Πάει, τώρα, κάμποσος καιρός που κοιμάμαι.Κοιμάμαι πια κανονικά, αλλά ξυπνάω πάντα, άσκημα. Η μέρα μου αρχινάει, τις πιο πολλές φορές, από μια γραμμή: μια μαύρη γραμμή που με πιέζει - λες κι έχει βάρος - πίσω στην πλάτη, και με χωρίζει από τον ύπνο.
Πάνω απ' τη γραμμή αυτή, νιώθω ένα πράμα κίτρινο που τρέμει: με φως μοιάζει και με κενό, που αναδίνει μια μυρουδιά σαν από θειάφι, κι αμέσως ύστερα, κάτι μικρότερες γραμμές - ψιλές ψιλές σα βελονίτσες - τρέχουν στ' αριστερό μου χέρι και το μουδιάζουν. Ένα παράξενο μυρμήγκιασμα απλώνει, τότε, σ' όλο μου το κορμί και βγαίνω απ' τον ύπνο, άξαφνα, σα να με χτύπησε το ρεύμα. Ξυπνάω, και κάθε φορά, μου φαίνεται ότι ξυπνάω σ' ένα δωμάτιο άγνωστο. Οι τοίχοι του έχουν το χρώμα της γαλαζόπετρας, κι απέναντι, στην πόρτα, βλέπω να κρέμεται κάτι που μοιάζει με σφαχτό. Σα ζώο είν' αυτό το πράμα: ένα ζώο που του λείπουν τα σπλάχνα, το αίμα και το κεφάλι, και κρέμεται στην πόρτα, χωρίς όμως και να κρατιέται από πουθενά. Μοιάζει ελαφρύ - δίχως κανένα βάρος - κι όλο κουνιέται, πέρα δώθε, σα μπαλόνι, παρόλο που δε φυσάει καθόλου στο δωμάτιο.
Σηκώνομαι με προσοχή απ' το κρεβάτι - γιατί μου φαίνεται, κάθε φορά, πως θα σκορπίσω ολότελα αν δεν προσέξω πού πατάω - και πάω προς το μπάνιο.
Ψαχουλευτά πηγαίνω, σαν τον τυφλό, και βρίσκω το νιπτήρα. Ρίχνω νερό στα μούτρα μου και τρίβομαι γερά με την πετσέτα, κι ύστερα, κοιτάω στον καθρέφτη και βλέπω, λίγο λίγο, να προβάλλει απ' το ζυμάρι, η μύτη που ξέρω, τα μάτια, κι όλα τα υπόλοιπα. Μετ' απ' αυτό, καταλαβαίνω πως είμαι ξυπνητός κι ότι βρίσκομαι ξανά, πίσω, στη ζωή. Κοιτάω, τότε, προς το δωμάτιο, και βλέπω πως οι τοίχοι του είναι κανονικοί και το σφαχτό έχει φύγει. Κανένας άλλος δεν υπάρχει μες στο σπίτι, κι έτσι ξέρω, πάλι, ότι είμαι μοναχός μου.
" Θα τα παίρνεις για λίγο καιρό ακόμα...", μου είπε ο γιατρός, " και σιγά σιγά, θα τα κόψεις εντελώς. Σημασία έχει να κοιμάσαι. Αυτό έχει σημασία τώρα. Εγώ πάντως, βλέπω καλυτέρευση...", είπε. Κι είχε δίκιο ο γιατρός, γιατί είναι τώρα κάμποσος καιρός που έχουν σταματήσει κι οι φωνές. Ο άλλος, που είχα μέσα μου, κι όλο μου μίλαγε με σιγανή φωνή, μ' έχει αφήσει ήσυχο, κι ούτε ο τρόμος, πια, με πιάνει - που μ' έπιανε, συνέχεια, και δε μπορούσα να σταθώ πουθενά - που ολοένα ήθελα να κόψω στα γυαλιά τα χέρια μου, ή να βρω ένα τρόπο, άλλο, για να τελειώνω μ' αυτό το πράμα που με τυράγναγε. Πιο ήσυχος είμαι, τώρα, γιατί κοιμάμαι κιόλας και βρίσκω κάποια ξεκούραση. Δεν ξυπνάω καλά, το ξέρω` αλλά τουλάχιστον κοιμάμαι` γιατί, παλιότερα, δε μπορούσα καθόλου να κοιμηθώ. Καθόμουν, όλη νύχτα, άγρυπνος, κι όλο περίμενα να δω, ποια είναι η στιγμή εκείνη που ο άνθρωπος περνάει από το ξύπνιο στον ύπνο, κι αυτό ήταν που με τέντωνε. Φόβος μεγάλος μ' έπιανε: ένας φόβος, χειρότερος κι από το φόβο του θανάτου, γιατί ήταν ο άγριος ο φόβος της ζωής που φτάνει τον άνθρωπο στις άκρες και τον γκρεμίζει - χωρίς κανένα έλεος - μέσα στα ίδια του τα σκοτάδια.
Τώρα, όμως, είμαι καλύτερα. Προχτές πήρα και στο τηλέφωνο την αδερφή μου τη Φωτούλα.
" Πώς το' παθες, Θεόφιλε!..", μου' πε. " Τι κάνεις;".
" Είμαι καλύτερα, Φωτούλα..", της είπα.
" Να βγαίνεις!..", είπε. " Μη κάθεσαι κλεισμένος εκεί μέσα μοναχός σου...".
" Βγαίνω..", της είπα. " Όσο μπορώ, βγαίνω".
" Πού πας;", μου' πε, " Παρέες έχεις;".
" Πάω καμιά βόλτα εδώ γύρω...Περπατάω στο δρόμο, τρία τέσσερα τετράγωνα. Πάω και μέχρι το δασάκι", της είπα. " Βλέπω κι ανθρώπους".
" Γιατί δεν έρχεσαι καθόλου κι από δω;", μου' πε.
" Αφού ξέρεις, δεν έχω κανέναν άλλον".
" Θα' ρθω , Φωτούλα", της είπα. " Θα δεις.. που θα' ρθω".
" Ναι.. Ολοένα έτσι μου λες, και ποτέ δεν έρχεσαι!.." είπε. " Σπουδαίο πράμα είναι;.. Πάρε το λεωφορείο, κι έλα!..Θα σου φτιάξω και μια μπατσαριά που σ' αρέσει!..Άντε!..Έλα, που σε θέλω..", είπε, κι έβαλε τα κλάματα.
" Τι έχεις, Φωτούλα.." της είπα, " Τι συμβαίνει;"
" Τι θέλεις να'χω;.. Τίποτα δεν έχω!.." έκανε σιγανά. " Δε ζω, Θεόφιλε!.. Μου φαίνεται ότι δε ζω! Περνάει η μέρα, κι εγώ είμαι βουτηγμένη...Στα ίδια και στα ίδια!..Δε μπορώ άλλο, Θεόφιλε, δε μπορώ!.. Ο Αντρέας λείπει συνέχεια απ' το σπίτι, κι εγώ, όλη μέρα, ασχολούμαι με τα παιδιά..Μ' έχουν στραγγίξει!..Το αίμα, μου' χουν πιεί...Έχω και υπόταση, Θεόφιλε.. Όλο ζαλάδες έχω! Μου φαίνεται, μερικές στιγμές, ότι θα σβήσω απ' ώρα σ' ώρα.."
" Μη κάνεις, έτσι, Φωτούλα..", της είπα, " Παράτα τα, πια, τα παιδιά, και κοίταξε τον εαυτό σου λίγο.."
" Πώς να τα παρατήσω..", είπε. " Περάσαμε μια λαχτάρα..Κόντεψα να πεθάνω!.. Ο μικρός.., Θεόφιλε..", είπε, σηκώθηκε κι έφυγε απ' το σπίτι!.. Εξαφανίστηκε για τρεις μέρες!.. Τον ψάχναμε με την αστυνομία!.. Σε κακά χάλια, τον βρήκαμε! Έχει μπλέξει, Θεόφιλε.. Τον έχουν παρασύρει κάτι αλήτες, κι έχει μπλέξει για τα καλά!.. Τον βρήκαμε στην Κάτω Κηφισιά.. σ' ένα σπίτι γκρεμισμένο! Ήταν μ' αυτούς τους αλήτες..και κάπνιζε χασίσι!.. Δε μπορώ άλλο, Θεόφιλε!.. Πάει, θα το χάσω το παιδί!".
" Μη στεναχωριέσαι..", της είπα, " Έτσι είναι τα παιδιά!..Θα του περάσει!. Μη στεναχωριέσαι".
" Πώς να μη στεναχωριέμαι, Θεόφιλε.. Δεκαπέντε χρονώ παιδί, κι έχει αρχίσει από τώρα τέτοια πράματα!.. Πάει, Θεόφιλε!. Δεν ακούει κανέναν! Δε θέλει να κάνει τίποτα!.. Ούτε στο σχολείο θέλει να πηγαίνει!.. Μας έχει πεθάνει, σου λέω!.. Απ' τον μεγάλο δεν έχω παράπονο.. Είναι άλλος χαρακτήρας!.. Ο Ευριπίδης, όμως;.. Ποιανού έμοιασε, Χριστέ μου;.. Από ποιον πήρε;..Θα με πεθάνει.., δεν αντέχω άλλο!..Δεν είναι ζωή αυτή! Καμιά χαρά δεν παίρνω! Δε ζω!..Πάει η καλή ζωή, Θεόφιλε!.. Θυμάσαι;.. Άντε!.. Έλα, λίγο, να σε δω, που σ' έχω επιθυμήσει!.. Θα σου' χω και μια μπατσαριά που σ' αρέσει!..Έλα λίγο..", είπε, παρακαλετά, κι αμέσως, ύστερα, " Α! ξέχασα να σου πω!..", μου' πε ζωηρά: " Με πήρε στο τηλέφωνο κι ο Λέαντρος, απ' τη Θεσσαλονίκη!.. Με ρώταγε, τι κάνεις.. και, μου' πε, ότι το Πάσχα, που' χε πάει στη Βουλγαρία, εκδρομή, είδε στη Βάρνα - στην παλιά την πόλη - ένα σπίτι αρχοντικό, που είχε πάνω απ' την εξώπορτα μια πλάκα με την επιγραφή: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΓΟΥΔΑΣ - ΕΜΠΟΡΟΣ, έγραφε, μου΄πε. Πρέπει να' ταν του προπάππου μας, αυτό το σπίτι, που είχε τα εμπόρια εκεί απάνω..Πες το στο Θεόφιλο, μου' πε, θα χαρεί!..".
" Αλήθεια;", είπα, " Καλά..πώς δε με πήρε ο ίδιος να μου το πει;"
Σ' έπαιρνε, μου' πε!..Πολλές φορές σ' έχει πάρει, είπε, αλλά το τηλέφωνο σου δεν απάνταγε..Καλά, μωρέ, Θεόφιλε!..Μήπως εγώ, δε σ' έχω πάρει τόσες φορές, και δεν απαντούσες;".
" Έχεις δίκιο, Φωτούλα", της είπα, " Δεν το σήκωνα..Τώρα όμως είμαι καλύτερα.."
" Άντε, μπράβο!", μ' έκοψε. " Έλα, λίγο, να σε δω,που σ' έχω επιθυμήσει!..Πώς έχουμε χαθεί έτσι; Από τότε που έφυγε κι ο Λέαντρος στη Θεσσαλονίκη, μαύρη πέτρα έριξε!.. Πώς έχουμε σκορπίσει έτσι!..Τι κατάρα είν' αυτή, Θεόφιλε.. Άντε!.. Έλα λίγο, να τα πούμε.. Τον κήπο τον θυμάσαι;..Ζούγκλα ήταν!..Θυμάσαι που μας έλεγε ο πατέρας, τη νύχτα, ότι όποιος θα πάει μέχρι τον αΐλαντο και θα γυρίσει, χωρίς να φοβηθεί, θα του δώσει ένα τάληρο; Έχει μείνει, ξέρεις, ο αΐλαντος!..Ακούς εκεί;..Κρατιέται ακόμα το βρωμόδεντρο!.. Ο μόνος, είναι, που ' χει μείνει στη γειτονιά! Άντε, Θεόφιλε.., έλα! Θα τα πούμε , κιόλας, λίγο. Έλα που σε θέλω".
" Εντάξει, Φωτούλα, θα'ρθω", της είπα, κι έκλεισα το τηλέφωνο. Το' κλεισα, κι αμέσως, στο μυαλό μου, έγραψε η εικόνα του σπιτιού και ο μεγάλος κήπος με τα δέντρα. Το σπίτι, που δεν υπάρχει πια, σκέφτηκα, και τον αΐλαντο: εκείνο το βρωμόδεντρο, που ζει ακόμα και τα φύλλα του κουνιούνται, με τον αέρα, ψηλά και πάνω απ' τις κεραίες που ορθώνονται στο τετραόροφο που έχτισε στον κήπο η αδερφή μου.
Το σκέφτηκα αυτό το δέντρο τ' ουρανού - που ακόμα κι αν το κάνεις κομματάκια, αυτό θα βρει τον τρόπο, έστω κι από ένα κοτσανάκι, να μεγαλώσει πάλι απ' την αρχή και να ξαναζήσει - κι ήρθε στο νου μου, η νύχτα εκείνη του καλοκαιριού, που είδα τη μάνα μου, μαζί με τη Φόνη, να κάθουνται κάτω απ' αυτό το δέντρο.
Στις πάνινες τις πολυθρόνες κάθονταν, αντικρυστά, και κοίταγαν, ψηλά, το θόλο τ' ουρανού. Τ' αστέρια κοίταγαν, που κρέμονταν μες στο στερέωμα, σα να' ταν φωτερά τσαμπιά από σταφύλια, και κουβέντιαζαν, οι δυο τους σιγανά: " Περνάει η ζωή, Λουκία!.." έλεγε η Φόνη. " Πώς πέρασαν, αλήθεια, τόσα χρόνια;.. Ούτε αέρας να' ταν!. Κι εμείς; Τι καταλάβαμε;..Να πεις πως ζήσαμε;..Μπα!.. Όλη αυτή η φασαρία, για το τίποτα!.. Μια με το ένα, μια με τ' άλλο.. Πάει η ζωή, Λουκία!.. Γεράσαμε! Πότε θα ζήσουμε;"
" Δε βαριέσαι, Φόνη..Την άλλη φορά!", είπε, η μάνα, και τράβηξε το βλέμμα της από τον ουρανό. Κατέβασε, ύστερα, και το κεφάλι, κι όλο κοίταγε συλλογισμένη - εκεί μπροστά στα πόδια της - κάτι δεντρολίβανα, που κούναγε τις άκρες τους ο σιγανός αέρας.
( απόσπασμα)
Νίκος Χουλιαράς, Ζωή, την άλλη φορά, Νεφέλη 1985, Δ' έκδοση.
Ο Νίκος Χουλιαράς είναι ένας από τους αγαπημένους μου Ηπειρώτες λογοτέχνες και δημιουργούς. Ίσως η λέξη αγαπημένος να έχει καταντήσει πολύ κοινή, αλλά δεν ξέρω πώς αλλιώς να τον ορίσω.
Η ανάρτηση αφιερωμένη στη μνήμη του
Το ιστολόγιο τού έχει αφιερώσει σχετικές αναρτήσεις παλιότερα εδώ και εδώ
Πάνω απ' τη γραμμή αυτή, νιώθω ένα πράμα κίτρινο που τρέμει: με φως μοιάζει και με κενό, που αναδίνει μια μυρουδιά σαν από θειάφι, κι αμέσως ύστερα, κάτι μικρότερες γραμμές - ψιλές ψιλές σα βελονίτσες - τρέχουν στ' αριστερό μου χέρι και το μουδιάζουν. Ένα παράξενο μυρμήγκιασμα απλώνει, τότε, σ' όλο μου το κορμί και βγαίνω απ' τον ύπνο, άξαφνα, σα να με χτύπησε το ρεύμα. Ξυπνάω, και κάθε φορά, μου φαίνεται ότι ξυπνάω σ' ένα δωμάτιο άγνωστο. Οι τοίχοι του έχουν το χρώμα της γαλαζόπετρας, κι απέναντι, στην πόρτα, βλέπω να κρέμεται κάτι που μοιάζει με σφαχτό. Σα ζώο είν' αυτό το πράμα: ένα ζώο που του λείπουν τα σπλάχνα, το αίμα και το κεφάλι, και κρέμεται στην πόρτα, χωρίς όμως και να κρατιέται από πουθενά. Μοιάζει ελαφρύ - δίχως κανένα βάρος - κι όλο κουνιέται, πέρα δώθε, σα μπαλόνι, παρόλο που δε φυσάει καθόλου στο δωμάτιο.
Σηκώνομαι με προσοχή απ' το κρεβάτι - γιατί μου φαίνεται, κάθε φορά, πως θα σκορπίσω ολότελα αν δεν προσέξω πού πατάω - και πάω προς το μπάνιο.
Ψαχουλευτά πηγαίνω, σαν τον τυφλό, και βρίσκω το νιπτήρα. Ρίχνω νερό στα μούτρα μου και τρίβομαι γερά με την πετσέτα, κι ύστερα, κοιτάω στον καθρέφτη και βλέπω, λίγο λίγο, να προβάλλει απ' το ζυμάρι, η μύτη που ξέρω, τα μάτια, κι όλα τα υπόλοιπα. Μετ' απ' αυτό, καταλαβαίνω πως είμαι ξυπνητός κι ότι βρίσκομαι ξανά, πίσω, στη ζωή. Κοιτάω, τότε, προς το δωμάτιο, και βλέπω πως οι τοίχοι του είναι κανονικοί και το σφαχτό έχει φύγει. Κανένας άλλος δεν υπάρχει μες στο σπίτι, κι έτσι ξέρω, πάλι, ότι είμαι μοναχός μου.
" Θα τα παίρνεις για λίγο καιρό ακόμα...", μου είπε ο γιατρός, " και σιγά σιγά, θα τα κόψεις εντελώς. Σημασία έχει να κοιμάσαι. Αυτό έχει σημασία τώρα. Εγώ πάντως, βλέπω καλυτέρευση...", είπε. Κι είχε δίκιο ο γιατρός, γιατί είναι τώρα κάμποσος καιρός που έχουν σταματήσει κι οι φωνές. Ο άλλος, που είχα μέσα μου, κι όλο μου μίλαγε με σιγανή φωνή, μ' έχει αφήσει ήσυχο, κι ούτε ο τρόμος, πια, με πιάνει - που μ' έπιανε, συνέχεια, και δε μπορούσα να σταθώ πουθενά - που ολοένα ήθελα να κόψω στα γυαλιά τα χέρια μου, ή να βρω ένα τρόπο, άλλο, για να τελειώνω μ' αυτό το πράμα που με τυράγναγε. Πιο ήσυχος είμαι, τώρα, γιατί κοιμάμαι κιόλας και βρίσκω κάποια ξεκούραση. Δεν ξυπνάω καλά, το ξέρω` αλλά τουλάχιστον κοιμάμαι` γιατί, παλιότερα, δε μπορούσα καθόλου να κοιμηθώ. Καθόμουν, όλη νύχτα, άγρυπνος, κι όλο περίμενα να δω, ποια είναι η στιγμή εκείνη που ο άνθρωπος περνάει από το ξύπνιο στον ύπνο, κι αυτό ήταν που με τέντωνε. Φόβος μεγάλος μ' έπιανε: ένας φόβος, χειρότερος κι από το φόβο του θανάτου, γιατί ήταν ο άγριος ο φόβος της ζωής που φτάνει τον άνθρωπο στις άκρες και τον γκρεμίζει - χωρίς κανένα έλεος - μέσα στα ίδια του τα σκοτάδια.
Τώρα, όμως, είμαι καλύτερα. Προχτές πήρα και στο τηλέφωνο την αδερφή μου τη Φωτούλα.
" Πώς το' παθες, Θεόφιλε!..", μου' πε. " Τι κάνεις;".
" Είμαι καλύτερα, Φωτούλα..", της είπα.
" Να βγαίνεις!..", είπε. " Μη κάθεσαι κλεισμένος εκεί μέσα μοναχός σου...".
" Βγαίνω..", της είπα. " Όσο μπορώ, βγαίνω".
" Πού πας;", μου' πε, " Παρέες έχεις;".
" Πάω καμιά βόλτα εδώ γύρω...Περπατάω στο δρόμο, τρία τέσσερα τετράγωνα. Πάω και μέχρι το δασάκι", της είπα. " Βλέπω κι ανθρώπους".
" Γιατί δεν έρχεσαι καθόλου κι από δω;", μου' πε.
" Αφού ξέρεις, δεν έχω κανέναν άλλον".
" Θα' ρθω , Φωτούλα", της είπα. " Θα δεις.. που θα' ρθω".
" Ναι.. Ολοένα έτσι μου λες, και ποτέ δεν έρχεσαι!.." είπε. " Σπουδαίο πράμα είναι;.. Πάρε το λεωφορείο, κι έλα!..Θα σου φτιάξω και μια μπατσαριά που σ' αρέσει!..Άντε!..Έλα, που σε θέλω..", είπε, κι έβαλε τα κλάματα.
" Τι έχεις, Φωτούλα.." της είπα, " Τι συμβαίνει;"
" Τι θέλεις να'χω;.. Τίποτα δεν έχω!.." έκανε σιγανά. " Δε ζω, Θεόφιλε!.. Μου φαίνεται ότι δε ζω! Περνάει η μέρα, κι εγώ είμαι βουτηγμένη...Στα ίδια και στα ίδια!..Δε μπορώ άλλο, Θεόφιλε, δε μπορώ!.. Ο Αντρέας λείπει συνέχεια απ' το σπίτι, κι εγώ, όλη μέρα, ασχολούμαι με τα παιδιά..Μ' έχουν στραγγίξει!..Το αίμα, μου' χουν πιεί...Έχω και υπόταση, Θεόφιλε.. Όλο ζαλάδες έχω! Μου φαίνεται, μερικές στιγμές, ότι θα σβήσω απ' ώρα σ' ώρα.."
" Μη κάνεις, έτσι, Φωτούλα..", της είπα, " Παράτα τα, πια, τα παιδιά, και κοίταξε τον εαυτό σου λίγο.."
" Πώς να τα παρατήσω..", είπε. " Περάσαμε μια λαχτάρα..Κόντεψα να πεθάνω!.. Ο μικρός.., Θεόφιλε..", είπε, σηκώθηκε κι έφυγε απ' το σπίτι!.. Εξαφανίστηκε για τρεις μέρες!.. Τον ψάχναμε με την αστυνομία!.. Σε κακά χάλια, τον βρήκαμε! Έχει μπλέξει, Θεόφιλε.. Τον έχουν παρασύρει κάτι αλήτες, κι έχει μπλέξει για τα καλά!.. Τον βρήκαμε στην Κάτω Κηφισιά.. σ' ένα σπίτι γκρεμισμένο! Ήταν μ' αυτούς τους αλήτες..και κάπνιζε χασίσι!.. Δε μπορώ άλλο, Θεόφιλε!.. Πάει, θα το χάσω το παιδί!".
" Μη στεναχωριέσαι..", της είπα, " Έτσι είναι τα παιδιά!..Θα του περάσει!. Μη στεναχωριέσαι".
" Πώς να μη στεναχωριέμαι, Θεόφιλε.. Δεκαπέντε χρονώ παιδί, κι έχει αρχίσει από τώρα τέτοια πράματα!.. Πάει, Θεόφιλε!. Δεν ακούει κανέναν! Δε θέλει να κάνει τίποτα!.. Ούτε στο σχολείο θέλει να πηγαίνει!.. Μας έχει πεθάνει, σου λέω!.. Απ' τον μεγάλο δεν έχω παράπονο.. Είναι άλλος χαρακτήρας!.. Ο Ευριπίδης, όμως;.. Ποιανού έμοιασε, Χριστέ μου;.. Από ποιον πήρε;..Θα με πεθάνει.., δεν αντέχω άλλο!..Δεν είναι ζωή αυτή! Καμιά χαρά δεν παίρνω! Δε ζω!..Πάει η καλή ζωή, Θεόφιλε!.. Θυμάσαι;.. Άντε!.. Έλα, λίγο, να σε δω, που σ' έχω επιθυμήσει!.. Θα σου' χω και μια μπατσαριά που σ' αρέσει!..Έλα λίγο..", είπε, παρακαλετά, κι αμέσως, ύστερα, " Α! ξέχασα να σου πω!..", μου' πε ζωηρά: " Με πήρε στο τηλέφωνο κι ο Λέαντρος, απ' τη Θεσσαλονίκη!.. Με ρώταγε, τι κάνεις.. και, μου' πε, ότι το Πάσχα, που' χε πάει στη Βουλγαρία, εκδρομή, είδε στη Βάρνα - στην παλιά την πόλη - ένα σπίτι αρχοντικό, που είχε πάνω απ' την εξώπορτα μια πλάκα με την επιγραφή: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΓΟΥΔΑΣ - ΕΜΠΟΡΟΣ, έγραφε, μου΄πε. Πρέπει να' ταν του προπάππου μας, αυτό το σπίτι, που είχε τα εμπόρια εκεί απάνω..Πες το στο Θεόφιλο, μου' πε, θα χαρεί!..".
" Αλήθεια;", είπα, " Καλά..πώς δε με πήρε ο ίδιος να μου το πει;"
Σ' έπαιρνε, μου' πε!..Πολλές φορές σ' έχει πάρει, είπε, αλλά το τηλέφωνο σου δεν απάνταγε..Καλά, μωρέ, Θεόφιλε!..Μήπως εγώ, δε σ' έχω πάρει τόσες φορές, και δεν απαντούσες;".
" Έχεις δίκιο, Φωτούλα", της είπα, " Δεν το σήκωνα..Τώρα όμως είμαι καλύτερα.."
" Άντε, μπράβο!", μ' έκοψε. " Έλα, λίγο, να σε δω,που σ' έχω επιθυμήσει!..Πώς έχουμε χαθεί έτσι; Από τότε που έφυγε κι ο Λέαντρος στη Θεσσαλονίκη, μαύρη πέτρα έριξε!.. Πώς έχουμε σκορπίσει έτσι!..Τι κατάρα είν' αυτή, Θεόφιλε.. Άντε!.. Έλα λίγο, να τα πούμε.. Τον κήπο τον θυμάσαι;..Ζούγκλα ήταν!..Θυμάσαι που μας έλεγε ο πατέρας, τη νύχτα, ότι όποιος θα πάει μέχρι τον αΐλαντο και θα γυρίσει, χωρίς να φοβηθεί, θα του δώσει ένα τάληρο; Έχει μείνει, ξέρεις, ο αΐλαντος!..Ακούς εκεί;..Κρατιέται ακόμα το βρωμόδεντρο!.. Ο μόνος, είναι, που ' χει μείνει στη γειτονιά! Άντε, Θεόφιλε.., έλα! Θα τα πούμε , κιόλας, λίγο. Έλα που σε θέλω".
" Εντάξει, Φωτούλα, θα'ρθω", της είπα, κι έκλεισα το τηλέφωνο. Το' κλεισα, κι αμέσως, στο μυαλό μου, έγραψε η εικόνα του σπιτιού και ο μεγάλος κήπος με τα δέντρα. Το σπίτι, που δεν υπάρχει πια, σκέφτηκα, και τον αΐλαντο: εκείνο το βρωμόδεντρο, που ζει ακόμα και τα φύλλα του κουνιούνται, με τον αέρα, ψηλά και πάνω απ' τις κεραίες που ορθώνονται στο τετραόροφο που έχτισε στον κήπο η αδερφή μου.
Το σκέφτηκα αυτό το δέντρο τ' ουρανού - που ακόμα κι αν το κάνεις κομματάκια, αυτό θα βρει τον τρόπο, έστω κι από ένα κοτσανάκι, να μεγαλώσει πάλι απ' την αρχή και να ξαναζήσει - κι ήρθε στο νου μου, η νύχτα εκείνη του καλοκαιριού, που είδα τη μάνα μου, μαζί με τη Φόνη, να κάθουνται κάτω απ' αυτό το δέντρο.
Στις πάνινες τις πολυθρόνες κάθονταν, αντικρυστά, και κοίταγαν, ψηλά, το θόλο τ' ουρανού. Τ' αστέρια κοίταγαν, που κρέμονταν μες στο στερέωμα, σα να' ταν φωτερά τσαμπιά από σταφύλια, και κουβέντιαζαν, οι δυο τους σιγανά: " Περνάει η ζωή, Λουκία!.." έλεγε η Φόνη. " Πώς πέρασαν, αλήθεια, τόσα χρόνια;.. Ούτε αέρας να' ταν!. Κι εμείς; Τι καταλάβαμε;..Να πεις πως ζήσαμε;..Μπα!.. Όλη αυτή η φασαρία, για το τίποτα!.. Μια με το ένα, μια με τ' άλλο.. Πάει η ζωή, Λουκία!.. Γεράσαμε! Πότε θα ζήσουμε;"
" Δε βαριέσαι, Φόνη..Την άλλη φορά!", είπε, η μάνα, και τράβηξε το βλέμμα της από τον ουρανό. Κατέβασε, ύστερα, και το κεφάλι, κι όλο κοίταγε συλλογισμένη - εκεί μπροστά στα πόδια της - κάτι δεντρολίβανα, που κούναγε τις άκρες τους ο σιγανός αέρας.
( απόσπασμα)
Νίκος Χουλιαράς, Ζωή, την άλλη φορά, Νεφέλη 1985, Δ' έκδοση.
Ο Νίκος Χουλιαράς είναι ένας από τους αγαπημένους μου Ηπειρώτες λογοτέχνες και δημιουργούς. Ίσως η λέξη αγαπημένος να έχει καταντήσει πολύ κοινή, αλλά δεν ξέρω πώς αλλιώς να τον ορίσω.
Η ανάρτηση αφιερωμένη στη μνήμη του
Το ιστολόγιο τού έχει αφιερώσει σχετικές αναρτήσεις παλιότερα εδώ και εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου