Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2015

Μάνες και παιδιά στις Γυναικείες Φυλακές Αβέρωφ


Γράφει η ofisofi //atexnos

Οι Γυναικείες Φυλακές Αβέρωφ κτίστηκαν το 1889. Ήταν το παράρτημα της κεντρικής φυλακής ανδρών. Μέσα σε αυτές επρόκειτο να κλειστούν γυναίκες που είχαν καταδικαστεί για εγκλήματα στην Ελλάδα. Ήταν ένα διώροφο κτίριο που αποτελούνταν από το κεντρικό διοικητικό τμήμα και δύο πτέρυγες κρατουμένων. Είχε ένα μικρό προαύλιο στη μέση του οποίου υπήρχε ένα εκκλησάκι και ένα φοίνικας. Η χωρητικότητά τους αντιστοιχούσε σε 100 με 120 άτομα.

Στη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά (1936- 1940) μεταφέρθηκαν οι πρώτοι πολιτικοί κρατούμενοι. Στα κατοχικά χρόνια γκρεμίστηκαν τα κελιά του πάνω ορόφου και δημιουργήθηκαν τέσσερις μεγάλοι θάλαμοι και η τραπεζαρία.
Παιδί και η νονά του στη φυλακή
Από το Φεβρουάριο του 1945 έως τον Μάιο του 1948 στους καταλόγους των φυλακών αναφέρονται 1.771 εισαγωγές κρατουμένων για ποινικά και πολιτικά αδικήματα. Το Φεβρουάριο του 1950 ο αριθμός των εισαγωγών είχε διπλασιαστεί και αφορούσαν πολιτικούς κρατούμενους.

Το 1949 ο αριθμός των φυλακισμένων γυναικών ήταν δεκαπλάσιος του αρχικού σχεδιασμού. Γυναίκες από όλη την Ελλάδα, κυρίως από 20 έως 40 ετών, καταδικασμένες για τη συμμετοχή τους στην Εαμική αντίσταση και το Δημοκρατικό Στρατό  ή τη βοήθεια ή τη συγγενική σχέση με τους αντάρτες φυλακίζονταν  εκεί.

Οι περισσότερες από τις γυναίκες αυτές εργάζονταν και το επάγγελμά που ασκούσαν προϋπόθετε ανώτερο επίπεδο μόρφωσης.

Οι συνθήκες στις φυλακές ήταν πρωτόγονες. Δεν υπήρχαν ούτε τα στοιχειώδη έπιπλα και ο απαραίτητος ιματισμός με αποτέλεσμα να κοιμούνται στο πέτρινο πάτωμα. Τα μόνα σκεύη που επιτρέπονταν ήταν ένα αλουμινένιο πιάτο, μια κούπα και ένα κουτάλι. Τα χρησιμοποιούσαν για να τρώνε στο πάτωμα.

Τα κελιά δεν αερίζονταν αν και τα παράθυρα ήταν ανοικτά. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτικά ζεστή το καλοκαίρι και πολύ κρύα το χειμώνα. Ξυλόσομπες υπήρχαν μόνο στο πλυσταριό και την κουζίνα.

Οι κρατούμενες εργάζονταν σκληρά καθώς  ήταν υποχρεωμένες να καθαρίζουν ολόκληρη τη φυλακή και το διοικητήριο τρεις φορές τη μέρα, να μαγειρεύουν, να μεταφέρουν τις προμήθειες φορτώνοντας από τα φορτηγά  βαριά φορτία στις πλάτες τους και ξεφορτώνοντας τα  στη φυλακή.

Δεν είχαν προσωπική ζωή και αναγκάζονταν να κάνουν τα πάντα σε δημόσια θέα. Μαζί με το αίσθημα της ντροπής είχαν χάσει και την αίσθηση του χρόνου και του εξωτερικού κόσμου. Δεν τους επιτρεπόταν να έχουν ρολόγια, ημερολόγια, εφημερίδες ή ραδιόφωνα, αλλά ούτε καφέ και τσιγάρα, ποτήρια, πιρούνια, μαχαίρια.

Οι ποινές με τις οποίες είχαν καταδικαστεί ήταν μεγάλες. 276 γυναίκες είχαν καταδικαστεί σε θάνατο και από αυτές οι 17 είχαν ήδη εκτελεσθεί.

Το βράδυ πριν την εκτέλεση οι μελλοθάνατες οδηγούνταν από άνδρες φρουρούς σε ένα απομονωμένο κελί και τα χαράματα εκτελούνταν.


Οι 17 εκτελεσμένες γυναίκες από τη φυλακή Αβέρωφ
Από το 1945 – 1950 συμβίωσαν για ένα χρονικό διάστημα στη φυλακή γυναίκες που είχαν γίνει μητέρες μαζί με τα παιδιά τους. Αναφέρονται 106 μητέρες και 119 παιδιά. Οι γυναίκες αυτές ήταν μαζεμένες στους θαλάμους του ισογείου. Στη δυτική πτέρυγα σε ένα θάλαμο 8 Χ 10 βρίσκονταν οι μανάδες που είχαν παιδιά μικρότερα από 2 ετών. Στην ανατολική πτέρυγα σε έναν ακόμη μικρότερο θάλαμο ήταν οι μανάδες με παιδιά από 2 έως 5 ετών.

Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν πολύ δύσκολες και απάνθρωπες. Υπήρχε ένα ράντζο για κάθε μητέρα με το παιδί της ή για δύο παιδιά μαζί. Αυτό ήταν το σπίτι τους μέσα στο θάλαμο. Εκεί έπρεπε να κοιμούνται, να τρώνε, να περνούν τις ώρες τους, να προετοιμάζουν το φαγητό, να  φροντίζουν και να πλένουν το παιδί τους χωρίς να υπάρχει τρεχούμενο νερό ή τουαλέτα.

Η τροφή ήταν ανεπαρκής διότι τα παιδιά δεν υπολογίζονταν στους κρατούμενους , αλλά και ό,τι υπήρχε ήταν φτωχό σε διατροφική αξία.

Τα παιδιά μεγάλωναν υπό την επίβλεψη  μόνο γυναικών μέσα στις φυλακές σε περιορισμένο και ανθυγιεινό χώρο, χωρίς δραστηριότητες και κίνηση αφού περιορίζονταν στο χώρο που καταλάμβανε το ράντζο τους. Το οπτικό τους πεδίο ήταν επίσης περιορισμένο στους τοίχους του θαλάμου και της φυλακής.

Οι άλλες φυλακισμένες γυναίκες βοηθούσαν με κάθε δυνατό τρόπο τις μητέρες στην προσπάθειά τους να φροντίσουν τα παιδιά τους και να δώσουν στα παιδιά εκείνα τα ερεθίσματα με τα οποία θα αναπτύσσονταν σωστά. Γι’ αυτό αν και απομονωμένα στους τοίχους της φυλακής τα παιδιά ήταν κοινωνικά και δεν παρουσίαζαν προβλήματα στη συμπεριφορά τους. Τα περισσότερα είχαν φυσιολογική σωματική και ψυχική ανάπτυξη.

Έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι οι φυλακές Αβέρωφ ήταν ένα ελληνικό Άουσβιτς για τις μητέρες και τα παιδιά γιατί έδιναν καθημερινά έναν αγώνα σωματικής και ψυχικής επιβίωσης.
Πάνω φωτογραφία: Θάλαμος της φυλακής Αβέρωφ
Κάτω φωτογραφία: Δυτική πτέρυγα της φυλακής. Στο βάθος ήταν το τμήμα με τα μωρά
Η απομάκρυνση των παιδιών από τις μανάδες τους  επιβλήθηκε από την ανώτατη διοίκηση των φυλακών ,τον Αύγουστο του 1950, ως τιμωρία , επειδή  οι φυλακισμένες διαμαρτυρήθηκαν  για τις εκτελέσεις πολιτικών κρατουμένων. 93 παιδιά μεγαλύτερα των 2 ετών απομακρύνθηκαν από τη φυλακή και την αγκαλιά της μάνας τους. Οι μανάδες αυτές και οι συγκρατούμενές τους  προσπάθησαν μέσω γνωστών και συγγενών τους να βρουν ανάδοχα σπίτια για τα παιδιά τους επειδή φοβήθηκαν ότι αν μεταφερθούν στις παιδουπόλεις θα υποβληθούν σε πλύση εγκεφάλου προκειμένου να στραφούν εναντίον των ιδανικών των γονιών τους αλλά και εναντίον των ίδιων των γονιών τους.

54 παιδιά βρέθηκαν σε ανάδοχα σπίτια , που ανήκαν κυρίως σε παπούδες ή θείους των παιδιών.

Αρχικά δίπλα στο βορεινό τοίχο των φυλακών υπήρχε ένα μικρό άσυλο για τα παιδιά που λειτουργούσε με εθελοντικές προσφορές και τις μικρές επιχορηγήσεις του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και των υπουργείων Δικαιοσύνης και Δημόσιας Υγείας και Πρόνοιας. Αργότερα  τα  παιδιά (37) μεταφέρθηκαν στη βίλα Κατσίγερα στο Κεφαλάρι , που λειτουργούσε ως παιδικό ίδρυμα. Το οίκημα αυτό είχε επιταχθεί και χρησιμοποιήθηκε ως το πρώτο ίδρυμα για τα παιδιά που είχαν αποχωριστεί τις φυλακισμένες μανάδες τους. Η βίλα είχε απογυμνωθεί από την πολυτελή επίπλωση της  και τα παιδιά ζούσαν μέσα σε άθλιες συνθήκες. Μετά από παρεμβάσεις της διοικήτριας των φυλακών στη βασίλισσα Φρειδερίκη όλα τα παιδιά μεταφέρθηκαν την άνοιξη του 1952 στο Παιδικό Σανατόριο Καλαμακίου, το οποίο είχε ιδρυθεί από έναν πλούσιο Ολλανδό. Αυτός μετέτρεψε την πολυτελή βίλα σε παιδικό αναρρωτήριο και τη δώρισε στη Βασιλική Πρόνοια η οποία βρισκόταν υπό την αιγίδα της Φρειδερίκης. Εκεί μεταφέρθηκαν και μερικά παιδιά ακόμα που τα πήραν από τις μανάδες τους καθώς είχαν συμπληρώσει τα 2 χρόνια της ζωής τους. Η πλειοψηφία των παιδιών όταν έφτασε σε σχολική ηλικία μεταφέρθηκε σε άλλα ιδρύματα.

Στο μεταξύ από το 1947 ο Οργανισμός Πρόνοιας Βορείου Ελλάδος, που μετονομάστηκε αργότερα σε Οργανισμό Βασιλικής Πρόνοιας , ίδρυσε 52 παιδουπόλεις στα περίχωρα επαρχιακών πόλεων για να στεγάσει τα ορφανά παιδιά ή όσα είχαν απομακρυνθεί από τους γονείς τους κατά την διάρκεια του εμφυλίου. Τα  παιδιά που απομακρύνθηκαν από τις φυλακισμένες μητέρες τους μεταφέρθηκαν εκεί.

Οι συνθήκες διαβίωσης και υγιεινής ήταν άσχημες και πρωτόγονες.

Τα παιδιά κοιμούνταν σε μεγάλους θαλάμους , όπου υπήρχαν 30-100 κρεβάτια χωρίς κανονικά στρώματα και σεντόνια. Το φαγητό ήταν λιγοστό  όπως και ο ρουχισμός. Στα περισσότερα ιδρύματα λειτουργούσε σχολείο και εφαρμοζόταν στρατιωτική πειθαρχία σε συνδυασμό με σωματικές ποινές . Τα παιδιά ήταν απομονωμένα από την κοινωνία και μεγάλωναν σε ένα στερητικό περιβάλλον. Είχαν τη δυνατότητα να επικοινωνούν με αλληλογραφία με τις μανάδες τους στη φυλακή , τους πατέρες τους και τους συγγενείς τους. Η αλληλογραφία αυτή όμως δεν ήταν συχνή. Σπάνια δέχονταν επισκέψεις συγγενών τους.
Οι μανάδες πάλι όσο ήταν φυλακισμένες επικοινωνούσαν με τα παιδιά τους με γράμματα ή στέλνοντας δέματα. Προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να μην αποκοπούν από αυτά. Πολλές έμαθαν γράμματα για να μπορούν να κρατήσουν ζωντανή την επικοινωνία αυτή. Μέσα στη φυλακή έκαναν όνειρα για το μέλλον των παιδιών τους , για την επανασύνδεσή τους μετά  την αποφυλάκισή τους, φοβόνταν όμως μήπως τα παιδιά υιοθετηθούν χωρίς τη συγκατάθεσή τους. Είχαν  επίγνωση των δύσκολων συνθηκών που ζούσαν τα παιδιά τους και τον τρόπο με τον οποίο μεγάλωναν και διαπαιδαγωγούνταν μέσα στα ιδρύματα.

Μετά την αποφυλάκισή της κάθε μητέρα ήθελε να επανασυνδεθεί με το παιδί της. Αυτή η επιθυμία δεν ήταν στις περισσότερες περιπτώσεις εφικτή εξ αιτίας  των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών. Φοβόνταν αντίποινα από τη χωροφυλακή και τις διάφορες παρακρατικές οργανώσεις. τα σπίτια τους ήταν κατεστραμμένα ή κατασχεμένα, δεν είχαν χρήματα, δεν μπορούσαν να βρουν δουλειά. Πολλές άλλαξαν τόπο διαμονής και έκαναν ευκαιριακές δουλειές για να ζήσουν. Η φτώχεια ήταν μόνιμος σύντροφός τους και τα παιδιά αναγκάζονταν να δουλεύουν παράλληλα με τη φοίτησή στο σχολείο.

Οι πληροφορίες είναι από το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο της Μαντώς Νταλιάνη – Καραμπατζάκη: Παιδιά στη δίνη του ελληνικού εμφυλίου πολέμου 1946 – 1949, σημερινοί ενήλικες. Πρόκειται για μια διαχρονική μελέτη με αντικείμενο τα παιδιά που έμειναν στη φυλακή με τις κρατούμενες μητέρες τους.


Η Μαντώ Νταλιάνη – Καραμπατζάκη γεννήθηκε το 1920 στο Πελαδάρι της Προύσας και μετά τη μικρασιατική καταστροφή εγκαταστάθηκε με την οικογένεια της στη Θεσσαλονίκη. Το 1938 ήταν  φοιτήτρια της Ιατρικής Σχολής και μαζί με το σύζυγό της γιατρό Δημήτρη Νταλιάνη αγωνίστηκαν μέσα από τις γραμμές τους ΕΑΜ. Το 1949 συνελήφθη και φυλακίστηκε για δύο χρόνια στις Φυλακές Αβέρωφ. Ως διπλωματούχος γιατρός βοηθούσε το γιατρό των φυλακών και είχε υπό την άμεση ιατρική φροντίδα της τις μητέρες και τα παιδιά τους. Με τη διπλή ιδιότητα της πολιτικής κρατούμενης και της γιατρού μπόρεσε να κερδίσει την εμπιστοσύνη αυτών των γυναικών και να τις γνωρίσει πολύ καλά. Εκεί μέσα , στις φυλακές, η Νταλιάνη συνέλαβε την ιδέα της μελέτης για την εξέλιξη των παιδιών της φυλακής και τις μακροπρόθεσμες συνέπειες του τραύματος των παιδιών του εμφυλίου στην ενήλικη ζωή τους. Συνάντησε τις μητέρες και τα παιδιά 30 χρόνια μετά και ξεπερνώντας δυσκολίες και φόβους μπόρεσε να καταγράψει και να μελετήσει την εξέλιξή τους και τα προβλήματα που συνάντησαν.  Η μελέτη αποτέλεσε τη διδακτορική διατριβή της που ολοκλήρωσε το 1986 και δημοσιεύτηκε στα αγγλικά στη Σουηδία το 1994  και είναι μία από τις ελάχιστες διατριβές Παιδικής και Εφηβικής Ψυχιατρικής που κρίθηκε ικανή να παρουσιαστεί σε επιστημονικό περιοδικό ιστορίας. Την επιστημονική επιμέλεια της ελληνικής έκδοσης υπογράφουν οι Ι.Τσιάντης και Δ. Πλουμπίδης. Η έκδοση έγινε με τη συνεργασία του Μουσείου Μπενάκη, της Εταιρείας Ψυχοκοινωνικής Υγείας του Παιδιού και του Εφήβου και των εκδόσεων της Σχολής Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου. Στην Ελλάδα εκδόθηκε το 2009.

Η Μαντώ Νταλιάνη – Καραμπατζάκη πέθανε το 1996 στη Στοκχόλμη όπου ζούσε από το 1961.

 Οι φωτογραφίες από το βιβλίο.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου