησε ποτέ στα σοβαρά. Ανάγοντας ιστορικά το θέμα διατυπώνει την άποψη ότι εκτός από την Αικατερίνη κανείς ποτέ στην επίσημη Ρωσία δεν έδειξε ενδιαφέρον για την Ελλάδα. Αυτή η αδιαφορία δεν άλλαξε ούτε από τη Σοβιετική Ένωση «σε μια τέλεια παραφωνία με το ζεστό αίσθημα του ρωσικού λαού».
«Αυτά το δικό μας κίνημα, με την άγνοια του και τις πολλές του ψευδαισθήσεις, θα τα πλήρωνε πανάκριβα. Δεν ήταν σε θέση να σκεφτεί, να σταθμίσει, όταν μάλιστα αποπάνω είχε τελείως λείψει η ικανή λαϊκή ηγεσία.»
Μπροστά σε αυτήν την αποκάλυψη ο Αλεξανδρόπουλος νιώθει σπαραγμό και ομολογεί ότι του ήταν δύσκολο να καταλάβει κάτι που μέσα του το είχε πλέξει με μια βαθιά πεποίθηση.
Φτάνοντας προς το τέλος του πρώτου βιβλίου αναρωτιέται τι χρειάζονται αυτά και αν χρειάζονται σε κάποιον σήμερα, αν κάτι έχουν να του πουν. Ένα βιβλίο που «γράφεται με παύλες και στιγμές όπως ο τηλέγραφος».
Η μνήμη είναι ένας από τους όρους της ζωής και στηρίζει το παρόν και το μέλλον . Με αυτήν ανασύρεται ό,τι έχει μείνει ζωντανό και πάνω σε αυτό μπορεί να στηριχτεί κανείς για να ξεπεράσει μια κρίση, να μπορέσει να επιβιώσει.
«Ιδιαίτερα σήμερα, αυτούς τους καιρούς, όπου κι όταν δεν στο πετάν στο πρόσωπο, νιώθεις ν’ ακολουθεί το κάθε σου βήμα η επιβεβαίωση, άλλοτε τραγική κι άλλοτε κωμική της διάψευσης, που έχει γίνει ιστορικό γεγονός πια. Της διάψευσης εκείνου του κόσμου που θελήσαμε τότε να φτιάξουμε, παίρνοντας τα βουνά και κάνοντας όλα εκείνα, τα οποία κάναμε – και παθαίνοντας τα όσα πάθαμε. Ευτυχώς , σου λένε τώρα, που δεν φτιάξατε εκείνα που λέγατε, που δεν μπορέσατε. Ευτυχώς για τον τόπο, γι’ αυτόν τον λαό.
Αυτά αναμφισβήτητα έχουν μια λογική δική τους και βρίσκουν ανταπόκριση στο σημερινό πραγματικό κόσμο, η πικρή αλήθεια είναι αυτή. Κι όταν τη σκέφτεσαι, όσο τη σκέφτεσαι, τόσο βλέπεις να σου γλιστράν κι εκείνες οι δικές σου λεπτομέρειες, χάνεται από πάνω τους κάτι που έπρεπε να έχει αξία, ένα άλλο νόημα, χάνεται η σημασία, η μαγεία ακόμα – η αντοχή στο χρόνο…
Όμως είναι αδύνατο μια τέτοια αλήθεια να τη συλλάβουμε με την καρδιά μας. Με το νου μπορεί. Και πρέπει. Στο κάτω κάτω δικά του – του νου – ήταν τα σφάλματα και οι ενοχές. Ενώ η καρδιά δεν μπορεί να νιώσει ένοχη , γιατί δεν είναι.
Κι αν πράγματι είναι έτσι, έχουμε ήδη κρατήσει μια μεγάλη ελπίδα.
Ίσως αυτός είναι ο λόγος που κάνει και τη μνήμη να δείχνει μια δική της επιμονή».
Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Αυτά που μένουν. Α. Η γραμμή της ζωής, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2000
Ψυχή βαθιά, καλή δύναμη!
ΑπάντησηΔιαγραφή