Ο Ρηρός ήταν απ' τις μεγάλες προσωπικότητες του Συνοικισμού. Πλανόδιος μικρομανάβης πήγαινε αργά στη Λαχαναγορά, αγόραζε ό,τι περίσσευε και πούλαγε στη φτήνια. Σέρνοντας το ξύλινο καρότσι του έφτανε απομεσήμερο πια στην πλατεΐτσα και βάζοντας το χέρι του στ' αυτί φώναζε δυνατά: " Ο Ρηρόοοος...". Τρέχανε όλες οι γυναίκες να προμηθευτούν σε τιμές ευκαιρίας. Ευκαιρία και για μας τους πιτσιρικάδες να χωθούμε ανάμεσά τους και να βάλουμε τίποτα στην τσέπη: τζάνερα και κυδώνια, μούσμουλα και κεράσια, κάστανα, τζίτζιφα και γλυκοπατάτες, ρόδια και φραγκοστάφυλα, άγουρα ή σαπισμένα, χωρίς καμιά πολυτέλεια επιλογής. Ύστερα, μαζεμένοι κάτω απ' την ακακία, πλυμένα ή κι άπλυτα , τα ροκανίζαμε αργά - αργά γιομάτοι γλύκα κι ευχαρίστηση. Λίγοι νοικοκυραίοι τολμούσαν τότε ν' αγοράσουν φρούτα από του " Λάρου" ή τα άλλα μεγάλα μανάβικα της Χαροκόπου.
Απ΄τα χαράματα η Ελένη η χήρα, η Ελένη η Τσεμπερλού, η Κατίνα η Σκατοκολίνα κι άλλες, μαζωμένες στην αυλή, φτιάχνανε το ξόανο του Ρηρού. Παίρνανε ένα παλιό παντελόνι, το γιομίζαν ροκανίδια, ντύνανε μια παλιά πουκαμίσα κι ένα σακάκι κι ο Ρηρός ήταν έτοιμος. Μ' ένα τραγιασκάκι χωμένο ως τ' αυτιά και το τσιγάρο κουτσαβακίστικο στο ζωγραφισμένο στόμα.
Ίδιος κι απαράλλαχτος, κοντόχοντρος και καλοσυνάτος. Το βράδυ λαμπάδιαζε ο ντουνιάς. Καιγότανε και φάνταζε ο τόπος. Πηδούσαν οι μεγάλοι τρεις φορές και χίλιες οι πιτσιρικάδες. Όταν διασταυρώνονταν έλεγαν μια ευχή.
Αργά το βράδυ, σαν καταλάγιαζε η φωτιά, οι κοπέλες ετοιμάζανε τον κλείδωνα!
Παίρναν αντικείμενα, τα λεγόμενα " ριζικάρικα ": δαχτυλίδια, καρφίτσες, παραμάνες, κουμπιά κι άλλα πολλά. Ύστερα τα σκεπάζανε μ' ένα ύφασμα, λέγοντας το εξής δίστιχο:
Κλειδώνουμε τον κλείδωνα στου Αγιαννιού τη χάρη
κι όποια έχει το καλό να δώσει και να πάρει.
Το δοχείο έμενε όλη τη νύχτα έξω στη δροσιά. Τ' άλλο βράδυ - ανήμερα του Αγιαννιού - μαζευόντουσαν οι μεγάλοι στην αυλή της Καραγιαννούς, κι ο κλείδωνας ανοιγότανε, αφού έλεγαν τον παρακάτω στίχο:
Ανοίγουμε τον κλείδωνα στου Αγιαννιού τη χάρη
κι όποια έχει ριζικό καλό σήμερα να το πάρει.
Η αρχιμαστόρισσα έβαζε ένα-ένα τ' αντικείμενα, λέγοντας κάποιο δίστιχο που αντιστοιχούσε στην τύχη αυτής που το είχε. Και να τα γέλια κι οι προστυχιές! Χαρά και μεις οι πιτσιρίκοι που, χωμένοι ανάμεσά τους, ακούγαμε τους μεγάλους να λένε πρόστυχα , τα προλαβαίναμε κι εμείς κι η γλώσσα μας πήγαινε ροδάνι...
Βασίλης Λιόγκαρης, Συνοικισμός Χαροκόπου , Σύγχρονη Εποχή , Αθήνα 1998, 2η έκδοση
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου