Πέμπτη 2 Ιουλίου 2015

Βάλιας Σεμερτζίδης, Δουλεύοντας τα έργα μου

«Το ελληνικό τοπίο δεν το είδε κανείς, όπως δεν είδε κανείς και τον άνθρωπο που ζει σε τούτη τη χώρα. Και δε βλέπω πουθενά σημάδια, να θέλει κανείς να τα μάθει αυτά τα δύο. Έτσι γεννήθηκε η αποθυμιά να ιστορήσω το τοπίο αυτό, κάθησα πάνω σ’ ένα βράχο και κοίταζα…»

 Επιμέλεια: ofisofi // atexnos


Το καλοκαίρι του 1944 ο Βάλιας Σεμερτζίδης ζούσε στα βουνά της Αργιθέας και μελετούσε τη ζωή των ανθρώπων και την ομορφιά του τόπου μέσα στον οποίο ζούσαν. Κοιτώντας μια χαράδρα στην Αργιθέα μάς αφηγείται τον τρόπο με τον οποίο προσπάθησε να προσεγγίσει και να αποδώσει με το πινέλο του το τοπίο συνδέοντας το με τον κοινωνικό ρόλο της τέχνης και τον αγώνα των ανθρώπων για ελευθερία και για  καλύτερη ζωή.
Το κείμενο  του με τίτλο  «Δουλεύοντας τα έργα μου» είναι δημοσιευμένο στο περιοδικό «η λέξη» το Γενάρη του 1987, στο τεύχος 61.

Βάλιας Σεμερτζίδης, Δουλεύοντας τα έργα μου

Έχω στο εργαστήρι μου ένα σωρό αρχινιμένα έργα, όλα είναι στην εξέλιξή τους. Σαν τον άνθρωπο, σαν το κάθε ζωντανό που περνάει ένα σωρό στάδια εξέλιξης από τη σύλληψη ως τη γέννα και το μεγάλωμα. Από το σπόρο που πέφτει στη γη ως την ώρα που γίνεται ένα θεόρατο φυτό. Όμως θα ήθελα να μιλήσω για ένα απ’ αυτά. Για την ιστορία του από τότε που μπήκαν οι πρώτες πινελιές, οι πρώτες μπογιές ως τα τώρα. Κάθε έργο που έχω αρχινιμένο το δουλεύω σε πολλές παραλλαγές τον ίδιο καιρό. Ρωτιέμαι συχνά τι είναι αυτό που σπρώχνει σε τόση ταραχή; Άλλοτε από μεγάλο που δουλεύω το έργο μου, περνώ σε μικρό κι ύστερα σε πολύ μικρό κι ύστερα πάλι μεγάλο το αρχινάω ή το αντίθετο. Πότε σχεδιάζω πρώτα, καμιά φορά σχεδιάζω με επιμονή , μα τις περισσότερες φορές αρχίζω κατευθείαν χρώμα και σχεδιάζω με πινέλο. Αυτά είναι συνηθισμένα , σίγουρα πράγματα. Οι καλλιτέχνες έτσι θα κάνουν, γιατί αλλιώτικα δεν γίνεται κιόλας. Σαν δουλεύω δε σκέφτομαι, προσπαθώ μονάχα να κάνω εκείνο που σκέφτηκα  πριν και σαν σταματώ κυριεύομαι από αγωνία και δέρνομαι από λογιών – λογιών ανησυχίες και ρωτήματα και ξαναρχίζω αλλιώτικα κι όλο αλλιώτικα. Μα άλλο ήθελα να πω κι άλλο λέω. Το έργο που θέλω να πω την ιστορία του, είναι ένα τοπίο.

 (Βάλιας Σεμερτζίδης, Τοπίο στην Αργιθέα, περ. 1955, λαδοτέμπερα σε χαρτόνι, 112 x 75 εκ.) Ο πίνακας είναι από την Ψηφιακή Πλατφόρμα , Ινστιτούτο Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης (iset)

Μια χαράδρα της Αργιθέας. Είναι μια κουβέντα να πεις πώς ζωγραφίζεις ένα τοπίο – μπορεί δίχως πολλή σημασία. Όμως δεν είναι ολότελα έτσι. Ζούσα στα βουνά της Αργιθέας το 1944 το καλοκαίρι, μελετούσα τη ζωή των ανθρώπων και την ομορφιά του τόπου που ζούσαν αυτοί. Προσπάθησα να νιώσω όσο είναι δυνατόν πιο πολύ και τα δύο αυτά που ανάμεσά τους είναι αξεχώριστα στο κάτω – κάτω. Το τοπίο εδώ είχε μια ξέχωρη δικιά του ζωή – όπως και κάθε άλλο έχει ένα βαθύ δικό του προσωπικό χαρακτήρα, ιστορία και μέλλον. Είναι βράχια πανύψηλα, οι πέτρες σηκώνονται η μια δίπλα στην άλλη σαν φύλλα βιβλίου, κρέμονται σαν ξετυλιγμένα τόπια υφάσματος. Πανύψηλα γκρεμνά, στο βάθος τρέχουν νερά, πάνω πετάνε γυπαετοί και τα σύννεφα σκεπάζουν τις κορφές. Ένιωσα πως αυτό το κομμάτι της γης έχει ένα ολότελα δικό του εσωτερικό κόσμο, θρέφει δικά του φυτά αλλιώτικα απ’ τα άλλα. Οι πέτρες έχουν ένα αλλόκοτο φως, χρώμα, άλλες γαλάζιες άλλες κόκκινες, οι άνθρωποι που ζουν πάνω σ’ αυτές, που ανατράφηκαν απ’ αυτές, γίνηκαν το ίδιο ξέχωροι, μεγαλόπρεποι κι ωραίοι έχοντας για αναθρεφτή μια τέτοια φύση, δίχως να το νιώσουν γέμισε ο μέσα τους κόσμος από τη δικιά της αξιοσύνη, πίστη στον εαυτό τους, στη ζωή και τη λευτεριά. Κοιτάνε σαν αητοί, βλέπουν μακριά και δε φοβούνται.
Κοίταγα τα μαύρα σύννεφα που τρέχαν στις κορφές και κείνο που γινόταν μες στις χαράδρες και σκεπτόμουν τα πολλά που λέγονται για το ελληνικό τοπίο. Γαλάζιος ουρανός, καθαρή ατμόσφαιρα κι άλλα τέτοια σημαίνουν τάχα ελληνικό τοπίο, μονοπώλιο παγκόσμιο, στ’ αλήθεια είναι μια ανοησία παγκόσμιου μονοπωλίου. Το ελληνικό τοπίο δεν το είδε κανείς, όπως δεν είδε κανείς και τον άνθρωπο που ζει σε τούτη τη χώρα. Και δε βλέπω πουθενά σημάδια, να θέλει κανείς να τα μάθει αυτά τα δύο. Έτσι γεννήθηκε η αποθυμιά να ιστορήσω το τοπίο αυτό, κάθησα πάνω σ’ ένα βράχο και κοίταζα. Ήταν απόγευμα, ύστερα από δυό μήνες που περνούσα το μέρος αυτό, διάλεξα από όλες τις άλλες ώρες της ημέρας το απόγευμα και έκανα την αρχή. Μα και δω ένιωσα εξαρχής την ίδια αδυναμία που ένιωθα κάθε φορά που καταπιανόμουνα με κάτι τόσο σπουδαίο. Με τα εφόδια που διαθέτουμε – τα ζωγραφικά εννοώ φυσικά – εμείς οι σημερινοί ζωγράφοι είναι αδύνατο να ερμηνεύσεις κάτι τέτοιο. Τι ήταν εκείνο που έκαμνα; Καταγραφή μιας εντύπωσης με χρώματα και σήματα που για αποτέλεσμα είχε μια αρμονία χρωμάτων και σχημάτων που όμως καμιά σχέση δεν είχε μ’ αυτό που ένιωθα κοιτάζοντας τη φύση που με τριγύριζε με το βαθύ νόημά της. Είπα πως θάπρεπε να μείνω σε κείνο το βράχο ένα χρόνο δουλεύοντας για να στέκονταν, μπορεί, δυνατό, στο τέλος, ν’ αποσπάσω αυτό που ζητούσα.
Όμως ήρθαν γρήγορα οι μέρες που αφήσαμε εκείνα τα μέρη, πέρασαν δύο χρόνια. Δε σταμάτησα να δουλεύω πάνω στο θέμα αυτό. Έκανα κάπου είκοσι παραλλαγές μεγάλα σχέδια χρώμα, μικρά, πολύ μικρά, χρώμα άσπρο, χαρακτική στο τέλος. Η μια προσπάθεια διαδεχόταν την άλλη και δεν ήταν ποτέ εκείνο που έπρεπε να βρω. Πότε γινόταν ρομαντικό πότε απλώς παράξενο πότε απίθανο, συχνά επιβλητικό, μα ολοκληρωμένο έργο που να ιστοράει ένα ξέχωρο κομμάτι γης με δυνατό δικό του χαρακτήρα δεν κατάφερα να κάνω.

Σχέδιο του Β.Σ. (από το περιοδικό)
Στο μεταξύ τα ζωγραφικά μου εφόδια πλουτίζονταν κι αλλάζανε συνεχώς. Όλο και πιο πολύ καταλάβαινα τι θάπρεπε να κάνω και καμιά φορά πώς θάπρεπε να κάνω. Ο εμπρεσιονισμός απ’ τη μια και η όλη μετεμπρεσιονιστική ζωγραφική – από τον κυβισμό ως τον σουρεαλισμό – από την άλλη σκλαβώνουν το νου και τα χέρια και τη θέληση, νιώθεις την ανάγκη να λευτερωθείς. Νιώθεις πως αυτά έχουν μέσα τους κάτι το σάπιο και άρρωστο, νιώθεις πως με αυτά δε μπορείς να πας μακριά, είναι σαν δεκανίκια στα χέρια σου, σα βραχνάς, σαν αγιάτρευτη αρρώστια. Κάτω από τέτοια πίεση έχουμε ανατραφεί όλοι οι ζωγράφοι της εποχής μας, κούφια, επιπόλαιη, απατεωνίστικη τέχνη, σαν την τάξη που τη γέννησε. Εκείνο που χρειάζεται σήμερα είναι η βαθιά γνώση όλης της ως τώρα κατάχτησης της τέχνης στις πρωτοποριακές  εποχές και μαζί με τη γνώση αυτή η πίστη στον αληθινό προορισμό της τέχνης, στον κοινωνικό της ρόλο: έτσι εξοπλισμένος ν’ αρχίζεις να προσπαθείς  να ιστορήσεις την ιστορική στιγμή που ζεις , τη στιγμή που ζεις τέλος πάντων. Έτσι το αντικείμενο δεν είναι απλώς αφορμή για σύνθεση σχημάτων και χρωμάτων, μα είναι αναγκαίο πρώτο υλικό για το έργο τέχνης. Ο άνθρωπος δεν είναι αφορμή για σύνθεση που θάδινε απλώς ένα διαφορετικό αποτέλεσμα από αφορμή κανάτι ή μήλο. Είναι ο άνθρωπος που σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά έχει συνείδηση της δύναμής του, κάνει έναν αγώνα που με αυτόν αλλάζει την ως τα τώρα πορεία της ζωής του, χρειάστηκαν χιλιάδες χρόνια για να φτάσει σ’ αυτή τη μεγαλειώδη καμπή του. Μα μια και ο άνθρωπος ανατράφηκε πάνω σε τούτη τη γης, ανάμεσα σε δέντρα και πέτρες και τώρα αυτά του παραστέκουν στον αγώνα του για μια καλύτερη ζωή, πήραν κι αυτά – γης, πέτρες, δέντρα – μια ξεχωριστή σημασία. Η ζωή έχει ένα νόημα με το χτες, το σήμερα και το αύριο, για το αύριο γίνεται η σημερινή πάλη, σαν το καταλάβεις αυτό μονομιάς όλα γεμίζουν από τον ίδιο σκοπό και είναι για τον ίδιο σκοπό. Το ίδιο και το τοπίο. Τότε πρέπει να βρεις εκείνο το κομμάτι της γης που θα σε βοηθήσει να κάνεις τη σύνθεση έτσι ώστε να αποκαλυφθεί αυτό το νόημα. Στην τέχνη κοντά στο περιεχόμενο πρέπει να είναι και η μορφή, άλλη αγωνία αυτή μα σιγά – σιγά είδα πως γι’ αυτό δεν μπορεί να γίνει τίποτε εξεπίτηδες. Η μορφή θα βγει. Στην αρχή τα έργα μας δεν θα είναι αριστουργήματα, μα θα είναι αληθινά κι αυτό θα φέρει και το αριστούργημα, το ολοκλήρωμα. Δε θα πει πως δεν πρέπει να καταπιανόμαστε  με κάτι τέτοια πράγματα μια και δεν μπορούμε, δεν μπορούμε γιατί ίσα – ίσα δεν καταπιανόμαστε, γιατί κάνουμε κούφια και ψεύτικα πράγματα.
Σύνθεση, πορτραίτο, τοπίο, όλα να μιλούν για τη σημερινή στιγμή, για τη μεγάλη καμπή, για την τιτάνια πάλη, για την ομορφιά του ανθρώπου και του ωραίου του αγώνα.
Μπορεί στην τελευταία παραλλαγή να γνωρίσω την αλήθεια, θέλω κοιτάζοντας το τοπίο αυτό να γεμίζουμε από πίστη για τη λευτεριά, να γεμίζουμε από αποθυμιά να είμαστε άξιοι να ζούμε μια τέτοια ωραία γης.
                                                                                         Βάλιας Σεμερτζίδης

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου