Επιμέλεια: ofisofi // atexnos
Ο Μίκης Θεοδωράκης συμπληρώνει 90 χρόνια ζωής. Προσωπικότητα πληθωρική και πολυσήμαντη. Τι να πει και τι να γράψει κανείς γι’ αυτόν τον άνθρωπο; Ανεξάρτητα από το αν συμφωνεί ή διαφωνεί κάποιος μαζί του ως προς τις πολιτικές θέσεις που έχει κατά καιρούς υποστηρίξει, δεν μπορεί να αρνηθεί την τεράστια συμβολή του στην κοινωνική, πολιτική και πνευματική ζωή της Ελλάδας. Μάχιμος, πολύτιμος και μοναδικός με ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στα δρώμενα της νεότερης ελληνικής ιστορίας και στην ιστορία της μουσικής.
Πριν από πολλά χρόνια είχε κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Κέδρος η τετράτομη αυτοβιογραφία του με τίτλο Οι δρόμοι του Αρχάγγελου.
Στις πρώτες σελίδες του πρώτου τόμου ο Θεοδωράκης αναφέρει ότι μπήκε στη σκέψη να διηγηθεί την ιστορία του κάθε τραγουδιού του και του κάθε μελοποιημένου έργου, όσο αυτό ήταν δυνατόν, δηλώνοντας ότι η ιστορία των τραγουδιών του ταυτίζεται με την ιστορία της ζωής του.
Ποιες όμως ήταν οι συνθήκες που τον επηρέασαν, ποιες οι μουσικές επιρροές του; Ο ίδιος διευκρινίζει ότι στην ελληνική επαρχία που μεγάλωσε δεν υπήρχε το στοιχειώδες μουσικό περιβάλλον ούτε και τα ανάλογα μουσικά ακούσματα. Θεωρεί τον εαυτό του «γέννημα θρέμμα αυτής της άγνωστης γης, της μυθικής χώρας, που λέγεται ελληνική επαρχία» και η εξιστόρηση αρχίζει με την χειμαρρώδη αφήγηση των πρώτων χρόνων της ζωής του μέσα σε αυτό το επαρχιακό περιβάλλον.
[…Γεννήθηκα στη Χίο. Έτος 1925. Μετά: Μυτιλήνη, 1925 -1928. Σύρος και Αθήνα, 1929. Γιάννενα, 1930 – ΄32. Αργοστόλι, 1933 – ΄36. Πάτρα, 1937 –΄ 38. Πύργος, 1938 – ΄39. Τρίπολη, 1939 – ΄43. Αθήνα, 1943.
Μόνο σ’ ένα καπρίτσιο – να πρόσθετα τη φράση «παρά φύσιν»; – θα μπορούσε να αποδοθεί το γεγονός, ότι ένα παιδί, που έζησε από τη Χίο έως την Αθήνα τα πρώτα δεκαοχτώ χρόνια οδηγήθηκε στη μουσική…Επομένως, συμπέρασμα πρώτον: η περίπτωση μου παρουσιάζει κοινωνιολογικό ενδιαφέρον…
Εμείς, απ’ όπου περάσαμε, δεν είχαμε σχέση ούτε με τις «κομπανίες», που έπαιζαν «λαϊκή μουσική» – ο Θεός ξέρει ποιος τις ήξερε τότε – δεν ξέραμε τα λαϊκά όργανα, μπουζούκι, μπαγλαμά ή βιολί. Συμφωνικές ορχήστρες, ναι, είδαμε στα 1942, στο πανί του κινηματογράφου και τότε «αλλάξαμε ζωή» – αλλά αυτά για αργότερα. Με τα σημερινά μέτρα, δεν υπάρχει ελληνικό χωριό να συγκριθεί με την ελληνική πόλη του 1930 ή του 1940…Μόνο στην Αφρική, στην Ασία και στη Νότια Αμερική θα βρούμε σήμερα απομακρυσμένα χωριά, που να μοιάζουν με τα Γιάννενα του 1932 ή με την Τρίπολη του 1942…
Όταν πρωτομπήκα στο δημοτικό στα Γιάννενα, όλα τα παιδιά ήταν ξιπόλητα και παρ’ ότι τα κεφάλια τους περασμένα με την «ψιλή», οι ψείρες έτρεχαν λεφούσια. Οι τούρκικοι μαχαλάδες, ή τα καντούνια, είχαν λάσπες χαρμάνι με κατρουλιά, γιατί φυσικά υπόνομοι και τέτοια ήταν άγνωστα πράγματα για την εποχή. Φαντάσου τότε τι ήταν το ελληνικό χωριό. Ο πατέρας μου, Γενικός Γραμματέας στη Γενική Διοίκηση Ηπείρου, περνούσε τον πιο πολύ καιρό του στην ύπαιθρο. Συναισθηματικός, καλόψυχος που λέμε, είχε βάλει σκοπό της ζωής του να κάνει δρόμους «για να πάει ο πολιτισμός», να φτιάξει υδραγωγεία και γενικώς αρδευτικά έργα, και σε καμιά ακραία περίπτωση, να πάει και το ηλεκτρικό. Μ’ έπαιρνε μαζί του στη Βήσσανη , στην Παραμυθιά, στο Μέτσοβο, με το μοναδικό αυτοκίνητο, κουπέ Φόρντ, που υπήρχε τότε σε όλη την Ήπειρο, με σοφέρ το Βάνια, κι όταν σταματάγαμε στην πλατεία, μια βαθιά σιωπή έπεφτε στο χωριό. Οι μεγάλοι γουρλώνανε τα μάτια τους και τα παιδιά τρέχανε να κρυφτούνε. Τι θηρίο ήταν αυτό! Όπως μια κοπέλα που πήραμε από την Πάτρα ως δεκαπέντε χρονών έβοσκε γίδια – και μόλις είδε πλοίο στη θάλασσα, έβαλε τις φωνές…Μιλάμε δηλαδή για τερατώδη γεγονότα. Ας μη λέμε λοιπόν εξυπνάδες…
Από τη Χίο έως την Πάτρα, όσο κι αν ψάξω μέσα στο «αρχείο της μνήμης» μου, δε θα βρω τίποτε άλλο, έξω από τους βρώμικους μαχαλάδες και την ακίνητη ζωή, κρεμασμένη σαν άπλυτο ρούχο, πάνω από τη σκοτεινή πόλη. Εκεί στο Αργοστόλι τα πράγματα φωτίσανε κάπως. Ήμουν οκτώ με δέκα χρονών. Η πόλη χτισμένη πλάι στη θάλασσα. Η φύση γύρω πανέμορφη. Οι δρόμοι οι κεντρικοί λιθόστρωτοι, οι άλλοι καθαροί(…)
(…) Στο μεταξύ ο θείος Αντώνης διορίστηκε στο προξενείο της Αλεξάνδρειας, στην Αίγυπτο. Όταν γύρισε, μετά ένα χρόνο, στα 1929, πρώτα πρώτα μάς είπε πως δεν πρέπει πια να με φωνάζουν Μιχάλη – Μιχαλάκη, γιατί το όνομα αυτό είναι χοντρό, χωριάτικο, λαϊκό. Το σωστό είναι να με φωνάζουν με τρόπο πολιτισμένο. Ευρωπαϊκό. Και πρότεινε το Μίκη. Μήπως στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν έκαναν θραύση τα Μίκυ Μάους; Έτσι μου’ μεινε, αληθινό κουσούρι, το Μίκης, που παρ’ όλες τις προσπάθειές μου, όταν μεγάλωσα, στάθηκε αδύνατο να τ’ αλλάξω. Πόσο πιο όμορφο ήταν το Μιχαήλ. Και φανταστείτε ότι μεγάλωσα με τον Αρχάγγελο Μιχαήλ κάτω από το προσκέφαλό μου. Το άλλο που μας έφερε ο θείος Αντώνης, από την Αίγυπτο, ήταν ένα ΓΡΑΜΜΟΦΩΝΟ! Ένα καταπληκτικό γραμμόφωνο, που κούρδιζε φυσικά με το χέρι και είχε το μεγάφωνο ενσωματωμένο στο ίδιο κουτί. Ξύλο, ντυμένο με λεπτό γκρίζο δέρμα. Μαζί με το γραμμόφωνο, τρία άλμπουμ. Δυο μικρά, για κανονικούς δίσκους, και ένα μεγάλο, για δίσκους γίγαντες. Όλους φυσικά των 78 στροφών. Οι δίσκοι είχαν βάρος και πάχος και έσπαζαν εύκολα. Στη μέση η κόκκινη ετικέτα με το σκυλάκι, που ακούει μουσική από το χωνί. His master’s voice. Υπήρχαν δίσκοι με πράσινη και μπλε ετικέτα. Όλα μια σκέτη μαγεία. Οι βελόνες έπρεπε ν’ αλλάζουν συχνά, ειδεμή ο ήχος παραμορφωνόταν. Και τι τρομερό, όταν άρχιζε η βελόνα να κάνει τα πρώτα κρατς κρατς και μετά η ορχήστρα και μετά η φωνή! (…) Γρήγορα έγινα ο αποκλειστικός χειριστής του διαβολικού οργάνου. Βούρτσιζα επιμελώς τους δίσκους – κούρδιζα – έβαζα προσεκτικά τη βελόνα, να μη γρατσουνίσει, και ωπ! φύγαμε…(…)
Έως εδώ, όπως βλέπετε, καμιά απολύτως επαφή με την πραγματικότητα. Θα μου πείτε: «Μα ήσουν μόλις 4-5 χρονών». Σωστά. Όμως(…) ορισμένοι αντικειμενικοί παράγοντες δεν μου επέτρεπαν να πάρω χαμπάρι για το τι γινότανε γύρω μου. Και πρώτ’ απ’ όλα, οι συχνές μεταθέσεις του πατέρα μου, από πόλη σε πόλη. Έτσι, πριν προλάβω να συνειδητοποιήσω για το πού βρίσκομαι, μάς πήγαιναν σε καινούργιο περιβάλλον. Άλλη γειτονιά, ξένα παιδιά, ξένοι άνθρωποι, άλλα ήθη και έθιμα, άλλο σπίτι, άλλο σχολείο, νέοι δάσκαλοι – καθηγητές κ.λ.π. κ.λ.π.. Έτσι το σπίτι μου , η οικογένειά μου, ήταν το καταφύγιό μου, η σπηλιά μου, ο μοναδικός μου κόσμος. Στην αρχή, όπως είπα, είχα το γραμμόφωνο. Είχα τις ιστορίες του πατέρα μου και της μητέρας μου(…)
Αγαπούσα επίσης πολύ τα έπιπλα: τη σιφονιέρα, τον μπουφέ, το σαλόνι, το τραπέζι, το κομοδίνο( ακόμα το’ χω εδώ στο Βραχάτι, που σαπίζει δίπλα στα βαρέλια) και προπαντός τη βιβλιοθήκη με τις τέσσερις τζαμένιες πόρτες…Όλα αυτά, καθώς και τα κουζινικά, τα σκεπάσματα, τα ρούχα, τα βιβλία, τις κουρτίνες, σε κάθε μας μετάθεση ο πατέρας μου τα τοποθετούσε μέσα σε τεράστιες ξύλινες κλούβες, που είχε φτιάξει ο ίδιος και τις είχε αριθμήσει , ώστε να μπαίνουν πάντοτε τα ίδια πράγματα στις ίδιες κλούβες, τις κάρφωνε μόνος του, αυτό κρατούσε έως ένα μήνα` και το πρωί του ταξιδιού έρχονταν οι αχθοφόροι, τις κουβαλούσαν ως το φορτηγό κι από κει στο λιμάνι – στη Μυτιλήνη , στη Σύρο, στον Πειραιά, στην Πρέβεζα, στο Αργοστόλι, στην Πάτρα – πλάι στο βαπόρι, και μεις βλέπαμε το βίντσι να σηκώνει πότε τη σιφονιέρα και πότε το σαλόνι και σφιγγόταν η ψυχή μας. Καθώς η κλούβα, πιασμένη στα σχοινιά ψηλά ψηλά, έτριζε, κάτι έσπαγε μέσα μου, γιατί ήξερα πως οι καλοί μας φίλοι υποφέρανε. Και μετά, μέσα στ’ αμπάρι. Και πάλι το βίντσι, να τα βγάλει έξω και να τα τοποθετήσει ξανά πάνω στο φορτηγό. Και κείνη η διαδρομή Πρέβεζα – Γιάννενα, τι σου λέει; Ένας δρόμος, τι δρόμος, μονοπάτι, και η μια λακκούβα δίπλα στην άλλη. Μπρος το φορτηγό και πίσω εμείς, στο φορτάκι, και να λέμε, τώρα όλα θα διαλυθούν. Και εν τούτοις και πάλι στο νέο μας σπίτι ο πατέρας να ξεκαρφώνει τις κλούβες και να κρύβει προσεχτικά τις σανίδες με τους αριθμούς στο υπόγειο για την προσεχή μετάθεση. Πόση χαρά ένιωθα , κάθε φορά, που το έπιπλο ξανάπαιρνε τη θέση του. Βέβαια, είχαν όλα μικροτραυματισμούς, που με τα χρόνια γίνονταν όλο και βαρύτεροι. Όμως να η βιβλιοθήκη είναι ξανά στημένη και τώρα βγάζουμε από τα ξύλινα κιβώτια τα βιβλία και τα τοποθετούμε στη θέση τους. Στο κέντρο, στην ωραιότερη μεριά, η Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη, δεμένη με κόκκινο δέρμα και χρυσά στοιχεία, στη ράχη του βιβλίου, δεν ξέρω πόσοι τόμοι. Η σειρά, με τα ωραία χαρτονένια χρωματιστά ξώφυλλα: ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΜΥΣΤΑΙ – ΦΑΟΥΣΤ- Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΤΟΥ ΛΑΝΔΟΡΜΥ – ΤΑ ΚΑΤΑ ΣΥΝΘΗΚΗΝ ΨΕΥΔΗ, κάποιος ΡΕΝΑΝ. Όλος ο Σαίξπηρ. Οι λευκοί τόμοι ΠΑΠΥΡΟΥ, με τα κλασικά κείμενα. Οι μεταφράσεις των τραγικών , από το Γρυπάρη. Ο κόκκινος τόμος, Διονύσιος Σολωμός με πρόλογο Πολυλά. Ο μεγάλος μπλε Παλαμάς…Φτάσαμε, στην Τρίπολη, τους δυο χιλιάδες τόμους. Είχα ανοίξει και τετράδιο, για τα βιβλία που δάνειζα στους φίλους μου, φορτικά, γιατί μ’ άρεσε να τους νιώθω να διαβάζουν. Το’ χω το τετράδιο ακόμα. Τα βιβλία δεν έχω. Κι όσα δε χάθηκαν, από τη μεγαλοψυχία μου, τα κλέψανε στο Γαλατά, όταν το σπίτι ήταν ακόμα ερείπιο και οι δικοί μου, αναγκαστικά, κοιμόντουσαν αλλού. Τώρα μάς έχουν μείνει λίγοι τόμοι από την Εγκυκλοπαίδεια κι ένα ή δυο βιβλία από την πολύτιμη συλλογή του παππού μου του Μιχαήλ με ποιήματα του Λόρδου Μπάυρον κι ένα άλλο για τη Γαλλική Επανάσταση. Τέτοια βιβλία, τεράστια, εκδόσεις του περασμένου αιώνα, είχαμε πάμπολλα και τα διαβάζαμε κατά προτίμηση το χειμώνα, που σκοτείνιαζε νωρίς, με τη λάμπα – τον καιρό της Κατοχής – δίπλα στη σόμπα με τα ξύλα.
Έπειτα μ’ άρεσαν τα γραμματόσημα. Μ’ άρεσαν τα χρώματά τους, τα παράξενα γράμματα , τα διάφορα σχέδια, φωτογραφίες, ζωγραφιές. Τα καθάριζα προσεχτικά, τα έπλενα, τα στέγνωνα και τα κολλούσα κατά κράτος και κατά σειρά. Διάβασα αρχικώς Ιούλιο Βερν. Με τον «Δεκαπενταετή Πλοίαρχο», το « Γύρο του κόσμου» και τις «20 χιλιάδες λεύγες υπό την θάλασσαν», όλα στολισμένα με υπέροχες χαλκογραφίες, ταξίδευα με τη φαντασία μου σε όλες τις γωνίες της γης. Είχα κι έναν Άτλαντα και με τα γραμματόσημα και την Εγκυκλοπαίδεια δεν ένιωθα την ανάγκη από το «Πράγμα», για να απογειώνομαι και να φεύγω μακριά. Είχα αρχίσει να παίζω στις γειτονιές, μα ίσως αυτό ήταν περισσότερο μια φυσική επιθυμία να τρέξω, να γυμναστώ, να χτυπήσω , να κουραστώ. Και κάποτε, ξαφνικά, άφηνα το παιχνίδι στη μέση , δε μ’ ένοιαζε που φώναζαν τα παιδιά κι έτρεχα στα γραμματόσημα. Μου’ φερνε η μαμά ή η δούλα ψωμί βρεμένο με ζάχαρη ή ψωμί με λάδι, το απογευματινό, κι εγώ βυθιζόμουν στη δουλειά και στα όνειρα. Περίμενα τον πατέρα να μου δέσει τις πληγές, που ήταν μόνιμες, στα δυο γόνατα και κάτω αριστερά και δεξιά στους αστραγάλους. Μου’ βαζε οξυζενέ , ιώδιο και μια αλοιφή άσπρη, που μύριζε όμορφα , και μετά τον ρωτούσα για τη ΝΕΑ ΚΑΛΗΔΟΝΙΑ, λόγου χάρη, που είχε ασυνήθιστα μακρόστενα γραμματόσημα, ή και για την ΤΑΝΓΚΑΝΙΚΑ, με τα άγρια θηρία. Τα παιδιά της γειτονιάς, κατά κανόνα, με αντιμετώπιζαν εχθρικά. Ήμουν ξένος, μιλούσα παράξενα για τα δικά τους αυτιά( οι Γιαννιώτες γελούν, όταν ακούν τους Μυτιληνιούς, οι Κεφαλλονίτες τους Γιαννιώτες, οι Πατρινοί τους κεφαλλονίτες και ούτω καθεξής). Ο πατέρας μου ήταν «κάποιος» – διευθυντής νομαρχίας! -, η μάνα μου με είχε πάντα καθαρό – στοιχεία οπωσδήποτε αρνητικά. Αλλά κι εγώ παρουσίαζα προβλήματα, γιατί δεν μπορούσα να καταλάβω πώς μιλάν και κυρίως πώς σκέφτονται. Η κάθε πόλη, αλλά και η κάθε γειτονιά, είχε τα δικά της ήθη, τα παιδιά τα δικά τους παιχνίδια, τα καλαμπούρια τους, τον τρόπο συμπεριφοράς. Έτσι, αισθανόμουνα ευθύς πάνω από αμήχανος: γελοίος. Και οι άλλοι το’ πιαναν και γελούσαν μαζί μου. Με κορόιδευαν, ό,τι κι αν έκανα. Στο τέλος, ύστερα από δυο και τρεις βδομάδες μ’ άφηναν να παίζω μαζί τους. Όμως πάντα στην τελευταία θέση. Απ’ όλ’ αυτά δεν έλεγα ποτέ τίποτα στους γονείς μου, γιατί τους ντρεπόμουν. Εκείνο που ένιωθα είναι ότι ήμουν κουτός, άσχημος και αδέξιος, σε σχέση με τα παιδιά της γειτονιάς, που είχαν τον αέρα του ιδιοκτήτη και τη σιγουριά του εξουσιαστή. Η γειτονιά ήταν δική τους, όπως και η γλώσσα ήταν δική τους και ο τρόπος που παίζανε και καλαμπουρίζανε μεταξύ τους. Εγώ ήμουν πάντα ο ξένος. Στα Γιάννενα, Αθηναίος. Στο Αργοστόλι , Ηπειρώτης. Στην Πάτρα, Κεφαλλονίτης και ούτω καθεξής(…)
(…) Στη δική μου περίπτωση, δηλαδή του παιδιού που ανήκει σε οικογένεια δημοσίου υπαλλήλου, το πολιτιστικό, πνευματικό, καλλιτεχνικό και ειδικά μουσικό χάος είναι απόλυτο. Γιατί σε αντίθεση με το παιδί που μένει μόνιμα στο χωριό ή στην πόλη και που έχει ένα σταθερό σημείο αναφοράς – έστω χαμηλό και ανεπαρκές – το παιδί που ξεριζώνεται συνεχώς δεν προφταίνει να αφομοιώσει τίποτα. Γι’ αυτό μίλησα για χάος. Γιατί, όταν δεν υπάρχει ο απαραίτητος χρόνος, αλλά και τρόπος , γνωριμίας ενός είδους καλλιτεχνικής έκφρασης , τότε δεν έχουμε πρόσθεση πολλών γνώσεων, αλλά καταστροφή και επομένως χάος. Αναφέρομαι φυσικά στα ιδιόμορφα μουσικά είδη , όπως τα ζούσε τότε ένα νέο παιδί στη Λέσβο, στην Ήπειρο, ή στην Κεφαλλονιά. Μιλώ για το δημοτικό είδος – το δημοτικό τραγούδι και χορό στην ιδιαιτερότητά του. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι το παιδί του χωριού – ιδιαίτερα – αφομοίωνε πλήρως όλο το παραδοσιακό καλλιτεχνικό οπλοστάσιο: τραγούδια, χορούς, παραμύθια, ζωγραφιές. Αυτό, για μένα τουλάχιστον, παρέμενε άγνωστο. Δηλαδή δε θυμάμαι ποια ήταν η λαϊκή μουσική ( πιο καλά να πούμε η δημοτική, για να μην την μπερδεύουμε με το λαϊκό τραγούδι) της Λέσβου ή της Ηπείρου. Ασφαλώς, κάπου κάτι θ’ άκουσα. Όμως δεν έμεινε χαραγμένο μέσα μου τίποτα ή σχεδόν τίποτα. Τι έφτανε; Το αθηναϊκό αστικό τραγούδι της εποχής. Τραγούδια κανταδόρικα, ευρωπαΐζοντα, που κατά προτίμηση τραγουδούσαν στο σπίτι μας, οι πρόσφυγες της Σμύρνης και του Τσεσμέ. Σπάνια αυτά που λέμε σήμερα σμυρναίικα τραγούδια. Ίσως γιατί αυτά τα τραγουδούσαν «οι φτωχοί» στις συνοικίες της Σμύρνης, είτε οι «περιθωριακοί», και επομένως είχαν το στίγμα της αμαρτίας. Τις βυζαντινές και βυζαντινίζουσες μελωδίες , μέσα στο σπίτι και αργότερα στην εκκλησία. Τις καντάδες στο Αργοστόλι. Και, όπως είπα, κυρίως τη μουσική των δίσκων που διέθετα και από την οποία, την πιο βαθιά εντύπωση μού προξένησαν, ως φαίνεται, τα βαλς του Στράους και τα αθηναϊκά ή ευρωπαϊκά τραγούδια, σε στυλ καντάδας, όπως λ.χ., το « Είναι μεσάνυχτα και η φύση ησυχάζει κι ένας νέος που σπαράζει»(…)
(…) κι αυτά ακόμα τα ακούσματα γίνονταν , θα’ λεγα, στο περιθώριο του ελεύθερου χρόνου (δηλαδή τους εκτός σχολείου) που δαπανιόταν ολοκληρωτικά στη γειτονιά, στο παιχνίδι και αργότερα(…) στις συμμορίες και στα επικίνδυνα παιχνίδια(…)
Πρέπει να πω ότι αυτή η αναγκαστική θητεία σ’ αυτές τις τραυματικές καταστάσεις με κατέστησε, από τα δέκα μου χρόνια, στοιχείο αντικοινωνικό. Η παθολογική προσήλωση και ενασχόλησή μου με τη μουσική, όπως πραγματοποιήθηκε λίγα χρόνια αργότερα, στα 1938 -΄39, στον Πύργο της Ηλείας, είχε κατά βάση σαν ψυχολογικό ελατήριο μια δική μου προσωπική απάντηση – ένα είδος φυγής, αλλά και απελευθέρωσης – από τα ιδεατά τείχη που είχα υψώσει γύρω μου, αρνούμενος ακόμα και να σεργιανίσω μέσα στην κοινότητα των ανθρώπων. Είχα κλειστεί στο σπίτι μας και δεν άνοιγα τα παντζούρια, παρά μόνο τη νύχτα, για να ανασάνω. Εκεί μέσα ένα ολόκληρο καλοκαίρι πιάστηκα, όπως ο πνιγμένος από τα μαλλιά του, από τη μουσική, γιατί έτσι πίστευα ότι θα κρατηθώ στην επιφάνεια και θα επιζήσω. Αντίθετα από τον προνομιούχο νέο συνθέτη της κεντρικής Ευρώπης, που κολυμπά πάνω στη μουσική παράδοση, αλλά και στις δυνατότητες, στις προϋποθέσεις που του παρέχει το ίδιο το κοινωνικό περιβάλλον, εγώ αισθανόμουν , πέρα από το αισθητικό μορφωτικό χάος που με περιέβαλε και αυτόν τον νόμο της ζούγκλας, που είχα προλάβει να τον βιώσω ως παιδικό παιχνίδι και να τον γνωρίσω τόσο καλά, ώστε αρνούμενος την κοινωνία των ανθρώπων (και των παιδιών) να θεωρήσω τη μουσική, που εντελώς μόνος έπρεπε να ανακαλύψω, σαν το μοναδικό σωσίβιο, αν ήθελα να συνεχίσω να ζω και να περπατώ όρθιος σε τούτον τον πλανήτη…]
(αποσπάσματα)
Μίκης Θεοδωράκης Οι δρόμοι του Αρχάγγελου, Αυτοβιογραφία, τ.1 Κέδρος 1987
(Οι φωτογραφίες από το βιβλίο)
Ο Μίκης Θεοδωράκης συμπληρώνει 90 χρόνια ζωής. Προσωπικότητα πληθωρική και πολυσήμαντη. Τι να πει και τι να γράψει κανείς γι’ αυτόν τον άνθρωπο; Ανεξάρτητα από το αν συμφωνεί ή διαφωνεί κάποιος μαζί του ως προς τις πολιτικές θέσεις που έχει κατά καιρούς υποστηρίξει, δεν μπορεί να αρνηθεί την τεράστια συμβολή του στην κοινωνική, πολιτική και πνευματική ζωή της Ελλάδας. Μάχιμος, πολύτιμος και μοναδικός με ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στα δρώμενα της νεότερης ελληνικής ιστορίας και στην ιστορία της μουσικής.
Πριν από πολλά χρόνια είχε κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Κέδρος η τετράτομη αυτοβιογραφία του με τίτλο Οι δρόμοι του Αρχάγγελου.
Στις πρώτες σελίδες του πρώτου τόμου ο Θεοδωράκης αναφέρει ότι μπήκε στη σκέψη να διηγηθεί την ιστορία του κάθε τραγουδιού του και του κάθε μελοποιημένου έργου, όσο αυτό ήταν δυνατόν, δηλώνοντας ότι η ιστορία των τραγουδιών του ταυτίζεται με την ιστορία της ζωής του.
Ποιες όμως ήταν οι συνθήκες που τον επηρέασαν, ποιες οι μουσικές επιρροές του; Ο ίδιος διευκρινίζει ότι στην ελληνική επαρχία που μεγάλωσε δεν υπήρχε το στοιχειώδες μουσικό περιβάλλον ούτε και τα ανάλογα μουσικά ακούσματα. Θεωρεί τον εαυτό του «γέννημα θρέμμα αυτής της άγνωστης γης, της μυθικής χώρας, που λέγεται ελληνική επαρχία» και η εξιστόρηση αρχίζει με την χειμαρρώδη αφήγηση των πρώτων χρόνων της ζωής του μέσα σε αυτό το επαρχιακό περιβάλλον.
[…Γεννήθηκα στη Χίο. Έτος 1925. Μετά: Μυτιλήνη, 1925 -1928. Σύρος και Αθήνα, 1929. Γιάννενα, 1930 – ΄32. Αργοστόλι, 1933 – ΄36. Πάτρα, 1937 –΄ 38. Πύργος, 1938 – ΄39. Τρίπολη, 1939 – ΄43. Αθήνα, 1943.
Μόνο σ’ ένα καπρίτσιο – να πρόσθετα τη φράση «παρά φύσιν»; – θα μπορούσε να αποδοθεί το γεγονός, ότι ένα παιδί, που έζησε από τη Χίο έως την Αθήνα τα πρώτα δεκαοχτώ χρόνια οδηγήθηκε στη μουσική…Επομένως, συμπέρασμα πρώτον: η περίπτωση μου παρουσιάζει κοινωνιολογικό ενδιαφέρον…
Εμείς, απ’ όπου περάσαμε, δεν είχαμε σχέση ούτε με τις «κομπανίες», που έπαιζαν «λαϊκή μουσική» – ο Θεός ξέρει ποιος τις ήξερε τότε – δεν ξέραμε τα λαϊκά όργανα, μπουζούκι, μπαγλαμά ή βιολί. Συμφωνικές ορχήστρες, ναι, είδαμε στα 1942, στο πανί του κινηματογράφου και τότε «αλλάξαμε ζωή» – αλλά αυτά για αργότερα. Με τα σημερινά μέτρα, δεν υπάρχει ελληνικό χωριό να συγκριθεί με την ελληνική πόλη του 1930 ή του 1940…Μόνο στην Αφρική, στην Ασία και στη Νότια Αμερική θα βρούμε σήμερα απομακρυσμένα χωριά, που να μοιάζουν με τα Γιάννενα του 1932 ή με την Τρίπολη του 1942…
Όταν πρωτομπήκα στο δημοτικό στα Γιάννενα, όλα τα παιδιά ήταν ξιπόλητα και παρ’ ότι τα κεφάλια τους περασμένα με την «ψιλή», οι ψείρες έτρεχαν λεφούσια. Οι τούρκικοι μαχαλάδες, ή τα καντούνια, είχαν λάσπες χαρμάνι με κατρουλιά, γιατί φυσικά υπόνομοι και τέτοια ήταν άγνωστα πράγματα για την εποχή. Φαντάσου τότε τι ήταν το ελληνικό χωριό. Ο πατέρας μου, Γενικός Γραμματέας στη Γενική Διοίκηση Ηπείρου, περνούσε τον πιο πολύ καιρό του στην ύπαιθρο. Συναισθηματικός, καλόψυχος που λέμε, είχε βάλει σκοπό της ζωής του να κάνει δρόμους «για να πάει ο πολιτισμός», να φτιάξει υδραγωγεία και γενικώς αρδευτικά έργα, και σε καμιά ακραία περίπτωση, να πάει και το ηλεκτρικό. Μ’ έπαιρνε μαζί του στη Βήσσανη , στην Παραμυθιά, στο Μέτσοβο, με το μοναδικό αυτοκίνητο, κουπέ Φόρντ, που υπήρχε τότε σε όλη την Ήπειρο, με σοφέρ το Βάνια, κι όταν σταματάγαμε στην πλατεία, μια βαθιά σιωπή έπεφτε στο χωριό. Οι μεγάλοι γουρλώνανε τα μάτια τους και τα παιδιά τρέχανε να κρυφτούνε. Τι θηρίο ήταν αυτό! Όπως μια κοπέλα που πήραμε από την Πάτρα ως δεκαπέντε χρονών έβοσκε γίδια – και μόλις είδε πλοίο στη θάλασσα, έβαλε τις φωνές…Μιλάμε δηλαδή για τερατώδη γεγονότα. Ας μη λέμε λοιπόν εξυπνάδες…
Από τη Χίο έως την Πάτρα, όσο κι αν ψάξω μέσα στο «αρχείο της μνήμης» μου, δε θα βρω τίποτε άλλο, έξω από τους βρώμικους μαχαλάδες και την ακίνητη ζωή, κρεμασμένη σαν άπλυτο ρούχο, πάνω από τη σκοτεινή πόλη. Εκεί στο Αργοστόλι τα πράγματα φωτίσανε κάπως. Ήμουν οκτώ με δέκα χρονών. Η πόλη χτισμένη πλάι στη θάλασσα. Η φύση γύρω πανέμορφη. Οι δρόμοι οι κεντρικοί λιθόστρωτοι, οι άλλοι καθαροί(…)
(…) Στο μεταξύ ο θείος Αντώνης διορίστηκε στο προξενείο της Αλεξάνδρειας, στην Αίγυπτο. Όταν γύρισε, μετά ένα χρόνο, στα 1929, πρώτα πρώτα μάς είπε πως δεν πρέπει πια να με φωνάζουν Μιχάλη – Μιχαλάκη, γιατί το όνομα αυτό είναι χοντρό, χωριάτικο, λαϊκό. Το σωστό είναι να με φωνάζουν με τρόπο πολιτισμένο. Ευρωπαϊκό. Και πρότεινε το Μίκη. Μήπως στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν έκαναν θραύση τα Μίκυ Μάους; Έτσι μου’ μεινε, αληθινό κουσούρι, το Μίκης, που παρ’ όλες τις προσπάθειές μου, όταν μεγάλωσα, στάθηκε αδύνατο να τ’ αλλάξω. Πόσο πιο όμορφο ήταν το Μιχαήλ. Και φανταστείτε ότι μεγάλωσα με τον Αρχάγγελο Μιχαήλ κάτω από το προσκέφαλό μου. Το άλλο που μας έφερε ο θείος Αντώνης, από την Αίγυπτο, ήταν ένα ΓΡΑΜΜΟΦΩΝΟ! Ένα καταπληκτικό γραμμόφωνο, που κούρδιζε φυσικά με το χέρι και είχε το μεγάφωνο ενσωματωμένο στο ίδιο κουτί. Ξύλο, ντυμένο με λεπτό γκρίζο δέρμα. Μαζί με το γραμμόφωνο, τρία άλμπουμ. Δυο μικρά, για κανονικούς δίσκους, και ένα μεγάλο, για δίσκους γίγαντες. Όλους φυσικά των 78 στροφών. Οι δίσκοι είχαν βάρος και πάχος και έσπαζαν εύκολα. Στη μέση η κόκκινη ετικέτα με το σκυλάκι, που ακούει μουσική από το χωνί. His master’s voice. Υπήρχαν δίσκοι με πράσινη και μπλε ετικέτα. Όλα μια σκέτη μαγεία. Οι βελόνες έπρεπε ν’ αλλάζουν συχνά, ειδεμή ο ήχος παραμορφωνόταν. Και τι τρομερό, όταν άρχιζε η βελόνα να κάνει τα πρώτα κρατς κρατς και μετά η ορχήστρα και μετά η φωνή! (…) Γρήγορα έγινα ο αποκλειστικός χειριστής του διαβολικού οργάνου. Βούρτσιζα επιμελώς τους δίσκους – κούρδιζα – έβαζα προσεκτικά τη βελόνα, να μη γρατσουνίσει, και ωπ! φύγαμε…(…)
Έως εδώ, όπως βλέπετε, καμιά απολύτως επαφή με την πραγματικότητα. Θα μου πείτε: «Μα ήσουν μόλις 4-5 χρονών». Σωστά. Όμως(…) ορισμένοι αντικειμενικοί παράγοντες δεν μου επέτρεπαν να πάρω χαμπάρι για το τι γινότανε γύρω μου. Και πρώτ’ απ’ όλα, οι συχνές μεταθέσεις του πατέρα μου, από πόλη σε πόλη. Έτσι, πριν προλάβω να συνειδητοποιήσω για το πού βρίσκομαι, μάς πήγαιναν σε καινούργιο περιβάλλον. Άλλη γειτονιά, ξένα παιδιά, ξένοι άνθρωποι, άλλα ήθη και έθιμα, άλλο σπίτι, άλλο σχολείο, νέοι δάσκαλοι – καθηγητές κ.λ.π. κ.λ.π.. Έτσι το σπίτι μου , η οικογένειά μου, ήταν το καταφύγιό μου, η σπηλιά μου, ο μοναδικός μου κόσμος. Στην αρχή, όπως είπα, είχα το γραμμόφωνο. Είχα τις ιστορίες του πατέρα μου και της μητέρας μου(…)
Αγαπούσα επίσης πολύ τα έπιπλα: τη σιφονιέρα, τον μπουφέ, το σαλόνι, το τραπέζι, το κομοδίνο( ακόμα το’ χω εδώ στο Βραχάτι, που σαπίζει δίπλα στα βαρέλια) και προπαντός τη βιβλιοθήκη με τις τέσσερις τζαμένιες πόρτες…Όλα αυτά, καθώς και τα κουζινικά, τα σκεπάσματα, τα ρούχα, τα βιβλία, τις κουρτίνες, σε κάθε μας μετάθεση ο πατέρας μου τα τοποθετούσε μέσα σε τεράστιες ξύλινες κλούβες, που είχε φτιάξει ο ίδιος και τις είχε αριθμήσει , ώστε να μπαίνουν πάντοτε τα ίδια πράγματα στις ίδιες κλούβες, τις κάρφωνε μόνος του, αυτό κρατούσε έως ένα μήνα` και το πρωί του ταξιδιού έρχονταν οι αχθοφόροι, τις κουβαλούσαν ως το φορτηγό κι από κει στο λιμάνι – στη Μυτιλήνη , στη Σύρο, στον Πειραιά, στην Πρέβεζα, στο Αργοστόλι, στην Πάτρα – πλάι στο βαπόρι, και μεις βλέπαμε το βίντσι να σηκώνει πότε τη σιφονιέρα και πότε το σαλόνι και σφιγγόταν η ψυχή μας. Καθώς η κλούβα, πιασμένη στα σχοινιά ψηλά ψηλά, έτριζε, κάτι έσπαγε μέσα μου, γιατί ήξερα πως οι καλοί μας φίλοι υποφέρανε. Και μετά, μέσα στ’ αμπάρι. Και πάλι το βίντσι, να τα βγάλει έξω και να τα τοποθετήσει ξανά πάνω στο φορτηγό. Και κείνη η διαδρομή Πρέβεζα – Γιάννενα, τι σου λέει; Ένας δρόμος, τι δρόμος, μονοπάτι, και η μια λακκούβα δίπλα στην άλλη. Μπρος το φορτηγό και πίσω εμείς, στο φορτάκι, και να λέμε, τώρα όλα θα διαλυθούν. Και εν τούτοις και πάλι στο νέο μας σπίτι ο πατέρας να ξεκαρφώνει τις κλούβες και να κρύβει προσεχτικά τις σανίδες με τους αριθμούς στο υπόγειο για την προσεχή μετάθεση. Πόση χαρά ένιωθα , κάθε φορά, που το έπιπλο ξανάπαιρνε τη θέση του. Βέβαια, είχαν όλα μικροτραυματισμούς, που με τα χρόνια γίνονταν όλο και βαρύτεροι. Όμως να η βιβλιοθήκη είναι ξανά στημένη και τώρα βγάζουμε από τα ξύλινα κιβώτια τα βιβλία και τα τοποθετούμε στη θέση τους. Στο κέντρο, στην ωραιότερη μεριά, η Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη, δεμένη με κόκκινο δέρμα και χρυσά στοιχεία, στη ράχη του βιβλίου, δεν ξέρω πόσοι τόμοι. Η σειρά, με τα ωραία χαρτονένια χρωματιστά ξώφυλλα: ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΜΥΣΤΑΙ – ΦΑΟΥΣΤ- Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΤΟΥ ΛΑΝΔΟΡΜΥ – ΤΑ ΚΑΤΑ ΣΥΝΘΗΚΗΝ ΨΕΥΔΗ, κάποιος ΡΕΝΑΝ. Όλος ο Σαίξπηρ. Οι λευκοί τόμοι ΠΑΠΥΡΟΥ, με τα κλασικά κείμενα. Οι μεταφράσεις των τραγικών , από το Γρυπάρη. Ο κόκκινος τόμος, Διονύσιος Σολωμός με πρόλογο Πολυλά. Ο μεγάλος μπλε Παλαμάς…Φτάσαμε, στην Τρίπολη, τους δυο χιλιάδες τόμους. Είχα ανοίξει και τετράδιο, για τα βιβλία που δάνειζα στους φίλους μου, φορτικά, γιατί μ’ άρεσε να τους νιώθω να διαβάζουν. Το’ χω το τετράδιο ακόμα. Τα βιβλία δεν έχω. Κι όσα δε χάθηκαν, από τη μεγαλοψυχία μου, τα κλέψανε στο Γαλατά, όταν το σπίτι ήταν ακόμα ερείπιο και οι δικοί μου, αναγκαστικά, κοιμόντουσαν αλλού. Τώρα μάς έχουν μείνει λίγοι τόμοι από την Εγκυκλοπαίδεια κι ένα ή δυο βιβλία από την πολύτιμη συλλογή του παππού μου του Μιχαήλ με ποιήματα του Λόρδου Μπάυρον κι ένα άλλο για τη Γαλλική Επανάσταση. Τέτοια βιβλία, τεράστια, εκδόσεις του περασμένου αιώνα, είχαμε πάμπολλα και τα διαβάζαμε κατά προτίμηση το χειμώνα, που σκοτείνιαζε νωρίς, με τη λάμπα – τον καιρό της Κατοχής – δίπλα στη σόμπα με τα ξύλα.
Έπειτα μ’ άρεσαν τα γραμματόσημα. Μ’ άρεσαν τα χρώματά τους, τα παράξενα γράμματα , τα διάφορα σχέδια, φωτογραφίες, ζωγραφιές. Τα καθάριζα προσεχτικά, τα έπλενα, τα στέγνωνα και τα κολλούσα κατά κράτος και κατά σειρά. Διάβασα αρχικώς Ιούλιο Βερν. Με τον «Δεκαπενταετή Πλοίαρχο», το « Γύρο του κόσμου» και τις «20 χιλιάδες λεύγες υπό την θάλασσαν», όλα στολισμένα με υπέροχες χαλκογραφίες, ταξίδευα με τη φαντασία μου σε όλες τις γωνίες της γης. Είχα κι έναν Άτλαντα και με τα γραμματόσημα και την Εγκυκλοπαίδεια δεν ένιωθα την ανάγκη από το «Πράγμα», για να απογειώνομαι και να φεύγω μακριά. Είχα αρχίσει να παίζω στις γειτονιές, μα ίσως αυτό ήταν περισσότερο μια φυσική επιθυμία να τρέξω, να γυμναστώ, να χτυπήσω , να κουραστώ. Και κάποτε, ξαφνικά, άφηνα το παιχνίδι στη μέση , δε μ’ ένοιαζε που φώναζαν τα παιδιά κι έτρεχα στα γραμματόσημα. Μου’ φερνε η μαμά ή η δούλα ψωμί βρεμένο με ζάχαρη ή ψωμί με λάδι, το απογευματινό, κι εγώ βυθιζόμουν στη δουλειά και στα όνειρα. Περίμενα τον πατέρα να μου δέσει τις πληγές, που ήταν μόνιμες, στα δυο γόνατα και κάτω αριστερά και δεξιά στους αστραγάλους. Μου’ βαζε οξυζενέ , ιώδιο και μια αλοιφή άσπρη, που μύριζε όμορφα , και μετά τον ρωτούσα για τη ΝΕΑ ΚΑΛΗΔΟΝΙΑ, λόγου χάρη, που είχε ασυνήθιστα μακρόστενα γραμματόσημα, ή και για την ΤΑΝΓΚΑΝΙΚΑ, με τα άγρια θηρία. Τα παιδιά της γειτονιάς, κατά κανόνα, με αντιμετώπιζαν εχθρικά. Ήμουν ξένος, μιλούσα παράξενα για τα δικά τους αυτιά( οι Γιαννιώτες γελούν, όταν ακούν τους Μυτιληνιούς, οι Κεφαλλονίτες τους Γιαννιώτες, οι Πατρινοί τους κεφαλλονίτες και ούτω καθεξής). Ο πατέρας μου ήταν «κάποιος» – διευθυντής νομαρχίας! -, η μάνα μου με είχε πάντα καθαρό – στοιχεία οπωσδήποτε αρνητικά. Αλλά κι εγώ παρουσίαζα προβλήματα, γιατί δεν μπορούσα να καταλάβω πώς μιλάν και κυρίως πώς σκέφτονται. Η κάθε πόλη, αλλά και η κάθε γειτονιά, είχε τα δικά της ήθη, τα παιδιά τα δικά τους παιχνίδια, τα καλαμπούρια τους, τον τρόπο συμπεριφοράς. Έτσι, αισθανόμουνα ευθύς πάνω από αμήχανος: γελοίος. Και οι άλλοι το’ πιαναν και γελούσαν μαζί μου. Με κορόιδευαν, ό,τι κι αν έκανα. Στο τέλος, ύστερα από δυο και τρεις βδομάδες μ’ άφηναν να παίζω μαζί τους. Όμως πάντα στην τελευταία θέση. Απ’ όλ’ αυτά δεν έλεγα ποτέ τίποτα στους γονείς μου, γιατί τους ντρεπόμουν. Εκείνο που ένιωθα είναι ότι ήμουν κουτός, άσχημος και αδέξιος, σε σχέση με τα παιδιά της γειτονιάς, που είχαν τον αέρα του ιδιοκτήτη και τη σιγουριά του εξουσιαστή. Η γειτονιά ήταν δική τους, όπως και η γλώσσα ήταν δική τους και ο τρόπος που παίζανε και καλαμπουρίζανε μεταξύ τους. Εγώ ήμουν πάντα ο ξένος. Στα Γιάννενα, Αθηναίος. Στο Αργοστόλι , Ηπειρώτης. Στην Πάτρα, Κεφαλλονίτης και ούτω καθεξής(…)
(…) Στη δική μου περίπτωση, δηλαδή του παιδιού που ανήκει σε οικογένεια δημοσίου υπαλλήλου, το πολιτιστικό, πνευματικό, καλλιτεχνικό και ειδικά μουσικό χάος είναι απόλυτο. Γιατί σε αντίθεση με το παιδί που μένει μόνιμα στο χωριό ή στην πόλη και που έχει ένα σταθερό σημείο αναφοράς – έστω χαμηλό και ανεπαρκές – το παιδί που ξεριζώνεται συνεχώς δεν προφταίνει να αφομοιώσει τίποτα. Γι’ αυτό μίλησα για χάος. Γιατί, όταν δεν υπάρχει ο απαραίτητος χρόνος, αλλά και τρόπος , γνωριμίας ενός είδους καλλιτεχνικής έκφρασης , τότε δεν έχουμε πρόσθεση πολλών γνώσεων, αλλά καταστροφή και επομένως χάος. Αναφέρομαι φυσικά στα ιδιόμορφα μουσικά είδη , όπως τα ζούσε τότε ένα νέο παιδί στη Λέσβο, στην Ήπειρο, ή στην Κεφαλλονιά. Μιλώ για το δημοτικό είδος – το δημοτικό τραγούδι και χορό στην ιδιαιτερότητά του. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι το παιδί του χωριού – ιδιαίτερα – αφομοίωνε πλήρως όλο το παραδοσιακό καλλιτεχνικό οπλοστάσιο: τραγούδια, χορούς, παραμύθια, ζωγραφιές. Αυτό, για μένα τουλάχιστον, παρέμενε άγνωστο. Δηλαδή δε θυμάμαι ποια ήταν η λαϊκή μουσική ( πιο καλά να πούμε η δημοτική, για να μην την μπερδεύουμε με το λαϊκό τραγούδι) της Λέσβου ή της Ηπείρου. Ασφαλώς, κάπου κάτι θ’ άκουσα. Όμως δεν έμεινε χαραγμένο μέσα μου τίποτα ή σχεδόν τίποτα. Τι έφτανε; Το αθηναϊκό αστικό τραγούδι της εποχής. Τραγούδια κανταδόρικα, ευρωπαΐζοντα, που κατά προτίμηση τραγουδούσαν στο σπίτι μας, οι πρόσφυγες της Σμύρνης και του Τσεσμέ. Σπάνια αυτά που λέμε σήμερα σμυρναίικα τραγούδια. Ίσως γιατί αυτά τα τραγουδούσαν «οι φτωχοί» στις συνοικίες της Σμύρνης, είτε οι «περιθωριακοί», και επομένως είχαν το στίγμα της αμαρτίας. Τις βυζαντινές και βυζαντινίζουσες μελωδίες , μέσα στο σπίτι και αργότερα στην εκκλησία. Τις καντάδες στο Αργοστόλι. Και, όπως είπα, κυρίως τη μουσική των δίσκων που διέθετα και από την οποία, την πιο βαθιά εντύπωση μού προξένησαν, ως φαίνεται, τα βαλς του Στράους και τα αθηναϊκά ή ευρωπαϊκά τραγούδια, σε στυλ καντάδας, όπως λ.χ., το « Είναι μεσάνυχτα και η φύση ησυχάζει κι ένας νέος που σπαράζει»(…)
(…) κι αυτά ακόμα τα ακούσματα γίνονταν , θα’ λεγα, στο περιθώριο του ελεύθερου χρόνου (δηλαδή τους εκτός σχολείου) που δαπανιόταν ολοκληρωτικά στη γειτονιά, στο παιχνίδι και αργότερα(…) στις συμμορίες και στα επικίνδυνα παιχνίδια(…)
Πρέπει να πω ότι αυτή η αναγκαστική θητεία σ’ αυτές τις τραυματικές καταστάσεις με κατέστησε, από τα δέκα μου χρόνια, στοιχείο αντικοινωνικό. Η παθολογική προσήλωση και ενασχόλησή μου με τη μουσική, όπως πραγματοποιήθηκε λίγα χρόνια αργότερα, στα 1938 -΄39, στον Πύργο της Ηλείας, είχε κατά βάση σαν ψυχολογικό ελατήριο μια δική μου προσωπική απάντηση – ένα είδος φυγής, αλλά και απελευθέρωσης – από τα ιδεατά τείχη που είχα υψώσει γύρω μου, αρνούμενος ακόμα και να σεργιανίσω μέσα στην κοινότητα των ανθρώπων. Είχα κλειστεί στο σπίτι μας και δεν άνοιγα τα παντζούρια, παρά μόνο τη νύχτα, για να ανασάνω. Εκεί μέσα ένα ολόκληρο καλοκαίρι πιάστηκα, όπως ο πνιγμένος από τα μαλλιά του, από τη μουσική, γιατί έτσι πίστευα ότι θα κρατηθώ στην επιφάνεια και θα επιζήσω. Αντίθετα από τον προνομιούχο νέο συνθέτη της κεντρικής Ευρώπης, που κολυμπά πάνω στη μουσική παράδοση, αλλά και στις δυνατότητες, στις προϋποθέσεις που του παρέχει το ίδιο το κοινωνικό περιβάλλον, εγώ αισθανόμουν , πέρα από το αισθητικό μορφωτικό χάος που με περιέβαλε και αυτόν τον νόμο της ζούγκλας, που είχα προλάβει να τον βιώσω ως παιδικό παιχνίδι και να τον γνωρίσω τόσο καλά, ώστε αρνούμενος την κοινωνία των ανθρώπων (και των παιδιών) να θεωρήσω τη μουσική, που εντελώς μόνος έπρεπε να ανακαλύψω, σαν το μοναδικό σωσίβιο, αν ήθελα να συνεχίσω να ζω και να περπατώ όρθιος σε τούτον τον πλανήτη…]
(αποσπάσματα)
Μίκης Θεοδωράκης Οι δρόμοι του Αρχάγγελου, Αυτοβιογραφία, τ.1 Κέδρος 1987
(Οι φωτογραφίες από το βιβλίο)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου