Πέμπτη 23 Απριλίου 2015

Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Αυτά που μένουν (Β) – Τρίτο μέρος: «Η μνήμη μου είναι γιομάτη σπίτια, ένα μωσαϊκό στέγες, μάντρες, παράθυρα…»

Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος στη Γιάλοβα, όταν έγραφε τον Τολστόι (2005). Η φωτογραφία από το περιοδικό Διαβάζω, τεύχος 501, Νοέμβριος 2009

 Γράφει η ofisofi // atexnos

Αυτά τα εβδομήντα χρόνια καταγράφονται με τη σοβιετική λογοτεχνία. Η ακμή και η παρακμή καθώς και οι σχέσεις εξουσίας και λογοτεχνίας. Η εκτίμηση του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου για τη σοβιετική λογοτεχνία δεν εξαντλείται «στα όρια των σημερινών κατεδαφίσεων, για την εποχή και τον πολιτισμό της πολλά θα έχει να πει και το αύριο.»

Η σοβιετική λογοτεχνία ήταν ένα γεγονός και καλό είναι να αντιμετωπισθεί, να κριθεί με την ουσιαστική προσφορά της. Είναι αλήθεια ότι στην λογοτεχνία επιτρέπονται τα πάντα εκτός από διαταγές. Οι παρεμβάσεις στη λογοτεχνία συμβαίνουν παντού και με διάφορους τρόπους, όπως η δράση των κυκλωμάτων, οι αντιλήψεις των εκδοτών, η εμπορική προώθηση των έργων και πολλά άλλα. Στη Σοβιετική Ένωση εκείνο που έγινε ήταν η πίεση των λογοτεχνών για χάρη της απελευθέρωσης από το παλιό και της προώθησης του νέου μέσα από δρόμους και τρόπους που ουσιαστικά εξαρτούσαν το λογοτέχνη.

«Ο αληθινός λογοτέχνης έχει δική του φωνή, έστω και πολύ μικρή. Όπως να έρθουν τα πράγματα, κρατεί την ελευθερία του και την ιδιαίτερη σχέση του χώρου του. Αλλά είναι και οι άλλοι, οι άσχετοι και οι παγιδευμένοι μες στη λογοτεχνία. Και η σοβιετική ιστορία επιβεβαίωσε  ότι από εκείνους φτιάχνονται οι κανόνες, τα συστήματα, ίδια και απαράλλαχτα με τα υποδείγματα της αγιολογίας του μεσαίωνα. Διαμόρφωσαν έννοιες, όπως και αυτή της μαρξιστικής λογοτεχνίας και του μαρξιστή λογοτέχνη, που δεν μπορούν να έχουν πραγματικό λογοτεχνικό αντίκρυσμα, υπάρχουν μόνο στην παγιδευμένη σκέψη, εύκολα όμως εξουσιάζουν τα πνεύματα και καταδυνάστευσαν μια εποχή, φτάνοντας να λειτουργήσουν και σαν σήματα για τις διωκτικές αρχές.»

Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι η σοβιετική λογοτεχνία αλλιώς άρχισε και αλλιώς τελείωσε. Παρομοιάζει μάλιστα την πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης στη λογοτεχνία με την εξημέρωση που κάνουν οι κυνηγοί στα γεράκια και στους αετούς για να τα χρησιμοποιήσουν στα κυνήγια τους για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι όποιος ξέρει τι τραβά το γεράκι μέχρι να’ ρθει στα ανθρώπινα μέτρα μπορεί να σχηματίσει άποψη για τον τρόπο που η σοβιετική εξουσία χρησιμοποίησε τη λογοτεχνία.

«Η σοβιετική πολιτική σεβάστηκε και δε σεβάστηκε την ιδιοτυπία της λογοτεχνίας. Άρχισε από ένα επίπεδο που υποσχόταν πολλά. Και μπορούσε να τα κάμει, υπήρχε και η γνώση και η βούληση. Όλα όμως εκείνα, με τα οποία ξεκινούσε η σοβιετική ιστορία, οι πραγματικές της αξίες, θυσιάστηκαν μία μία στις υπαγορεύσεις μιας άλλης στρατηγικής. Τα ίδια έκανε το καθεστώς και με την ιδεολογία του, το μαρξισμό και το σοσιαλισμό του.
Μεταξύ μαρξισμού και λογοτεχνίας δεν υπήρξε σχέση θύτη και θύματος – ήταν κι οι δυο τους στον ίδιο βαθμό ομοιοπαθείς, συμπάσχοντες.»

Παρ’ όλα αυτά εκείνος που εξετάζει τη σοβιετική λογοτεχνία είναι ανάγκη να τη δει με όλα της τα γνωρίσματα και όχι μονομερώς. Υπό αυτό το πρίσμα καλό είναι να μελετηθεί και το ζήτημα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός ήταν μια σχολή στη λογοτεχνία και γενικά στην πνευματική δημιουργία, όπως σχολές και κινήματα υπήρξαν και υπάρχουν πολλά. Το ζητούμενο είναι πώς ξεκίνησε, πώς εξελίχθηκε και πώς κατέληξε ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός καθώς γύρω από αυτόν αναπτύχθηκε «ένα χαρτοβασίλειο απίθανων διαστάσεων. Μια άλλη αυτοκρατορία.»

Το κακό είναι ότι όλα αυτά συνδέθηκαν με πολιτικές πρακτικές που πολύ εύκολα ποινικοποιούσαν τη σκέψη όσων ξέφευγαν από αυτές.
Είναι σημαντική η επισήμανση του ότι δεν είναι το ίδιο να προσπαθεί κανείς να επιβάλει  σε κάποιον άλλον μια ιδέα, μια πολιτική στάση , ένα πολιτικό όνειρο με το να την εκφράζει γιατί την πιστεύει βαθιά και να προσπαθεί να αφυπνίσει και όλους τους άλλους, να τους κάνει συμμέτοχους. Από αυτή την οπτική γωνία βλέπει και τη σοβιετική λογοτεχνία και τους δημιουργούς της. Υπήρξαν οι εμπνευσμένοι συγγραφείς που πίστεψαν αληθινά στο σοσιαλισμό  και έδωσαν τα πάντα. Κάποια στιγμή όμως ήρθαν αντιμέτωποι με τη χειραγώγηση, τους συμπεριφέρθηκαν όπως στα γεράκια και τότε αρχίζει η φθορά η εσωτερική και η εξωτερική.
Η διαπίστωση είναι ότι μέσα σε αυτή την εβδομηντάχρονη πορεία πανίσχυρες ιδέες βρέθηκαν στα χέρια ανέτοιμων ανθρώπων. Ο Αλεξανδρόπουλος  γράφει μάλιστα ότι και ο ίδιος ο Στάλιν σε κείμενά του προβληματίστηκε πάνω στην ιδιοτυπία της λογοτεχνίας και έβαλε τους λογοτέχνες στη θέση τους  υποστηρίζοντας τα πιο σωστά πράγματα.
Γενικά υιοθετήθηκε μια κακή κρατική πολιτική σε σχέση με τη λογοτεχνία, όμως τις μεγαλύτερες καταστροφές τις έκανε το συνάφι των λογοτεχνών αρκεί να διέθετε κάποιος το μέσο για να το κάνει, μια εφημερίδα, ένα περιοδικό, ένα δικό του κύκλωμα, κακό χαρακτήρα, πολλές φιλοδοξίες και αδίστακτη συμπεριφορά.

«Στη Σοβιετική Ένωση δόθηκαν σ’ όλα αυτά πλούσιες δυνατότητες και τα πιο φονικά όπλα – με όλη τη σημασία του λόγου. Διαμορφώθηκαν άλλοι κανόνες. Κι αν είναι να τα κλείσει κανείς όλα σε μια φράση, εγώ θα τόλεγα έτσι: δεν άφησαν τη λογοτεχνία το γεγονός της ζωής να το κάνει δικό της γεγονός. Δεν την άφησαν να το κάνει αυτό, παρά ως ένα σημείο. Αποδώ ως εκεί. Της απαγόρεψαν την αντιγνωμία, αλλά και μερικά πράγματα τελείως απαραίτητα – τη στέρησαν κι απ’ αυτό το παιχνίδι, το δικό της παιχνίδι, τη φαντασία της, τα στολίδια της, να στολιστεί όσο θέλει και να μουρλαθεί όσο θέλει.»

Το αποτέλεσμα ήταν η λογοτεχνία να μην μπορεί να αναπνεύσει, να μην μπορεί να μιλήσει, να απλουστεύει τις σκέψεις,  να αδυνατίζει γλωσσικά. Λογοτέχνης μπορούσε να γίνει ο καθένας  ή ο λογοτέχνης να γίνεται ένας γραφειοκράτης και να στοχεύει σε μια θέση και ένα μισθό.
Η Σοβιετική Ένωση ήταν η χώρα του σοσιαλισμού και του πιο μεγάλου πολέμου, η χώρα που άνοιξε την πόρτα στους μαχητές του ΔΣΕ μετά την ήττα, που μοιράστηκε μαζί τους το ψωμί της, τις επιτυχίες, τα μπερδέματά της, η χώρα της φαντασίας τους. Ήταν μια νέα ανθρώπινη συνείδηση που δεν πρόλαβε να σχηματισθεί και γι’ αυτό δεν άντεξε. Ήταν τα σπίτια της που χωρίς αυτά δεν μπορεί κανείς να γνωρίσει μια χώρα.

«Η μνήμη μου είναι γιομάτη σπίτια, ένα μωσαϊκό στέγες, μάντρες, παράθυρα»

Μέσα σε ένα από αυτά τα σπίτια γνώρισε το κοριτσάκι, που αργότερα  έγινε η γυναίκα του, τη Σόνια Ιλίνσκαγια, και μέσα από τη ζωή της και τη σύλληψη του πατέρα της, που οδηγήθηκε σε στρατόπεδο, γνώρισε την άλλη όψη που είχαν τα πρόσωπα, τα πράγματα, οι καταστάσεις.

​Με τη Σόνια Ιλίνσκαγια στο σανατόριο Σοφράνοβο της Μπασκιρίας (1959). Η φωτογραφία από το περιοδικό Διαβάζω, τεύχος 501, Νοέμβριος 2009
​ Με τη Σόνια Ιλίνσκαγια στο σανατόριο Σοφράνοβο της Μπασκιρίας (1959). Η φωτογραφία από το περιοδικό Διαβάζω, τεύχος 501, Νοέμβριος 2009

Στη Σόνια λοιπόν αφιερώνει τα βιβλία του. Εξομολογείται όμως ότι αυτό το κάνει όχι γιατί του αρέσει αλλά γιατί «Όταν χρωστάς και στην τσέπη δεν έχεις παρά τα βιβλία σου, δίνεις από αυτά που έχεις.»

Δύσκολα χρόνια που τα πέρασαν περιφερόμενοι με τις βαλίτσες τους στα χέρια, χωρίς στέγη, χωρίς τίποτα που να τον βοηθάει στη συγγραφική του δουλειά. Και ήρθε κάποια στιγμή η ώρα του λογοτεχνικού ινστιτούτου της Μόσχας που μπορούσε να του παρέχει την πολυτέλεια της στέγης. Περεντέλικο λεγόταν η πόλη των συγγραφέων. Η εγκατάσταση του εκεί του δίνει την αφορμή να μας μιλήσει για την υπόθεση Πάστερνακ.

«Για μένα το όνομα του Πάστερνακ, σαν ένα σήμα έκτακτο, βγήκε κατευθείαν  μέσα από τη δόνηση, που είχε προκαλέσει η αυτοκτονία του Φαντέγεφ, εκεί πάλι στο Περεντέλικο, λίγα μέτρα πιο πέρα  από το δικό μας σπίτι».

Ο Πάστερνακ, φωνή ποιητική, φυσιογνωμία καθαρή, φαινόμενο προσωπικής ελευθερίας  ώριμο, ισορροπημένο. Δεν ήταν ένας αντεπαναστατικός άνθρωπος. Και δεν ήταν καθόλου κραυγαλέος. Ήταν ένας ποιητής υψηλής πνευματικότητας. Η πολεμική εναντίον του Πάστερνακ ήταν γελοία και παράλογη. Με αφορμή αυτή την υπόθεση σχολιάζει την πνευματική αλλοτρίωση των κομμουνιστικών κομμάτων και την  κακή σχέση διανόησης και εξουσίας και θεωρεί ότι αυτή η υπόθεση οδήγησε σε ηθική ήττα την εξουσία. Μαζί με τον Πάστερνακ ο Χρουσώφ έθαψε όλα όσα είχε αρχίσει να φτιάχνει.
Η Σοβιετική Ένωση ήταν μια πολυεθνική  και πολυπολιτισμική χώρα. Δεν μπόρεσε όμως να διαχειριστεί σωστά την εθνική και πολιτισμική ανομοιομορφία και κατά συνέπεια ούτε τις εθνικές σχέσεις  με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν αγεφύρωτες διαφορές ανάμεσα στους λαούς της. Τα προβλήματα αυτά δεν ήταν απλά, ήταν «ένα από τα θηρία που σπάραξαν το σοσιαλισμό σ’ αυτή τη χώρα….η σοσιαλιστική ιδέα μεταμορφώθηκε – στην καλύτερη περίπτωση – σε εκπολιτιστικό κίνημα γενικής αγωγής κι έδωσε πάρα πολλά στις καθυστερημένες εθνότητες, παρακρατώντας τα όμως από τους άλλους, ρίχνοντας τους πίσω.»

Ο συγγραφέας αναφέρεται στους Έλληνες του Καυκάσου και της Κριμαίας και σχολιάζει τους διωγμούς τους  προσπαθώντας να αναλύσει την κατάσταση με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που ανέπτυξαν σε αυτές τις περιοχές και τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν από τη συνύπαρξη διαφορετικών πολιτισμών, άλλου τρόπου σκέψης και τρόπου ζωής  στον ίδιο χώρο, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι «ανόητα κι απίθανα πράγματα διέπραξε εδώ πέρα ο σοσιαλισμός, βιαιότητες, βαρβαρότητες, βλακείες τις αγριότερες…» επισημαίνοντας όμως ταυτόχρονα ότι «μόνο οι δρόμοι του πολιτισμού μπορούν να ενώσουν τον κόσμο και το παράδειγμα της Σοβιετικής Ένωσης περιέχει πλουσιότατη πείρα, καλή όταν η προσπάθεια ξεκινούσε κι οι άνθρωποι ένιωθαν  να τους ενώνουν οι κοινές ελπίδες, μια κοινή ψυχή, το όραμα του σοσιαλισμού, και άλλη μετά, όταν, σαν από σύστημα, άρχισαν να δίνονται οι πιο ψεύτικες λύσεις και στα σπουδαία ζητήματα της πνευματικής ζωής, που είναι και η βάση του πολιτισμού.»

Υποστηρίζει ότι η σοβιετική εξουσία με την πολιτική που ακολούθησε σε όλα τα ζητήματα από τα πιο απλά μέχρι τα πιο σύνθετα κατόρθωσε να αυτοεξοντωθεί. Κανείς δεν την γκρέμισε, αυτοδιαλύθηκε διότι η βαθιά εσωτερική φθορά είχε προχωρήσει πολύ μέσα, περισσότερο απ’ όσο φαινόταν. Είχε προσβάλει τις ψυχές των ανθρώπων και αυτοί με τη σειρά τους κυριαρχούνταν από την απάθεια και την αποξένωση, δεν ενδιαφέρονταν, δεν προσπάθησαν να βελτιώσουν τίποτε γιατί είχαν ξεμάθει να αγωνίζονται.

«Δυστυχώς, το σύστημα στήθηκε έτσι, που συνήθιζε τους ανθρώπους να πετάν από πάνω τους, σαν τα παλιά ρούχα, την ευθύνη και τη φροντίδα για τον ίδιο τον ψυχικό τους κόσμο. Ίσως  αυτό ήταν το χειρότερο  απ’ όσα συνέβησαν στη σοβιετική κοινωνία – αφαίρεσαν από τους ανθρώπους την ευθύνη της ζωής τους και της ηθικής τους. Τους έμαθαν να τα περιμένουν κι αυτά από τους άλλους, από το οργανωμένο σύνολο που σε πολλά πράγματα αντί να φτιάχνει, χάλαγε.»

Παρ’ όλα αυτά επισημαίνει είναι δύσκολο να ορίσει κανείς την πραγματική σχέση του λαού με το καθεστώς, αν δηλαδή το υποστήριζε ή δεν το υποστήριζε  Σημασία έχει ότι το καθεστώς δεν το γκρέμισε ο λαός. Δε θα το γκρέμιζε ποτέ, γιατί «ιδιαίτερα ο ρωσικός λαός κουβαλάει μνήμες από το παρελθόν, μνήμες τέτοιες που δεν λησμονιούνται, ακόμα κι όταν το σοβιετικό σύστημα  τον πότιζε  τα πιο πικρά φαρμάκια. Ο λαϊκός άνθρωπος έχει πανάρχαιο ένστικτο που τον έκανε  να υπομένει, ξέροντας ίσως, νιώθοντας καλύτερα από εκείνους που τον κυβερνούσαν, πως η ζωή, η δική του ζωή, αυτά είχε πάντα – και είχε κι άλλα πολύ χειρότερα. Το σημειώνω κι αυτό κι ο αναγνώστης ας το κρατήσει. Άλλοι την είχαν φτιάξει και τούτη τη ζωή ερήμην του λαού κι οι ίδιοι την άφησαν να ρέψει, χωρίς κι αυτές τις στιγμές ν’ αντιπροσωπεύουν το θέλημα του λαού τους. Στην καλύτερη περίπτωση , η φρεναπάτη που είχαν πριν, η ίδια τραγική άγνοια και απόσταση, τούς οδήγησε και στα τελευταία τους διαβήματα χωρίς στοιχειωδώς να ξέρουν τι κάνουν, για πού το’ βάλαν.»

Καταλήγει λοιπόν στο συμπέρασμα ότι όλα έγιναν από τους ανθρώπους της εξουσίας χωρίς καμιά συμμετοχή του λαού, που είδε τις όποιες ελπίδες  του να διαψεύδονται τραγικά και σαν αντίδραση σε όλα αυτά να πισωγυρίζει σε «θλιβερές επιστροφές».

«Η τέλεια απουσία του λαού είναι αναμφισβήτητη στα τελευταία γεγονότα, αλλά είναι – δεν πρέπει να διαφεύγει – συνέχεια εκ του προηγούμενου. Πολύ γρήγορα μετά την επανάσταση ξανάμαθε ο λαός να υποφέρει κι οι ηγέτες  του να τον αψηφούν. Η τέλεια απουσία του λαού ήταν – είναι ακόμα – αληθινά μοιραία: μόνο έτσι έγινε δυνατό να σχηματιστούν φαινόμενα, όπως ο Γκορμπατσώφ κι ο Γιέλτσιν, μορφές που δεν θα μπορούσαν να μην υπάρξουν, προκύψαν  όπως το τέλειο μαθηματικό αποτέλεσμα όλων εκείνων των πράξεων της απλής αριθμητικής που παιζόταν για χρόνια με το λαό να σιγεί.»

Στη σοβιετική κοινωνία κυριαρχούσαν άνθρωποι ειλικρινείς αλλά ανίδεοι για όσα συνέβαιναν γύρω τους. Πίστευαν ότι όλα λειτουργούσαν σωστά και ήταν βέβαιοι ότι όλα ήταν τακτοποιημένα. Αυτοί επάνδρωναν τους μηχανισμούς και με την συμπεριφορά τους και τον τρόπο σκέψης τους ύψωναν τείχη απέναντι στους πολλούς, το λαό.

«Ένα γενικό γνώρισμα των ανθρώπων που δούλευαν στους μηχανισμούς ήταν – ύστερα κι από τα βίαια ξεπαστρέμματα που είχε κάνει ο Στάλιν – το μικρό τους μέγεθος, η μικρή προσωπική αξία, απέναντι στις ευθύνες  που αναλάβαιναν και το βάρος που σήκωναν  στους ώμους τους. Μικροί, υποδεέστεροι των αξιωμάτων τους, πολύ εύκολα αφομοιώνονταν από τη λογική της δουλειάς που έκαναν. Πολλοί απ’ αυτούς, οι περισσότεροι, σχέσεις προσωπικές – αγωνιστικές – με το σοσιαλισμό, δεν είχαν. Μ’ εκείνον τον σοσιαλισμό που έβγαλε τη χώρα στην επανάσταση. Ήταν ουσιαστικά αμέτοχοι. Σχεδόν παντού, όπου τους συναντούσες, είχες αμέσως ζωντανά παραδείγματα της φθοράς που είχε γίνει, εκείνα τα παλιότερα χρόνια με τις ομαδικές εξοντώσεις των άλλων που έκαναν με τα χέρια τους την επανάσταση και είχαν άλλη αντίληψη  για τη ζωή, άλλα μέτρα για όλα. Τούτοι τώρα, στην καλύτερη περίπτωση μπορούσαν να διατηρούν ένα αίσθημα  προσήλωσης  στην παράδοση που κι αυτό όμως, αν υπήρχε, μετρούσε στην ευσυνειδησία έστω, με την οποία εκτελούσαν τα χρέη τους.»

Η εξόντωση αυτών των ανθρώπων και οι μεταβολές στην ψυχολογία της εξουσίας κόστισαν πολύ ακριβά στη σοβιετική κοινωνία.

«Η κοινωνία που την είπαν υπαρκτό σοσιαλισμό ήταν από το χαρακτήρα της προσωρινό δημιούργημα, έτσι κι αλλιώς έπρεπε να ξεπεραστεί από μια άλλη κατάσταση. Αυτό όλοι το καταλάβαιναν, εχθροί και φίλοι. Οι πρώτοι στήριζαν σ’ αυτή την πρόβλεψη τις ελπίδες τους να πάει επιτέλους κατά γκρεμού όλο το σύστημα με το σοσιαλισμό του, υπαρκτό και ανύπαρκτο. Και εκεί πάλι, στην προσδοκία μιας αλλαγής, στήριζαν  και οι φίλοι του σοσιαλισμού τις δικές τους ελπίδες, χωρίς ν’ αφήνουν να επηρεάζεται το αίσθημά τους παρ’ όλα όσα βλέπαν και μάτωνε η ψυχή τους.
Όμως υπήρξε και μία τρίτη δύναμη: το ίδιο το σύστημα πρόλαβε και σχημάτισε δική του σταθερή συνείδηση που εναντιωνόταν δραστήρια σε κάθε σκέψη για βαθιές αλλαγές, δυσκολεύοντας  έτσι πάρα πολύ τα πράγματα με τις σοβαρές δυνάμεις που διέθετε, μία απ’ όλες η βαθιά ριζωμένη αντίληψη εκείνων των ανθρώπων που συνήθισαν τόσα χρόνια να κάνουν τη δουλειά τους, όπως μπορούσε να γίνεται με τις δυνατότητες και τις δυσκολίες που υπήρχαν. Αυτά τα όρια, το πραγματικό μέτρο των δυνάμεων των δικών τους, ήταν γι’ αυτούς μια κατάσταση ιδανική. Αυτή πήρε όλη ως πέρα τη θέση του ονείρου. Τίποτα καλύτερο δεν μπορούσαν να σκεφτούν, η αναφορά στην πραγματική ιδέα, στον πραγματικό άνθρωπο τους είχε ξεφύγει. Ήταν το πιο σκληρό όριο, από εκείνα τα σκληρά που με τίποτα δε λυγίζουν και μόνο μπορούν να υπάρχουν ή να σπάνε. Έτσι όπως στο τέλος έγιναν όλα γυαλιά καρφιά.»

Τονίζει και υπογραμμίζει με μαύρα έντονα γράμματα την άποψη του ότι η σοβιετική κοινωνία υπέκυψε στην πίεση της βαθιάς της αντιπαλότητας με την ίδια τη σημαία που κρατούσε, με το ίδιο το σοσιαλιστικό ιδανικό…

Εκείνο που προβληματίζει ιδιαίτερα τον συγγραφέα είναι πώς κατάφερε μια ολόκληρη ιδεολογία και μια τόσο μεγάλη πίστη να εξαρθρωθεί τελείως στις επαφές της με την πραγματικότητα.
Σε μια προσπάθεια να απαντήσει στα ερωτήματά του υποστηρίζει ότι υπήρξε μια σύγκρουση , ένας διαχωρισμός ανάμεσα στους ανθρώπους που «συνέχιζαν να μιλούν περί σοσιαλισμού, ενώ τον είχαν στραμπουλήξει και των άλλων που εννοούσαν να τις κρατούν αυτές τις αξίες, να αισθάνονται και να σκέφτονται  μ’ αυτές και ακριβώς γι’ αυτό απωθούνταν στο περιθώριο, με όλους εκείνους τους τρόπους που έχει στα χέρια της η παντοδύναμη εξουσία.»

Λειτούργησε λοιπόν μια τέλεια αντίθεση με την ιδέα του ίδιου του σοσιαλισμού με την έννοια της καπηλείας και της παραχάραξης.
Η κριτική που ασκήθηκε στη σοβιετική ζωή στο όνομα του σοσιαλισμού ήταν πολύ εύκολη και αβασάνιστη γι’ αυτό ο ίδιος διευκρινίζει ότι δεν επιθυμεί ούτε μια κουβέντα από όσες γράφει μέσα σε αυτό το βιβλίο να αξιοποιηθεί για τη δικαίωση μιας αντίληψης αντίπαλης με το σοσιαλισμό καθώς πιστεύει ότι αυτή η ανελέητη κριτική υπήρξε η πιο μεγάλη δυσκολία του σοσιαλισμού.
Επιπλέον τονίζει ότι δεν θέλει καθόλου ούτε τη στιγμή που έχουν συμβεί όλα τα γεγονότα με την κατάρρευση και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης να ταχθεί με όλους εκείνους που  την πολέμησαν με όλες τους τις δυνάμεις και κάθε τρόπο. Γνώμη του είναι μάλιστα ότι οι σοβιετικοί μπροστά στο μέγεθος της επίθεσης που δέχονταν δεν τους ήταν εύκολο να αντέξουν «κρατώντας τη γαλήνη τους, την ανθρωπιά τους και αυτόν το σοσιαλισμό τους – τον όποιο σοσιαλισμό τους…Και για ποιον σοσιαλισμό μπορούσε να γίνει λόγος σε μια χώρα σαν τη Ρωσία, κάτω μάλιστα από τέτοιες πιέσεις.»

Οι συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί εξωθούσαν τα πράγματα στα άκρα, διότι όσο πιο σκληρή ήταν η επίθεση των δυτικών τόσο πιο πολύ οι σοβιετικοί ισχυρίζονταν «ότι αυτό που γινόταν  στη Σοβιετική Ένωση ήταν πράγματι ο σοσιαλισμός. Να το λένε αυτό και να επιμένουν και με το λέγε – λέγε να το πιστεύουν. Μια τέτοια θέση θα έχει με τον καιρό τρομαχτικές συνέπειες.»

Αν και οι κατακτήσεις στη Σοβιετική Ένωση είχαν τεράστια μεγέθη παρ’ όλα αυτά τα πράγματα μπερδεύτηκαν και δημιουργήθηκαν παντού εικονικές καταστάσεις. Μεγάλο μερίδιο ευθύνης σε αυτό φέρει ο αντισοβιετισμός και ο αντικομμουνισμός που από την πρώτη μέρα της επανάστασης εξαπόλυσαν οι δυτικές δυνάμεις. Το πρόβλημα ήταν ότι οι σοβιετικοί δεν άντεξαν , δεν μπόρεσαν να ανταπεξέλθουν σε αυτόν τον πόλεμο.
Τότε τα πρώτα χρόνια της επανάστασης αλλά και τα υστερότερα  πολλοί άνθρωποι, κυρίως διανοούμενοι, αν και έβλεπαν τις ανεπάρκειες στήριξαν το πρώτο σοσιαλιστικό κράτος στον κόσμο. Πολλοί από αυτούς όμως υπέπεσαν στην ευκολία της κριτικής  και με πολύ ελαφριά την καρδιά τους αποδοκιμάζουν τα πάντα και τους πάντες και ζητούν ευθύνες. Έτσι πολύ εύκολα μεταπηδούν από το ένα άκρο στον άλλο και οι υπερασπιστές γίνονται κατήγοροι και αναθεματίζουν τη Σοβιετική Ένωση και μέσω αυτής το σοσιαλισμό. Είναι και αυτό φαινόμενο της εποχής.

Εκείνο που χρειάζεται να κάνει κανείς είναι «να προσπαθήσει να θυμηθεί τι ήταν εκείνα που ξεχνούσαν τότε οι άνθρωποι, απορροφημένοι από τα όσα βλέπαν και ράγιζε η καρδιά τους.»

Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Αυτά που μένουν. Β. Οι άλλοι πόλεμοι. Ο αδελφός μου ο Βάσια με λουλούδια, εκδόσεις Δελφίνι, Αθήνα 1994

(συνεχίζεται)

Το πρώτο μέρος ΕΔΩ
Το δεύτερο μέρος ΕΔΩ

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου